ΑΚΥΡΩΤΙΚΟ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ.

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ  ΑΡΘΡΟΥ 9(2)(δ), ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 33/64.

 

(Ένσταση Αρ. 3/2024)

 

4 Σεπτεμβρίου, 2024

 

[ΛΙΑΤΣΟΣ, Π., ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, ΜΕΛΗ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 9(2)(δ) ΚΑΙ 10(5)(ζ), ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964-2022

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2023, ΩΣ ΑΥΤΟΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΟΝ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΗΜΕΡ. 13.5.2024 (Η ΟΠΟΙΑ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΤΗΝ 14.5.2024), ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑ ΘΕΟΧΑΡΙΔΟΥ Κ. ΚΑΛΥΨΩ ΓΙΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΔΙΚΑΣΤΟΥ

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 10(5)(ζ) ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 33/64, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ, ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑ ΘΕΟΧΑΡΙΔΟΥ Κ. ΚΑΛΥΨΩ, ΣΤΗΝ ΠΙΟ ΠΑΝΩ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

 

-----------------

 

Ενιστάμενη παρούσα, εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Καμιά εμφάνιση για το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.

 

------------

 

Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου ετοιμάστηκε από τους Α.Ρ. Λιάτσο, Π. και Τ.Θ. Οικονόμου, Δ. και θα θα δοθεί από τον Λιάτσο, Π.

----------------

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.: 

 

Εισαγωγή.

 

Η παρούσα υπόθεση είναι καινοφανής.  Αφορά Ένσταση με την οποία επιδιώκεται όπως το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ασκήσει για πρώτη φορά την δικαιοδοσία που του απέδωσε, στα πλαίσια της πρόσφατης δικαστικής μεταρρύθμισης, το Άρθρο 9(2)(δ) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964) όπως τροποποιήθηκε δια του Νόμου 145(Ι)/2022 (εν τοις εφεξής «ο Νόμος»), ήτοι, να ενεργεί «ως ακυρωτικό δευτεροβάθμιο δικαστικό συμβούλιο κατά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου».  Ειδικότερα δια του Άρθρου 10(5)(ζ) έχει προβλεφθεί ότι:

 

«(ζ) κατόπιν υποβολής ενστάσεως υφ’ οιουδήποτε επηρεαζοµένου, η απόφαση του Ανωτάτου ∆ικαστικού Συµβουλίου υπόκειται σε έλεγχο υπό του Ανωτάτου Συνταγµατικού ∆ικαστηρίου, το οποίο σε τέτοια περίπτωση ενεργεί ως δευτεροβάθµιο δικαστικό συµβούλιο, ασκώντας ακυρωτικό έλεγχο επί των αποφάσεων του Ανωτάτου ∆ικαστικού Συµβουλίου:

[…]

Νοείται περαιτέρω ότι, η ως άνω προβλεπόµενη ένσταση υποβάλλεται εντός δέκα (10) εργάσιµων ηµερών από την ηµέρα της κοινοποίησης της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συµβουλίου στον επηρεαζόµενο και περιλαµβάνει γραπτώς τους λόγους υποβολής της

 

          Ως εκ της πρόσφατης δικαστικής μεταρρύθμισης θεωρούμε αναγκαίο να θέσουμε διευκρινιστικά το γενικό πλαίσιο που διέπει αφενός τη λειτουργία και τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου (εν τοις εφεξής «το ΑΔΣ») και αφετέρου τον νέο ρόλο του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ως Δευτεροβάθμιο Ακυρωτικό Συμβούλιο.

 

Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και οι εξουσίες του.

 

Οι διορισμοί των δικαστών αποτελούν αποκλειστική αρμοδιότητα του ΑΔΣ το οποίο, σύμφωνα με το Άρθρο 157.1 του Συντάγματος, αποτελείται από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Το ίδιο ισχύει για τις προαγωγές, τις μεταθέσεις, τον τερματισμό της υπηρεσίας και την απόλυση των δικαστών, ως και την πειθαρχική εξουσία επί τούτων (Άρθρο 157.2).  Πρόκειται για πράξεις και αποφάσεις οι οποίες, στην πορεία, χαρακτηρίστηκαν από τη νομολογία μας όχι απλώς ως άρρηκτα συνυφασμένες με την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, αλλά ότι ακριβέστερα, αποτελούν προϋπόθεση γι’  αυτήν (Kourris v. The Supreme Counsil of Judicature (1972) 3 CLR 390, Καρατσής ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 220, Στυλιανίδης ν. Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, Ε.Δ.Δ. Αρ. 83/2016, ημερ. 5.2.2018).

 

Με την πρόσφατη δικαστική μεταρρύθμιση το Άρθρο 10 έχει τροποποιηθεί δια του Νόμου 145(Ι)/2022, και παρατίθενται οι σχετικές αυτού διατάξεις:

 

«10.—(1) Το Ανώτατον ∆ικαστήριον αποτελεί το Ανώτατον ∆ικαστικόν Συµβούλιον.

 

(2) Εις την αποκλειστικήν αρµοδιότητα του Ανωτατού ∆ικαστικού Συµβουλίου υπάγονται ο διορισµός, η προαγωγή, η µετάθεσις, ο τερµατισµός της υπηρεσίας και η απόλυσις των δικαστικών λειτουργών ως και η πειθαρχική εξουσία επί τούτων.

[…]

(5) Από την 1η Ιουλίου 2023-

(α) αρχίζει τη λειτουργία του το Ανώτατο ∆ικαστικό Συµβούλιο στην αποκλειστική αρµοδιότητα του οποίου υπάγονται ο διορισµός, η προαγωγή, η µετάθεση, ο τερµατισµός της υπηρεσίας, η απόλυση και η πειθαρχική εξουσία επί των ∆ικαστών του Εφετείου και των ∆ικαστών των πρωτοβάθµιων δικαστηρίων:

[…]

Νοείται περαιτέρω ότι, κάθε απόφαση του Ανωτάτου ∆ικαστικού Συµβουλίου δέον να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογηµένη· …»

         

Ως καινοτομία εισήχθη δια του Νόμου 145(Ι)/2022 η δυνατότητα, σύμφωνα με το εδάφιο (γ) της παραγράφου (5) του Άρθρου 10 του Νόμου, όπως:

«(γ) σε κάθε συνεδρία του Ανωτάτου ∆ικαστικού Συµβουλίου η οποία αφορά σε διορισµό ή προαγωγή ∆ικαστή του Εφετείου ή πρωτοβάθµιου δικαστηρίου δύναται να συµµετέχουν χωρίς δικαίωµα ψήφου-

(i)           ο Γενικός Εισαγγελέας της ∆ηµοκρατίας και, σε περίπτωση απουσίας ή προσωρινής ανικανότητας αυτού, ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της ∆ηµοκρατίας·

(ii)         ο Πρόεδρος του Παγκύπριου ∆ικηγορικού Συλλόγου και, σε περίπτωση απουσίας ή προσωρινής ανικανότητας αυτού, ο Αντιπρόεδρος του Παγκύπριου ∆ικηγορικού Συλλόγου· και

(iii)        δύο (2) νοµικοί εγνωσµένου κύρους και ανωτάτου επαγγελµατικού επιπέδου κατέχοντες τα προσόντα διορισµού ως δικαστών του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου, οι οποίοι ορίζονται ύστερα από εισήγηση του Παγκύπριου ∆ικηγορικού Συλλόγου και κατόπιν εγκρίσεως του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η συνεδρία του Ανωτάτου ∆ικαστικού Συµβουλίου αφορά σε µετάθεση ή άσκηση πειθαρχικής εξουσίας επί ∆ικαστή του Εφετείου ή πρωτοβάθµιου δικαστηρίου δεν παρίστανται ο Γενικός Εισαγγελέας της ∆ηµοκρατίας και ο Πρόεδρος του Παγκύπριου ∆ικηγορικού Συλλόγου, ούτε οι οριζόµενοι νοµικοί·»

 

Ο περί του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Κανονισμός του 2023 (εν τοις εφεξής «ο Κανονισμός»).

 

Παράλληλα, το ΑΔΣ στις 15.11.2023, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το Άρθρο 10(5)(στ) του Νόμου, εξέδωσε Κανονισμό δια του οποίου ρυθμίζονται τα ζητήματα τα οποία αφορούν στη διεξαγωγή των συνεδριών του Σώματος, μεταξύ άλλων, η τήρηση πρακτικών.

 

Η ακυρωτική φύση της αρμοδιότητας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

 

 

          Ως άνω, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ενεργεί ως Ακυρωτικό Δευτεροβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο.  Ο ακυρωτικής φύσεως έλεγχος έχει την έννοια, όπως και ο αναθεωρητικός έλεγχος στα πλαίσια του Άρθρου 146 του Συντάγματος, του ελέγχου της νομιμότητας της υπό εξέταση πράξης ή απόφασης.  Δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του αποφασίσαντος οργάνου (Georghiades v. Republic (1982) 3 CLR 659, Papaleontiou v. Karageorgis and another (1987) 3 CLR 211, Ieronimides v. Republic (1988) 3 CLR 2657, Παντέχης Ερωτόκριτος ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 452, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 696). 

 

Κατά τα κρατούντα στο διοικητικό δίκαιο, όπως διαμορφώθηκε νομολογιακά, τούτο σημαίνει ότι επέμβαση επιτρέπεται μόνον όταν υπάρχει υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του αποφασίσαντος οργάνου ή άλλη ουσιαστική πλημμέλεια, όπως πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο, ή κατάχρηση, ή υπέρβαση εξουσίας.  Ειδικά αναφορικά με διορισμούς, το δικαστήριο δεν επεμβαίνει εάν σύμφωνα με τον εφαρμοστέο νόμο και τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης ήταν ευλόγως επιτρεπτό (reasonably open) για το διορίζον όργανο να καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση.  Το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να υποκαταστήσει την προσβαλλόμενη απόφαση με τη δική του κρίση αναφορικά με την επιλογή των υποψηφίων. 

 

Οι ίδιες αρχές δεν μπορούν παρά να ισχύουν και εν προκειμένω, εφόσον η αρμοδιότητα μας περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας. 

 

Η δικαστική φύση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

          Πάγια είναι η νομολογία μας[1] σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις του ΑΔΣ, άρρηκτα συνυφασμένες, ως άνω, με τα δικαστικά θέσμια και με την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, δεν συνιστούν αποφάσεις ή πράξεις που ανάγονται στην άσκηση εκτελεστικής ή διοικητικής λειτουργίας.  Πρόκειται για οιονεί δικαστικές πράξεις (Στυλιανίδης (ανωτέρω) και Αίτηση Βαρωσιώτου, Πολ. Έφ. Αρ. 99/2022, ημερ. 13.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:A185).  Με βάση την πάγια αυτή νομολογία οι πράξεις του ΑΔΣ δεν υπόκειντο σε αναθεωρητικό έλεγχο ως διοικητικές πράξεις υπό το φως του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  Με την θέσπιση ακυρωτικού προς τούτο ελέγχου αυτή η πτυχή της νομολογίας έχει ξεπεραστεί.  Δεν αναιρείται όμως η διαπίστωση ότι πρόκειται για αποφάσεις και πράξεις οιονεί δικαστικής φύσεως.

 

Ως τέτοιες υπόκεινται στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και ειδικότερα στην αρχή της αμεροληψίας και του δικαιώματος ακρόασης, οι οποίες άλλωστε αναγνωρίζονται πλέον ρητά και στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999, Ν. 158(Ι)/1999.  Περιπλέον, ως οιονεί δικαστική πράξη θα πρέπει, όπως κατ΄ αναλογίαν προβλέπει το Σύνταγμα για τις αποφάσεις των Δικαστηρίων(Άρθρο 30.2), να είναι αιτιολογημένη.  Τούτο απαιτείται, ως άνω, και από τον Νόμο (Άρθρο 10(5)(α) του Νόμου).

           

Τα κριτήρια διορισμού δικαστών.

 

          Άλλη μια καινοτομία, η οποία προηγήθηκε του Νόμου 145(Ι)/2022, υπήρξε η εισαγωγή κριτηρίων διορισμού δικαστών και ο καθορισμός της σχετικής διαδικασίας με δημόσια δημοσίευση.  Τούτο έγινε αρχικά στις 8.10.2019.  Αργότερα, μετά τη σύσταση του νέου Ανωτάτου Δικαστηρίου, προβλέφθηκε νέα Διαδικασία και Κριτήρια Διορισμού Δικαστών (εν τοις εφεξής «η Διαδικασία και τα Κριτήρια») η οποία δημοσιεύθηκε στις 15.11.2023. 

         

Η «Διαδικασία και τα Κριτήρια» προβλέπουν επτά στάδια ως ακολούθως:

Α.      Στάδιο Προκήρυξης.

Β.      Στάδιο Υποβολής Αιτήσεων.

Γ.      Στάδιο Συστάσεων.

Δ.      Στάδιο Προκαταρκτικής Εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.                       

Ε.      Στάδιο Κλήσης Υποψηφίων σε Πρώτη Συνέντευξη.

ΣΤ.    Στάδιο Κλήσης Υποψηφίων σε Δεύτερη Συνέντευξη.                                                         

Ζ.      Στάδιο Ανακοίνωσης αποτελεσμάτων και διορισμών.

 

 

Η αίτηση της ενισταμένης για διορισμό ως δικαστής.

 

Στις 17.11.2023 το ΑΔΣ ανακοίνωσε την πρόθεση του να πληρώσει 18 θέσεις επαρχιακών δικαστών.  Η ενιστάμενη υπέβαλε αίτηση για διορισμό.  Ακολούθησε η καθοριζόμενη διαδικασία και οι υποψήφιοι, περιλαμβανομένης της ενισταμένης, κλήθηκαν σε πρώτη συνέντευξη.  Προϋπόθεση για να περάσουν στο επόμενο στάδιο και να κληθούν σε δεύτερη συνέντευξη ήταν να συγκεντρώσουν την απόλυτη πλειοψηφία από τα παριστάμενα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου και να τοποθετηθούν έτσι στον Κατάλογο Επικρατεστέρων Υποψηφίων. 

 

Η ενιστάμενη απέτυχε στο στάδιο της Πρώτης Συνέντευξης, η οποία διενεργήθηκε από το σύνολο των Μελών του ΑΔΣ και στην οποία συμμετείχαν χωρίς δικαίωμα ψήφου ο κ. Μ. Βορκάς, Πρόεδρος του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου και οι δικηγόροι κ. Θ. Ιωαννίδης και Π. Δημητρίου.  Στη συνεδρία παρίστατο και η κα Ε. Χριστοδούλου, Αρχιπρωτοκολλητής, Γραμματέας ΑΔΣ, προς τήρηση των πρακτικών.  Δεν παρέστη στην όλη διαδικασία ο Γενικός Εισαγγελέας ή ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα.   

 

Ο σκοπός της πρώτης συνέντευξης καθορίζεται στη «Διαδικασία και τα Κριτήρια» ως ακολούθως:

 

«Οι προφορικές ερωτήσεις και/ή η γραπτή εξέταση στοχεύουν στο να αναδείξουν:

 

(i)           την προσωπικότητα του υποψηφίου

(ii)         τη νομική του γνώση             

(iii)        την ικανότητα του να αφομοιώνει και να αναλύει πληροφορίες             

(iv)        την ευρύτητα σκέψης του και το γενικό γνωσιολογικό του πεδίο            

(v)         την ικανότητα του να εργάζεται υπό συνθήκες απαιτητικές, αποτελεσματικά και γρήγορα

 

Στη συνέχεια η «Διαδικασία και τα Κριτήρια» προβλέπουν ως ακολούθως:

 

«4. Κάθε μέλος του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου αξιολογεί έκαστο υποψήφιο σύμφωνα με τα πιο πάνω κριτήρια. 

 

5. Υποψήφιοι οι οποίοι έχουν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία σε ψηφοφορία που λαμβάνει χώρα από τα παριστάμενα μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου τοποθετούνται στον Κατάλογο Επικρατέστερων Υποψηφίων, ώστε να δύνανται να κληθούν σε δεύτερη συνέντευξη. Τηρείται προς τούτο σχετικό πρακτικό στο οποίο αποτυπώνεται η σχετική αιτιολογία

         

Κανένα από τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν αξιολόγησε την ενιστάμενη ως δυνάμενη να κληθεί σε Δεύτερη Συνέντευξη, ούτε αυτή συστήθηκε από τους συμμετέχοντες δικηγόρους.  Ο κ. Βορκάς αναφερόμενος σωρευτικά για όσους υποψήφιους δεν συνέστησε, είπε:

 

«Όσον αφορά τους υπόλοιπους, δεν έχω προσωπικά ικανοποιηθεί ότι τηρούν τα κριτήρια τα οποία έχω προαναφέρει και, συνεπώς, δεν μπορώ να τους εισηγηθώ

 

 

Ο κ. Ιωαννίδης μη συστήνοντας, μεταξύ άλλων, την ενισταμένη, ανέφερε τα εξής:

 

«Έδωσα περισσότερη σημασία, από την πείρα μου που έχω τόσα χρόνια, στην προσωπικότητα, διότι πιστεύω ότι οι γνώσεις έρχονται αλλά η προσωπικότητα πολύ λίγο αποκτάται και πρέπει κάποιος που αναλαμβάνει το λειτούργημα του Δικαστή πρώτα να έχει την προσωπικότητα για να μπορέσει να αντεπεξέλθει.»

 

Αρνητικός ήταν και ο κ. Δημητρίου.

 

Σε μεταγενέστερη ημερομηνία η Πρόεδρος του ΑΔΣ ανέφερε καταληκτικά τα εξής αναφορικά με την ενισταμένη:

 

«Η εν λόγω υποψήφια παρουσιάζει προφανείς νομικές ελλείψεις.  Δεν απάντησε ικανοποιητικά καμία από τις ερωτήσεις γνωσιολογικού-νομικού περιεχομένου.  Οι απαντήσεις της χαρακτηρίζονται από γενικότητα, χωρίς ουσιαστικές τοποθετήσεις.  Παρουσίασε αδυναμία αφομοίωσης και ανάλυσης γεγονότων

 

Με την καίρια και σαφή αυτή τοποθέτηση συμφώνησαν όλοι οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Ως αποτέλεσμα η ενισταμένη, μη κληθείσα σε Δεύτερη Συνέντευξη και μη διορισθείσα, καταχώρισε την παρούσα Ένσταση.

 

Η Ένσταση και η κρίση μας επί αυτής.

 

          Η ενιστάμενη πρόβαλε με την ένσταση της διάφορους λόγους.  Με την τελική αγόρευση της, αρχικά ανέφερε ότι υιοθετεί τη γραπτή αγόρευση της καθώς και την Ένσταση, στο τέλος όμως δήλωσε ότι περιορίζεται αυστηρά, όπως το έθεσε, σε δύο μόνον λόγους, ήτοι, σε ισχυρισμό περί πάσχουσας αιτιολογίας και σε ισχυρισμό περί ελλιπών πρακτικών.  

 

Στην Ένσταση της αναφέρεται σχετικά ότι «Τα πρακτικά που έχουν τηρηθεί δεν είναι άρτια αλλά ούτε και αιτιολογία σαφής, εξειδικευμένη και ακριβής υπάρχει». Τα πρακτικά είναι ελλιπή από πλευράς αιτιολογίας με μηχανιστικές και εντελώς τυπικές αναφορές.  Δεν είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.  Υποβάλλει επίσης, ως ζήτημα ελλιπούς αιτιολογίας όπως γίνεται αντιληπτό, ότι δεν φαίνεται να έγινε αξιολόγηση και αντιπαραβολή της ίδιας με τους άλλους υποψηφίους. 

          Σε ό,τι αφορά το τελευταίο αυτό ζήτημα με ενδιάμεση μας απόφαση ημερ. 26.6.2024 κρίναμε ότι η ένσταση της ενιστάμενης δεν υποβλήθηκε συγκριτικά με τους επιλεγέντες για τους λόγους που εκεί εξηγούνται (Aναφορικά με την Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ημερ. 13.5.2024, Ενστάσεις Αρ. 3/24 και 4/24, ημερ. 26.6.2024).  Όπως αναφέραμε:

 

«…δεν ήταν η επιλογή των ενδιαφερομένων προσώπων ως καταλληλότερων αυτής στην διεκδίκηση θέσεων που καταλήφθηκαν τελικά από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αντί της ιδίας, αλλά το γεγονός ότι παρά την ύπαρξη περισσότερων κενών θέσεων η ίδια δεν κρίθηκε ικανή να διεκδικήσει μία από αυτές, και αυτό μάλιστα σε αρχικό στάδιο της διαδικασίας

 

          Σε ό,τι αφορά τους ισχυρισμούς περί μη τήρησης πλήρους και άρτιου πρακτικού, σημειώνουμε τα ακόλουθα.  Όταν η ενιστάμενη ζήτησε τα πρακτικά, της διατέθηκε το μέρος της διαδικασίας που την αφορούσε.  Στη συνέχεια δεν ζήτησε οποιαδήποτε άλλα πρακτικά.  Στον Κανονισμό προβλέπεται ότι το δικαίωμα υποψηφίου να λάβει πρακτικά περιορίζεται στα πρακτικά που μπορεί να έχουν σημασία για την περίπτωση του (Άρθρο 16). 

 

Η ενιστάμενη κλήθηκε για προφορική συνέντευξη στις 22.2.2024.  Στο τέλος της διαδικασίας εκείνης της ημέρας η Πρόεδρος του ΑΔΣ υπενθύμισε ότι η επόμενη συνεδρία για συνέχιση των συνεντεύξεων θα ελάμβανε χώρα την επομένη όπως είχε προκαθοριστεί.  Δεν δόθηκε όμως το πρακτικό της επόμενης στην ενιστάμενη.  Αυτό της έδωσε έρεισμα να επικαλείται ελλιπή πρακτικά ισχυριζόμενη ότι «δεν υπάρχουν πρακτικά για τη συνεδρία ημερ. 23.2.2024».  Όμως, η διαδικασία εκείνη, όπως με σαφήνεια προκύπτει από το πρακτικό ημερ. 22.2.2024, αφορούσε την προγραμματισμένη συνέχιση των συνεντεύξεων με άλλους υποψηφίους.  Συνεπώς, δεν φαίνεται να είχε σημασία για την περίπτωση της (Άρθρο 16 του Κανονισμού).  Ούτε απαιτείτο η καταγραφή των ερωτήσεων και των απαντήσεων.  Κατά τη νομολογία, όπως αναπτύχθηκε στο διοικητικό δίκαιο, εκείνο που απαιτείται είναι η  μεταφορά, με καταγραφή στο πρακτικό, των όσων το Σώμα που διενήργησε την προφορική εξέταση απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο και όχι καταγραφή των ερωτήσεων και των απαντήσεων (Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 ΑΑΔ 374). 

 

          Εν προκειμένω οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως μέλη του ΑΔΣ, κατ’ εφαρμογή των κριτηρίων, ομόφωνα και χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη έκριναν μη κατάλληλη την ενιστάμενη για διορισμό.  Η αιτιολογία τους ήταν σαφής και αποδίδει πλήρως την αξιολόγηση τους.  Η «Διαδικασία και τα Κριτήρια» απαιτούσαν αξιολόγηση εκάστου υποψηφίου σύμφωνα με τα κριτήρια από κάθε μέλος του Συμβουλίου.  Η προφορική συνέντευξη δεν άφησε καμιά αμφιβολία σε κανένα από τα Μέλη του Συμβουλίου.  Δεν χωρεί επέμβαση.  Τέτοια επέμβαση θα συνιστούσε ανατροπή της ουσιαστικής κρίσης του ΑΔΣ η οποία εκφεύγει της δικαιοδοσίας του παρόντος Συμβουλίου. 

 

          Η Ένσταση απορρίπτεται. 

 

                                                                   Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Π.

 

                                                                   Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                                   Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

                                                                   Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.                                                            

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.

 

                                                                   Τ. ΚΑΡΑΚΑΝΝΑ, Δ.                                                              

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/φκ



[1] Kourris (ανωτέρω), Καρατσής (ανωτέρω), Στυλιανίδης (ανωτέρω).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο