Απόφαση ΕΠΑ 4/2024

 

                                                                            Αρ.Φακ.: 11.17.016.14

ΟΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 2022

Αυτεπάγγελτη έρευνα αναφορικά με πιθανολογούμενες παραβάσεις του άρθρου 6 του Νόμου αναφορικά με τις συμβάσεις δανειοδότησης της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ

 

Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού:

κα Εύα Παντζαρή                                                       Πρόεδρος

κ. Άριστος Αριστείδου Παλούζας                               Μέλος

κ. Νεόφυτος Μαυρονικόλα                                         Μέλος

κα Μαντώ Παπαγεωργίου Μάτση                              Μέλος

κα Ιωάννα Σαπίδου                                                    Μέλος

 

Ημερομηνία απόφασης: 11 Ιανουαρίου 2024                                                                     

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η παρούσα αυτεπάγγελτη έρευνα εδράζεται στο άρθρο 23(2)(α) των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων 2008 και 2014, σύμφωνα με το οποίο τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η Επιτροπή έχει την αρμοδιότητα να αποφασίζει, κατόπιν δέουσας έρευνας, αναφορικά με παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6, αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν καταγγελίας.

Η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (στο εξής η «Επιτροπή») σε συνεδρία της ημερομηνίας 14/12/2016, με προηγούμενη σύνθεσή της, έκρινε σκόπιμο να διερευνηθεί κατά πόσον πρακτικές από μέρους της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στο εξής «Τράπεζα Κύπρου»), που αφορούν τους όρους των συμβάσεων δανειοδότησης, εμπίπτουν στις απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 6 των περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 2008 και 2014 σε περίπτωση που η Τράπεζα Κύπρου κατέχει δεσπόζουσα θέση στον τομέα της παροχής δανείων/ πίστωσης από αδειοδοτημένα πιστωτικά ιδρύματα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Σημειώνεται πως στις 23/2/2022 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και τέθηκε σε ισχύ ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος του 2022 (Ν. 13(Ι)/2022) (εφεξής ο «Νόμος»), ο οποίος καταργεί τους περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμους του 2008 και 2014.[1]

Στις 11/01/2024, η Πρόεδρος και τα νέα μέλη της Επιτροπής, κ. Νεόφυτος Μαυρονικόλας, κα Μαντώ Παπαγεωργίου Μάτση και κα Ιωάννα Σαπίδου δήλωσαν πως συμφωνούν με την απόφαση της καθ’ όλα νόμιμα συγκροτημένης Επιτροπής ως αναφέρεται ανωτέρω, ημερομηνίας 14/12/2016, και υιοθετούν αυτήν σημειώνοντας ότι και οι ίδιοι θα προέβαιναν στις ίδιες ενέργειες κατά τον χρόνο λήψης της εν λόγω απόφασης.

Σημειώνεται ότι το μέλος της Επιτροπής ο κ. Άριστος Αριστείδου Παλούζας αποτελούσε μέλος και της Επιτροπής υπό την προηγούμενη σύνθεσή της, σύμφωνα με τον τότε διορισμό του από το Υπουργικό Συμβούλιο ημερομηνίας 21/5/2018, ενώ επαναδιορίστηκε στη θέση του μέλους της Επιτροπής με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 15/6/2023. Κατά τη συνεδρία της Επιτροπής υπό την προηγούμενη σύνθεσή, στις 19/11/2018, ο κ. Άριστος Αριστείδου Παλούζας, είχε τότε δηλώσει πως συμφωνεί με την απόφαση της Επιτροπής ημερομηνίας 14/12/2016 με την οποία αποφασίσθηκε η διεξαγωγή αυτεπάγγελτης έρευνας και υιοθέτησε αυτή.

ΥΠΟ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ – ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ

Η Τράπεζα Κύπρου ιδρύθηκε το 1899 και είναι εγγεγραμμένη στην Κύπρο. Λειτουργεί υπό τον έλεγχο και την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και οι μετοχές της είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ) και στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου (LSE). 

Σύμφωνα με την ανακοίνωση των Οικονομικών Αποτελεσμάτων Συγκροτήματος Τράπεζας Κύπρου για το εννιάμηνο που έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 2016: «Το Συγκρότημα Τράπεζας Κύπρου είναι ο μεγαλύτερος χρηματοοικονομικός οργανισμός στην Κύπρο και προσφέρει ένα ευρύ φάσμα χρηματοοικονομικών προϊόντων και υπηρεσιών που περιλαμβάνει τραπεζικές υπηρεσίες, χρηματοδοτήσεις, φάκτοριγκ, χρηματοεπενδυτικές υπηρεσίες, διαχείριση κεφαλαίων και ασφάλειες γενικού κλάδου και ζωής. Το Συγκρότημα Τράπεζας Κύπρου λειτουργεί μέσω 131 καταστημάτων, από τα οποία 125 λειτουργούν στην Κύπρο, 1 στη Ρουμανία και 4 στο Ηνωμένο Βασίλειo και ένα στα Channel Islands. Επιπλέον, λειτουργεί γραφεία αντιπροσωπείας στη Ρωσία, την Ουκρανία και την Κίνα. Το Συγκρότημα Τράπεζας Κύπρου εργοδοτεί 4,279 άτομα διεθνώς. Στις 30 Ιουνίου 2016, το Σύνολο Περιουσιακών Στοιχείων ανερχόταν σε €22.7 δις και τα Ίδια Κεφάλαια του σε €3.1 δις.»[2].

ΟΥΣΙΩΔΗΣ ΧΡΟΝΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Ο ουσιώδης χρόνος της έρευνας αφορά τα έτη 2012-2016. Το έτος 2012 είναι κομβικό λόγω της έναρξης της οικονομικής κρίσης που είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή των μεριδίων των τραπεζικών ιδρυμάτων, λόγω μεταξύ άλλων της αναγκαστικής απορρόφησης της Λαϊκής Τράπεζας που έγινε το 2013 από την Τράπεζα Κύπρου αλλά και της ύπαρξης μη εξυπηρετούμενων δανείων (στο εξής «ΜΕΔ»), ενώ το 2016 είναι το έτος λήξης της έρευνας η οποία λήφθηκε στις 14/12/2016.

ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

Η Επιτροπή σημείωσε πως για να εξεταστεί μια συγκεκριμένη αγορά, πρέπει να αξιολογηθούν οι δυνατότητες του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της αγοράς η οποία περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα και/ή υπηρεσίες που, λόγω των χαρακτηριστικών τους, μπορούν να ικανοποιούν διαρκείς ανάγκες και είναι εναλλάξιμα με άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες. Η σχετική αγορά οριοθετείται: (α) ως προς τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες (σχετική αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών), και (β) γεωγραφικώς (σχετική γεωγραφική αγορά).

Με τον ορισμό μιας αγοράς, τόσον όσο αφορά τα προϊόντα, όσο και τη γεωγραφική διάσταση της, μπορούν να προσδιοριστούν οι πραγματικοί ανταγωνιστές, οι οποίοι είναι σε θέση να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και να τις εμποδίσουν να ενεργούν ανεξάρτητα από τις πιέσεις που επιβάλει ο πραγματικός ανταγωνισμός.[3] 

Σχετική αγορά προϊόντων και/ή υπηρεσιών

Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τον προσδιορισμό της σχετικής αγοράς:

«η αγορά του σχετικού προϊόντος περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή και τις υπηρεσίες που είναι δυνατό να εναλλάσσονται ή να υποκαθίστανται αμοιβαία από τον καταναλωτή, λόγω των χαρακτηριστικών, των τιμών και της χρήσης για την οποία προορίζονται».[4]

Συνεπώς, όπως προκύπτει από την ως άνω ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον καθορισμό της σχετικής αγοράς για σκοπούς εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού, η αγορά του σχετικού προϊόντος περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή/και υπηρεσίες που είναι δυνατό να εναλλάσσονται, ή να υποκαθίστανται αμοιβαία από τον καταναλωτή, λόγω των αντικειμενικών τους χαρακτηριστικών, των τιμών, και της χρήσης για την οποία προορίζονται.

Όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί σε σειρά αποφάσεων Επιτροπής 13/2012[5], 69/2010[6], 75/2010[7], 77/2010[8] και 51/2011[9] καθώς και στην απόφαση ορόσημο της Επιτροπής ημερομηνίας 22/6/2004 που αφορούσε την «Αυτεπάγγελτη έρευνα για πιθανή ομοιομορφία στις χρεώσεις των εμπορικών τραπεζών», της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς και σε αποφάσεις άλλων εθνικών αρχών ανταγωνισμού όπως του Ηνωμένου Βασιλείου, η αγορά τραπεζικών υπηρεσιών μπορεί να διαχωριστεί σε τρεις τομείς: λιανική τραπεζική (retail banking) (ιδιωτών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων), επιχειρηματική τραπεζική (corporate banking) (μεγάλων επιχειρήσεων και οργανισμών και κυβερνήσεων) και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (financial services)[10].

Ο τομέας της λιανικής τραπεζικής αφορά την προσφορά τραπεζικών υπηρεσιών σε νοικοκυριά και περιλαμβάνει προϊόντα όπως καταθέσεις, τρεχούμενους λογαριασμούς, δάνεια, πιστωτικές κάρτες, χρηματοδοτήσεις. Ο τομέας  της επιχειρηματικής τραπεζικής αφορά την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών σε εταιρικούς πελάτες και περιλαμβάνει προϊόντα όπως καταθέσεις, τρεχούμενους λογαριασμούς, δάνεια, διεθνείς συναλλαγές, πιστώσεις εξαγωγών και εισαγωγών, χρηματοδοτήσεις, συμβουλευτικές υπηρεσίες σε σχέση με αναδιάρθρωση επιχειρήσεων, συγχωνεύσεις και εξαγορές[11]. Ο τομέας των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών περιλαμβάνει εμπορία μετοχών, χρεογράφων, παραγώγων και συναλλάγματος, συμβουλές για δημοσιοποιήσεις εταιρειών, αναδοχές, διαχείριση χαρτοφυλακίου και αμοιβαία κεφάλαια[12].

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι λόγω έλλειψης ξεχωριστών στοιχείων για κάθε επιμέρους προαναφερόμενο τομέα της αγοράς, τα διαθέσιμα στοιχεία που λήφθηκαν από την Κεντρική Τράπεζα και μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικά της δύναμης του κάθε χρηματοοικονομικού ιδρύματος είναι μερίδια αγοράς στις καταθέσεις και χορηγήσεις που κατέχουν τα Αδειοδοτημένα Πιστωτικά Ιδρύματα (στο εξής «ΑΠΙ») που δραστηριοποιούντα σε μια γεωγραφική αγορά. Επισημαίνεται ότι τα εν λόγω στοιχεία αφορούν το σύνολο των καταθέσεων του κάθε ΑΠΙ χωρίς να γίνεται επιμέρους διαχωρισμός, λιανική ή επιχειρηματική τραπεζική.

Σύμφωνα με τη θεωρία δημιουργίας του χρήματος από το τραπεζικό σύστημα, οι καταθέσεις οδηγούν στις χορηγήσεις, αφού όμως ένα μέρος (ποσοστό) των καταθέσεων παραμείνουν ως  ελάχιστα αποθέματα (reserves). Οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ πρέπει να διακρατούν ένα ορισμένο ύψος κεφαλαίων ως αποθεματικό στους τρεχούμενους λογαριασμούς που τηρούν στην αντίστοιχη εθνική κεντρική τράπεζα. Αυτά τα κεφάλαια ονομάζονται υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά. Οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διακρατούν αυτά τα αποθεματικά για περίοδο έξι εβδομάδων, η οποία ονομάζεται περίοδος τήρησης. Το ύψος των υποχρεωτικών αποθεματικών υπολογίζεται με βάση τον ισολογισμό της τράπεζας πριν από την έναρξη της περιόδου τήρησης.

Οι τράπεζες πρέπει να πληρούν την υποχρέωση τήρησης ελάχιστων αποθεματικών κατά μέσο όρο στη διάρκεια της περιόδου τήρησης. Δηλαδή, δεν χρειάζεται να διακρατούν καθημερινά ολόκληρο το ποσό στους τρεχούμενους λογαριασμούς τους στην Κεντρική Τράπεζα. Πρόκειται για ένα είδος βαλβίδας ασφαλείας η οποία επιτρέπει στις τράπεζες να αντιδρούν σε βραχυχρόνιες μεταβολές στις αγορές χρήματος, στο πλαίσιο των οποίων οι τράπεζες δανείζουν κεφάλαια η μία στην άλλη καταθέτοντας ή αποσύροντας κεφάλαια από τα αποθεματικά που τηρούν στην Κεντρική Τράπεζα. Αυτό συμβάλλει στη σταθεροποίηση του επιτοκίου που οι τράπεζες χρεώνουν η μία στην άλλη για τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό κεφαλαίων[13].

Το ποσοστό που πρέπει να παραμένει ως ελάχιστο απόθεμα σε κάθε χρηματοοικονομικό σύστημα καθορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα της κάθε χώρας ή συστήματος όπως η ευρωζώνη. Λόγω του ότι η Κύπρος είναι ενταγμένη στη ζώνη του ευρώ, το ποσοστό αυτό καθορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το 1999 το ποσοστό αυτό είχε καθοριστεί, ως μέγιστο, στο 10%. Το 2003 το ποσοστό αυτό καθορίστηκε στο 2% και στις 14/12/2011 μειώθηκε στο 1%. Ως εκ τούτου, οι καταθέσεις και οι χορηγήσεις κάθε ΑΠΙ είναι αλληλένδετες και οι χορηγήσεις κάθε ΑΠΙ δύνανται να είναι σχεδόν όσες είναι οι καταθέσεις του αφού αφαιρεθούν τα ελάχιστα αποθεματικά, με βάση τον καθορισμό του των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του 2011.

Στην προκειμένη περίπτωση, έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω καθώς και το γεγονός ότι το αντικείμενο της παρούσας αυτεπάγγελτης είναι οι συμβάσεις δανειοδότησης,  η Επιτροπή καταλήγει ότι η σχετική αγορά προϊόντων/υπηρεσιών της παρούσας υπόθεσης ορίζεται η τραπεζική αγορά παροχής χορηγήσεων.

Σχετική γεωγραφική αγορά

Η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει την περιοχή όπου οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις συμμετέχουν στην προμήθεια προϊόντων ή υπηρεσιών και οι όροι του ανταγωνισμού είναι επαρκώς ομοιογενείς και η οποία μπορεί να διακριθεί από γειτονικές κυρίως περιοχές, διότι στις εν λόγω περιοχές οι όροι του ανταγωνισμού διαφέρουν σημαντικά.[14]

Στην προκείμενη υπόθεση, η τραπεζική αγορά παροχής χορηγήσεων πραγματοποιείται σε πελάτες εντός της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας και ως εκ τούτου η Επιτροπή θεωρεί ότι ως σχετική γεωγραφική αγορά πρέπει να οριστεί η Επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας.

ΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

Έννοια «επιχείρηση»

Η Επιτροπή σημειώνει ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, ο όρος «επιχείρηση» «σημαίνει τον φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδότησής του».

Σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, η έννοια επιχείρηση στο πλαίσιο του ανταγωνισμού συμπεριλαμβάνει «κάθε οντότητα που ασκεί οικονομικής ή εμπορικής φύσεως δραστηριότητες», ανεξάρτητα από τη νομική της υπόσταση και τον τρόπο με τον οποίο χρηματοδοτείται[15]. Επιπλέον, ο όρος «οικονομικής φύσεως δραστηριότητα» εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά, ενώ είναι αδιάφορο αν οι δραστηριότητες έχουν σκοπό το κέρδος.[16] Ο φορέας που ασκεί οικονομικές δραστηριότητες δεν ταυτίζεται με συγκεκριμένο υποκείμενο δικαίου αλλά έχει την έννοια οποιουδήποτε φορέα ασκεί οικονομικής φύσης δραστηριότητες.

Συνεπώς, η έννοια της επιχείρησης κατά το Νόμο καλύπτει κάθε φορέα, ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα - ήτοι δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά προϊόντων ή/και υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά - ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδότησής του.[17]

Οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά για τη διαπίστωση ύπαρξης επιχείρησης στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού είναι: α) αυτονομία οικονομικής δράσης και β) πλήρης ανάληψη των οικονομικών κινδύνων που συνεπάγεται η εκάστοτε οικονομική δραστηριότητα.[18] Ο δημόσιος ή ιδιωτικός χαρακτήρας μίας επιχείρησης, η επιδίωξη κέρδους από αυτήν ή ο τρόπος χρηματοδότησής της δεν αποτελούν στοιχεία προσδιοριστικά της έννοιας της επιχείρησης.[19] Συνεπώς, είναι αδιάφορο κατά πόσον ο φορέας που ασκεί δραστηριότητες οικονομικής φύσης υπάγεται στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα.

Περαιτέρω, το ΔΕΕ στην υπόθεση F.F.S.A.[20] όρισε ότι οικονομική δραστηριότητα είναι αυτή η οποία δύναται να αναληφθεί στον ιδιωτικό τομέα ή εκείνη η οποία βρίσκεται τουλάχιστον σε ανταγωνιστική σχέση με παρόμοια δραστηριότητα που ασκείται από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Άρα, η ερμηνεία της έννοιας της επιχείρησης για τους σκοπούς του δικαίου του ανταγωνισμού είναι ευρεία και συνδέεται ευθέως με την οικονομική ή όχι φύση των δραστηριοτήτων του φορέα που τις πραγματοποιεί και όχι με τη νομική φύση του.

Η Τράπεζα Κύπρου όπως προαναφέρθηκε δραστηριοποιείται στον χρηματοπιστωτικό τομέα με μεγάλη γκάμα υπηρεσιών μεταξύ άλλων και στην παροχή χορηγήσεων σε φυσικά και νομικά πρόσωπα.

Στη βάση όσων έχουν αναφερθεί πιο πάνω, η Επιτροπή καταλήγει ότι οι δραστηριότητες της υπό εξέταση Τράπεζας συνιστούν άσκηση και διεξαγωγή οικονομικών και εμπορικών δραστηριοτήτων και συνεπώς η Τράπεζα Κύπρου, αποτελεί επιχείρηση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου. 

Άρθρο 6 του Νόμου

Η εξέταση της έρευνας γίνεται υπό το πρίσμα του άρθρου 6(1) του Νόμου το οποίο καθορίζει τα κάτωθι:

«6.-(1)  Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης από μια ή περισσότερες επιχειρήσεις, που κατέχει ή κατέχουν στο σύνολο ή μέρος της εγχώριας αγοράς ενός προϊόντος, η οποία κατάχρηση δύναται να συνίσταται ιδίως –

(α)       στην άμεσο ή έμμεση επιβολή αθέμιτων τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων μη θεμιτών όρων συναλλαγής.

(β)       στον περιορισμό της παραγωγής ή της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης, προς ζημιά των καταναλωτών.

(γ)        στην εφαρμογή ανόμοιων όρων επί ισοδύναμων συναλλαγών, έναντι των εμπορικώς συναλλασσόμενων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα αυτές να περιέρχονται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό.

(δ)        στην εξάρτηση της σύναψης συμφωνιών από την αποδοχή εκ μέρους των αντισυμβαλλόμενων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες, εκ της φύσεώς τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες, δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμφωνιών αυτών.».

Δεσπόζουσα θέση

Δεδομένου ότι για την εφαρμογή του άρθρου 6(1) του Νόμου, προϋποτίθεται, σε πρώτο στάδιο, η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης, θα πρέπει να διευκρινισθεί κατά πόσο το υπό εξέταση ΑΠΙ κατέχει δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά χορηγήσεων.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου ««δεσπόζουσα θέση», σημαίνει τη θέση οικονομικής ισχύος που απολαμβάνει επιχείρηση, που την καθιστά ικανή να παρακωλύει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά και της επιτρέπει να ενεργεί σε αισθητό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές και τους πελάτες της και κατ’ επέκταση ανεξάρτητα από τους καταναλωτές.».

Σύμφωνα με την ερμηνεία που δίδεται στο άρθρο 2 του Νόμου, δεσπόζουσα θέση έχει μια επιχείρηση που απολαμβάνει οικονομική δύναμη, που την καθιστά ικανή να παρακωλύει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά και της επιτρέπει να ενεργεί σε αισθητό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές και τους πελάτες της και σε τελική ανάλυση ανεξάρτητα από τους καταναλωτές. Βασικό στοιχείο της έννοιας της δεσπόζουσας θέσης είναι η ύπαρξη οικονομικής ισχύος, η οποία παρέχει στη δεσπόζουσα επιχείρηση ευχέρεια ανεξάρτητης συμπεριφοράς, την αποδεσμεύει δηλαδή από τους περιορισμούς που υπάρχουν σε μια ανταγωνιστική αγορά.

Ως εκ τούτου, βάσει της νομολογίας, η ισχύς μιας επιχείρησης θα πρέπει να εξετάζεται και να αποδεικνύεται όχι μόνο με βάση τα οικονομικά της στοιχεία αλλά σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, οι οποίοι είναι ικανοί να της προσδώσουν ανεξαρτησία δράσης στη σχετική αγορά.[21]

Βασικό στοιχείο της έννοιας της δεσπόζουσας θέσης, είναι η ύπαρξη οικονομικής ισχύος, η οποία παρέχει στη δεσπόζουσα επιχείρηση ευχέρεια ανεξάρτητης συμπεριφοράς, την αποδεσμεύει δηλαδή από τους περιορισμούς που υπάρχουν σε μια ανταγωνιστική αγορά.

Η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης μπορεί να απορρέει από τον συνδυασμό διαφόρων παραγόντων, οι οποίοι από μόνοι τους δεν αποτελούν απαραίτητα επαρκή ένδειξη για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης, αλλά όταν συνδυάζονται μεταξύ τους, οδηγούν στη δημιουργία αυτής. Τέτοιοι σημαντικοί παράγοντες, εκτός του μεριδίου αγοράς είναι (α) η ύπαρξη ανταγωνιστών στην ίδια σχετική αγορά και το μερίδιο αγοράς που κατέχουν, (β) το εύρος του φάσματος των προϊόντων που προσφέρουν οι ανταγωνιστές και (γ) η δυνατότητα πρόσβασης αλλά και επιβίωσης των νεοεισερχόμενων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων.[22]

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, το μεγάλο ποσοστό συμμετοχής της επιχείρησης στη συγκεκριμένη αγορά αποτελεί τη σημαντικότερη ένδειξη για την απόδειξη δεσπόζουσας θέσης. Όταν μάλιστα η θέση της επιχείρησης στην αγορά είναι μονοπωλιακή ή σχεδόν μονοπωλιακή (ποσοστά της τάξης του 80% ως 100%), τότε αυτή η θέση είναι αρκετή για την απόδειξη δεσπόζουσας θέσης.[23]

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ, πολύ υψηλά μερίδια αγοράς, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων, είναι αρκετά για την απόδειξη ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης. Μία επιχείρηση που διαθέτει πολύ υψηλό μερίδιο αγοράς για αρκετό χρονικό διάστημα βρίσκεται, λόγω του μεριδίου αυτού, σε κατάσταση ισχύος που την καθιστά υποχρεωτικό συνέταιρο και της εξασφαλίζει την ελευθερία συμπεριφοράς (freedom of action) έναντι των ανταγωνιστών.[24] Αντίθετα, όταν επιχείρηση δεν κατέχει μονοπωλιακή θέση στην αγορά, αλλά κατέχει ένα ποσοστό της τάξεως του 40-50% (μερίδιο αγοράς), θεωρείται ότι αποτελεί μία αξιόπιστη αλλά όχι επαρκή ένδειξη ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης και, επομένως, απαιτείται να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, προκειμένου να θεμελιωθεί η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης.[25] Συνακόλουθα, η κατοχή ενός σημαντικά μεγάλου μεριδίου αγοράς από συγκεκριμένη επιχείρηση ενδέχεται να αποτελεί σοβαρή ένδειξη, η οποία όμως δεν αποδεικνύει άνευ ετέρου την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης, αν δεν συνεξεταστεί με τα υπόλοιπα δεδομένα.[26] Ενδεικτικά, μερίδιο αγοράς άνω του 75% θεωρείται per se δεσπόζουσα θέση[27], κάτω του 10% ανυπαρξία δεσπόζουσας θέσης[28], μεταξύ 20%-40% δεν είναι σαφές αν τίθεται ζήτημα ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης (grey zone)[29] και από 50% και πάνω υφίσταται κατά μαχητό τεκμήριο δεσπόζουσα θέση.[30]

Επίσης, το υψηλό μερίδιο αγοράς που μπορεί να κατέχει μια επιχείρηση στην αγορά θα μπορούσε πολύ γρήγορα να εξανεμιστεί, αν η αγορά είναι ανοιχτή και δεν υπάρχουν εμπόδια για την είσοδο άλλων ανταγωνιστών. Πρέπει, κατά συνέπεια, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης στην υπό εξέταση υπόθεση να ληφθεί υπόψη ο δυνητικός ανταγωνισμός και να εξετασθούν πιθανά εμπόδια και περιορισμοί εισόδου νέων ανταγωνιστών στην αγορά, η ύπαρξη των οποίων απαγορεύει την αναδιάρθρωση και ανακατανομή της αγοράς σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Η Επιτροπή διαπιστώνει πως στα πλαίσια των ως άνω αρχών, η Υπηρεσία κατά την προκαταρτική έρευνας ζήτησε και έλαβε από την Κεντρική Τράπεζα, η οποία είναι ο μοναδικός οργανισμός στην Κυπριακή Δημοκρατία που έχει την πλήρη εικόνα του τραπεζικού τομέα,  τα μερίδια αγοράς των ΑΠΙ.

Η Επιτροπή διαπιστώνει πως τα εν λόγω στοιχεία αφορούν το σύνολο των καταθέσεων και χορηγήσεων του κάθε ΑΠΙ, χωρίς να γίνεται επιμέρους διαχωρισμός, λιανική ή επιχειρηματική τραπεζική ή χρηματοοικονομικές, ως η επεξήγηση που δόθηκε κατά τον καθορισμό της σχετικής αγοράς.

Η Επιτροπή στο πλαίσιο εξέτασης της παρούσας υπόθεσης μελέτησε τα μερίδια αγοράς των τραπεζών για τις καταθέσεις και χορηγήσεις με βάση τα στοιχεία που απέστειλε στην Υπηρεσία η Κεντρική Τράπεζα, καθώς και τους σχετικούς Πίνακες και Γραφήματα που ετοίμασε η Υπηρεσία κατά τη συλλογή των στοιχείων. Η Επιτροπή σημειώνει επίσης ότι η Κεντρική Τράπεζα δήλωσε ότι δεν καταρτίζει ποσοτικά στοιχεία για τις τράπεζες ανά είδος χορηγήσεων.

Η Επιτροπή υπογραμμίζει πως είναι πάντοτε σκόπιμο να ερευνάται και η θέση των άλλων πραγματικών ανταγωνιστών στην αγορά. Ειδικότερα όταν το μερίδιο αγοράς που κατέχει μια επιχείρηση είναι περίπου ισοδύναμο με τα μερίδια αγοράς άλλων επιχειρήσεων στην αγορά, τα μερίδια αγοράς δεν αποτελούν επαρκή ένδειξη δεσπόζουσας θέσης καθώς καμία από τις επιχειρήσεις δεν μπορεί να συμπεριφέρεται ανεξάρτητα χωρίς να υπολογίζει τις αντιδράσεις των ανταγωνιστών της.[31]

Από την επεξεργασία των στοιχείων που απέστειλε η Κεντρική Τράπεζα, η Επιτροπή διαπιστώνει πως ότι το χρονικό διάστημα μεταξύ Μαρτίου 2012 και Μαρτίου 2013, η Τράπεζα Κύπρου κατείχε το μεγαλύτερο μερίδιο τόσο στις Καταθέσεις [20-30%) όσο και στις Χορηγήσεις [20-30%) από όλα τα Αδειοδοτημένα Πιστωτικά Ιδρύματα συμπεριλαμβανομένου της Κεντρικής Συνεργατικής Τράπεζα και των Συνεργατικών Πιστωτικών Ιδρυμάτων (γύρω στο [20-30%) στις Καταθέσεις και γύρω στο [10-20%) στις Χορηγήσεις).

Την περίοδο μεταξύ Δεκεμβρίου 2013 και Σεπτεμβρίου 2015 η Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα και τα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα, κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο από όλα τα αδειοδοτημένα Πιστωτικά Ιδρύματα στις Καταθέσεις που κυμαίνεται γύρω στο [20-30%) ενώ στις Χορηγήσεις το κατέχει η Τράπεζα Κύπρου που κυμαίνεται γύρω στο [20-30%) μέχρι τον Μάρτιο 2013 και γύρω στο [35-45%) από τον Ιούνιο 2013 μέχρι το τέλος του 2014. Κατά την περίοδο μεταξύ Δεκεμβρίου 2015 και Δεκεμβρίου 2016, η Τράπεζα Κύπρου κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο τόσο στις Καταθέσεις όσο και στις Χορηγήσεις γύρω στο [25-35%) στις Καταθέσεις και γύρω στο [35-45%)  Χορηγήσεις από όλα τα αδειοδοτημένα Πιστωτικά Ιδρύματα συμπεριλαμβανομένου της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας και των Συνεργατικών Πιστωτικών Ιδρυμάτων που ανέρχονται γύρω στο [20-30%) όσον αφορά τις Καταθέσεις και [20-30%) στις Χορηγήσεις.

Ειδικότερα κατά το έτος 2014 όπως διαφαίνεται βάσει των στοιχείων που απέστειλε η Κεντρική Τράπεζα και την επεξεργασία τους, τον Ιούνιο του 2013 η Τράπεζα Κύπρου παρουσιάζει αλματώδη αύξηση του μεριδίου της στις Χορηγήσεις από [20-30%) που ήταν τον Μάρτιο 2013 στο [30-40%) τον Ιούνιο 2013, ενώ της Marfin Popular Bank εξαφανίζεται από [10-20%) σε [0-10%) ποσοστό για την ίδια χρονική περίοδο. Από τα εν λόγω στοιχεία προκύπτει επίσης μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ Καταθέσεων και Χορηγήσεων για την Τράπεζα Κύπρου από τον Ιούνιο του 2013 και μετά, σε αντίθεση με τη σχέση καταθέσεων και χορηγιών η οποία πρέπει να υφίσταται, ως αναφέρθηκε ανωτέρω.

Νομική ανάλυση πλειοψηφίας

Η πλειοψηφία της Επιτροπής, αποτελούμενη από την Πρόεδρο, κα Εύα Παντζαρή και τα μέλη της Επιτροπής, κ. Νεόφυτο Μαυρονικόλας και κα Ιωάννα Σαπίδου (στο εξής «η πλειοψηφία της Επιτροπής»), κρίνει ότι υπό το φως των στοιχείων που τηρεί και απέστειλε η Κεντρική Τράπεζα για τις χορηγήσεις και καταθέσεις των ΑΠΙ, και με βάση τα παραπάνω στοιχεία και τη νομολογία, προκύπτει ότι κατά τα έτη 2012 – 2013 με μερίδιο στις υπό εξέταση αγορές κάτω του [30-40%),  δεν διαπιστώνεται η Τράπεζα Κύπρου να κατέχει δεσπόζουσα θέση, καθώς παρότι των μεγάλων μεριδίων αγοράς που κατέχει σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, δεχόταν σημαντικές πιέσεις από τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα.

Η εν λόγω κατάσταση φαίνεται πως αλλάζει από το 2014 μέχρι το 2016, καθώς έχει μεσολαβήσει η αναγκαστική απορρόφηση της Marfin Popular Bank από την Τράπεζα Κύπρου και σε αυτό το διάστημα τα μερίδια αγοράς της Τράπεζας Κύπρου αυξήθηκαν τόσο στις καταθέσεις, φτάνοντας σε ποσοστό γύρω στο [20-30%), όσο και στις χορηγήσεις, φτάνοντας σε ποσοστό γύρω στο [40-50%), δημιουργώντας όμως την ανισορροπία μεταξύ καταθέσεων και χορηγήσεων που επεξηγήθηκε ανωτέρω, κάτι που δεν αντιπροσωπεύει τη λειτουργία ενός υγιούς ΑΠΙ. Επομένως, παρόλο που η Τράπεζα Κύπρου φαίνεται να κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο στις χορηγήσεις που φθάνει το [40-50%),  δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη όπως επιτάσσει η σχετική προπαρατεθείσα νομολογία[32], ότι κατέχει δεσπόζουσα θέση στην τραπεζική αγορά. Η πλειοψηφία της Επιτροπής υπογραμμίζει επί τούτου πως σύμφωνα με την ενωσιακή νομολογία,  όταν επιχείρηση κατέχει ένα ποσοστό της τάξεως του 40-50% (μερίδιο αγοράς), θεωρείται ότι αποτελεί μία αξιόπιστη αλλά όχι επαρκή ένδειξη ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης και, επομένως, απαιτείται να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, προκειμένου να θεμελιωθεί η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης.

Συνακόλουθα, η πλειοψηφία της Επιτροπής προχώρησε και εξέτασε επιπρόσθετους παράγοντες για να διαπιστώσει εάν το ως άνω μερίδιο αγοράς μπορεί συνδυαστικά να οδηγήσει στη στοιχειοθέτηση δεσπόζουσας θέσης με ασφάλεια.

Η πλειοψηφία της Επιτροπής, επί τούτου επισημαίνει ότι σύμφωνα με πάγια άποψη στην οικονομική θεωρία, μια επιχείρηση δύναται να αποκτήσει δεσπόζουσα θέση σε μια αγορά υποβοηθούμενη από διάφορους παράγοντες που ενδεχόμενα να χαρακτηρίζουν την αγορά στην οποία δραστηριοποιείται. Μια δεσπόζουσα θέση είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού διαφόρων παραγόντων οι οποίοι εάν θεωρηθούν αυτοτελώς, δεν αποτελούν απαραίτητα ικανή προϋπόθεση για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης αλλά όταν συνδυάζονται μεταξύ τους, οδηγούν στην δημιουργία της[33]. Αυτοί αφορούν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

(ι) Δυνατό προϊόν (strong brand) που ελκύει τους χρήστες του και δημιουργεί πιστή πελατεία, «κλειδώνοντας» έτσι τους υφιστάμενους πελάτες και αποθαρρύνει την είσοδο από άλλες επιχειρήσεις.

(ιι) Εμπόδια εισόδου – φυσικά ή άλλα όπως οικονομίες κλίμακας, ψηλά κόστη εισόδου, κατοχή σπάνιων πόρων, ύπαρξη δικτύων, ψηλή αξία έρευνας και ανάπτυξης, στρατηγικές παρεμπόδισης (π.χ. predation)  κ.α. – που  εμποδίζουν την εύκολη είσοδο στην αγορά νέων παικτών.

(ιιι) Διαφημίσεις ψηλού κόστους που αποτελούν sunk costs

(ιν) Σχέδια πελατειακής πίστης

(ν) Συμφωνίες αποκλειστικότητας, σχέδια πνευματικής ιδιοκτησίας και κατοχή ειδικών αδειοδοτήσεων.

(νι) κάθετη ολοκλήρωση.

(vii) μερίδια αγοράς άλλων ανταγωνιστών

Υπό το φως των πιο πάνω παραγόντων και της σχετικής νομολογίας, η πλειοψηφία της Επιτροπής προχωρεί και εξετάζει τα δεδομένα ενώπιον της για να διαπιστώσει κατά πόσο στην προκείμενη υπόθεση όπου η δεσπόζουσα θέση δεν μπορεί να θεμελιωθεί αποκλειστικά στα μερίδια αγοράς, εάν τέτοια θέση σημαντικής ισχύος προκύπτει από τους πιο πάνω παράγοντες. Συγκεκριμένα:

(Α).  Απόκτηση Μεριδίου [40-50%) στις Χορηγήσεις: Η πλειοψηφία της Επιτροπής επισημαίνει ότι το μερίδιο αυτό αποκτήθηκε λόγω της σχετικής απόφασης της Αρχής Εξυγίανσης για μεταφορά των χορηγήσεων και καταθέσεων της Λαϊκής Τράπεζας, η οποία τέθηκε υπό διάλυση. Επιπρόσθετα είχε μεταφερθεί στην Τράπεζα Κύπρου και το ποσό του ELA που όφειλε η Λαϊκή Τράπεζα που ανερχόταν στα περίπου 9 δισεκατομμύρια ευρώ.

Σημειώνεται ότι στην παρούσα περίπτωση η απόκτηση του [40-50%) μεριδίου αγοράς δεν διαφαίνεται να έχει προκύψει λόγω οποιωνδήποτε από τους προαναφερόμενους παράγοντες. Αυτό διότι η  απόκτηση των καταθέσεων και χορηγήσεων της Λαϊκής επιβλήθηκε στην Τράπεζα Κύπρου και δεν ήταν αποτέλεσμα δικής της στρατηγικής επιλογής και επιτυχημένων ενεργειών για ενδυνάμωση της θέσης της στην αγορά. Σημειώνεται επίσης η είσοδος στην αγορά της τράπεζας Ancoria Bank κατά το έτος 2015.

(Β) Ανισορροπία καταθέσεων και χορηγήσεων: H απόκτηση των καταθέσεων και χορηγήσεων της Λαϊκής που επιβλήθηκε στην Τράπεζα Κύπρου της δημιούργησε πρόβλημα στο ισοζύγιο μεταξύ καταθέσεων και χορηγήσεων αφού οι καταθέσεις που μεταφέρθηκαν ήταν πολύ λιγότερες από τα αντίστοιχα δάνεια και την παρεμπόδιζε παρά να την ωθεί στην χορήγηση δανείων, ώστε να είναι σε θέση να προωθήσει και να αυξήσει το προϊόν των χορηγήσεων της. Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι η Τράπεζα Κύπρου υπέστη κούρεμα στις δικές της καταθέσεις κατά [40-50%) κατά το 2013, γεγονός το οποίο επέφερε περαιτέρω αλλαγές στα μερίδια αγοράς και ανισορροπία στην αναλογία καταθέσεων-χορηγιών. Συνεπώς, το μερίδιο αγοράς της Τράπεζας Κύπρου δεν είναι αποτέλεσμα οποιωνδήποτε από τους προαναφερόμενους παράγοντες αλλά επισυνέβη με την επιβολή της μεταφοράς χορηγήσεων από την τράπεζα που κατέρρευσε. Επίσης, το κούρεμα των δικών της καταθέσεων και η ανισορροπία στην αναλογία καταθέσεων-χορηγιών αποτελούν και αρνητικό παράγοντα για την καλή της φήμη.

(Γ) Μη εξυπηρετούμενα δάνεια: Σύμφωνα με διάφορες εκθέσεις και δημοσιεύματα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην τραπεζική αγορά της Κύπρου ανέρχονταν σε [30-40%) κατά το τέλος του 2016 και αυξήθηκαν κατά το 2017 σε [40-50%). Ως εκ τούτου, οι μισές περίπου χορηγήσεις της Τράπεζα Κύπρου μετά την απόκτηση των χορηγήσεων της Λαϊκής Τράπεζας είναι μη εξυπηρετούμενες. Το γεγονός αυτό μαζί με την ανισορροπία των καταθέσεων δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι της παρείχαν θέση  οικονομικής ισχύος στην αγορά την οποία να μπορούσε να εκμεταλλευτεί.

Προς επίρρωση του γεγονότος ότι η Τράπεζα Κύπρου δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση κατά τα δυόμιση έτη, κατά τα οποία είχε αποκτήσει το [40-50%) των χορηγήσεων, η πλειοψηφία της Επιτροπής επεσήμανε ότι η Τράπεζα Κύπρου δεν κατάφερε να αυξήσει το μερίδιο αυτό, αλλά αντίθετα αυτό αυξομειωνόταν μερικώς και κυμαινόταν μεταξύ [35-45%). Μάλιστα, η ίδια εικόνα επικρατούσε και σε σχέση με τις καταθέσεις.

Ως εκ των ανωτέρω, η πλειοψηφία της Επιτροπής αποφασίζει ότι, η κατοχή του [40-50%) των χορηγήσεων χωρίς το αντίστοιχο ποσοστό μεριδίου καταθέσεων, η κατοχή πολύ μεγάλου ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων, το κούρεμα των καταθέσεων της  και της επιπρόσθετης επιβάρυνσης της αποπληρωμής του ELA που μαζί με εκείνο της Λαϊκής Τράπεζας ανήλθε κατά την περίοδο απόκτησης των καταθέσεων και χορηγήσεων της Λαϊκής Τράπεζας σε περίπου 12 δισεκατομμύρια, δεν θέτει την Τράπεζα Κύπρου σε δεσπόζουσα θέση δηλαδή δεν κατέχει θέση οικονομικής δύναμης που την καθιστά ικανή να παρακωλύει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά. Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι δεν φαίνεται να υπήρχαν σημαντικά εμπόδια εισόδου στην αγορά, αφού εισήλθε στην αγορά η τράπεζα Ancoria το 2015.

Ως εκ τούτου, η πλειοψηφία της Επιτροπής, αφού διεξήλθε με προσοχή το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και μελέτησε ενδελεχώς τα στοιχεία που περιέχονται σ’ αυτόν, σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του Σημειώματος της Υπηρεσίας ημερομηνίας 8/3/2018 και με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, αποφάσισε, ότι η Τράπεζα Κύπρου δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά χορηγήσεων εντός της Κυπριακής Επικράτειας, καθότι το μερίδιο αγοράς της σε συνδυασμό με τα μερίδια αγοράς των ανταγωνιστών της δεν της επιτρέπει να λειτουργεί με ανεξαρτησία στην αγορά. Η πλειοψηφία της Επιτροπής, σημείωσε επίσης πως είναι χαρακτηριστικό ότι η αύξηση του μεριδίου αγοράς της Τράπεζας Κύπρου επήλθε λόγω της αναγκαστικής απορρόφησης της Λαϊκής και άρα δεν ήταν αποτέλεσμα της οικονομικής ισχύος της Τράπεζας Κύπρου και το αυξημένο μερίδιο αγοράς στις χορηγήσεις συνοδεύεται με αυξημένες μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις που την αποδυναμώνουν ως παίχτη στην αγορά.

Συνακόλουθα, η πλειοψηφία της Επιτροπής αποφασίζει ότι δεν δύναται να εξετάσει περαιτέρω τυχόν καταχρηστικούς όρους στις δανειακές συμβάσεις της Τράπεζας Κύπρου, εφόσον δεν υφίσταται δεσπόζουσα θέση.

Νομική ανάλυση μειοψηφίας

Η μειοψηφία της Επιτροπής που αποτελείται από τον κ. Άριστο Αριστείδου Παλούζα και την κα Μαντώ Παπαγεωργίου Μάτση (εφεξής «η μειοψηφία της Επιτροπής»), δηλώνουν πως συμφωνούν με την απόφαση της πλειοψηφίας της Επιτροπής υπό την τότε σύνθεσή της ημερομηνίας 19/11/2018 και υιοθετούν αυτήν, σημειώνοντας ότι η υπό έρευνα επιχείρηση Τράπεζα Κύπρου κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά των χορηγήσεων.

Η μειοψηφία της Επιτροπής, έλαβε υπόψη ότι σύμφωνα με τον ορισμό που δίδεται στο άρθρο 2 του Νόμου, ο οποίος  πηγάζει από την ενωσιακή νομολογία, δεσπόζουσα θέση περιλαμβάνει τη θέση οικονομικής δύναμης  που απολαμβάνει η επιχείρηση , που την καθιστά ικανή να παρακωλύει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην σχετική αγορά και της επιτρέπει να ενεργεί σε αισθητό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές και του πελάτες της και σε τελική ανάλυση ανεξάρτητα από τους καταναλωτές.

Βασικό στοιχείο λοιπόν της έννοιας της δεσπόζουσας θέσης είναι η ύπαρξη οικονομικής ισχύος, η οποία παρέχει στη δεσπόζουσα επιχείρηση ευχέρεια ανεξάρτητης συμπεριφοράς, την αποδεσμεύει δηλαδή από τους περιορισμούς που υπάρχουν σε μια ανταγωνιστική αγορά.

Η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης μπορεί να απορρέει από τον συνδυασμό διαφόρων παραγόντων οι οποίοι από μόνοι τους δεν αποτελούν απαραίτητα επαρκή ένδειξη για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης, αλλά όταν συνδυάζονται μεταξύ τους οδηγούν στην δημιουργία αυτής. Τέτοιοι παράγοντες είναι η ύπαρξη ανταγωνιστών, τα μερίδια αγοράς, το ύψος των διαθέσιμων οικονομικών μέσων, το προβάδισμα από άποψη τεχνολογικής εξέλιξης και σχετικής εμπειρίας καθώς επίσης οι φραγμοί εισόδου νέων ανταγωνιστών στη σχετική αγορά.

Όταν μια επιχείρηση δεν κατέχει μονοπωλιακή θέση στην αγορά, αλλά κατέχει ένα σημαντικά μεγάλο μερίδιο αγοράς ήτοι ένα ποσοστό της τάξης  του 40-50% θεωρείται ότι αποτελεί μια αξιόπιστη αλλά όχι επαρκή ένδειξη ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης και επομένως απαιτείται να ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες, προκειμένου να θεμελιωθεί η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης[34].

Επισημαίνεται ότι στην υπόθεση British Airways (BA), το Γεν. ΔΕΕ σημείωσε ότι η ΒΑ κατείχε δεσπόζουσα θέση καθώς παρά το γεγονός ότι το μερίδιο αγοράς της ήταν κάτω από 40% και μάλιστα είχε πτωτική τάση, ήταν παρόλα αυτά σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό των ανταγωνιστών της.[35]

Σημειώνεται ότι στην υπόθεση Hoffman-La Roche & Co.AG VS Commission, 1979 (Υπόθεση 85/76)  το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σημείωσε ότι θα μπορούσε βάσιμα να θεωρηθεί ότι τα πολύ ψηλά μερίδια αγοράς αποτελούν από μόνα τους, εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις, απόδειξη της ύπαρξης δεσπόζουσας θέσης.

Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό έρευνα επιχείρηση κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο της έρευνας μερίδιο περίπου [40-50%) στις χορηγήσεις ενώ ο αμέσως επόμενος ανταγωνιστής της κατείχε μερίδιο αγοράς λιγότερο από [20-30%). Σημειώνεται ότι οι υπόλοιποι που δραστηριοποιούνται στην αγορά κατείχαν σημαντικά χαμηλότερα μερίδια τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν ήταν ικανά να ασκήσουν ανταγωνιστική πίεση στην υπό έρευνα επιχείρηση.

Συνεπώς η Τράπεζα Κύπρου ένεκα του γεγονότος ότι το ποσοστό του μεριδίου της είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από αυτό των ανταγωνιστών της, δύναται να ενεργεί χωρίς να λαμβάνει υπόψιν της, τους ανταγωνιστές της.

Περαιτέρω σημειώνεται ότι η υπό έρευνα επιχείρηση είναι ηγέτιδα επιχείρηση στη σχετική αγορά, διαθέτει ισχυρό εμπορικό σήμα (brand name) και φήμη λόγω της μακροχρόνιας της πορείας αφού είναι καθιερωμένη στην συνείδηση των καταναλωτών. Σημειώνεται επίσης το ιδιαίτερα ανεπτυγμένο δίκτυο διανομής και πώλησης μεγάλης ποικιλίας προϊόντων αλλά και ο έλεγχος της υποδομής που δεν είναι εύκολο να αναπαραχθεί.

Περαιτέρω σημειώνεται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο μόνο μια τράπεζα, η τράπεζα Ancoria, κατάφερε να εισέλθει στην αγορά, το 2015. Το επιχείρημα περί της αναγκαστικής απόκτησης του μεριδίου αγοράς [40-50%) στις χορηγήσεις από την Τράπεζα Κύπρου (το έτος 2013) δεν σχετίζεται με τους επιπρόσθετους παράγοντες που αξιολογούνται για την ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης πέραν του μεριδίου αγοράς,  ήτοι οι κατηγορίες των πραγματικών ανταγωνιστών, φραγμοί εισόδου και την αντισταθμιστική ισχύ των αγοραστών.

Σημειώνεται επίσης ότι η Τράπεζα Κύπρου κατείχε το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς στην αγορά των χορηγήσεων από τους άλλους ανταγωνιστές για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ως εκ των ανωτέρω, η μειοψηφία της Επιτροπής, αφού διεξήλθε με προσοχή το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και μελέτησε ενδελεχώς τα στοιχεία του και με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, αποφασίζει ότι η υπό έρευνα επιχείρηση κατέχει δεσπόζουσα θέση στη αγορά χορηγήσεων εντός της Κυπριακής Επικράτειας καθώς το μερίδιο αγοράς της σε συνδυασμό με τα μερίδια αγοράς των ανταγωνιστών της και το ισχυρό εμπορικό όνομα (Brand name) της επιτρέπουν να λειτουργεί με ανεξαρτησία στην αγορά.


ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

Η Επιτροπή αφού μελέτησε ενδελεχώς το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και ενημερώθηκε πλήρως από τα στοιχεία και δεδομένα, τα οποία περιέχονται σε αυτόν, με απώτερο σκοπό να μπορέσει να διαμορφώσει την κρίση της και να λάβει την απόφαση της επί της παρούσας αυτεπάγγελτης έρευνας, αποφασίζει κατά πλειοψηφία, ότι η υπό έρευνα επιχείρηση Τράπεζα Κύπρου δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά των χορηγήσεων που την καθιστά ικανή να παρακωλύει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην αγορά. Συνεπώς, αφού δεν υφίσταται δεσπόζουσα θέση, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν δύναται να εξετάσει περαιτέρω τυχόν καταχρηστικούς όρους στις δανειακές συμβάσεις της Τράπεζας Κύπρου.

 

Εύα Παντζαρή

Πρόεδρος Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού

 

_________________________

 

Άριστος Αριστείδου Παλούζας          

Μέλος Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού

 

 

_________________________

 

Νεόφυτος Μαυρονικόλα

Μέλος Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού

 

 

_________________________

 

Μαντώ Παπαγεωργίου Μάτση

Μέλος Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού

 

 

_________________________

 

 

Ιωάννα Σαπίδου

Μέλος Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού

 

_________________________

 



[1] Σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 72(3) του Νόμου  η διαδικασία διεκπεραίωσης υποθέσεων οι οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής εξετάζονται με βάση τις διατάξεις του εν λόγω Νόμου: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), διαδικασία διεκπεραίωσης υποθέσεων, εξέτασης καταγγελιών και διενέργειας αυτεπάγγελτων ερευνών, περιλαμβανομένης της διαδικασίας λήψης προσωρινών μέτρων οι οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού που είχε ιδρυθεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 2008 και 2014 θεωρούνται εκκρεμούσες ενώπιον της Επιτροπής και εξετάζονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

[2] Ανακοίνωση Οικονομικών Αποτελεσμάτων Συγκροτήματος Τράπεζας Κύπρου για το ενιάμηνο που έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 2016. https://www.bankofcyprus.com/globalassets/investor-relations/press-releases/gr/20161101-announcementdatefor9m2016_gr_final.pdf

[3] Απόφαση ΕΑ 520/VI/2011, ΣΚ. 57.

[4] Ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού. 97/C 372/03, παρ. 7.

[5] Κοινοποίηση συγκέντρωσης αναφορικά με συγχώνευση της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Ταμασσού και της Περιφερειακής Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Μαχαιρά.

[6] Κοινοποίηση συγκέντρωσης της  Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγλαντζιάς και της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Παλλουριώτισσας.

[7] Κοινοποίηση συγκέντρωσης της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Δυτικής Λευκωσίας και της Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αστρομερίτη.

[8] Κοινοποίηση συγκέντρωσης του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού Λτδ, της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Γερμασόγειας και της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Πολεμιδιών.

[9] Κοινοποίηση συγκέντρωσης της Κοινοποίηση συγκέντρωσης μεταξύ Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού Λτδ και Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αγίας Φυλάξεως.

[10] Case No.M.342 – Fortis/CGER (15/1/93), Case No.M.873 - Bank Austria/Credit Anstalt (11/3/97), www.oft.gov.uk.

[11] Case No. COMP/M.1910 – Mertanordbanken/Unidanmark, (10/4/2000).

[12] Case No.M.1029 – Merita/Nordbanken, (10/12/1997). Case No Comp/M.1764 –Skandinaviska Enskilda Banken /BFG Bank.

[13] Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα https://www.ecb.europa.eu/explainers/tell-me/html/minimum_reserve_req.el.html

[14] Ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού (97/C 372/03).

[15] Υπόθεση C-41/90, Hofner & Elsner v. Macrotron, [1991] ECR I-1979; Υπόθεση C-67/96 Albany International BV 21.9.1999; Υπόθεση 170/83, Hydrotherm v. Compact, [1984] ECR 2999.

[16] Ο.π.

[17] ΔΕΚ με αριθμ. C-118/85 Commission v. Italy [1987] Συλλ. Νομολ. 2599, παρ. 7, και C-35/96 Commission v. Italy (CNSD) [1998] Συλλ. Νομολ. I-03851 [εκτελωνιστές - Εθνικό Συμβούλιο Εκτελωνιστών Ιταλίας], παρ. 36, C-41/90 Höfner and Elser v. Macrotron [1991] Συλλ. Νομολ. I -1979, παρ. 21 [Δημόσια Υπηρεσία Ευρέσεως Εργασίας], C-244/94 Federation Francaise des Societes dAssurance [1995], Συλλ. Νομολ. I-4013, παρ. 14 [Μη κερδοσκοπικός οργανισμός διαχείρισης ασφαλιστικού συστήματος].

[18] Βλ. αποφάσεις ΔΕΕ με αριθμ. C-118/85 Commission v. Italy [1987] Συλλ. Νομολ. 2599, παρ. 7, και C-35/96 Commission v. Italy (CNSD) [1998] Συλλ. Νομολ. I-03851 [εκτελωνιστές - Εθνικό Συμβούλιο Εκτελωνιστών Ιταλίας], παρ. 36, C-41/90 Höfner and Elser v. Macrotron [1991] Συλλ. Νομολ. I -1979, παρ. 21 [Δημόσια Υπηρεσία Ευρέσεως Εργασίας], C-244/94 Federation Francaise des Societes dAssurance [1995], Συλλ. Νομολ. I-4013, παρ. 14 [Μη κερδοσκοπικός οργανισμός διαχείρισης ασφαλιστικού συστήματος].

[19] Υπέρ του τελευταίου σημείου λειτουργεί η διάταξη του άρθρου 7 του Νόμου, η οποία αναφέρεται ευθέως στις δημόσιες επιχειρήσεις και περιλαμβάνει αυτές ρητά στις ρυθμίσεις για τον ανταγωνισμό.

[20] Υπόθεση C-244/94 της 16.11.1995, Συλλ. 1995, 4022.

[21] Υπόθεση 322/81, NV Nederlandsche Banden-Industries Michelin v. Commission, [1983] ECR 3461.

[22] Υπόθεση T-24/93, T25/93, T/26/93 και T/28/93, Campagie Martime Belge Transports and other v Commission, [1996] ECR 1996 II-01201.

[23] Υπόθεση 85/76, Hoffmann- La Roche & Co. AG v. Commission, [1979] ECR 461.

[24] Ibid.

[25] Υπόθεση 62/86, Akzo Chemie κατά Επιτροπής, [1991] Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-03359, παρά.60-61.

[26] Joined Cases T-24/93, T25/93, T26/93 and T28/93, Compagnie maritime belge transports SA and Compagnie maritime belge SA, Darfa-Lines A/S, Deutsche Afrika-Linien GmbH & Co and Nedloyd Lijnen BV v. Commission of the European Communities.

[27] Βλέπε υποσημείωση 22, Hoffman – La Roche

[28] Metro SB-Großmärkte GmbH & Co. KG v Commission of the European Communities, Judgment of the Court of 25 October 1977, European Court reports 1977 Page 01875.

[29] Βλέπε υποσημείωση 14, United Brands.

[30] Case 62/86 AKZO Chemie B.V. [1991] I-3359.

[31] Σύγγραμμα Δ. Τζουγανάτος,(2013) , Δίκαιο του Ελεύθερου Ανταγωνισμού, 1η έκδοση Νομική Βιβλιοθήκη, σελ 508

[32] Υπόθεση 85/76, Hoffmann- La Roche & Co. AG v. Commission, [1979] ECR 461, Υπόθεση 62/86, Akzo Chemie κατά Επιτροπής, [1991] Συλλογή της Νομολογίας 1991 I-03359, παρά.60-61, Joined Cases T-24/93, T25/93, T26/93 and T28/93, Compagnie maritime belge transports SA and Compagnie maritime belge SA, Darfa-Lines A/S, Deutsche Afrika-Linien GmbH & Co and Nedloyd Lijnen BV v. Commission of the European Communities.

[33] Υπόθεση 27/76 United Brands κατά Επιτροπής 1978 σκ.65-66, Υπόθεση C 250/92 Gotrup κατά Dansk Landbrugs Grovvareselskab σκ.47

[34] Υπόθεση 62/86 Akzo Chemre κατά της Επιτροπής, (1991) Συλλογή της Νομολογίας 1991 Ι-03359 §60-61

[35] Case T-219/99 British Airways Plc V Commission (2003) ECR II-5917.