ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Έφεση Αρ.: 20/2021)

 

29 Ιανουαρίου 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

 

Ι. Σ.,

Εφεσείουσας,

v.

 

Ε. Κ.,

Εφεσίβλητου.

 

____________________

 

Εμφανίσεις:

κ. Στ.  Σκορδής για κ.κ. Σκορδής & Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείουσα.

κ. Λ. Βραχίμης για κ.κ. Ελένη Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο.

 

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:    Η διαφωνία των διαδίκων, για το ύψος της συνεισφοράς τους στη διατροφή των δύο ανήλικων αγοριών τους, οδήγησε την εφεσείουσα στην καταχώριση αίτησης, στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, - στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο - για καθορισμό της συνεισφοράς του εφεσίβλητου για τη διατροφή των δύο ανήλικων.  Με την αίτηση της η εφεσείουσα ζήτησε (α) διάταγμα με το οποίο ο εφεσίβλητος να καταβάλλει το ποσό των €3.500,00 μηνιαίως, ως συνεισφορά του τελευταίου για τη διατροφή, εκπαίδευση και συντήρηση των αναγκών των δύο ανήλικων, πλέον 13η καταβολή στις 20/12 εκάστου έτους καθώς και €120,00 μηνιαίως, ως συνεισφορά, για έξοδα ορθοδοντικής θεραπείας των ανήλικων, και (β) διάταγμα αποκοπής απολαβών και/ή διάταγμα με το οποίο να διατάζεται ο εργοδότης του εφεσίβλητου να αποκόπτει τα προαναφερόμενα ποσά, και να τα καταβάλλει απευθείας στην εφεσείουσα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, καθόρισε τα μηνιαία έξοδα των δύο ανήλικων, για τη διατροφή και συντήρηση τους, στο ποσό των €2.166,00.  Περαιτέρω, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δυνάμεις της εφεσείουσας, ήτοι η εισοδηματική της ικανότητα, ήταν €4.277,00 μηνιαίως, (€3.357,00 στη βάση του τελευταίου μηνιαίου μισθού της, περιλαμβανομένου 13ου μισθού πλέον €920,00 από ενοίκια), και ότι οι δυνάμεις του εφεσίβλητου, ήτοι η εισοδηματική του ικανότητα, ήταν €6.985,00 μηνιαίως (€5.555,00 στη βάση του τελευταίου μισθού του, περιλαμβανομένου 13ου μισθού, πλέον €1.430,00 από πληρωμές για ασφάλεια ζωής και Ταμείο Προνοίας).  Κατ’ επέκταση των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε τον εφεσίβλητο να καταβάλλει στην εφεσείουσα τα χρηματικά ποσά ως ακολούθως:

 

«(i)    €750  μηνιαίως από 01.05.2021 και κάθε αντίστοιχη μέρα κάθε επόμενου μήνα ως συνεισφορά του για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου του Ν.Κ. και

 

(ii)         €600 μηνιαίως από 01.05.2021 και κάθε αντίστοιχη μέρα κάθε επόμενου μήνα ως συνεισφορά του για τη διατροφή του ανήλικου τέκνου του Ξ.Κ.

 

Νοείται ότι στην περίπτωση που έχουν καταβληθεί ή προπληρωθεί από τον Καθ’ ου η αίτηση οποιαδήποτε ποσά που αφορούν στη σχολική χρονιά 2020-2021 (π.χ. δίδακτρα ιδιωτικού σχολείου, ποδόσφαιρο για τον Ξ.) να αφαιρεθούν από την υποχρέωση του μέχρι το τέλος της τρέχουσας σχολικής χρονιάς.

 

(iii)       Εκδίδεται περαιτέρω διάταγμα με το οποίο διατάσσεται ο Καθ’ ου η αίτηση να καταβάλει στην Αιτήτρια τα 2/3 της ορθοδοντικής θεραπείας των ανήλικων τέκνων του στην βάση του εναπομείναντος ποσού από την καταχώριση της αίτησης και μέχρι την ολοκλήρωση της ορθοδοντικής θεραπείας και των δύο παιδιών. (Το εναπομείναν ποσό να υπολογιστεί λαμβάνοντας υπόψη ότι μέχρι την καταχώριση της αίτησης είχε καταβληθεί το ποσό των €2.270 για τον Ν. και το ποσό των €1.460 για τον Ξ.).

 

Νοείται ότι από το ποσό που πρέπει να καταβάλει ο Καθ’ ου η αίτηση θα αφαιρεθεί το ποσό των €920 που κατέβαλε ο τελευταίος μετά την καταχώριση της αίτησης.  Σε περίπτωση δε που έχει καταβληθεί από τον Καθ’ ου η αίτηση και κάποιο άλλο ποσό για αυτόν τον σκοπό πέραν των €920, αυτό να αφαιρεθεί αναλόγως.»

 

Περαιτέρω, με την πρωτόδικη απόφαση, διατάχθηκε όπως η κάθε πλευρά επωμισθεί τα έξοδα της, στη βάση της αιτιολογίας ότι ο εφεσίβλητος ουδέποτε αρνήθηκε να συνεισφέρει, στα έξοδα διατροφής των ανήλικων τέκνων του, η δε συμβολή του στις ανάγκες της διατροφής των παιδιών του ήταν αδιαμφισβήτητη.

 

Η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και προωθεί την ανατροπή της προβάλλοντας, με την ειδοποίηση έφεσης, είκοσι έναν (21) λόγους έφεσης.  Οι λόγοι έφεσης 2-16, 20 και 21 αφορούν στα ευρήματα και συμπεράσματα, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία σχετίζονται με τα επιμέρους κονδύλια, τα οποία η εφεσείουσα διεκδίκησε ως έξοδα της διατροφής των ανήλικων, στις οικονομικές δυνατότητες – δυνάμεις – των διαδίκων για τη συνεισφορά τους, στα έξοδα των ανήλικων, στον πραγματικό χρόνο που περνά ο εφεσίβλητος με τους ανήλικους, καθώς και στη μη επιδίκαση οποιουδήποτε ποσού αναδρομικά, ήτοι πριν την καταχώριση της αίτησης στο Δικαστήριο.  Επιπλέον, η εφεσείουσα προσβάλλει ως εσφαλμένο το εύρημα «… ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας που αφορούν σε κάλυψη εξόδων των ανηλίκων σε χρονικές περιόδους προγενέστερες της καταχώρισης της εναρκτήριας αίτησης, δεν μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για απόδοση οποιασδήποτε σχετικής θεραπείας ….» (πρώτος λόγος έφεσης), καθώς και την πρωτόδικη απόφαση ως αναιτιολόγητη και/ή ελλειπούς αιτιολογίας, καθ’ ότι δεν λήφθηκαν υπόψη ουσιώδη γεγονότα (δέκατος έβδομος λόγος έφεσης). Επιπλέον ότι η πρωτόδικη κατάληξη είναι εσφαλμένη, περιλαμβανομένου του θέματος των εξόδων (δέκατος όγδοος λόγος έφεσης), και ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ήταν εσφαλμένη και/ή ελλειπής σε ουσιαστικό βαθμό (δέκατος έννατος λόγος έφεσης).

 

Από την πλευρά του εφεσίβλητου καταχωρίστηκε αντέφεση.  Παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα υπολόγισε τη διατροφή, που αυτός όφειλε να καταβάλει, στη βάση του συνολικού ποσού και όχι στη βάση του μέρους των εξόδων που κατέβαλλε η εφεσείουσα (πρώτος λόγος αντέφεσης), ότι παρέλειψε να υπολογίσει, ως συνεισφορά του εφεσίβλητου, στη διατροφή των ανήλικων, δαπάνες και πληρωμές που καταβάλλονται απ’ ευθείας από τον ίδιο (δεύτερος και τέταρτος λόγος αντέφεσης), και ότι εσφαλμένα υπολόγισε κάποιες δαπάνες για σκοπούς καθορισμού της διατροφής που θα έπρεπε να καταβάλει ο εφεσίβλητος προς την εφεσείουσα, παρ’ ότι υπήρχε διευθέτηση μεταξύ των διαδίκων ότι αυτές θα γίνονταν απευθείας από τον εφεσίβλητο, χωρίς η εφεσείουσα να έχει υποχρέωση για πληρωμή τους (τρίτος λόγος αντέφεσης).

 

Έχουμε διέλθει με κάθε δυνατή προσοχή το περιεχόμενο της αιτιολογίας ενός εκάστου των λόγων έφεσης και αντέφεσης, τα πρακτικά της δίκης και τη μαρτυρία που προσάχθηκε από τις δύο πλευρές, καθώς και τις θέσεις και τα επιχειρήματα των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων, ως αυτά διατυπώνονται στα περιγράμματα αγόρευσης.  Με βάση αυτό το υπόβαθρο αποφαινόμαστε στη συνέχεια για τους λόγους έφεσης και αντέφεσης, είτε ξεχωριστά είτε ομαδικά, όπου αυτό είναι επιτρεπτό.

 

Μέσα από την πρωτόδικη απόφαση προκύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ορθό να ξεκαθαρίσει, εξ αρχής, στην απόφαση του ότι οι ισχυρισμοί των διαδίκων, και ειδικότερα της εφεσείουσας, «που αφορούν σε κάλυψη εξόδων των δύο ανήλικων σε χρονικές περιόδους, προγενέστερες της καταχώρισης της εναρκτήριας αίτησης, δεν μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για απόδοση οποιασδήποτε σχετικής θεραπείας».  Ως εξηγεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο, «το διάταγμα διατροφής, για σκοπούς αναδρομικής επιδίκασης ποσών (σε περίπτωση που το Δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του εξουσία προς αυτήν την κατεύθυνση) ανατρέχει μέχρι και το χρόνο καταχώρισης της εναρκτήριας αίτησης και σε καμία περίπτωση σε προγενέστερο από αυτήν χρόνο».  Φρονούμε πως η διατύπωση του προαναφερόμενου συμπεράσματος υποδεικνύεται τόσο από το νόμο όσο και από τη σχετική νομολογία (βλέπε υποθέσεις (1) Στυλιανού κ.α. v. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 839 και (2)  Παπαντωνίου Bondarenko v. Παπαντωνίου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1875). Δεν διακρίνουμε ότι, το εν λόγω συμπέρασμα, είναι εσφαλμένο. Η αναδρομικότητα επεκτείνεται μόνο μέχρι την καταχώριση της Αίτησης. Η συλλογιστική και τα επιχειρήματα της εφεσείουσας, με αναφορά σε συγκεκριμένα κονδύλια, έστω ότι αληθεύει και πως τα κατέβαλε ως αναγκαία για τη διατροφή των δύο ανήλικων, δεν δικαιολογεί την επιδίκαση τους.  Προφανώς, είναι γι’ αυτόν τον λόγο που δεν ζήτησε, με την αίτηση της, τέτοια θεραπεία, αντίθετα ό,τι ποσό ζήτησε ήταν από την καταχώριση της αίτησης της. Υπό αυτά τα δεδομένα αδυνατούμε να αποδεχθούμε τον πρώτο λόγο έφεσης και τον απορρίπτουμε, ως αβάσιμο.

 

Η εφεσείουσα, επίσης, παραπονείται, με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του τη μαρτυρία της, ως μη δικογραφηθείσα, αναφορικά με την προετοιμασία και το κόστος φοίτησης του ανήλικου Ξ σε ιδιωτικό σχολείο.  Αν και αποδέχεται, η εφεσείουσα, ότι δεν υπήρξε δικογράφηση, ωστόσο, είναι η θέση της ότι τα εν λόγω κονδύλια πληρώθηκαν μετά την καταχώριση της αίτησης της και συνεπώς δεν μπορούσαν να δικογραφηθούν. Διαζευκτικά, ως ισχυρίζεται, δικογραφήθηκαν με τη μαρτυρία της και αξιώθηκαν στις αναθεωρημένες εισηγήσεις της – προτάσεις της.  Προσθέτει δε πως όφειλε άλλωστε το Δικαστήριο να καθορίσει τα επίδικα θέματα και να τονίσει ότι το επίμαχο κονδύλι δεν ήταν επίδικο, χωρίς να σπαταληθεί χρόνος στη δίκη.

 

Εξετάζοντας και τον δεύτερο λόγο έφεσης φρονούμε πως δεν παρέχονται περιθώρια παρέμβασης μας στην πρωτόδικη σχετική κρίση. Τα δικόγραφα της συγκεκριμένης υπόθεσης, και τα οποία καθόρισαν τα επίδικα θέματα, ήταν η Αίτηση της εφεσείουσας, η Υπεράσπιση του εφεσίβλητου και η Απάντηση της εφεσείουσας.  Διαπιστώνουμε ότι στην Αίτηση, της εφεσείουσας, δεν διατυπώνεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός ή γεγονότα που αφορούν στο επίμαχο κονδύλι. Με δεδομένο πλέον ότι αυτό δεν δικογραφήθηκε, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τη σχετική επί αυτού μαρτυρία και ορθά δεν επιδίκασε οποιοδήποτε ποσό.  Το γεγονός ότι ακούστηκε μαρτυρία που δεν καλυπτόταν από τα δικόγραφα δεν λειτουργεί ως στοιχείο που την κατέστησε δικογραφημένη. Η θέση της εφεσείουσας δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία.   Στην υπόθεση Χαραλάμπους v. Χαραλάμπους (2010) 1 Α.Α.Δ. 951 αποφασίστηκε ότι ορθά, πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπολόγισε τα έξοδα ορθοδοντικής θεραπείας ανήλικου τέκνου, καθ’ ότι τέτοια ειδική δαπάνη δεν είχε δικογραφηθεί.  Συνεπώς, το παράπονο της εφεσείουσας, και δεδομένου ότι αυτή δεν προέβη σε τροποποίηση της αίτησης της, δεν είναι δικαιολογημένο. Κατ’ επέκταση και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην πρωτόδικη κρίση, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσείουσας, ότι τα έξοδα των ανήλικων όπως παρουσιάστηκαν από αυτήν, με «μια πρώτη αντικειμενική ματιά» αναδεικνύεται έκδηλα η υπερβολή τους. Η προειρημένη αναφορά, ομολογουμένως γενική, διαφαίνεται να εξειδικεύεται με συγκεκριμένη αιτιολογία για κάθε κονδύλι το οποίο ζήτησε η εφεσείουσα, πλην όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε. Συνεπώς η επίμαχη αναφορά δεν παρέμεινε γενική και αόριστη, πολύ δε περισσότερο μετέωρη, ως είναι η θέση της εφεσείουσας. Συνακόλουθα, απορρίπτεται ως αβάσιμος και ο τρίτος λόγος έφεσης.

 

Αναφορικά με το κονδύλι που αφορά στη σίτιση (φούρνος και διατροφή) των δύο ανήλικων, η θέση της εφεσείουσας είναι πως αυτή με τα τεκμήρια 20 και 22 προσκόμισε αποδείξεις πληρωμής και στοιχεία αποδεικνύοντα τη γνησιότητα και την εγκυρότητα των αιτούμενων ποσών, τα οποία στην αίτηση της ήταν €1050,00 (€250,00 για φούρνο και €800,00 για υπεραγορά, κρεοπώλη και φρουταρία), το οποίο στη γραπτή της δήλωση – μαρτυρία -μείωσε στα €950,00 και ακολούθως σε €760,00. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό το ποσό ήταν έκδηλα υπερβολικό και όχι εύλογο. Επισήμανε δε ότι η εφεσείουσα δεν είχε προσδιορίσει με ακρίβεια, αν τα ανήλικα έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες στα θέματα διατροφής τους. Έκρινε δε πως το γεγονός ότι οι ανήλικοι είναι αθλητές δεν συνεπάγεται αυτομάτως και μεγαλύτερο από το σύνηθες κόστος ενός παιδιού.  Ενέκρινε, εν τέλει, το Δικαστήριο το ποσό των €600,00 μηνιαίως και για τα δύο παιδιά, ως αρκούντως ικανοποιητικό. Έχουμε εξετάσει τη θέση της εφεσείουσας.  Κρίνουμε πως τα επιχειρήματα της δεν είναι ικανά για την ανατροπή του υπό συζήτηση συμπεράσματος. Επικροτούμε το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο δεν αποδέχθηκε το αξιούμενο από την εφεσείουσα ποσό. Η θέση της εφεσείουσας για «ποιοτική διατροφή» δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και μεγαλύτερο κόστος. Κάτι τέτοιο θα πρέπει να αποδεικνύεται με λεπτομέρειες και συγκεκριμένες αποδείξεις πληρωμής, και ως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο τέτοια στοιχεία δεν προσκομίστηκαν. Απορρίπτουμε, ως εκ τούτου, ως αβάσιμο και τον τέταρτο λόγο έφεσης.

 

Άλλο κονδύλι, που ενέκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, για το οποίο η εφεσείουσα παραπονείται, αφορά στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.  Ως κρίθηκε δεν δικαιολογούνταν η επιδίκαση οποιουδήποτε ποσού, καθ’ ότι επρόκειτο για ανάγκη η οποία μπορούσε να καλυφθεί από την ασφάλεια υγείας που διατηρούσε ο εφεσίβλητος αλλά και από το ΓΕΣΥ, ως επίσης, και από το γεγονός ότι η εφεσείουσα είναι δημόσιος υπάλληλος και δικαιούται δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Κρίνουμε απολύτως ορθό το σχετικό συμπέρασμα.  Η διαδικασία καθορισμού της συνεισφοράς, στη διατροφή των παιδιών, δεν προσφέρεται για απόσπαση αχρείαστων κονδυλίων.  Κατ’ επέκταση απορρίπτεται και ο πέμπτος λόγος έφεσης, ως αβάσιμος.

 

Ορθό κρίνουμε και το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει, ως εύλογο, το ποσό €100,00 μηνιαίως για καύσιμα μετακίνησης των δύο ανήλικων, έχοντας υποδείξει ταυτόχρονα ότι η συμπερίληψη στο αξιούμενο κονδύλι για ασφάλεια, άδεια κυκλοφορίας, service και ΜΟΤ δεν εμπίπτουν στις ανάγκες των ανήλικων, αλλά πρόκειται για έξοδα τα οποία ούτως ή άλλως όφειλε να καταβάλει η εφεσείουσα για δικές της ανάγκες.  Εξ’ άλλου έλαβε υπόψη ότι όλη τη σχολική χρονιά 2017-2018 τον έναν ανήλικο τον παραλάμβανε από το σχολείο ο αδελφός του εφεσίβλητου, αλλά και ότι από τον Σεπτέμβριο του 2018 οι ανήλικοι επέστρεφαν στο σπίτι με TAXI το οποίο πλήρωνε ο εφεσίβλητος.  Ως εκ των ανωτέρω, ο έκτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος, και στερούμενος ερείσματος.

 

Ομοίως, αβάσιμος και στερούμενος ερείσματος κρίνεται και ο έβδομος λόγος έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην εγκρίνει οποιοδήποτε ποσό, για οικιακή βοηθό, και σχετικό κονδύλι, ως απαραίτητο για τα έξοδα των ανήλικων. Το σκεπτικό στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η εφεσείουσα είναι δημόσιος υπάλληλος και δεν εργαζόταν τα απογεύματα και άρα είχε χρόνο να φροντίσει τα δύο ανήλικα παιδιά της, παραπέμποντας στην υπόθεση Νικολάου v. Μακρίδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 801 όπου λέθηκε ότι «Η οικιακή βοηθός δεν αποτελεί, παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ανάγκη. Το γεγονός ότι η εφεσείουσα είναι διαζευγμένη με δύο ανήλικα παιδιά, δεν καθιστά την εργοδότηση οικιακής βοηθού απαραίτητη.  Αν η εφεσείουσα δεν είχε την οικονομική δυνατότητα πρόσληψης οικιακής βοηθού, σίγουρα θα κατέληγε σε λιγότερο δαπανηρές λύσεις για τη φροντίδα των παιδιών, τις λίγες απογευματινές ώρες που η ίδια ήταν στη δουλειά της και τα παιδιά στο σπίτι.».  Κρίνουμε πως, υπό τις περιστάσεις, της εφεσείουσας και των παιδιών, το πρωτόδικο συμπέρασμα βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τη σχετική νομολογία.  Το επιχείρημα ότι πρόκειται για κεκτημένο δικαίωμα των παιδιών να έχουν τέτοιες υπηρεσίες, προφανώς, δεν συνάδει με τη νομολογία και τα συγκεκριμένα γεγονότα της υπόθεσης.  Συνακόλουθα, απορρίπτεται και ο έβδομος λόγος έφεσης.

 

Άλλο παράπονο της εφεσείουσας αφορά στο ότι επιδικάστηκε ποσό €15,00 μηνιαίως, για τα δύο ανήλικα, ως έξοδα υγιεινής και δεν ενέκρινε το αξιούμενο ποσό των €150,00 μηνιαίως.  Κρίθηκε ότι τα δύο ανήλικα παιδιά, παρ’ ότι αθλητές, δεν αντιμετώπιζαν κάποιο πρόβλημα ώστε να ήταν αναγκαίο να εγκριθεί τέτοιο ποσό, προσθέτοντας, η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, πως αν κάτι σχετιζόταν με οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας αυτό, θα μπορούσε να καλυφθεί από την ασφάλεια υγείας του εφεσίβλητου ή το ΓΕΣΥ. Κρίνουμε εύλογη την πρωτόδικη κρίση και την επιβεβαιώνουμε, απορρίπτοντας και τον όγδοο λόγο έφεσης, ως αβάσιμο.

 

Η μη επιδίκαση οποιουδήποτε ποσού από το ζητηθέν ποσό των €4.680,00 ετησίως, (€2.400,00 αξίωσε η εφεσείουσα επί της Αίτησης) για καλοκαιρινές διακοπές κρίνεται επίσης ορθή, δεδομένου του σκεπτικού του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν έθεσε ενώπιον του λεπτομέρειες τέτοιες ώστε να καθίστανται λογικές και τα όποια αξιούμενα ποσά δικαιολογημένα, αφού δεν τέθηκε μαρτυρία ότι οι διάδικοι – γονείς είχαν συμφωνήσει ως προς τη συχνότητα, το κόστος και τη διάρκεια των όποιων διακοπών. Επιπλέον, λήφθηκε υπόψη ότι μεγάλο μέρος των αργιών και των διακοπών, τα παιδιά έμεναν με τον εφεσίβλητο ο οποίος αναλάμβανε και το κόστος αυτών. Απορρίπτεται συνεπώς ως αβάσιμος και ο ένατος λόγος έφεσης.

 

Ορθώς επίσης δεν επιδικάστηκε οποιοδήποτε ποσό για «απρόβλεπτα έξοδα», ήτοι απρόβλεπτες φθορές ή ζημιές που προκαλούνταν στον οικιακό εξοπλισμό και στην κατοικία, τα οποία θεωρήθηκαν ότι δεν εμπίπτουν στα έξοδα διατροφής των ανήλικων, αφού αυτά σχετίζονταν με επιδιορθώσεις και βλάβες του σπιτιού στο οποίο διέμενε και η εφεσείουσα, η οποία σημειώνουμε θα επωφελείτο στο μέλλον των επιδιορθώσεων μετά την ενηλικίωση των παιδιών.  Ως αποτέλεσμα και ο δέκατος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Ως πλήρως αιτιολογημένη και ορθή κατατάσσουμε και την πρωτόδικη κρίση αναφορικά με την εισοδηματική ικανότητα της εφεσείουσας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε με πειστικό λόγο την αιτία που δεν αποδέχθηκε τη θέση της για μικρότερα εισοδήματα.  Συναφές παράπονο της εφεσείουσας είναι και το ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα εισοδήματα της κατά την καταχώριση της Αίτησης, αλλά κατά την εκδίκαση της Αίτησης.  Σημειώνουμε πως ο καθορισμός της μηνιαίας διατροφής κατά την ημερομηνία της εκδίκασης της Αίτησης στηρίχθηκε στα εισοδήματα και των δύο διαδίκων κατά τον ίδιο χρόνο, συνεπώς δεν επέδρασε σε βλάβη της εφεσείουσας έναντι του εφεσίβλητου.  Ορθώς επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι η εφεσείουσα είχε εισοδήματα από ενοίκια, εξηγώντας, επαρκώς, το σκεπτικό του. Αφαίρεση από τα έσοδα ενοικίου δεν ήταν επιτρεπτή αφού η εφεσείουσα δεν προσκόμισε μαρτυρία για έξοδα στην ακίνητη περιουσία της.  Άλλωστε, όσον αφορά στο θέμα πληρωμής φόρου, που επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της, σημειώνουμε πως είναι διαφορετικός ο τρόπος και η λογική του νομοθέτη ο οποίος θέσπισε τεκμήριο ώστε το Τμήμα του Φόρου Εισοδήματος να αφαιρεί ποσοστό από τα εισοδήματα που προέρχονται από ενοίκια.  Για σκοπούς της εν λόγω σχετικής φορολογίας δεν απαιτείται οπωσδήποτε η απόδειξη των εξόδων συντήρησης.  Στην προκειμένη όμως περίπτωση, στη δικαστική διαδικασία, απαιτούνταν η απόδειξη εξόδων συντήρησης, ούτως ώστε να αφαιρεθούν τα πραγματικά έξοδα από τα εισοδήματα της εφεσείουσας, και όχι τα τεκμαρτά που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση συγκεκριμένης νομοθεσίας, περί φορολογίας, ασύνδετης με το ζητούμενο στην πρωτόδικη δικαστική διαδικασία.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας της εφεσείουσας ήταν ορθή και δεόντως αιτιολογημένη, προκύπτουσα από συγκεκριμένες αναφορές στη μαρτυρία της που εύλογα το πρωτόδικο  Δικαστήριο οδηγήθηκε σε επιτρεπτά συμπεράσματα.  Ως εκ τούτου και ο 19ος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Ταυτόχρονα κρίνουμε ότι ορθώς αξιολογήθηκαν όλα τα στοιχεία που σχετίζονται με την εισοδηματική ικανότητα του εφεσίβλητου, την οποία το Δικαστήριο καθόρισε σε €6.985,00 μηνιαίως.

 

Καθ’ όλα σχετικό και συναφές είναι άλλωστε και το γεγονός πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, με πειστικό τρόπο, αποδέχθηκε μέρος της μαρτυρίας της εφεσείουσας και μέρος της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, ως ήταν επιτρεπτό, προκειμένου να καθορίσει τις πραγματικές ανάγκες των δύο ανήλικων αλλά και τα δικαιολογημένα κονδύλια και όχι αχρείαστα ή υπερβολικά.

 

Κατ’ επέκταση οι λόγοι έφεσης 12 και 13 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Καθ’ όλα επίσης εύλογο και επιτρεπτό ήταν το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι ο χρόνος που ο εφεσίβλητος βρίσκεται με τα παιδιά του έχει τη δική του σημασία στον καθορισμό της διατροφής.  Σαφώς δεν πρόκειται για εσφαλμένο εύρημα, δεδομένου ότι ο εφεσίβλητος έχει επικοινωνία με τα παιδιά του και εκτός από την τακτική διαμονή μαζί του, πηγαίνει διακοπές μαζί τους, είτε στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό, καλύπτοντας όλα τα σχετικά έξοδα.  Προδήλως δεν πρόκειται για εσφαλμένο συμπέρασμα, ως εκ τούτου και ο λόγος έφεσης αρ. 14 κρίνεται αβάσιμος.  Όπως και ο λόγος έφεσης 15, κρίνεται αβάσιμος, με τον οποίο βάλλεται το συμπέρασμα – κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για μη αναδρομική καταβολή διατροφής.  Το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίστηκε στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος προέβαινε σε οικειοθελή καταβολή προς την εφεσείουσα ποσού €1.000,00 μηνιαίως και αργότερα €700,00, πλέον πληρωμή απ’ ευθείας για διάφορες δραστηριότητες και έξοδα των παιδιών, όπως το μεγάλο ποσό των €34.945,00 για δίδακτρα σε ιδιωτικό σχολείο, €5.650,00 για το ποδόσφαιρο και άλλες δαπάνες.  Φρονούμε πως το εν λόγω συμπέρασμα ήταν πλήρως δικαιολογημένο και εύλογο υπό τις περιστάσεις.

 

Ο λόγος έφεσης 16 αφορά στην απόρριψη του αιτήματος της εφεσείουσας για έκδοση διαταγής, εναντίον του εφεσίβλητου, 13ης πληρωμής στη διατροφή των δύο ανήλικων.  Το σχετικό σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει ως ακολούθως:

 

«Η Αιτήτρια στην αίτηση της ζητά επίσης να διαταχθεί ο Καθ’ ου η αίτηση να καταβάλλει 13η διατροφή κάθε 20 Δεκεμβρίου έκαστου έτους.  Ένα τέτοιο αίτημα δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση στην υπό εξέταση υπόθεση όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω.  Το γεγονός ότι ο υπόχρεος προς διατροφή γονέας λαμβάνει 13ο μισθό δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι πρέπει να διαταχθεί να καταβάλλει 13η διατροφή».

 

Στο Άρθρο 37 του Ν.216(Ι)/1990, ο Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμος του 1990, προνοούνται τα ακόλουθα:

«37.-(1) Η διατροφή προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του και τις οικονομικές δυνατότητες που υπάρχουν για διατροφή προσώπου.

(2) Η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση και ευημερία του δικαιούχου και επιπλέον, ανάλογα με την περίπτωση, τα έξοδα για την εν γένει εκπαίδευση του.

(3) Σε περίπτωση που ο γονέας εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα διατροφής λαμβάνει 13ο ή και 14ο μισθό ή το Δικαστήριο κρίνει εύλογο, το διάταγμα διατροφής δυνατόν να περιλαμβάνει και αντίστοιχη επιπρόσθετη 13η ή και 14η καταβολή, ως το Δικαστήριο ήθελε ορίσει.»

 

Καθίσταται κατ’ αρχήν αντιληπτό πως η πρωτόδικη κρίση, επί του υπό συζήτηση θέματος, με τη διατύπωση της γενικής αρχής ότι η λήψη 13ου μισθού «δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι πρέπει να διαταχθεί να καταβάλλει 13η διατροφή» είναι ορθή.  Δεν αποκλείει όμως την εξέταση κατά πόσο τέτοια διαταγή ενδεχομένως να είναι δικαιολογημένη. Αυτή όμως η αναφορά σε συνυφασμό με τους υπολογισμούς του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έλαβε υπόψη τον 13ο μισθό του εφεσίβλητου στον καθορισμό των δυνάμεων του, φρονούμε πως εξαντλεί το ζήτημα αφού αυτό το γεγονός αύξησε την εισοδηματική του ικανότητα, στη βάση της οποίας καθορίστηκε και το ποσό της συνεισφοράς του.  Το ίδιο έπραξε άλλωστε το Δικαστήριο και για την εφεσείουσα.  Ενδεχομένως αν αυτό δεν συνέβαινε να ήταν δικαιολογημένο να εξεταστεί περαιτέρω το ζήτημα της 13ης καταβολής. Κοντολογίς, ο εφεσίβλητος συνεισφέρει από τον 13ο μισθό του στη διατροφή των παιδιών του και δεν θα ήταν εύλογο να διαταχθεί για 13η καταβολή.  Κρίνουμε δε ως εντελώς ανυπόστατη τη θέση της εφεσείουσας ότι ο εφεσίβλητος ουδέποτε διέθεσε έστω και το ελάχιστο από τον 13ο μισθό του για τα παιδιά του.   

 

Συνακόλουθα ο 16ος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Για τις υπηρεσίες του σπιτιού το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε ως εύλογο το ποσό των €140,00 μηνιαίως, λαμβάνοντας υπόψη ότι τον ένα από τους δύο καλοκαιρινούς μήνες τα παιδιά βρίσκονται με τον εφεσίβλητο. Θεωρούμε το εν λόγω ποσό, καθόλα εύλογο.  Συνεπώς απορρίπτεται ως αβάσιμος και ο λόγος έφεσης αρ. 20. Δεν δικαιολογείται επίσης παρέμβαση μας, στο πρωτόδικο συμπέρασμα, ότι το ποσό των €80,00 μηνιαίως ήταν εύλογο για σχολικές ανάγκες και δραστηριότητες.  Το παράπονο της εφεσείουσας είναι ότι δεν περιλήφθηκαν σ’ αυτές τα ποδοσφαιρικά παπούτσια και αγνοήθηκαν οι θέσεις της. Δεν εντοπίζουμε πως δεν λήφθηκαν υπόψη οι θέσεις της εφεσείουσας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο υποδεικνύει πως μέρος των αναγκών καλύφθηκαν από άλλες κατηγορίες. Απορρίπτεται συνεπώς και ο λόγος έφεσης 21.

 

Ο 17ος λόγος έφεσης αφορά, ως γενικός, την αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης, και αντανακλά στην ουσία των υπόλοιπων λόγων έφεσης. Προφανώς αποτυγχάνει αφού ως έχει ήδη κριθεί τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και τα οποία βάλλονται με επί μέρους λόγους έφεσης, είναι εύλογα και επαρκώς αιτιολογημένα.    

 

Όσον αφορά στον 18ο λόγο έφεσης, συμφωνούμε με την πλευρά του εφεσίβλητου ότι επίσης είναι γενικός.  Φαίνεται ότι επαναλαμβάνονται οι θέσεις της εφεσείουσας, ως αυτές προβάλλονται στους λόγους έφεσης 1-17, στοιχείο που δηλώνεται ρητά και στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου της εφεσείουσας.  Δεδομένης της απόρριψης των προειρημένων λόγων έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος και ο λόγος έφεσης αρ. 18.

 

Με τον εντέκατο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένο το πρωτόδικο εύρημα ότι συνολικό ποσό το οποίο απαιτείται για την κάλυψη των αναγκών συντήρησης και διατροφής των ανήλικων είναι €2.166,00 μηνιαίως.  Ως γίνεται κατανοητό το συνολικό ποσό καθορίστηκε αφού πρώτα συζητήθηκαν τα επιμέρους κονδύλια και προέκυψε η πιο πάνω κατάληξη. Δεδομένου ότι δεν εντοπίζεται λανθασμένη κρίση επί των επί μέρους κονδυλίων, ο εντέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Το όλο πνεύμα, και η γενική καθοδήγηση, στον προσδιορισμό του εύλογου ποσού διατροφής φρονούμε πως δίδεται μέσα από σχετικό απόσπασμα, στην υπόθεση Ρουσουνίδης v. Ρουσουνίδου ECLI:DOD:2021:30, Έφεση αρ. 25/2019, ημερομηνίας 15.12.2021, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«Το μέτρο με το οποίο θα καθοριστεί η διατροφή, δεν μπορεί να αποτιμάται με απόλυτους αριθμούς, ούτε αναμένεται η απόδειξη των κονδυλίων με περισσή αυστηρότητα, χωρίς να είναι επιτρεπτό να υιοθετούνται μέσες λύσεις κατά τρόπο αυθαίρετο (Χαραλάμπους ν. Χαραλάμπους (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 951, 957).  Η κοινή λογική και η πείρα της ζωής είναι παράγοντες οι οποίοι διαδραματίζουν ρόλο στην καλύτερη αντίληψη των γεγονότων προς εντοπισμό των πραγματικών αναγκών συγκεκριμένων ατόμων.  Κονδύλια που κατ' ισχυρισμό απαιτούνται για συγκεκριμένες ανάγκες μπορεί να μην γίνουν αποδεκτά από το δικαστήριο, είτε στη βάση ότι δεν υπήρξε ικανοποιητική τεκμηρίωση, είτε γιατί διαπιστώθηκε υπερβολή, οπόταν και μπορεί να μειωθούν.  Άλλα μπορεί να κριθεί ότι δεν αφορούν βασικές ανάγκες και να μην γίνουν καθόλου αποδεκτά (Παναγιώτου v. Σφικτού (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 625, 630).  Εάν για συγκεκριμένο κονδύλι δεν υπάρχει περί του αντιθέτου μαρτυρία, αυτό δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στην αποδοχή του.  Το Δικαστήριο θα πρέπει να ασχοληθεί με το εύλογο των κονδυλίων και δεν δεσμεύεται από τη μαρτυρία των διαδίκων (Μαρκουλίδης v. Μαρκουλίδη κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1386, 1391).»

 

Στο πνεύμα και υπό την καθοδήγηση της προειρημένης νομολογίας θεωρούμε ότι λειτούργησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Έχουμε αξιολογήσει την πρωτόδικη απόφαση στο σύνολο της και ως προς τα επιμέρους ζητήματα και κονδύλια τα οποία ζητήθηκαν από την εφεσείουσα.  Εισπράξαμε την αντίληψη πως η πρωτόδικη κρίση, την οποία συμμεριζόμαστε, είναι συνυφασμένη με τη γενικότερη εικόνα ότι ο εφεσίβλητος κατέβαλλε χρηματικά ποσά που δεν περιλαμβάνονταν στην Αίτηση, όπως είναι τα δίδακτρα για το ιδιωτικό σχολείο του δεύτερου ανήλικου και πως τα δύο παιδιά διέμεναν με τον εφεσίβλητο, παρ’ ότι κάποιες φορές ο συνολικός χρόνος δεν αποτυπώνεται στο χρόνο που ορίζει σχετικό διάταγμα, ωστόσο αυτή η διαμονή τους είχε κάποιο κόστος για τον εφεσίβλητο, όχι αμελητέο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσδιόρισε το ποσό της συνεισφοράς του εφεσίβλητου με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και όχι αυθαίρετα. Θεωρούμε επίσης ότι εξισορρόπησε ορθά τις ανάγκες των δύο ανήλικων με τις οικονομικές δυνατότητες των δύο γονέων και ως εκ τούτου, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν προέκυψε οποτεδήποτε η ανάγκη καταβολής κάποιας απαραίτητης ή ουσιώδους ανάγκης και ο εφεσίβλητος να αρνηθεί, κρίνουμε πως δεν παρέχονται περιθώρια διαφοροποίησης της πρωτόδικης απόφασης, την οποία επιβεβαιώνουμε ως ορθή, περιλαμβανομένης της διαταγής ως προς τα έξοδα, δεδομένου του σκεπτικού που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και στη βάση του ορθού ευρήματος ότι ο εφεσίβλητος ουδέποτε αρνήθηκε να συνεισφέρει στα έξοδα διατροφής των ανήλικων τέκνων του, με τη συμβολή του να ήταν αδιαμφισβήτητη, και ουσιαστικά το ποσό που κατέβαλλε πριν την καταχώριση της Αίτησης δεν απείχε από το ποσό που καθορίστηκε δικαστικά ως συνεισφορά του.  

 

Συνακόλουθα όλων των προαναφερόμενων η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  

 

Όσον αφορά στους λόγους αντέφεσης, οι οποίοι είναι συνυφασμένοι μεταξύ τους, κρίνουμε πως αυτοί, πέραν του βαθμού που καλύπτονται με τα όσα έχουμε διατυπώσει ανωτέρω κατά την εξέταση των λόγων έφεσης, δεν είναι δίκαιο ή εύλογο να επιτύχουν.  Η θέση του εφεσίβλητου, υποστηρίζουσα τους εν λόγω λόγους αντέφεσης, συνίσταται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε, μετά που καθόρισε τις ανάγκες των δύο παιδιών στο συνολικό ποσό των €2.166,00, και δεδομένου ότι τα παιδιά διαμένουν κάποιο χρόνο και μαζί του, οπότε αναλαμβάνει ξεχωριστό κόστος, αυτό το κόστος θα έπρεπε να αφαιρεθεί και μετά το Δικαστήριο να καθορίσει τη συνεισφορά του.

 

Η πιο πάνω θέση του εφεσίβλητου κατευθύνει τη σκέψη μας στην υπόθεση Ρουσουνίδης (ανωτέρω). Παραθέτουμε από αυτήν σχετικό απόσπασμα:

“Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφασίσει ότι: «Τα μηνιαία έξοδα των ανηλίκων ανέρχονται στα €1.570 τον μήνα, τα οποία θα κληθούν να καλύψουν οι διάδικοι ανάλογα με την εισοδηματική τους ικανότητα».  Καθίσταται πρόδηλο ότι το ποσό των €1570 (από το οποίο €1247 διατάχτηκε να πληρώνει ο Εφεσείων) αποτελούσε, κατά τη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το σύνολο των εξόδων των ανηλίκων.  Αυτό προκύπτει και από τον τρόπο που κατέληξε στο ποσό αυτό, τους υπολογισμούς του, αλλά και την αναφορά του στο μαθηματικό τύπο που χρησιμοποίησε σε «σύνολο αναγκών».  Δεν βρίσκουμε ότι ήταν αναγκαίο, ούτε καν χρήσιμο, να γινόταν διαχωρισμός των εξόδων των παιδιών.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε τη συνήθη και αποδεκτή μεθοδολογία του υπολογισμού των μηνιαίων εξόδων των παιδιών και στη συνέχεια της κατανομής του οικονομικού βάρους στους γονείς ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνάμεις.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.

  

Προχωρούμε στην εξέταση του λόγου έφεσης 3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφασίσει ότι: «Αναγνωρίζω το γεγονός ότι τα παιδιά διαμένουν αρκετό χρόνο με τον [Εφεσείοντα] αλλά υπό τα δεδομένα της αντιδικίας, κρίνω ότι η υποχρέωση του για καταβολή του ποσού των €1247 τον μήνα δεν πρέπει να επηρεαστεί».  Δεν επεξηγήθηκε ο συλλογισμός του πρωτόδικου Δικαστηρίου πίσω από την επιμέρους αυτή κρίση του και δεν διευκρινίστηκε ποια ήταν τα δεδομένα που προσμέτρησαν στην κρίση του αυτή.

 

Τα έξοδα των παιδιών πληρώνονται από τον γονέα με τον οποίο τα παιδιά διαμένουν και ο άλλος γονέας δεν απαλλάσσεται της υποχρέωσης συνεισφοράς του σε αυτά επειδή επιθυμεί, κατά την επικοινωνία του με το παιδί του ή σε οποιοδήποτε χρόνο, να του προσφέρει, είτε αγοράζοντας του κάποιο είδος, είτε προσφέροντας του αναψυχή.  Αυτά προσφέρονται οικειοθελώς και το παιδί τα απολαμβάνει επιπλέον των αναγκών του, όπως καθορίζονται στη δικαστική απόφαση.  Από την άλλη, τα έξοδα διατροφής του παιδιού κατά τις ημέρες που διαμένει με τον υπόχρεο για καταβολή διατροφής γονέα μπορούν να συνυπολογιστούν.[1]  Κατά κύριο λόγο στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ιδιαίτερο οικονομικό πρόβλημα.

 

Τα παιδιά διανυκτέρευαν με τον Εφεσείοντα τρία βράδια κάθε μήνα, μια φορά από Παρασκευή μέχρι Κυριακή και μια φορά από Σάββατο μέχρι Κυριακή και εκτός από τις ημέρες που καλύπτονταν από τις διανυκτερεύσεις, ήταν μαζί του άλλα έντεκα απογεύματα (13:05 μέχρι 20:00).  Τα έξοδα διατροφής τους είχαν υπολογιστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο στα €540 μηνιαία (3Χ€180).  Ήταν ορθό να θεωρηθεί ότι το ¼ ποσό θα πληρωνόταν κατ' ευθείαν από τον Εφεσείοντα.  Σε αυτή την έκταση ο λόγος έφεσης 3  επιτυγχάνει.  Ποσό €135 θα πρέπει να θεωρηθεί ότι καταβάλλεται από τον Εφεσείοντα κατ' ευθεία για την συντήρηση των παιδιών.”

 

Σκοπός της πιο πάνω μεθόδου, ως αντιλαμβανόμαστε, είναι η επικράτηση της δικαιότητας και όχι η διπλή συμμετοχή, στη διατροφή. 

 

Ερχόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, και στη μεθοδολογία με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στη διαταγή για το συγκεκριμένο ποσό, για συνεισφορά εκ μέρους του εφεσίβλητου, κρίνουμε πως είναι δίκαιο και εύλογο να μην διαφοροποιηθεί η πρωτόδικη διαταγή για τους εξής λόγους:

(α) Είναι  δεδομένο το πρωτόδικο εύρημα ότι ο εφεσίβλητος δεν τηρούσε επ’ ακριβώς το διάταγμα επικοινωνίας με τα παιδιά, το οποίο προβλέπει περί του 1/3 του συνολικού χρόνου, και ως εκ τούτου πρωτοδίκως δεν ήταν δυνατό να καθοριστεί επ’ ακριβώς ο χρόνος. Συνεπώς προκύπτει αδυναμία στον καθορισμό συγκεκριμένου ποσοστού.

(β)  Παρ’ ότι όντως υπάρχει κόστος για τον εφεσίβλητο, κατά το χρόνο που αυτός έχει επικοινωνία με τα παιδιά του, είναι όμως προφανές ότι το γεγονός αυτό λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στοιχείο διάχυτο μέσα από τους συλλογισμούς του για τα επί μέρους κονδύλια και την έγκριση τους,  εξ ου και σε κάποια κονδύλια μείωσε το αξιούμενο από την εφεσείουσα ποσό, με ρητή αναφορά στο εν λόγω γεγονός. Συνεπώς ο εφεσίβλητος δεν πρέπει να αισθάνεται αδικημένος από την τελική κατάληξη.  Δεν θα ήταν άλλωστε δίκαιο να αφαιρεθεί εκ νέου το εν λόγω κόστος. 

(γ)  Ως υποδεικνύεται στην υπόθεση Ρουσουνίδης (ανωτέρω) «τα έξοδα διατροφής του παιδιού κατά τις ημέρες που διαμένει με τον υπόχρεο για καταβολή διατροφής γονέα μπορούν να συνυπολογισθούν.  Κατά κύριο λόγο στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ιδιαίτερο οικονομικό πρόβλημα».  Εξάγεται εύλογα το συμπέρασμα, μέσα από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο εφεσίβλητος όχι μόνο δεν έχει ιδιαίτερο οικονομικό πρόβλημα, αντίθετα διαθέτει καλό μισθό, αποταμιεύσεις αλλά και ακίνητη περιουσία.

 

Καταλήγουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αφαιρώντας από την αρχή ή μειώνοντας τα κονδύλια απ’ ευθείας, δε φαίνεται να οδηγήθηκε σε αδικία σε βάρος του εφεσίβλητου.

 

Συνακόλουθα των προλεγόμενων και υπό τις περιστάσεις, δεν είναι εύλογο να επιτύχουν οι λόγοι αντέφεσης. 

 

Συνακόλουθα αποτυγχάνει και η αντέφεση. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Ενόψει του αποτελέσματος της έφεσης και της αντέφεσης διατάσσουμε όπως οι διάδικοι επωμισθούν τα έξοδα τους και για τις δύο διαδικασίες.

 

 

                                                        Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                        Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                        Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο