ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(γ) του Ν.33/64 – Μεταβατικές Διατάξεις)

 

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 26/20)

 

10 Σεπτεμβρίου, 2024

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΜΕΣΩ Δ/ΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ,

 

Εφεσείοντες,

ν.

 

    GURDHIAN SINGH,

Εφεσίβλητου,

 

   _________________

 

Π. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Χριστούδιας, για Νίκο Α. Λοϊζου & Χρίστο Γ. Χριστούδια, για τον Εφεσίβλητο.

_________________

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

_________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.:  Η υπό κρίση έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, στο εξής ‘Δικαστήριο’, στην προσφυγή αρ. 190/19, αντικείμενο της οποίας ήταν η απόρριψη του αιτήματος του εφεσιβλήτου, αιτητή σε εκείνη τη διαδικασία, για παραχώρηση καθεστώτος πολιτικού ασύλου. 

 

Ο εφεσίβλητος, Ινδός υπήκοος, αφίχθηκε στην Κύπρο, μέσω των κατεχομένων περιοχών, αρχές του 2018. Την 27.04.2018 υπέβαλε αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για παραχώρηση καθεστώτος πολιτικού ασύλου. Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση – Εισήγηση, η οποία φέρει ημερομηνία 15.06.2019, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος. Στην πρώτη σελίδα του εγγράφου αναγράφονται τα πιο κάτω:

 

«Υπηρεσία Ασύλου

Η εισήγηση σας για απόρριψη της

αίτησης ασύλου εγκρίνεται.

 

(Υπογραφή)

 

19/06/2019»

Ο εφεσίβλητος πρόσβαλε, ως προαναφέραμε, την πιο πάνω απόφαση με  προσφυγή. Ένας από τους λόγους που ήγειρε  ήταν η κατ’ ισχυρισμό αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την απόφαση απόρριψης του αιτήματος του. Ο ισχυρισμός εδραζόταν στο γεγονός ότι ήταν άγνωστη η ταυτότητα του  προσώπου που υπόγραψε την εν λόγω απόφαση.

 

Στο στάδιο των διευκρινίσεων, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας, επικαλούμενη την αρχή ότι το θέμα της αρμοδιότητας του προσώπου που έλαβε τη διοικητική απόφαση εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, ζήτησε όπως καταθέσει δύο  έγγραφα της Υπηρεσίας Ασύλου. Το πρώτο, ημερομηνίας 5.05.2020, βεβαίωνε ότι το πρόσωπο που υπόγραψε την απόφαση ήταν ο Ανδρέας Γεωργιάδης και το δεύτερο, επρόκειτο για το έγγραφο με το οποίο ορίσθηκε το πιο πάνω πρόσωπο να εκτελεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου Ασύλου, σε σχέση με την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας.   

 

Ο συνήγορος του εφεσίβλητου, αιτητή σε εκείνη τη διαδικασία, έφερε ένσταση στο αίτημα. H ένσταση του απορρίφθηκε από το Δικαστήριο το οποίο έκανε δεκτή την κατάθεση των εγγράφων. Παραθέτουμε αυτούσιο το σκεπτικό του Δικαστηρίου:

 

«Δικαστήριο: Παρόλο που δεν τέθηκε στη γραπτή αγόρευση, αλλά τέθηκε ως ισχυρισμός στην απάντηση, για λόγους δημοσίου συμφέροντος και επειδή μπορώ να κρίνω κατά πόσο απόφαση λαμβάνεται από αρμόδιο όργανο και αυτεπάγγελτα, αποδέχομαι το ότι για να εξετάσω τον ισχυρισμό αυτόν θα πρέπει να δω τη θέση σας, να εξετάσω τη θέση σας και σίγουρα ότι μπορώ να λάβω υπ’ όψιν στοιχεία, τα οποία, όπως ορθά ανέφερε η συνήγορος των Καθ’ ων η Αίτηση, δεν βρίσκονται στον ατομικό διοικητικό φάκελο του Αιτητή στην παρούσα προσφυγή και τα οποία έχει φέρει σήμερα και ζητά την προσκόμισή τους. Οπόταν αποδέχομαι την προσκόμιση του εν λόγω εγγράφου.»

 

 

Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου συνέχισε να φέρει ένσταση, το Δικαστήριο τού επεσήμανε ότι το θέμα είχε ήδη αποφασισθεί και η ένσταση του είχε ήδη απορριφθεί. Πρόσθεσε ότι θα έκρινε στη συνέχεια κατά πόσο τα έγγραφα ήταν ‘επαρκή’ για να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου.

 

Το Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή. Στην απόφαση του σημείωσε ότι το έγγραφο που κατατέθηκε σε σχέση με την ταυτότητα του προσώπου που υπόγραψε την επίδικη απόφαση, ημερομηνίας 5.05.2020, ‘ … θα έπρεπε να προσαχθεί στο δικαστήριο ακολουθώντας δικονομικά το ορθό διάβημα για προσαγωγή μαρτυρίας και όχι κατά το στάδιο των διευκρινίσεων με την προφορική αγόρευση της συνηγόρου των Καθ΄ ων η Αίτηση’. Η επιστολή δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο και το περιεχόμενο της αγνοήθηκε. Πρόσθεσε ότι το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό. Κατέληξε ότι δεν είχε προσδιορισθεί η ταυτότητα του προσώπου που έλαβε την απόφαση και κατ’ επέκταση ‘ … δεν υπάρχει αρμοδιότητα οργάνου’.

 

Η Δημοκρατία αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και προβάλλει τρεις λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος αφορά τις εξουσίες του Δικαστηρίου με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, στο εξής ‘ο Νόμος 73(Ι)/2018’. Εγείρεται ο νομικός ισχυρισμός ότι καθήκον του Δικαστηρίου ήταν, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 11 του Νόμου 73(Ι)/2018, είτε να επικυρώσει είτε να ακυρώσει και να τροποποιήσει την απόφαση ή πράξη εν όλω ή εν μέρει.  Ο  δεύτερος λόγος εστιάζεται στην κατ’ ισχυρισμό λανθασμένη κρίση του Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν είχε δικαίωμα να  παρουσιάσει μαρτυρία στο στάδιο των διευκρινίσεων, ενώ ο τρίτος λόγος επικεντρώνεται στην κατ’ ισχυρισμό λανθασμένη ερμηνεία των προνοιών του Νόμου 73(Ι)/2018, στην έκταση που αφορούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Ερμήνευσε τον εν λόγω νόμο με τρόπο που δεν συνάδει με το γράμμα και το σκοπό του άρθρου 46 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας   2013/32, θεωρώντας ότι δεν είχε εξουσία να υποκαταστήσει την κρίση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, με τη δική του.

 

Το πρώτο θέμα που θα μας απασχολήσει, το οποίο αποτελεί και την ουσία της έφεσης, είναι η απόρριψη από το Δικαστήριο της επιστολής, ημερομηνίας 5.05.2020, στην οποία είναι καταγεγραμμένα τα στοιχεία του προσώπου που υπόγραψε την προσβαλλομένη απόφαση. Υπενθυμίζουμε ότι επρόκειτο για τον Ανδρέα Γεωργιάδη που είχε ορισθεί να εκτελεί τα καθήκοντα του Προϊστάμενου Ασύλου.

 

Η ευπαίδευτη εκπρόσωπος της Δημοκρατίας, τόνισε κατά την αγόρευση της, τις ευρείες εξουσίες που έχει το Δικαστήριο σε σχέση με θέματα μαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να διατάξει το ίδιο την προσαγωγή μαρτυρίας και ή στοιχείων.

 

Η πιο πάνω θέση μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Η προσαγωγή εγγράφων και μαρτυριών στη διοικητική δίκη, δεν ρυθμίζεται από το δίκαιο της απόδειξης που ισχύει στην πολιτική δίκη. Σε αντίθεση με το σύστημα της αντιδικίας που διέπει την πολιτική δίκη, όπου η ευθύνη για προσαγωγή μαρτυρίας βαρύνει αποκλειστικά τους διαδίκους, στο ανακριτικό σύστημα η πρωτοβουλία ανήκει και στο δικαστή (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. C Kassinos Construction Ltd (1990) 3 A.A.Δ 3835).

 

Ως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στην απόφαση Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ 145, το Δικαστήριο έχει:

 

« … ευρεία εξουσία να δεχθεί μαρτυρία για  οποιοδήποτε σημείο ή ζήτημα, που κρίνει σχετική και αναγκαία για την απόφαση των θεμάτων που εγείρονται στην προσφυγή ή την έφεση, αναφορικά με τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης».

 

Και στη σελίδα 162:

 

«Στη διοικητική δίκη ο Δικαστής, και όχι οι διάδικοι, διευθύνει την έρευνα. Έγγραφα και άλλη μαρτυρία σχετική με τα επίδικα θέματα είναι αποδεκτά σε όλα τα στάδια της δίκης, τόσο στην πρωτοβάθμια εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής απόφασης ή πράξης, όσο και στη δευτεροβάθμια.

 

Ο Δικαστής στη διοικητική δίκη δεν περιορίζεται στα στοιχεία που παρουσιάζουν οι διάδικοι, αλλά, για πληρέστερη έρευνα, μπορεί να δώσει οδηγίες για προσκόμιση εγγράφων που κρίνει ότι είναι σχετικά και ασκούν οποιαδήποτε επιρροή στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης.»

 

 

 Για την προσαγωγή μαρτυρίας, άλλης από το διοικητικό φάκελο, απαιτείται άδεια του Δικαστηρίου. Βασική προϋπόθεση για τη χορήγηση μιας τέτοιας άδειας είναι η σχετικότητα της μαρτυρίας της οποίας επιζητείται η προσαγωγή προς τα επίδικα θέματα. Τα επίδικα θέματα, πέρα από εκείνα που μπορούν να εξεταστούν αυτεπάγγελτα, προσδιορίζονται από την αντιπαραβολή των εγγράφων προτάσεων (βλ. Kyriakides v. Republic, 1 R.S.C.C. 66, 69, Κωνσταντινίδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1982) 3 Α.Α.Δ. 387, 389, Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106, 115-116, Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd (1990) 3 A.A.Δ. 3835, 3840, Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 19.3.1993 στην Προσφυγή αρ. 374/92). 

 

  Ο Νόμος 73(Ι)/2018 που προνοεί για τη λειτουργία του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας δίδει ιδιαίτερα ευρείες εξουσίες στο εν λόγω Δικαστήριο, με ρητές και σαφείς προβλέψεις  όσον αφορά την προσαγωγή μαρτυρίας. Οι εξουσίες αυτές αποτελούν πολύτιμο εργαλείο για το Δικαστήριο για τη διενέργεια ελέγχου ως προς την ορθότητα της απόφασης ή της πράξης. Επισημαίνουμε ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, σε τέτοιας φύσης υποθέσεις, καθορίζεται από το άρθρο 11 του Νόμου 73(Ι)/2018. Με βάση τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου, ο έλεγχος που ασκεί το Δικαστήριο δεν περιορίζεται στη διακρίβωση της νομιμότητας της απόφασης ή της πράξης αλλά επεκτείνεται και στην εξέταση της ορθότητας της υπόθεσης.

 

Το Δικαστήριο έχει εξουσία, μεταξύ άλλων να λάβει υπόψη του γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής (άρθρο 11 (5)), να διατάξει τη διοικητική αρχή όπως του απαντήσει ερώτημα σχετικό προς το εξεταζόμενο επίδικο θέμα (άρθρο 11 (6)) και να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (7Α) του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου (άρθρο 11 (7)). 

 

Ο Κανονισμός 7 δε των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019 (3/2019) προνοεί τα ακόλουθα σε σχέση με το υπό εξέταση θέμα:

 

«7.  Το Δικαστήριο δύναται να καθορίζει τη διαδικασία και να εκδίδει οδηγίες κατά περίπτωση αναφορικά με τη λήψη γραπτής ή προφορικής μαρτυρίας ή άλλων αποδεικτικών μέσων, συνεντεύξεων του αιτητή ασύλου ή δικαιούχου διεθνούς προστασίας και άλλων διαδικασιών σύμφωνα με τον Περί Προσφύγων Νόμο αρ. 6(Ι)/2000 ως εκάστοτε τροποποιείται και τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο,(Ε.Υ.Υ.Α) όπως ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις».

 

Εκ των ως άνω συνάγεται ότι οι εξουσίες του συγκεκριμένου δικαστηρίου σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης, είναι ευρείες και ο ρόλος του ρυθμιστικός.

   

    Στρεφόμενοι στα γεγονότα της υπόθεσης, διαπιστώνουμε ότι το Δικαστήριο ενώ εξέτασε και αποδέχθηκε το αίτημα που υποβλήθηκε για την προσκόμιση του υπό κρίση εγγράφου, ακολούθως, στην τελική απόφασή του, απέκλινε από το σκεπτικό της ενδιάμεσης απόφασης του και επανεξέτασε το θέμα αποδεκτότητας του εγγράφου, το οποίο όμως είχε ήδη αποφασίσει. Υπενθυμίζουμε ότι η μόνη επιφύλαξη που εκφράσθηκε αρχικά, κατά την ακρόαση, αφορούσε τη βαρύτητα που θα εδίδετο στο περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων, κατά πόσο ήταν επαρκές για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου.

 

Στην τελική του απόφαση το Δικαστήριο ακολούθησε μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση, σε σχέση με την αποδεκτότητα του υπό κρίση εγγράφου. Έκρινε ότι το εν λόγω έγγραφο θα έπρεπε να προσαχθεί, «…  ακολουθώντας δικονομικά το  ορθό διάβημα για προσαγωγή μαρτυρίας και όχι κατά το στάδιο των αγορεύσεων με την προφορική αγόρευση της συνηγόρου των Καθ’ ων η Αίτηση», παραγνωρίζοντας ότι είχε ήδη αποδεχθεί την κατάθεση του εγγράφου, μετά από σχετικό προφορικό αίτημα που υποβλήθηκε από τη Δημοκρατία. Απόκλινε από την προηγούμενη κρίση του χωρίς να δικαιολογήσει την πιο πάνω ενέργειά του.

 

Η κρίση του δικαστηρίου ότι το έγγραφο δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη καθότι παρουσιάστηκε ακολουθώντας λανθασμένο διάβημα δεν συνάδει με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας. Πέραν τούτου, το δικαστήριο παραγνώρισε τις ευρείες εξουσίες που είχε σε σχέση με το θέμα αυτό, με βάση τις ρητές διατάξεις του Νόμου και των Διαδικαστικών Κανονισμών αλλά και με βάση τις αρχές της νομολογίας. Ο λόγος έφεσης 2 γίνεται δεκτός.

 

Η πιο πάνω κατάληξή μας είναι καθοριστική για την έκβαση της υπόθεσης και ως εκ τούτου δεν κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Η υπόθεση να τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για επανεκδίκαση, με βάση τις αρχές που θέσαμε πιο πάνω.  Καμία διαταγή για έξοδα. 

 

 

 

Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

                                               

 

 

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                  

 

 

Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΓΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο