ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.49/2018

 

                         11 Iανουαρίου, 2024

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ  ΜΙΧΑΗΛ

Εφεσείων

και

1.   Ανωτάτου Εκτελεστικού Διευθυντή Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

2.   Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου

Εφεσίβλητοι

------------------------

Ε.Τόλλα, (κα), για Μ.Ηλιάδης & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντα

Ηλ.Νικολαϊδου, (κα), για Τ.Παπαδόπουλος & Σ/τες ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητους

                                               --------------------

Δικαστήριο:  Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:   Ο Εφεσείων-αιτητής είχε καταχωρήσει προσφυγή στις 3.7.2013, με την οποία ζητούσε ακύρωση της απόφασης των Εφεσιβλήτων, για αναστολή παραχώρησης μισθολογικής προσαύξησης του, η οποία παραχωρείται λόγω προσόντων, από 1.5.2013 μέχρι και τις 31.10.2013.

 

Τα γεγονότα που αποτέλεσαν το βάθρο της κρίσης καταγράφονται εν συντομία στην πρωτόδικη απόφαση και τα μεταφέρουμε.

 

Ο Εφεσείων προσλήφθηκε από τους Εφεσίβλητους στις 30.12.1988 στη θέση εργάτη. Από 1.1.1994 αποφασίστηκε η ένταξή του στο μόνιμο μηνιαίο προσωπικό σε οργανική θέση μηνιαίου εργάτη, κλίμακα Α1 – Α2 και ημερομηνία ετήσιας προσαύξησης την 1 Ιανουαρίου κάθε χρόνου. Από 1.11.1995 αποφασίστηκε η μετάταξη του σε θέση γραφέα ΙΙΙ, κλίμακα Α2 και ημερομηνία ετήσιας προσαύξησης την 1 Νοεμβρίου κάθε χρόνου. Την 1.11.1996 προάχθηκε στη θέση γραφέα ΙΙ και την 1.11.2004 στη θέση γραφέα Ι, κλίμακα Α7. Από δε την 1.11.2010 κατέχει τη θέση ανώτερου γραφέα, κλίμακα Β8.

 

Στον Εφεσείοντα δίδοντο κανονικά προσαυξήσεις μέχρι τον Νοέμβριο του 2012, όταν αναστάληκε η παραχώρηση προσαύξησης μέχρι την παραλαβή του εντύπου αξιολόγησης για το έτος 2012. Ακολούθησε η περαιτέρω αναστολή της παραχώρησης με την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Η αναστολή της προσαύξησης του Εφεσείοντα για δεύτερη φορά για έξι μήνες έγινε με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία και του κοινοποιήθηκε στις 25.4.2013 από τον Προϊστάμενο Εργατικής Νομοθεσίας και Αμοιβών, ως εξής:

«Αναστολή ετήσιας προσαύξησης

Σας πληροφορώ ότι ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής, σύμφωνα με τις εξουσίες που του παρέχουν οι περί Προσωπικού της Αρχής Γενικοί Κανονισμοί, και λαμβάνοντας υπόψη τη μη ικανοποιητική υπηρεσιακή επίδοση και απόδοσή σας, αποφάσισε όπως αναστείλει τη παραχώρηση της μισθολογικής σας προσαύξησης η οποία παραχωρείται λόγω προσόντων, μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2013.

 

Παρακαλώ σημειώστε ότι η όλη πρόοδος στην εργασία σας θα παρακολουθείται από τους Προϊσταμένους σας και θα πρέπει να καταβάλετε κάθε δυνατή προσπάθεια για βελτίωση και αύξηση της επίδοσης και απόδοσής σας στην εργασία σας, ώστε να συνάδει προς τα επιθυμητά από τη Cyta επίπεδα. Το θέμα της παραχώρησή ή μη της μισθολογικής σας προσαύξησης θα επανεξεταστεί σε έξι (6) μήνες.»

 

Η επίδικη απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με τις εξουσίες που παρέχουν στον Εφεσίβλητο 1 οι περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικοί Κανονισμοί του 1982, ΚΔΠ220/82, ως έχουν τροποποιηθεί, (οι Κανονισμοί), όπως επίσης λήφθηκε υπόψη η μη ικανοποιητική υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση του Εφεσείοντα. 

 

 

Σύμφωνα με τον Καν.15(5) των ως άνω Κανονισμών:

 

«(5) Η προαγωγή κατά μισθολογικήν βαθμίδα ενεργείται υπό του Γενικού Διευθυντού εις την μισθολογικήν κλίμακα εκάστου βαθμού βάσει της κατά το προηγούμενον έτος ικανοποιητικής εκθέσεως προόδου του δικαιουμένου προσαυξήσεως Προσωπικού.

 

Προσωπικόν του οποίου παρελείφθη συνεπεία της εκθέσεως προόδου η κατά μισθολογικήν βαθμίδα προαγωγή δικαιούται να υποβάλη ιεραρχικώς παράπονα δι’ εγγράφου αιτήσεως του εντός δέκα ημερών από της εις αυτόν ανακοινώσεως της παραλείψεώς του. Επί της αιτήσεως ταύτης αποφαίνεται ο Γενικός Διευθυντής λαμβάνων υπ’ όψιν τα υπομνήματα του παραπονουμένου και την έκθεσιν του συντάξαντος την έκθεσιν προόδου αμέσου Προϊσταμένου του ως και των επενεγκόντων μεταβολάς εν αυτή ιεραρχικώς Προϊσταμένων. Ο Γενικός Διευθυντής προβαίνει ενδεχομένως εις την διόρθωσιν της εκθέσεως προόδου εφ’ όσον εκ πάντων των τιθεμένων υπ’ όψιν του στοιχείων κρίνει την τοιαύτην διόρθωσιν ενδεδειγμένην.»

 

Όπως προκύπτει από το Παράρτημα «Α»,  ήτοι  το συνημμένο στην ένσταση των Εφεσιβλήτων, υπάρχει συμφωνία συλλογικής σύμβασης εργασίας για πρόσθετες προσαυξήσεις «λόγω προσόντων», στην παράγραφο VI.(στ) στην οποία προνοείται ότι:  «οι δικαιούμενες πρόσθετες προσαυξήσεις θα παρέχονται μια-μια κατά τις ημερομηνίες των ετήσιων προσαυξήσεων, υπό την προϋπόθεση ότι θα εγκρίνεται η παραχώρηση της κανονικής ετήσιας προσαύξησης βάσει των κανονισμών παροχής της».

 

Συνεπώς, προκύπτει ότι η παραχώρηση πρόσθετων προσαυξήσεων λόγω προσόντων παραχωρείται όχι μόνο ως απόρροια υποχρέωσης από τη συλλογική σύμβαση εργασίας  αλλά και υπό την προϋπόθεση ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις παραχώρησης της κανονικής προσαύξησης, σύμφωνα με τον Καν.15(5).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση το πιο πάνω νομικό πλαίσιο και δεδομένα, αφού έκρινε ότι η επίδικη απόφαση είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, εξέτασε αυτεπάγγελτα κατά πόσο ο Εφεσείων είχε έννομο συμφέρον.  ΄Εκρινε, ότι, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση έληξε χρονικά πριν την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας, η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου, με αποτέλεσμα ο Εφεσείων να στερείτο εννόμου συμφέροντος να την προσβάλει.  Κατέληξε ότι αυτό οδηγούσε σε κατάργηση της δίκης, εκτός εάν παρέμεινε κατάλοιπο ζημιάς.  Εφόσον ο Εφεσείων δεν απέδειξε κατάλοιπο ζημίας ως είχε το βάρος απόδειξης, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να υποθέσει από μόνο του «….ότι η δίκη δεν έχει καταργηθεί και ποια είναι η ζημία του αιτητή».

 

Την ορθότητα της πιο πάνω κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αμφισβητεί ο Εφεσείων με τον πρώτο λόγο έφεσης.

 

Επιπρόσθετα, με τους υπόλοιπους τρεις λόγους έφεσης ο Εφεσείων υποβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε να μην εξετάσει τους τρεις λόγους ακύρωσης που είχε διατυπώσει.

 

Προέχει η εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης, καθότι η κρίση επί αυτού είναι καθοριστικής σημασίας για την έκβαση της παρούσας έφεσης.  Συγκεκριμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το ζήτημα ως εξής:

 

«Στην παρούσα υπόθεση, όπως προκύπτει και από το λεκτικό της προσβαλλόμενης πράξης, η ισχύς της πράξης ήταν μέχρι τις 31.10.2013. Δηλαδή, η πράξη έληξε πριν την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας. Αυτό, όπως εξήγησα πιο πάνω, οδηγεί σε κατάργηση της δίκης εκτός εάν παρέμεινε κατάλοιπο ζημίας.

Σύμφωνα με τη νομολογία, το βάρος απόδειξης τέτοιου κατάλοιπου το φέρει ο αιτητής. Στην υπό κρίση υπόθεση, ο αιτητής δεν αναφέρεται καθόλου σε αυτή την πτυχή της υπόθεσής του, ούτε και αναπτύσσει σχετικά επιχειρήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Επομένως, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να υποθέσει από μόνο του ότι η δίκη δεν έχει καταργηθεί και ποια είναι η ζημία του αιτητή».

 

Ο Εφεσείων εισηγείται ότι είχε έννομο συμφέρον, ενεστώς, άμεσο και  προσωπικό σε όλα τα στάδια της δίκης, εφόσον δεν του αποδόθηκε η προσαύξηση που δικαιούτο με αποτέλεσμα να υποστεί βλάβη.  Περαιτέρω, υποβάλλει ότι εσφαλμένα κρίθηκε πως δεν έχει έννομο συμφέρον επειδή καταργήθηκε η δίκη χωρίς να αποδειχθεί κατάλοιπο ζημίας.  Ισχυρίζεται, πως το κατάλοιπο ζημίας είναι αυταπόδεικτο, ως μισθολογικό δικαίωμα εφόσον στερήθηκε χρηματικό ποσό, το οποίο θα έπαιρνε ως προσαύξηση  βάσει των προνοιών της συλλογικής σύμβασης εργασίας.  Επομένως καταλήγει, η χρηματική ζημιά που υπέστη, υπήρχε καθόλη τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας και είναι ολοφάνερη.

 

Παράλληλα, υποβάλλει, ότι εφόσον το Δικαστήριο εξέτασε αυτεπάγγελτα το έννομο του συμφέρον, είχε υποχρέωση να τον πληροφορήσει σχετικά για να του παράσχει το δικαίωμα να ακουστεί σύμφωνα με την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Ο πιο πάνω λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί, για τους λόγους που θα αναφέρουμε πιο κάτω:

 

Ο Εφεσείων θα δικαιούτο την επίδικη προσαύξηση νοουμένου ότι θα πληρούσε τις προϋποθέσεις των Κανονισμών [Καν.15(5)] και της συλλογικής σύμβασης εργασίας ως ανωτέρω παρατίθενται.

 

Το αίτημα του απορρίφθηκε, όπως καταγράφεται στην επίδικη απόφαση:

«….. λαμβάνοντας υπόψη τη μη ικανοποιητική υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση σας».  Γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από την επιστολή των Υπηρεσιών Προσωπικού Εργατικής Νομοθεσίας και Αμοιβών προς το Διευθυντή Υπηρεσιών Προσωπικού, ημερ. 15.4.2013 (Παράρτημα 1 στην ένσταση), η οποία έχει ως εξής:

«Στις 14 Ιανουαρίου 2013 μετατέθηκε στην Υποστήριξη, Υποστηρικτική Υποδομή, Υποδομή Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών.  Ωστόσο, στις 21 Μαρτίου 213, μετά από άρνησή του για διεκπεραίωση εργασίας που του ανατέθηκε από τους Προϊσταμένους του, η ιεραρχία του προχώρησε στην συμπλήρωση του ΄Εντυπου αίτησης/Πρότασης για Μετάθεση, στο οποίο αναφέρεται ότι:  «Ο εν λόγω υπάλληλος δεν δείχνει την απαιτούμενη προθυμία και συνεργασία στην διεκπεραίωση των εργασιών του τμήματος καθώς δημιουργεί γύρω του ένα αρνητικό και επιθετικό κλίμα.  Η συμπεριφορά του δυσχεραίνει την ομαλή εργασία και των υπολοίπων.»  (Συνημμένο 3).

 

Δεδομένων των πιο πάνω, γίνεται εισήγηση όπως ανασταλεί για δεύτερη φορά η παραχώρηση της μισθολογικής προσαύξησης στον κ.Κ.Μιχαήλ για ακόμη έξι (6) μήνες, δηλαδή από την 1η Μαϊου μέχρι τις και τις 31 Οκτωβρίου 2013 και μετά όπως επαναξιολογηθεί η όλη κατάσταση του».

 

Επισημαίνεται η αναφορά στην επιστολή (ανωτέρω), ότι μετά τις 31.10.2013, η κατάσταση του Εφεσείοντα θα επαναξιολογείτο.

 

Όπως έχει κατ΄επανάληψη νομολογηθεί, ένας αιτητής σύμφωνα με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος θα πρέπει να έχει έννομο συμφέρον σε όλα τα στάδια της διαδικασίας ήτοι κατά την παραγωγή της διοικητικής πράξης, την κατάθεση της αίτησης ακυρώσεως και το στάδιο συζήτησης της υπόθεσης. 

 

Επιπρόσθετα, όπως είναι νομολογημένο, το έννομο συμφέρον μπορεί να εκλείψει, όπου η προσβαλλόμενη πράξη θεωρείται εξαφανισμένη εξ αρχής, όταν ανακλήθηκε, ακυρώθηκε, καταργήθηκε ή έληξε χρονικά όπως ισχύει στην παρούσα υπόθεση, όπου τα χρονικά όρια της επίδικης απόφασης ήταν περιορισμένα ήτοι ίσχυε κατά τη χρονική περίοδο από 1.5.2013 μέχρι 31.10.2013.  ΄Εληξε δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση μετά την καταχώρηση της προσφυγής και πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου.  Συνεπώς, η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου, εκτός εάν καταδειχθεί κατάλοιπο ζημίας, (FΒME BANK LTD v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 761).  Στη Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας ν. Betfair International PLCS AE71/14, 115/14 28.9.2022, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 
«Είναι περαιτέρω γνωστό ότι ένας αιτητής κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος θα πρέπει να έχει έννομο συμφέρον σε όλα τα στάδια της διαδικασίας που στην πράξη σημαίνει την ύπαρξη του συμφέροντος αυτού κατά την παραγωγή της διοικητικής πράξης, την κατάθεση της αίτησης ακυρώσεως και το στάδιο συζήτησης της υπόθεσης, (Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδ. Τόμος ΙΙ, σελ. 86, παρ. 459). Πρόσθετα ο συγγραφέας αναφέρει ότι το έννομο συμφέρον μπορεί να εκλείψει όταν η προσβαλλόμενη πράξη θεωρείται εξαφανισμένη εξ αρχής, όταν ανακλήθηκε, ακυρώθηκε, καταργήθηκε ή έληξε χρονικά. Αν το έννομο συμφέρον εξέλιπε πριν από την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, εάν όμως εξέλιπε μετά την καταχώρηση της και πριν από τη συζήτηση, η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου».

 

 

Συναφής παραπομπή μπορεί να γίνει και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Δημοκρατίας 1929-1958, σελ.242-243 και στο Σύγγραμμα του Ε.Π.Σπηλιωτόπουλου Εγχείριδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η έκδοση, Τόμος ΙΙ, σελ.85, παρα.457, όπου με σαφήνεια εξηγείται ότι διαφοροποιήσεις που επέρχονται στην  εξέλιξη των γεγονότων δυνατόν να έχουν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση του εννόμου συμφέροντος είτε για υποκειμενικούς είτε για αντικειμενικούς λόγους για τους οποίους δυνατό να εκλείψει σε μεταγενέστερο στάδιο το έννομο συμφέρον.  Όταν η μεταβολή στα αντικειμενικά δεδομένα επέρχεται μεταγενέστερα της κατάθεσης της προσφυγής τότε «…. Η δίκη καταργείται λόγω έλλειψης αντικειμένου».  Στη Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1981)3 Α.Α.Δ. 643 καταγράφηκε ότι η δίκη καταργείται όταν λήγει ο χρόνος ισχύος της πράξης.

 

Περαιτέρω, η συνέχιση της δίκης, όπως είναι πάγια νομολογημένο, επιτρέπεται μόνο όταν παραμένει κατάλοιπο ζημίας εκ της ακυρωθείσας πράξης, το οποίο όμως, είναι υποχρεωμένος ο Αιτητής να αποδείξει, ώστε να ενεργοποιήσει την πρόνοια του ΄Αρθρου 146.6 του Συντάγματος.  Εννοείται ότι το κατάλοιπο ζημίας θα πρέπει να είχε προκύψει πριν από τη χρονική λήξη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Σχετικό το πιο κάτω απόσπασμα από τη Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας ν. Betfair International PLCS (ανωτέρω):

«Η συνέχιση της δίκης, όπως είναι παγίως επίσης νομολογημένο, επιτρέπεται μόνο όταν παραμένει κατάλοιπο ζημιάς εκ της ανακληθείσας ή ακυρωθείσας πράξης. Θα πρέπει να έχει παραμείνει ζημιά η οποία και εναπόκειται στον αιτητή να αποδείξει ώστε να μπορέσει να ενεργοποιήσει την πρόνοια του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία η αξίωση αποζημίωσης προϋποθέτει ακυρωτική απόφαση της προσβαλλόμενης πράξης από το Δικαστήριο κάτω από την παράγραφο 4 του ιδίου Άρθρου, (Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 973, Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 643 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω -). Η μη δυνατότητα προώθησης προσφυγής λόγω κατάργησης της δίκης οφείλεται στο ότι εξαφανίζεται το αντικείμενο της ώστε να μην εξυπηρετείται πλέον σκοπός με την εκδίκαση της, εκτός και εάν παραμένει οποιαδήποτε ζημία. Τότε μόνο είναι παραδεκτή η συνέχιση της.”

 

Όπως ορθά έκρινε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο Εφεσείων δεν αναφέρεται καθόλου σε αυτή την πτυχή της υπόθεσης του, ούτε και αναπτύσσει σχετικά επιχειρήματα προς αυτή την κατεύθυνση.  Επισημαίνεται ότι, ούτε σχετική αναφορά έγινε στα γεγονότα της προσφυγής. ΄Οπως προκύπτει από το ισχύον νομικό υπόβαθρο της παρούσας υπόθεσης και τα δεδομένα της, ο Εφεσείων δεν δικαιούται της επίδικης προσαύξησης αυθύπαρκτα, σε αντίθεση με ότι ισχυρίζεται.  Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ότι υφίσταται υποχρέωση του Δικαστηρίου εάν θεωρήσει ότι συντρέχει προς εξέταση θέμα δημοσίας τάξεως, να πληροφορεί προς τούτο τους διάδικους και εάν δεν το πράξει, η απόφαση του να είναι άνευ ετέρου άκυρη.  Εξαρτάται από τις συνθήκες και περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.   Είναι όμως πάντα, επιθυμητό να το πράττει εφόσον έχει το σχετικό προβληματισμό.

 

Στην Παπαγεωργίου ν. Πατσαλίδη, (2001) 1 Α.Α.Δ. 1365, εξετάστηκε παρόμοιος ισχυρισμός.  Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Επίσης θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι έχουν παραβιαστεί οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης γιατί το Δικαστήριο θα έπρεπε, πριν προχωρήσει σε αυτεπάγγελτη εξέταση του θέματος, να καλέσει τους διάδικους να εκθέσουν τις απόψεις τους. Όσο κι’ αν είναι επιθυμητό να ακούγονται πάντα οι απόψεις των διαδίκων, εν τούτοις δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί και ανάλογη υποχρέωση του Δικαστηρίου. Ο εφεσείων είχε την ευκαιρία να ακουστεί σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και το γεγονός ότι το Δικαστήριο αποφάσισε ένα θέμα αυτεπάγγελτα, χωρίς να ζητήσει προηγουμένως τις θέσεις των διαδίκων, δεν παραβιάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης».

 

Το ίδιο επαναλήφθηκε στη Χατζηιωάννου κ.ά. ν. Κοινοτικό Συμβούλιο Ακρωτηρίου κ.ά. (2015) 3 Α.Α.Δ. 259).

 

Προσθέτως, έχουμε μελετήσει την ευρωπαϊκή νομολογία που η ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα έχει παραθέσει, για να πείσει πως η μη κλήση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των μερών να αγορεύσουν επί του θέματος οδηγεί ουσιαστικά στην ανάγκη παραμερισμού της πρωτόδικης απόφασης.  Πρόκειται κυρίως για τις αποφάσεις C-197/09 ημερ.17.12.2009 και  C-472/11 21.2.2013.  Tα δεδομένα και οι συνθήκες ως προκύπτουν από τις εν λόγω αποφάσεις διαφέρουν από την επίδικη περίπτωση.  Ως ήδη ελέχθη, εν προκειμένω, πρόκειται για θέμα εννόμου συμφέροντος, το οποίο σε κάθε περίπτωση ο αιτητής έχει το βάρος να καταδείξει κατά πάντα χρόνο και το οποίο το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει αυτεπάγγελτα. (Δημητριάδου ν. Καριόλου κ.ά. (2015)3 Α.Α.Δ. 274).   ΄Όπως, επίσης, συντρέχει η υποχρέωση αναφοράς του αιτητή για κατάλοιπο ζημιάς ειδικά σε συνάρτηση με μια πράξη που έχει λήξει.  Το έλλειμα δε αυτό δεν θεραπεύεται.  Οι ευρωπαϊκές υποθέσεις που αναφέρονται αφορούσαν συμβόλαια για καταχρηστικές ρήτρες ή για θέμα που δεν ετέθη ως προς τα πραγματικά περιστατικά του από τους διαδίκους ή επρόκειτο για περιστατικά που δεν ήσαν αδιαμφισβήτητα, ως εν προκειμένω. 

 

Εν πάση περιπτώσει, ο Εφεσείων είχε με την παρούσα έφεση την ευκαιρία αποτελεσματικής θεραπείας στο να προβάλει το θέμα του εννόμου συμφέροντος και των σχετικών επιχειρημάτων του για το κατάλοιπο ζημιάς. (Joannou & Paraskevaides Ltd v. Δημοκρατίας (2006)3 A.A.Δ. 341).  Όμως, ήδη εξηγήσαμε πως αυτά που λέχθησαν δεν στοιχειοθετούν έννομο συμφέρον και το κατάλοιπο ζημιάς δεν είναι αυτονόητο, ως η σχετική εισήγηση της πλευράς του Εφεσείοντα.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ενόψει της κατάληξης μας αυτής η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης δεν έχει θέση.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2,500 έξοδα πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, υπέρ των Εφεσιβλήτων.

                                                                             Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.

 

                                                                             Στ.Χατζηγιάννη, Δ.

 

                                                                             Η.Γεωργίου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο