ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

΄Εφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 82/2018 σχετική με 83/2018

(Συνεκδ. Υποθ. αρ. 79/2015 και 1121/2015)

 

11 Ιανουαρίου, 2024

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ. Δ.Δ.]

Αρ. 82/2018

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΙΧΑΗΛ

Εφεσείων

και

1.  ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

2.  ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Εφεσίβλητων

------------------------

 

 

Αρ.83/2018

 

ΣΩΦΡΟΝΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

Εφεσείων

Και

 

1.  ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

2.  ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Εφεσίβλητων

 

Ελ.Αρότη (κα), για Σπύρος Αρότης – Έλενα Αρότη & Συνεργάτες,  για Εφεσείοντες

Μ.Φράγκου (κα), για Αλέκος Ευαγγέλου & Σια ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητους

                                          --------------------

 

                                                                           

Τ.,ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.:  O Εφεσείων στην Έφεση αρ. 82/2018,  εργοδοτείτο στην υπηρεσία των Εφεσίβλητων από τον Ιούνιο 1976 και αφυπηρέτησε στις 4.12.2012 οικειοθελώς πρόωρα, από τη θέση του Βοηθού Διευθυντή.  Την ίδια ημέρα, συνήψε με τους Εφεσίβλητους, Συμφωνία Προσωρινής Εργοδότησης για  εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων, για τη χρονική περίοδο από 4.12.2012 μέχρι 3.12.2013. 

 

        Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Εφεσείων στην Έφεση αρ. 83/2018, εργοδοτείτο στην υπηρεσία των Εφεσίβλητων από τον Δεκέμβριο του 1975 και αφυπηρέτησε στις 31.7.2013 οικειοθελώς πρόωρα, από τη θέση του Διοικητικού Βοηθού Β. Την 1.8.2013 συνήψε με τους Εφεσίβλητους, Συμφωνία Προσωρινής Εργοδότησης για εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων, για τη χρονική περίοδο από 1.2.2014 – 31.7.2014.

 

        Με την αφυπηρέτηση τους και οι δύο Εφεσείοντες, με επιστολή των Εφεσίβλητων ημερ. 10.12.2012 και 2.8.2013 αντίστοιχα, ενημερώθηκαν  για το ποσό των συνταξιοδοτικών τους ωφελημάτων, συμπεριλαμβανομένης και της μηνιαίας τους σύνταξης, με αναφορά και στις ισχύουσες κατά τον ουσιώδη χρόνο πρόνοιες του Περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμου του 2011 (Ν.88(Ι)/2011), οι οποίες ίσχυαν και σε σχέση με τους συνταξιούχους των Εφεσίβλητων. 

 

        Σ’ ό,τι αφορά τον Εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 82/2018, αν και αυτός αφυπηρέτησε στις 4.12.2012, η καταβολή της μηνιαίας σύνταξης του άρχισε τον Δεκέμβριο του 2013, κατά τον μήνα που είχε λήξει η Συμφωνία Προσωρινής Εργοδότησης.  Σ’ ό,τι αφορά τον Εφεσείοντα στην Έφεση αρ. 83/2018, παρόλο ότι αυτός είχε αφυπηρετήσει στις 31.7.2013, η καταβολή της δικής του μηνιαίας σύνταξης, άρχισε τον Αύγουστο του 2014, μήνα κατά τον οποίο είχε λήξει η Συμφωνία Προσωρινής Εργοδότησης.

 

        Οι Εφεσείοντες, με επιστολή τους ημερ. 13.10.2014 και 20.5.2014 αντίστοιχα, ζήτησαν την καταβολή του συνολικού ποσού της σύνταξης που θα λάμβαναν, ως εάν αυτοί να μην είχαν εργοδοτηθεί από τους Εφεσίβλητους με την Συμφωνία Προσωρινής Εργοδότησης, κατ’ επίκληση και εφαρμογή της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση  Ιωαννίδη – Κουτσελίνη Μαρία και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 361 με την οποία οι πρόνοιες του Άρθρου 3(β) του Ν. 88(Ι)/2011 κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές. 

 

        Η αρνητική απάντηση των Εφεσίβλητων ημερ. 14.1.2015 και 6.8.2015 αντίστοιχα, αποτέλεσαν το αντικείμενο των Προσφυγών 79/2015 και 1121/2015 οι οποίες συνεκδικάσθηκαν πρωτόδικα. 

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε αριθμό προδικαστικών ενστάσεων που είχαν εγερθεί από τους Εφεσίβλητους, κατέληξε πως:

 

 α) οι Εφεσείοντες, λαμβάνοντας ανεπιφύλακτα το μισθό τους στη βάση της προσωρινής σχέσης εργασίας που είχαν συνάψει και μη λαμβάνοντας τη μηνιαία σύνταξη τους, κατ’ εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 3(β) του Ν.88(Ι)/2011, χωρίς να αντιδράσουν, αποδέκτηκαν ουσιαστικά την αναστολή καταβολής της σύνταξης τους, για όσο χρόνο αυτοί θα εργάζονταν προσωρινά,  εγκαταλείποντας το δικαίωμα τους να προσβάλουν τη νομιμότητα της μη καταβολής της σύνταξης τους, γεγονός που τους αποστέρησε το έννομο συμφέρον τους να προωθήσουν τις Προσφυγές. 

 

β)  οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ήταν βεβαιωτικές και ως εκ τούτου μη δεκτικές προσβολής, έστω και αν υπήρξε νέο αίτημα των Εφεσειόντων με τις επιστολές τους ημερ. 13.10.2014 και 20.5.2014 (ανωτέρω) και

 

γ)  δεν είχε δημιουργηθεί δεδικασμένο από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Κουτσελίνη – Ιωαννίδου (ανωτέρω) και σε σχέση με τους Εφεσείοντες, εφόσον αυτοί κωλύονται να αμφισβητήσουν εκ των υστέρων τη νομιμότητα της αναστολής καταβολής της σύνταξης τους,  την οποία ουδέποτε αμφισβήτησαν εντός της προθεσμίας που το Άρθρο 146 του Συντάγματος τάσσει.

 

        Η κατάληξη  αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδήγησε στην απόρριψη των προσφυγών και συνακόλουθα στην επικύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων. 

 

        Οι Εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση και με τις παρούσες Εφέσεις επιδιώκουν την ανατροπή της, στη βάση δύο (2) λόγων Έφεσης.

 

        Ειδικότερα, με τον 1ο λόγο Έφεσης, υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε πως αυτοί είχαν απωλέσει το έννομο συμφέρον να προωθήσουν τις Προσφυγές, ως αναφέρεται στην παράγραφο (α) ανωτέρω.

 

        Περαιτέρω, με τον 2ο λόγο Έφεσης προσβάλλουν ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση των Εφεσειόντων, η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ι. Μονογιού (2006)3 ΑΑΔ 133, εισήγηση που σχετίζεται με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως η παράγραφος (γ) ανωτέρω.

 

        Σε σχέση με τον 1ο λόγο Έφεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε πως οι Εφεσείοντες δεν παραιτήθηκαν σιωπηρώς από το δικαίωμα τους σε άμεση έναρξη καταβολής της σύνταξης τους, ούτε και αποδέχθηκαν ουσιαστικά την αναστολή καταβολής της σύνταξης τους για όσο χρόνο θα εργάζονταν προσωρινά.  Ό,τι παρουσιάζεται ως αποδοχή, έγινε από νόμιμη υποχρέωση που απέρρεε από το Ν.88(Ι)/2011 και/ή λόγω οικονομικής ανάγκης.

 

        Εξετάσαμε με κάθε προσοχή τις σχετικές εισηγήσεις της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εφεσειόντων, τις οποίες  προέβαλε τόσο πρωτόδικα, όσο και ενώπιον μας.  Αυτές δεν μας βρίσκουν σύμφωνους, για τους πιο κάτω λόγους:

 

        Προκύπτει κατά αδιαμφισβήτητο τρόπο, στη βάση των επίδικων γεγονότων, πως  οι Εφεσείοντες είχαν πλήρη γνώση του γεγονότος της αναστολής καταβολής της μηνιαίας τους σύνταξης, για όσο χρόνο θα ελάμβαναν μισθό με βάση τη σύμβαση εργασίας που είχαν συνάψει με τους Εφεσίβλητους κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του  Άρθρου 3(β) του Ν.88(Ι)/2011, τόσο με την κοινοποίηση σ’ αυτούς των επιστολών των Εφεσίβλητων ημερ. 10.12.2012 και 2.8.2013 αντίστοιχα, όσο  και με την καταβολή του πρώτου μηνιαίου μισθού τους στη βάση της σύμβασης εργασίας, κατά τον οποίο μήνα, δεν τους είχε καταβληθεί η σύνταξη.   Ωστόσο, οι Εφεσείοντες αμέλησαν και/ή παρέλειψαν να ασκήσουν το δικαίωμα τους για έλεγχο της νομιμότητας των πιο πάνω αποφάσεων των Εφεσίβλητων, εντός της προθεσμίας που τάσσει το Άρθρο 146 του Συντάγματος και ταυτόχρονα, για  έλεγχο της συμβατότητας των προνοιών του Άρθρου 3(β) του Ν.88(Ι)/2011 με τις διατάξεις του Συντάγματος.  Συνεπώς, αποδέχθηκαν τις εν λόγω διοικητικές αποφάσεις ελεύθερα και χωρίς καμιά επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους (βλ. Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2001) 3 ΑΑΔ 282).

 

        Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων, κρίνουμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως, υπό τις πιο πάνω περιστάσεις, οι Εφεσείοντες παραιτήθηκαν σιωπηρώς από το δικαίωμα τους για άμεση έναρξη καταβολής της σύνταξης τους, με αποτέλεσμα να έχουν απωλέσει το έννομο τους συμφέρον να προωθήσουν τις Προσφυγές.  Παραθέτουμε αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από τη πρωτόδικη απόφαση, με το οποίο συμφωνούμε πλήρως:

 

«Οι αιτητές, λαμβάνοντας ανεπιφύλακτα τον μισθό τους, βάσει της προσωρινής σχέσης εργασίας που είχαν συνάψει, και μη λαμβάνοντας τη μηνιαία τους σύνταξη, κατ' εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 3(β) του Ν. 88(Ι)/2011, χωρίς να αντιδράσουν, αποδέχτηκαν ουσιαστικά την αναστολή καταβολής της σύνταξης, για όσο χρονικό διάστημα αυτοί θα εργάζονταν προσωρινώς, εγκαταλείποντας το δικαίωμα τους να προσβάλουν τη νομιμότητα της μη καταβολής της σύνταξης τους. Το γεγονός αυτό, τους αποστερεί από το έννομο τους συμφέρον να προωθήσουν τις παρούσες προσφυγές.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή μίας διοικητικής πράξης, συνεπάγεται αποστέρηση του έννομου συμφέροντος προσβολής της με προσφυγή (Myrianthis v. The Republic (1977) 3 C.L.R. 165Hadjiconstantinou and others vRepublic (1984) 3 A C.L.R. 319, Κοζάκος v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3566, Γεωργίου ν. ΑΤΗΚ (1997) 4 Α.Α.Δ. 3240, Πέτρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3271).

 

Στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 5η Έκδοση, 1991, παράγραφοι 457 - 458 αναφέρονται τα εξής:

 

"Το έννομο συμφέρον μπορεί να μη δημιουργηθεί ή μπορεί να εκλείψει μετά τη δημιουργία του για λόγους υποκειμενικούς, που αφορούν τον αιτούντα, ή αντικειμενικούς.

 

Έτσι, η δημιουργία έννομου συμφέροντος εμποδίζεται, αν η προσβαλλόμενη πράξη είναι θετική και εκδόθηκε μετά από αίτηση του προσώπου που ασκεί την αίτηση ακυρώσεως (ΣΕ 1275/1978, 694/1982) ή προκλήθηκε από αυτό, ή εάν ο αιτών έδωσε κατά οποιοδήποτε τρόπο τη συναίνεση του για την έκδοση της πράξης (ΣΕ 2356/1964).

 

[.]

Η αποδοχή πρέπει: i) να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη (ΣΕ 480/1970, 1745/1977), ii) να μην έγινε από νόμιμη υποχρέωση (ΣΕ 4528//1976) ή λόγω οικονομικής ανάγκης (ΣΕ 2407/1970) ή λόγω παράνομης βίας ή απειλής (ΣΕ 2013/1959) ή διότι η παράλειψη της θα είχε για τον αιτούντα δυσμενείς συνέπειες (ΣΕ 1568/1960) και (iii) να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (ΣΕ 2087/1970) ή, όταν δεν είναι ρητή, να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις (ΣΕ 1341/1966)."

 

Τη νομολογία απασχόλησε το ζήτημα του κατά πόσον χωρεί παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα, όπως είναι η σύνταξη. Στην Δ.Α. Παπαγιώργης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1996) 3 Α.Α.Δ. 563λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Κατά κανόνα δεν είναι δυνατή παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα. Τις αρχές που διέπουν το θέμα της παραίτησης από δημόσια δικαιώματα πραγματεύονται Ελληνικά συγγράμματα Διοικητικού Δικαίου. Στο σύγγραμμα "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο" του Κυριακόπουλου, Β' Γενικό Μέρος, Έκδοση 4η στη σελίδα 289 αναφέρονται τα εξής μεταξύ άλλων:

 

"γ. Παραίτησις από δημοσίου δικαιώματος δεν είναι δυνατή και ουδέν έννομον αποτέλεσμα επάγεται, εφ' όσον τούτο δεν αναγνωρίζηται μόνον προς ικανοποίησιν ατομικού συμφέροντος αλλά και χάριν του γενικού συμφέροντος. Δημόσια δικαιώματα, συνιστάμενα ουχί χάριν των δημοσίων υπαλλήλων αλλά χάριν του δημοσίου συμφέροντος, είναι κατ' εξοχή τα εκ του νόμου εις αυτούς αναγνωριζόμενα και εκ της δημοσιοϋπαλληλικής αυτών ιδιότητος απορρέοντα, και τα οποία, διά τούτο, είναι ανεπίδεκτα παραιτήσεως.  Ούτω, γενική παραίτησις από δικαιώματος προς λήψιν μισθού ή συντάξεως ή προαγωγής εις ανώτερον βαθμόν του δημοσίου υπαλλήλου, ή βοηθήματος ασφαλείας του εργάτου κ.ο.κ. είναι ανίσχυρος."

 

 Και στη σελίδα 291 του ίδιου πιο πάνω συγγράμματος    αναφέρονται:

 

"4. Παραίτησις από δημοσίου δικαιώματος χωρεί, κατά κανόνα, δια ρητής δηλώσεως βουλήσεως εκ μέρους του δικαιούχου πολίτου και δέον κατ' αρχήν να είναι έγγραφος. Εν τούτοις, είναι δυνατή και σιωπηρά παραίτησις, λ.χ. διά παραμελήσεως της ασκήσεως ωρισμένου δικαιώματος. Εν αμφιβολία όμως τεκμαίρεται έλλειψις παραιτήσεως. ούτως, η υπό του παρανόμως απολυθέντος δημοσίου υπαλλήλου είσπραξις της συντάξεως, δεν επιτρέπεται να θεωρηθή ως παραίτησις από της αξιώσεως επί την προς τον μισθόν διαφοράν. Εάν δε η γενομένη ρητή παραίτησις είναι έγκυρος και εγένετο αρμοδίως αποδεκτή, ο παραιτηθείς δεσμεύεται ανάκλησις δεν επιτρέπεται."

Είναι καθιερωμένη αρχή του Διοικητικού Δικαίου ότι κατά κανόνα δεν επιτρέπεται ρητή ή σιωπηρή παραίτηση ή εγκατάλειψη δημοσίου δικαιώματος. Είναι δυνατή όμως ρητή ή σιωπηρά παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Οι αρχές που διέπουν την παραίτηση από δημόσιο δικαίωμα αναφέρονται με σαφήνεια από την ελληνική βιβλιογραφία καθώς και την ελληνική νομολογία επί του θέματος, την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο απεδέχθη σε πολλές αποφάσεις του. Το επίδικο θέμα άπτεται του εννόμου συμφέροντος του αιτητή και κατά συνέπεια της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης.

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος έχει δεχθεί, ότι χωρεί παραίτηση ή εγκατάλειψη δημοσίου δικαιώματος με συνέπεια την εξάλειψη του εννόμου συμφέροντος του αιτητή. (ΒλέπεMyrianthis v. The Republic (1977) 3 C.L.R. 165, Andreas Hadjiconstantinou v. Republic (1980) 3 C.L.R. 184).  Δε χωρεί όμως παραίτηση ρητή ή σιωπηρά σε θέματα θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δικαιώματα τα οποία είναι αναπαλλοτρίωτα. (Βλέπε: Μέλπω Γρηγορίου v. Δήμου Λευκωσίας, Προσφυγή Αρ. 541/86, ημερ. 12.9.1991).»

 

Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι δυνατή και σιωπηρή παραίτηση εκ τοιούτου δικαιώματος, διαπιστώνω ότι, υπό τις περιστάσεις που ανέφερα ανωτέρω, οι αιτητές παραιτήθηκαν σιωπηρώς εκ του δικαιώματος τους σε άμεση έναρξη καταβολής της σύνταξης τους (από το χρόνο της οικειοθελούς τους αφυπηρέτησης και μετά), αφού παραμέλησαν να ασκήσουν το δικαίωμα τους να ζητήσουν έλεγχο νομιμότητας και παρεμπιπτόντως έλεγχο συμβατότητας των προνοιών του άρθρου 3(β) του Ν. 88(Ι)/2011 με τις διατάξεις του Συντάγματος.

 

Για τους λόγους που ανέφερα ανωτέρω, διαπιστώνω ότι οι αιτητές έχουν απωλέσει το έννομο τους συμφέρον να προωθήσουν τις υπό εκδίκαση προσφυγές.

 

 

        Έχοντας κατά νου τις πιο πάνω καθιερωμένες νομολογιακές αρχές,  η εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εφεσειόντων περί αποδοχής εκ μέρους τους των προσβαλλόμενων αποφάσεων, λόγω νόμιμης υποχρέωσης ή λόγω οικονομικής ανάγκης, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.   Αφενός γιατί ουδέποτε τέθηκε, ούτε και τεκμηριώθηκε πρωτόδικα, ζήτημα οικονομικής ανάγκης των Εφεσειόντων και αφετέρου γιατί, αν και  με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις έγινετο ειδική αναφορά στις πρόνοιες του Ν.88(Ι)/2011 – οι οποίες επηρέαζαν την καταβολή της σύνταξης των Εφεσειόντων για όσο χρόνο ίσχυε η σύμβαση εργασίας – ωστόσο, αυτοί παραμέλησαν να ασκήσουν το δικαίωμα τους για προσβολή της νομιμότητας τους.

Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνεται λόγος περί αποδοχής λόγω νόμιμης υποχρέωσης, ενόσω είχαν κάθε δικαίωμα να την προσβάλουν ενώπιον αρμοδίου Δικαστηρίου, με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

        Για όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε πως καθηκόντως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την προδικαστική ένσταση των Εφεσίβλητων περί έλλειψης έννομου συμφέροντος εκ μέρους των Εφεσειόντων, ως ζήτημα του οποίου η εξέταση προείχε και ορθά κατέληξε ως ανωτέρω, ότι δηλ. συνεπεία της σιωπηρής παραίτησης τους από την άσκηση του πιο πάνω δικαιώματος τους, αυτοί απώλεσαν το έννομο συμφέρον τους να προωθήσουν τις Προσφυγές.

 

        Κατά συνέπεια, ο 1ος λόγος Έφεσης δεν γίνεται αποδεκτός και απορρίπτεται. 

 

        Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, ο 2ος λόγος Έφεσης σχετίζεται με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη ύπαρξης δεδικασμένου από την απόφαση Κουτσελίνη – Ιωαννίδη (ανωτέρω) και σε σχέση με τους Εφεσείοντες, στην οποία και προέβηκε, παρά την πιο πάνω κατάληξη του περί έλλειψης έννομου συμφέροντος των Εφεσειόντων. 

 

        Ενόψει της κρίσης μας περί ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης ως προ το ζήτημα του έννομου συμφέροντος, η ύπαρξη του οποίου αποτελεί την αναγκαία υποκειμενική προϋπόθεση παραδεκτού της προσφυγής, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι οι Εφεσείοντες δεν προσέβαλαν κατ’ Έφεση το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του βεβαιωτικού χαρακτήρα των προσβαλλόμενων αποφάσεων,  παρέλκει η εξέταση του  2ου λόγου Έφεσης.

 

        Για όλα τα πιο πάνω, η Έφεση απορρίπτεται.

 

        Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος των Εφεσίβλητων και σε βάρος  έκαστου των Εφεσειόντων, ύψους €2.500 (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει).

                                                                                            Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ.

 

 

 

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

 

/Α.Λ.Ο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο