ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                 

                                                          (Ποινική Αίτηση Αρ.: 2/23)

 

26 Ιανουαρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

                                  Αιτητής

‑ v ‑

 

SANYA ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

                                              Καθ' ης η Αίτηση

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

         

Σ. Ζευκή (κα) για Ν.Γ. Νικολάου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Ν. Νικολαΐδης για Κ.Ν. Νικολαϊδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ' ης η Αίτηση

 

Αίτηση ημερ. 7.11.23 για Παράταση Προθεσμίας Έφεσης

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Αιτητής στην κρινόμενη αίτηση ήταν κατηγορούμενος ενώπιον του Ε.Δ. Λευκωσίας σε ιδιωτική ποινική υπόθεση (υπ' αρ. 1788/22). Αντιμετώπιζε οκτώ κατηγορίες για παράλειψη καταβολής ισάριθμων μηνιαίων δόσεων εξ €600 έκαστη δυνάμει διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου ημερ. 5.9.19 (στην αίτηση υπ' αρ. 10/2007) για την περίοδο από 1.8.21 έως 1.3.22.

 

      Αρχικά είχε αρνηθεί ενοχή αλλά στις 9.10.23 προέβη σε αλλαγή απάντησης, παραδεχόμενος τις κατηγορίες. Κατά την έκθεση των γεγονότων η Κατήγορος υπέβαλε προφορικό αίτημα για την έκδοση Διατάγματος Είσπραξης των οφειλόμενων δόσεων. Ο Κατηγορούμενος είχε ενστεί στο αίτημα υποστηρίζοντας ότι θα έπρεπε να καταχωριστεί προηγουμένως γραπτή αίτηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέλυσε το θέμα με απόφασή του ημερ. 23.10.23 κρίνοντας ότι αίτηση για διάταγμα δύναται να υποβληθεί και προφορικά. Συνάγεται από το όλο ιστορικό ότι στη συνέχεια προχώρησε αυθημερόν και εξέδωσε το σχετικό Διάταγμα Είσπραξης. 

 

      Ο Κατηγορούμενος επιθυμεί να καταχωρίσει έφεση εναντίον της απόφασης «αναφορικά με την έκδοση διατάγματος είσπραξης» και προς τούτο ζήτησε με την παρούσα αίτησή του παράταση επτά ημερών. Στη συνοδεύουσα ένορκη δήλωση (της εκ των δικηγόρων που τον εκπροσωπούσαν, κας Καραμανλή), αναφέρεται ότι αποτάθηκαν γραπτώς στον Γενικόν Εισαγγελέα τόσο στις 30.10.23 όσο και στις 2.11.23, πλην όμως δεν έλαβαν έγκαιρα οποιαδήποτε απάντηση, οπότε είναι αδύνατη πλέον η καταχώριση της έφεσης χωρίς να προηγηθεί παράταση από το Εφετείο.

 

      Δώσαμε οδηγίες για την επίδοση της αίτησης και η Κατήγορος καταχώρισε ένσταση με τέσσερις λόγους προς απόρριψη της αίτησης, η οποία (ένσταση) συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του εκ των δικηγόρων της, του κ. Νικολαΐδη. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε στα περιεχόμενά τους. Αρκούμαστε στο να σημειώσουμε ότι μια από τις θέσεις που προώθησε η Κατήγορος είναι ότι το Άρθρο 137 της Ποινικής Δικονομίας αφορά μόνο περιπτώσεις στις οποίες ο κατήγορος επιθυμεί να εφεσιβάλει αθωωτική απόφαση, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα.

 

      Η Καθ΄ ης (Κατήγορος) έχει δίκαιο. Ο Αιτητής ήταν κατηγορούμενος σε ιδιωτική ποινική στην οποία κρίθηκε ένοχος, δηλαδή καταδικάστηκε, κατόπιν παραδοχής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε βάσει του Άρθρου 4(2) και (3) του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Ν.60(1)/08 επιβάλλοντας ποινή και εκδίδοντας Διάταγμα Είσπραξης των οφειλόμενων δόσεων ως χρηματικής ποινής. Ένα τέτοιο διάταγμα θεωρείται ως μέρος της ποινής. Αναμφίβολα ο Κατηγορούμενος είχε το δικαίωμα να καταχωρίσει έφεση βάσει του Άρθρου 133 της Ποινικής Δικονομίας χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άδεια ή έγκριση από τον Γενικόν Εισαγγελέα. Άλλωστε, το Άρθρο 137, στο οποίο βασίζεται η αίτηση, αναφέρεται μόνο στην εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα να ασκήσει ή εγκρίνει την άσκηση έφεσης είτε εναντίον αθωωτικής απόφασης [εδ.(α)] είτε εναντίον ποινής ως ανεπαρκούς [εδ.(β)]. Η παρούσα δεν εμπίπτει σε καμμιά από τις δύο αυτές περιπτώσεις ούτως ώστε να απαιτείτο η έγκριση του.

 

      Όσον αφορά την ουσία του αιτήματος, σημειώνουμε ότι τις αρχές, οι οποίες εφαρμόζονται σε περιπτώσεις αιτημάτων για παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης, είχαμε την ευκαιρία να παραθέσουμε στην πρόσφατη απόφασή μας Αγαπίου κ.α v. Σαλάτα, Ποιν. Αίτ. 11/22, ημερ. 20.12.23. Δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε. Ό,τι απαιτείται να πούμε είναι πως η έννοια του «βάσιμου λόγου» στο Άρθρο 134 της Ποινικής Δικονομίας έχει τη σημασία της παροχής επαρκούς και πειστικής αιτιολογίας για αδυναμία ενέργειας και όχι απλής δυσκολίας (βλ. Χρύσικου v. Δήμου Λάρνακας, Ποιν. Αίτ. 14/17, ημερ. 15.1.18). Βέβαια στην παρούσα περίπτωση ενόψει των προαναφερθέντων δεν έχει τεθεί ενώπιον μας οποιοσδήποτε λόγος για το ότι δεν ακολουθήθηκε η ορθή πορεία. Οφείλουμε όμως να προσθέσουμε πως ακόμα και η τυχόν αστοχία από πλευράς συνηγόρου δεν θα συνιστούσε άνευ ετέρου βάσιμο λόγο για παράταση, (βλ. Rolandos Enterprises Public ltd κ.α. v. Frou Frou Investments Ltd, Ποιν. Αίτ. 5/20, ημερ. 3.2.21, Andreou v. Republic (1972) 2 C.L.R. 4, Papadopoulos v. Police (1982) 2 C.L.R. 217).

 

      Εν πάση περιπτώσει, στην παρούσα περίπτωση και στη βάση των όσων παρέθεσαν οι συνήγοροι του Κατηγορουμένου στην ένορκη δήλωση της αίτησης, δεν έχουμε διαπιστώσει να υφίστατο τέτοιος βάσιμος λόγος για τη μη έγκαιρη καταχώριση έφεσης.

 

      Ως εκ τούτου η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα €400 συν Φ.Π.Α. (εάν υπάρχει) προς όφελος της Καθ΄ ης και εις βάρος του Αιτητή.

 

 

 

                                                                  X.B. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 


                                                                  Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                                  Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο