ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Ποινική Έφεση Αρ.: 214/2021)

 

19 Ιανουαρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

                                  Εφεσείων

v.

 

ΜΑΡΙΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑ

                                  Εφεσιβλήτου

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Π. Πίτσιλλου (κα), Δημόσιος Κατήγορος Α' για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσείοντα

Ν. Νικηφόρου με Μ. Σιακού (κα), για Νέστορας Αδάμου Νικηφόρου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο

Εφεσίβλητος παρών

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση επί της ποινής είναι ομόφωνη.

 

Π Ο Ι Ν Η

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος έχει κριθεί ένοχος κατ' έφεσιν στα αδικήματα της κατοχής 96,41 γραμμαρίων κάνναβης και της κατοχής της ίδιας ποσότητας με σκοπό την προμήθειά της σε άλλα πρόσωπα χωρίς άδεια (κατηγορίες 1 και 2). Τα γεγονότα παρατίθενται στην προηγηθείσα απόφασή μας ημερ. 20.12.23 και δεν κρίνουμε ότι απαιτείται εδώ η λεπτομερής επανάληψή τους.

 

      Εν συντομία σημειώνουμε μόνον ότι, στη βάση των διαπιστωθέντων γεγονότων, στις 8.12.16 κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας σε αγροικία στην κτηνοτροφική περιοχή Φρενάρους μέλη της ΥΚΑΝ αντιλήφθηκαν τον Εφεσίβλητο να διαφεύγει μέσω παραθύρου της αγροικίας και να κρύβεται πίσω από ξύλα πλησίον σημείου στο οποίο αμέσως μετά εντοπίστηκε και πλαστική τσάντα με 26 συσκευασίες κάνναβης. Την τσάντα αυτή είχε μόλις πριν ρίξει από το παράθυρο άλλο πρόσωπο το οποίο συνελήφθη εντός της αγροικίας, όπου και βρέθηκε ακόμα μια συσκευασία κάνναβης, μια ηλεκτρονική ζυγαριά ακριβείας, καθώς και αριθμός χαρτονομισμάτων. Σε συνδυασμό με την ύπαρξη γενετικού υλικού του Εφεσίβλητου σε αριθμό συσκευασιών το Εφετείο έκρινε ότι η μοναδική λογική ερμηνεία του συνόλου της περιστατικής μαρτυρίας ήταν πως αυτός συμμετείχε στην κατοχή της επίδικης ποσότητας έχοντας πλήρη γνώση για το είδος και τον σκοπό για τον οποίον προορίζοντο τα ναρκωτικά, ήτοι την προμήθεια σε άλλους.

 

      Ας σημειωθεί πως το άλλο πρόσωπο, ήτοι ο Κατηγορούμενος 2, είχε παραδεχθεί πριν την ακρόαση τόσο τις δύο πιο πάνω κατηγορίες όσο και ακόμα μια για νομιμοποίηση παράνομων εσόδων (κατηγορία 3) και τού είχαν επιβληθεί στις 21.7.17 ποινές φυλάκισης εννέα μηνών στην κατοχή με σκοπό την προμήθεια και επτά μηνών στη νομιμοποίηση ενώ δεν επεβλήθη ποινή στην απλή κατοχή.

 

      Είναι γνωστή η αρχή ότι το Δικαστήριο αρχίζει τη διαδικασία επιμέτρησης της ποινής έχοντας ως βάση την προβλεπόμενη ποινή στον σχετικό ποινικό Νόμο. Ο Ν.29/77 προνοεί για την παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β φυλάκιση μέχρι οκτώ έτη ή πρόστιμο ή και τις δύο ποινές ενώ για την κατοχή του με σκοπό την προμήθεια σε άλλους προβλέπει φυλάκιση διά βίου ή πρόστιμο ή και τις δύο ποινές. Από την επιλογή αυτή του ποινικού Νομοθέτη καθίσταται αυταπόδεικτη η σοβαρότητα των αδικημάτων και ιδίως αυτού της κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλους. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση η διαπίστωση πως η πρόβλεψη της ύψιστης ποινής φυλάκισης για το συγκεκριμένο αδίκημα αντικατοπτρίζει τη διηνεκή ανησυχία του Νομοθέτη και τη με αυτό τον τρόπο δεδηλωμένη πρόθεσή του για εξάλειψη του φαινομένου της προμήθειας ναρκωτικών σε άλλους. Ως τέτοια είναι που γίνεται αντιληπτή η σαφέστατα αυστηρότερη ποινή στα αδικήματα τα οποία εμπεριέχουν το στοιχείο της διακίνησης και διασποράς ναρκωτικών. Δεν είναι δε καθόλου τυχαίο που ο Νομοθέτης εν τη σοφία του θέσπισε και μαχητά τεκμήρια βάσει της ποσότητας (αναλόγως του είδους των ναρκωτικών) περί ύπαρξης σκοπού προμήθειας εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο. Το οποίο τεκμήριο για την κάνναβη ή τα παράγωγά της ενεργοποιείται για ποσότητα 30 ή περισσοτέρων γραμμαρίων.

 

      Αναμφίβολα την ανησυχία του Νομοθέτη για την εξάπλωση και διασπορά των ναρκωτικών συμμερίζονται και τα ημεδαπά Δικαστήρια όλων των βαθμίδων, τα οποία στα πλαίσια των δικών τους αρμοδιοτήτων συμμετέχουν στην προσπάθεια εξάλειψής τους. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία σε πάρα πολλές περιπτώσεις κατά τα τελευταία έτη να τονίσει την αδήριτη ανάγκη για επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών στα πλαίσια των προσπαθειών πάταξης της μάστιγας των ναρκωτικών.

 

      Στην υπόθεση Κλεομένης v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 350 αναφέρθηκαν τα εξής:

 

      «Αν και πιστεύουμε ότι επαναλαμβάνουμε εαυτούς και τα τετριμμένα, κρίνουμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε την κατ' επανάληψη επισήμανση της νομολογίας μας «πως τα ναρκωτικά έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα και καρκίνωμα της κοινωνίας μας, πληγές οι οποίες δυστυχώς, όπως διαπιστώνουμε από τη συχνότητα των υποθέσεων που έρχονται ενώπιον των δικαστηρίων, όχι μόνο δεν φαίνεται να υποχωρούν, αλλά επιδεινώνονται ραγδαία. Και στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι παραβάτες είναι πρόσωπα νεαρής ηλικίας. Είναι πραγματικά λυπηρό, οδυνηρό και τραγικό να διαπιστώνουμε πως η απώλεια ζωών, νέων κυρίως ανθρώπων, έχει γίνει μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητας και πως η λίστα των νέων που έχουν εθιστεί στα ναρκωτικά μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επιτάσσει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών και καθιστά την αυστηρή μεταχείριση των παραβατών επιτακτική».

 

      Στη μεταγενέστερη υπόθεση Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 79/17, ημερ. 13.3.18, ECLI:CY:AD:2018:B110, με αναφορά στην προηγηθείσα νομολογία, τονίστηκε ότι:

 

      «Μπορεί να αποτυπωθεί, ως απαύγασμα της εν λόγω νομολογίας, η ανάγκη για επιβολή αυστηρών ποινών, αποτρεπτικού χαρακτήρα, ακριβώς λόγω των ολέθριων αποτελεσμάτων που ενέχει η εγκληματική αυτή συμπεριφορά. Η αυστηρή μεταχείριση των παραβατών προβάλλει ως επιτακτική, δεδομένης της συχνότητας των υποθέσεων αυτής της μορφής που τίθενται ενώπιον των Δικαστηρίων και της ραγδαίας επιδείνωσης του φαινομένου της κατοχής και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών. Η εξαθλίωση των θυμάτων, αλλά και η απώλεια ζωών, κυρίως νέων ανθρώπων, επιβάλλει τη δραστική παρέμβαση και συμμετοχή της δικαιοσύνης στην καθολική προσπάθεια αναχαίτισης της σύγχρονης μάστιγας των ναρκωτικών».

 

      (Βλ. και Γλυκερίου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 171/20, ημερ. 8.7.22, ECLI:CY:AD:2022:B287).

 

      Στην πολύ πιο πρόσφατη υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Πέτρου, Ποιν. Έφ. 71/22, ημερ. 1.12.22, μετά την επισήμανση ότι η κατάρα των ναρκωτικών έχει για τα καλά ριζώσει στον τόπο μας με ολέθριες συνέπειες όχι μόνο για τους παραβάτες, δυστυχώς νεαρούς, ακόμα και ανηλίκους αλλά και για την ίδια την κοινωνία, το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε ακόμα μια φορά ότι επιβάλλεται η επιβολή αυστηρών ποινών, ιδίως εκεί όπου η κατοχή των ναρκωτικών συνοδεύεται με πρόθεση εμπορίας ή με πρόθεση προμήθειας αυτών σε τρίτα πρόσωπα. Αναγκαιότητα η οποία υφίσταται και στην παρούσα περίπτωση.

 

      Σε σχέση με το ύψος των ποινών και μη παραγνωρίζοντας ότι ουδέποτε παρατηρείται απόλυτη ταύτιση μεταξύ των διαφόρων υποθέσεων, σημειώνουμε ως υποβοηθητικές στην ανάδειξη του ακολουθούμενου μέτρου δύο αποφάσεις: Αφενός την υπόθεση Βασιλείου κ.ά v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 583, στην οποία αν και χαρακτηρίστηκε ως επιεικής, επικυρώθηκε 12μηνη φυλάκιση για κατοχή 82,35γρ. κάνναβης σε πρόσωπο λευκού μητρώου το οποίο είχε παραδεχθεί αργοπορημένα μετά από μερική ακρόαση, ευρίσκετο σε διάσταση, χωρίς παιδιά και για το οποίο λαμβάνονταν υπ' όψιν ακόμα δύο υποθέσεις για μικροποσότητες για προσωπική χρήση (0.03γρ. και 0.13γρ.). Αφετέρου την υπόθεση Ναζίπ v. Αστυνομίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 808 στην οποίαν κατ' έφεσιν κρίθηκε αρμόζουσα η 18μηνη φυλάκιση σε 25χρονο ο οποίος παραδέχθηκε ότι κατείχε 42,17γρ. φυτού κάνναβης με σκοπό την προμήθεια, ότι είχε ήδη προμηθεύσει τρία γραμμάρια σε άλλον, προβαίνοντας και ο ίδιος σε χρήση, ενώ λαμβανόταν υπ' όψιν και άλλη υπόθεση για κατοχή που έλαβε χώραν επτά μήνες μετά, ποσότητα 19,77γρ. φυτού κάνναβης, επίσης με σκοπό προμήθειας. Ήταν 25 ετών, λευκού μητρώου, άγαμος, είχε απεξαρτηθεί μέχρι την έφεση και υπήρχε διετής καθυστέρηση στην καταχώριση της υπόθεσης.

 

        Ο κ. Νικηφόρου υποστήριξε πως ο Εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος για την κατοχή με σκοπό την προμήθεια ένεκα του νομοθετικού τεκμηρίου (Άρθρο 30Α). Αυτό με κάθε σεβασμό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθότι παραγνωρίζει την αναφορά μας (στην καταδικαστική απόφαση) ότι «[Υ]π' αυτή την έννοια ήταν ορθότατο το προηγηθέν συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ολική ποσότητα, ο τρόπος συσκευασίας και η ύπαρξη της ηλεκτρονικής ζυγαριάς ακριβείας στον ίδιο χώρο με τις συσκευασίες, καθώς και ο εντοπισμός των 75 χαρτονομισμάτων συνολικής αξίας €1.560 κατεδείκνυε ότι όλες οι 27 αυτές ποσότητες προορίζοντο για προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα». Η όποια αναφορά μας στο νομοθετικό τεκμήριο ήταν υπό την έννοια ότι ούτως ή άλλως ίσχυε και αυτό επικουρικά, δεδομένου ότι δεν είχε γίνει πρωτοδίκως οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής του.

 

      Αντιλαμβανόμαστε βέβαια από τη συνέχεια του επιχειρήματος πως ο κ. Νικηφόρου θέλησε να υποδείξει ότι η επίδικη ποσότητα (96,41γρ.) κατά τα άλλα δύναται να θεωρηθεί μικρή και δεν αποδεικνύει ευρείας κλίμακας εμπορία ναρκωτικών, όπως το έθεσε. Ασφαλώς και συμφωνούμε στο ότι η επίμαχη ποσότητα δεν είναι μεγάλη αλλά αυτό μόνον εν συγκρίσει με άλλες υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε (των 24kg ή 10kg ή 6kg). Από μια άλλη οπτική θα μπορούσε να πει κάποιος πως υπερβαίνει το τριπλάσιο του ορίου που έθεσε ο Νόμος για το νομοθετικό τεκμήριο.

 

      Δεν είναι όμως αυτό το ζητούμενο. Η παρούσα έχει αφ’ εαυτής τη δική της σοβαρότητα στη βάση των δικών της γεγονότων. Αυτά δε τα γεγονότα καταδεικνύουν ότι η περίπτωση δεν αφορά μεν εμπόρους ή διακινητές μεγάλων ποσοτήτων (όπως στις πιο πάνω) πλην όμως αφορούν μιαν άλλη ομάδα εμπόρων ή διακινητών ή προμηθευτών ή πωλητών και συγκεκριμένα αυτούς οι οποίοι προμηθεύουν τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας και δη τον χρήστη. Υπενθυμίζουμε πως από το 2001 είχε λεχθεί πως αν και για τους χρήστες υπήρχε κάποιο περιθώριο (επιείκειας) το οποίο στένευε προϊόντος του χρόνου, εντούτοις για τους εμπόρους είναι δύσκολο να ανευρεθούν ερείσματα μετριασμού (Afroughi v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 174). Προειδοποίηση η οποία είχε επαναληφθεί και το 2008 με την προσθήκη ότι όσο αυτοί επιμένουν να σπέρνουν τον όλεθρο τόσο περισσότερο θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρότητα από τα Δικαστήρια αφού οι αυστηρές ποινές, όπου αρμόζει, είναι ένα από τα διαθέσιμα  μέσα καταπολέμησης του φαινομένου (Ηροδότου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 175). Είναι θέμα κοινής λογικής πως οι προαναφερθείσες μεγάλες ποσότητες κάποια στιγμή διαμοιράζονται σε άλλους εμπόρους οι οποίοι εν είδει λιανικού πλέον εμπορίου θα προωθήσουν τις μικρότερες ποσότητες (δόσεις) στους τελικούς πελάτες‑ χρήστες. Οι οποίοι, ως έχει ήδη λεχθεί, είναι κυρίως νεαρά, ακόμα και ανήλικα άτομα (βλ. Κλεομένης, άνω, Γ.Ε. v. Πέτρου, άνω).

 

      Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στο ότι η επίδικη ποσότητα των 96,41γρ. ήταν επιμελώς διαμοιρασμένη σε 27 επιμέρους συσκευασίες, οι οποίες (εκτός μιας) είχαν ήδη ετοιμαστεί και ευρίσκοντο σε πλαστική τσάντα, ενώ δίπλα υπήρχε ηλεκτρονική ζυγαριά και 75 χαρτονομίσματα διαφόρων αξιών. Δεν χρειάζεται, πιστεύουμε, να ενδιατρίψουμε στο ότι η απαξία της πράξης έγκειται ακριβώς στη συμμετοχή σε αυτή την αλυσίδα διακίνησης και διάδοσης των ναρκωτικών, η οποία συμμετοχή είναι άκρως απαραίτητη στους μεγαλεμπόρους αφού χωρίς αυτή δεν θα ήταν δυνατή η διάθεση του παράνομου προϊόντος τους, ήτοι της μάστιγας των ναρκωτικών. Προς την ίδια κατεύθυνση θεωρούμε ότι ευρίσκονται και τα λεχθέντα από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Βαρδάκη v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 186/21, ημερ. 14.7.22, ECLI:CY:AD:2022:B302, τα οποία έχουν ως εξής:

 

      «Δεν είναι δυνατό να αναζητηθεί μέσα από τη νομολογία αριθμητική αντιστοιχία των παραμέτρων αυτών με το εύρος των ποινών φυλάκισης που επιβάλλονται.  Η δε εμφάνιση ενώπιον των Δικαστηρίων υποθέσεων που αφορούν σε πολύ μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών τα τελευταία χρόνια, δεν πρέπει να οδηγήσει στην υποβάθμιση της σοβαρότητας των υποθέσεων με μικρότερες ποσότητες.  Αντίθετα, αναδεικνύεται το τεράστιο πρόβλημα και η ανάγκη καταπολέμησης της διάδοσης των ναρκωτικών σε κάθε της έκφανση».

 

          Δεν υπάρχει λοιπόν οποιαδήποτε αμφιβολία ότι προεξάρχουσας σημασίας είναι η αποτροπή προς τον σκοπό προστασίας του κοινωνικού συνόλου επειδή ακριβώς, παρά την επιβολή αυστηρών ποινών, εξακολουθεί να παρατηρείται σοβαρή έξαρση και επιμονή στη διάπραξη παρόμοιας φύσης αδικημάτων η οποία δικαιολογεί την επιβολή ακόμα αυστηρότερων ποινών (βλ. Selmani v. Δημοκρατίας (2016) 2(Β) Α.Α.Δ. 854, Bora, ανωτέρω, Ιωάννου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 110/19, ημερ. 29.9.20).

 

      Στα πλαίσια του καθήκοντος εξατομίκευσης της ποινής εν πρώτοις σημειώνουμε σε σχέση με τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων πως δεν συντρέχει στην περίπτωση του Εφεσίβλητου κάποιο από τα αναφερόμενα στον Νόμο περιστατικά τα οποία θα καθιστούσαν τα αδικήματα ιδιαίτερα σοβαρά [Άρθρο 30(4)(α)(i) έως (vi)]. Προσθέτουμε πως ο ίδιος είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου στοιχείο που καταδεικνύει την προηγούμενη στάση του έναντι των Νόμων και του δίδει ασφαλώς το δικαίωμα να κριθεί με μεγαλύτερη επιείκεια.

 

      Σε σχέση με τις προσωπικές του περιστάσεις λαμβάνουμε υπ' όψιν τα όσα περιέχονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας σε συνδυασμό με όσα σχετικά ανέπτυξε ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορός του. Ο Εφεσίβλητος είναι σήμερα 36 ετών, άγαμος και διαμένει με τη συμβία του σε κατοικία στις Βρυσούλλες, ιδιοκτησίας των γονέων του. Είναι απόφοιτος Τεχνικής Σχολής και εργάζεται σε συνεργείο επιδιόρθωσης αυτοκινήτων, που διατηρεί ο πατέρας του, με μισθό €1.100 μηνιαίως.

 

      Παλαιότερα, μέχρι το 2017, διατηρούσε δεσμό και συζούσε για τρία έτη με άλλη κοπέλα με την οποία απέκτησαν θυγατέρα ηλικίας σήμερα οκτώ ετών. Κατά το 2017 το ζευγάρι χώρισε λόγω προβλημάτων στις διαπροσωπικές σχέσεις και από τότε το παιδί διαμένει με τη μητέρα. Περί τον Ιούνιο του 2017 ο Εφεσίβλητος συνήψε νέα σχέση με την κοπέλα με την οποία συμβιώνει σήμερα και με την οποία προτίθεται να τελέσει γάμο κατά τον Μάιο του 2024.

 

      Η πρώην σύντροφός του αντιμετώπιζε σοβαρά ιατρικά προβλήματα με τα άνω άκρα της και προς τούτο είχε υποβληθεί σε εγχειρήσεις κατά τα έτη 2017 έως 2018. Συνέπεια του προβλήματός της ήταν να παραλύσει από την ωμοπλάτη μέχρι το άκρο του χεριού της. Παρά τον τότε χωρισμό τους ο Εφεσίβλητος την είχε στηρίξει φροντίζοντας τη μετάβαση της σε ιατρούς ενώ από το 2017 έως και το 2022 είχε αναλάβει σχεδόν αποκλειστικά την ανατροφή και τη γονική μέριμνα της θυγατέρας. Τα τελευταία δύο έτη όμως η πρώην σύντροφός του είναι σε καλύτερη σωματική και ψυχολογική κατάσταση με αποτέλεσμα να ασκούν από κοινού πλέον τη γονική μέριμνα. Η θυγατέρα διαμένει με τη μητέρα σε άλλο χωριό και ο ίδιος έχει δικαιώματα επικοινωνίας, συχνή και τακτική επαφή, ενώ αναλαμβάνει καθημερινά τη μεταφορά της στο σχολείο ή και σε άλλες δραστηριότητές της. Στη βάση δικαστικού διατάγματος καταβάλλει διατροφή €200 μηνιαίως για τη θυγατέρα του.

 

      Έχουμε υπ' όψιν τις ως άνω προσωπικές περιστάσεις τις οποίες συνεκτιμούμε, αποδίδοντας σε αυτές τη δέουσα σημασία. Ιδιαίτερα λαμβάνουμε υπ' όψιν ότι μια ενδεχόμενη στερητική της ελευθερίας ποινή αναπόφευκτα θα επιφέρει για κάποια περίοδο συνέπειες στο άμεσο προσωπικό του περιβάλλον και δη τόσο στη νυν συμβία του όσο και στην πρώην και κυρίως στην ανήλικη θυγατέρα. Παράλληλα όμως πρέπει να σημειωθεί ότι οι προσωπικές περιστάσεις είναι ήσσονος σημασίας σε σοβαρά αδικήματα για τα οποία η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής (Παναγιώτου v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540). Οι δε επιπτώσεις τυχόν φυλάκισης στην οικογένεια ενός κατηγορουμένου συγκαταλέγονται μεταξύ των ελαφρυντικών αλλά κατά κανόνα και εκτός σε εξαιρετικές ή ιδιάζουσες περιστάσεις, αυτές δεν είναι αποφασιστικής σημασίας (βλ. σχετική νομολογία στο σύγγραμμα Επιμέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα, Α. Καπαρδής & Η. Στεφάνου, 2020, σελ. 250).

 

      Σημειώνουμε ενδεικτικά, ως προς τη γενική αντιμετώπιση από τον Νομοθέτη, πως ακόμα και την περίπτωση εγκύου ή μητέρας ανηλίκου, την εξαιρεί στον Ν.33(Ι)/05 στις υποθέσεις ναρκωτικών από το ευεργέτημα της μη επιβολής στερητικής της ελευθερίας ποινής, ακριβώς επειδή θεωρεί εξαιρετικά σοβαρά τα αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά [Άρθρα 3(1), (3) του Ν.33(Ι)/05].

 

      Εν σχέσει με τον χρόνο εκδίκασης ο Εφεσίβλητος προέβαλε πως παρατηρήθηκε αδικαιολόγητη καθυστέρηση αφού απαιτήθηκαν τέσσερα έτη από την πρώτη εμφάνιση για ακρόαση μέχρι την έκδοση απόφασης πρωτοδίκως (10.1.17 έως 15.12.21), πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα το ότι καλείται τώρα το Εφετείο να επιβάλει ποινή επτά έτη μετά.

 

      Πριν από οτιδήποτε άλλο θα πρέπει κατ' αρχάς να διευκρινίσουμε πως ούτε κατά την πρωτόδικη διαδικασία ούτε κατά την ακρόαση της έφεσης (επί της αθώωσης) είχε εγερθεί ζήτημα εγκυρότητας της διαδικασίας λόγω μη δίκαιης δίκης. Ούτε βέβαια και στο μεταγενέστερο στάδιο της αγόρευσης προς μετριασμό τέθηκε τέτοιο ζήτημα (παρά την παρείσφρηση κάποιων σχετικών νομολογιακών αποσπασμάτων). Είναι ξεκάθαρο στη δική μας αντίληψη, από την πορεία που ακολουθήθηκε, ότι το ζήτημα της καθυστέρησης εγείρεται ενώπιόν μας ως ελαφρυντικός παράγων.

 

      Ως προς αυτό το θέμα επαναλαμβάνουμε τη γνωστή αρχή ότι ο χρόνος είναι μεταξύ των παραγόντων οι οποίοι λαμβάνονται υπ' όψιν κατά την επιμέτρηση της ποινής και μάλιστα έχει νομολογηθεί ότι εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες κρίνεται απολύτως αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος (Γενικός Εισαγγελέας v. Πεγειώτη κ.α. (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617). Εντός αυτού του πλαισίου εντάσσεται το λεχθέν στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ. 267 ότι: «[Η] αποτίμηση κατά το πέρας της διαδικασίας της καθυστέρησης ως παράγοντα ελαφρυντικού της ποινής τείνει να μετριάσει την απόσταση που δημιουργείται, ως προς το άτομο του παραβάτη, μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του». Ιδιαίτερα σχετική και καθοδηγητική με το θέμα είναι η υπόθεση Memic v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 276.

 

      Έχοντας εξετάσει τις ημερομηνίες τις οποίες παρέθεσε ο κ. Νικηφόρου δεν θα συμφωνήσουμε ότι παρατηρείται οποιαδήποτε καθυστέρηση είτε στην καταχώριση της υπόθεσης είτε στην έναρξη της ακρόασης. Η υπόθεση καταχωρίστηκε μόλις οκτώ μέρες μετά το αδίκημα, αναλώθηκαν κάποιες δικάσιμοι από τις οποίες προέκυψε η παραδοχή του κατηγορουμένου 2 στον οποίον εν τέλει επιβλήθηκε ποινή στις 21.7.17 και αφού μεσολάβησαν τέσσερις αναβολές για τις οποίες ο ίδιος όντως δεν ευθύνετο, η ακρόαση για τον ίδιο άρχισε στις 25.10.18.

 

      Ο κ. Νικηφόρου εξέφρασε την άποψη πως η υπόθεση δεν ήταν περίπλοκη και σε αυτό έχει εν μέρει δίκαιο ιδιαίτερα εάν αυτή συγκριθεί με άλλες υποθέσεις με πολλούς κατηγορούμενους, πολλούς συνηγόρους και πολλά εγειρόμενα πραγματικά ή νομικά ζητήματα. Κατέθεσαν πρωτοδίκως συνολικά 12 μάρτυρες, τα πρακτικά καταλαμβάνουν 389 σελίδες και υπό ομαλές περιστάσεις δεν θα ανέμενε κάποιος ότι απαιτούντο 32 δικάσιμοι και πέραν των δύο ετών (25 μήνες) μέχρι την επιφύλαξη της απόφασης, για την οποίαν χρειάστηκαν άλλοι 12 μήνες για να εκδοθεί.

 

      Παρά ταύτα θα πρέπει καθηκόντως να σημειώσουμε: (i) Πρώτον, ως προς την πολυπλοκότητα, ότι υπήρξαν στο ενδιάμεσο στάδιο ένα αίτημα (περί συνένωσης με άλλη ποινική υπόθεση) και μια ένσταση (περί της νομιμότητας της σύλληψης) για τις οποίες απαιτήθηκαν αγορεύσεις και έκδοση ενδιάμεσων αποφάσεων και (ii) Δεύτερον ότι εκ μέρους του Εφεσίβλητου δεν είχαν ζητηθεί μόνο δύο αναβολές, ως μας έχει αναφερθεί, αλλά υπήρξαν ακόμα δύο περιπτώσεις στις οποίες δόθηκε αναβολή με εισήγησή του (στις 13.11.18 και 17.4.19) ενώ και μετά την ανώμοτη δήλωσή του ζήτησε (στις 8.10.20) χρόνο δύο μηνών για τελικές αγορεύσεις, ο οποίος του δόθηκε. Βέβαια αξίζει να σημειωθεί πως ο γενικότερος χειρισμός υπό του Δικαστηρίου αναπόφευκτα ώθησε την υπόθεση χρονικά αφενός σε περίοδο που η Δικαστής είχε πλέον από το 2019 μετατεθεί από το Ε.Δ. Αμμοχώστου (Παραλίμνι) και αφετέρου στις δυσκολίες που επέφερε η πανδημία του κορωνοϊού από το 2020.

 

      Από την άλλη όμως το ουσιώδες βέβαια είναι πως τίποτε από τα πιο πάνω δεν δικαιολογεί βάσιμα την πάροδο δύο ετών για την ολοκλήρωση της μαρτυρίας και ενός έτους για την έκδοση της απόφασης στην κρινόμενη περίπτωση. Εκτιμούμε πως κατά το μάλλον ή ήττον, ακόμα και με τις όποιες πρακτικές ή άλλες δυσκολίες είχαν παρουσιαστεί, θα μπορούσε να είχε ολοκληρωθεί τουλάχιστον στο ήμισυ του χρόνου ο οποίος εν τέλει απαιτήθηκε.

 

      Το 18μηνο αυτό διάστημα συνιστά όντως αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση και κατ' εφαρμογήν των σχετικών νομολογιακών αρχών συνιστά ελαφρυντικό παράγοντα τον οποίον λαμβάνουμε σοβαρά υπ' όψιν. Είναι εμφανές πως η καθυστέρηση αυτή έχει συμβάλει και στο αντικειμενικό γεγονός ότι το Δικαστήριο καλείται σήμερα να επιβάλει ποινή επτά έτη μετά τη διάπραξη των αδικημάτων. 

 

      Αρμόζει δε στο σημείο αυτό η υπενθύμιση από την υπόθεση Γ.Ε. v. Πεγειώτη (ανωτέρω) ότι «Ο λόγος για τον οποίο προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη». Ως προς αυτό, σημειώνουμε πως στο διάγραμμά του ο κ. Νικηφόρου δεν είχε προβάλει οτιδήποτε συγκεκριμένο (με εξαίρεση όσα σε άλλο σημείο κατέγραψε αναπτύσσοντας την εισήγηση περί αναστολής ποινής). Ερωτώμενος κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ήταν που επικαλέστηκε ως μεταβολή των συνθηκών: (i) Το ότι κατά το διέρρευσαν διάστημα ο Εφεσίβλητος «φορτώθηκε» το βάρος να βοηθήσει την πρώην συμβία του για πέντε έτη σε συνδυασμό με το ότι τα τελευταία δύο έτη ασκεί γονική μέριμνα με την πρώην συμβία του και (ii) Το ότι σήμερα υπάρχει άλλη κοπέλα στη ζωή του με την οποία είναι πρόθεσή του να νυμφευθεί τον προσεχή Μάιο.

 

      Παρατηρούμε ότι ουσιαστικά πρόκειται αφενός για την άσκηση γονεϊκών καθηκόντων απέναντι στην οκταετή σήμερα θυγατέρα του η οποία είχε γεννηθεί έναν χρόνο πριν τα αδικήματα και αφετέρου για την πρόθεσή του να τελέσει γάμο με την κοπέλα με την οποία συζεί την τελευταία επταετία. Ασφαλώς είναι στοιχεία τα οποία συνεκτιμούμε και είναι αυτονόητο πως επηρεάζουν ουσιωδώς το ύψος της ποινής, η οποία σαφώς θα ήταν ψηλότερη εάν απουσίαζε η παρατηρηθείσα καθυστέρηση. Καταληκτικά, ως προς το θέμα, έχουμε την άποψη πως η όποια καθυστέρηση ούτε επηρέασε το συνταγματικό δικαίωμα του Εφεσίβλητου ούτε συνδέεται ή επέφερε τέτοια μεταβολή των συνθηκών του ώστε να επηρεάζει το είδος της ποινής (Παπαεπιφανείου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 16/21, ημερ. 19.10.21).

 

      Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω, ήτοι αφενός τη σοβαρότητα των αδικημάτων, τις συνθήκες διάπραξης και την ανάγκη για αυστηρή και αποτρεπτική ποινή και αφετέρου όλους τους μετριαστικούς παράγοντες, τις προσωπικές περιστάσεις και την καθυστέρηση, κρίνουμε πως η μόνη κατάλληλη και αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης. Διευκρινίζουμε πως αντιλαμβανόμενος τη σοβαρότητα, αυτή την ποινή προέκρινε ως κατάλληλη και ο ευπαίδευτος συνήγορός του, ο οποίος στηριζόμενος στην ποινή που είχε επιβληθεί στον πρώην συγκατηγορούμενο, εισηγήθηκε πως τώρα η ποινή, αφού ελλείπει μόνον το στοιχείο της παραδοχής, δεν δύναται να υπερβεί τους 12 μήνες. Προσθέτουμε πως από τα υπάρχοντα ενώπιον μας στοιχεία διαφαίνεται πως ήταν επιεικής η 9μηνη φυλάκιση στον πρώην συγκατηγορούμενο πλην όμως δεν μπορούμε παρά να την έχουμε υπόψιν μας κατ΄ εφαρμογήν της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

 

      Συνυπολογίζοντας όλα τα ανωτέρω κρίνουμε ως κατάλληλες και επιβάλλουμε:

 

      Στην Κατηγορία 1 καμμιά ποινή δεδομένου ότι τα γεγονότα της εμπεριέχονται σε αυτά της κατηγορίας 2.

 

      Στην Κατηγορία 2 φυλάκιση 7 μηνών.

 

      Δηλώνοντας ότι δεν αμφισβητεί τη σοβαρότητα ως προκύπτει από την προβλεπόμενη ποινή, τον επιβαλλόμενο αποτρεπτικό χαρακτήρα και την έντονη κοινωνική απαξία, ο κ. Νικηφόρου εισηγήθηκε πως θα πρέπει να ανασταλεί η τυχόν φυλάκιση. Υποστήριξε προς τούτο πως θα πρέπει να ληφθούν υπ' όψιν οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, επαναλαμβάνοντας τα στοιχεία που είχε ήδη παραθέσει, τονίζοντας το θέμα του χρόνου και παραπέμποντας στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας v. Κανάρη (Αρ.2) (2005) 2 Α.Α.Δ. 327 και Γενικός Εισαγγελέας v. Χρυσάνθου (Αρ.2) (2016) 2 Α.Α.Δ. 584.

 

      Η βασική νομολογιακή αρχή είναι ότι στο στάδιο αυτό επανεξετάζεται κάθε στοιχείο και κάθε παράγοντας ο οποίος δυνατόν να έχει σημασία ως προς την αναστολή. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930: «[Η] υιοθέτηση οποιουδήποτε γενικού κανόνα θα συνιστούσε σφάλμα αρχής. Εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο κατηγορούμενο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, την οικογένεια του με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σε όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες ‑ είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς ‑ οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρούμε ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας».

 

      Κατ' αρχάς θα πρέπει να πούμε ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε άκαμπτος κανόνας ότι χορηγείται αναστολή φυλάκισης οποτεδήποτε σημειωθεί καθυστέρηση. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Διεθνές Κέντρο Υγείας Ολιστικής Ιατρικής Βιόραμα Λτδ v. Καρβέλλα κ.α., Ποιν. Έφ. 288/18 κ.α., ημερ. 12.3.19, ECLI:CY:AD:2019:B82 και Φελλά v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 8/21, ημερ. 3.6.21, στις οποίες πάροδος οκτώ‑εννέα ετών (στην πρώτη) και επτά ετών (στη δεύτερη) για τα πολύ ελαφρύτερα αδικήματα ακάλυπτων επιταγών (στην πρώτη) και πλαστογραφιών (στη δεύτερη), ο χρόνος δεν κρίθηκε υπό τις περιστάσεις ικανοποιητικός λόγος για αναστολή.

 

      Η υπόθεση Γ.Ε. v. Κανάρη (ανωτέρω) αφορούσε την κατοχή 19,73γρ. κάνναβης με σκοπό προμήθειας πλην όμως ο Κατηγορούμενος δεν είχε αρνηθεί τον πυρήνα των γεγονότων, αφού παραδέχθηκε ότι κατείχε την ποσότητα για προμήθεια σε άλλους (δρώντας ως «βαποράκι») αλλά ήγειρε το θέμα παγίδευσής του από την Αστυνομία, που ήταν και ο λόγος για τον οποίον, μετά την πρωτόδικη αθώωσή του, η έφεση ήχθη ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μετά την καταδικαστική απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο έλαβε υπ' όψιν του το λευκό μητρώο, το νεαρό της ηλικίας, την ταλαιπωρημένη ζωή του λόγω οικονομικής ανέχειας της οικογένειάς του, το ότι ήταν χρήστης ο οποίος κατέβαλλε έντονες προσπάθειες για αποτοξίνωση με επιτυχία, το ότι επέστρεψε από την Ελλάδα οικειοθελώς για να παραστεί στην έφεση, το ότι ήταν φανερό πως είχε ειλικρινά μετανοήσει για τα αδικήματα και τέλος, την εξέλιξη της πορείας της υπόθεσης η οποία καθυστέρησε την τελική κρίση (εννοώντας την παραπομπή στην Ολομέλεια). Το ουσιώδες όμως, το οποίο και διακρίνει την υπόθεση από την παρούσα, είναι πως η Ολομέλεια έκρινε πως όλα τα πιο πάνω στοιχεία συνιστούσαν μια υπόθεση με «απολύτως ιδιαίτερα περιστατικά». Είναι εμφανές πως ιδίως συνεκτιμήθηκαν η δυσχερής παιδική ηλικία, η ειλικρινής μετάνοια (που συνήδε με τη μη αμφισβήτηση των γεγονότων) και κυρίως η επιτυχής αποτοξίνωση από ένα σχετικά νεαρό άτομο. Εξ ου και στη βάση όλως ιδιαίτερων περιστατικών ανεστάλη η 12μηνη φυλάκιση.

 

      Στην υπόθεση Γ.Ε. v. Χρυσάνθου (ανωτέρω) παρομοίως ο Κατηγορούμενος είχε κριθεί ένοχος κατ' έφεσιν για κατοχή 130,91γρ. φυτού κάνναβης επί σκοπώ προμήθειας, καθώς και για απλή κατοχή μικρής ποσότητας κοκαΐνης (0, 69γρ.). Το Ανώτατο Δικαστήριο έλαβε υπ' όψιν το λευκό μητρώο, τις ιδιαίτερα δυσχερείς προσωπικές περιστάσεις, τη δύσκολη παιδική και εφηβική ηλικία λόγω προβλημάτων υγείας του πατέρα του, τον οποίο έχασε με μεγάλο ψυχολογικό κόστος (σε κρίσιμη νεανική ηλικία για τον κατηγορούμενο), τη φτωχή οικονομική κατάσταση της οικογένειας που λόγω εργασιακών υποχρεώσεων της μητέρας οδήγησε σε ελλιπή έλεγχο και ανεπαρκή προστασία του κατηγορουμένου, τα προβλήματα ψυχικής υγείας του που οδήγησαν σε απαλλαγή από την Ε.Φ., το ότι είχαν παρέλθει έξι έτη από τα αδικήματα, το ότι προ τριετίας είχε αρραβωνιαστεί και θα τελούσε γάμο σε τέσσερις μήνες (στις 9.10.16) ενώ είχε ήδη αποκτήσει τέκνο 7,5 μηνών και τέλος ότι είχε προ τριετίας ολοκληρώσει με επιτυχία πρόγραμμα απεξάρτησης από παράνομες ουσίες. Παρατηρείται και εδώ ότι το Ανώτατο έκρινε πως τα πιο πάνω αποτελούσαν ιδιαίτερα περιστατικά, επισημαίνοντας ρητώς ότι κατά το διαρρεύσαν διάστημα υπήρξε έμπρακτη μεταμέλεια και απεξάρτηση, καθώς και θετικές εξελίξεις, εννοώντας προφανώς την ύπαρξη ενός νεογνού 7,5 μηνών και τον προγραμματισθέντα για συγκεκριμένη ημερομηνία γάμο του.

 

      Ιδιαίτερες θεωρούμε πως ήταν και οι περιστάσεις στην υπόθεση Γρηγορίου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 281/22, ημερ. 27.3.23, ECLI:CY:AD:2023:B111, που αφορούσε επίσης (απλή) κατοχή 7,42γρ. κοκαΐνης και κατοχή 33,69γρ. ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης με σκοπό προμήθειας. Ο Εφεσείων ήταν 18 ετών όταν συνελήφθη, είχαν παρέλθει πέντε έτη από τα αδικήματα τα οποία είχε παραδεχθεί και κατά τη διάρκεια αυτών είχε απεξαρτηθεί ενώ λόγω σοβαρού τραυματισμού απώλεσε το 90% της όρασης στο αριστερό μάτι. Είχε δε ιδιαίτερη βαρύτητα το ότι ο Εφεσείων κατά τη διάπραξη των αδικημάτων, είχε μόλις ενηλικιωθεί, πράγμα που διαφοροποιούσε την περίπτωση από άλλες οι οποίες παρουσίαζαν ανάλογη καθυστέρηση. Ήταν στη βάση αυτών που ανεστάλησαν οι ποινές φυλάκισης των επτά μηνών (ως είχαν μειωθεί λόγω έκτισης μέρους).  

 

      Όσον αφορά την παρούσα έχουμε με προσοχή και καθηκόντως επανεξετάσει όλες τις περιστάσεις και στοιχεία τα οποία προέβαλε ο κ. Νικηφόρου ως διαδραματίζοντα ρόλο στο παρόν στάδιο. Πέραν του λευκού μητρώου και την κατάταξη των ναρκωτικών στην τάξη Β, τα οποία ασφαλώς συνεκτιμούνται ξανά, αυτό το οποίο έχει προβληθεί είναι βασικά η πάροδος των επτά ετών από τα αδικήματα. Όπως όμως ήδη αναφέραμε αφενός αυτό από μόνο του δεν οδηγεί απαρέγκλιτα σε αναστολή (ακόμα και σε ελαφρύτερα αδικήματα) και αφετέρου συσχετίζεται πάντοτε με τη μεταβολή των προσωπικών περιστάσεων. Δεν παρατηρείται όμως στην περίπτωση του Εφεσίβλητου μεταβολή τέτοια η οποία θα έκλινε την πλάστιγγα υπέρ της αναστολής. Όπως καταγράφεται στο διάγραμμα αγόρευσης, κατά τη διάπραξη των αδικημάτων (το 2016), η θυγατέρα του ήταν ήδη ενός έτους. Το επόμενο έτος (2017) ο ίδιος σχετίστηκε με άλλη κοπέλα. Δεν παραγνωρίζουμε καθόλου ότι στήριξε την πρώην σύντροφό του τόσο στα προσωπικά θέματα υγείας της όσο και εν σχέσει με την ανατροφή της μικρής. Η στήριξη αυτή ήταν σε μεγαλύτερο βαθμό και εύρος κατά την ακολουθήσασα πενταετία, ήτοι μέχρι το 2022, οπότε βελτιώθηκε η υγεία της πρώην συντρόφου και ομαλοποιήθηκε η κατάσταση εν σχέσει με τη γονική μέριμνα, την οποίαν, ως μας έχει λεχθεί, ασκούν τώρα από κοινού. Συνεπώς από αυτής της πλευράς αυτό το οποίο επαναξιολογούμε είναι το ότι ο Εφεσίβλητος είναι πατέρας μιας θυγατέρας ηλικίας οκτώ ετών, η οποία διαμένει σε άλλο χωριό με τη μητέρα της και ο ίδιος ασκεί γονεϊκά καθήκοντα που περιλαμβάνουν επικοινωνία και διατροφή.

 

      Αυτό το οποίο συνολικά αναδύεται είναι πως το μόνο στοιχείο που έχει πραγματικά μεταβληθεί είναι η σημερινή πρόθεσή του να νυμφευθεί την κοπέλα με την οποία συζεί τα τελευταία επτά έτη. Δεν μας έχει λεχθεί συγκεκριμένη ημερομηνία πλην όμως ο προγραμματισμός είναι για τον Μάιο του 2024, κάτι που επίσης συνεκτιμούμε για δεύτερη φορά, ήτοι στο παρόν στάδιο για σκοπούς τυχόν αναστολής.

 

      Με κάθε σεβασμό προς τη σχετική εισήγηση δεν συμμεριζόμαστε την άποψη ότι το σύνολο των συνθηκών της υπόθεσης και οι προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου δικαιολογούν τη χορήγηση αναστολής. Αφενός όλες οι προαναφερθείσες προσωπικές περιστάσεις δεν εκφεύγουν του συνήθους μέτρου, έχοντας σε συνδυασμό με τον χρόνο συμβάλει σε ουσιωδώς μειωμένη ποινή (η οποία υπό άλλες περιστάσεις θα ήταν ψηλότερη) και αφετέρου οι συνθήκες της υπόθεσης κατά την άποψή μας υποδεικνύουν προς την απόρριψη της εισήγησης ακριβώς για λόγους αποτροπής και αποτελεσματικότητας της ποινής. Μας εκφράζει το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Νεοφύτου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 9/21, ημερ. 29.7.21:

 

        «Σε πλήρη συμφωνία με την Αριστοδήμου προσθέτουμε ότι ποινή φυλάκισης, που θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυστηρή λόγω του εύρους της, μπορεί να απωλέσει το στοιχείο της αποτροπής εφόσον ανασταλεί, ακόμα και να καταστεί ανεπαρκής για την τιμωρία του καταδικασθέντα. Το στοιχείο της γενικής αποτροπής γεννάται από την αντίδραση του κοινού, μέσα στο οποίο είναι και ο επίδοξος παραβάτης, στο άκουσμα της ποινής που επιβλήθηκε στον καταδικασθέντα.  Η ποινή φυλάκισης με αναστολή είναι ποινή φυλάκισης για όλους τους σκοπούς, με τη δραματική όμως διαφορά ότι η εκτέλεση της αναστέλλεται υπό όρους. Την αποτροπή δημιουργεί η επίπτωση που είχε η συναφής καταδίκη, με έμφαση στο άμεσο αποτέλεσμα και εφόσον η ποινή φυλάκισης ανασταλεί, το στοιχείο της αποτροπής εξασθενεί σε μεγάλο βαθμό».

(έμφαση δοθείσα)

 

      Στη βάση των πιο πάνω διατάσσεται όπως η εκτέλεση της ποινής φυλάκισης είναι άμεση.

 

      Βάσει του Άρθρου 117(1) της Ποινικής Δικονομίας η περίοδος φυλάκισης να μειωθεί κατά το διάστημα που ο Εφεσίβλητος τελούσε σε προφυλάκιση (ήτοι από 16.12.16 έως 9.1.17).

 

      Τα ναρκωτικά κατάσχονται προς καταστροφή από την Αστυνομία.

 

      Τα έξοδα ύψους €480 να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

 

                                               

X.B. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                        Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                        Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο