ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 29/2019)

 31 Ιανουαρίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

         ΣΤΑΥΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ

                                                                                                              Εφεσείων,

v.

 

                             ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.     ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ

2.     ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

                                                                                                          Εφεσίβλητης.

-------------------

Γ. Ζαχαρίου (κα), για ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΛΕΩΝΙΔΟΥ Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Φ. Σωτηρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:

­­--------------------

  

  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Τα ουσιώδη γεγονότα της υπό εξέταση έφεσης έχουν ως εξής: Στις 31.5.2008 αφίχθηκε στο λιμάνι Λεμεσού με πλοίο από την Ελλάδα και παραλήπτη τον εφεσείοντα το μεταχειρισμένο όχημα μάρκας LABORGHINI με αρ, εγγραφής […] (εφεξής το «όχημα»). Στις 5.6.2008 ο εφεσείων ζήτησε από το Τμήμα Τελωνείων (εφεξής «το Τμήμα»)  όπως το όχημα του παραχωρηθεί υπό το καθεστώς του προσωρινού επισκέπτη, χωρίς την καταβολή των αναλογούντων δασμών και φόρων. Προς τεκμηρίωση του αιτήματος του ότι, ήταν δικαιούχος προσωρινής εισαγωγής του οχήματος, ο εφεσείων υπέβαλε ενυπόγραφη γραπτή δήλωση ημερομηνίας 5.6.2008 στο Τμήμα στην οποία, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι, ήταν μόνιμος κάτοικος εξωτερικού και κατά τον τελευταίο χρόνο βρισκόταν στην Κύπρο ως προσωρινός επισκέπτης μόνο για περίοδο δεκαπέντε (15) ημερών και ότι, προτίθετο να αναχωρήσει από την Κυπριακή Δημοκρατία εντός τριών (3) μηνών. Με βάση την εν λόγω δήλωση του, το Τμήμα παραχώρησε στον εφεσείοντα το όχημα ατελώς υπό το καθεστώς του προσωρινού επισκέπτη και εκδόθηκε, συναφώς, σχετικό Έντυπο Τελ. 1040/Form C. 1040 με αρ. 01756 ημερομηνίας 5.6.2008 (εφεξής «το έντυπο»), με ισχύ μέχρι τις 5.9.2008. Σύμφωνα με τους όρους της παραχωρηθείσας άδειας, ο εφεσείων δήλωσε ενυπόγραφα επί του εν λόγω εντύπου ότι είναι επισκέπτης, το όχημα προορίζεται για προσωπική του χρήση και ότι, σκοπεύει να το επανεξαγάγει/μεταφέρει σε άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. μέσα στις καθοριζόμενες από το Τμήμα προθεσμίες. Ακολούθησαν δύο (2) παρατάσεις του καθεστώτος προσωρινής εισαγωγής του οχήματος, με τελευταία ημερομηνία άδειας χρήσης του την 10.1.2009. Ο εφεσείων, κατά την εφεσίβλητη, δεν συμμορφώθηκε με τους άνω όρους εντός των καθορισμένων προθεσμιών και το όχημα συμπεριλήφθηκε στις λίστες των αναζητουμένων οχημάτων. Κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας λειτουργού του Τμήματος με τον εφεσείοντα, διαπιστώθηκε ότι ήδη στις 31.12.2008, ημερομηνία κατά την οποία ήταν σε ισχύ ακόμη το προσωρινό καθεστώς εισαγωγής του οχήματος, αυτό ενεπλάκη σε ατύχημα με οδηγό τον εφεσείοντα, κατά το οποίο προκλήθηκε πυρκαγιά  και το όχημα καταστράφηκε ολοσχερώς. Ο δε εφεσείων δήλωσε ότι τραυματίστηκε στο εν λόγω ατύχημα και ότι εξετάστηκε σχετικά από ιδιώτη ιατρό, χωρίς, ωστόσο, να παρουσιάσει κάποιο ιατρικό πιστοποιητικό. Το όχημα μεταφέρθηκε αρχικά στον Αστυνομικό Σταθμό Γερμασόγειας με σκοπό την διενέργεια ερευνών και, με την ολοκλήρωση τους, το όχημα επιστράφηκε στον εφεσείοντα. Στα πλαίσια διερεύνησης από το Αρχιτελωνείο, διαφάνηκε, κατά την εφεσίβλητη, ότι, κατά τον τελωνισμό του οχήματος υπό καθεστώς προσωρινής εισαγωγής, δεν συνέτρεχαν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την προσωρινή εισαγωγή του. Συγκεκριμένα, από πληροφορίες, τις οποίες εξασφάλισε το Τμήμα από άλλες δημόσιες υπηρεσίες (Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων) εξακριβώθηκε ότι, ο εφεσείων δεν ήταν κάτοικος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, παράλληλα, δραστηριοποιείτο επαγγελματικά εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε ανακριτική κατάθεση του ημερομηνίας 11.1.2013, την οποία ο εφεσείων αρνήθηκε να υπογράψει, ισχυρίστηκε ότι, όταν αιτήθηκε την έκδοση του εντύπου του ζητήθηκαν και στοιχεία για τον τόπο διαμονής του (τιμολόγιο ρεύματος και ενοικιαστήριο έγγραφο), τα οποία, κατά τον ισχυρισμό του, προσκόμισε. Διερευνώντας περαιτέρω την υπόθεση, το Τμήμα εξασφάλισε από τις αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δέσμη εγγράφων, σύμφωνα με τα οποία ο αγοραστής του επίδικου οχήματος ήταν ο εφεσείων, η τιμή του ανερχόταν σε συγκεκριμένο ποσό και το όχημα αγοράστηκε αφορολόγητο. Ακολούθως, το Τμήμα προχώρησε στον υπολογισμό των οφειλόμενων δασμών και φόρων, με βάση τον περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμο, Ν. 94(Ι)/2004 (εφεξής «ο Νόμος»). Με την Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής ημερομηνίας 13.7.2015 το Τμήμα γνωστοποίησε δια χειρός, στις 29.9.2015, στον εφεσείοντα την απαίτηση του για καταβολή των οφειλόμενων δασμών και φόρων για το όχημα, με την οποία τον ενημέρωνε ότι, αυτός οφείλει ποσά φόρων κατανάλωσης και φόρων προστιθέμενης αξίας συνολικού ύψους €90.426, καθώς και ότι επιβάλλεται χρηματική επιβάρυνση ύψους €9.042, 62 πλέον νόμιμο τόκο ετησίως επί του συνολικά οφειλόμενου ποσού από την ημερομηνία που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο μέχρι εξοφλήσεως (εφεξής «η επίδικη φορολογία»). Αναφορικά με τη διάπραξη τελωνειακών αδικημάτων από τον εφεσείοντα, σε σχέση με τον εκτελωνισμό του οχήματος και την υποβολή αναληθούς δήλωσης για την παραχώρηση του οχήματος υπό το καθεστώς του προσωρινού επισκέπτη, τα οποία το Τμήμα προσήγαγε στον εφεσείοντα, ο εφεσείων πρότεινε-και αυτή η πρόταση έγινε αποδεκτή από το Τμήμα- την εξώδικη διευθέτηση τους, αντί της ποινικής δίωξης του, με την καταβολή ποσού συμβιβασμού ύψους €500, ποσό το οποίο καταβλήθηκε από τον εφεσείοντα. Στις 26.10.2015, το Τμήμα απέστειλε στον εφεσείοντα  προειδοποιητική επιστολή ζητώντας, όπως καταβληθεί η επίδικη φορολογία για το όχημα (βλ. ανωτέρω), ενώ, σε αντίθετη περίπτωση, το Τμήμα θα προχωρούσε με τη λήψη δικαστικών μέτρων. Ο εφεσείων δεν κατέβαλε μέχρι σήμερα το απαιτηθέν ποσό ή μέρος αυτού. Αντιθέτως, καταχώρησε, στις 20.11.2015, την Προσφυγή Αρ. 1521/2015 εναντίον της επιβολής της επίδικης φορολογίας. Το Διοικητικό Δικαστήριο, με απόφαση του ημερομηνίας 15.1.2019, απέρριψε την εν λόγω προσφυγή, εναντίον της οποίας ασκήθηκε η παρούσα έφεση, με τους εξής δύο λόγους εφέσεως (συντακτικό και ορθογραφία είναι του κειμένου):

 

    «1ος Λόγος Έφεσης

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο εσφαλμένα νομικώς και /ή πεπλανημένα και/ή βασιζόμενο σε λανθασμένη και/ή ανεπαρκή εκτίμηση των βασικών γεγονότων της υπόθεσης και/ή αδικαιολόγητα και/ή χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση του απέρριψε την προσφυγή καταλήγοντας στη βάση του σκεπτικού του στην σελίδα 9 της απόφασης του, ότι το επιχείρημα του αιτητή ότι επιβλήθηκε φόρος σε ανύπαρκτο εμπόρευμα επειδή το όχημα καταστράφηκε ολοσχερώς στις 31/12/2008, δεν βρίσκει έρεισμα στο Νόμο και/ή η υποχρέωση καταβολής των φόρων προκύπτει κατά την εισαγωγή του εμπορεύματος (άρθρο 42 (β) και/ή κατά την μη εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την θέση του εμπορεύματος σε ένα καθεστώς και/ή από την μη τήρηση όρου που τέθηκε για την υπαγωγή του εμπορεύματος σε συγκεκριμένο καθεστώς (άρθρο 42 (δ) καθότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση ούτε διαφωνία μεταξύ των διαδίκων ότι το όχημα και εισήχθηκε στην Κύπρο και/ή ήταν υπαρκτό.»

 

 

«2ος Λόγος Έφεσης

 

Το Διοικητικό Δικαστήριο εσφαλμένα νομικώς και/ή πεπλανημένα και/ή βασιζόμενο σε λανθασμένη και/ή ανεπαρκή εκτίμηση των βασικών γεγονότων της υπόθεσης και/ή αδικαιολόγητα και/ή χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή του απέρριψε την προσφυγή καταλήγοντας στη βάση του σκεπτικού του στην σελίδα 7 και 8 της απόφασης του ότι με την καταβολή του ποσού των Ευρώ 500 για εξώδικο συμβιβασμό ο Αιτητής αποδέχθηκε την διάπραξη των αδικημάτων που του καταλόγισαν οι Καθ’ ων η αίτηση στην επιστολή τους και κατ’ επέκταση οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψης δέουσας έρευνας σε σχέση με τον τόπο διαμονής του αλλά και σε σχέση με την παράλειψη του αιτητή να ενημερώσει τους Καθ’ ων η αίτηση για την εμπλοκή του οχήματος σε δυστύχημα προβάλλονται χωρίς το απαιτούμενο έννομο συμφέρον.»

 

 

Οι σχετικές αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου  σε σχέση, καταρχάς, με τον δεύτερο λόγο έφεσης, έχουν ως ακολούθως:

 

«Όπως προκύπτει από την παράγραφο 10 της ένστασης των καθ' ων η αίτηση και το Παράρτημα 13 αυτής - και χωρίς να αμφισβητείται από τον αιτητή - ο αιτητής έκανε χρήση της ευχέρειας συμβιβασμού που του δόθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και κατέβαλε το ποσό των €500 ως εξώδικο συμβιβασμό των αδικημάτων που διαπράχθηκαν έτσι ώστε να μην ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του. Συνεπώς, με την καταβολή του ποσού για εξώδικο συμβιβασμό ο αιτητής αποδέχτηκε τη διάπραξη των αδικημάτων που του καταλόγισαν οι καθ' ων η αίτηση στην επιστολή τους.

 

Η απόδοση, όμως, των συγκεκριμένων αδικημάτων στον αιτητή, τη διάπραξη των οποίων ο ίδιος αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα, προέκυψε στη βάση των γεγονότων που καταγράφονται στις παραγράφους (α) και (β) της επιστολής. Κατ' επέκταση, οι ισχυρισμοί του αιτητή περί πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψη δέουσας έρευνας σε σχέση με τον τόπο διαμονής του αλλά και σε σχέση με την παράλειψη του αιτητή να ενημερώσει τους καθ' ων η αίτηση για την εμπλοκή του οχήματος σε δυστύχημα προβάλλονται χωρίς το απαιτούμενο έννομο συμφέρον. Εάν γινόταν αποδεκτή η εκ των υστέρων αμφισβήτηση μέσω άσκησης προσφυγής, της νομιμότητας των ευρημάτων της διοίκησης που την οδήγησαν στο συμπέρασμα για διάπραξη αδικημάτων τα οποία ο διοικούμενος αποδέχεται ανεπιφύλακτα προκειμένου να αποφύγει τη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον του, θα ακύρωνε την όλη φιλοσοφία του συμβιβασμού αλλά και του οφέλους που αποκομίζει ο διοικούμενος από τον συμβιβασμό εφόσον, με την αποδοχή του συμβιβασμού απαγορεύεται πλέον ρητά στους καθ' ων η αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 88(2) του Νόμου, να λάβουν δικαστικά μέτρα κατά του εν λόγω διοικούμενου.

 

Επομένως, αυτό που απομένει προς εξέταση είναι το κατά πόσο ορθά οι καθ' ων η αίτηση προχώρησαν στην επιβολή των φόρων.»

 

Οι σχετικές αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου  σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης, έχουν ως εξής:

 

Οι σχετικές πρόνοιες είναι, ως αναφέρουν οι καθ' ων η αίτηση στην επιστολή τους ημερομηνίας 13.7.2015, τα άρθρα 36, 41 και 42 του Νόμου, τα άρθρα 4, 5, 19 και 20 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου, Ν. 91(Ι)/2004, και τα άρθρα 15 και 17 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, Ν. 95(Ι)/2000.

Τα άρθρα 41 και 42 του Νόμου προνοούν ότι: […]

 

Το επιχείρημα του αιτητή ότι επιβλήθηκε φόρος σε ανύπαρκτο εμπόρευμα επειδή το όχημα καταστράφηκε ολοσχερώς στις 31.12.2008, δεν βρίσκει έρεισμα στον Νόμο.

 

Όπως προκύπτει από τις πιο πάνω πρόνοιες, η υποχρέωση καταβολής των φόρων προκύπτει κατά την εισαγωγή του εμπορεύματος (άρθρο 42(β)) ή / και κατά τη μη εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη θέση του εμπορεύματος σε ένα καθεστώς ή από τη μη τήρηση όρου που τέθηκε για την υπαγωγή του εμπορεύματος σε συγκεκριμένο καθεστώς (άρθρο 42(δ)). Δεν υπάρχει αμφισβήτηση ούτε διαφωνία μεταξύ των διαδίκων ότι το όχημα και εισάχθηκε στην Κύπρου και ήταν υπαρκτό.

 

Συνεπώς, ακόμα και εάν θεωρούσαμε ότι έσφαλαν οι καθ' ων η αίτηση στη διαπίστωσή τους για τον τόπο διαμονής του αιτητή και συνεπώς δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 42(β), εξακολουθεί να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 42(δ) και κατ' επέκταση, ο αιτητής θα ήταν και πάλι υπόχρεος να καταβάλει τον φόρο.

 

Όσον αφορά το επιχείρημα του αιτητή για έλλειψη αιτιολογίας, κρίνω ότι δεν ευσταθεί εφόσον οι καθ' ων η αίτηση έχουν αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή τους.

 

Το τελευταίο επιχείρημα του αιτητή περιστρέφεται γύρω από κατ' ισχυρισμό παράνομη ανάκληση ευμενούς πράξης. Θεωρώ ότι δεν ευσταθεί ούτε αυτό το επιχείρημα του αιτητή. Η προσβαλλόμενη πράξη είναι η επιβολή φορολογίας. Όπως εξήγησα πιο πάνω, ακόμα και εάν εσφαλμένα οι καθ' ων η αίτηση έκριναν ότι η διαμονή του αιτητή ήταν στην Κύπρο και όχι στο εξωτερικό, ο αιτητής και πάλι θα ήταν υποχρεωμένος σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 42(δ) να καταβάλει τους φόρους.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω ότι η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1200 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.»

 

 

Μελετήσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων.

 

Οι θέσεις και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο ζήτημα, στο οποίο αφορά, καταρχάς, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν μας βρίσκει, με όλον το σεβασμό, σύμφωνους. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων ουδέποτε συναίνεσε, λόγω του εξώδικου συμβιβασμού του δια της καταβολής του ποσού των €500 αντί ποινικής διώξεως, στη νομιμότητα της υποχρέωσης που του επιβλήθηκε με την επίδικη φορολογική οφειλή, ούτε, εξυπακούεται, αποδέχθηκε ως ορθά τα γεγονότα που συνιστούν τη πραγματική βάση τέτοιας φορολογικής οφειλής.

 

 

Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπό μονομελή σύνθεση) ημερομηνίας 10/3/2009 στην Προσφυγή Αρ. 1596/2007 Nearchos Bonded Stores Ltd  v. Κυπριακής Δημοκρατίας, στην οποία λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Η Δημοκρατία εγείρει προδικαστική ένσταση ότι η Αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος να προωθεί την προσφυγή καθ’ όσον, μετά από την έρευνα της Αστυνομίας από την οποία διεφάνη η παράβαση του όρου (β), η Αιτήτρια την 13.4.2007 συμφώνησε ανεπιφυλάκτως να καταβάλει και κατέβαλε το συμβιβαστικό ποσό των £50 αντί να διωχθεί ποινικά για παράβαση των όρων λειτουργίας της αποθήκης.  Αυτό, λέγει η Δημοκρατία, συνιστούσε αποδοχή της παράβασης των όρων λειτουργίας της αποθήκης στη βάση της οποίας και εστηρίχθη η τελωνειακή βεβαίωση, και εμποδίζει την Αιτήτρια να αμφισβητεί τώρα τη νομιμότητα της απόφασης, παραπέμποντας στην υπόθεση L.P. Franceskides & Co Ltd ν. Δημοκρατίας, 756/2006, 20.5.2006.

 

Η υπόθεση εκείνη όμως διακρίνεται καθ’ όσον εκεί είχε καταβληθεί ανεπιφυλάκτως το ίδιο το ποσό του επιβληθέντος φόρου.  Εδώ η καταβολή του συμβιβαστικού ποσού ήταν προς αποφυγή ποινικής δίωξης και δεν ήταν μονοσήμαντη.  Εφ’ όσον ο σκοπός της ήταν ο συμβιβασμός της ποινικής δίωξης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούσε σαφώς και αποδοχή της όποιας υποχρέωσης για καταβολή τελωνειακής οφειλής η οποία μάλιστα δεν είχε ακόμα καθορισθεί ως προς τη βάση και την έκταση της ώστε η Αιτήτρια να είχε πλήρη γνώση.»

 

Η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Nearchos (supra) μας βρίσκει σύμφωνους.  Η δε, παρούσα περίπτωση είναι ουσιωδώς παρόμοια με την κριθείσα στην εν λόγω υπόθεση και τα όσα εκεί (ορθά) κρίθηκαν βρίσκουν, ανάλογα, εφαρμογής και στην παρούσα.

 

Πρόσθετα, η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Εάν γινόταν αποδεκτή η εκ των υστέρων αμφισβήτηση μέσω άσκησης προσφυγής, της νομιμότητας των ευρημάτων της διοίκησης που την οδήγησαν στο συμπέρασμα για διάπραξη αδικημάτων τα οποία ο διοικούμενος αποδέχεται ανεπιφύλακτα προκειμένου να αποφύγει τη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον του, θα ακύρωνε την όλη φιλοσοφία του συμβιβασμού αλλά και του οφέλους που αποκομίζει ο διοικούμενος από τον συμβιβασμό εφόσον, με την αποδοχή του συμβιβασμού απαγορεύεται πλέον ρητά στους καθ' ων η αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 88(2) του Νόμου, να λάβουν δικαστικά μέτρα κατά του εν λόγω διοικούμενου» δεν είναι, θεωρούμε, ορθή. Το Άρθρο 88(2) του Νόμου έχει ως εξής:

 

«(2) Με την πληρωμή του ποσού αυτού στο Διευθυντή, απαγορεύεται η λήψη περαιτέρω δικαστικών μέτρων για το αδίκημα ή την πράξη αυτή εναντίον του προσώπου που συμβιβάσθηκε, αν δε αυτός τελεί υπό κράτηση αφήνεται ελεύθερος.»

 

Η πράξη, η οποία εννοείται με το Άρθρο 88(2) του Νόμου είναι η (ισχυριζόμενη από την εφεσίβλητη) υποβολή αναληθούς δήλωσης για την παραχώρηση του οχήματος υπό το καθεστώς του προσωρινού επισκέπτη,  όχι η όποια υποχρέωση καταβολής της φορολογικής οφειλής αυτής καθ’ αυτής. Ουδέν στο Άρθρο 88(2) του Νόμου εμποδίζει την εφεσίβλητη να προωθεί μέτρα για την είσπραξη της εν λόγω φορολογικής οφειλής και, αντιστοίχως, ουδέν στο εν λόγω Άρθρο εμποδίζει τον εφεσείοντα να αμφισβητεί αυτή δικαστικώς, ως έπραξε με την  Προσφυγή Αρ. 1521/2015.

 

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, κρίνουμε ότι ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

Η άνω λανθασμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είχε ως συνεπαγόμενη κατάληξη τη μη εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως το ίδιο ανέφερε στην απόφαση του (βλ. ανωτέρω), των ισχυρισμών του αιτητή περί πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψη δέουσας έρευνας σε σχέση με τον τόπο διαμονής του, αλλά και σε σχέση με την παράλειψη του αιτητή να ενημερώσει τους καθ' ων η αίτηση για την εμπλοκή του οχήματος σε δυστύχημα (ενδεχομένως και άλλων ισχυρισμών, τους οποίους το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ανέφερε ρητώς στην απόφαση του).

 

Αλλά ούτε η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης μας βρίσκει σύμφωνους στην ολότητα της. Ορθή μεν, βρίσκουμε την διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, σε περιπτώσεις εφαρμογής του Άρθρου 42 (β) του Νόμου ο κρίσιμος χρόνος για επιμέτρηση «άλλης τελωνειακής οφειλής» (βλ. Άρθρο 41 του Νόμου) είναι η χρονική στιγμή εισαγωγής του οχήματος. Η «άλλη τελωνειακή οφειλή», όμως, για ενδεχόμενη παραβίαση του Άρθρου 42 (δ) του Νόμου, ήτοι της παραβίασης των όρων έκδοσης της προσωρινής εισαγωγής του οχήματος, δεν είναι αναγκαστικά ταυτόσημη με αυτήν του Άρθρου 42 (β) του Νόμου, αλλά, σύμφωνα με το ίδιο Άρθρο, είναι «ανάλογη της περίπτωσης». Επίσης, η διαπίστωση της όποιας παράβασης βάσει του Άρθρου 42 (δ) του Νόμου προϋποθέτει την εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά πόσο οι όροι που τέθηκαν για την εισαγωγή του οχήματος στην Κυπριακή Δημοκρατία (βλ. ανωτέρω στα γεγονότα) όντως παραβιάστηκαν από τον εφεσείοντα και δη, ηθελημένα, δεδομένου ότι, το όχημα καταστράφηκε στις 31.12.2008, ήτοι εντός της χρονικής προθεσμίας, κατά την οποία ήταν σε ισχύ ακόμη το προσωρινό καθεστώς εισαγωγής του οχήματος. Εσφαλμένα, συνεπώς, βρίσκουμε ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι, η επίδικη φορολογική οφειλή θα ήταν η ίδια, «ακόμα και εάν θεωρούσαμε ότι έσφαλαν οι καθ' ων η αίτηση στη διαπίστωσή τους για τον τόπο διαμονής του αιτητή και συνεπώς δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 42(β), εξακολουθεί να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 42(δ) και κατ' επέκταση, ο αιτητής θα ήταν και πάλι υπόχρεος να καταβάλει τον φόρο.»

 

Στο πλαίσιο και στην εμβέλεια των όσων προαναφέρθηκαν, οι λόγοι εφέσεως ευσταθούν. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στην ολότητα της. Η υπόθεση επιστρέφεται στην πρωτόδικο Δικαστή της για λήψη, κατά προτεραιότητα, νέας απόφασης, στο πλαίσιο των ανωτέρω ευρημάτων του Εφετείου και αφού εξεταστούν όλοι  οι λόγοι ακυρώσεως που ο εφεσείων προώθησε πρωτόδικα και δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Επιδικάζονται έξοδα ύψους €3000 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης.

 

 

Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

 

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο