ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ Δ/ΡΙΟΥ ΑΡ. 59/2018

(Υποθ. Αρ. 1002/2014)

 

 

                              23 Ιανουαρίου, 2024

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ. Δ.Δ.]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ,

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Εφεσείοντες

και

 

ΕΥΑΝΘΙΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

Εφεσίβλητη

                           

                                            ------------

 

Έ. Συμεωνίδου  (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες

Λ. Λουκαΐδης, για Λουκής Γ. Λουκαΐδης & Σία ΔΕΠΕ,  για Εφεσίβλητη

 

                                           

Τ.,ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  Με απόφαση του ημερ. 5.10.2010 στην Προσφυγή με αρ. 1494/2008, μεταξύ της Εφεσίβλητης και των Εφεσειόντων, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση των Εφεσειόντων ημερ. 18.6.2008, με την οποία είχε επιβληθεί στην Εφεσίβλητη, Καθηγήτρια Φιλολογικών, η ποινή της απόλυσης από 1.7.2008, ως αποτέλεσμα πειθαρχικής διαδικασίας.

 

        Η Έφεση αρ. 190/2010 που οι Εφεσείοντες καταχώρισαν εναντίον της εν λόγω πρωτόδικης απόφασης, απορρίφθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 6.6.2013.

 

        Ως αποτέλεσμα, με αίτημα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ο Γενικός Εισαγγελέας, διαβίβασε στις 31.7.2013  στους Εφεσείοντες νέο κατηγορητήριο.  Σε συνεδρία των Εφεσειόντων ημερ. 22.8.2013 αποφασίστηκε, στα πλαίσια επανεξέτασης της πειθαρχικής διαδικασίας, να καλέσει την Εφεσίβλητη για να παρουσιαστεί ενώπιον της στις 12.9.2013, για ακρόαση των πειθαρχικών κατηγοριών που περιέχονταν στο νέο κατηγορητήριο.  Επίσης, αποφασίστηκε να προσφερθεί στην Εφεσίβλητη διορισμός με σύμβαση στη θέση Καθηγητή Φιλολογικών για τη σχολική χρονιά 2013-2014.

 

        Ως εκ τούτου, στις 12.9.2013 απαγγέλθηκαν στην Εφεσίβλητη οι κατηγορίες του νέου κατηγορητηρίου, ενώπιον των Εφεσειόντων με άλλη σύνθεση και αυτή δεν τις αποδέχθηκε.

 

        Ακολουθήσε στις 3.10.2013, η ακρόαση της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία συνεχίσθηκε σε διάφορες συνεδρίες με τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και της Εφεσίβλητης.  Σε συνεδρία τους ημερ. 10.3.2014, οι Εφεσείοντες, αφού αξιολόγησαν τις ενώπιον τους μαρτυρίες, τις γραπτές αγορεύσεις των δικηγόρων των δύο πλευρών και τους σχετικούς διοικητικούς φακέλους, έκριναν ένοχη την Εφεσίβλητη σε όλες τις πειθαρχικές κατηγορίες που αντιμετώπιζε. 

 

        Μετά την αγόρευση του δικηγόρου της Εφεσίβλητης στις 15.4.2014 για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, οι Εφεσείοντες επέβαλαν στην Εφεσίβλητη στις 15.5.2014 την ποινή της απόλυσης, αναδρομικά από 1.7.2008.  Περαιτέρω, με βάση το Άρθρο 74(4) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων του 1969 εώς 2014, αποφάσισαν την επιστροφή στην Εφεσίβλητη, του ποσού που είχε κατακρατηθεί κατά την περίοδο από 3.3.2008 – 30.6.2008, κατά την οποία βρισκόταν σε διαθεσιμότητα στα πλαίσια της αρχικής πειθαρχικής διαδικασίας. 

 

        Η επιβολή της ως άνω πειθαρχικής ποινής στην Εφεσίβλητη ημερ. 15.5.2014, αποτέλεσε το αντικείμενο της Προσφυγής αρ. 1002/2014.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη α) την ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου  στην Αναθεωρητική Έφεση 190/2010, ημερ. 6.6.2013, Δημοκρατία ν. Ευανθίας Γρηγορίου– σύμφωνα με την οποία η σύνθεση των Εφεσειόντων ήταν παράνομη κατά παράβαση του Άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/1999) – ως και β) την νέα πραγματική βάση επί της οποίας βασίστηκε η νέα πειθαρχική διαδικασία, εφόσον αυτή επαναλήφθηκε με νέο τροποποιημένο κατηγορητηρίου, κατέληξε πως η πρόσδοση αναδρομικότητας στην απόλυση της Εφεσίβλητης από 1.7.2008 ήταν παράνομη, ως παραβιάζουσα το Άρθρο 7(γ) του Ν.158(Ι)/1999.

 

        Περαιτέρω, κατέληξε πως για τους ίδιους λόγους, δεν τύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 7(β) του Ν.158(Ι)/1999, ως ήταν η εισήγηση των Εφεσειόντων, το δε δεδικασμένο της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης, αφορούσε παράβαση του Άρθρου 22 του Ν.158(Ι)/1999 και συνεπώς ενέπιπτε στη ρητή απαγόρευση  της αναδρομικότητας, δυνάμει του Άρθρου 7(γ) του ιδίου Νόμου.  Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο,  η αναδρομική ισχύ θα επιτρεπόταν μόνο στην περίπτωση που  ο λόγος ακύρωσης θα αφορούσε, σύμφωνα με το Άρθρο 7(γ) του Νόμου, «λόγους τυπικούς», κάτι που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση.

 

        Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η Εφεσίβλητη απέτυχε να αποδείξει πλάνη περί τα πράγματα ή κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους των Εφεσειόντων, ως και ότι αυτοί ενήργησαν προκατειλημμένα εναντίον της.

 

        Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδήγησε στην μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, μόνο ως προς την πρόσδοση αναδρομικής ισχύος στην πειθαρχική ποινή της απόλυσης από 1.7.2008.

 

        Οι Εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με την παρούσα Έφεση επιδιώκουν την ανατροπή της, στη βάση δύο (2) λόγων Έφεσης, οι οποίοι είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους. 

 

        Ειδικότερα και με τους δύο λόγους Έφεσης υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι  στην προκειμένη περίπτωση, η απόλυση της Εφεσίβλητης δεν μπορούσε να έχει αναδρομική ισχύ με βάση το Άρθρο 7(β) του Ν.158(Ι)/1999  και ότι τύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 7(γ) του ιδίου Νόμου.

 

        Σε σχέση με τους δύο λόγους Έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε πως το κατηγορητήριο της επίδικης πειθαρχικής διαδικασίας είχε τροποποιηθεί.  Αντίθετα, ισχυρίσθηκε ότι το κατηγορητήριο είχε ήδη τροποποιηθεί στις 31.1.2008, κατά την πρώτη πειθαρχική διαδικασία.  Στα πλαίσια της επανεξέτασης, μετά το ακυρωτικό αποτέλεσμα της Προσφυγής αρ. 1494/2008, η επίδικη πειθαρχική διαδικασία άρχισε με βάση το ήδη τροποποιημένο κατηγορητήριο της πρώτης πειθαρχικής διαδικασίας, με τη μόνη διαφορά ότι στην 4η κατηγορία αναγραφόταν η ημερομηνία 29.9.2006 αντί 10.10.2006.

 

Συνακόλουθα, προέβαλε τη θέση ότι η εν λόγω διαφοροποίηση στην ημερομηνία, δεν καθιστούσε το κατηγορητήριο της επίδικης πειθαρχικής διαδικασίας, «ως νέα πραγματική βάση» επί της οποίας αυτή βασίστηκε – ως η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου -  και  οι Εφεσείοντες ορθά θεώρησαν πως η επίδικη πειθαρχική διαδικασία ενέπιπτε στις πρόνοιες του Άρθρου 7(β) του Ν.158(Ι)/1999Ως εκ τούτου,  η πρόσδοση αναδρομικής ισχύς ήταν αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας. 

 

Περαιτέρω, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε πως λανθασμένα το Πρωτόδικο  Δικαστήριο θεώρησε πως η παρούσα περίπτωση ενέπιπτε στις πρόνοιες του Άρθρου 7(γ) του Ν.158(Ι)/1999 διότι «επρόκειτο για πράξη που επαναλαμβάνει απόφαση η οποία ακυρώθηκε για παράβαση νόμου ή των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου».  Υποστήριξε σχετικά, πως  η πρώτη πειθαρχική διαδικασία ακυρώθηκε για τυπικό λόγο, δηλ. για κακή σύνθεση των Εφεσειόντων.

 

        Είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε  τα όσα προώθησαν ενώπιον μας οι Εφεσείοντες.  Το ερώτημα που εγείρεται και καλούμαστε να αποφασίσουμε είναι κατά πόσο, υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, εφαρμοστέο είναι το Άρθρο 7(β) του Ν.158(Ι)/1999, ως ήταν η εισήγηση των Εφεσειόντων πρωτόδικα αλλά και ενώπιον μας.

 

        Το Άρθρο 7 του Ν.158(Ι)/1999 προνοεί ως ακολούθως:

7. Μια διοικητική πράξη δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ, εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Αν επιτρέπει την αναδρομικότητα της πράξης ο νόμος·

(β) αν εκδίδεται για συμμόρφωση με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου και η αναδρομική ισχύς είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας·

(γ) όταν το διοικητικό όργανο επαναλαμβάνει πράξη του που ακυρώθηκε για λόγους τυπικούς, εφόσον η νέα πράξη έχει το ίδιο με την ακυρωθείσα περιεχόμενο και εκδίδεται μέσα σε εύλογο από την πρώτη πράξη χρόνο και με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά και τις ίδιες νομικές διατάξεις. Δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ πράξη που επαναλαμβάνει προηγούμενη απόφαση η οποία ακυρώθηκε για παράβαση νόμου ή των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου·

(δ) ………………………..»

 

        Όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και δεν αμφισβητείται από την Εφεσίβλητη, το κατηγορητήριο, ως αυτό είχε ήδη τροποποιηθεί στα πλαίσια της πρώτης πειθαρχικής διαδικασίας, είναι πανομοιότυπο με το Κατηγορητήριο της επίδικης πειθαρχικής διαδικασίας, με μόνη την ασήμαντη, κατά την κρίση μας, διαφορά που έγκειτο στην ημερομηνία της τέταρτης κατηγορίας και η οποία, ουδόλως μπορεί να καταστήσει το επίδικο κατηγορητήριο ως νέα πραγματική βάση, από αυτή της πρώτης πειθαρχικής διαδικασίας.  Όπως ορθά υπέδειξε η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων η φράση «κατά ή περί», προσδίδει την απαιτούμενη ευελιξία στην απόδειξη του πειθαρχικού παραπτώματος κατά συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

 

        Είναι περαιτέρω σημαντικό να τονισθεί πως, πέραν του πανομοιότυπου κατηγορητηρίου, το πόρισμα του ερευνώντος λειτουργού ήταν το ίδιο στο οποίο βασίστηκε και η πρώτη πειθαρχική διαδικασία, όπως και οι μάρτυρες που κατέθεσαν στην ακροαματική διαδικασία στα πλαίσια και των δύο πειθαρχικών διαδικασιών. 

 

        Μετά την ακυρωτική απόφαση του Εφετείου στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 190/2010, οι Εφεσείοντες όφειλαν, υπό νόμιμη συγκρότηση, να προβούν σε επανεξέταστη, λαμβάνοντας υπόψη το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την πρώτη πειθαρχική διαδικασία και σε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση, να θεραπεύσουν μόνο το σημείο που κρίθηκε τρωτό από το ακυρωτικό Δικαστήριο. (βλ. Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 639, Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38, Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) v. Ιακώβου (Αρ. 1) (2010) 3 ΑΑΔ 201)

 

        Πράγματι, οι Εφεσείοντες, συμμορφούμενοι με την ακυρωτική απόφαση, διόρθωσαν το παράνομο της σύνθεσης τους και επανέλαβαν την πειθαρχική διαδικασία με νέα συγκρότηση, στη βάση των ίδιων πραγματικών γεγονότων και του νομικού καθεστώτος που ίσχυαν κατά την πρώτη πειθαρχική διαδικασία.  Το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη ήταν απούσα στην πρώτη πειθαρχική διαδικασία, ενώ στην επίδικη είχε καταθέσει, ουδόλως διαφοροποιεί τα πραγματικά γεγονότα που είχαν αποτελέσει τη βάση του πανομοιότυπου κατηγορητηρίου και στις δύο  πειθαρχικές διαδικασίες.

 

        Στη βάση των πιο πάνω, κρίνουμε πως οι Εφεσείοντες ορθά θεώρησαν πως η επίδικη πειθαρχική διαδικασία ενέπιπτε στις πρόνοιες του Άρθρου 7(β) του Ν.158(Ι)/1999, εφόσον με αυτή συμμορφώθηκαν με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στη βάση του ίδιου πραγματικού και νομικού καθεστώτος που ίσχυε κατά την πρώτη πειθαρχική διαδικασία, εξέδωσαν την ίδια απόφαση και επέβαλαν στην Εφεσίβλητη την ίδια ποινή, προσδίδοντας σ’ αυτήν αναδρομική ισχύ, ως αναγκαία και αναπόφευκτη για την αποκατάσταση της νομιμότητας.

 

        Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάληξης μας, κρίνουμε πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η επίδικη πειθαρχική διαδικασία ενέπιπτε στις πρόνοιες του Άρθρου 7(γ) του Ν. 158(Ι)/1999, θεωρώντας ότι η προηγούμενη απόφαση των Εφεσειόντων δεν είχε ακυρωθεί για «τυπικό λόγο», αλλά λόγω παράνομης σύνθεσης κατά παράβαση του Άρθρου 22 του Ν.158(Ι)/1999.

 

        Αποτελεί βασική αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι η κακή σύνθεση διοικητικού οργάνου συνιστά «παράβαση ουσιώδους τύπου». Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου,  Έκδοση 1993, σελ. 476 παρ. 499 και σελ. 477 παρ. 501:

 

«499.  Όπως έχει ήδη εκτεθεί (ανωτ. Αριθ. 154 επ.) οι κανόνες της διοικητικής διαδικασίας καθορίζουν τις ενέργειες των διοικητικών οργάνων ή και των διοικουμένων που είναι αναγκαίες για την έκδοση της διοικητικής πράξης.  Απ’ αυτές, οι διαδικαστικές ενέργειες, στις οποίες πρέπει να προβούν τα διοικητικά όργανα, αναφέρονται ως τύποι, τόσο από τη νομοθεσία όσο και από τη νομολογία και τη θεωρία σε σχέση με τον δικαστικό έλεγχο των διοικητικών πράξεων.

 

…………………………………………………………………………………..

 

501.  Έτσι έχει κριθεί ότι αποτελούν ουσιώδεις τύπους:

Α)  Η τήρηση των κανόνων για την νόμιμη: i) σύνθεση και ii) λειτουργία των συλλογικών οργάνων που έχουν αποφασιστική αρμοδιότητα».

 

 

        Αντίθετα «Παράβαση νόμου», αποτελεί σύμφωνα με το ίδιο Σύγγραμμα στη σελ. 480, παρ. 503:

«503.  Η «παράβαση κατ’ ουσία διάταξης νόμου» είναι ο ευρύτερος λόγος ακυρώσεως και αναφέρεται στην εσωτερική νομιμότητα της πράξης και ειδικότερα στον κανόνα δικαίου που θεσπίζεται μ’ αυτήν και τα νομικά και πραγματικά δεδομένα που οδήγησαν στην θέσπιση του.

 

…………………………………………………………………………………………

 

Συνεπώς, ο λόγος αυτός ακυρώσεως συνίσταται στην παράβαση των κανόνων δικαίου, οι οποίοι είναι αμέσως ή εμμέσως σχετικοί με το ρυθμιστικό περιεχόμενο της διοικητικής πράξης και πηγάζουν από οποιαδήποτε πηγή του διοικητικού δικαίου, δηλαδή από το Σύνταγμα απευθείας, το συνταγματικό έθιμο, το διεθνές δίκαιο, το ΕΚΔ, τις νομοθετικές πράξεις, τις κανονιστικές πράξεις, τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και τους λεπτομερειακούς νομολογιακούς κανόνες.»

 

        Με βάση τα πιο πάνω, κρίνουμε πως η αναφορά το Άρθρο 7(γ) του Ν.158(Ι)/99, σε «παράβαση νόμου ή των γενικών αρχών του  διοικητικού δικαίου», δεν μπορεί παρά να αφορά παράβαση που είναι σχετική με το περιεχόμενο της διοικητικής πράξης και όχι παράβαση ουσιώδους τύπου, που στην παρούσα υπόθεση έγκειτο σε παράνομη  σύνθεση του διοικητικού οργάνου

 

        Για όλα τα πιο πάνω, η Έφεση επιτυγχάνει.

 

        Η πρωτόδικη απόφαση, που αφορά μόνο  την μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, συμπεριλαμβανομένων και των επιδικασθέντων εξόδων, παραμερίζεται. 

 

        Το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορά στην πρόσδοση αναδρομικής ισχύος στην πειθαρχική ποινή από 1.7.2008, επικυρώνεται. 

 

        Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος των Εφεσειόντων και εναντίον της Εφεσίβλητης ύψους €3.000.                                                     

 

 

Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ.

 

 

 

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

/Α.Λ.Ο.

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο