ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 19/2023)

 

29 Ιανουαρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

                                                          Εφεσείων

v.

 

SERGEI KUZIURIN

                                                          Εφεσιβλήτου

------------------------------

 

Κ. Χατζηκωνσταντίνου (κα), Δημόσιος Κατήγορος, για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσείοντα

Μ. Νεοφύτου (κα) με Α. Αντωνίου, για Εφεσίβλητο

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη. Θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Γ. Κυριακίδου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος κρίθηκε πρωτοδίκως ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής στο αδίκημα της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 με θύμα την 64χρονη  Μ.Τ.Τ. καθώς και στα αδικήματα της μη συμμόρφωσης σε φώτα τροχαίας (2η κατηγορία), οδήγηση οχήματος καθ’ όν χρόνο η αναλογία αλκοόλης στην εκπνοή υπερέβαινε το καθορισμένο όριο (η αναλογία στην εκπνοή περιείχε 47 εκατομμυριοστά αντί 22 εκατομμυριοστά) (3η κατηγορία) και οδήγηση με ταχύτητα δυνάμενη να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή (123,40 χ.α.ω. αντί 50 χ.α.ω.) (4η κατηγορία). Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης 22 μηνών, 10 βαθμούς ποινής καθώς και στέρηση δυνατότητας να κατέχει άδεια οδήγησης τριών μηνών από την αποφυλάκιση του στην 1η κατηγορία ενώ παρά το ότι δεν θα έπρεπε να είχαν επιβληθεί ποινές στις υπόλοιπες κατηγορίες γιατί αυτές προέκυπταν από τα ίδια γεγονότα και το ανεπιθύμητο επιβολής προστίμου (βλ. George M. Pikis, Sentencing in Cyprus, 2nd Ed., Sentencing Revisited, 2007, 34, Blackstone’s Criminal Practice, 2019, para E15.22, 2398) επέβαλε ποινές προστίμου στις κατηγορίες 2 μέχρι 4. Η εν λόγω εκτροπή δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω αφού δεν προσβάλλεται με την παρούσα έφεση.

 

      O Γενικός Εισαγγελέας με τον μοναδικό λόγο Έφεσης προσβάλλει την 22μηνη ποινή φυλάκισης στην πρώτη κατηγορία, ως έκδηλα ανεπαρκή διότι, ως αναφέρεται, δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του Νόμου, δεν προστατεύει το κοινό, ούτε είναι αποτρεπτική, ούτε αντανακλά τη σοβαρότητα του αδικήματος στο οποίο καταδικάστηκε, ούτε εξυπηρετεί τον σκοπό της τιμωρίας του, αλλά στέλλει λανθασμένα μηνύματα στους επίδοξους παραβάτες, ιδιαίτερα για τέτοια αδικήματα που βρίσκονται σε τόσο μεγάλη έξαρση, όπως τα θανατηφόρα δυστυχήματα. Η ποινή φυλάκισης είναι έκδηλα ανεπαρκής λαμβάνοντας υπόψη σωρευτικά τη σοβαρότητα των αδικημάτων, τις προβλεπόμενες από τον Νόμο ποινές και τη Νομολογία όπως έχει διαμορφωθεί, τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, την έξαρση στη διάπραξη των συγκεκριμένων αδικημάτων, την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, καθώς και την ανάγκη για γενική και ειδική πρόληψη και αποτροπή.

 

      Ως έχει σε σειρά αποφάσεων αναφερθεί το καθήκον επιμέτρησης της ποινής ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε περίπτωση που διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ή όταν η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του Νόμου, δεν είναι αποτρεπτική και δεν προστατεύει το κοινό (Γεν. Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303, Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562, S.J.L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/2021 κ.α. ημερ. 27.10.22, ECLI:CY:AD:2022:B409).

 

      Τα αδικήματα τα οποία έχει παραδεχθεί ο Εφεσίβλητος αναμφίβολα είναι πολύ σοβαρά. Ως επανειλημμένα έχει αναφερθεί η διάπραξη τους έχει καταστεί μάστιγα με την διαρκώς αυξανόμενη συχνότητα με την οποία τέτοιου είδους υποθέσεις παρουσιάζονται ενώπιον των δικαστηρίων, στοιχείο το οποίο επιβάλλει την αυστηρή αντιμετώπισή τους, με στόχευση την ειδική (σε κατάλληλες περιπτώσεις) αλλά και πρωτίστως τη γενική πρόληψη και αποτροπή διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων (βλ. Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232, 238, Παντέλα ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 562).

 

      Τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την οδική συμπεριφορά του Εφεσίβλητου εντός κατοικημένης περιοχής όπως καταγράφονται πρωτοδίκως έχουν ως ακολούθως:

 

        «Φτάνοντας στη φωτοελεγχόμενη συμβολή με την οδό Παναγιώτη Τσαγκάρη, ο κατηγορούμενος παραβίασε το κόκκινο φως που ήταν αναμμένο στα φώτα τροχαίας προς την πορεία του, εισήλθε σε αυτήν ακολουθώντας ίδια κατεύθυνση, με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το όχημα Β που οδηγούσε το θύμα στην οδό Παναγιώτη Τσαγκάρη με νότια κατεύθυνση και κατά το δεδομένο χρόνο εισήλθε και η ίδια στη συμβολή με δεξιά στροφή, για να ακολουθήσει στη συνέχεια δυτική κατεύθυνση στην οδό Βασιλέως Γεωργίου Α'.

        Από τη σύγκρουση το θύμα, η οποία ήταν προσδεδεμένη με ζώνη ασφαλείας, τραυματίστηκε θανάσιμα και αφού απεγκλωβίστηκε από το όχημα της με την επέμβαση μελών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος της. Ο κατηγορούμενος μαζί με τη συνοδηγό του δεν είχαν τραυματιστεί, επειδή όμως η συνοδηγός του κατηγορουμένου παραπονείτο για πόνο στο στήθος, μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο σε ιδιωτικό νοσοκομείο.

        Κατόπιν συνομιλίας της Αστυνομίας με τον κατηγορούμενο, διαπιστώθηκε ότι αυτός μύριζε έντονα αλκοόλ και τα μάτια του ήταν κόκκινα, έτσι διενεργήθηκε σε αυτόν έλεγχος άλκοτεστ με προκαταρκτική ένδειξη 57mg και κατόπιν τελικής εξέτασης η ένδειξη ήταν 47mg».

        …………………………………………………………………………………….

       «Όσον αφορά την ορατότητα οι κατευθύνσεις και στα δύο οχήματα ήταν επαρκής, (sic) ο καιρός ήταν αίθριος με οδικό φωτισμό και οδόστρωμα στεγνό. Η φωτοελεγχόμενη συμβολή φέρει σήμανση επί της ασφάλτου εντός κατοικημένης περιοχής με όριο ταχύτητας 50 χαω. Και τα 2 οχήματα υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές ενώ καμία ζημιά δεν υπέστη ξένη περιουσία. Το θύμα υπέστη ρήξη καρδίας και πολλαπλές κακώσεις ζωτικών οργάνων.

       Κατά την ώρα της σύγκρουσης η ταχύτητα του οχήματος Α ήταν 123,40 χαω, ταχύτητα η οποία μειωνόταν προοδευτικά σύμφωνα με τα σφάλματα που καταγράφηκαν μέχρι που το όχημα Α σταμάτησε εντελώς. Σύμφωνα με το βίντεο που λήφθηκε από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, από τη στιγμή που ανάβει το φως υπήρχε χρόνος 6” μέχρι το δυστύχημα».

 

      Προηγούμενες υποθέσεις παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής, δεν είναι όμως δεσμευτικές λόγω του ότι η ποινή η οποία επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων της και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. KABEER KHAN, Ποιν. Έφ. 123/23 ημερ. 15.9.23). Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωτηρίου (2003) 2 Α.Α.Δ. 331 που αφορούσε θανατηφόρο ατύχημα αναφέρθηκαν και τα εξής σχετικά:

 

      «Για παρόμοια αδικήματα δεν υπάρχει καθιερωμένο μέτρο για την ποινή. Στην αρμόζουσα ποινή το δικαστήριο καταλήγει ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, την έκταση της ευθύνης του κατηγορουμένου και λαμβάνοντας υπ΄ όψιν το γεγονός ότι το επικίνδυνο οδήγημα στοιχίζει χρήμα και ζωές. Η επιμέτρηση της ποινής είναι άμεσα σχετιζόμενη με την έκταση της αμέλειας, δηλαδή με τη συμπεριφορά και τις πράξεις του κατηγορουμένου που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου, σε συνάρτηση βέβαια με τις προσωπικές του συνθήκες, οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται υπ΄ όψιν (Παμπακάς και άλλος ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 487, 491)».

 

      Στην Παντέλα ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) υποδείχθηκε ότι η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλης ή ναρκωτικών, η υπερβολική ταχύτητα και η εκούσια πορεία πολύ κακής οδήγησης, αποτελούν επιβαρυντικούς παράγοντες.

 

      Στην παρούσα υπόθεση, παρά το ότι διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τη νομολογία που αφορά τον καθορισμό της ποινής σ΄ αυτού του είδους τα αδικήματα, εντούτοις κατά την επιβολή της προσβαλλόμενης ποινής δεν συνεκτίμησε σωρευτικά τους επιβαρυντικούς παράγοντες του θανατηφόρου δυστυχήματος, ούτε την από κάθε οπτική απαράδεκτη οδική συμπεριφορά του Εφεσίβλητου που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της ζωής του θύματος το οποίο χρησιμοποιούσε νόμιμα το δρόμο. Στην ουσία δεν λήφθηκε υπ΄ όψιν στην ορθή διάσταση του το γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος με πλήρη αδιαφορία προς τα πρόσωπα που νόμιμα χρησιμοποιούσαν τον δρόμο οδηγούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο υπό την επήρεια αλκοόλης (47mg αντί 22 mg), χωρίς να συμμορφωθεί με τους φωτεινούς σηματοδότες ενώ η ένδειξη τους ήταν κόκκινο και παραβιάζοντας τους ανέπτυξε ταχύτητα δυνάμενη να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή, ήτοι 123 χ.α.ω. αντί 50 χ.α.ω., εντός κατοικημένης περιοχής και εισερχόμενος κατά επικίνδυνο και εγωιστικό τρόπο στη διασταύρωση ανέκοψε την πορεία του θύματος.

 

      Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πρωτοδίκως αναλώθηκε αρκετός χρόνος από πλευράς Υπεράσπισης υπέρ του επιχειρήματος ότι η ανάπτυξη τέτοιας ταχύτητας (123 χ.α.ω.) έγινε μόνο κατά τα τελευταία 200μ. προ της σύγκρουσης και σε διάστημα έξι δευτερολέπτων. Σύμφωνα με την εισήγηση, αυτό έγινε επειδή προ του σημείου σύγκρουσης ο Εφεσίβλητος αντιλήφθηκε όχημα να τον προσεγγίζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Με αυτό το όχημα πέρασαν μαζί πάνω από υπερυψωμένη διάβαση (κύρτωμα) και από εκεί χρειάστηκε κάποια απόσταση για να φτάσει την ταχύτητα των 123 χ.α.ω., δηλαδή αυτά τα 200μ. από τη διάβαση μέχρι τη διασταύρωση. Οι δύο πλευρές είχαν δηλώσει ως παραδεκτό ότι το όχημα του Εφεσίβλητου μπορούσε να αναπτύξει την ταχύτητα 0-100 χ.α.ω. σε χρόνο 3,9″. Βασικά το επιχείρημα της Υπεράσπισης ήταν ότι ο Εφεσίβλητος σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, σε πολύ μικρή απόσταση και υπό την πίεση του άλλου οδηγού, έλαβε λανθασμένη απόφαση και ενήργησε λανθασμένα, οπότε η λανθασμένη κρίση είναι από τους σοβαρούς ελαφρυντικούς παράγοντες. Μάλιστα προβλήθηκε και το ότι ήταν η πράξη του άλλου οδηγού που οδήγησε στη λανθασμένη απόφαση του Εφεσίβλητου και ενόψει της αιτιώδους συνάφειας με πράξεις του άλλου άγνωστου οδηγού θα έπρεπε στο πλαίσιο της ίσης μεταχείρισης να ληφθεί υπόψιν και το ότι ο άλλος οδηγός δεν οδηγήθηκε στο Δικαστήριο.

 

      Οφείλουμε να πούμε πως ξενίζουν όλες αυτές οι εισηγήσεις. Η εικόνα την οποία εισπράττει ο μέσος αντικειμενικός παρατηρητής είναι πως μετά τη διάβαση ξεκίνησε μια «κούρσα ταχύτητας» και πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε πως το ότι τον πλησίασε άλλο όχημα με ιλιγγιώδη ταχύτητα δεν δικαιολογεί την απόφαση του (Εφεσίβλητου) να αναπτύξει εντός 200μ. ταχύτητα 123 χ.α.ω., να περάσει με κόκκινο φως και να αφαιρέσει μια ζωή.

 

      Βέβαια το Δικαστήριο παρέλειψε στο σημείο αυτό να επισημάνει και συνυπολογίσει ότι όλα αυτά έγιναν ενόσω ο Εφεσίβλητος οδηγούσε έχοντας στον οργανισμό του υπερδιπλάσια αλκοόλη από ό,τι επιτρέπεται, πράγμα που ασφαλώς δεν ήταν άσχετο με τις αποφάσεις στις οποίες αναφέρεται, καθώς και με την όλη συμπεριφορά του.

 

      Πιστεύουμε ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για την επικινδυνότητα της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλης. Καθίσταται επικίνδυνη ακριβώς λόγω της μείωσης των αντανακλαστικών ενός οδηγού, καθώς και της επίδρασης που ασκεί στις αποφάσεις τις οποίες λαμβάνει ένας οδηγός ευρισκόμενος σε τέτοια κατάσταση. Αυτονόητο είναι πως εάν μια τέτοια κατάσταση συνδυαστεί και με υπερβολική ταχύτητα τότε τα πράγματα σίγουρα καθίστανται πολύ χειρότερα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν φαίνεται να έστρεψε την προσοχή του σε παλαιότερες αποφάσεις στις οποίες η οδήγηση επηρεάζετο από την αλκοόλη. Αν και είναι γνωστή η αρχή ότι σε τέτοιου είδους αδικήματα δεν υπάρχει καθιερωμένο μέτρο ποινής (Παντέλα, ανωτέρω) θεωρούμε χρήσιμη τη σημείωση ότι για τέτοιες περιπτώσεις επικυρώθηκαν (ή επιβλήθηκαν από το Α.Δ.) ποινές φυλάκισης αφενός 2,5 ετών φυλάκισης στις υποθέσεις Rushdi v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 74 και Σάββα ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 242 και αφετέρου 3 ετών στην Παντέλα (ανωτέρω). Αυτό χωρίς βέβαια να παραγνωρίζουμε ότι παραδοχή είχε γίνει μόνο στη δεύτερη από αυτές (Σάββα).

 

      Ιδιαίτερη αναφορά όμως αρμόζει στην πιο πρόσφατη υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Sidhu, Ποιν. Έφ. 152/22, ημερ. 1.12.22, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο αύξησε την ποινή των 12 μηνών επίσης σε 2,5 έτη φυλάκισης σε υπόθεση στην οποία ο οδηγός δεν είχε τη δέουσα παρατηρητικότητα και απέτυχε να δει ότι το προπορευόμενο του όχημα είχε σταματήσει για να δώσει προτεραιότητα σε πεζή επί διάβασης με αποτέλεσμα να κτυπήσει πρώτα στο προπορευόμενο όχημα και ακολούθως στην άτυχη 45χρονη.  Το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε την έκδηλη αδιαφορία προς τους κανόνες οδήγησης, τα σήματα τροχαίας και την ασφάλεια άλλων χρηστών του δρόμου, χαρακτηρίζοντας την υπόθεση ως μια από τις σοβαρότερες του είδους. Το μόνο που έχουμε να παρατηρήσουμε είναι πως τα γεγονότα της κρινόμενης εδώ περίπτωσης είναι όχι μόνον σοβαρότερα από αυτά της εν λόγω υπόθεσης Sidhu (ανωτέρω) αλλά ενδεχομένως την κατατάσσουν ως μια από τις χείριστες από πλευράς σοβαρότητας. Είναι από τις περιπτώσεις που η ύπαρξη του ενός στοιχείου (αλκοόλης) συνδέεται με το επόμενο (ταχύτητα), αυτά από κοινού οδήγησαν στην παραβίαση του φωτεινού σηματοδότη και όλα μαζί καθιστούσαν, όχι απλώς ενδεχόμενη μια τραγική σύγκρουση αλλά βέβαιη, όπως και έγινε. Ο Εφεσίβλητος μετά τη διάβαση και για 200μ. ήταν ένας ανεξέλεγκτος δημόσιος κίνδυνος, που δυστυχώς στοίχισε τη ζωή σε ένα αθώο θύμα.

 

      Έχουμε την άποψη πως επιβάλλετο, υπό το φως των επιβαρυντικών περιστάσεων η πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην επιβληθείσα ποινή. Η επιβληθείσα ποινή στην πρώτη κατηγορία εξουδετέρωσε τόσο το στοιχείο της σοβαρότητας στη βάση της προβλεπόμενης ποινής όσο και το στοιχείο της αποτροπής. Δεν αντανακλά στη σοβαρότητα του αδικήματος ούτε εξυπηρετεί το σκοπό της τιμωρίας ούτε προστατεύει το κοινό. Θεωρούμε πως θα έπρεπε να αντικατοπτρίζεται στην ποινή η πιο πάνω οδική συμπεριφορά του Εφεσίβλητου με την επιβολή τέτοιας ποινής που να αντανακλούσε στη σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο ο Εφεσίβλητος καταδικάστηκε.

 

      Η ποινή στην 1η κατηγορία κρίνεται ως έκδηλα ανεπαρκής. Λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα πιο πάνω κρίνουμε ως αρμόζουσα και επιβάλλουμε ποινή φυλάκισης 3 ετών στην 1η κατηγορία.

 

      Η έφεση επιτρέπεται και η πρωτοδίκως επιβληθείσα στην πρώτη κατηγορία ποινή αυξάνεται ως ανωτέρω.

 

 

 

 

                                                         Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                         Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                         Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο