ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Εφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 49/17 και 50/17)

 

9 Ιανουαρίου, 2024

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ)

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 49/17)

 

 

ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

Εφεσείων,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Εφεσίβλητης.

____________________

 

(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 50/17)

 

 

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Εφεσίβλητης.

 

Εμφανίσεις στην ΕΔΔ Αρ. 49/17.

Α. Μ. Καραμανώλης με Μ. Λοϊζου (κα) για Καραμανώλης & Καραμανώλης ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Συμεωνίδου (κα), ανώτερη δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

Α. Κωνσταντίνου με κα Μ. Φράγκου για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ, για το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Εμφανίσεις στην ΕΔΔ Αρ. 50/17.

Ε. Τόλλα (κα) για Μ. Ηλιάδης & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Συμεωνίδου (κα), ανώτερη δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

Α. Κωνσταντίνου με κα Μ. Φράγκου για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ, για το ενδιαφερόμενο μέρος. 

 

---------

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

---------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Με τις υπό εξέταση εφέσεις ζητείται ανατροπή απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου δια της οποίας επικυρώθηκε η προαγωγή, κατόπιν επανεξέτασης, στη μόνιμη θέση Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων της κας Βασιλικής Αναστασιάδου (εν τοις εφεξής Β.Α.), αντί των εφεσειόντων.

Αναφερόμαστε σε επανεξέταση διότι η θέση είχε προκηρυχθεί αρχικά το Σεπτέμβριο του 2008.  Πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.  Η Β.Α. (ενδιαφερόμενο μέρος) και ο κ. Σωκράτης Σωκράτους, εφεσείων στην ΕΔΔ Αρ. 49/17 (εν τοις εφεξής Σ.Σ.) διεκδίκησαν τη θέση ως προαγωγής, ενώ ο κ. Γιαννάκης Γεωργιάδης, εφεσείων στην ΕΔΔ Αρ. 50/17 (εν τοις εξής Γ.Γ.) ως πρώτου διορισμού.  Προήχθη ο Σ.Σ.

 

Εναντίον της προαγωγής καταχωρίστηκε προσφυγή από τη Β.Α.  Η προαγωγή ακυρώθηκε, επειδή η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) βάσισε την επιλογή της, παρά την προφανή αρχαιότητα της Β.Α., στην οριακή διαφορά μεταξύ Σ.Σ. και Β.Α. κατά την προφορική συνέντευξη (Υπόθεση αρ. 92/2009, Βασιλική Αναστασιάδου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 28.5.2012 (Νικολαΐδης, Δ)).  

 

Ακολούθησαν εφέσεις από τον Σ.Σ. και από τη Δημοκρατία.  Οι εφέσεις απορρίφθηκαν (Σωκράτης Σωκράτους ν. Βασιλικής Αναστασιάδου ν. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 557).  Στις διαδικασίες εκείνες ο Γ.Γ. δεν είχε λάβει μέρος.

Μετά την έκδοση της απόφασης ο Σ.Σ. απέστειλε δύο επιστολές, μέσω των δικηγόρων του, προς την ΕΔΥ, υποβάλλοντας παραστάσεις και ζητώντας όπως κατά την επανεξέταση ληφθούν υπόψη τα στοιχεία που έθεσε και τα οποία άπτοντο της φύσης και υπόστασης του μεταπτυχιακού προσόντος της Β.Α.  Η πρώτη επιστολή εστάλη την ίδια ημέρα, μετά την εν λόγω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 14.6.2013. 

 

Κατά την επανεξέταση προήχθη και πάλι, αναδρομικά από 1.1.2009, η Β.Α. Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρίστηκε προσφυγή από τον Σ.Σ. (προσφυγή αρ. 6072/2013), αλλά, αυτή τη φορά και από τον Γ.Γ. (προσφυγή αρ. 6045/2013).  Οι προσφυγές απορρίφθηκαν.  Εξ ου και οι υπό εξέταση τώρα εφέσεις. 

 

Η έφεση του Σ.Σ. (ΕΔΔ Αρ. 49/2017).

Ο Σ.Σ. είχε με την προσφυγή του εγείρει ζήτημα ότι η ΕΔΥ παρέλειψε να διερευνήσει τη φύση και την υπόσταση του μεταπτυχιακού προσόντος της Β.Α., δεδομένου ότι τούτο είχε αποκτηθεί εξ αποστάσεως και χωρίς εξετάσεις.  Αντ’  αυτού, η ΕΔΥ έλαβε ως δεδομένο ότι αμφότεροι ήταν ίσοι σε προσόντα.  

 

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα των προσόντων, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως επειδή στο σχέδιο υπηρεσίας υπήρχε ο όρος ότι «πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος περιλαμβάνει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο», αυτό σημαίνει ότι το μεταπτυχιακό δίπλωμα δεν αυξάνει καθ’  οιονδήποτε τρόπο την αξία του υποψηφίου που το κατέχει.  Τοιουτοτρόπως δέχθηκε ότι ήταν ίσοι σε προσόντα και ότι η αρχαιότητα της Β.Α. της έδιδε προβάδισμα.

 

Με την έφεση προβάλλεται πως εσφαλμένα το δικαστήριο έκρινε ότι το μεταπτυχιακό δεν αυξάνει την αξία του υποψηφίου και συνεπακόλουθα ότι η Β.Α. δεν υστερεί σε προσόντα.  Επαναφέρεται ο ισχυρισμός περί παράλειψης της ΕΔΥ να προβεί σε διερεύνηση της φύσης και υπόστασης του μεταπτυχιακού της Β.Α. Εάν η ΕΔΥ, συνεχίζει ο μοναδικός λόγος έφεσης, προέβαινε στη δέουσα έρευνα ενδεχομένως ο συσχετισμός των κριτηρίων αξιολόγησης να ήταν διαφορετικός, εφόσον εάν στο κριτήριο των προσόντων διαπιστωνόταν ότι υπερέχει ο Σ.Σ., τότε η αρχαιότητα της Β.Α. δεν θα της έδιδε προβάδισμα, όπως εσφαλμένα κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο.

 

Το ζήτημα, όμως, της ισοδυναμίας σε προσόντα δεν ήταν πλέον ανοικτό.  Στην προαναφερθείσα απόφαση του δικαστή Νικολαΐδη, η οποία είχε εκδοθεί μεταξύ τους, καταγράφεται ότι:

 

«…τόσο η αιτήτρια [Β.Α.] όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος [Σ.Σ.] κατέχουν τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και επιπλέον κατέχουν μεταπτυχιακά […]  οι δύο υποψήφιοι ήταν ισοδύναμοι σε αξία και προσόντα.» 

 

Από την απόφαση της Ολομέλειας ((2013) 3 ΑΑΔ 557), προκύπτει ότι ο Σ.Σ. δεν προσέβαλε αυτή την πτυχή της απόφασης.  Στην κατ’  έφεση διαδικασία εκλήφθη ως δεδομένο ότι οι δύο υποψήφιοι ήταν καθόλα ίσοι αναφορικά με τα προσόντα, όπως προβλέπονταν από το σχέδιο υπηρεσίας, ήτοι πανεπιστημιακό δίπλωμα και μεταπτυχιακό.  Άλλα ήταν τα επίδικα θέματα.

 

Τα παραπάνω δεδομένα στοιχειοθετούν δεδικασμένο ότι οι δύο διάδικοι είναι ίσοι σε προσόντα και διαθέτουν, τόσο το βασικό ακαδημαϊκό προσόν, όσο και το μεταπτυχιακό (Ναζίρης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2007) 3 ΑΔΔ 38).  Συνεπώς το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα έπρεπε να υπεισέλθει σε οποιοδήποτε περαιτέρω προβληματισμό, όπως έπραξε, αναφορικά με την αξία των προσόντων των δύο υποψηφίων.  Αρκούσε η καταγραφείσα εκ μέρους του διαπίστωση ότι «το ενδιαφερόμενο μέρος δεν υστερεί σε προσόντα» ως αποτέλεσμα δεσμευτικού δεδικασμένου.

 

        Άλλωστε το εγχείρημα που εισηγήθηκε ο Σ.Σ. να εξεταστούν νέα στοιχεία αναφορικά με το μεταπτυχιακό της Β.Α., αποτελούσε προσπάθεια, όπως υπέδειξε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της τελευταίας, για ανεπίτρεπτη αναψηλάφηση της προαγωγής της, επειδή προηγουμένως κατείχε τη θέση διευθυντή Υπηρεσίας Κοινοβουλευτικών Επιτροπών, όπου το εν λόγω μεταπτυχιακό ήταν απαιτούμενο προσόν (Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 422). 

 

Κατ’  ακολουθίαν η έφεση αρ. 49/2017 θα απορριφθεί.

Η έφεση του Γ.Γ. (ΕΔΔ Αρ. 50/2017).

Ο Γ.Γ. ήγειρε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η απόφαση της ΕΔΥ έπασχε από έλλειψη αιτιολογίας, η οποία στοιχειοθετούσε παραγνώριση των προσόντων του και παραβίαση της αρχής της επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου.  Καθόλου δεν λήφθηκαν υπόψη, ισχυρίστηκε, τα πρόσθετα προσόντα που κατείχε.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε, με παραπομπή στην Ναζίρης, ότι η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση δεν θα μπορούσε να εξετάσει πλημμέλειες της διοικητικής απόφασης, άλλες από αυτές που είχαν διαπιστωθεί δικαστικά, ούτε και ο Γ.Γ. ενομιμοποιείτο να εγείρει λόγους που προηγούνται της πλημμέλειας που διαπιστώθηκε.

 

Δέχθηκε την εισήγηση εκ μέρους της Β.Α. ότι εφόσον ο Γ.Γ. δεν είχε προσβάλει το διορισμό του Σ.Σ. όταν αρχικά αυτός διορίστηκε στην επίδικη θέση, τούτο σημαίνει ότι τον αποδέχθηκε και επομένως δεν νομιμοποιείται τώρα να εγείρει ισχυρισμούς για συγκεκριμένα στοιχεία της κρίσης της ΕΔΥ, η οποία είχε και στην αρχική διαδικασία εκφραστεί με τον ίδιο τρόπο.  Στη διαδικασία όμως εκείνη, όπως έχουμε εξ αρχής καταγράψει, ο Γ.Γ. δεν ήταν διάδικος. 

 

Το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου φαίνεται να βασίστηκε στο γεγονός πως ο Γ.Γ., έστω και αν δεν ήταν διάδικος, ήταν πάντως και τότε υποψήφιος και η ΕΔΥ (πρακτικό ημερ. 19.12.2008) είχε αναφέρει ως προς το πρόσθετο προσόν του τα εξής:

«Περαιτέρω, η Επιτροπή καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο υποψήφιος Γεωργιάδης Γιαννάκης διαθέτει υπέρτερα προσόντα, σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. [.], καθώς και το γεγονός ότι τα εν λόγω προσόντα δεν απαιτούνται, ούτε θεωρούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ως πλεονέκτημα ή/και πρόσθετο προσόν τα συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης και, αφού απέδωσε σ' αυτά την ανάλογη βαρύτητα [.].»

 

Είναι επί αυτής της βάσης που έκρινε πως «το επιχείρημα του ενδιαφερόμενου μέρους ότι ο Γ.Γ. δεν νομιμοποιείται να εγείρει λόγους που προηγούνται της πλημμέλειας που διαπιστώθηκε δικαστικά ευσταθεί» με δεδομένο ότι τη δεύτερη φορά η σχετική απόφαση της ΕΔΥ (πρακτικό ημερ. 27.6.2013) επαναλάμβανε ως εξής:

«Η Επιτροπή, επιλέγοντας την Αναστασιάδου, έλαβε υπόψη ότι αξιολογήθηκε από αυτήν ως Σχεδόν Εξαίρετη στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, στο ίδιο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης με τον ανθυποψήφιό της Γεωργιάδη Γιαννάκη.

  Περαιτέρω, η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο υποψήφιος Γεωργιάδης Γιαννάκης διαθέτει υπέρτερα προσόντα, σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.  Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα εν λόγω προσόντα δεν απαιτούνται, ούτε θεωρούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ως πλεονέκτημα ή/και πρόσθετο προσόν τα συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης και, αφού απέδωσε σ' αυτά την ανάλογη βαρύτητα, έκρινε την επιλεγείσα ως καταλληλότερη για προαγωγή.»

 

Ο Γ.Γ. είχε επιλέξει να μην προσβάλει την προαγωγή του Σ.Σ.  Επέλεξε να προσβάλει την προαγωγή της Β.Α.  Οι θέσεις του για το παράνομο ή μη της προαγωγής της Β.Α. θα πρέπει να κριθούν υπό το πρίσμα της επίμαχης απόφασης της ΕΔΥ η οποία με την προσφυγή του κατέστη επίδικη.

 

Καθοδηγητική είναι η Βιολάρη ν. Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 542, τα γεγονότα της προσομοιάζουν με αυτά της παρούσας.  Αφορούσε στο κατά πόσο η εφεσείουσα είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίμαχη θέση, εφόσον δεν είχε προσβάλει προηγουμένως την προαγωγή της αρχικώς προαχθείσας.  Όπως και στην παρούσα υπόθεση ήταν η εισήγηση του ενδιαφερόμενου μέρους, ο οποίος προήχθη μετά από επανεξέταση, ότι η εφεσείουσα με το να μην προσβάλει την προαγωγή της αρχικώς προαχθείσας είχε παραδεχθεί ότι η ίδια δεν ήταν καταλληλότερη υποψήφια για προαγωγή και επιδοκίμασε την έναντι της κρίση της ΕΔΥ με τρόπο ώστε να μην μπορεί πλέον να την αποδοκιμάζει.  Κρίθηκε ότι:

 

«…το γεγονός πως η εφεσείουσα δεν είχε προσφύγει κατά της προαγωγής της Γεωργίας Μηλιατού [της οποίας η προαγωγή ακυρώθηκε και κατά την επανεξέταση προήχθη άλλος υποψήφιος] δεν ισοδυναμεί με οποιαδήποτε παραδοχή έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους και κατά συνέπεια δεν την αποστερεί εννόμου συμφέροντος στην προσφυγή της έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους».

 

Διακρίθηκε επίσης η νομολογία περί σιωπηρής αποδοχής που συνάγεται όταν κάποιος δεν προσβάλει την προηγούμενη απόφαση (Hadjiconstantinou and others v. Republic (1984) 3 CLR 319) με το σκεπτικό ότι «τέτοια αποδοχή υπάρχει έναντι του συγκεκριμένου προσώπου του οποίου δεν προσεβλήθη η προαγωγή εάν αυτό επαναπροαχθεί, και όχι έναντι του τρίτου που προήχθη μετά την επανεξέταση.»  Διευκρινίστηκε, τέλος, ότι το ζήτημα εξετάζεται vis-à-vis των αρχικών διαδίκων χωρίς να επηρεάζεται από το γεγονός ότι ο αιτητής δεν προσέφυγε εναντίον του αρχικώς προαχθέντος. 

Ως εκ των άνω, με τον δέοντα σεβασμό, δεν συμφωνούμε ότι ο Γ.Γ. δεν ενομιμοποιείτο να εγείρει τους λόγους που προέβαλε. Το παράπονο του, το οποίο εν τέλει εστιάζεται σε παραγνώριση, κατά τρόπο αναιτιολόγητο από την ΕΔΥ, όπως ισχυρίζεται, του μεταπτυχιακού διπλώματος που κατέχει σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, ως επιπρόσθετου και υπέρτερου προσόντος, παρέμεινε χωρίς δικαστική κρίση.  Συνεπώς η ΕΔΔ Αρ. 50/2017 θα γίνει δεκτή εν μέρει, γιατί ο τέταρτος λόγος θα απορριφθεί όπως θα εξηγήσουμε αμέσως κατωτέρω, η δε προσφυγή θα πρέπει παραπεμφθεί στο Διοικητικό Δικαστήριο, ώστε υπό την ίδια σύνθεση να εξεταστεί το ζήτημα που παρέμεινε, όπως το έχουμε προσδιορίσει. 

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αναφέρει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε όταν θεώρησε ότι η διαδικασία που εξελίχθηκε είναι διαδικασία προαγωγής αντί θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.  Ούτε εξηγείται, μήτε διαπιστώνεται οποιοσδήποτε επηρεασμός της υπόθεσης από το γεγονός αυτό.  Ο τέταρτος λόγος μένει μετέωρος, χωρίς ουσία και απορρίπτεται.  Η μερική επιτυχία της έφεσης δεν αλλοιώνει την ουσία της ως μιας έφεσης που έχει επιτύχει.  Τούτο ως προς τον προβληματισμό μας για τα έξοδα.

Η κατάληξη.

Η έφεση ΕΔΔ Αρ. 49/2017 απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται στον ανάλογο βαθμό, με €4.000 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.

 

Η έφεση ΕΔΔ Αρ. 50/2017 επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στον ανάλογο βαθμό, με €4.000 πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης. 

 

Δίδονται οδηγίες για παραπομπή της προσφυγής υπ΄ αρ. 6045/13 στο Διοικητικό Δικαστήριο προς εκδίκαση του θέματος που απομένει, ως άνω.

 

                                                Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

                                                Ν. Σάντης, Δ.

 

                                                T. Kαρακάννα, Δ.

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο