ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ.

 

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ AΡΘΡΟΥ 9(2)(γ), ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ  33/64

 

(Αίτηση Αρ. 6/2024)

26 Ιουνίου, 2024

 

[Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Σ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,

Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

      

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9(2)(γ), ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 - 2022

 

ΚΑΙ 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 2023

 

ΚΑΙ 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΕΤΥΑΝΑ ΠΑΣΕΝΥΟΥΚ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ, ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 100/2019, ΤΕΤΥΑΝΑ ΠΑΣΕΝΥΟΥΚ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

ΚΑΙ 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 100/2019, ΗΜΕΡ. 20.02.2024.

--------------------

 

Αίτηση ημερομηνίας 28.3.2024 για χορήγηση άδειας

 

Χρ. Χριστάκη, για την Αιτήτρια.

Μ. Δρυμιώτου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

---------------------

 

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου ετοιμάστηκε από τους Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ. και Γεωργίου, Δ. και θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ.  Με αυτήν συμφωνούν οι Λιάτσος, Π., Οικονόμου, Δ. και Σωκράτους, Δ.  Διιστάμενη απόφαση θα δοθεί από τον Σάντη, Δ.  Διιστάμενη επίσης απόφαση θα δοθεί από την Καρακάννα, Δ. με την οποία συμφωνεί η Χατζηγιάννη, Δ.

 

----------------

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:  Το πρωταρχικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί με βάση την υπό κρίση Αίτηση είναι το κατά πόσον το Εφετείο που εξέδωσε την απόφαση του στην πιο πάνω έφεση, διαφοροποιήθηκε από πάγια νομολογία ώστε να ενεργοποιείται το Άρθρο 9(2)(γ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου του 1964, Ν. 33/64.

 

Παραθέτουμε το σχετικό Άρθρο:

«(2) Από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έχει-

[…]

(γ) αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αίτησης, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων, κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας αναθεωρητικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων προκυπτόντων την απόφαση του Εφετείου, τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ’ αυτού ενασκουμένη αναθεωρητική δικαιοδοσία:

Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την απόφαση του Εφετείου νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα αυτήν, προκειμένου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει ή όχι την απαιτούμενη άδεια:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση, η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου·»

         

Είναι αναγκαία η καταγραφή ενός σύντομου ιστορικού της υπόθεσης.  Η προσφυγή εκ μέρους της Αιτήτριας είχε ως αντικείμενο να πλήξει την άρνηση της αρμοδίας Αρχής να της δοθεί σύνταξη χηρείας από το επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων των κρατικών υπαλλήλων ως χήρα αποθανόντος συνταξιούχου κρατικού υπαλλήλου.  Η άρνηση της Διοίκησης στηρίχθηκε στο Άρθρο 37(3) του περί Συντάξεως Νόμου 1997 (N.97(I)/1997) και στο Άρθρο 12 του περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμος του 2012 (Ν. 216(I)/2012).  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε, μεταξύ άλλων, και ισχυρισμό περί ασυμβατότητας του ως άνω Άρθρου 37(3) με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.  Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός δεν δικογραφήθηκε επαρκώς παρά μόνο τέθηκε στο πλαίσιο των αγορεύσεων. Η προσφυγή για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. 

 

Στα πλαίσια καταχωρηθείσης από την Αιτήτρια έφεσης η τελευταία προέβαλε τη θέση ότι τα πιο πάνω Άρθρα αντίκεινται σε διάφορα Άρθρα του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ.  Το Εφετείο δεν εξέτασε συγκεκριμένους λόγους έφεσης που αφορούσαν τα πιο πάνω καθότι τα θέματα αυτά δεν είχαν συμπεριληφθεί στους λόγους ακύρωσης της προσφυγής. 

 

Σύμφωνα με την Αίτηση, όπως τελικά προωθήθηκε, το Εφετείο με την απόφαση του απέκλινε από την πάγια νομολογία και/ή  διαφοροποιήθηκε από αυτή.

 

Το Εφετείο προβληματίσθηκε για το δικονομικό παραδεκτό του πρώτου και δεύτερου λόγου έφεσης, στην έκταση που εγείρουν θέμα ασυμβατότητας του Άρθρου 37(3) του περί Συντάξεων Νόμου 1997, Ν. 97(Ι)/1997, με το Άρθρο 28 του Συντάγματος (αρχή της ισότητας), το Άρθρο 14 της ΕΣΔΑ και Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 12 της ΕΣΔΑ ή με το Άρθρο 23 του Συντάγματος (δικαίωμα ιδιοκτησίας) και Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

 

Ο προβληματισμός αυτός συνετελέσθη στη βάση συγκεκριμένων δεδομένων, τα οποία το Εφετείο παρέθεσε.  Ορθό είναι να τα επαναλάβουμε:

«(α) κατά τη νομολογία, το δικαιοδοτικό πλαίσιο, υπό το οποίο το αναθεωρητικής δικαιοδοσίας Δικαστήριο δικάζει, οριοθετείται εξειδικευμένα από την πρωτόδικη αίτηση ακύρωσης και δεν μπορεί ο έλεγχός του να επεκτείνεται προς κατευθύνσεις εκτός αυτού του πλαισίου, με εξαίρεση τα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα θέματα δημόσιας τάξης (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 188/2012, ΠΑΗ ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 23.10.2018 και Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 4/2019 Μπουλούτας ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, απόφαση ημερ. 25.9.2023

(β) η κατ' ισχυρισμόν ασυμβατότητα του Άρθρου 37(3) του Νόμου 97(Ι) του 1997 με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τα πρόσθετα Πρωτόκολλά της δεν δικογραφήθηκε επαρκώς ως η νομολογία απαιτεί (Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, (2006) 3 Α.Α.Δ. 671· Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας, (2011) 3 Α.Α.Δ. 393· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 29/2021 ANKIT v. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 4.10.2021)· ο ισχυρισμός αυτός αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στην πρωτόδικη αγόρευση της Εφεσείουσας/Αιτήτριας, αλλά όχι στην πρωτόδικη αίτηση ακύρωσης (ακόμα και ως αυτή είχε τροποποιηθεί με διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 7.10.2015) η οποία παρέθεσε ως λόγο ακύρωσης μόνο την κατ' ισχυρισμόν ασυμβατότητα του Άρθρου 12 του Νόμου 216(Ι) του 2012 με τα Άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος·

(γ) πάρα ταύτα, μέρος των μη δικογραφημένων ή ανεπαρκώς δικογραφημένων ισχυρισμών της Εφεσείουσας/Αιτήτριας εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο και απορρίφθηκαν στην ουσία τους.»

 

Το επίμαχο σημείο που κυρίως οδήγησε την Αιτήτρια στην καταχώριση της παρούσας ήταν το ακόλουθο σκεπτικό της απόφασης:

«Παρά την περί αντιθέτου προσέγγιση παλαιότερης νομολογίας στην οποία μας παρέπεμψε η Εφεσείουσα/Αιτήτρια, κατά τη νεότερη νομολογία επί του θέματος, λόγος ακύρωσης, ο οποίος αναπτύχθηκε στην αγόρευση του προσφεύγοντα χωρίς να έχει εγερθεί στην αίτηση ακύρωσης, δεν εγείρεται παραδεκτώς κατ' έφεση καίτοι εξετάστηκε πρωτόδικα και απορρίφθηκε (Γιασουμής ν. Δημοκρατίας, (2005) 3 Α.Α.Δ. 27,· Δημοκρατία ν. SHALAEVA (2010) 3 Α.Α.Δ. 598· Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 74/2009 Ιωάννου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, απόφαση ημερ. 13.3.2012), η οποία προσέγγιση εστιάζει στη σημασία της εξαρχής τήρησης των δικονομικών κανόνων (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012 Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, απόφαση ημερ. 6.7.2018).

 

Συνεπώς, κρίνουμε ότι η Εφεσείουσα/Αιτήτρια απαραδέκτως εγείρει, στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου λόγου έφεσης, την κατ' ισχυρισμόν ασυμβατότητα του Άρθρου 37(3) του Νόμου 97(Ι) του 1997 με αυξημένης ισχύος κανόνες του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και των πρόσθετων Πρωτοκόλλων της και την κατ' ισχυρισμόν ασυμβατότητα του Άρθρου 12 του Νόμου 216(Ι) του 2012 με το Άρθρο 14 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ

 

          Ανεξάρτητα του ότι η πλευρά της Δημοκρατίας ουσιαστικά συναίνεσε ως προς την χορήγηση της σχετικής άδειας από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, η Αιτήτρια έχει το βάρος να καταδείξει στα πλαίσια των προϋποθέσεων του Άρθρου 9()2)(γ) τα ακόλουθα:

(α)     ύπαρξη πάγιας Νομολογίας,

(β)     διαφοροποίηση  από αυτή.

 

Οπότε ξεκινούμε με την εξέταση της προϋπόθεσης (α).

 

Η πλευρά της Αιτήτριας με την παράθεση κάποιων αποφάσεων προσπάθησε να καταδείξει πως η «πάγια νομολογία» έχει μορφοποιηθεί από την Γεώργιος Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 135 (αλλά και άλλες),[1] ενώ η νεότερη νομολογία που ακολούθησε το Εφετείο ήταν η Γιασουμή ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 27 (αλλά και άλλες),[2] αποτελούν απόκλιση από πάγια νομολογία και με το να τις υιοθετήσει το Εφετείο προέβη σε διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας κατά το Άρθρο 9(2)(γ). 

 

Είναι χρήσιμο να καταγράψουμε τις αντίστοιχες θέσεις, όπως πηγάζουν από τις δύο ως άνω «κύριες» αποφάσεις: 

 

Στη Μιχαηλίδης, στην οποία κατά την πρωτόδικη διαδικασία εξετάσθηκε ζήτημα αντισυνταγματικότητας το οποίο δεν τέθηκε στην προσφυγή (ούτε καν με γενικότητα), λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Στον Κανονισμό 7 προβλέπεται ότι:

“Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.”

 

Η έννοια του νομικού σημείου είναι αδιαχώριστη από τον επακριβή προσδιορισμό του. Αλλιώς θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί γενικά τα όσα διαλαμβάνονται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος ως λόγοι ακυρότητας, ήτοι, ότι η απόφαση “είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ΄ υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας ... ...”. Η ανάγκη για εξειδίκευση υπογραμμίζεται άλλωστε από την απαίτηση του κανονισμού για πλήρη αιτιολόγηση. Το τί βέβαια αποτελεί ικανοποιητική εξειδίκευση συνδέεται και με τη φύση του τιθέμενου ζητήματος. Στην Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) όπου με την αίτηση είχε τεθεί ως νομικό σημείο η έλλειψη δέουσας έρευνας σε υπόθεση στην οποία ενδιέφερε άμεσα το κατά πόσο υποψήφιος κατείχε ή όχι τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, η πλειοψηφία της Ολομέλειας έκρινε ότι υπήρχε εξειδίκευση του ζητήματος, όχι ότι δεν χρειαζόταν.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, μερικά από τα διατυπωθέντα στην αίτηση νομικά σημεία τα χαρακτήριζε πράγματι η γενικότητα και η αοριστία με εξαίρεση εκείνο που αναφερόταν στην αιτιολογία και, στην όψη του, εκείνο που αναφερόταν σε έλλειψη δέουσας έρευνας στο οποίο όμως εν τέλει δεν παρέπεμπαν, τουλάχιστο ευθέως τα όσα απασχόλησαν. Επί πλέον, καθώς σημειώσαμε, η συζήτηση επεκτάθηκε και σε ζήτημα συνταγματικότητας που ούτε καν με γενικότητα τέθηκε στην αίτηση. Η παρατυπία όμως στην πρωτόδικη διαδικασία δεν είναι δυνατό να εκμηδενίσει τη δικαστική απόφαση της οποίας αποτέλεσε αντικείμενο. Η δικαστική απόφαση, με την οποία επήλθε η επικύρωση της προσβληθείσας διοικητικής απόφασης, αποτελεί, ενόσω παραμένει απρόσβλητη, αυθεντική διακήρυξη του δικαίου. Κι αυτό επιβάλλει βέβαια τη διατήρηση του δικαιώματος έφεσης. Το οποίο έχει ως αφετηρία τη δικαστική απόφαση και όχι τα όποια προηγηθέντα. Το αίτημα του ενδιαφερομένου προσώπου για συνοπτική απόρριψη της έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει διότι δεν μπορεί να διαπεράσει την πρωτόδικη δικαστική απόφαση. Ως εκ τούτου απορρίπτεται.»   

          Στη Γιασουμή, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε λόγο ακύρωσης ο οποίος δεν δικογραφήθηκε και τον απέρριψε στην ουσία του.  Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού επισήμανε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να τον εξετάσει, δεν προχώρησε στην εξέταση του αντίστοιχου λόγου έφεσης.  Εν αντιθέσει με τα όσα αναφέρθηκαν στην Μιχαηλίδης, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Είναι, κατά την άποψή μας, πρόδηλο ότι αυτός ο λόγος ακύρωσης, ως είναι διατυπωμένος, δεν μπορεί, όσο διασταλτικά και αν προσεγγιστεί, να θεωρηθεί ότι καλύπτει και το λόγο ότι "παράνομα κλήθηκε ο διευθυντής να υποβάλει νέα σύσταση κατά την επανεξέταση". Τούτου δοθέντος, κρίνουμε ότι ο συνάδελφός μας Δικαστής δεν έπρεπε να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας αυτού του λόγου ακύρωσης. Συνακόλουθα, δε θα εξετάσουμε τον αντίστοιχο λόγο έφεσης ο οποίος και απορρίπτεται.»

 

 

          Στη δε Ιωάννου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2012)3 Α.Α.Δ. 86 η Ολομέλεια, δια Χατζηχαμπή, Δ., θέτει το θέμα πιο έντονα:

 

«Κατά την ακρόαση υποδείξαμε μια διάσταση της έφεσης η οποία είναι καταλυτική ως προς την έκβαση της. Ο Εφεσείων με την προσφυγή του παραπονείται για την επιλογή των Ε.Μ. αντί εκείνου, θέτοντας την υπόθεσή του στη βάση της μη επιλογής του ως καταλληλότερου, παραπέμποντας σε έλλειψη δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας ως προς την επιλογή των Ε.Μ. έναντι εκείνου. Και τούτο διότι, πέραν των στερεότυπα γενικών αναφορών σε νομικές αρχές στα νομικά σημεία της προσφυγής, που ασφαλώς δεν αρκεί για να προσδιορίσει λόγους ακύρωσης, στα γεγονότα της προσφυγής αυτή είναι η εξειδίκευση του παραπόνου του στο οποίο προβαίνει, με συνέπεια βεβαίως και προς τη θεραπεία που ζητά, δηλαδή την ακύρωση του διορισμού των Ενδιαφερομένων Μερών αντί εκείνου. Η θεραπεία όσο και τα νομικά σημεία και τα γεγονότα της προσφυγής λοιπόν ουδόλως καλύπτουν τους λόγους ακύρωσης που προώθησε στην αγόρευσή του. Είναι βεβαίως γεγονός ότι ο αδελφός μας Δικαστής εξέτασε αυτούς, εξ ου και η έφεση κατά της επ’ αυτών κρίσης του, αυτό όμως δεν μπορεί να προσδώσει στην υπόθεση του Εφεσείοντα υπόσταση την οποία δεν έχει. Εφ’ όσον το παράπονο του στην προσφυγή δεν αφορά τα δύο θέματα που έχουν αχθεί ενώπιόν μας, δεν μπορούμε, και αν ακόμα είχε δίκαιο ως προς αυτά, να παραχωρήσουμε τη θεραπεία που ζητά για άλλους λόγους, που αφορούν και μόνο το θέμα της επιλογής του καταλληλότερου».

 

Πρόκειται για δύο γραμμές προσέγγισης – κρίσης, όπως προκύπτουν, από τις πιο πάνω αποφάσεις, αλλά και τις λοιπές οι οποίες, ανάλογα, ακολουθούν τη μία ή την άλλη γραμμή.

 

Δυνάμεθα λοιπόν να ομιλούμε για «πάγια νομολογία»;

 

Δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις, κάποιος να ισχυρισθεί πως πρόκειται για «πάγια νομολογία».  Αντιθέτως πρόκειται για δύο γραμμές διαφορετικής προσέγγισης.  Ενώ είναι πάγια η νομολογία που δεν επιτρέπει εξέταση λόγων ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν υπάρχει αντίστοιχη παγιωμένη γραμμή νομολογίας ότι αφής στιγμής λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε ένα τέτοιο λόγο, το Εφετείο στο δευτεροβάθμιο του έλεγχο θα πρέπει να ασχοληθεί με τέτοιο θέμα. 

Η ανάληψη δικαιοδοσίας από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στη βάση της εξεταζόμενης προϋπόθεσης του εδαφίου (γ) του Άρθρου 9(2) σκοπό έχει τη δυνατότητα παρέμβασης του προς διασφάλιση της ευθυγράμμισης νομολογιακής προσέγγισης, όταν εντοπίζεται διαφοροποίηση του Εφετείου από πάγια νομολογία, ήτοι σταθερή αρχή δικαίου.

 

Με βάση τις πιο πάνω κατευθυντήριες αρχές και κρίνοντας ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν πληρούται η στοιχειοθέτηση της προαπαιτούμενης «πάγιας νομολογίας», ούτως ώστε να εγείρεται και ζήτημα διαφοροποίησης από το Εφετείο, δεν παρέχεται πεδίο ενεργοποίησης του Άρθρου 9(2)(γ) ως η εισήγηση των διαδίκων.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.  Χωρίς έξοδα.

                                                          Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

                                                          Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

                                                          Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

                                                          Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

                                                          Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ.

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ AΡΘΡΟΥ 9(2)(γ), ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 33/64

 

(Αίτηση Αρ. 6/2024)

26 Ιουνίου, 2024

 

[Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Σ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,

Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

      

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9(2)(γ), ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 - 2022

 

ΚΑΙ 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 2023

 

ΚΑΙ 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΕΤΥΑΝΑ ΠΑΣΕΝΥΟΥΚ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ, ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 100/2019, ΤΕΤΥΑΝΑ ΠΑΣΕΝΥΟΥΚ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

ΚΑΙ 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 100/2019, ΗΜΕΡ. 20.02.24.

--------------------

Αίτηση Ημερομηνίας 28.3.24 για Χορήγηση Άδειας

Χρ. Χριστάκη, για την Αιτήτρια.

Μ. Δρυμιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Διιστάμενη)

 

ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα/Αιτήτρια («η Αιτήτρια») - ως περιόρισε το αίτημα της κατά την ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία για χορήγηση άδειας («η Αίτηση») δυνάμει του Άρθρου 9(2)(γ) του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) του Νόμου 33/64ο Ν.33/64») [3] - λέγει ότι ως εκ της απορριπτικής απόφασης του Εφετείου στην Ε.Δ.Δ. 100/19 («η Ε.Δ.Δ. 100/19»), που είχε καταχωρίσει η Αιτήτρια κατά της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή 1039/14 («η Προσφυγή»), προκύπτουν « νομικά θέματα τα οποία συναρτώνται … με την απόκλιση εκ μέρους του Εφετείου από την πάγια νομολογία και/ή με τη διαφοροποίηση της πάγιας νομολογίας …» (το απόσπασμα είναι αυτούσιο όπως και όσα ακολουθούν).

Αντικείμενο της Προσφυγής ήταν η εναντίωση της Αιτήτριας στην άρνηση της Γενικής Λογίστριας της Δημοκρατίας να της παραχωρήσει, σύνταξη χηρείας από το επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων κρατικών υπαλλήλων. [4] 

Το Διοικητικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας την Προσφυγή, ανέφερε ανάμεσα σε άλλα ότι το επιχείρημα των δικηγόρων της Αιτήτριας πως « το άρθρο 37(3) του Ν.87(Ι)/97 και το άρθρο 12 του Ν.216(Ι)/2012, αντίκεινται στο άρθρο 12 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 22(1) του Συντάγματος ως επίσης το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το άρθρο 15 του Συντάγματος …», δεν μπορούσε να εξεταστεί επειδή «… δεν έχει δικογραφηθεί στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως και ούτε περιλήφθηκε στην τροποποιημένη προσφυγή, βάσει της σχετικής αίτησης τροποποίησης των νομικών σημείων με την προσθήκη λόγων ακυρώσεως ».

Στην έφεση (Ε.Δ.Δ. 100/19), η Αιτήτρια προέταξε ότι οι υπό συζήτηση νομοθετικές πρόνοιες αντίκεινται σε διατάξεις του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίαςτο Σύνταγμα») και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπουη ΕΣΔΑ»).

Το Εφετείο απορρίπτοντας την έφεση (και επικυρώνοντας τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης), έκρινε πως η Αιτήτρια ήγειρε απαραδέκτως « στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου λόγου έφεσης, την κατ' ισχυρισμόν ασυμβατότητα του Άρθρου 37(3) του Νόμου 97(Ι) του 1997 με αυξημένης ισχύος κανόνες του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και των πρόσθετων Πρωτοκόλλων της και την κατ' ισχυρισμόν ασυμβατότητα του Άρθρου 12 του Νόμου 216(Ι) του 2012 με το Άρθρο 14 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ …».

Ως αιτιολογία για την κατάληξη, το Εφετείο παρέθεσε και τούτα: 

          «[...] (α) κατά τη νομολογία, το δικαιοδοτικό πλαίσιο, υπό το οποίο το αναθεωρητικής δικαιοδοσίας Δικαστήριο δικάζει, οριοθετείται εξειδικευμένα από την πρωτόδικη αίτηση ακύρωσης και δεν μπορεί ο έλεγχός του να επεκτείνεται προς κατευθύνσεις εκτός αυτού του πλαισίου, με εξαίρεση τα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα θέματα δημόσιας τάξης (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 188/2012, ΠΑΗ ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 23.10.2018 και Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 4/2019 Μπουλούτας ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, απόφαση ημερ. 25.9.2023

(β) η κατ' ισχυρισμόν ασυμβατότητα του Άρθρου 37(3) του Νόμου 97(Ι) του 1997 με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τα πρόσθετα Πρωτόκολλά της δεν δικογραφήθηκε επαρκώς ως η νομολογία απαιτεί (Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, (2006) 3 Α.Α.Δ. 671· Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας, (2011) 3 Α.Α.Δ. 393· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 29/2021 ANKIT v. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 4.10.2021ο ισχυρισμός αυτός αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στην πρωτόδικη αγόρευση της Εφεσείουσας/Αιτήτριας, αλλά όχι στην πρωτόδικη αίτηση ακύρωσης (ακόμα και ως αυτή είχε τροποποιηθεί με διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 7.10.2015) η οποία παρέθεσε ως λόγο ακύρωσης μόνο την κατ' ισχυρισμόν ασυμβατότητα του Άρθρου 12 του Νόμου 216(Ι) του 2012 με τα Άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος·

(γ) πάρα ταύτα, μέρος των μη δικογραφημένων ή ανεπαρκώς δικογραφημένων ισχυρισμών της Εφεσείουσας/Αιτήτριας εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο και απορρίφθηκαν στην ουσία τους.

Παρά την περί αντιθέτου προσέγγιση παλαιότερης νομολογίας στην οποία μας παρέπεμψε η Εφεσείουσα/Αιτήτρια, κατά τη νεότερη νομολογία επί του θέματος, λόγος ακύρωσης, ο οποίος αναπτύχθηκε στην αγόρευση του προσφεύγοντα χωρίς να έχει εγερθεί στην αίτηση ακύρωσης, δεν εγείρεται παραδεκτώς κατ' έφεση καίτοι εξετάστηκε πρωτόδικα και απορρίφθηκε (Γιασουμής ν. Δημοκρατίας, (2005) 3 Α.Α.Δ. 27·Δημοκρατία ν. SHALAEVA, (2010) 3 Α.Α.Δ. 598·Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 74/2009 Ιωάννου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, απόφαση ημερ. 13.3.2012), η οποία προσέγγιση εστιάζει στη σημασία της εξαρχής τήρησης των δικονομικών κανόνων (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012 Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, απόφαση ημερ. 6.7.2018)».

 

Αυτά, ως προς τα ουσιαστικά και δικονομικά γεγονότα.    

Ως προς το μεδούλι της Αίτησης, είναι μάλλον αδύνατον να διατυπωθεί, εκ της φύσης του, ένας και μόνο προσδιορισμός του όρου πάγια νομολογία. Μπορεί όμως να καταγραφθεί, για τις ανάγκες του παρόντος δικονομικού σταδίου, πως ο όρος πάγια νομολογία διαρθρώνεται κατ’ ουσίαν από το περιεχόμενο και ισχύ (ιεραρχική και ουσιαστική) δικαστικών αποφάσεων που παράγουν όμοια αποτελέσματα επί συγκεκριμένων νομικών θεμάτων, καθιερώνοντας έτσι και σύμμετρους δικαιικούς κανόνες με βάση τους οποίους μπορούν να κριθούν μετέπειτα άλλες παραπλήσιες (επί των γεγονότων τους) υποθέσεις, συνδράμοντας έτσι και το εγχείρημα για περαιτέρω εμπέδωση και σταθεροποίηση της ασφάλειας δικαίου. Ο όρος πάγια νομολογία δεν υπαινίσσεται ότι η νομολογία αυτή θα πρέπει απαρεγκλίτως να εισπράττεται ως η μόνη που θα μπορούσε να προσδιοριστεί ως πάγια ανά πάσα χρονική στιγμή επί του εγειρόμενου ζητήματος. Δεν αποκλείεται, με άλλα λόγια, η περίπτωση σε ένα κοινοδικαιϊκό νομικό σύστημα - με ή χωρίς επιδράσεις ηπειρωτικού δικαίου - να εντοπίζεται νομολογία που να εκλαμβάνεται ή και θεωρείται ως παγίως εμπεδωμένη από τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας, δίχως όμως να συνθέτει, καλώς ή κακώς (και θα επανέλθω σε αυτό), τη μία και μοναδική πάγια νομολογία επί της όποιας αναλυόμενης θεματολογίας. Είναι δυνατόν δηλαδή, να ομιλεί κανείς για ομόχρονη ύπαρξη περισσοτέρων της μίας πάγιας νομολογίας επί ομοιογενών ζητημάτων. Το θέμα δεν είναι εν προκειμένω γλωσσικό και σημασιολογικό - ούτως ώστε να καταταχθεί στη συνομοταξία των ορολογικών οξύμωρων τού είδους που θέτει ερωτήματα, φερ’ ειπείν, ως προς το πώς νομολογία που είναι πάγια δεν είναι συγχρόνως και η μοναδική - αλλά ουσίας, εκπορευόμενο από τις πραγματικότητες της κοινοδικαιϊκής σκέψης και συλλογιστικής, περιλαμβανομένης και της αρχής της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων, ιδωμένης και μέσα από το πρίσμα της εξέλιξης των εκάστοτε κοινωνικών και νομικών δεδομένων της κάθε εθνικής δικαιοδοσίας.

Παρεμπιπτόντως, και κατά υποσημείωση, ας μην παραβλέπεται πως δεν γίνεται μνεία στο Άρθρο 9(2)(γ) του Ν.33/64 σε νομικά θέματα που συναρτώνται προς τη διαφοροποίηση της πάγιας νομολογίας, αλλά σε νομικά θέματα που συναρτώνται « με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας » (γενικώς ορώμενης), με την τελευταία (πάγια νομολογία) να μην παρουσιάζεται ως υποδηλούσα τον a priori αποκλεισμό άλλων δικαστικών προσεγγίσεων που θα μπορούσαν όντως να ταξινομηθούν ως πάγια νομολογία επί του ίδιου θέματος. Το ένα, κατά δικαιική λογική, δεν ακυρώνει κατ’ ανάγκη το άλλο.

Στην προκειμένη, και υπό την οπτική που παρέθεσα, διαγράφονται δύο ξεχωριστές δικαστικές προσεγγίσεις επί του υπό ανάλυση θέματος, που έλκουν τη δυναμική τους από τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 135 και Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27, οι οποίες φαίνεται να έχουν μετουσιωθεί σε δύο αντίστοιχες κατηγορίες πάγιας νομολογίας, με την καθεμιά από αυτές να πλαισιώνεται από ανάλογης ισχύος δικαστικά προηγούμενα, ενίοτε και με αλληλεπικαλυπτόμενες αναφορές στις δύο τούτες αποφάσεις. [5] 

Κατ’ ακολουθίαν - και επανέρχομαι στο πρόσφορο ή απρόσφορο ύπαρξης πέραν της μίας πάγιας νομολογίας επί όμοιων νομικών θεματικών (όπως των κειμένως εγειρόμενων με την Αίτηση) - αναδεικνύεται αναγκαιότητα επίλυσης από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο των νομικών ζητημάτων που προβάλλει η Αιτήτρια σε συνάρτηση προς την απόκλιση του Εφετείου (στην Ε.Δ.Δ. 100/19) από την πάγια νομολογία που φαίνεται να οριοθετήθηκε και αναπτύχθηκε από και στη βάση της Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 135, και τη σύγκληση του προς τις αρχές που προσδιόρισε « η νεότερη … επί του θέματος » απόφαση Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27 (και η νομολογία που έκτοτε την ακολούθησε και πραγματεύθηκε).

Δεν χρειάζεται να επεκταθώ περισσότερο.

Κάτι τέτοιο, σε αυτό το δικονομικό σημείο, θα ήταν, έτσι κι αλλιώς, μη επιτρεπτό διότι θα προαποφάσιζε (πρόωρα εννοείται) το επί της ουσίας επιδιωκόμενο κατά την εξέταση, πλέον, του αιτήματος στην επόμενη δικονομική φάση.

Στην Αναφορικά με την Αίτηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου 2/23, ημ. 31.1.24, διατηρώντας και εκεί αποκλίνουσα άποψη από την απόφαση της πλειοψηφίας σε αίτηση για χορήγηση άδειας υπό το Άρθρο 9(2)(γ) του Ν.33/64, εξέφρασα σχετικώς και τούτα, τα οποία και επαναλαμβάνω με κάθε ταπεινότητα, όχι για σκοπούς αυτοαναφοράς αλλά ακολουθίας ως προς ό,τι είναι που περιστοιχίζει τα τρέχοντα εξ απόψεως μεθοδολογίας:

«[…] Αναμφιβόλως, δεν είναι τώρα το κατάλληλο στάδιο για πραγμάτευση επί της ουσίας όσων εκφράζονται στην Αίτηση ως προς το προς ακρόαση αντικείμενο της, ούτε ασφαλώς, και στοιχειωδώς, περί της ορθότητας της Απόφασης Μειοψηφίας και της Διιστάμενης Απόφασης. Πόσω δε μάλλον, με τρόπο που να εκφεύγει των δικαιοδοτικών ορίων του Άρθρου 9(2)(γ), Ν.33/64, εκλαμβάνοντας, και κακώς, την Αίτηση ως κατ’ ουσίαν συγκαλυμμένη έφεση επί της Απόφασης Πλειοψηφίας κατά τα αποφευκτέα, πράγματι, πρότυπα διαχρονικών πρακτικών σε παρόμοιες διαδικασίες (βλ. κατ’ αναλογίαν, Foz v. Council of the European Union[2024] E.U.E.C.J. C-524/22P, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Κυριάκου, Ποιν. Έφ. 176/21, ημ. 7.2.23, ECLI:CY:AD:2023:D41, Αναφορικά με την Αίτηση του Πολυδώρου (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 886, 890, Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1997) 1 Α.Α.Δ. 925, 935, In the Matter of an Application by the Attorney-General of the Republic (1988) 1 C.L.R. 459, 476).

……………………………………………………………………………....

Η κάθε περίπτωση υπό το Άρθρο 9(2)(γ), Ν.33/64 πρέπει να αποφασίζεται κατά τα δικά της περιστατικά και γεγονότα. Όσο κοινότοπο και αν ηχεί αυτό, δεν παύει από το να αντικατοπτρίζει την πραγματική υπόσταση του πράγματος. Η οποία δεν είναι άλλη από την αναγκαιότητα το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να εξετάζει τα αιτήματα αυτά ζυγίζοντας μεταξύ άλλων - και κατά την αρχή της αναλογικότητας η οποία αποτρέπει τη λήψη μέτρων πέραν των ορίων του κατάλληλα απαιτούμενου σκοπού (JD and Another v. The Court [2024] E.U.E.C.J. C-562, CNP Cyprialife Ltd v. Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Ε.Δ.Δ. 81/16, ημ. 26.7.23), Μπόμπολας ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Α.Ε. 42/14, ημ. 10.1.20, ECLI:CY:AD:2020:D7 - το γράμμα και πνεύμα των κρίσιμων διατάξεων του Άρθρου 9(2)(γ), Ν.33/64, και τα συμφέροντα της δικαιοσύνης, μακριά από ασύμμετρους φορμαλισμούς (ML v. Greece [2023] E.C.H.R. 927, Bragado and Others v. Spain [2023] E.C.H.R. 517, Calado v Portugal [2020] E.C.H.R. 106, Beles and Others v. The Czech Republic [2002] E.C.H.R. 729).

Εκτός, βεβαίως, αν οι παραλείψεις του όποιου αιτητή είναι τόσον καίριες και καταλυτικές, που να οδηγούν, πια, όχι μόνο στην κατάργηση του τύπου, αλλά και της ουσίας που εκφράζει συναφώς η εφαρμοζόμενη νομοθετική πρόβλεψη, οπότε, τα πράγματα, σε αντίθεση με εδώ, μπορεί να ενταχθούν σε διαφορετική βαθμίδα ανάλυσης, όπως φερ’ ειπείν στην Ροτσίδου (ανωτέρω) [6] […]».

 

Με τούτες τις σκέψεις - και υιοθετώντας κατά τα άλλα την έτερη διιστάμενη απόφαση των Αδελφών μου Δικαστών (και με πλήρη πάντοτε σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας) - καταλήγω πως η Αίτηση προσδιορίζει και ικανοποιεί επαρκώς όσα απαιτούνται προς τούτο κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 9(2)(γ) του Ν.33/64.

Θα επέτρεπα λοιπόν την Αίτηση και θα παραχωρούσα την άδεια.

 

Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

/μκε


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(2)(γ), ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 33/64

Αίτηση Αρ. 6/2024

 

26 Ιουνίου, 2024

 

[Α. Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., Τ. Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,

Τ. ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ,

Σ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ,

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

   _________________________

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 9(2)(Γ), ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 - 2022

 

ΚΑΙ 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 2023

 

ΚΑΙ 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΕΤΥΑΝΑ ΠΑΣΕΝΥΟΥΚ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ, ΕΦΕΣΕΙΟΥΣΑΣ ΣΤΗΝ ΈΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 100/2019, ΤΕΤΥΑΝΑ ΠΑΣΕΝΥΟΥΚ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

ΚΑΙ 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΈΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 100/2019, ΗΜΕΡ. 20.02.2024.

________________________

 

 

 

Αίτηση Ημερομηνίας 28.3.2024 για Χορήγηση Άδειας

 

 

Χρ. Χριστάκη, για την Αιτήτρια.

Μ. Δρυμιώτου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Ενδιαφερόμενο Μέρος.

________________________

ΑΠΟΦΑΣΗ

(Διιστάμενη)

 

ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.: Η Αιτήτρια ζητά όπως της χορηγηθεί άδεια να θέσει ενώπιόν μας, δυνάμει του άρθρου 9(2)(γ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν.33/64, ως έχει τροποποιηθεί από το Ν.145(Ι)/22, ζήτημα που προέκυψε από την απόφαση του Εφετείου, στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 100/2019, μεταξύ της Αιτήτριας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Γενικής Λογίστριας της Δημοκρατίας.

 

Αντικείμενο της προσφυγής και στη συνέχεια της Έφεσης ήταν το αίτημα της Αιτήτριας να της δοθεί σύνταξη χηρείας από το επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων των κρατικών υπαλλήλων, ως χήρα αποθανόντος συνταξιούχου κρατικού υπαλλήλου. Το αίτημά της απορρίφθηκε από τη διοίκηση. Η απόφαση της διοίκησης στηρίχθηκε στο Άρθρο 37(3) των περί Συντάξεων Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 97(1) του 1997») και το Άρθρο 12 των περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημοσίου Τομέα περιλαμβανόμενων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 216(1) του 2012»).

 

Στα πλαίσια της Έφεσης, η Αιτήτρια, τότε Εφεσείουσα, πρόβαλε τη θέση ότι τα πιο πάνω άρθρα αντίκεινται σε διάφορες διατάξεις του Συντάγματος, αλλά και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (εφεξής «η ΕΣΔΑ») και των πρόσθετων Πρωτοκόλλων αυτής.

 

Το Εφετείο δεν εξέτασε ένα εκ των ως άνω προβληθέντων λόγων και συγκεκριμένα κατά πόσο το Άρθρο 37(3) του Νόμου 97(Ι) του 1997 ήταν συμβατό με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τα πρόσθετα Πρωτόκολλα, καθότι το θέμα αυτό δεν είχε συμπεριληφθεί στους λόγους ακύρωσης της προσφυγής. Παραθέτουμε αυτούσια τη σχετική αναφορά από την απόφαση του Εφετείου, επί της οποίας εστιάζεται και η υπό κρίση Αίτηση:

 

«Παρά την περί αντιθέτου προσέγγιση παλαιότερης νομολογίας στην οποία μας παρέπεμψε η Εφεσείουσα/Αιτήτρια, κατά τη νεότερη νομολογία επί του θέματος, λόγος ακύρωσης, ο οποίος αναπτύχθηκε στην αγόρευση του προσφεύγοντα χωρίς να έχει εγερθεί στην αίτηση ακύρωσης, δεν εγείρεται παραδεκτώς κατ’ έφεση καίτοι εξετάστηκε πρωτόδικα και απορρίφθηκε (Γιασουμής ν. Δημοκρατίας, (2005) 3 Α.Α.Δ. 27. Δημοκρατία ν. SHALAEVA, (2010) 3 Α.Α.Δ. 598. Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 74/2009 Ιωάννου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, απόφαση ημερ. 13.3.2012), η οποία προσέγγιση εστιάζει στη σημασία της εξαρχής τήρησης των δικονομικών κανόνων (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012 Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, απόφαση ημερ. 6.7.2018).»

 

    Η Αιτήτρια εισηγείται ότι ως αποτέλεσμα της πιο πάνω κρίσης, το Εφετείο «απέκλινε από την ‘παλαιότερη’ πάγια νομολογία» που θεμελιώθηκε από την απόφαση Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 135, η οποία αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο. Με βάση το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης, η μη συμπερίληψη θέματος συνταγματικότητας στην προσφυγή, αποτελούσε απλή «παρατυπία», που δεν ήταν δυνατό  «να εκμηδενίσει τη δικαστική απόφαση της οποίας αποτέλεσε αντικείμενο». 

 

Η εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Ενδιαφερόμενο Μέρος στη διαδικασία, συναίνεσε στην χορήγηση άδειας. Συμφώνησε με τη θέση της Αιτήτριας ότι υπήρξε απόκλιση από παλαιότερη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και εισηγήθηκε ότι θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και στα πλαίσια «της συνταγματικής αποστολής» του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου να διακριβωθεί το ζήτημα κατά πόσο με την απόφαση του Εφετείου διαπιστώνεται παραβίαση πάγιας νομολογίας. Το ζήτημα, κατά την άποψή της, συνίσταται στο κατά πόσο ορθά εφαρμόστηκαν οι αρχές που θεμελιώθηκαν με την Γιασουμής ν. Δημοκρατίας  (ανωτέρω) αντί αυτές που είχαν θεμελιωθεί με την απόφαση Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), ή κατά πόσο η πρώτη ανατρέπει τη δεύτερη ή κατά πόσο οι δύο αποφάσεις «… εκτυλίσσονται σε διαφορετικά νομικά πεδία».   

 

Η Αίτηση εδράζετο αρχικά σε τρεις λόγους, κατά την ακρόαση όμως, μετά και την πιο πάνω τοποθέτηση της Δημοκρατίας, περιορίσθηκε σε ένα, κατά πόσο η απόφαση του Εφετείου να μην εξετάσει θέμα που δεν είχε εγερθεί στην προσφυγή, συνιστούσε απόκλιση από τη πάγια νομολογία.

 

Το άρθρο 9(2)(γ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964-2022, ως έχει τροποποιηθεί από το Ν.145(Ι)/22 (εφεξής ο Νόμος), επί του οποίου εδράζεται η υπό κρίση Αίτηση, προβλέπει ότι:

«9(2) Από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο -

(γ) αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αίτησης, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων, κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας αναθεωρητικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων προκυπτόντων την απόφαση του Εφετείου, τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ’ αυτού ενασκουμένη αναθεωρητική δικαιοδοσία: …»

 

Η υπό κρίση Αίτηση αφορά, ως προαναφέραμε, την κατ’ ισχυρισμό διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας. «Πάγια» είναι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο και θεμελιωμένη πηγή δικαίου. Η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου (stare decisis) έχει ως άξονα τη δέσμευση που δημιουργεί προηγούμενη δικαστική απόφαση ως προς το ποιό είναι το δίκαιο σε συγκεκριμένο τομέα και το πεδίο εφαρμογής του. Με αυτή την έννοια, οι δικαστικές αποφάσεις αποτελούν πηγή δικαίου, γιατί σ’ αυτές αναζητείται και προσδιορίζεται το ισχύον δίκαιο (βλ. Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315 και OConnell v. R. (1844) 11 Cl. & F. 155, σελ. 372).

 

Σε κάποιες περιπτώσεις, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επί συγκεκριμένου νομικού θέματος, δυνατό να διίσταται και να αναφύεται πέραν της μιας θεμελιωμένης αρχής δικαίου. Ως αναφέρεται χαρακτηριστικά τόσο στην απόφαση της πλειοψηφίας, όσο και της μειοψηφίας στην υπόθεση Χρίστος Ιωσηφίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490, 498 και 505, διαπιστώνεται «σύγκρουση μεταξύ προηγούμενων αποφάσεων δικαστηρίου από τις οποίες δημιουργείται δέσμευση». Αυτό, συνέβη, κατ’ ισχυρισμό και στην υπό κρίση υπόθεση, στην οποία το Εφετείο απέκλινε από την παλαιότερη νομολογία, Μιχαηλίδης και Δημοκρατία (ανωτέρω) και ακολούθησε τη νεότερη νομολογία που καθιερώθηκε με την απόφαση Γιασουμής και Δημοκρατία (ανωτέρω).

 

Το ζήτημα που εγείρεται καλύπτεται, κατά την άποψή μας, από τις πρόνοιες του άρθρου 9(2) του Νόμου. Η αναφορά σε «θέμα που συναρτάται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας», περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις όπου η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί συγκεκριμένου θέματος είναι μεν θεμελιωμένη αλλά διϊσταμένη, όπως συμβαίνει και στην προκειμένη περίπτωση.

 

Η πρόθεση του νομοθέτη να συμπεριλάβει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και τις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σύγκρουση μεταξύ προηγούμενων αποφάσεων δικαστηρίου από τις οποίες δημιουργείται δέσμευση, συνάγεται και από το Προοίμιο του Νόμου, το οποίο αποτελεί σημαντικό εργαλείο διασάφησης των διατάξεών του (βλ. Κ.Ο.Τ. ν. Παπαδόπουλου (ανωτέρω) και Constantinides v. E.A.C. (1982) 3 C.L.R. 798, στο σύγγραμμα Maxwell on Interpretation of Statutes, 11η έκδοση, σελ. 43, Chilton v. Progress Printing and Publishing Co. (1895) 2 Ch. 29, Powell v. Kempton Park Racecourse Co. (1899) A.C. 143, 185 και Att.-Gen. v. Prince Ernest Augustus of Hanover (1957) A.C. 436).

 

Στη σύγχρονη εποχή, στη συντριπτική πλειοψηφία των νομοθετημάτων, δεν υπάρχει Προοίμιο, στον υπό κρίση όμως Νόμο, Ν.145(Ι)/22, ο θεσμοθέτης έκρινε σκόπιμο να περιλάβει Προοίμιο, προφανώς για να εκθέσει τους λόγους που τον οδήγησαν στην θέσπιση ενός τόσου σημαντικού κανόνα δικαίου. Στο Προοίμιο του πιο πάνω Νόμου καταγράφονται οι λόγοι για τους οποίους κρίθηκε επιβεβλημένος ο διαχωρισμός του ενιαίου Ανωτάτου Δικαστηρίου από την 1.07.2023, σε Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και Ανώτατο Δικαστήριο. Ένας εξ αυτών ήταν η συνοχή της νομολογίας. Παραθέτουμε το σχετικό εδάφιο αυτούσιο:

 

«ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, για ορισμένες περιπτώσεις κρίνεται αναγκαία η πρόβλεψη τρίτου βαθμού δικαιοδοσίας, ώστε να διασφαλίζεται ενιαία η ορθή ερμηνεία των νόμων, όπως και η συνοχή και εξέλιξη της νομολογίας και συνακόλουθα να περιφρουρείται η ασφάλεια δικαίου.»  

 

Με βάση το πιο πάνω εδάφιο εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι πρόθεση του Νομοθέτη ήταν να εναποθέσει στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, δικαιοδοτική δυνατότητα αναθεώρησης της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που είναι δεσμευτική πλην όμως διϊσταμένη και την ευχέρεια προσδιορισμού του ισχύοντος δικαίου για διασφάλιση της συνοχής της νομολογίας και εφαρμογής, σε όλες τις υποθέσεις, των ιδίων νομικών αρχών. 

 

Για τους λόγους που έχουμε εκθέσει ανωτέρω, καταλήγουμε ότι η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 9(2)(γ) του Νόμου, καλύπτει και τις αποφάσεις του Εφετείου, οι οποίες εδράζονται σε μια εκ των δύο ή περισσοτέρων δεσμευτικών αλλά διϊσταμένων νομικών αρχών.

 

Συνακόλουθα, θα εγκρίναμε το αίτημα για χορήγηση άδειας και θα εξετάζαμε την ουσία της Αίτησης.

 

Κατά τα άλλα, συμφωνούμε με το σκεπτικό της απόφασης μειοψηφίας του Σάντη, Δ..

 

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

 

 

Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΓΓ

 



[1] Όπως η Caramondani Bros Ltd v. Δήμου Λεμεσού (2001) 3 (Β) ΑΑΔ 630 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 411.

[2] Όπως η Δημοκρατία ν.  Svetlana Shalaeva (2010) 3 AAΔ 598 και Ιωάννου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2012) 3 ΑΑΔ 86.

[3] «[…] (γ) Αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αίτησης, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων, κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας αναθεωρητικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων προκυπτόντων την απόφαση του Εφετείου, τα οποία συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή με ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου κατά την υπ’ αυτού ενασκουμένη αναθεωρητική δικαιοδοσία:

Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την απόφαση του Εφετείου νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα αυτήν, προκειμένου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει ή όχι την απαιτούμενη άδεια:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση, η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου».

 

[4] Η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε στο Άρθρο 37(3) του Περί Συντάξεως Νόμου 97(Ι)/97 και στο Άρθρο 12 του Περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου 216(Ι)/12.

[5] Δέστε ενδεικτικώς, Χριστοδουλίδου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 178/18, ημ. 13.5.24, Prana Co Ltd ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 20/18, ημ. 7.3.24, Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κουτσελλίνη-Ιωαννίδου, Ε.Δ.Δ. 127/16, ημ. 10.1.24, Δήμος Λευκωσίας ν. Κοινοπραξία Cybarco Ltd-A. Aristocleous Constructions Ltd, Ε.Δ.Δ. 19/17, ημ. 31.3.23, Χρίστου ν. Γεωργίου, Π.Ε. 158/13, ημ. 26.10.22, ECLI:CY:AD:2022:A403, Στέγη Ευγηρίας «Αρχάγγελος Μιχαήλ» Καϊμακλίου ν. Αργυρίδου, Π.Ε. 32/14, ημ. 29.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A430, Λεοντίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 157/14, ημ. 25.6.21, Κοτζιάπασιης και Άλλοι ν. Χατζηγιάννη και Άλλων, Π.Ε. 107/15, ημ. 26.4.21, ECLI:CY:AD:2021:A171, Mehmet ν. Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, Α.Ε. 33/13, ημ. 14.3.19, ECLI:CY:AD:2019:C84, Odessa Hotels Ltd v. Σημβουλίου Αποχετεύσεων Παραλιμνίου, Α.Ε. 202/12, ημ. 17.1.19, ECLI:CY:AD:2019:C10, Χονδρουλίδου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Α.Ε. 208/12, ημ. 8.11.18, ECLI:CY:AD:2018:C488, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 95/12, ημ. 6.7.18, ECLI:CY:AD:2018:C344, Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (2013) 3 Α.Α.Δ. 59, Ιεζεκιήλ ν. Δημητρίου και Άλλων (2012) 3 Α.Α.Δ. 332, Ιωάννου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2012) 3 Α.Α.Δ. 86, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 411, Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου και Άλλου (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 461, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23, Κωνσταντίνου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 384, Sigma Radio Tv Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 130, Caramondani Bros Ltd και Άλλων ν. Δήμου Λεμεσού (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 630.

 

 

[6] Αναφορικά με την Αίτηση του Δικηγόρου για την Εφεσείουσα στην Έφεση Αρ. Ε.Δ.Δ. 42/19 (Ροτσίδου), Αίτηση 3/23, ημ. 20.11.23, ECLI:CY:AD:2023:D33.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο