ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

Aναφορά Αρ.1/2024

 

4 Σεπτεμβρίου, 2024

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ.

       - - - - - - - - -

 

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Αιτητής,

και

 

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ

 

Καθ΄ης η Αίτηση.

--------------

 

Ειρ.Νεοφύτου (κα) – Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Ζ.Κυριακίδου, (κα) - Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, Ερ. Νικολάου και Μ.Ειρ. Λιόδη (κα) - ασκούμενοι δικηγόροι, για τον Αιτητή.

Σ. Αγγελίδης με Β. Κοντογιάννη, για Α.Σ. Αγγελίδης ΔΕΠΕ, για την Καθ΄ ης η Αίτηση.

---------------

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.Την ομόφωνη Γνωμάτευση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

 

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ

 

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Με την παρούσα Aναφορά ζητείται Γνωμάτευση κατά πόσο ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «ο περί Αστυνομίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2024» βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος με τα ΄Αρθρα 28.1, 54, 61, 80.2 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας και με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, από την οποία διαπνέεται το Σύνταγμα.

 

Με τον υπό Αναφορά Νόμο, που ψηφίσθηκε από την Βουλή των Αντιπροσώπων στις 11.4.2024, ο βασικός περί Αστυνομίας Νόμος του 2004, (Ν.73(Ι)/2004), (εφεξής «ο βασικός νόμος»), τροποποιείται με τη προσθήκη του ακόλουθου νέου ΄Αρθρου 17Β: 

 

«17Β.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου νόμου ή Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτών, ο Αρχηγός, ύστερα από έγκριση του Υπουργού, δύναται να διορίζει οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας ως εξειδικευμένο μέλος της Αστυνομίας ως ακολούθως:

 

(α) Μέλος της Αστυνομίας, το οποίο έχει συμπληρώσει δέκα (10) έτη υπηρεσίας στη θέση διασώστη ή χειριστή βαρούλκου και έχει συμπληρώσει τουλάχιστον οκτακόσιες (800) πτητικές ώρες σε ιπτάμενα μέσα της Αστυνομίας Κύπρου, διορίζεται στον βαθμό του Αστυφύλακα και

 

(β) μέλος της Αστυνομίας, το οποίο έχει συμπληρώσει δεκαοκτώ (18) έτη υπηρεσίας στη θέση διασώστη ή χειριστή βαρούλκου και έχει συμπληρώσει τουλάχιστον χίλιες (1000) πτητικές ώρες σε ιπτάμενα μέσα της Αστυνομίας, διορίζεται στον βαθμό του Λοχία.

 

(2)(α) H προαγωγή εξειδικευμένου μέλους της Αστυνομίας, το οποίο έχει διοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) στους βαθμούς του Λοχία, Υπαστυνόμου και Ανώτερου Υπαστυνόμου, δύναται να διενεργηθεί από τον Αρχηγό, εκτός εάν με αιτιολογημένη απόφασή του κριθεί ότι το υπό προαγωγή μέλος είναι ακατάλληλο να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της θέσης του επόμενου βαθμού.

 

(β) Οι όροι και η διαδικασία προαγωγής των εξειδικευμένων μελών της Αστυνομίας στους βαθμούς Λοχία, Υπαστυνόμου και Ανώτερου Υπαστυνόμου καθορίζονται σε Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού ληφθεί υπόψη η γνώμη του Αρχηγού, οι οποίοι εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας».

 

 

Θεωρούμε χρήσιμο να γίνει σχετική αναφορά στην έκθεση γεγονότων:

 

O υπό Aναφορά Νόμος αποτελεί Πρόταση Νόμου προερχόμενη από Βουλευτή και ψηφίστηκε από την Ολομέλεια της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 11.4.2024, παρόλο που το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και η Αστυνομία κατά την συζήτηση της εν λόγω Πρότασης ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως εξέφρασαν την διαφωνία τους ως προς την θέσπιση της σε νόμο.

 

Oι πρόνοιες του αναφερόμενου τροποποιητικού νόμου με τις οποίες παρέχεται η δυνατότητα στον Αρχηγό Αστυνομίας, με την έγκριση του Υπουργού Δικαιοσύνης, να διορίζει τους διασώστες και τους χειριστές βαρούλκου πτητικών μέσων της Αστυνομίας - ελαφρώς διαφοροποιημένες, όπως ισχυρίζεται ο Αιτητής - αποτελούσαν μέρος άλλης Πρότασης Νόμου του ιδίου βουλευτή, η οποία, ομοίως, είχε ψηφιστεί σε Νόμο από την Ολομέλεια της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 2.4.2021, παρόλο που οι τότε εκπρόσωποι του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και της Αστυνομίας, και πάλι, κατά τη συζήτηση της εν λόγω Πρότασης ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών, εξέφρασαν την διαφωνία τους ως προς την θέσπιση της σε νόμο  (εν τοις εφεξής και «ο πρώτος Νόμος»).

 

Παρά την προσπάθεια που είχε γίνει με αναπομπή του πρώτου Νόμου, τελικά, κατόπιν συμβουλής του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφάσισε να καταχωρήσει Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος για γνωμοδότηση ότι το κείμενο του νόμου βρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνο προς τις διατάξεις των Άρθρων 28.1, 54, 61, 80.2 και 179 του Συντάγματος, ή με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.  Πρόκειται για την Αναφορά 3/2021, στην οποία εξεδόθη ομόφωνα γνωμάτευση στις 2.12.2021 πως το κείμενο του Νόμου είναι καθ' ολοκληρία αντισυνταγματικό, καθώς παραβιάζει τη γενική αρχή της ισότητας που διακηρύττει το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος.  (Βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 3/2021, 2.12.2021).

 

Επανερχόμενοι στον παρόντα υπό Αναφορά Νόμο, θα πρέπει να σημειωθεί πως η Βουλή προχώρησε στη θέσπιση του, παρά το ότι προηγήθηκε αναπομπή του Νόμου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.  Συγκεκριμένα, στις 10 Μαϊου 2024, η Γενική Διευθύντρια της Βουλής των Αντιπροσώπων με επιστολή της προς τον Υφυπουργό παρά τω Προέδρω της Δημοκρατίας, ενημέρωσε ότι η Βουλή, αφού επανεξέτασε τον πιο πάνω Νόμο, αποφάσισε όπως απορρίψει την αναπομπή του νόμου, εμμένοντας στην έκδοση του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, διά της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

 

Εν τέλει, κατόπιν συμβουλής του Γενικού Εισαγγελέα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφάσισε να καταχωρίσει την παρούσα Αναφορά στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος, ΄Αρθρο το οποίο αποτελεί τον μηχανισμό για τον προληπτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (αρ.2) (1989) 2 Α.Α.Δ. 1931).

 

Κατά τη γνώμη του Αιτητή, ο επίδικος Νόμος ευρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος, προς τις διατάξεις των Άρθρων 28.1, 54, 61, 80.2 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας και με τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών, για τους λόγους οι οποίοι εκτίθενται στον Πίνακα της παρούσας Αναφοράς.

 

Αντίθετη θεώρηση εξέφρασε η πλευρά της Βουλής η οποία προώθησε έντονα τη θέση πως η αρχή της ισότητας δεν πλήττεται και ότι με τη νέα προσθήκη (΄Αρθρο 17Β) «δεν υφίσταται πλέον η όποια αντισυνταγματικότητα ή διάκριση ή ανισότητα μεταξύ ομοίων, καθότι ακριβώς προσετέθη η λέξη «δύναται», ως υπήρχε εξάλλου – ήδη και στο ΄Αρθρο 17Α».  Κατά τους ευπαιδεύτους συνηγόρους της Βουλής, ο υπό Αναφορά Νόμος, δεν δημιουργεί καμιά απολύτως υποχρέωση διορισμού αλλά απλώς παρέχει δυνητική ευχέρεια προς τούτο, στον Αρχηγό Αστυνομίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του.

 

Προέχει η εξέταση της θέσης για αντισυνταγματικότητα του υπό Αναφορά Νόμου κατά παράβαση του ΄Αρθρου 28.1 του Συντάγματος, το οποίο επιτάσσει πως «Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως».

 

΄Ενα ΄Αρθρο άκρως σημαντικό που αποτελεί εχέγγυο τόσο του Κράτους Δικαίου όσο και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.  (Βλ. Χριστοδουλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 178/2018, 13.5.2024).

 

Όπως έχει επισημανθεί από την πλούσια νομολογία μας, αυθαίρετες διαφοροποιήσεις δεν συνάδουν με την αρχή της ισότητας (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.3), (1990) 3ΣΤ Α.Α.Δ. 4213 και Σωτηριάδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002)3 Α.Α.Δ. 56).

 

Για να είναι ολοκληρωμένη η μελέτη μας  - και κατά συνέπεια – η γνωμάτευση μας επί του θέματος πρέπει να αναφερθούμε εκτεταμένως στον προηγούμενο υπ΄ Αναφορά Νόμο, (ο πρώτος Νόμος), που κρίθηκε, όπως αναφέραμε πιο πάνω, ως αντισυνταγματικός με την Αναφορά 3/21.

 

Η υπάρχουσα πρόνοια, πριν την τότε επιδιωκόμενη τροποποίηση, ήταν το ΄Αρθρο 17Α, το οποίο είχε ως εξής:

 

«17Α. (1) Ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου και τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο Αρχηγός δύναται ύστερα από έγκριση του Υπουργού, να διορίζει ως εξειδικευμένο μέλος της Αστυνομίας στη συνδυασμένη θέση Αστυφύλακα, Λοχία, Υπαστυνόμου, Ανώτερου Υπαστυνόμου και Αστυνόμου Β’, όπως αυτή προβλέπεται στον εκάστοτε εν ισχύ κρατικό προϋπολογισμό, πρόσωπο, το οποίο κατέχει αναγνωρισμένο με βάση την κειμένη νομοθεσία πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή άλλο ισοδύναμο προσόν συναφές προς τα καθήκοντα της συνδυασμένης θέσης, όπως αυτά θα καθορίζονται κατά την προκήρυξή της:

 

Νοείται ότι:

(α) ο διορισμός προσώπου που είναι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου ή άλλου ισοδύναμου προσόντος, περιλαμβανομένης σε ισχύ επαγγελματικής άδειας χειριστή, ηλεκτρολόγου, μηχανικού ή ηλεκτρονικού πτητικών μέσων, ανάλογα με την περίπτωση, διενεργείται στο βαθμό του Λοχία,

 

(β) στις περιπτώσεις ειδικοτήτων, ο διορισμός προσώπου που είναι κατάλληλο και κατέχει αναγνωρισμένο με βάση την κειμένη νομοθεσία δίπλωμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών, διενεργείται στο βαθμό του Αστυφύλακα,

 

(γ) σε περίπτωση που μέλος της Αστυνομίας που φέρει το βαθμό του Λοχία ή ανώτερο βαθμό διορίζεται ως εξειδικευμένο μέλος της Αστυνομίας σε συνδυασμένη θέση, εντάσσεται στο βαθμό της συνδυασμένης θέσης που αντιστοιχεί στο βαθμό που κατείχε πριν το διορισμό του ως εξειδικευμένο μέλος της Αστυνομίας. και

 

(δ) στις περιπτώσεις των ειδικοτήτων χειριστών πτητικών μέσων, μηχανικών πτητικών μέσων, ηλεκτρονικών μηχανικών πτητικών μέσων, κυβερνητών αστυνομικών ακάτων, ηλεκτρολόγων αστυνομικών ακάτων, ηλεκτρονικών αστυνομικών ακάτων, μηχανολόγων μηχανικών αστυνομικών ακάτων, οι υποψήφιοι για διορισμό πρέπει να μην έχουν συμπληρώσει το τεσσαρακοστό (40ο) έτος της ηλικίας τους:

 

Νοείται περαιτέρω ότι έγκυρη και σε ισχύ επαγγελματική άδεια χειριστή, μηχανικού, ηλεκτρολόγου ή ηλεκτρονικού πτητικών μέσων θεωρείται μόνον η άδεια που έχει νόμιμα εκδοθεί ή ανανεωθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες πολιτικής αεροπορίας της χώρας έκδοσης, εφόσον η εν λόγω χώρα είναι μέλος του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας και η εν λόγω άδεια τυγχάνει αναγνώρισης από το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας της Δημοκρατίας.

 

(2)Για σκοπούς διορισμού δυνάμει της παραγράφου (1) του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία:

 

(α) Πριν από την προκήρυξη της θέσης, ο Αρχηγός, με την έγκριση του Υπουργού, διορίζει Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, αποτελούμενη από ένα Βοηθό Αρχηγό, ως πρόεδρο, τρεις Ανώτερους Αξιωματικούς και ένα μέλος της δημόσιας υπηρεσίας που κατέχει θέση με μισθολογική κλίμακα Α13 ή ανώτερη, με εξειδικευμένες γνώσεις στον τομέα που πρόκειται να απασχοληθεί ο υποψήφιος για διορισμό:

 

Νοείται ότι το μέλος της δημόσιας υπηρεσίας διορίζεται από τον Υπουργό μετά από συνεννόηση με την αρμοδία αρχή του διοριζόμενου μέλους.

 

(β) Ο Αρχηγός, ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας, προβαίνει σε προκήρυξη της θέσης με δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στην οποία αναφέρονται τα απαιτούμενα προσόντα, οι προϋποθέσεις διορισμού και τα καθήκοντα της θέσης, καθώς και η προθεσμία υποβολής αιτήσεων:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση κένωσης θέσης, λόγω αφυπηρέτησης του κατόχου της, η προκήρυξη της θέσης αυτής μπορεί να γίνει οποτεδήποτε μέσα σε χρονική περίοδο έξι μηνών πριν από την κένωσή της.

 

(γ) Η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής, αφού αξιολογήσει τις αιτήσεις που υποβάλλονται δυνάμει της προηγούμενης παραγράφου, καλεί τους υποψηφίους που ικανοποιούν τα απαιτούμενα στην προκήρυξη προσόντα σε προφορική ή/και γραπτή εξέταση σε θέματα συναφή με τα καθήκοντα της θέσης.

(δ) Η Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής μετά την ολοκλήρωση της προφορικής και/ή γραπτής εξέτασης, ανάλογα με την περίπτωση, υποβάλλει αιτιολογημένη έκθεση για κάθε υποψήφιο στον Αρχηγό, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.

 

(3) (α) Η προαγωγή εξειδικευμένου μέλους της Αστυνομίας στους βαθμούς της συνδυασμένης θέσης Αστυφύλακα, Λοχία, Υπαστυνόμου, Ανώτερου Υπαστυνόμου και Αστυνόμου Β΄ διενεργείται από τον Αρχηγό με έγκριση του Υπουργού, εκτός αν με αιτιολογημένη απόφασή του θεωρήσει ότι αυτό είναι ακατάλληλο να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του επόμενου βαθμού. Η προαγωγή εξειδικευμένου μέλους της Αστυνομίας στο βαθμό του Αστυνόμου Α΄ διενεργείται από τον Υπουργό με σύσταση του Αρχηγού.

 

(β) Οι όροι και διαδικασία προαγωγής των εξειδικευμένων μελών της Αστυνομίας στους βαθμούς της συνδυασμένης θέσης Αστυφύλακα, Λοχία, Υπαστυνόμου, Ανώτερου Υπαστυνόμου και Αστυνόμου Β΄ και προαγωγής στο βαθμό του Αστυνόμου Α΄ προβλέπονται σε Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού ληφθεί υπόψη η γνώμη του Αρχηγού, οι οποίοι εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.»

 

 

Με τον τότε υπό Αναφορά πρώτο Νόμο, επιχειρήθηκε η προσθήκη του 17Β, το οποίο είχε ως εξής:

 

«17Β.-(1) Ανεξαρτήτως οιωνδήποτε άλλων διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οιουδήποτε άλλου Νόμου και τηρουμένων των λοιπών διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο Αρχηγός ύστερα από έγκριση του Υπουργού, διορίζει οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας ως εξειδικευμένο μέλος της Αστυνομίας, το οποίο, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, κατέχει αναγνωρισμένη και σε ισχύ επαγγελματική άδεια χειριστή ή ηλεκτρολόγου ή μηχανικού ή ηλεκτρονικού πτητικών μέσων ή κατέχει πείρα συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης.

 

(2) Ο δυνάμει του εδαφίου (1) διορισμός διενεργείται ως ακολούθως:

 

(α) Σε περίπτωση μέλους της Αστυνομίας το οποίο υπηρετεί για περίοδο πέντε (5) ετών στην Αστυνομία σε οποιοδήποτε βαθμό και κατέχει έγκυρη και σε ισχύ επαγγελματική άδεια χειριστή ή ηλεκτρολόγου ή μηχανικού ή ηλεκτρονικού πτητικών μέσων, διενεργείται στον αμέσως επόμενο βαθμό του βαθμού που κατείχε κατά τον χρόνο του διορισμού του ως εξειδικευμένου μέλους ή, εφόσον φέρει τον βαθμό του υπαστυνόμου ή ανώτερο βαθμό, διενεργείται στον βαθμό τον οποίο κατέχει κατά τον χρόνο του διορισμού του ως εξειδικευμένου μέλους, νοουμένου ότι υπηρετεί για περίοδο δύο (2) ετών η οποία προηγείται του διορισμού του στην μονάδα πτητικών μέσων της Αστυνομίας.

 

Νοείται ότι, έγκυρη και σε ισχύ θεωρείται μόνο η επαγγελματική άδεια χειριστή ή μηχανικού ή ηλεκτρολόγου ή ηλεκτρονικού πτητικών μέσων, η οποία έχει νομίμως εκδοθεί ή ανανεωθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες πολιτικής αεροπορίας του κράτους έκδοσης αυτής, νοουμένου ότι το εν λόγω κράτος είναι μέλος του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας και η εν λόγω άδεια τυγχάνει αναγνώρισης από το Τμήμα Πολιτικής Αεροπορίας της Δημοκρατίας.

 

(β) σε περίπτωση μέλους της Αστυνομίας το οποίο έχει συμπληρώσει δέκα (10) έτη ως διασώστης ή χειριστής βαρούλκου πτητικών μέσων και έχει συμπληρώσει πέραν των οχτακοσίων (800) πτητικών ωρών σε ιπτάμενα μέσα της Αστυνομίας διενεργείται στον βαθμό του Αστυφύλακα. και

 

(γ) σε περίπτωση μέλους της Αστυνομίας το οποίο έχει συμπληρώσει δεκαεπτά (17) έτη ως διασώστης ή χειριστής βαρούλκου πτητικών μέσων και έχει συμπληρώσει πέραν των χιλίων διακοσίων (1200) πτητικών ωρών σε ιπτάμενα μέσα της Αστυνομίας διενεργείται στον βαθμό του Λοχία.

 

(3)(α) Η προαγωγή εξειδικευμένου μέλους της Αστυνομίας το οποίο έχει διοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, διενεργείται από τον Αρχηγό στους βαθμούς Λοχία, Υπαστυνόμου, Ανώτερου Υπαστυνόμου και Αστυνόμου Β΄, εκτός εάν με αιτιολογημένη απόφασή του θεωρεί ότι το υπό προαγωγή μέλος είναι ακατάλληλο να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της θέσης του επόμενου βαθμού.

 (β) Η προαγωγή εξειδικευμένου μέλους της Αστυνομίας το οποίο έχει διοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου στο βαθμό του Αστυνόμου Α΄, διενεργείται από τον Υπουργό με σύσταση του Αρχηγού.

 

(γ) Οι όροι και η διαδικασία προαγωγής των εξειδικευμένων μελών της Αστυνομίας στους βαθμούς Λοχία, Υπαστυνόμου, Ανώτερου Υπαστυνόμου και Αστυνόμου Β΄ και προαγωγής στον βαθμό του Αστυνόμου Α΄ καθορίζονται σε Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού ληφθεί υπόψη η γνώμη του Αρχηγού, οι οποίοι εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.»

Προωθήθηκε η εισήγηση του Αιτητή, πως το αντίστοιχο άρθρο 17Β ως άνω, ήταν αντισυνταγματικό κατά παράβαση του ΄Αρθρου 28 του Συντάγματος.

 

Η κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου  στην Αναφορά 3/21 ήταν η εξής:

 

«Ένα νομοθέτημα μπορεί να κάνει εύλογες διαφοροποιήσεις μεταξύ ατόμων ή τάξεων ατόμων, εφόσον αυτό δικαιολογείται από τις εγγενείς διαφορετικές περιστάσεις που τις καλύπτουν. Η αρχή της ισότητας όμως, ρητά επιτάσσει την αποφυγή αυθαίρετων διακρίσεων.

 

Κατά τη γνώμη μας, η υπό κρίση νομοθετική διάταξη δεν έχει αντικειμενικό έρεισμα και δημιουργεί αυθαίρετη διάκριση εις βάρος προσώπων, τα οποία δυνατόν να διεκδικούν διορισμούς στις ίδιες θέσεις. Ο διαχωρισμός ο οποίος γίνεται, οδηγεί σε άνιση μεταχείριση από το νομοθέτη, αφού προκαλείται, ως αποτέλεσμα των προνοιών του υπό αναφορά Νόμου, ήτοι του ΄Αρθρου 17Β, μια παράλληλη διαδικασία διορισμού εξειδικευμένων μελών του αστυνομικού σώματος, η οποία στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στην ευνοϊκότερη μεταχείριση υφιστάμενων μελών της Αστυνομίας.

 

Η νέα αυτή πρόνοια, σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα από το ΄Αρθρο 17Α, που καλύπτουν υποψηφίους εκτός του αστυνομικού σώματος, δεν απαιτεί προκήρυξη των θέσεων, ούτε και συμμετοχή των υποψηφίων σε οποιαδήποτε ανταγωνιστική διαδικασία. Υπό τις συνθήκες αυτές, δημιουργείται εκ του Νόμου υποχρέωση διορισμού όλων εκείνων των μελών της Αστυνομίας που κατέχουν τα αναφερόμενα στο ΄Αρθρο 17Β προσόντα, εις βάρος τυχόν καταλληλότερων υποψηφίων, που δεν είναι μέλη της Αστυνομίας, παραγνωρίζοντας αξιοκρατικά και άλλα αντικειμενικά κριτήρια. ΄Αλλωστε, είναι χαρακτηριστική και η διαφορά στη φρασεολογία διά της οποίας απονέμεται η εξουσία διορισμού στα δύο άρθρα (΄άρθρο 17Α «… δύναται να διορίζει» και 17Β «διορίζει»).

 

Η διαπίστωσή μας ότι ο υπό Αναφορά Νόμος είναι αντισυνταγματικός, αφού παραβιάζει τη γενική αρχή της ισότητας που διακηρύττει το ΄Αρθρο 28.1 του Συντάγματος, εξ αιτίας της, αυθαίρετα, άνισης μεταχείρισης μεταξύ υπηρετούντων και μη υπηρετούντων στην Αστυνομία προσώπων, προς διεκδίκηση των υπό συζήτηση εξειδικευμένων θέσεων, καθιστά αχρείαστη την επέκτασή μας σε άλλα ζητήματα».

 

Στη Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.ά. (αρ.2) (1996)3 Α.Α.Δ. 491, σε σχέση με το επίμαχο ΄Αρθρο 28, τονίσθηκαν τα ακόλουθα:

«Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας. Ο όρος "ίσοι ενώπιον του Νόμου" στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας 2 R.S.C.C. 125»).

 

 

Όπως δε επανειλημμένα έχει νομολογηθεί, ένα νομοθέτημα μπορεί να προβαίνει σε εύλογες διαφοροποιήσεις μεταξύ ατόμων, ή καταστάσεων, εφόσον αυτές δικαιολογούνται από τις εγγενείς – διαφορετικές – περιστάσεις των δεδομένων που ισχύουν για αυτές.

 

Εδραιωμένη Αρχή είναι επίσης πως το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στους λόγους σκοπιμότητας, ούτε διερευνά τη σοφία του νομοθετήματος (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.1), (1989) 3Γ Α.Α.Δ. 1490, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορές 2/2018 και 3/2018, 6.2.2019).  Με βάση ακριβώς αυτή την αρχή δεν μπορούν να μας απασχολήσουν τα όσα λέχθηκαν από τον κ. Αγγελίδη για τους σκοπούς της τροποποίησης, όπως το θέμα της εξειδίκευσης των συγκεκριμένων κλάδων και του συνεπακόλουθου κόστους που επωμίζεται η Δημοκρατία για την εκπαίδευση τους.

 

΄Εχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομολογημένες αρχές αλλά και το περιεχόμενο των δύο νομοθετημάτων, δηλαδή του πρώτου Νόμου που ήδη κρίθηκε ως αντισυνταγματικός, όπως πιο πάνω και του παρόντος υπ΄Αναφορά Νόμου, παρατηρούμε πως οι διαφορές τους είναι στην ουσία, επουσιώδεις, συνοψιζόμενες στα κάτωθι:

 

Το εδάφιο (1) του 17Β του υπό Αναφορά Νόμου, προβλέπει ότι ο Αρχηγός «δύναται να διορίζει» οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας αντί της φράσης «διορίζει» που περιέχεται στον πρώτο Νόμο.  Αυτή είναι η κύρια διαφορά, όπως υποδείχθηκε και από τις δύο πλευρές.

 

Επίσης, στην παρ.(α) του εδαφίου (1) του 17Β στον υπ΄Αναφορά Νόμο, προβλέπεται ότι ο διορισμός του μέλους που διορίζεται στο βαθμό του Αστυφύλακα γίνεται αφού συμπληρώσει τουλάχιστον 800 πτητικές ώρες σε ιπτάμενα μέσα της Αστυνομίας αντί της φράσης πέραν των 800 πτητικών ωρών».  Ακόμη στην παρ. (β) του εδαφίου (1) του 17Β προβλέπεται ότι ο διορισμός του μέλους στο βαθμό του Λοχία, γίνεται αφού συμπληρώσει 18 έτη υπηρεσίας στη θέση διασώστη ή χειριστή βαρούλκου και τουλάχιστον 1000 πτητικές ώρες στα ως άνω μέσα, αντί 17 έτη και 1200 πτητικές ώρες του πρώτου Νόμου.

 

Η δε παράγραφος (α) του εδαφίου (2) του ως άνω ΄Αρθρου προβλέπει ότι η προαγωγή γίνεται μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου.  Τέτοια πρόνοια δεν υπήρχε στον πρώτο Νόμο.  Όπως δε επισημαίνει η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα, απαλείφθηκαν επίσης πρόνοιες που αφορούσαν στο διορισμό σε θέση εξειδικευμένου μέλους της Αστυνομίας, μέλους της Αστυνομίας που υπηρετούσε στην Αστυνομία για περίοδο 5 ετών, σε οποιοδήποτε βαθμό και το οποίο κατείχε έγκυρη και σε ισχύ επαγγελματική άδεια χειριστή, ηλεκτρολόγου, μηχανικού ή ηλεκτρονικού πτητικών μέσων.

 

΄Εχοντας υπόψη τις πιο πάνω αλλαγές θεωρούμε ότι η σημειωθείσα αντισυνταγματικότητα του πρώτου Νόμου και οι εξ αυτής παρατηρήσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πιο πάνω Γνωμάτευση εξακολουθούν να υφίστανται.

 

Η προσθήκη των λέξεων «δύναται να διορίζει» αντί της λέξης «διορίζει» είναι απλώς φραστική, εφόσον ακριβώς διαβαστεί συνολικά με τα παρακάτω και στην ουσία οδηγεί σε άνιση μεταχείριση μεταξύ των μελών της Αστυνομίας, αφού εξακολουθεί να δημιουργείται μία νέα διαδικασία διορισμού σε θέση εξειδικευμένων μελών του αστυνομικού σώματος στην ειδικότητα «διασώστη» και «χειριστή βαρούλκου», που φαίνεται να στοχεύει στην ευνοϊκή μεταχείριση των υφισταμένων μελών της συγκεκριμένης ειδικότητας αντί των άλλων μελών της Αστυνομίας αλλά και γενικά, εκτός μελών, τυχόν καταλληλότερων «…. παραγνωρίζοντας αξιοκρατικά και άλλα αντικειμενικά κριτήρια.».

Η δυνατότητα εξουσίας του Αρχηγού Αστυνομίας εξαντλείται στον ίδιο το διορισμό από συγκεκριμένη κατηγορία μελών και μόνο.  Ισχύει συνεπώς η παρατήρηση μας στην Αναφορά 3/21, ότι η εν λόγω νομοθετική διάταξη - ομοίως - δεν έχει αντικειμενικό έρεισμα και «δημιουργεί αυθαίρετη διάκριση εις βάρος προσώπων τα οποία δυνατόν να διεκδικούν διορισμούς στις ίδιες θέσεις».  

 

Ισχύει επίσης απολύτως η κατάληξη και το συμπέρασμα στην ίδια Αναφορά, πως ο διαχωρισμός ο οποίος γίνεται, οδηγεί σε άνιση μεταχείριση από το νομοθέτη, «αφού προκαλείται, ως αποτέλεσμα των προνοιών του υπό Αναφορά Νόμου, ήτοι του ΄Αρθρου 17Β, μια παράλληλη διαδικασία διορισμού εξειδικευμένων μελών του αστυνομικού σώματος, η οποία στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στην ευνοϊκότερη μεταχείριση υφισταμένων μελών της Αστυνομίας».

 

Ορθή επίσης είναι η παρατήρηση -  ισχύουσα και εν προκειμένω – πως η όλη διαδικασία του Άρθρου 17Β δεν απαιτεί στην ουσία προκήρυξη θέσεων, ούτε και συμμετοχή σε ανταγωνιστική διαδικασία.  Το γεγονός ότι οι όροι και η διαδικασία προαγωγής των εξειδικευμένων μελών θα καθορίζονται σε κανονισμούς, που θα εκδοθούν στο μέλλον, όπως ορίζεται, ουδόλως διαφοροποιεί τα πράγματα.

 

Κατά συνέπεια, ο Νόμος κρίνεται αντισυνταγματικός αφού παραβιάζει την αρχή της ισότητας εκ του ΄Αρθρου 28 του Συντάγματος.

 

Ενόψει του πιο πάνω συμπεράσματος μας, δεν θα εξετάσουμε πιθανή αντισυνταγματικότητα υπό το πρίσμα των άλλων προνοιών του Συντάγματος.

 

Γνωματεύουμε ότι ο υπό Αναφορά Νόμος παραβιάζει την Αρχή της ισότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος, και ως εκ τούτου κρίνεται ως αντισυνταγματικός.

 

 

Η Γνωμάτευση μας κοινοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 140.2 του Συντάγματος.

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.,

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο