ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 80/2017)

 

10 Ιανουαρίου, 2024

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

FIVE OCEANS FOOD LTD,

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΕΛΩΝΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Εφεσίβλητων.

_________________

 

Χ. Χριστάκης με Σ. Μεστάνα, για τους Εφεσείοντες.

 

Σ. Καρασαμάνης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της           Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

 

_________________

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.

_________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Το Διοικητικό Δικαστήριο («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») απέρριψε την Προσφυγή 1532/14 («η Προσφυγή») των Εφεσειόντων/Αιτητών («οι Εφεσείοντες»), αντικείμενο της οποίας ήταν η προσβολή ως άκυρης και παράνομης, της προσβαλλόμενης απόφασης του Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων ημερομηνίας 28.11.14 («η προσβαλλόμενη απόφαση»), με την οποία απορρίφθηκε αίτημα τους ημερομηνίας 17.10.14 για αναθεώρηση της απόφασης ημερομηνίας 11.9.14 με την οποία οι Εφεσίβλητοι/Καθ’ ων η αίτηση («οι Εφεσίβλητοι») επέβαλαν στους Εφεσείοντες διά Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης Τελωνειακής Οφειλής («η Βεβαίωση Οφειλής»), φόρο κατανάλωσης ύψους €4.692.05 και επιβάρυνση €469.21 (για την περίοδο 1.4.14 - 30.6.14), πλέον τόκο, από τη μέρα που τα ποσά κατέστησαν οφειλόμενα.

Οι Εφεσείοντες δραστηριοποιούνται, μεταξύ άλλων, στον τομέα της εισαγωγής σολομού από το εξωτερικό καθώς και με την επεξεργασία και εμπορία του στην Κυπριακή Δημοκρατία. Το προϊόν τούτο επιβαρύνεται με φόρους κατανάλωσης, κατά τις προβλέψεις του Περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 91(Ι)/04 ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Ν.91(Ι)/04»). Οι Εφεσείοντες έλαβαν άδεια κατασκευής καπνιστής σολομοπέστροφας/salmon troutτο προϊόν») από τον Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, σύμφωνα με συγκεκριμένους όρους, ως τούτοι περιλήφθηκαν σε επιστολή προς τους Εφεσείοντες ημερομηνίας 3.8.05. Το προϊόν προσφερόταν στον καταναλωτή ως «καπνιστός σολομός φέτες».

Την 29.12.05 εκδόθηκε η αρχική άδεια των Εφεσειόντων για την κατασκευή και εμπορία προϊόντων, η οποία και ανανεωνόταν ετησίως. Από το 2005 μέχρι και το 2010, οι Εφεσείοντες κατέβαλλαν ανελλιπώς τον οφειλόμενο φόρο κατανάλωσης.

Το Τμήμα Τελωνείων σε ελέγχους που διενεργούσε επί εμπορευμάτων που αποδεσμεύθηκαν και απομακρύνθηκαν για να εξακριβώσει την ακρίβεια των δηλωθέντων στοιχείων, και βάσει αξιολόγησης κατάστασης πωλήσεων και εκδοθέντων τιμολογίων πώλησης των Εφεσειόντων, βρήκε ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο κατανάλωσης κατά την έκδοση ή μετακίνηση του προϊόντος από το εργοστάσιο τους κατά την περίοδο 1.4.14 - 30.6.14. Συνακολούθως, κατά τα στοιχεία που είχε ενώπιον του, ο Υπεύθυνος Τελωνείου Λεμεσού, αφού εκτίμησε τους διαφυγόντες φόρους κατανάλωσης που αναλογούσαν στην έκδοση ή μετακίνηση του προϊόντος που παρήχθη στο εργοστάσιο των Εφεσειόντων, τους κοινοποίησε την Βεβαίωση Οφειλής.

 

Οι Εφεσείοντες, αφού παρέλαβαν την Βεβαίωση Οφειλής, την 17.10.14 υπέβαλαν αίτημα αναθεώρησης της προσβαλλόμενης απόφασης, προβάλλοντας ότι από την οφειλή δεν αφαιρέθηκαν οι επιστροφές από τις πωλήσεις. Την 28.11.14 οι Εφεσίβλητοι απέρριψαν το αίτημα, επαναβεβαιώνοντας την ορθότητα της αρχικής απόφασης, αναφέροντας πως δεν κατέστη «… δυνατή η ταυτοποίηση και συσχέτιση των επιστραφέντων προϊόντων και των προϊόντων τα οποία μεταπωλήθηκαν από την εταιρεία … σε άλλους πελάτες …» (το απόσπασμα είναι αυτούσιο όπως και τα υπόλοιπα), αλλά και ότι οι Εφεσείοντες είχαν κληθεί επανειλημμένως από τους Εφεσίβλητους για να διευκρινίσουν ποιες από τις ποσότητες των προϊόντων που επιστρέφονταν στο εργοστάσιο τους μετά από την πώληση καταστρέφονταν και ποιες μεταπωλούνταν σε άλλους πελάτες, δίχως εντούτοις οι Εφεσείοντες να προβούν σε ταυτοποίηση και συσχετισμό οποιασδήποτε επιστροφής προϊόντων με συνακόλουθη μεταπώληση σε άλλο πελάτη.

          Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε την Προσφυγή, κρίνοντας πως οι Εφεσίβλητοι ενήργησαν σύννομα, εντός των ορίων της παρεχόμενης διακριτικής τους ευχέρειας. 

          Οι Εφεσείοντες, με πέντε λόγους έφεσης, αμφισβητούν την πρωτόδικη κρίση προτάσσοντας ότι κακώς δεν έγινε δεκτή η θέση πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αναιτιολόγητη και ληφθείσα χωρίς δέουσα έρευνα, υπό καθεστώς πλάνης (λόγος έφεσης 1), πως, εξίσου εσφαλμένα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι το ζήτημα δεν αφορούσε σε επιβολή φόρου κατανάλωσης αλλά στο κατά πόσο ποσότητες προϊόντων που επιστρέφονταν στο εργοστάσιο των Εφεσειόντων, ύστερα από πώληση καταστρέφονταν ή μεταπωλούνταν σε άλλους πελάτες τους (λόγος έφεσης 2), και ότι, το ίδιο σφαλερά, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις των Εφεσειόντων για παραβίαση του δικαιώματος σε ακρόαση, χρηστή διοίκηση και αμεροληψία (λόγοι έφεσης 3, 4 και 5 αντιστοίχως).

Ως εκ του περιεχομένου τους, θα εξετάσουμε πρώτα τους λόγους έφεσης 1 και 2 σωρευτικά.

Για τους λόγους έφεσης 1 και 2, οι Εφεσείοντες - με κατ’ αντιστοιχία αντίθετες τις απόψεις των Εφεσίβλητων - συζήτησαν ότι οι Εφεσίβλητοι προχώρησαν με τη Βεβαίωση Οφειλής δίχως να αφαιρέσουν από αυτή τις επιστροφές από τις πωλήσεις των Εφεσειόντων, θεωρώντας ότι οι Εφεσίβλητοι λαθεμένα έκριναν πως οι Εφεσείοντες μεταπωλούσαν προϊόντα υποκείμενα σε φόρο κατανάλωσης μετά από την ημερομηνία λήξης, ζητώντας, πλανεμένα, ταυτοποίηση και συσχέτιση των επιστραφέντων ή/και μεταπωλημένων προϊόντων αφού αυτά είχαν ημερομηνία λήξης. Για να ενισχύσουν τη θέση, οι Εφεσείοντες αναφέρθηκαν σε σημείωμα τελωνειακού λειτουργού ημερομηνίας 18.6.15 (Παράρτημα 8 στην Ένσταση επί της Προσφυγής), σε σχέση προς συνάντηση που είχε τούτος την 25.6.14 στο Τελωνείο Λεμεσού με τον Διευθυντή των Εφεσειόντων, όπου καταγράφεται δήλωση του πως τούτοι μεταπωλούν ληγμένα προϊόντα. Παρά ταύτα, λέγουν οι Εφεσείοντες, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει (για την ίδια συνάντηση) ότι ο περί ου ο λόγος Διευθυντής δήλωσε πως όλες οι επιστρεφόμενες ποσότητες σολομού καταστρέφονται (και άρα δεν μεταπωλούνται). Επομένως, κατά τον συλλογισμό των Εφεσειόντων, δημιουργήθηκε σημαίνουσα για τα πράγματα σύγχυση.

Δεν διαπιστώνουμε βάθρο για παρέμβαση στο θέμα.

Κατ’ αρχάς, το υπό συζήτηση σημείωμα ημερομηνίας 18.6.15 σχετίζεται προς γεγονότα που συνέβησαν πριν από τη λήψη της επιβολής φόρου κατανάλωσης στους Εφεσείοντες, αλλά και προτού ληφθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, με όσα τούτο το σημείωμα αφορά εν σχέσει προς τα επίδικα γεγονότα, να ανάγονται στους αφορώντες τη διαφορά ουσιώδεις χρόνους.

Περιπλέον, δεν εντοπίζεται στο σημείωμα δήλωση περί μεταπώλησης ληγμένων προϊόντων παρά μονάχα τοποθέτηση των Εφεσειόντων πως η χρονική διάρκεια για ανθρώπινη κατανάλωση των προϊόντων είναι περιορισμένη με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να αποσύρουν από τις υπεραγορές, απούλητα προϊόντα προκειμένου οι Εφεσείοντες να τα πουλήσουν σε άλλες υπεραγορές, αποφεύγοντας τουτέστιν την αχρήστευση τους.

Εκείνο όμως που προκύπτει ως ιδιαίτερα σημαντικό για ό,τι εδώ απασχολεί είναι πως όταν ο Διευθυντής των Εφεσειόντων κλήθηκε να υποδείξει προς τους Εφεσίβλητους και να συσχετίσει τα προϊόντα που κατά τη θέση επιστρέφονται και εν συνεχεία μεταπωλούνται προς άλλους πελάτες, τούτος απάντησε ότι ήταν αδύνατο να παράσχει τέτοια πληροφόρηση.

Παρόμοια, παρεμπιπτόντως, καταγράφθηκαν και σε σημείωμα άλλου τελωνειακού Λειτουργού, ημερομηνίας 24.10.14, που εντοπίζεται στο έγγραφο- Κυανούν 27 στον Διοικητικό Φάκελο/Τεκμήριο 1ο Διοικητικός Φάκελος») όπου καταγράφεται πως με κριτήριο στοιχεία που παρέθεσαν οι Εφεσείοντες προς τους Εφεσίβλητους, οι τελευταίοι δεν γνώριζαν μήτε και μπορούσαν να διαπιστώσουν ποιες ποσότητες από αυτές για τις οποίες εκδόθηκε πιστωτική σημείωση μεταπωλούνταν και ποιες καταστρέφονταν. 

Τούτων δοθέντων, το ζήτημα ορθώς διαγνώστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο να αφορά στο αν ποσότητες προϊόντων που επιστρέφονταν στους Εφεσείοντες επιστρέφονταν μετά από την πώληση ή μεταπωλούνταν σε άλλους πελάτες, για το οποίο οι Εφεσείοντες απέτυχαν να παράσχουν ικανοποιητικές απαντήσεις, διασαφηνίσεις ή αποδείξεις, ή να ταυτίσουν και συνδέσουν τέτοια επιστροφή, με μεταπώληση προς άλλους αγοραστές. Τούτο, το τελευταίο, έχει εν προκειμένω τη δική του αποφασιστική αξία, διότι, ως σωστά υπέδειξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο « κατ' εφαρμογή των προνοιών του Νόμου 91(Ι)/2004, ο φόρος κατανάλωσης επί προϊόντων που μεταπωλούνται πριν από την ημερομηνία λήξης τους, θα αφαιρούνταν προς αποφυγή της διπλής φορολογίας των αιτητών, ενώ για τα προϊόντα που πωλούνται, λήγουν και επιστρέφουν για καταστροφή, ο επιβαλλόμενος φόρος κατανάλωσης είναι απαιτητός (βλ. ιδιαίτερα άρθρα 5 και 19)».

Η πρωτόδικη πραγμάτευση η οποία έγινε στο πλαίσιο των εφαρμοζόμενων στην περίπτωση νομοθετικών παραμέτρων, στη βάση πάντοτε των γεγονότων της υπόθεσης, ήταν όχι μόνο εύλογη αλλά και νομικώς λελογισμένη και επιτρεπτή (βλ. κατ’ αναλογίαν, Symeonides Coffee Cyprus Limited ν Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 13/17, ημ. 3.10.23).

Περαιτέρω, και παραμένοντες στην ίδια ενότητα, καίρια ήταν και η άλλη πρωτόδικη διαπίστωση ότι, δοσμένου πως οι Εφεσείοντες δεν παρουσίασαν τη σχετική πληροφόρηση, ήταν εύλογη η διαπίστωση των Εφεσίβλητων πως επί της ουσίας δεν παρεχόταν έρεισμα για αναθεώρηση του επιβληθέντος φόρου κατανάλωσης, με το Πρωτόδικο Δικαστήριο να λέγει και τούτα:

«Σημειώνω συναφώς στο σημείο αυτό ότι, σύμφωνα με το άρθρο 20(1) του υπό αναφορά Νόμου, με πλαγιότιτλο «Εκ των υστέρων βεβαίωση του φόρου κατανάλωσης», «σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο αμελεί, αρνείται ή παραλείπει να υποβάλει τη διασάφηση που απαιτείται σύμφωνα µε τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία αρχεία, βιβλία, έγγραφα ή στοιχεία ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των στοιχείων της διασάφησης, ή όταν ο Διευθυντής κρίνει ότι η διασάφηση που υποβλήθηκε είναι ελλιπής ή ότι περιέχει σφάλματα ή όταν ελλείπουν τα ενισχυτικά προς υποστήριξη αυτής έγγραφα, τότε ο Διευθυντής μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου κατανάλωσης ασκώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να το γνωστοποιήσει στο πρόσωπο αυτό» (ο τονισμός είναι του Πρωτόδικου Δικαστηρίου).

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε ότι η έρευνα από τους Εφεσίβλητους υπήρξε πλήρης και αρμόζουσα, δίχως την εμφιλοχώρηση πλάνης πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και «… δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο …» και να συμπληρωθεί από τον Διοικητικό Φάκελο.

Το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθό και λήφθηκε κατά τη σχετική νομολογία (Δημοκρατία ν Metamax Company Limited, Α.Ε. 47/16, ημ. 6.6.23, ECLI:CY:AD:2023:C196, Φράγκου ν Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270, 274).

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιέπεσε σε σφάλμα απορρίπτοντας τις αιτιάσεις των Εφεσειόντων, στην έκταση που τούτες συναπαρτίζουν τους λόγους έφεσης 1 και 2.

Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

          Παραπονούνται οι Εφεσείοντες στον λόγο έφεσης 3 ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα τους για ακρόαση αφού οι Εφεσίβλητοι υποχρεούνταν, ως διατείνονται, πριν εκδώσουν την προσβαλλόμενη απόφαση να τους καλούσαν σε ακρόαση μια και κατείχαν μαρτυρία πως δεν καταστρέφουν τα επιστραφέντα προϊόντα αλλά τα μεταπωλούν.

Μήτε και αυτή η θέση ευσταθεί.

Οι Εφεσείοντες, ως καλώς αποφάνθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, είχαν δικαίωμα υποβολής αίτησης αναθεώρησης της Βεβαίωσης Οφειλής, δυνάμει του Άρθρου 112 του Περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου Ν.94(Ι)/04, αλλά και του Άρθρου 139, Ν.91(Ι)/04.

Αυτό και έπραξαν οι Εφεσείοντες την 17.10.14.

Έτσι, ποσώς στερήθηκαν του δικαιώματος ακρόασης.

Απεναντίας, είχαν κάθε ευκαιρία πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση, να εκθέσουν τους λόγους για τους οποίους θεωρούσαν ότι η Βεβαίωση Οφειλής έχρηζε αναθεώρησης, ως και ό,τι άλλο ομοίως ήθελαν να θέσουν προς τους Εφεσίβλητους, με το Άρθρο 43 του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99, [1] να μην εφαρμόζεται, ως περί του αντιθέτου υποστήριξαν οι Εφεσείοντες, αφού η περίπτωση δεν συνιστούσε πειθαρχικής φύσης διοικητικό μέτρο ούτε και είχε τον χαρακτήρα κύρωσης, ή ήταν δυσμενούς φύσης από την άποψη πως επρόκειτο για εκ των υστέρων οφειλή (Δημοκρατία ν Χρίστου, Α.Ε. 8/15, ημ. 4.4.22, ECLI:CY:AD:2022:C142, Μίχαλος Δημητρίου Λτδ και Άλλων ν Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 675, 680-681).  

Δεν υπάρχει κάτι άλλο να προστεθεί πάνω σε αυτά.

Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.

Αβάσιμοι κρίνονται και οι λόγοι έφεσης 4 και 5, και τούτο επειδή, ως ορθά εξακρίβωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξονυχίζοντας τα γεγονότα και μελετώντας τον Διοικητικό Φάκελο, η Βεβαίωση Οφειλής λήφθηκε από διαφορετικό λειτουργό από εκείνο που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, δίχως να αναφύεται κατιτί άλλο που να δικαιολογεί άλλους δικαστικούς συνειρμούς επί της θεματικής, και σε τελευταία ανάλυση, σε ανατροπή του μαχητού τεκμηρίου της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων αλλά, συνακολούθως, και τη θέση των Εφεσειόντων περί παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης (O Lykos Services and Security Systems Investigators Ltd και άλλου ν Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 1/16, ημ. 20.7.21, Δημοκρατία ν Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191, 197). 

Οι λόγοι έφεσης 4 και 5 απορρίπτονται.

          Η έφεση απορρίπτεται.

          Επιδικάζουμε έξοδα ύψους €4.100,00 υπέρ των Εφεσίβλητων και κατά των Εφεσειόντων.

 

 

 

Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

 

/μκε

 

 



[1] «43.—(1) Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.

 

(2) Διοικητικό όργανο που προτίθεται να στηρίξει την απόφασή του σε ισχυρισμούς εναντίον ενός προσώπου οφείλει να παράσχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να υποβάλει τις απόψεις του για τους ισχυρισμούς αυτούς.

 

(3) Το δικαίωμα ακρόασης ασκείται είτε αυτοπροσώπως είτε διά δικηγόρου της εκλογής του ενδιαφερομένου.

 

(4) Η ακρόαση του ενδιαφερομένου δεν είναι απαραίτητο να γίνεται προφορικά. Είναι αρκετό, αν ζητηθεί από αυτόν, να εκθέσει γραπτώς τις απόψεις του, εκτός αν ο νόμος ορίζει το αντίθετο.

 

(5) Το δικαίωμα ακρόασης αναγνωρίζεται και στην περίπτωση άσκησης ιεραρχικής προσφυγής, εκτός αν η νομοθετική διάταξη που προβλέπει την άσκηση της ιεραρχικής προσφυγής ρητά επιτρέπει στο αρμόδιο όργανο να μην παρέχει το δικαίωμα ακρόασης.

 

(6) Κάθε πρόσωπο το οποίο έχει δικαίωμα ακρόασης μπορεί, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λάβει γνώση των στοιχείων του σχετικού διοικητικού φακέλου. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο μπορεί με αιτιολογημένη αποφασή του να απορρίψει ολόκληρο ή μέρος του αιτήματος, αν η ικανοποίησή του παραβλάπτει το υπηρεσιακό συμφέρον ή το συμφέρον τρίτου προσώπου».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο