ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ Δ/ΡΙΟΥ ΑΡ. 121/2018.

 

15 Φεβρουαρίου, 2024

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ. Δ.Δ.]

 

ΔΗΜΟΣ ΠΑΦΟΥ

Εφεσείων

      και

 

ΤΕRENCE MENELAOS SPIBY

 

Εφεσίβλητος

                           

                                            ------------

 

Αρ. Κορακίδου (κα) για Αρ. Κορακίδου-Μακρίδου ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντα

Μ. Κιτρομηλίδης για Κιτρομηλίδης Δικηγόροι ΔΕΠΕ,  για Εφεσίβλητο

                          

--------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά – Μιλτιάδου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:   Η πρωτόδικη απόφαση  αφορούσε προσφυγή του Εφεσίβλητου  – Αιτητή εναντίον του Εφεσείοντα – Καθ’ ου η Αίτηση για άρνηση επιστροφής απαλλοτριωθέντος ακινήτου,  η οποία προσφυγή πέτυχε μόνο εν μέρει, με συνέπεια σ’  αυτό το στάδιο να πρέπει να εξετάσουμε Έφεση του Εφεσείοντα καθώς και Αντέφεση του Εφεσίβλητου για το αντίστοιχο μέρος της προσφυγής που απέτυχε.

 

Συγκεκριμένα, με την προσφυγή ζητείτο:

«1. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση και/ή παράλειψη του καθ’ ου η αίτηση να ανακαλέσει την απαλλοτρίωση και να επιστρέψει στον αιτητή το κτήμα υπ’ αριθμόν εγγραφής 25445, Φ/Σχ. LI/3, τεμάχιο 94, (μέρος) εμβαδού 5 εκτάρια και 6 δεκάρια, Τοποθεσία Λιμνάρκα, στο Κτήμα Πάφος, το οποίο απαλλοτριώθηκε για σκοπούς δημιουργίας Δημοτικής Χονδρικής Αγοράς, η οποία ουδέποτε έγινε εντός του καθοριζομένου από το Σύνταγμα και τους Νόμους χρόνου και εν πάση περιπτώσει δεν έγινε μέχρι σήμερα, είναι άκυρη, παράνομη και άνευ οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

2. Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον τον καθ’ ου η αίτηση όπως επιστρέψει στον αιτητή το απαλλοτριωθέν κτήμα επί την καταβολή του ποσού της απαλλοτρίωσης».

 

Ιστορικό της υπόθεσης:

        Το ιστορικό της υπόθεσης ανάγεται στο 1990 και είναι μακρύ.  Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το πραγματικό βάθρο αυτής, σε σύνοψη, ως διαφαίνεται πρωτοδίκως.   

 

 

Με βάση απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Εφεσείοντα που ελήφθη στη συνεδρία του ημερομηνίας 1.2.1990, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 23.11.1990, η υπ' αριθμό 1875 Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης του ως άνω τεμαχίου, ιδιοκτησίας του Εφεσίβλητου. Όπως αναφερόταν στην εν λόγω Γνωστοποίηση, η απαλλοτρίωση του τεμαχίου ήταν αναγκαία «για τη δημιουργία Χονδρικής Αγοράς με όλα τα συναφή υποστατικά και διευκολύνσεις».

 

Ακολούθως, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 8.2.1991, τόσο το σχετικό Διάταγμα Απαλλοτρίωσης του τεμαχίου, καθώς και Διάταγμα Επίταξης αυτού.

 

Ο Εφεσείων προσέφερε στον Εφεσίβλητο , ως αποζημίωση για την πιο πάνω απαλλοτρίωση, το ποσό των Λ.Κ.236.000,00, πλέον τόκους ανερχόμενους σε Λ.Κ.21.560,00. Τα εν λόγω ποσά του καταβλήθηκαν στις 29.11.1991. Ο Εφεσίβλητος προσέφυγε στο Δικαστήριο για τη διεκδίκηση πρόσθετης αποζημίωσης, η οποία τελικά, καθορίστηκε, με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Spiby v. Δημοτικού Συμβουλίου Πάφου (2002)1 Α.Α.Δ. 483, στο ποσό των Λ.Κ.247.000,00 πλέον τόκους από 23.11.1990.

        Η ανέγερση της Δημοτικής Χονδρικής Αγοράς έγινε κατά το διάστημα μεταξύ Ιουνίου 1994 και Ιανουαρίου 1996. Ξεκίνησε δε τη λειτουργία της τον Μάιο του 1996. Για σκοπούς ρύθμισης της λειτουργίας της εν λόγω Αγοράς, θεσπίστηκαν και τέθηκαν σε ισχύ στις 22.11.1996, οι Δημοτικοί (Αγορά Χονδρικής Πωλήσεως) Κανονισμοί Πάφου του 1996 (Κ.Δ.Π. 352/96).

 

Το συγκεκριμένο έργο έγινε στη βάση μελέτης, αρχιτεκτονικών και άλλων σχεδίων που εκπονήθηκαν για το σκοπό αυτό και στη βάση των οποίων θα ανεγείρονταν στο συγκεκριμένο χώρο διάφορα κτίρια, όπως καταστήματα χονδρεμπόρων, υπόστεγο μικροπαραγωγών, κτίριο γραφείων, καφετέρια, αποθήκες, υποσταθμός της Α.Η.Κ., νησίδα πρασίνου, αποχωρητήρια, ενώ προβλέπονταν επίσης χώροι στάθμευσης και δρόμοι κυκλοφορίας. Το όλο έργο αποτελείτο από δυο φάσεις (Φάση Α΄ και Φάση Β΄).

 

Η λειτουργία της Δημοτικής Χονδρικής Αγοράς είχε ξεκινήσει κατά το Μάιο του 1996 ενώ συνεχίστηκε απρόσκοπτα μέχρι το έτος 2001, οπότε, με τη νομοθετική κατάργηση των διαπυλίων (είδος τελών), επήλθε καίριο οικονομικό πλήγμα στη λειτουργία της Αγοράς, η οποία, σε συνδυασμό με τη σταδιακή μεταβολή των δεδομένων του εμπορίου και της αγοράς γενικότερα, περιέπεσε σε μαρασμό.

 

        Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε απασχόλησε τον Εφεσείοντα.  Συγκεκριμένα στα πρακτικά της συνεδρίας του Δημοτικού Συμβουλίου Πάφου ημερομηνίας 5.2.2007 το ίδιο το Συμβούλιο αναφέρει ότι «Με την κατάργηση των διαπυλίων το 2001, η Δημοτική Χονδρική Αγορά περιέπεσε σε μαρασμό και προ του φάσματος της εγκατάλειψης του χώρου, ο Δήμος επέτρεψε τη χρήση των πρατηρίων (υποστατικών) των χονδρεμπόρων μέσω άδειας χρήσεως από εμπορευόμενους (εμπόριο γάλακτος, εμφιαλωμένου νερού κ.λ.π.) και για την κάλυψη επειγουσών αποθηκευτικών αναγκών του ιδίου». Στην ίδια δε συνεδρία του Συμβουλίου κρίθηκε ότι η επίσχεση ήταν «εκ των πραγμάτων η μόνη εφικτή και αποτελεσματική επιλογή του Δήμου για την αντιμετώπιση του όλου θέματος».  Αποφασίστηκε περαιτέρω, από τον Εφεσείοντα το 2007 «όπως προωθηθεί μέσω της νενομισμένης διαδικασίας, η διεύρυνση του σκοπού δημόσιας ωφέλειας, για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση ώστε να περιλάβει τη δημιουργία ή επέκταση της υποδομής της πόλης και του Δήμου στους τομείς του εμπορίου της βιοτεχνίας και βιομηχανίας, (επέκταση της βιοτεχνικής περιοχής κ.λπ), της δημόσιας υγείας και σε άλλους τομείς, περιλαμβανομένης της δημιουργίας εγκαταστάσεων για τη διεξαγωγή εργασιών (εργαστηρίων) ή/και την αποθήκευση υλικών και εξοπλισμού».  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως δεν υπήρξε εξέλιξη ως προς αυτή την κατεύθυνση.

 

Στις 31.10.2006, καταχωρήθηκε η ως άνω προσφυγή. Προηγουμένως, ο Εφεσίβλητος, με δυο επιστολές του προς τον Εφεσείοντα, ημερομηνίας 30.12.2005 και 23.8.2006 αντίστοιχα, είχε ζητήσει την επιστροφή του τεμαχίου, με τον ισχυρισμό ότι αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό της απαλλοτρίωσης, χωρίς να λάβει οποιαδήποτε απάντηση.

 

Εκκρεμούσης της προσφυγής, η πλευρά του Εφεσίβλητου είχε εκφράσει την πρόθεση να καταχωρήσει αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας και στις 29.4.2009, το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε τότε  η υπόθεση, έδωσε οδηγίες όπως αυτή τεθεί ξανά ενώπιον του, όταν θα οριζόταν η ως άνω αίτηση, την οποία ο συνήγορος του είχε δηλώσει πως θα υπέβαλλε εντός δέκα ημερών. Ωστόσο, μια τέτοια αίτηση δεν καταχωρήθηκε, με αποτέλεσμα, στις 17.11.2016, η προσφυγή να τεθεί πλέον ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου  το οποίο, με την ενδιάμεση απόφασή του, ημερομηνίας 27.3.2018, για τους λόγους που εκεί αναφέρονται, απέρριψε αίτηση, ημερομηνίας 17.1.2018, που είχε καταχωρήσει η πλευρά του Εφεσίβλητου, με την οποία επιδιώκετο η προσκόμιση μαρτυρίας «ότι η απαλλοτριωθείσα γη ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης και ότι το μεγαλύτερο μέρος της απαλλοτριωθείσας γης μέχρι και σήμερα παραμένει ανεκμετάλλευτο και/ή δεν χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης». Σημειώνεται δε ότι δεν καταχωρήθηκε έφεση κατά της εν λόγω ενδιάμεσης απόφασης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης αναφέρεται και στο γεγονός ότι έγινε καταγγελία στην Αστυνομία για απώλεια των διοικητικών φακέλων της υπόθεσης με τη σημείωση πως δημιουργήθηκαν διοικητικοί φάκελοι με αντίγραφα, όπως δηλώθηκε από την πλευρά του Εφεσείοντα, οι οποίοι καταχωρήθηκαν στα πλαίσια εκδίκασης της προσφυγής.

 

 

 

Η πρωτόδικη Απόφαση

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως ουδέν έγινε προς υλοποίηση της Β΄ Φάσης της Αγοράς και «από πουθενά δεν προκύπτει το εφικτό και/ή υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης, με αποτέλεσμα να κρίνεται αδικαιολόγητη η άρνηση ή παράλειψη του Δήμου να επιστρέψει το αχρησιμοποίητο μέρος του τεμαχίου στον Εφεσίβλητο.»

 

        Τόνισε ότι δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε αξία ότι ο Δήμος εξέταζε ή εξετάζει τρόπους υπέρβασης του νομικού κωλύματος. 

 

Αποτέλεσε επίσης εύρημα του Διοικητικού Δικαστηρίου ότι «μέρος του τεμαχίου που εμπίπτει στη Β΄ Φάση χρησιμοποιείται από αυτοκίνητα, χωρίς όμως να έχει διαμορφωθεί ως χώρος στάθμευσης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα και/ή αφορόντα στη Φάση Β΄».

 

 

        Αντίθετη ήταν η πρωτόδικη θεώρηση σε σχέση με την Φάση Α΄, για την οποία το Δικαστήριο σημειώνει:

 

«Όπως προκύπτει από τους οικείους διοικητικούς φακέλους και από τα σχετικά σχέδια που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, η Α' Φάση του έργου, η οποία δεν αμφισβητείται ότι ολοκληρώθηκε, περιελάμβανε υπόστεγο μικροπαραγωγών, κατάστημα χονδρεμπόρων, κτίριο γραφείων, καφετέρια, αποθήκη καφετέριας, αποχωρητήρια, υποσταθμό της Α.Η.Κ. και νησίδα κεντρικής πύλης εισόδου της Αγοράς.

 

Περαιτέρω, από τα εν λόγω σχέδια (αρχιτεκτονικά, χωροταξικά κ.α.) και γενικότερα το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων, διαπιστώνεται ότι είχε προηγηθεί συγκεκριμένη και λεπτομερής μελέτη για τη δημιουργία του έργου, η οποία βεβαίως προϋποθέτει και την εξέταση της φύσης, της έκτασης και των δυνατοτήτων πραγμάτωσης του έργου, ως η νομολογία επιτάσσει (βλ. Σπύρου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών  (1998) 3 Α.Α.Δ. 307, Καραολή ν. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 3 Α.Α.Δ. 76, Ολυμπία Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 543, Ψάλτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 452 και Χωματένος ν. Δήμου Ιδαλίου (2009) 3 Α.Α.Δ. 13 και Μυρτώ Αχιλλέα Μαρκίδη, ανωτέρω).

 

Υπενθυμίζεται επίσης, και αυτό είναι κάτι που επίσης συνηγορεί υπέρ του ότι είχαν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα για την λειτουργία του έργου, ότι είχαν έγκαιρα εκδοθεί και τεθεί σε ισχύ (από 22.11.1996) οι Δημοτικοί (Αγορά Χονδρικής Πωλήσεως) Κανονισμοί Πάφου του 1996 (Κ.Δ.Π. 352/96), στους οποίους ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν στη λειτουργία της Αγοράς.

 

Δεν αμφισβητείται ότι η Α' Φάση του έργου υλοποιήθηκε και τα προεκτεθέντα υποστατικά και/ή κατασκευές που περιλαμβάνονταν εντός αυτής λειτούργησαν με την έναρξη λειτουργίας της Αγοράς, ήτοι περί τον Μάιο του 1996. Βέβαια, στην πορεία, ως ήδη ελέχθη, ενόψει και της αλλαγής των οικονομικών δεδομένων που επήλθε εν πολλοίς λόγω της κατάργησης των διαπυλίων τελών, η λειτουργία της Αγοράς ατόνησε και/ή περιέπεσε σε μαρασμό, ωστόσο συνέχισε η ενοικίαση των υποστατικών για σκοπούς συναφείς με τη λειτουργία του έργου, ήτοι, μεταξύ άλλων, για την αποθήκευση και εμπόριο εμφιαλωμένου νερού και γαλακτοκομικών προϊόντων. Μάλιστα, όπως προκύπτει από τους οικείους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο (και ειδικότερα τον φάκελο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6), μετά τις προαναφερθείσες δυσμενείς, για τη λειτουργία της Αγοράς, εξελίξεις του 2001, υπήρξαν αιτήματα από γαλακτοκομικές εταιρείες και εταιρείες πώλησης νερού για ανανέωση των συμβολαίων ενοικίασης και/ή άδειας χρήσης των υποστατικών που χρησιμοποιούσαν, καθώς και αιτήματα για ενοικίαση πρόσθετων χώρων (υποστατικών), για σκοπούς αποθήκευσης των προϊόντων τους. Παρατηρώ δε συναφώς ότι η σχετική αλληλογραφία εμπίπτει σε μια χρονική περίοδο που φτάνει μέχρι το έτος 2012, ενώ από πουθενά δεν προκύπτει ότι η λειτουργία των εν λόγω υποστατικών έχει τερματιστεί. Αντίθετα, φαίνεται ότι εξακολουθεί να χρησιμοποιείται μέρος του τεμαχίου.

 

Υπ' αυτά τα δεδομένα, είναι σαφές ότι, σε σχέση πάντα με την Φάση Α' του έργου, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης κατέστη εφικτός και υλοποιήθηκε εντός της υπό του Συντάγματος προβλεπόμενης περιόδου των τριών ετών και, εν πάση περιπτώσει, ο καθ' ου η αίτηση έλαβε εντός της περιόδου αυτής ουσιαστικά μέτρα που κατέστησαν το σκοπό της απαλλοτρίωσης όχι μόνο εφικτό και/ή υλοποιήσιμο, αλλά κατέληξαν και στην υλοποίηση της Α' Φάσης της Αγοράς, ως και οι επιταγές της νομολογίας επί του θέματος.» 

 

 

Στη βάση αυτής της διαφοροποίησης μεταξύ των δύο φάσεων το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η προσφυγή, στο βαθμό που στρέφεται κατά της άρνησης και/ή παράλειψης του Εφεσείοντα να επιστρέψει το μέρος εκείνο του τεμαχίου που δεν έχει χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό της απαλλοτρίωσης, επιτυγχάνει και αυτή η παράλειψη του να ακολουθήσει τη διαδικασία του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος είναι άκυρη, διατάσσοντας «παν το παραλειφθέν όπως εκτελεστεί».

 

Η Έφεση

 

          Η Έφεση αποτελείται από 8 μακροσκελείς λόγους, οι οποίοι μπορούν, στην ουσία τους, να συνοψισθούν στο ότι η πλευρά του Δήμου μέμφεται το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι χώρισε το έργο σε φάσεις και θεώρησε πως για την φάση Β δεν υπήρξε πραγμάτωση του σκοπού αφού η αγορά τω όντι δημιουργήθηκε, έστω και εάν κάποια κτίρια και χώροι στάθμευσης δεν έγιναν.  Ειδικά δε, με το δεύτερο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων μέμφεται το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι κακώς βασίστηκε στη φερόμενη συμφωνία Ιουλίου 2011, η οποία μάλιστα χαρακτηρίστηκε ως προϊόν μεθόδευσης.

 

 

Η Αντέφεση

        Η αντέφεση η οποία περιλαμβάνει 4 λόγους δεν είναι ασύνδετη με τους λόγους έφεσης, αφού από τη δική του οπτική γωνία ο Εφεσίβλητος ισχυρίζεται πως, εφόσον το έργο το οποίο ήταν η δημιουργία χονδρικής αγοράς με όλα τα συναφή, δεν υλοποιήθηκε και δεν ολοκληρώθηκε, η απαλλοτρίωση απέτυχε και η Απαλλοτριούσα Αρχή όφειλε να του επιστρέψει το όλο τεμάχιο.

 

        Στην ουσία, η αντέφεση έχει ως πυρήνα ότι το εύρημα του Δικαστηρίου θα έπρεπε να είναι κοινό και για τις δύο φάσεις, ότι δηλαδή ο σκοπός της απαλλοτρίωσης απέτυχε και θα έπρεπε να επιστραφεί στον Εφεσίβλητο, όλο το τεμάχιο και όχι μόνο το μη χρησιμοποιηθέν (πρώτος και δεύτερος λόγος αντέφεσης).

 

        Ο τρίτος λόγος αντέφεσης αφορά το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η λειτουργία χονδρικής αγοράς ατόνησε και περιέπεσε σε μαρασμό.  Ειδικά τίθεται ο ισχυρισμός πως η ενοικίαση υποστατικών σε εμπορευόμενους (εμπόριο εμφιαλωμένου νερού και γάλακτος κ.ά.) δεν αποτελεί «λειτουργία χονδρικής αγοράς» και λανθασμένα το Διοικητικό Δικαστήριο θεώρησε ότι η χρήση αυτή ήταν συναφής με τη λειτουργία της.   

        Ο τέταρτος λόγος αντέφεσης αφορά τους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου από τον Εφεσείοντα και τη θέση του Εφεσίβλητου ότι το Διοικητικό Δικαστήριο θα έπρεπε να αποφασίσει ότι υπήρχε αδυναμία άσκησης ακυρωτικού ελέγχου αφού αυτός ήταν ελλιπής, λόγω της απουσίας των φακέλων. 

 

Εξέταση της έφεσης και αντέφεσης

        Το κύριο και καίριο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι το κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε ορθά τα επίδικα ζητήματα, ειδικά ως προς το διαχωρισμό που προέβη σε σχέση με την στοιχειοθέτηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης μεταξύ των δύο φάσεων του έργου.

 

        Είναι ορθό πως το έργο αφορούσε ενιαίο σχέδιο.  Είναι κοινό έδαφος ότι περιλάμβανε δύο φάσεις.  Φάσεις όμως που αλληλοσυμπλήρωναν τη σύλληψη και εκτέλεση του έργου με σκοπό την ενιαία αντίκριση του.  Γιατί σίγουρα οι χώροι στάθμευσης και τα υποστατικά της φάσης Β΄ δεν ήταν αυτόνομα ή αυθύπαρκτα.  Σχεδιάσθηκαν για να λειτουργήσουν ή να συλλειτουργήσουν με το κύριο έργο της Χονδρικής Αγοράς της φάσης Α΄.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς το έργο της φάσης Α΄, αν και αποδέχθηκε ότι ενεργοποιήθηκε ο σκοπός του εντός εύλογου χρόνου, δέχθηκε ταυτόχρονα πως υπήρξε μαρασμός της αγοράς το 2001, λόγω των δεδομένων που περιεγράφηκαν πιο πάνω και δεν είναι ανάγκη να επαναλάβουμε.  Αυτή η οικονομική κρίση είχε αντίκτυπο στο έργο και οδήγησε σε κάποια αναπροσαρμογή του όλου σχεδιασμού.  Αυτό αναντίρρητα προκύπτει και από τις αναφορές του Δήμου στα πιο πάνω πρακτικά. 

 

        Όμως, τονίζουμε πως οι όποιες αναφορές ή αξιολογήσεις επί  προσχεδίων συμφωνιών των διαδίκων ή συμφωνιών που δεν υλοποιήθηκαν, δεν φαίνεται να είχαν, στο μυαλό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οποιαδήποτε καταλυτική σημασία.  Από το ξεδίπλωμα του όλου σκεπτικού του, αποδεικνύεται πως δράττοντας τα πραγματικά δεδομένα προέβη στα συμπεράσματα και ευρήματα, καταλήγοντας στην κρίση του, η οποία βεβαίως είναι αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

 

        Επειδή ακριβώς δεν έχουμε διαπιστώσει οποιαδήποτε καταλυτική, ή τέτοιας εμβέλειας συνέπεια επί της κρίσης του, είτε ως προς τη συμφωνία ή άλλα τινά, ή ακόμα δεν μας υπεδείχθη οτιδήποτε που να υποδηλώνει πραγματική ζημιά επί κατ΄ισχυρισμόν επιδειχθέντος δόλου, σε σχέση με σημεία των φακέλων που απωλέσθησαν, απορρίπτουμε, άνευ ετέρου, το δεύτερο λόγο έφεσης και τον τέταρτο λόγο αντέφεσης.  Σημαντικό είναι, πως όλα τα ουσιώδη δεδομένα ήσαν ενώπιον του Δικαστηρίου και οι διάδικοι δεν προέβαλαν ουσιαστικό ισχυρισμό για βλάβη τους.  Αντιθέτως, φαίνεται να είχαν στη φαρέτρα τους όλα τα γεγονότα που θεμελίωναν θέσεις και επιχειρήματα.

 

Κατά τα λοιπά, θεωρούμε πως οι λοιποί λόγοι έφεσης θα πρέπει να επιτύχουν.  Θα εξηγήσουμε γιατί:

 

        Είναι σημαντικό ότι όλα αυτά τα χρόνια, λαμβανομένου υπόψη ότι το διάταγμα απαλλοτρίωσης ισχύει από το 1991, πως η Αγορά – με ειδικά μάλιστα προς τούτο θεσπισθέντες Κανονισμούς – ξεκίνησε να λειτουργεί κατά το 1996 και ακόμα και όταν ατόνησε η λειτουργία της, όπως παρατηρείται πρωτοδίκως, δεν έγινε οτιδήποτε που να ακυρώνει τον σκοπό της, έστω και αν περιορίστηκε η εμβέλεια της λειτουργίας της.  Οι δυσκολίες ακόμη και ο προσωρινός μαρασμός στην ήδη δημιουργημένη Αγορά δεν σημαίνει μη πραγμάτωση του σκοπού, αλλά ούτε και εγκατάλειψη του σκοπού.

        Το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε συνάρτηση με τη Α΄ φάση είναι απολύτως ορθό και το υιοθετούμε.

 

        Ωστόσο, κρίνουμε,  ότι το ίδιο  θα έπρεπε να ισχύσει και για τη Β΄ φάση.  Ναι μεν ο χώρος στάθμευσης με κάποια βοηθητικά υποστατικά δεν εκτίσθησαν, όμως στην πράξη υφίσταται ως χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων.

 

        Όλα τα δεδομένα που το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχεται, θεωρούμε πως δεν καθιστούσαν ανέφικτο το σκοπό ούτε για τη Β΄ φάση.

 

        Όπως έχει κατ’  επανάληψη νομολογηθεί, το εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης συναρτάται πρώτα με την εξ αρχής δομημένη μελέτη.  Εν προκειμένω, η μελέτη υπήρξε και εν μέρει εξετελέσθη.  Εξεδόθηκαν ακόμη και Κανονισμοί για τη λειτουργία του ειδικού αυτού χώρου.  Σημασία είχε ότι υπήρξε η αναγκαία κινητικότητα προς πραγμάτωση του σκοπού.

 

        Έστω και αν δεν υπήρξε στην πράξη δημιουργία ειδικών χώρων στάθμευσης και άλλων «επιμέρους» υποστατικών ως έχει σχεδιασθεί, αυτό δεν αναιρεί τον σκοπό της απαλλοτρίωσης και δεν θα ήταν σκόπιμο να γίνει επέμβαση στο ακίνητο με το διαχωρισμό που το πρωτόδικο Δικαστήριο θέλησε να προβεί.  Και αυτό ισχύει, έστω και εάν θα έπρεπε να γίνει η βελτίωση που η Β΄ φάση περιλάμβανε  (βλ. Κκιρκία κ.ά. ν. Δήμου Παραλιμνίου, ΑΕ 74/15, 16.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:C9).

 

        Όπως έχει επισημανθεί στην Κaniklides v. Republic and others, 2 R.S.C.C. 49, η οποία αναφέρθηκε στη Zήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 166: «εκείνο που πρέπει να καταδειχθεί δεν είναι ότι το έργο που είναι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει πραγματοποιηθεί με την ολοκλήρωση του, αλλά ότι καθίσταται εφικτό να πραγματοποιηθεί.»

 

        Σημασία έχει βεβαίως, με βάση την ίδια νομολογία, και η μη εγκατάλειψη του έργου, όχι όμως ως αυτοτελές κριτήριο.  Εισέρχεται ακριβώς το κριτήριο του εφικτά υλοποιήσιμου του σκοπού της απαλλοτρίωσης με την εξής κατάληξη στη Ζήνων Ευθυμιάδης (ανωτέρω):

 

«Το βάρος στον πρώην ιδιοκτήτη δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκαταλείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν προέβη στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως βεβαίως της περίπτωσης, θα εκρίνοντο ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου.»

 

Στη Ζήνων Ευθυμιάδης (ανωτέρω), ακριβώς κρίθηκε ότι δεν υπήρξε καμιά κινητικότητα στον ουσιώδη χρόνο, ώστε ο σκοπός της απαλλοτρίωσης να καθίστατο εφικτός, κάτι που σίγουρα δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

 

        Ο χώρος, εν αντιθέσει με την πρωτόδικη κρίση, θεωρούμε ότι  πρέπει να μείνει ενιαίος και αδιάσπαστος, για το σκοπό της απαλλοτρίωσης.

       

Στην απόφαση πλειοψηφίας στη Νικολάου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 152/11, 2.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:C52 λέχθηκαν τα εξής:

«Η απαλλοτρίωση έχει συντελεστεί επί καταβολή της σχετικής αποζημίωσης εντός του προβλεπόμενου χρόνου.  Ο εν λόγω χώρος έχει καταστεί πλέον μέρος της ευρύτερης περιοχής, η οποία εντάσσεται στη χωροταξική και πολεοδομική διάρθρωση της πόλης της Λεμεσού. Έστω και αν  θεωρούσαμε, χάριν συζήτησης, ότι η διεκδικούμενη ιδιοκτησία μπορούσε να αποδοθεί στον ιδιοκτήτη, θεωρούμε ότι άρση της απαλλοτρίωσης θα συνεπαγόταν την απόδοση στον ιδιοκτήτη και της δυνατότητας κατάληψης από αυτόν ενός τμήματος χώρου, ο οποίος όμως οφείλει να είναι ενιαίος και αδιάσπαστος, χωρίς να παρεμβάλλονται επιμέρους χώροι άλλων προορισμών και χρήσεων».

Και παρακάτω:

 

«Η αξιοποίηση των επιδίκων κτημάτων, στα πλαίσια του ευρύτερου επίσης δηλωθέντος σκοπού της απαλλοτρίωσης, δεν συνεπάγεται, θεωρούμε, κατ' ανάγκην οποιοδήποτε συγκεκριμένο έργο ή άλλη θετική ενέργεια εκ μέρους της Αρχής.  Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης και η επιδιωκόμενη χρήση δεν μπορούν παρά να έχουν υπό τας περιστάσεις, διασταλτικό και όχι περιοριστικό, ερμηνευτικό χαρακτήρα.  Ένα μεγαλεπήβολο έργο, όπως το υπό κρίση, δεν μπορεί να εξετάζεται μόνο αναφορικά με την αξιοποίηση ενός συγκεκριμένου οικοπέδου αλλά στα πλαίσια της ευρύτερης δυνατής χρήσης, είτε πρωτεύουσας είτε δευτερεύουσας». 

 

 

Ως προς δε την ανάγκη ολιστικής αντίκρισης των δεδομένων του σκοπού της απαλλοτρίωσης, το Ανώτατο Δικαστήριο παρατηρεί και τα ακόλουθα:

 

«Η κρίση ως προς την ορθότητα της απόφασης της Απαλλοτριούσας Αρχής συναρτάται με τη φιλοσοφία του σχεδιασμού και του επιδιωκόμενου σκοπού, Βωνιάτη ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 611, 615, απ΄ όπου και τα ακόλουθα:

 

«Στην περίπτωση όπου συγκεκριμένη απαλλοτρίωση συνιστά μέρος ευρύτερου πολεοδομικού σχεδίου, η κρίση ως προς την ορθότητα της απόφασης της Απαλλοτριούσας Αρχής είναι συνηρτημένη προς τη γενική φιλοσοφική αντίληψη του σχεδίου και του επιδιωκόμενου σκοπού. Η οποιαδήποτε προσπάθεια για αξιολόγηση της συνεισφοράς ή της χρησιμότητας του κάθε επί μέρους σχεδιασμού, προς διαπίστωση της αξίας που η λύση μεμονωμένα προσφέρει, ενέχει τον κίνδυνο λανθασμένης εκτίμησης.  Ο σχεδιασμός και οι λύσεις που προτείνονται πρέπει να εξετάζονται συνολικά και αλληλένδετα σε συνάρτηση προς την ευρύτητα που καλύπτει ο σκοπός της απαλλοτρίωσης και όχι επιλεκτικά με βάση το μεμονωμένο ατομικό συμφέρον των ιδιοκτητών επηρεαζομένων τεμαχίων, εν προκειμένω της εφεσείουσας.

(Βλ. τη σχετική με τα ανωτέρω πρόσφατη απόφαση Όμηρου Πέτρου Μοτίτη κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2017) 3Β Α.Α.Δ.926)».

 

 

       

Όπως τονίσθηκε και στη Δημοκρατία ν. Στεφανίδη, ΑΕ66/2013, 23.4.2019, δεν μπορεί ο ευρύτερος  σχεδιασμός για το όλο έργο να αντιμετωπισθεί με μικροσκοπικό τρόπο.

 

«… ο σχεδιασμός και λύσεις που προτείνονται πρέπει να εξετάζονται συνολικά και αλληλένδετα σε συνάρτηση προς την ευρύτητα που καλύπτει ο σκοπός της απαλλοτρίωσης και όχι επιλεκτικά».

 

 

Θεωρούμε ότι τα ανωτέρω ισχύουν κατ’  αναλογία και εν προκειμένω. 

 

        Προσθέτως, όπως ακριβώς ελέχθη και στη Νικολαϊδης ν. Δημοκρατίας, (2015)3 Α.Α.Δ. 77, η κακή κατάσταση στην οποία περιήλθε ο χρησιμοποιούμενος στην πράξη χώρος στάθμευσης – όσο και αν μπορεί να προκαλέσει αγανάκτηση – δεν καθιστά ανέφικτο το σκοπό της απαλλοτρίωσης.

 

        Παρόμοιες παρατηρήσεις έγιναν και στην Λαμπιδονίτη κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτ. Παλαιχωρίου κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 141, Σοφοκλέους κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2016)3 Α.Α.Δ. 368, (βλ. επίσης και την απόφαση του ΕΔΑΔ, 53901/00 Λ.Π. κ.ά. ν. Ελλάδας, 14.3.2002).

 

        Καταλήγουμε, με βάση τα πιο πάνω, πως ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν κατέστη ανέφικτος για το ενιαίο του ακινήτου.

 

        Με το ίδιο σκεπτικό θα απορριφθεί η αντέφεση.

 

        Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει ως εξηγήθηκε ανωτέρω.  Η αντέφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η προσφυγή απορρίπτεται στην ολότητα της.  Η δε διαταγή για τα έξοδα ακυρώνεται.  Η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη (ήτοι η άρνηση επιστροφής του ακινήτου) επικυρώνεται.

 

 

 

 

 

Τα έξοδα της έφεσης και της πρωτόδικης διαδικασίας, συνολικά υπολογιζόμενα εκ ποσού €4.000 πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου.  Ουδεμία διαταγή για έξοδα σε συνάρτηση με την αντέφεση.

 

                                                                                                Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ.

 

 

 

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο