ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 108/16)

 

 

28 Μαρτίου, 2024

 

 

[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ Δ/ΣΤΕΣ)

 

 

ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,

 

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης-Καθ΄ ης η Αίτηση.

 

___________

 

Αίτηση ημερομηνίας 30.11.2023 για επανάνοιγμα και/ή παραμερισμό και/ή ακύρωση και/ή τροποποίηση της απόφασης που εκδόθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στα πλαίσια της μεταβατικής αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας στις 2.10.2023

 

 

Αιτητής παρών αυτοπροσώπως.

Κ. Παπαδοπούλου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την καθ΄ ης η αίτηση.

­­­­­­­­­­­­__________________

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Οικονόμου, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

[ex-tempore]

 

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Στις 2.10.2023 το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο (εν τοις εφεξής «το Δικαστήριο») ασκώντας δευτεροβάθμια αναθεωρητική δικαιοδοσία δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 23(3)(β)(i) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως το 2023 (Ν. 33/64 όπως τροποποιήθηκε) (εν τοις εφεξής «ο Νόμος»), εξέδωσε τελεσίδικη απόφαση μεταξύ του αιτητή και της Δημοκρατίας. 

 

          Ο αιτητής επανήλθε με την παρούσα αίτηση ζητώντας θεραπείες ως εμφαίνεται στον τίτλο της παρούσας.  Αποδίδει στο Δικαστήριο σφάλματα και παραλείψεις οι οποίες οδηγούν σε άνιση μεταχείριση μεταξύ των υποψηφίων της περίπτωσης.  Υποβάλλει ότι οι ζητούμενες θεραπείες θα αποκαταστήσουν τη νομιμότητα, την χρηστή διοίκηση και την αρχή της αναλογικότητας.  Ότι στην απόφαση του Δικαστηρίου εμφιλοχώρησε πλάνη.  Ότι το Δικαστήριο βασίστηκε σε προηγούμενη απόφαση από την οποία όμως διαφοροποιείται ουσιωδώς.  Γενικότερα, ο αιτητής επικαλείται σφάλματα που αφορούν στην εκδίκαση της υπόθεσης κατ’  έφεση. 

 

          Η καθ’ ης η αίτηση υπεραμύνθηκε με έντονο τρόπο την ορθότητα της επίδικης τελεσίδικης απόφασης.  Εναντιώθηκε επίσης και επί δικονομικής βάσης, που όμως δεν θα μας απασχολήσει.  Τούτο διότι εάν όντως επρόκειτο για περίπτωση που θα εδικαιολογείτο η ακύρωση απόφασης του Δικαστηρίου ως καθήκον για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης (ex debito justitiae) δεν θα απαιτείτο οποιοσδήποτε τύπος (Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 ΑΑΔ 1060). 

 

          Υπεισερχόμαστε στην ουσία.  Έχει κατ’  επανάληψη λεχθεί ότι  δεν υπάρχει τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας στην Κύπρο και μια απόφαση Εφετείου είναι τελεσίδικη.  Η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου να επανέλθει σε απόφαση του υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις όπου η απόφαση είναι άκυρη λόγω παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (βλ. Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation (Αρ.3) (2013) 1 ΑΑΔ 126 και την εκεί αναφερόμενη νομολογία).  Η σύμφυτη εξουσία δεν έχει σκοπό τη διόρθωση λάθους ή κάποιας παράλειψης που ανάγεται σε επανασυζήτηση των επιδίκων θεμάτων που αποφασίστηκαν ήδη τελεσίδικα  (Βενιζέλου ν. Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 46).  Αυτό είναι που τώρα επιδιώκει ο αιτητής.

          Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Cyprus Popular Bank Public Ltd v. Πιτσιλλίδη, Πολ. Έφ. Αρ. 245/18, ημερ. 17.7.2020:

 

«…Σε τέτοια περίπτωση το δικαστήριο δεν λειτουργεί προς αναθεώρηση προηγούμενης απόφασης του, αλλά αναγνωρίζει και διακηρύττει ότι η προηγούμενη απόφαση του είναι άκυρη και προχωρεί στην ακύρωση της ως χρέος προς την αποκατάσταση της δικαιοσύνης (ex debito justitiae).  Χαρακτηριστικό παράδειγμα παραμερισμού απόφασης ως άκυρης υπ΄ αυτή την έννοια, παρά την τελεσιδικία, παρέχει η υπόθεση Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 ΑΑΔ 1060 στην οποία παραμερίστηκε απόφαση της Ολομέλειας επειδή η αναθεωρητική έφεση δεν είχε επιδοθεί σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με αποτέλεσμα τούτο να μην ακουστεί στην ακρόαση της. 

 

Πρόκειται για εξουσία που ασκείται με φειδώ, όταν η περίπτωση κρίνεται κατάλληλη (appropriate)  (Αναφορικά με την Αίτηση Κλεάνθους, Πολ. Αιτ. 145/15, ημερ. 22.12.2016), εφόσον οι εγγενείς εξουσίες του δικαστηρίου δεν διευρύνουν τη δικαιοδοσία του, αλλά εξυπακούονται από τη φύση του ως δικαστήριο της δικαιοσύνης, χάριν της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του και προς αποτροπή κατάχρησης των ενώπιον του διαδικασιών (Χαραλαμπίδης ν. Μελωδία (Χαραλαμπίδου) (1997) 1 ΑΑΔ 724).

 

Υπ΄ αυτό το πρίσμα δεν έγινε ποτέ δεκτή η διόρθωση ή ο παραμερισμός απόφασης για κατ΄ ισχυρισμόν λάθη στη θεώρηση του νόμου ή στα γεγονότα σε εφετειακές αποφάσεις[1] παρά μόνο, ως άνω, στις περιπτώσεις που το λάθος είναι τέτοιας φύσεως ώστε η διεξαχθείσα δίκη να καθίσταται αδιαμφισβήτητα άκυρη.» 

         

Ακόμα και η προσφάτως καθιδρυθείσα δικαιοδοσία των δύο Ανωτάτων Δικαστηρίων «να αποφασίζουν σε τρίτο και τελευταίο βαθμό», δεν έχει την έννοια της διορθωτικής παρέμβασης όπου διαπιστώνεται σφάλμα σε απόφαση του Εφετείου.  Συναρτάται περιοριστικά με τις προϋποθέσεις που θέτουν τα Άρθρα 9(2)(γ) και 9(3)(γ) του Νόμου, αναφορικά με το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο, αντιστοίχως. Τούτο εξηγήθηκε με σαφήνεια στη θεμελιακή απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου στην αναθεωρητική έφεση αρ. ΕΔΔ 4/19, Αίτηση Αρ. 2/23, ημερ. 31.1.2024:

 

«…η δικαιοδοσία που παρέχεται από το πιο πάνω ΄Αρθρο θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και το πεδίο εφαρμογής του θα πρέπει να αντικρίζεται υπό το πρίσμα της εγγενούς ιδιότητας και της συνταγματικής αποστολής του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Έργο του οποίου, εξ ορισμού, είναι ο καθορισμός και η διαμόρφωση αρχών δικαίου. Διαφορετική προσέγγιση θα οδηγούσε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο σε διολίσθηση, προσδίδοντάς του δικαιοδοσία τριτοβάθμιου δικαστηρίου προς έλεγχο των αποφάσεων Εφετείου, καλούμενο να κρίνει επί όλου του φάσματος τη δευτεροβάθμια απόφαση.

 

Η παροχή άδειας στη βάση του προαναφερθέντος Άρθρου 9(2)(γ) δεν συναρτάται με το εσφαλμένο ή μη της υπό του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου εκδοθείσας  απόφασης. Ούτε και άπτεται του κατά πόσο το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο εναρμονίζεται ή όχι με την κρίση του Εφετείου. Εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη συνδρομή των προϋποθέσεων του επίμαχου Άρθρου, αντικριζόμενου, ως ήδη λέχθηκε, υπό το πρίσμα της συνταγματικής υπόστασης του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου

 

 

Όπως έχουμε ανωτέρω αναφέρει ο αιτητής επιδιώκει επανασυζήτηση των επιδίκων στην έφεση θεμάτων.  Τέτοια δυνατότητα δεν παρέχεται από το δίκαιο μας.   

 

Η αίτηση απορρίπτεται με €1.000 έξοδα υπέρ των καθ’  ων η αίτηση.

                                                         

Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

                                                         

Δ. Σωκράτους, Δ.

                                                                   

Ν. Σάντης, Δ.

 

/φκ



[1] Αγαθοκλέους ν. ΕΔΑΞΥΛ Ξυλουργικές Επιχειρήσεις (1997) 1 ΑΑΔ 302, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 339, Παπακόκκινου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (Αρ.2) (1999) 1 ΑΑΔ 1772, Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 226, Βογαζιάνος κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου (Αρ2) (2011) 1 ΑΑΔ 1577, Κτηνοτροφική Επιχείρηση Π.Σ.Μ. Πέτρου Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα (2012) 1 ΑΑΔ 2023, Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Αιτ. 15/19, 23.10.2019 Ντ. Ν. ν. ΝΝ, Έφεση Αρ. 3/05 και 9/05, 14.4.2020.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο