ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 21/17)

 

10 Σεπτεμβρίου, 2024

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.  RAMI MAKHLOUF

2.  RAZAN OTHMAN

3.  MOHAMAD MAKHLOUF, ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥ RAMI MAKHLOUF

4.  ALI MAKHLOUF, ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥ RAMI MAKHLOUF

5.  SULEIMAN MAKHLOUF, ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥ RAMI MAKHLOUF

6.  YOUSEF MAKHLOUF, ΑΝΗΛΙΚΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥ RAMI MAKHLOUF

Εφεσειόντων,

ν.

 

                                 ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

1.  ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

2.  ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

Εφεσιβλήτων,

_________________

 

Χρ. Θεοφίλου (κα), για Α. Χρ. Θεοφίλου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείοντες.

N. Νικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Κ. Χατζηδημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.

_________________

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης είναι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 29.05.2013, με την οποία ακυρώθηκε η πολιτογράφηση των εφεσειόντων ως Κυπρίων πολιτών. Ο εφεσείοντας 1 είναι επιχειρηματίας, νυμφευμένος με την εφεσείουσα 2. Οι εφεσείοντες 3, 4, 5 και 6 είναι τα τέκνα τους. Όλοι οι εφεσείοντες είναι Σύριοι. Οι εφεσείοντες 3 μέχρι 6 ήταν κατά τον επίδικο χρόνο ανήλικοι, σήμερα όμως είναι όλοι ενήλικες.

 

Ο εφεσείοντας 1 αιτήθηκε, το 2019, από το Υπουργικό Συμβούλιο, την κατ΄εξαίρεση πολιτογράφησή του, ως Κύπριου πολίτη, με βάση τα κριτήρια, οικονομικού χαρακτήρα, που ίσχυαν τότε. Τα κριτήρια είχαν αποφασιστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, αρ. απόφασης 65.824, ημερομηνίας 11.07.2007 και παρείχαν την ευκαιρία σε αλλοδαπό να πολιτογραφηθεί ως Κύπριος πολίτης, νοουμένου ότι επένδυε στην Κύπρο μεγάλα κεφάλαια και ή είχε συστήσει εταιρεία με μεγάλο κύκλο εργασιών και ή διατηρούσε καταθέσεις σε κυπριακές τράπεζες ύψους τουλάχιστον Λ.Κ. 10.000.000 και ή εισήγαγε στην Κύπρο νέες και καινοτόμες τεχνολογίες και ή ίδρυσε σημαντικό ερευνητικό κέντρο.

 

Τη 27.01.2010, η Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, στο εξής «Τμήμα Μετανάστευσης», ενημέρωσε τον τότε Υπουργό Εσωτερικών, με σημείωμα ημερομηνίας 27.01.2010, ότι το Φεβρουάριο του 2008 η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε εκδώσει διάταγμα με το οποίο είχε παγοποιήσει όλα τα περιουσιακά στοιχεία του εφεσείοντα 1, εντός της επικράτειάς της και απαγόρευσε στους Αμερικανούς πολίτες τη σύναψη οποιασδήποτε οικονομικής συναλλαγής μαζί του, λόγω ανάμειξής του σε σκάνδαλα διαφθοράς. Τον πληροφόρησε, μεταξύ άλλων, ότι ο εφεσείοντας 1 χρησιμοποιώντας τη στενή συγγένεια που είχε με τον Πρόεδρο της Συρίας Bashar al-Assad, με τον οποίο είναι εξαδέλφια, καθώς και άλλα αθέμιτα μέσα, κατάφερε να εξασφαλίσει προνομιακά συμβόλαια και άλλα επιχειρηματικά προνόμια και πλεονεκτήματα. Η σύσταση της Διευθύντριας ήταν όπως η αίτηση του εφεσείοντα 1 απορριφθεί.  

 

Παρά την αρνητική σύσταση του Τμήματος Μετανάστευσης, ο Υπουργός Εσωτερικών υπέβαλε πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο την 28.12.2010, για κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση του εφεσείοντα 1 και της συζύγου του, εφεσείουσας 2. Στην εισήγηση του αναφέρει τα πιο κάτω:

 

«… ο κ. Rami MAKHLOUF και η κα Razan OTHMAN θεωρείται ότι προσφέρουν υψίστου επιπέδου υπηρεσίες προς την Κυπριακή Δημοκρατία λαμβάνοντας υπόψη τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του κ. MAKHLOUF και της κας OTHMAN και συνεπώς κατά πόσο λόγοι δημοσίου συμφέροντος δικαιολογούν την κατ’ εξαίρεση πολιτογράφηση των αιτητών. Η Βουλή των Αντιπροσώπων έχει ήδη ενημερωθεί ανάλογα.»

 

Την 4.01.2011 το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την κατ΄ εξαίρεση πολιτογράφηση του εφεσείοντα 1. Κρίθηκε ότι η πολιτογράφηση του εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον, καθότι προσέφερε, «λόγω των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων υψίστου επιπέδου υπηρεσίες προς την Κυπριακή Δημοκρατία». Ο εφεσείοντας 1 είχε καταθέσεις, πενταετούς προθεσμίας, σε κυπριακές τράπεζες, ύψους €17.300.000 και ακίνητη περιουσία αξίας €320.000.

 

Την ίδιαν ημέρα εγκρίθηκε η πολιτογράφηση της εφεσείουσας 2, λόγω της σχέσης της με τον εφεσείοντα 1. Υπενθυμίζουμε ότι η εφεσείουσα 2 ήταν σύζυγος του εφεσείοντα 1. Η εφεσείουσα 2 θεωρήθηκε «εξαρτώμενη» του εφεσείοντα 1.

 

Λίγες ημέρες αργότερα οι εφεσείοντες 1 και 2 απέκτησαν την Κυπριακή υπηκοότητα με πολιτογράφηση και αμέσως μετά ο εφεσείοντας 1 αιτήθηκε την πολιτογράφηση και των ανηλίκων τότε τέκνων τους, εφεσειόντων 3, 4, 5 και 6. Οι τελευταίοι πολιτογραφήθηκαν ως Κύπριοι πολίτες την 8.02.2011.

 

Τέσσερις μόλις μήνες μετά την πολιτογράφηση του εφεσείοντα 1 και της εφεσείουσας 2, εξεδόθη ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 442/2011. Το  Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφού έλαβε υπόψη την κατάσταση στη Συρία, ήτοι τη βίαιη καταστολή των ειρηνικών διαδηλώσεων άμαχου πληθυσμού, επέβαλε απαγόρευση πωλήσεως όπλων, εξαγωγών εξοπλισμού ικανού να χρησιμοποιηθεί για εσωτερική καταστολή, περιορισμού εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων ορισμένων προσώπων και οντοτήτων που ευθύνονταν για τις πιο πάνω ενέργειες (άρθρο 5). Το όνομα του εφεσείοντα 1 περιλαμβανόταν  στον κατάλογο των προσώπων του Παραρτήματος ΙΙ, έναντι των οποίων διατασσόταν η δέσμευση της περιουσίας τους εντός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφού αναφερόταν «... ως χρηματοδότης του καθεστώτος για την καταστολή των διαδηλώσεων».

 

Ο ΕΚ 442/2011 αντικαταστάθηκε τη 18.01.2012 με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 36/2012, ο οποίος περιλαμβάνει αντίστοιχες πρόνοιες με αυτές του ΕΚ 442/2011. Η θέσπιση νέου κανονισμού κρίθηκε αναγκαία για να γίνει ενοποίηση όλων των μέτρων σε ένα Κανονισμό και για να υπάρχει ένα νομικό κείμενο που να διέπει το όλο θέμα (παράγραφος 9 του Προοιμίου του ΕΚ 36/2012). Στο Παράρτημα ΙΙ του νέου Κανονισμού περιλαμβάνονται τα στοιχεία του εφεσείοντα 1 και δίδεται η πιο κάτω περιγραφή για το πρόσωπό του:

 

«Σύρος επιχειρηματίας συνδέεται με τον Mahir Al-Assad. Εξάδελφος του Προέδρου Bashar Al-Assad. Χρηματοδοτεί το καθεστώς διευκολύνοντας τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων.»

 

Το όνομά του περιελήφθη και στην Εκτελεστική Απόφαση 2011/2013 ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, ημερομηνίας 9.05.2011, ως εξαδέλφου του Προέδρου της Συρίας Bashar al-Assad, ο οποίος (εφεσείοντας 1) χρηματοδότησε το καθεστώς, διευκολύνοντας τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων.  

 

Το Υπουργείο Εσωτερικών, αφού έλαβε υπόψη τα πιο πάνω, υπόβαλε Πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο για στέρηση της κυπριακής υπηκοότητας του εφεσείοντα 1 και της οικογένειάς του, βάσει του εδαφίου (3)(α) του άρθρου 113 του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141(Ι)/2002, ως έχει τροποποιηθεί, στο εξής «ο Νόμος». Παραθέτουμε αυτούσιους τους λόγους επί τους οποίους βασίστηκε η Πρόταση:

     

«6. Στις 9 Μαϊου 2011 εξεδόθη ο Κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αριθ. 442/2011 σχετικά με περιοριστικά μέτρα λόγω της κατάστασης της Συρίας, στην οποία το όνομα του κου ΜΑΧΛΟΥΦ περιλαμβάνεται στον κατάλογο των προσώπων των οποίων διατάσσεται η δέσμευση της περιουσίας εντός των ορίων της Ένωσης, αφού αναφέρεται ως χρηματοδότης του καθεστώτος για την καταστολή των διαδηλώσεων. Το όνομα του κου ΜΑΧΛΟΥΦ περιλαμβάνεται επίσης στην Εκτελεστική Απόφαση 2011/273/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου της 9ης Μαϊου 2011 και στην Εκτελεστική Απόφαση 2011/302/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου τη 23η Μαϊου 2011, όπου αναφέρεται ότι ο κος ΜΑΧΛΟΥΦ, ως ξάδελφος του προέδρου της Συρίας Bashar Al-Assad, χρηματοδοτεί το καθεστώς διευκολύνοντας τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων (Παράρτημα VI).

 

Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω είναι προφανές ότι οι ενέργειες του κου ΜΑΧΛΟΥΦ να παρέχει χρηματοδότηση για τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων στη Συρία γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο μεγάλου αριθμού αμάχων πολιτών στρέφονται ενάντια στις αρχές που διέπουν το πολιτειακό σύστημα και τον επιχειρηματικό τομέα της χώρας καθώς και τις ηθικές αξίες της κυπριακής κοινωνίας εν γένει.  

 

7. Σύμφωνα με το εδάφιο (3)(α) του άρθρου 113 των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων 141(Ι)/2002-2011 το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με διάταγμα να στερήσει από οποιονδήποτε πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας την ιδιότητα του πολίτη, εάν ικανοποιηθεί ότι ο πολίτης αυτός με έργα ή με λόγια επέδειξε έλλειψη νομιμοφροσύνης ή δυσμένεια στη Δημοκρατία. Επιπρόσθετα σύμφωνα με το εδάφιο (5) του ιδίου άρθρου το Υπουργικό Συμβούλιο δεν αποστερεί οποιοδήποτε πρόσωπο από την ιδιότητα του ως πολίτη σύμφωνα με το άρθρο αυτό εκτός αν ικανοποιηθεί ότι δεν συντελεί στο δημόσιο συμφέρον όπως το πρόσωπο αυτό εξακολουθήσει να είναι πολίτης της Δημοκρατίας (Παράρτημα VII).

 

8. Ο Υπουργός Εσωτερικών, ο οποίος θα παρουσιάσει την Πρόταση, έχοντας υπόψη τα ανωτέρω γεγονότα θεωρεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις τόσο του εδαφίου (3) (α) όσο και του εδαφίου (5) του άρθρου 113 των περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμων 141(Ι)/2002-2011. Σε σχέση με τις προϋποθέσεις του εδαφίου (3) (α) η συμπερίληψη του ονόματος του κου ΜΑΧΛΟΥΦ στον Κανονισμό (ΕΕ) 442/2011 της 9ης Μαϊου 2011 και στις Αποφάσεις του Συμβουλίου αρ. 2011/273/CFSP Της 9ης Μαϊου 2011, και αρ. 2011/302/CFSP της 23ης Μαϊου 2011, ως τον χρηματοδότη της βίαιης καταστολής των διαδηλώσεων καταδεικνύει ότι εμπλέκεται σε ενέργειες που αδιαμφισβήτητα καταπατούν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Η υποστήριξη τέτοιων ενεργειών δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως δυσμένεια προς την Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Όσον αφορά την προϋπόθεση του εδαφίου (5) η εμφανής εμπλοκή του σε ενέργειες που έχουν προκαλέσει διεθνή κατακραυγή καθώς και οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων καταδεικνύουν επαρκώς ότι δεν εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον με τη διατήρηση της ιδιότητας του πολίτη από αυτόν, αλλά ακριβώς το αντίθετο δηλαδή πλήττεται σοβαρά το δημόσιο συμφέρον.»

 

Τη 10.08.2011 το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την Πρόταση με αρ. 744/11 για στέρηση της κυπριακής υπηκοότητας από τον εφεσείοντα 1 και την οικογένειά του. Το Υπουργικό Συμβούλιο ικανοποιήθηκε ότι η συμπερίληψη του ονόματος του εφεσείοντα 1 στον Ευρωπαϊκό Κανονισμό 442/2011 και στην Απόφαση του Συμβουλίου 2011/273/ΚΕΠΠΑ, ως συνεισφέρων στη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων στη Συρία, καταδείκνυε ότι εμπλέκετο σε ενέργειες που αναμφισβήτητα παραβίαζαν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και κατά συνέπεια αυτό θεωρήθηκε δυσμένεια προς τη Δημοκρατία. Περαιτέρω, δεν συντελούσε στο δημόσιο συμφέρον η διατήρηση εκ μέρους του εφεσείοντα 1 της ιδιότητας του πολίτη καθότι οι ενέργειες του προκάλεσαν τη διεθνή κατακραυγή και τα περιουσιακά του στοιχεία, στην Κύπρο, παγοποιήθηκαν βάσει της Ευρωπαϊκής Οδηγίας. Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να στερήσει την Κυπριακή υπηκοότητα και από τους εξαρτώμενους του εφεσείοντα 1, ήτοι τη σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά του. Γνωστοποίησε την απόφασή του στους εμπλεκομένους με επιστολή, ημερομηνίας 27.09.2011, στην οποίαν αναλύει τους λόγους που το οδήγησαν να λάβει τη συγκεκριμένη απόφαση.

 

Τη 12.12.2011 οι εφεσείοντες, μέσω του δικηγόρου τους, ζήτησαν τη διεξαγωγή έρευνας, ως είχαν δικαίωμα να πράξουν, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 113(6) του Νόμου, σε σχέση με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 10.08.2011 για τη στέρηση από αυτούς της ιδιότητας του Κύπριου πολίτη. Το Υπουργικό Συμβούλιο διόρισε τότε Επιτροπή Έρευνας, η οποία εξέτασε το θέμα και ετοίμασε σχετικό πόρισμα. Η Επιτροπή Έρευνας αφού έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείοντας 1 ήταν, στη βάση του Ευρωπαϊκού Κανονισμού, πρόσωπο που ευθύνετο για τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων του άμαχου πληθυσμού, αναμειγμένος σε πράξεις που αδιαμφισβήτητα παραβίαζαν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, κατέληξε ότι δεν εξυπηρετείτο το δημόσιο συμφέρον με τη διατήρηση της ιδιότητας του πολίτη απ’ αυτόν, αλλά ακριβώς το αντίθετο, πλήττετο σοβαρά. Σε σχέση με τη σύζυγο, εφεσείουσα 2, η Επιτροπή αφού έλαβε υπόψη ότι από μόνη της δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για πολιτογράφηση και η πολιτογράφησή της έγινε γιατί θεωρήθηκε «εξαρτώμενη» του εφεσείοντα 1, αποφάσισε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ορθά αφαίρεσε από αυτήν την κυπριακή υπηκοότητα. Εάν δεν αφαιρείτο, η εφεσείουσα 2, «… θα βρισκόταν κάτοχος της Κυπριακής υπηκοότητας χωρίς καμία προσφορά στην Κυπριακή Δημοκρατία και χωρίς να έχει κανένα προσόν για πολιτογράφηση, όπως προνοείται από τους Νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας». Για τους ίδιους λόγους έκρινε ότι ήταν ορθή η αφαίρεση της υπηκοότητας από τα τέκνα, εφεσείοντες 3-6.

 

Τη 29.05.2013 το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού έλαβε υπόψη το πόρισμα της Επιτροπής Έρευνας, αποφάσισε να επιβεβαιώσει, σε συνέχεια της απόφασής του, με αρ. 72.354, ημερομηνίας 10.08.2011, την έκδοση διατάγματος, με το οποίο να αποστερεί από τους εφεσείοντες την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας. Παραθέτουμε αυτούσιους τους λόγους επί τους οποίους στηρίχθηκε το εν λόγω διάταγμα:

 

«(α) η συμπερίληψη του ονόματος του κου MAKHLOUF στον Κανονισμό (ΕΕ) 442/2011 της 9ης Μαΐου του 2011 καθώς και στον αναθεωρημένο Κανονισμό που αντικαθιστά τον προηγούμενο 36/2012 της 18ης Ιανουάριου 2012, όπως και στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με αρ. 2011/273/CFSP της 9ης Μαΐου 2011, και αρ. 2011/302/CFSP της 23ης Μαΐου 2011 ως τον χρηματοδότη της βίαιης καταστολής των διαδηλώσεων αμάχων στη Συρία, καταδεικνύει ότι εμπλέκεται και/ή ευθύνεται για τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων του άμαχου πληθυσμού στη Συρία και ως εκ τούτου ότι εμπλέκεται σε ενέργειες που καταπατούν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, γεγονός που στρέφεται ενάντια στις αρχές που διέπουν το πολιτειακό σύστημα και τον επιχειρηματικό τομέα της Κύπρου και τις ηθικές αξίες της κυπριακής κοινωνίας εν γένει. Η υποστήριξη τέτοιων ενεργειών δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως δυσμένεια προς την Κυπριακή Δημοκρατία.

 

(β) δεν συντελεί στο δημόσιο συμφέρον να εξακολουθήσει να είναι πολίτης της Δημοκρατίας, επειδή, σύμφωνα με το κοινοτικό κεκτημένο, ήταν αναμεμιγμένος σε πράξεις που αδιαμφισβήτητα παραβιάζουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και έχουν προκαλέσει διεθνή κατακραυγή, αφού αποτελούνται από πράξεις που αφορούν στη συνεχιζόμενη, βάναυση καταστολή και παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την κυβέρνηση της Συρίας. Η εμφανής εμπλοκή σε ενέργειες που έχουν προκαλέσει διεθνή κατακραυγή καθώς και η ευρωπαϊκή νομοθεσία για δέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων, καταδεικνύουν επαρκώς ότι δεν εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον με τη διατήρηση της ιδιότητας του πολίτη από αυτόν, αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή ότι πλήττεται το δημόσιο συμφέρον.»

 

Το Τμήμα Μετανάστευσης ενημέρωσε τον εφεσείοντα 1 σχετικά, με επιστολή ημερομηνίας 15.10.13, και τον κάλεσε να παραδώσει άμεσα τα ακυρωθέντα πιστοποιητικά εγγραφής, τα δελτία ταυτότητας και τα κυπριακά διαβατήρια τόσο του ιδίου όσο και των εφεσειόντων 2-6 και του ζήτησε όπως αυτός και η οικογένειά του, αναχωρήσουν άμεσα από τη Δημοκρατία. Ο εφεσείοντας 1 και η οικογένειά του δεν προσκόμισαν τα ζητηθέντα έγγραφα στο Τμήμα Μετανάστευσης.

 

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την πιο πάνω απόφαση με την προσφυγή 6551/2013. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο εξής «Δικαστήριο», απόρριψε την προσφυγή και επικύρωσε την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την πρωτόδικη απόφαση με δέκα λόγους έφεσης, οι οποίοι είναι διατυπωμένοι με τρόπο συγκεχυμένο. Κάποιοι λόγοι καλύπτουν πέραν του ενός σημείου, ενώ κάποια σημεία εγείρονται πέραν της μιας φοράς.

 

Οι λόγοι έφεσης 1 και 4 αφορούν την κατ΄ισχυρισμό λανθασμένη ερμηνεία, εκ μέρους της διοίκησης, των προνοιών του άρθρου 113(3)(α) του Νόμου, επί των οποίων βασίσθηκε η επίδικη απόφαση και ο λόγος έφεσης 3, την παράλειψη της να καθορίσει με ποιό τρόπο θα επηρεαζόταν το “δημόσιο συμφέρον”, εάν οι εφεσείοντες διατηρούσαν την Κυπριακή υπηκοότητα. Με το λόγο έφεσης 4, εισηγούνται περαιτέρω ότι η επίδικη απόφαση δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη.

 

Με τον λόγο έφεσης 2, προβάλλουν θέμα ανεπαρκούς έρευνας και συγκεκριμένα ότι οι Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί δεν δεσμεύουν τη Δημοκρατία και « ... δεν συνεπάγεται αυτόματα και χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα, επειδή οι εν λόγω πράξεις τους δεσμεύουν ως ευρωπαϊκό δίκαιο, ότι οι Εφεσείοντες/Αιτητές επέδειξαν με λόγια ή με πράξεις δυσμένεια προς τη Δημοκρατία». Παρόμοια θέση προβάλλεται και στο λόγο έφεσης 4, ότι οι εφεσίβλητοι «… πεπλανημένα θεώρησαν πως οποιοδήποτε πρόσωπο κατονομάζεται στα Παραρτήματα των εν λόγω πράξεων είναι πρόσωπο που ευθύνεται για τη βίαιη καταστολή

 

Εισηγούνται επίσης ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ενώπιον της Επιτροπής Έρευνας ήταν εσφαλμένη και ο διορισμός των μελών της έγινε κατά παράβαση των προνοιών του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου, Κεφ. 44 (ως έχει τροποποιηθεί), λόγος έφεσης 5, ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απόρριψε το αίτημα για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας, λόγος έφεσης 6.

 

Με τους λόγους έφεσης 7 και 8, εγείρεται θέμα κατάχρησης εξουσίας και παράβασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης. Οι λόγοι 9 και 10 επικεντρώνονται στους εφεσείοντες 2 μέχρι 6, προβάλλεται η θέση ότι η απόφαση της διοίκησης σε σχέση με τα πιο πάνω πρόσωπα, είναι αναιτιολόγητη και το Δικαστήριο παρέλειψε να διεξαγάγει «έλεγχο αναλογικότητας».

 

Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης, κρίνουμε ορθό να αναφερθούμε γενικά στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του κράτους να δέχεται ή να αποκλείει αλλοδαπούς, ασχέτως εάν ακολούθησε η πολιτογράφησή τους, από την επικράτειά του. Αυτό, αποτελεί ένα από τους βασικούς πυλώνες της εθνικής και εδαφικής κυριαρχίας του.

 

Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Fong Yace Ting 149 (1893) US 698, 711:

 

«The right to exclude or expel aliens or any class of aliens, absolutely or upon certain conditions, in war or in peace … is an inherent and inalienable right of every sovereign and independent nation, essential to its safety, its independence and its welfare.»

 

Το άρθρο 32 του Συντάγματος προβλέπει ότι:

 

«Ουδέν εκ των διαλαμβανομένων εν τω παρόντι μέρει εμποδίζει την Δημοκρατίαν να ρυθμίση διά νόμου οιονδήποτε θέμα σχετικόν προς τους αλλοδαπούς κατά τρόπον συνάδοντα προς το διεθνές δίκαιον.»

 

Στην υπόθεση Reyes v. Δημοκρατία (1996) 4 Α.Α.Δ. 401, ο Καλλής, Δ., αναφέρει τα πιο κάτω σε σχέση με το κυρίαρχο δικαίωμα της Δημοκρατίας που προβλέπεται στο άρθρο 32 του Συντάγματος:

 

«Το Άρθρο 32 του Συντάγματος ρητά αναγνωρίζει δικαίωμα στη Δημοκρατία να ρυθμίζει ζητήματα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το δικαίωμα μιας χώρας να αρνείται είσοδο των αλλοδαπών αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας μιας χώρας. Αποτελεί ένα κυριαρχικό δικαίωμα το οποίο δεν μπορεί να περιοριστεί εκτός με δεσμευτική σύμβαση. Το δικαίωμα ενός κράτους να ρυθμίζει τη διάρκεια της παραμονής των αλλοδαπών στη χώρα περιέχει ωσαύτως, και το γνώρισμα της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της χώρας. Ο καθηγητής Jacobs στο σύγγραμμα του πάνω στην ερμηνεία και εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παρατηρεί ότι ούτε η Σύμβαση ούτε τα Πρωτόκολλά της επιβάλλουν οποιουσδήποτε περιορισμούς πάνω στο δικαίωμα ενός κράτους να αποκλείσει ένα αλλοδαπό από τη χώρα.»

 

 

Στην ίδια υπόθεση γίνεται αναφορά στην υπόθεση Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, 1208, όπου τονίσθηκε η κυριαρχία του κράτους και η εξουσία του να καθορίσει ποιοί αλλοδαποί μπορούν να παραμείνουν στην επικράτειά του. Παραθέτουμε το απόσπασμα αυτούσιο:

 

«The Constitution of Cyprus expressly recognizes a right to the Republic to regulate matters relating to aliens in accordance with international law (Article 32). In Amanda Marga Ltd. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583 it was explained that the right of a country to refuse entry to aliens is, in accordance with international law an incident of the sovereignty, of the country; a sovereign right that cannot be abridged except by binding treaty or convention. The right of the State to regulate the length of stay of an alien in the country is likewise an attribute of the sovereignty and territorial integrity of the country. Professor Jacobs observes in his work on the interpretation and application of the European Convention on Human Rights, neither the Convention nor the protocols thereto impose any restrictions on the right to expel an alien from the country (Clarendon Press, Oxford1975, p, 31).»

 

Η υπό κρίση απόφαση στηρίχθηκε, ως προαναφέραμε, στο άρθρο 113(3)(α) του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί με διάταγμα να στερήσει από οποιοδήποτε πολίτη, το οποίο είναι πολιτογραφημένο πρόσωπο, την ιδιότητα του πολίτη εάν ικανοποιηθεί ότι ο πολίτης αυτός, με έργα ή με λόγια επέδειξε έλλειψη νομιμοφροσύνης ή δυσμένεια στη Δημοκρατία.

 

Το Υπουργικό Συμβούλιο, στην υπό κρίση υπόθεση, αποφάσισε την ακύρωση των πολιτογραφήσεων των έξι εφεσειόντων αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο του Ευρωπαϊκού Κανονισμού και της Ευρωπαϊκής Απόφασης και ιδιαίτερα το σκοπό για τον οποίο τέθηκαν οι εν λόγω περιορισμοί, ήτοι την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την προστασία του άμαχου πληθυσμού από πρόσωπα όπως ο εφεσείοντας 1. Έκρινε ότι οι ενέργειες του εφεσείοντα 1, δηλαδή η παροχή χρηματοδότησης για τη βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων στη Συρία, που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο μεγάλου αριθμού αμάχων πολιτών, στρέφονταν εναντίον των αρχών που διέπουν το πολιτειακό σύστημα και τον επιχειρηματικό τομέα της χώρας καθώς και τις ηθικές αξίες της κυπριακής κοινωνίας, εν γένει. Αυτό ισοδυναμούσε με επίδειξη δυσμένειας προς το κράτος. Κατέληξε ότι οι πιο πάνω ενέργειες, που προκάλεσαν διεθνή κατακραυγή καθώς και οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για δέσμευση των περιουσιακών του στοιχείων, κατέδειξαν ότι δεν εξυπηρετείτο το δημόσιο συμφέρον με τη διατήρηση της ιδιότητας του πολίτη απ’ αυτόν αλλά ακριβώς το αντίθετο, «πλήττετο σοβαρά το δημόσιο συμφέρον». Οι λόγοι καταγράφονται αναλυτικά στις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, στην έκθεση της Επιτροπής Έρευνας, στην επιστολή που απεστάλη στον εφεσείοντα 1 και στο διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών, τα οποία παραθέτουμε ανωτέρω και δεν κρίνουμε σκόπιμο να επαναλάβουμε.

 

Από το περιεχόμενο του Ευρωπαϊκού Κανονισμού και της Ευρωπαϊκής Απόφασης, προκύπτει ως μαχητό τεκμήριο ότι ο εφεσείοντας 1 εμπλέκετο στην πιο πάνω ενέργεια. Εάν ο τελευταίος αμφισβητούσε την εμπλοκή του, εδύνατο με βάση τις πρόνοιές του άρθρου 21 του ΕΚ 442/2011 και του άρθρου 32 του ΕΚ 36/2012, να προσκομίσει «αποδεικτικά στοιχεία και παρατηρήσεις (στο Συμβούλιο) ως προς τους λόγους για τους οποίους, μολονότι ανήκει σε μια τέτοια κατηγορία, θεωρεί ότι η καταχώριση του δεν είναι δικαιολογημένη».

 

Παρόμοιο δικαίωμα προνοείται και από το άρθρο 5(3) της Ευρωπαϊκής Απόφασης 2011/273, το οποίο προβλέπει ότι, «… εφόσον υποβάλλονται παρατηρήσεις ή προσκομίζονται νέα ουσιαστικά στοιχεία, το Συμβούλιο επανεξετάζει την απόφαση του και ενημερώνει το ενδιαφερόμενο μέρος ή οντότητα αναλόγως».

 

Συνεπώς ο επηρεαζόμενος δύναται, ανά πάσα στιγμή, με δική του πρωτοβουλία, να τύχει ακροάσεως από το Συμβούλιο και να ζητήσει τη διαγραφή του ονόματος του από τα σχετικά Παραρτήματα.

 

Ο εφεσείοντας 1 είχε επίσης δικαίωμα να προσβάλει τη συμπερίληψη του ονόματος του στους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς και στην Ευρωπαϊκή Απόφαση, με προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Σχετικές επί των συγκεκριμένων θεμάτων είναι οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου, Rami Makhlouf v. Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τ-432, ημερομηνίας 1.10.2011, Eyad Makhlouf v. Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Τ-383/11, ημερομηνίας 13.09.2013, C-402/05P και C-415/05P, Kadi και Al Barakaat International Foundation v. Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. Ι-6351, σκέψη 335 και C-27/09, Γαλλία ν. Peoples Mojahedin Organization of Iran, Συλλογή 2011, σ. I-13427, σκέψη 66.

 

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, προκύπτει, με βάση τα στοιχεία που προσκόμισε ο ίδιος ο εφεσείοντας 1, ότι είχε προβεί στις πιο πάνω ενέργειες, χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα.

 

Τα κράτη μέλη δεν έχουν υποχρέωση να προβούν από μόνα τους σε ξεχωριστή έρευνα, ως ήταν η εισήγηση που προβλήθηκε εκ μέρους των εφεσειόντων, λόγοι έφεσης 2 και 4, για να διαπιστώσουν κατά πόσο ορθά ή λανθασμένα συμπεριλήφθηκαν τα ονόματα των προσώπων που αναγράφονται στα Παραρτήματα, στους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς και στην Ευρωπαϊκή Απόφαση. Τα κράτη μέλη, στα οποία περιλαμβάνεται και η Κυπριακής Δημοκρατία, δεσμεύονται από τις πρόνοιες των πιο πάνω νομοθετημάτων. Επισημαίνουμε ότι στους πιο πάνω Κανονισμούς περιλαμβάνεται ρητή πρόνοια, η οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη να «… λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται».

 

Η δεσμευτικότητα των Κανονισμών και των Αποφάσεων, προβλέπεται και στο άρθρο 288 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην άρθρο 249 της ΣΕΚ), το παραθέτουμε αμέσως πιο κάτω:

 

«Για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης τα θεσμικά όργανα θεσπίζουν κανονισμούς, οδηγίες, αποφάσεις, συστάσεις και γνώμες.

 

Ο κανονισμός έχει γενική ισχύ. Είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

 

…………………………………………………………………………….

 

Η απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της. Όταν ορίζει αποδέκτες, είναι δεσμευτική μόνο για αυτούς».

 

Η εισήγηση ότι η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα ελλειπούς ερεύνης δεν μας βρίσκει σύμφωνους και απορρίπτεται.

 

Οι εφεσείοντες εισηγούνται, μεταξύ άλλων, ότι η διοίκηση ερμήνευσε λανθασμένα τις πρόνοιες του άρθρου 113(3)(α) του Νόμου και ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.

 

Η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας (άρθρο 29 του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99). Τόσο η μορφή της έρευνας όσο και η αιτιολογία της απόφασης, είναι άμεσα συνυφασμένες με τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476 και Ράφτη ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, 366).

 

Καθοδηγητικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, Eyad Makhlouf v. Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (ανωτέρω), η οποία αφορά παρόμοια γεγονότα, στην οποία γίνεται εκτενής αναφορά στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σε σχέση με τη δέουσα αιτιολογία:

 

«Κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των βλαπτικών πράξεων, η οποία αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον θιγόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η πράξη είναι ορθώς θεμελιωμένη ή αν πάσχει ενδεχομένως ελάττωμα, οπότε μπορεί να αμφισβητηθεί το κύρος της ενώπιον του δικαστή της Ένωσης και, αφετέρου, να παράσχει τη δυνατότητα στον εν λόγω δικαστή να ελέγξει τη νομιμότητα της πράξεως αυτής (αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-199/99 Ρ, Corus UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. Ι-11177, σκέψη 145, της 29ης Σεπτεμβρίου 2011, C-521/09 Ρ, Elf Aquitaine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι-8947, σκέψη 148, και της 15ης Νοεμβρίου 2012, C-417/11 Ρ, Συμβούλιο κατά Bamba, σκέψη 49).

 

Κατά πάγια επίσης νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 Ρ, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France, Συλλογή 1998, σ. Ι-1719, σκέψη 63, της 10ης Ιουλίου 2008, C-413/06 Ρ, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, Συλλογή 2008, σ. Ι-4951, σκέψη 166, και της 15ης Νοεμβρίου 2012, C-539/10 Ρ και C-550/10 Ρ, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου, σκέψη 138).

……………………………………………………………………………

 

Πάντως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Al-Aqsa κατά Συμβουλίου, προμνησθείσα, σκέψη 139).

 

Δεν απαιτείται να προσδιορίζει η αιτιολογία όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα (αποφάσεις του Δικαστηρίου Επιτροπή κατά Sytraval και Brink's France, προμνησθείσα, σκέψη 63, της 22ας Ιουνίου 2004, C-42/01, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σκέψη 66, και Al-Aqsa κατά Συμβουλίου, προμνησθείσα, σκέψη 140).»

 

Στις υπό κρίση αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 10.08.2011 και 29.05.2013 και στο πόρισμα της Επιτροπής Έρευνας, το οποίο υιοθετήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, καταγράφονται, ως προαναφέραμε, με τρόπο ρητό και σαφή τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη από τη διοίκηση και τους λόγους που θεωρήθηκε ότι οι ενέργειες του εφεσείοντα 1 συνιστούν «δυσμένεια στη Δημοκρατία». Επεξηγούνται επίσης οι λόγοι που δεν εξυπηρετείτο πλέον το δημόσιο συμφέρον με τη διατήρηση από τον εφεσείοντα 1 και την οικογένειά του της ιδιότητας του Κύπριου πολίτη. Περιοριζόμαστε να επισημάνουμε ότι ο λόγος που ο εφεσείοντας 1 πολιτογραφήθηκε Κύπριος πολίτης, ήταν οι καταθέσεις του στις κυπριακές τράπεζες οι οποίες στη συνέχεια δεσμεύτηκαν, σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες των Ευρωπαϊκών Κανονισμών και της Ευρωπαϊκής Απόφασης. Μετά τη δέσμευση των καταθέσεων, ο εφεσείοντας 1, ως αναφέρει και το Υπουργικό Συμβούλιο στην απόφασή του, «έπαυσε να παρέχει υψίστου επιπέδου υπηρεσίες προς τη Κυπριακή Δημοκρατία».

 

Η εισήγηση ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Άνευ ερείσματος είναι και η θέση ότι δεν έγινε ορθή ερμηνεία των προνοιών του άρθρου 113(3)(α) του Νόμου και ότι η διοίκηση παρέλειψε να καθορίσει με ποιο τρόπο επηρεάσθηκε το δημόσιο συμφέρον.

 

Η διακριτική ευχέρεια του κράτους σε τέτοιες περιπτώσεις είναι, ως αναφέραμε ανωτέρω, ευρεία, σχεδόν απεριόριστη, νοουμένου ότι ασκείται με καλή πίστη (Michael Kamel Barakat v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 916, Lucien Chlala v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3371). Αυτός είναι ο μόνος φραγμός που έθεσε η νομολογία στην άσκηση της εν λόγω εξουσίας. Εφόσον η εξουσία ασκείται καλόπιστα και δεν παραβιάζονται τα δικαιώματα του αλλοδαπού, ως αυτά προστατεύονται από το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (Βλέπετε σχετικά Amanda Marga Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Moyo v. Republic (ανωτέρω), Balalas v. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 2127 και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Moustaquim v. Belgium, Series A, No 193, p.19).

 

Υπάρχει μαχητό τεκμήριο ότι οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια της διοίκησης είναι καλόπιστη (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).

 

Ορθή είναι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στη υπό κρίση περίπτωση δεν υπήρξε εκ μέρους του Υπουργικού Συμβουλίου υπέρβαση των ορίων της διακριτικής του εξουσίας.

 

Τα πιο πάνω ισχύουν και στην περίπτωση των υπολοίπων εφεσειόντων. Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι εφεσείοντες 2 μέχρι 6 δεν προσέφεραν οποιαδήποτε υψίστου επιπέδου υπηρεσία στην Κυπριακή Δημοκρατία, ως ανεξάρτητα άτομα, που θα δικαιολογούσε την πολιτογράφηση τους ως Κύπριους πολίτες. Κατ’ ακρίβεια, με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν στο Δικαστήριο, προκύπτει ότι δεν προσέφεραν οποιαδήποτε υπηρεσία στο κράτος πόσο μάλλον υψίστου επιπέδου, ως ήταν το κριτήριο που είχε θέσει το Υπουργικό Συμβούλιο. Εξάλλου αυτό θα ήταν αδύνατο για τους εφεσείοντες 3 μέχρι 6 καθότι κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ανήλικοι. Επισημαίνουμε επίσης ότι το μόνο που ζητήθηκε από την εφεσείουσα 2 να παρουσιάσει στις αρχές ήταν το πιστοποιητικό γάμου της με τον εφεσείοντα 1. Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι εφεσείοντες 2 μέχρι 6, πολιτογραφήθηκαν ως Κύπριοι πολίτες καθότι το Υπουργικό Συμβούλιου τους θεώρησε ως εξαρτώμενους του εφεσείοντα 1.

 

Η Επιτροπή Έρευνας στο πόρισμά της καταγράφει τα πιο κάτω σε σχέση με το θέμα αυτό, τα οποία υιοθέτησε και το Υπουργικό Συμβούλιο:

«Έχουμε μελετήσει τους υπηρεσιακούς φακέλους που αφορούν τα πιο πάνω πρόσωπα και προκύπτουν τα πιο κάτω. Η κ. Οθμάν δεν φαίνεται να έχει δραστηριοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο στην Κυπριακή επιχειρηματική δραστηριότητα, ούτε φαίνεται να πληροί τους όρους της κατ' εξαίρεση πολιτογράφησης ξένων υπηκόων. Πιο συγκεκριμένα, δεν φαίνεται να έχει καταθέσεις σε τράπεζες σε ποσά και διάρκεια όπως προνοείται στον σχετικό Νόμο, ούτε έχει την αναγκαία και απαραίτητη κατοικία στο όνομα της, όπως προνοείται από το Νόμο.

 

Είναι προφανές ότι το Υπουργικό Συμβούλιο απεδέχθη την αίτηση της για πολιτογράφηση, καθόσον την θεώρησε ως πλήρως εξαρτημένο πρόσωπο από τον κ. Μαχλούφ. Την θεώρησε ως αναπόσπαστο μέρος του κ. Μαχλούφ και γι' αυτό της παραχωρήθηκε, κατ' εξαίρεση, η Κυπριακή υπηκοότητα. Δεν βρήκαμε καμία δραστηριότητα της κ. Ραζάν Οθμάν που να δείχνει ότι προσέφερε υψίστου επιπέδου υπηρεσίας στην Κυπριακή Δημοκρατία λόγω των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων, ως ανεξάρτητο άτομο.

 

Κατά την κρίση μας, εφόσον το πρόσωπο πάνω στο οποίο και χάρις στο οποίο η κ. Οθμάν απέκτησε την Κυπριακή υπηκοότητα, και εφόσον κατά την κρίση μας το Υπουργικό Συμβούλιο ορθά και νόμιμα αφαίρεσε την Κυπριακή υπηκοότητα από το πρόσωπο αυτό, όπως επεξηγήθηκε ανωτέρω, δηλαδή τον σύζυγο της, είχε καθήκον και υποχρέωση να αφαιρέσει την υπηκοότητα από την κ. Οθμάν. Εάν δεν την αφαιρούσε, η κ. Οθμάν θα βρισκόταν κάτοχος της Κυπριακής υπηκοότητας χωρίς καμιά απολύτως προσφορά στην Κυπριακή Δημοκρατία και χωρίς να έχει κανένα προσόν για πολιτογράφηση, όπως προνοείται από τους Νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Καταλήγουμε ότι ορθά ενέργησε το Υπουργικό Συμβούλιο να της στερήσει την Κυπριακή υπηκοότητα.

 

Αναφορικά με τα παιδιά του κ. Μαχλούφ, τα οποία είναι ανήλικα και πολιτογραφήθηκαν ως πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας με βάση τον σχετικό Νόμο, ισχύουν τα ίδια όπως και στην περίπτωση της κ. Οθμάν, δηλαδή ότι τα παιδιά είναι πλήρως εξαρτημένα από τους γονείς τους και δεν έχουν τα αναγκαία από το Νόμο προσόντα όπως πολιτογραφηθούν ως Κύπριοι πολίτες. Κατά συνέπεια, ορθά τους αφαιρέθηκε η υπηκοότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας.»

 

Καταλήγουμε ότι ο λόγος έφεσης 9 και ο λόγος έφεσης 10, στο βαθμό που αφορούν την έλλειψη δέουσας αιτιολογίας της επίδικης απόφασης σε σχέση με τους εφεσείοντες 2 μέχρι 6, δεν ευσταθούν και απορρίπτονται. 

 

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται επίσης ότι η διοίκηση ενήργησε κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης και υπήρξε κατάχρηση εξουσίας. Προς υποστήριξη της θέσης τους, αναφέρουν τα πιο κάτω, στην Αιτιολογία του λόγου έφεσης 7:

 

«… οι Εφεσίβλητοι/Καθ’ ων η αίτηση … ενώ γνώριζαν εξ αρχής και κατά την λήψη απόφασης πολιτογράφησής του ως προς την ιδιότητα του Αιτητή 1 ως συγγενή του Προέδρου της Συρίας και είχαν υπόψη τους ότι ο Αιτητής 1, ήταν ήδη στον κατάλογο προσώπων για τη λήψη περιοριστικών μέτρων της Αμερικανικής Κυβέρνησης, εντούτοις πολιτογράφησαν τόσο τον ίδιο όσο και τα μέλη της οικογένειάς του ενώ στην συνέχεια για τους ίδιους περίπου λόγους αποφάσισαν να ανακαλέσουν την απόφασή τους και να στερήσουν στους Αιτητές την υπηκοότητα.»

 

Η πολιτογράφηση του εφεσείοντα 1 και της οικογένειάς του, ως Κυπρίων πολιτών δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα διαδικασία και ως εκ τούτου δεν κρίνουμε σκόπιμο να σχολιάσουμε γιατί ο τότε Υπουργός Εσωτερικών προώθησε Πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο όπως το συγκεκριμένο πρόσωπο και οι εξαρτώμενοι του πολιτογραφηθούν, ενώ η σύσταση της Διευθύντριας του Τμήματος Μετανάστευσης, ημερομηνίας 27.01.2010, που βασιζόταν σε στοιχεία, ήταν όπως η αίτηση για πολιτογράφηση απορριφθεί.  

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι κατά το χρόνο πολιτογράφησης του εφεσείοντα 1 υπήρχε ήδη σε ισχύ διάταγμα παγοποίησης των περιουσιακών του στοιχείων στις Η.Π.Α., λόγω ανάμειξής του σε σκάνδαλα διαφθοράς. Το γεγονός ότι οι αρχές, τουλάχιστο το Υπουργείο Εσωτερικών, γνώριζε την ανάμειξή του σε σκάνδαλα διαφθοράς και παρά ταύτα υπόβαλε Πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο για πολιτογράφησή του, δεν εμπόδιζε το Υπουργικό Συμβούλιο να ακυρώσει, στη βάση νέων στοιχείων, σε μεταγενέστερο στάδιο, την απόφασή του για πολιτογράφηση του εφεσείοντα 1.

 

Παρενθετικά επισημαίνουμε ότι στην πρόταση που υπέβαλε ο τότε Υπουργός Εσωτερικών στο Υπουργικό Συμβούλιο, με κοινοποίηση στη Βουλή των Αντιπροσώπων, για πολιτογράφηση του εφεσείοντα 1, δεν γίνεται αναφορά στο Σημείωμα της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η οποία, για τους λόγους που παραθέσαμε ανωτέρω, σύστησε την απόρριψη του αιτήματος του εφεσείοντα 1. Παραμένει άγνωστο στο Δικαστήριο κατά πόσο το Υπουργικό Συμβούλιο ενημερώθηκε σε σχέση με το περιεχόμενο του Σημειώματος.

 

Υπενθυμίζουμε ότι η ακύρωση της πολιτογράφησης του εφεσείοντα 1 δεν στηρίχθηκε στα αδικήματα διαφθοράς που του καταλόγιζαν οι αμερικανικές αρχές, τα οποία ήταν σε γνώση του Υπουργού Εσωτερικών κατά το χρόνο πολιτογράφησης του εφεσείοντα 1, αλλά σε άλλες παρανομίες. Όπως ήδη αναφέραμε πλειστάκις η επίδικη απόφαση στηρίχθηκε στην χρηματοδότηση της βίαιης καταστολής των διαδηλώσεων άμαχου πληθυσμού στη Συρία, γεγονός που έλαβε χώραν σε κατοπινό στάδιο, μετά την πολιτογράφησή του.

 

Το γεγονός δε ότι ο εφεσείοντας 1 ήταν εξάδελφος του Προέδρου της Συρίας, Bashar al-Assad, από μόνο του, δεν αποτελούσε λόγο για αποστέρηση της υπηκοότητάς του, το 2010. Επισημαίνουμε ότι η εμφύλια διαμάχη στη Συρία, με την οποία εμπλέκεται και ο Πρόεδρος της Συρίας και επί της οποίας στηρίχθηκε η επίδικη απόφαση, άρχισε το Μάρτιο του 2011, δύο και πλέον μήνες μετά την πολιτογράφηση του εφεσείοντα 1, ως Κύπριου πολίτη.

 

Καταλήγουμε ότι δεν προκύπτει θέμα παράβασης των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης και ή κατάχρηση εξουσίας.

 

Οι εφεσείοντες εγείρουν και θέμα παράβασης της αρχής της αναλογικότητας, λόγος έφεσης 10. Προβάλλουν τη θέση ότι η διοίκηση δεν προέβη σε «έλεγχο αναλογικότητας» πριν τη λήψιν της προσβαλλομένης απόφασης και δεν έλεγξε τις συνέπειες της προσβαλλομένης απόφασης στους εφεσείοντες 2 μέχρι 6.

 

Η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει όπως υπάρχει εύλογη σχέση μεταξύ του μέτρου που λαμβάνεται και του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού. Η διοίκηση πρέπει να επιλέγει τη λιγότερο επαχθή λύση για τον πολίτη όταν και με τη λύση αυτή μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός του νόμου. (Βλέπετε άρθρο 52 του Νόμου 158(Ι)/1999 και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. Ι-3727, σκέψη 61. 13.03.2012, Melli Bank κατά Συμβουλίου, C-380/09P, σκέψη 52 και Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατά Al-Aqsa, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-539/10P και C-550/10P,  σκέψη 122).

 

Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 7 προβάλλεται η θέση ότι οι εφεσείοντες «… στερήθηκαν την ιδιότητα του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ενώ στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 10, ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο η προσβαλλομένη απόφαση ήταν «… προς το συμφέρον των παιδιών, δεδομένου ότι οι εφεσείοντες 3 μέχρι 6, ήταν ανήλικοι».

 

Πρόκειται για θέσεις διατυπωμένες με γενικό και αόριστο τρόπο, χωρίς να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία γιατί η στέρηση από τους εφεσείοντες της ιδιότητας του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τους επηρέασε δυσμενώς ιδιαίτερα τους ανήλικους, εφεσείοντες 3 μέχρι 6.

 

Ανεξαρτήτως τούτου, διαπιστώνουμε ότι αυτές οι γενικές και αόριστες θέσεις, ηγέρθηκαν, για πρώτη φορά, στα πλαίσια της έφεσης δεν καλύπτονται από την Αίτηση στην προσφυγή και ως εκ τούτου δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης (Βλέπετε Crown Resorts Ltd v. Δήμου Παραλιμνίου (2012) 3 Α.Α.Δ. 174). Στην Αίτηση γίνεται αναφορά στην παραβίαση «των αρχών της αναλογικότητας», ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι «δυσανάλογα επαχθής και ή ακατάλληλη», χωρίς όμως να τίθονται οποιαδήποτε στοιχεία προς υποστήριξη των πιο πάνω θέσεων. Δεν διευκρινίζεται με ποιο τρόπο η προσβαλλομένη απόφαση ήταν επαχθής και ή ακατάλληλη για τους εφεσείοντες.

 

Παρατηρούμε ακόμη ότι ούτε στην Επιτροπή Έρευνας, η οποία διορίστηκε για να εξετάσει το συγκεκριμένο θέμα, τέθηκε ισχυρισμός ότι η στέρηση της υπηκοότητας ήταν επαχθής για τους εφεσείοντες και ιδιαίτερα για τους εφεσείοντες 3 μέχρι 6 που ήταν τότε ανήλικοι.

 

Επισημαίνουμε ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για στέρηση της Κυπριακής υπηκοότητας λήφθηκε τη 10.08.2011, ελάχιστους μόνο μήνες μετά την πολιτογράφηση των εφεσειόντων, ενώ οι τελευταίοι ενημερώθηκαν για την εν λόγω απόφαση, κατά ή περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους. Η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις όπου πρόσωπα τα οποία διαμένουν σε μια χώρα, για μεγάλο χρονικό διάστημα, δημιουργούν δεσμούς με τη χώρα και η στέρηση της πολιτικής τους ιδιότητας δυνατόν να επηρεάζει τα δικαιώματά τους που προστατεύονται από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή τους καθιστά ανιθαγενείς. (Βλέπετε σχετικά τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ramadan v. Malta, (application no. 76136/12), ημερομηνίας 21.6.2016, Κ2 ν. the United Kingdom (application no. 42387/13), ημερομηνίας 7.02.2017 και Johansen v. Denmark (application no. 27801/19), ημερομηνίας 1.02.2022).

 

Η λήψη των επίμαχων μέτρων υπό το πρίσμα των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί αφ’ εαυτής, ως ακατάλληλη. (Βλέπετε σχετικά Kadi and Al Barakaat (International Foundation του Συμβουλίου και Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σκέψη 363, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, υπόθεση C-548/09P, σκέψη 115 και Al-Aqsa κατά Συμβουλίου (πιο πάνω), σκέψη 123).

 

Σε σχέση με τους λόγους έφεσης 5 και 6, διαπιστώνουμε ότι αυτοί δεν έχουν προωθηθεί κατά την ακροαματική διαδικασία και εκλαμβάνουμε ότι έχουν εγκαταλειφθεί. Επισημαίνουμε δε ότι ο λόγος έφεσης 5 δεν περιλαμβάνεται καν στους λόγους Αίτησης.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνουμε ότι η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €3.500 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.

 

 

                                                        Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

 

 

                                                          Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

 

 

Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

/ΓΓ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο