ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Ποινική Έφεση Αρ.: 252/23)

 

18 Ιανουαρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΤΖΙΟΒΑΝΝΗ

                                  Εφεσείων

 v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                     Εφεσίβλητης

                                                  (Ποινική Έφεση Αρ.: 253/23)

 

ΖΗΝΩΝΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

                                  Εφεσείων

 v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                     Εφεσίβλητης

                                                  (Ποινική Έφεση Αρ.: 254/23)

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ

                                  Εφεσείων

 v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                     Εφεσίβλητης

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Χ. Πουτζιουρής, για Χρίστος Πουτζιουρής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα στην 252/23

Ν. Καντάρας με Θ. Αγγελίδη, για Π. Αγγελίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα στην 253/23

Α. Γιαλελή, για Kampouri, Gialeli & Co, για Εφεσείοντα στην 254/23

Δ. Ναπολέοντος (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητο

Εφεσείοντες παρόντες

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Στις 30.11.23 το Ε.Δ. Λεμεσού παρέπεμψε σε δίκη για τις 23.1.24 ενώπιον του Κακουργοδικείου τέσσερα πρόσωπα (Κατηγορούμενους 1, 2, 3 και 4) τα οποία από κοινού αντιμετωπίζουν 12 κατηγορίες, ήτοι για φόνο εκ προμελέτης (του Α. Καλογερόπουλου), συνωμοσία προς κακούργημα, κατοχές και μεταφορές όπλων‑πυρομαχικών, κλοπή και εμπρησμό αυτοκινήτου ενώ μόνος ο ένας εξ αυτών (Κατηγορούμενος 3) αντιμετωπίζει και επιπλέον κατηγορία για συνέργεια μετά τη διάπραξη του φόνου (κατηγορία 13).

 

      Οι τρεις Εφεσείοντες, οι οποίοι (βάσει της σειράς καταχώρισης των εφέσεων) ταυτίζονται με τους Κατηγορούμενους 4, 3 και 2 της πρωτόδικης διαδικασίας, προσβάλλουν με τις εφέσεις τους τη διαταγή κράτησής τους μέχρι εμφανίσεως στο Κακουργοδικείο. Πρωτοδίκως το αίτημα κράτησης είχε στηριχθεί στον κίνδυνο φυγοδικίας και σε αυτό είχαν φέρει ένσταση μόνον οι Κατηγορούμενοι 2, 3 και 4.

 

      Η πρωτόδικη Δικαστής, αφού παρέθεσε τις σχετικές αρχές, υπέδειξε την αυτονόητη σοβαρότητα των αδικημάτων, την αυστηρότητα τυχόν επιβληθησομένων ποινών και αναφερόμενη στο μαρτυρικό υλικό κατέληξε στο ότι υπήρχε πιθανότητα καταδίκης, οπότε συνυπολογίζοντας και τους υποκειμενικούς παράγοντες, άσκησε την ευχέρειά της υπέρ της κράτησης όλων των κατηγορούμενων προς εξασφάλιση της παρουσίας τους.

 

      Οι Κατηγορούμενοι 2 και 4 προσβάλλουν την απόφαση με τρεις λόγους έκαστος και ο Κατηγορούμενος 3 με πέντε λόγους. Ασχέτως της τεθείσας σειράς στους λόγους διαπιστώνεται από το περιεχόμενό τους ότι με τους λόγους έφεσης του Κατηγορουμένου 3 εγείρονται παρόμοια θέματα με αυτά τα οποία εγείρουν οι Κατηγορούμενοι 2 και 4 και τούτο με τη σειρά του, γίνεται ανεξαρτήτως της αιτιολογίας ή επιχειρηματολογίας εκάστου, που ομολογουμένως σε κάποια σημεία διαφέρει. Δύναται όμως να λεχθεί πως με αυτούς τους λόγους προβάλλονται ισχυρισμοί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο: (i) Δεν αξιολόγησε ορθά και ή εκτίμησε εσφαλμένα τη μαρτυρία σε σχέση με την πιθανότητα καταδίκης, (ii) Αξιολόγησε εσφαλμένα τις νομολογιακές αρχές και υποβάθμισε τις εισηγήσεις μη αιτιολογώντας ορθά την απόφαση και μη εξετάζοντας εναλλακτικούς τρόπους διασφάλισης της παρουσίας κατά τη δίκη και (iii) Στηρίχθηκε μόνο στους αντικειμενικούς παράγοντες, παραγνωρίζοντας τα υποκειμενικά στοιχεία.

 

      Τις αρχές, στη βάση των οποίων εξετάζονται παρόμοιας φύσης αιτήματα, είχαμε την ευκαιρία να τις παραθέσουμε αναλυτικά στην υπόθεση Γενικού Εισαγγελέα v. Νίκου, Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.23 και δεν απαιτείται εδώ επανάληψή τους λεπτομερώς. Αρκούμαστε στο να υπενθυμίσουμε, σε σχέση με τον κίνδυνο φυγοδικίας, ότι η σοβαρότητα του αδικήματος σε συνδυασμό με την πιθανότητα καταδίκης και την επιβολή αυστηρής ποινής αποτελούν τους βασικούς δείκτες σε σχέση με την πιθανότητα προσέλευσης των κατηγορούμενων κατά τη δίκη τους, νοουμένου όμως ότι αυτός ο κίνδυνος δεν διαπιστώνεται αυτομάτως κάθε φορά που συντρέχουν τα προαναφερθέντα τρία στοιχεία αλλά καθηκόντως συνυπολογίζονται και άλλα σχετικά δεδομένα, τα αποκαλούμενα «υποκειμενικά» (Θεοχάρους v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48).

 

      Στην κρινόμενη περίπτωση τόσον η σοβαρότητα του αδικήματος όσον και η αυστηρότητα της επιβληθησομένης ποινής, σε περίπτωση καταδίκης, είναι αυταπόδεικτη. Η υπόθεση αφορά φόνο εκ προμελέτης, αδίκημα το οποίο συνιστά το σοβαρότερο αδίκημα του Ποινικού Κώδικα, για το οποίο μάλιστα η προβλεπόμενη στον Νόμο ποινή ταυτίζεται με την ποινή που θα επιβληθεί σε περίπτωση καταδίκης, η οποία δεν είναι άλλη από την ισόβια φυλάκιση. Επειδή δε το συγκεκριμένο αδίκημα και τα γεγονότα της παρούσας παραπέμπουν σε συγκεκριμένο κύκλο εγκλημάτων στον τόπο μας (με δολοφονίες, εμπρησμούς, εκρηκτικούς μηχανισμούς κ.λπ), τα οποία παρατηρούνται συχνά, αισθανόμαστε την ανάγκη να υπενθυμίσουμε το λεχθέν στην Ευριπίδου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 757 ότι σε σχέση με τη σοβαρότητα των αδικημάτων: «Δεν είναι μόνο οι αυστηρότατες κυρώσεις του Ποινικού Κώδικα, που καθορίζουν τη βαρύτητά τους. Είναι παράλληλα το κλίμα φόβου που δημιουργεί αυτού του είδους η βαρειά εγκληματικότητα στην καθημερινή ζωή».

 

      Δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση ότι δεν αξιολόγησε ορθά τις νομολογιακές αρχές το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αν θα μπορούσε να λεχθεί κάτι είναι ο ατυχής αλλά προς όφελος των Κατηγορουμένων κοινός χαρακτηρισμός (του φόνου και των υπόλοιπων αδικημάτων) απλώς ως σοβαρών αδικημάτων και η παρεμφερής αναφορά ότι θα επιφέρουν αναπόφευκτα «πολυετείς ποινές φυλάκισης», πράγμα που όπως εξηγήσαμε δεν ισχύει για φόνο εκ προμελέτης υπό την έννοια ότι είναι εκ των προτέρων γνωστό ότι η ποινή θα είναι ισόβια φυλάκιση. Κατά τα άλλα ήταν ορθότατη η διαπίστωση ότι σε τέτοιες περιπτώσεις «το ενδεχόμενο διαφυγής είναι ακόμη μεγαλύτερο», όπως και η παραπομπή στην Κρασοπούλης κ.α. v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450. Η οποία αφορούσε επίσης φόνο και στην οποία είχε προστεθεί ακριβώς πως η σκέψη για διαφυγή δύναται να επενεργήσει ως δέλεαρ αποφυγής της ισόβιας φυλάκισης. Είναι για αυτό που η σοβαρότητα του αδικήματος και της υπόθεσης εν γένει αποτελεί σημαίνοντα παράγοντα κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (Θεοδωρίδης v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139). Κρίνουμε δε πως στην παρούσα δόθηκε στο στοιχείο αυτό η πρέπουσα σημασία.

 

      Σε σχέση με την πιθανότητα καταδίκης παρομοίως το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε την πάγια αρχή ότι σε αυτό το στάδιο εξετάζει το μαρτυρικό υλικό στην όψη του με σκοπό να ελέγξει την πιθανολόγηση καταδίκης. Ορθώς επίσης η πρωτόδικη Δικαστής επεσήμανε πως δεν θα την απασχολούσαν θέσεις οι οποίες σχετίζοντο με αξιολόγηση ή δεχτότητα μαρτυρίας, λέγοντας:

 

      «Ως εκ τούτου, θέσεις που έχουν προβληθεί από τους συνηγόρους των Κατηγορούμενων 2 έως 4, αναφορικά με την αξιολόγηση της κατάθεσης του μάρτυρα με Α/Α 59 εντός του Τεκμηρίου 1 αλλά και της δεκτότητας της μαρτυρίας που προκύπτει από τα αποτελέσματα των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων που έχουν συλλεχθεί και των κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης, δεν θα απασχολήσουν το παρών (sic) Δικαστήριο, το οποίο εξετάζει μόνο το ζήτημα της κράτησης με βάση τις καθιερωμένες νομολογιακές αρχές. Ούτε έχει τεθεί ενώπιόν μου οποιαδήποτε θέση ότι η μαρτυρία που είχε προκύψει από τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα έχει προσβληθεί και εξεταστεί από το αρμόδιο προς τούτο Δικαστήριο, ώστε αυτή να μην ληφθεί υπόψη για τον περιορισμένο σκοπό που επιτάσσει η παρούσα διαδικασία και ούτε το Δικαστήριο θα προβεί σε εξαγωγή οποιοδήποτε (sic) συμπερασμάτων αναφορικά με την (sic) μη προσκόμιση του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης».

 

      Σημειώνουμε ότι το πολυσέλιδο μαρτυρικό υλικό, είχε παραδοθεί στο Δικαστήριο (Τεκμήριο 1) και ότι αποτελείτο από 92 έγγραφα, καταθέσεις, φωτογραφίες, αναλύσεις και πλάνα από κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης (Έγγραφα υπ' αρ. 1 έως 92). Είναι γεγονός πως το πρωτόδικο Δικαστήριο αντί να αναφερθεί σε συγκεκριμένο περιεχόμενο και στοιχεία μαρτυρίας, η όψη των οποίων στοιχειοθετεί την πιθανολόγηση καταδίκης, περιορίστηκε στο να υποδείξει, παραπέμποντας σε αύξοντες αριθμούς από το Τεκμήριο 1, τη μαρτυρία την οποία έλαβε υπ' όψιν. Αυτό έδωσε την αφορμή στους Εφεσείοντες να παραπονεθούν ενώπιόν μας ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε τη μαρτυρία και σε κάποιους εξ αυτών να προβάλλουν ότι το Δικαστήριο παρέθεσε «υπό τύπο λίστας» ή ότι περιορίστηκε μόνο στο «εάν υπάρχει αριθμητικά μαρτυρία».

 

      Με κάθε σεβασμό δεν συμφωνούμε με τις εισηγήσεις αυτές. Αν και είναι ορθότερο και επιθυμητό να γίνεται μια συνοπτική αναφορά σε κάποια βασικά στοιχεία μαρτυρίας που υπάρχουν και θέτουν το υπόβαθρο της πιθανολόγησης, εντούτοις στην παρούσα δεν δύναται να υποστηριχθεί βάσιμα ότι η πρωτόδικη Δικαστής δεν έπραξε το αυτονόητο. Ιδιαίτερα όταν πριν την παραπομπή στα έγγραφα και την κατάληξη στη διαπίστωσή της, είχε ρητώς σημειώσει ότι αυτό το έπραττε «από την εξέταση της μαρτυρίας» και ότι κατέληξε «λαμβάνοντας υπ' όψιν την εξής μαρτυρία ως προς έκαστο κατηγορούμενο».

 

      Όσον αφορά την ίδια την πιθανολόγηση επαναλαμβάνουμε αυτό που είχαμε αναφέρει στη Γ.Ε. v. Νίκου (ανωτέρω), ότι σε αυτό το στάδιο δεν εξετάζεται η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης αλλά μόνο το ενδεχόμενο καταδίκης χωρίς την εξέταση θεμάτων αποδεκτότητας μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων και χωρίς συμπεράσματα ή οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα (Μαλά v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135, Γιωργαλλίδης v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 526).

 

      Στο μαρτυρικό υλικό που είχε δοθεί στο Δικαστήριο καταγραφόταν ότι ο φόνος είχε διαπραχθεί στις 30.10.23 και περί ώρα 8:20π.μ. σε χώρο στάθμευσης παραλιακού καφεστιατορίου στη Λεμεσό. Δράστες ήταν δύο μασκοφόροι, οι οποίοι επιβαίνοντας σε κλοπιμαίο όχημα Mazda Demio, είχαν ακολουθήσει εκεί το θύμα, το οποίο και πυροβόλησαν επανειλημμένως προτού αναχωρήσουν. Η Αστυνομία εξασφάλισε περιγραφές των δύο δραστών από αυτόπτες μάρτυρες. Στις 8:40π.μ. διαπιστώθηκε ότι ένα Mazda Demio καιγόταν σε αδιέξοδο χωματόδρομο πλησίον της αερογέφυρας Γερμασόγειας από πυρκαγιά που τέθηκε κακόβουλα (με εύφλεκτη ύλη). Η ιδιοκτήτρια του κλοπιμαίου αυτού οχήματος υπέδειξε ότι μετά την κλοπή έγιναν αλλαγές σε αυτό (χερούλια μαύρα στις πόρτες, φιμέ τζάμια, κ.λπ).

 

      Περαιτέρω καταγράφεται στο μαρτυρικό υλικό ότι η Αστυνομία άρχισε να αναζητά πλάνα από κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης («κκπ») τόσο σε σχέση με την αναχώρηση και πορεία του Mazda Demio από τη σκηνή του φόνου όσο και σε σχέση με την αναχώρηση οποιουδήποτε από τη σκηνή εμπρησμού του εν λόγω οχήματος. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίστηκε φωτογραφία δύο προσώπων τα οποία με μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού είχαν αναχωρήσει από τη σκηνή εμπρησμού και τα οποία φέρονται ως τα άτομα που είχαν πυροβολήσει το θύμα. Η φωτογραφία αυτή δημοσιεύτηκε στα ΜΜΕ και έτσι εξασφαλίστηκε περαιτέρω μαρτυρία τόσο για τη μοτοσυκλέτα (Α/Α36) όσο και για τον οδηγό της, ο οποίος φέρεται να είναι ο Κατηγορούμενος 1 (Α/Α92) και ο οποίος συνελήφθη πρώτος στις 4.11.23, αρχικά βάσει πληροφορίας που έλεγε ότι είχε στην κατοχή του τέτοια μοτοσυκλέτα και ότι το τελευταίο διάστημα διέμενε σε έπαυλη στη Σκαρίνου. Μέσα από τα πλάνα των κκπ προέκυψε μαρτυρία ότι οι δράστες με την εν λόγω μοτοσυκλέτα μετά τον εμπρησμό κατευθύνθηκαν στη συγκεκριμένη έπαυλη στη Σκαρίνου, η οποία ανήκει στον Κατηγορούμενο 2. Έτσι ακολούθησε την ίδια μέρα και η σύλληψη αυτού.

 

      Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε πως οι έρευνες μέσω κκπ επεκτάθηκαν σε πολλά σημεία, δρόμους, οικίες, πρατήρια, ξενοδοχεία και γενικά σε χώρους που η Αστυνομία εκτιμούσε ότι ήταν δυνατό να προκύψει κάποιο στοιχείο μαρτυρίας είτε για εμπλεκόμενα πρόσωπα είτε για εμπλεκόμενα οχήματα. Μέσα στο μαρτυρικό υλικό περιλαμβάνεται κατάθεση αστυφύλακα που είχε την ευθύνη του υλικού που προέκυπτε από τα κκπ ο οποίος αναφέρει ότι δημιούργησε συνολικά 10 καταλόγους («λίστες») στους οποίους φαίνονται οι διακινήσεις των οχημάτων από τις 23.10.23 έως τις 31.10.23 και σε ορισμένα σημεία κάποιοι από τους κατηγορούμενους, καταλήγοντας ότι από τη μελέτη των διακινήσεων των οχημάτων διαφαίνεται η εμπλοκή των τεσσάρων κατηγορουμένων, ζητήματα τα οποία περιγράφει σε 19σέλιδη κατάθεσή του (Α/Α88). Προσθέτουμε εδώ ότι οι Κατηγορούμενοι 3 και 4 συνελήφθησαν αργότερα, στις 9 και 10.11.23, στη βάση ακριβώς μαρτυρίας από τα κκπ ότι τα αυτοκίνητα τα οποία αυτοί χρησιμοποιούν, πηγαινοέρχονταν στην έπαυλη στη Σκαρίνου κατά τις επίμαχες ημερομηνίες προ και μετά τον φόνο.

 

      Υπήρξε σφοδρή ένσταση κυρίως από πλευράς Κατηγορουμένου 2, περί του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιόν του αυτούσιο το υλικό από τα κκπ οπότε δεν μπορούσε να δίδει βάση σε αυτά που άλλοι και δη αστυφύλακες περιέγραφαν έχοντας δει τα σχετικά πλάνα. Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αλλά δεν θα εμπλακούμε σε εκτενή συζήτηση του θέματος. Παραπέμπουμε μόνο εν σχέσει με τη δυνατότητα αυτή στην υπόθεση Taylor v. Chief Constable of Cheshire (1986) 1All E.R. 225 και στα όσα σχετικά αναλύονται στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice 2023, σελ. 3063, § F8. 62.


      Ανάμεσα στα έγγραφα στα οποία καθηκόντως παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν και η κατάθεση του προϊστάμενου της ανακριτικής ομάδας Υπ/μου Μιχαήλ (Α/Α92)
o οποίος και παραθέτει επίσης τους καταλόγους, αναφερόμενος στο υλικό που είχε εξασφαλιστεί. Αυτό το μαρτυρικό υλικό σε συνδυασμό με άλλο που έχει συγκεντρωθεί είναι εκείνο το οποίο βάσιμα κατά την άποψη μας οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη διαπίστωση ότι υπάρχει πιθανότητα καταδίκης. Είναι ασφαλώς αδύνατο (και εν πολλοίς αχρείαστο) να επαναλάβουμε εδώ με λεπτομέρεια το μαρτυρικό υλικό το οποίο καταδεικνύει την πιθανότητα αυτή, ιδιαίτερα με επέκταση σε χρόνο κάποιων ημερών προ της ημερομηνίας του φόνου και σε κινήσεις οι οποίες τείνουν να δείξουν τη διασύνδεση μεταξύ των κατηγορουμένων και τη φερόμενη συνεργασία κάποιων σε φερόμενη προγενέστερη απόπειρα εναντίον του ιδίου θύματος. Σημειώνουμε μόνον αφενός ότι ο Κατηγορούμενος 2 έδωσε κατάθεση δεχόμενος ότι από τον Σεπτέμβριο του 2023 έφυγε από την έπαυλη του παραχωρώντας αυτή στον Κατηγορούμενο 1 για τον οποίο υπάρχει επιστημονική μαρτυρία (DNA) που τον συνδέει με κάλυκα από τη σκηνή του φόνου και αφετέρου ότι μέσα στο υλικό αυτό υπάρχει μαρτυρία ότι στις 26.10.03 ο Κατηγορούμενος 3 ήταν παρών στην έπαυλη όταν έφτασαν εκεί το Mazda Demio και αργότερα η μοτοσυκλέτα που χρησιμοποιήθηκαν στον φόνο ενώ και ο Κατηγορούμενος 4 φέρεται να είναι παρών ενόσω τα δύο αυτά οχήματα ευρίσκονται στην έπαυλη. Πέραν τούτου αρκούμαστε στο να υποδείξουμε κάποια βασικά στοιχεία από τη μαρτυρία και συγκεκριμένα ότι:

 

      1.   Την παραμονή του φόνου το άσπρο BMW του Κατηγορουμένου 2 και λίγο αργότερα το Range Rover το οποίο φέρεται να χρησιμοποιεί ο Κατηγορούμενος 4 φτάνουν στην έπαυλη.

 

      2.   Λίγα λεπτά αργότερα αναχωρούν από την έπαυλη η μοτοσυκλέτα που φέρεται να χρησιμοποιήθηκε στον φόνο και ένα Nissan Note το οποίο χρησιμοποιεί ο Κατηγορούμενος 2 (όχημα ενοικιάσεως που χρεώθηκε στη συμβία του από την εργοδότρια της).

 

      3.   Μετά από μισή ώρα το Nissan Note και η μοτοσυκλέτα εισέρχονται στον αδιέξοδο χωματόδρομο στη Γερμασόγεια (στον οποίο την επόμενη μέρα οι δράστες του φόνου έκαψαν το Mazda Demio).

 

      4.   Σε τρία λεπτά αναχωρεί από τον χωματόδρομο μόνο το Nissan Note το οποίο μετά από 45 λεπτά οδηγείται προς την έπαυλη, το οποίο τείνει να δείξει πως άφησαν εκεί τη μοτοσυκλέτα για σκοπούς διαφυγής μετά τον φόνο.

 

      5.   Μετά από λίγα λεπτά αναχωρεί από την έπαυλη το Range Rover και όταν σε δύο λεπτά εισέρχεται σε πρατήριο καυσίμων καταγράφονται οι αριθμοί εγγραφής του και υπάρχει μαρτυρία ότι αναγνωρίζεται ως οδηγός του ο Κατηγορούμενος 4.

 

      6.   Αμέσως μετά αναχωρεί από την έπαυλη και το άσπρο BMW του Κατηγορουμένου 2, ο οποίος φέρεται να μετέβηκε στην έπαυλη πριν τη μεταφορά και να παραμένει εκεί μέχρι την επιστροφή των δύο οι οποίοι πήραν τη μοτοσυκλέτα στο σημείο που θα έκαιγαν το Mazda Demio.

 

      7.   Στις 30.10.23 και ώρα 04:32', ήτοι την ημέρα του φόνου, το Nissan Note φεύγει από την έπαυλη και σε 35 λεπτά το αυτοκίνητο Nissan Note εισέρχεται στον αδιέξοδο δρόμο στον οποίο διαμένει ο Κατηγορούμενος 4. Στις 05:28' αναχωρεί από εκεί και επιστρέφει στην έπαυλη, προς την οποία στις 06:10' οδηγείται το άσπρο BMW του Κατηγορουμένου 2.

 

      8.   Στις 06:28' φεύγει από την έπαυλη το Mazda Demio το οποίο καταγραφόμενο διαδοχικά από αρκετά κκπ φτάνει στη Λεμεσό και σταθμεύει στη Λεωφ. Αμαθούντος. Φέρεται να αναμένει το θύμα και μόλις το αυτοκίνητο του θύματος περνά, τότε το Mazda Demio το ακολουθεί μέχρι τον χώρο στάθμευσης στον οποίο οι δύο επιβαίνοντες στο Mazda Demio διέπραξαν τον φόνο.

 

      9.   Στις 08:34' οδηγείται η μοτοσυκλέτα με επιβαίνοντες τους δράστες και διάφορα κκπ τους καταγράφουν να κατευθύνονται προς την έπαυλη.

 

      10. Πριν την άφιξη των δραστών στην έπαυλη καταγράφεται να φτάνει στην έπαυλη μαύρο BMW το οποίο βάσει μαρτυρίας φέρεται να χρησιμοποιεί ο Κατηγορούμενος 3. Αυτό αναχωρεί εντός ολίγου και επανεμφανίζεται στις 09:30' ακολουθώντας κατά τη διαδρομή τη μοτοσυκλέτα που πλέον φτάνει στην έπαυλη.

 

      11. Η επόμενη καταγραφή, είναι σε ένα λεπτό σε κοντινό πρατήριο στη Σκαρίνου όπου καταγράφονται οι αριθμοί εγγραφής του πιο πάνω μαύρου BMW και η μαρτυρία του Υπ/μου Μιχαήλ είναι πως διακρίνονται αμυδρά ως οδηγός ο Κατηγορούμενος 3 και ως συνοδηγός ο Κατηγορούμενος 4.

 

      12. Στις 10:04' αναχωρεί από την έπαυλη και το αυτοκίνητο του Κατηγορουμένου 2, το οποίο φέρεται να οδηγείται προς και από την έπαυλη αρκετές φορές την ίδια μέρα μετά τον φόνο, ενώ το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Κατηγορούμενος 2 καταγράφεται να πηγαινοέρχεται σε κοντινό πρατήριο όπου μετέφερε για πλύσιμο τόσο το Nissan Note όσο και το άσπρο BMW.

 

      Τα πιο πάνω στοιχεία μαρτυρίας, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στις καταθέσεις στις οποίες παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρούμε ότι δικαιολογούν την κατάληξη του περί ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης των Κατηγορουμένων 2, 3 και 4. Σε ό,τι αφορά αριθμό αιτιάσεων από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους υπενθυμίζουμε ότι στο κατηγορητήριο περιλαμβάνεται κατηγορία για συνωμοσία προς διάπραξη του φόνου και ότι σε αυτό περιλαμβάνεται και το Άρθρο 20 του Π.Κ. το οποίο δίδει το δικαίωμα δίωξης οποιουδήποτε συνεργού ως αυτουργού. Σε ό,τι αφορά οποιαδήποτε ζητήματα αναγνωρίσεων (εάν και όπου εγείρονται) αυτά αφορούν ζητήματα δεκτότητας, αξιολόγησης και βαρύτητας η οποία ενδεχομένως να δοθεί πλην όμως, όπως ήδη αναφέραμε δεν αφορούν και δεν επιλύονται στο παρόν στάδιο. Εν σχέσει με άλλα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, τα οποία ήγειρε ο κ. Γιαλελής, υπενθυμίζουμε πως ούτως ή άλλως το υφιστάμενο κατηγορητήριο (indictment) δεν είναι το τελικό αφού θα ακολουθήσει κατηγορητήριο στο Κακουργοδικείο βάσει του οποίου θα διεξαχθεί η δίκη (information).

 

      Όσον αφορά τις υπόλοιπες εισηγήσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων επίσης θα πρέπει να πούμε πως δεν μας βρίσκουν σύμφωνους. Έχουμε την άποψη πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε όλα τα ζητήματα που είχαν τεθεί από πλευράς υποκειμενικών στοιχείων και έδωσε ικανοποιητική αιτιολογία για την κατάληξη του. Επιθυμούμε μόνο να προσθέσουμε πως το γεγονός ότι κάποιος είναι Κύπριος και διαμένει στην Κύπρο, έχοντας εδώ το κέντρο των οικονομικών και οικογενειακών του δραστηριοτήτων λαμβάνεται μεν υπόψιν αλλά δεν σημαίνει πως αφήνεται άνευ ετέρου ελεύθερος (Βύρωνος ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 454). Ούτε βέβαια η οικονομική δυνατότητα ενός ατόμου, για παροχή εγγυήσεων, επενεργεί απαρέγκλιτα ως ασπίδα για την υπερφαλάγγιση της σοβαρότητας των αδικημάτων τα οποία αντιμετωπίζει ώστε να αποδυναμώνεται ο κίνδυνος φυγοδικίας (Memic κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 81/19 κ.α., ημερ. 16.7.19, ECLI:CY:AD:2019:B314, Diab v. Γενικός Εισαγγελέας, Ποιν. Έφ. Ε151/19, ημερ. 13.8.19). Άλλωστε, όπως έχει νομολογηθεί εκείνο που αποκτά σημασία σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι η τυχόν απουσία δεσμών με την Κύπρο και όχι οι δεσμοί ενός Κύπριου με τον τόπο του, οι οποίοι δεν θα σχολιάζονταν ιδιαίτερα, όπως έχει λεχθεί στην Μωυσίδης ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 138. Ούτε το γεγονός ότι κάποιος έχει λευκό ποινικό μητρώο και έχει παρουσιαστεί αυτοβούλως στην Αστυνομία δεν δικαιολογεί το επιχείρημα ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα (βλ. Χριστοφόρου κ.α. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 415). Άλλωστε, έχει κριθεί πως ακόμα και στην περίπτωση συμμόρφωσης με όρους που τίθενται από Δικαστήριο είναι δυνατόν, παρά τη σημαντικότητα του στοιχείου αυτού, να διαταχθεί η κράτηση (Κιουρτζίδη ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 441). Συνεπώς δεν δεχόμαστε την εισήγηση αυτή των Κατηγορουμένων 3 και 4. Ειδικά δε για τον Κατηγορούμενο 4 σημειώνουμε ότι στη βάση των δικών του αναφορών στην κατάθεση του (Α/Α 90), συνηγορούσε υπέρ της κράτησης του και το ότι ευρίσκετο σε κίνδυνο η ζωή του (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 587). Ούτε το παράπονο του Κατηγορουμένου 3 ότι παρερμηνεύθηκαν τα λόγια του πατέρα του ευσταθεί. Από τον πατέρα του λήφθηκε κατάθεση (Α/Α 74) για να εξακριβωθεί το αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσε ο Κατηγορούμενος 3. Αφού δε, δήλωσε πως όντως ο γιος του, ο Κατηγορούμενος 3, χρησιμοποιεί το εμπλεκόμενο μαύρο BMW ο πατέρας συνέχισε να πει πως κάποτε τυγχαίνει ο Κατηγορούμενος 3 να χρησιμοποιεί και τα άλλα δύο οχήματα της οικογένειας και τούτο «μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, δηλαδή μπορεί να έπαιρνε τα αδέλφια του γυμναστήριο ή προπόνηση». Αυτή φέρεται να ήταν η τοποθέτηση του για το θέμα και όχι οι επόμενες γραμμές. Δεν ετίθετο συνεπώς θέμα ότι ο Κατηγορούμενος 3 είχε την φροντίδα των αδελφών του στη βάση αυτού του υλικού. Τέλος δεν συμφωνούμε ούτε με την εισήγηση εκ μέρους του Κατηγορούμενου 2 ότι όσον αφορά τα δικά του θέματα υγείας δεν μπορεί να τύχει της ίδιας φροντίδας ή και (προσθέτουμε) καλύτερης ακόμα από ό,τι τύγχανε ευρισκόμενος σε προσωποκράτηση πριν τη δίωξη. Παραπέμπουμε προς τούτο στους περί Φυλακών Κανονισμούς, για τους οποίους είμαστε βέβαιοι ότι θα ακολουθηθούν για οτιδήποτε απαιτηθεί.

 

 

 

 

      Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι εφέσεις κρίνονται αβάσιμες και απορρίπτονται.

     

 

X.B. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                        Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                        Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο