ΕΦΕΤΕΙΟ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 332/2021)

 

31 Ιανουαρίου 2024

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

---------------------------------

 

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ,

Εφεσείουσας/Χρεώστιδας

και

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ (ΣΕΔΙΠΕΣ),

Εφεσίβλητων/Πιστωτών

-----------------------------

 

Μ. Θεράποντος (κα) με Α. Τοφαρή (κα) για Ηλίας Χρίστου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείουσα

Ε. Αρότη (κα) για Δ. Σύζινος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ακύρωσε το Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών (ΔΑΟ), το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015 (Ν.65 (I)/2015), δια του οποίου είχε απαλλαγεί η εφεσείουσα από τις δανειακές της υποχρεώσεις που είχε προς τους εφεσίβλητους.

          Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι εσφαλμένα, αδικαιολόγητα, παράνομα, αλλά και καταχρηστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να ακυρώσει το ΔΑΟ, και προβάλλει 6 λόγους έφεσης στην Ειδοποίηση Έφεσης, τους οποίους πραγματεύεται και στο περίγραμμα που έχει καταχωρίσει και έχει υιοθετήσει για σκοπούς της ακρόασης. Ο πρώτος λόγος έφεσης, αφορά το εκπρόθεσμο της καταχώρισης της ένστασης των εφεσίβλητων, με τον δεύτερο λόγο αμφισβητείται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι παραβιάζεται το Άρθρο 30 του Συντάγματος και συνακόλουθα το δικαίωμα των εφεσίβλητων σε δίκαιη δίκη και συνταγματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει, χωρίς να εγερθεί νομότυπα, ζήτημα συνταγματικότητας του νόμου από τους εφεσίβλητους, κατά πόσο παραβιάζεται το δικαίωμα των εφεσίβλητων σε δίκαιη δίκη και πρόσβαση στη δικαιοσύνη κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος, ενώ παρέλειψε να πράξει το ίδιο και για τα δικαιώματα της εφεσείουσας αναφορικά με τα Άρθρα 30.2, 7 και 9 του Συντάγματος ενόψει και του χρόνου που χρειάστηκαν οι εφεσίβλητοι να προσφύγουν στο Δικαστήριο, ενώ εγείρει με τον τέταρτο λόγο έφεσης θέμα αντισυνταγματικότητας του άρθρου 11(3)(β)(ii) του Ν.65(I)/2015. Ο πέμπτος λόγος έφεσης, o οποίος είναι συναφής με τους προηγούμενους λόγους έφεσης, αφορά ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε να ακυρώσει το ΔΑΟ χωρίς να λάβει υπόψη του την υπέρμετρη καθυστέρηση των εφεσίβλητων στην καταχώριση της ένστασης τους και χωρίς να λάβει υπόψη του ότι η καθυστέρηση αυτή παραβιάζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το δικαίωμα της εφεσείουσας να διαγνωστούν τα αστικά της δικαιώματα εντός εύλογου χρόνου, ενώ με τον έκτο και τελευταίο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε να ακυρώσει το εκδοθέν ΔΑΟ, χωρίς να αξιολογήσει ορθά τη δοθείσα μαρτυρία, καθώς δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι προέβηκαν σε έρευνα αναφορικά με τα προσωπικά δεδομένα της εφεσείουσας, με παράνομο και/ή μη επιτρεπτό τρόπο και χωρίς τη συγκατάθεση της ίδιας.

 

           Αντίθετη είναι βέβαια η θέση των εφεσίβλητων, οι οποίοι υπεραμύνονται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, θεωρώντας ότι κανένας από τους λόγους ένστασης δεν ευσταθεί.

 

           Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ιδιαίτερα σημαντικός, αφού τυχόν αποδοχή του θα οδηγήσει σε αυτόματη ακύρωση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και επαναφοράς του ΔΑΟ, γι' αυτό και θα τον πραγματευτούμε πρώτα.

 

           Το άρθρο 20 του Ν.65 (I)/2015 και ειδικά το άρθρο 20(1) προνοεί τα ακολούθα: «Καθορισμένος πιστωτής δύναται οποτεδήποτε μετά την έκδοση Διατάγματος Απαλλαγής Οφειλών και εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός έτους από την έκδοση τέτοιου διατάγματος από το Δικαστήριο, να υποβάλει ένσταση στο αρμόδιο Δικαστήριο αναφορικά με τη συμπερίληψη σαν καθορισμένου χρέους, χρέους για το οποίο είναι καθορισμένος πιστωτής.»

 

           Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το εν λόγω θέμα. Στην απόφαση του δε, σημειώνει τα ακολούθα:

 

«Κατά προτεραιότητα θα πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα του εκπρόθεσμου της καταχώρησης της ενστάσεως από τους πιστωτές. Είναι αλήθεια ότι το άρθρο 20 του Νόμου θέτει αποκλειστική προθεσμία ενός έτους μετά την έκδοση του ΔΑΟ για την καταχώρηση ένστασης. Αποδοχή όμως αυτού του άκαμπτου κανόνα, όπως προτείνουν οι δικηγόροι της χρεώστιδας, θα αποτελούσε αντισυνταγματική απαγόρευση πρόσβασης των πιστωτών στο Δικαστήριο, παραβιάζοντας το δικαίωμα τους σε δίκαιη δίκη ως το Άρθρο 30 του Συντάγματος επιτάσσει (…) Στην περίπτωση μας, τέτοια δυνατότητα εμπρόθεσμης καταχώρησης ένστασης, δεν δόθηκε στους πιστωτές, αφού ειδοποίηση έκδοσης του ΔΑΟ τους γνωστοποιήθηκε αφού παρήλθε η προθεσμία που το άρθρο 20 ορίζει (…) Επιπλέον διαφωνώ ότι υπήρξε υπερβολική καθυστέρηση στην καταχώρηση της, αφού σε χρονικό διάστημα μικρότερο των 6 μηνών από την επίδοση της ειδοποίησης, οι πιστωτές προχώρησαν σε καταχώρηση ενστάσεως. Αξίζει μόνο να αναφερθεί ότι η αίτηση της χρεώστιδας έλαβε χώρα το 2017 και αίτηση στο Δικαστήριο για έκδοση ΔΑΟ καταχωρήθηκε το 2019, ενώ σχετική ειδοποίηση επιδόθηκε ένα και πλέον χρόνο μετά. Επομένως αν είναι κάποιος που είχε καθυστερήσει την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας αυτή ήταν η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας και όχι οι πιστωτές.  Στην βάση των ως άνω η ένσταση των πιστωτών θεωρείται νομότυπα καταχωρηθείσα και οι σχετικοί λόγοι θα εξεταστούν.»

 

          Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα και λανθασμένα αποφάσισε να λάβει υπόψη του τους λόγους ένστασης των εφεσίβλητων, ενώ θα έπρεπε να απορρίψει την ένσταση τους στην ολότητα της εξ' αρχής, χωρίς καν να εξετάσει οποιοδήποτε λόγο που προβαλλόταν σε αυτή, καθ' ότι η ένσταση των εφεσίβλητων δεν έχει καταχωρηθεί νομότυπα και/ή εμπρόθεσμα και συγκεκριμένα έχει καταχωρηθεί μετά το πέρας της αποκλειστικής προθεσμίας του ενός έτους που προβλέπει το άρθρο 20(1) του Ν.65 (I)/2015.

 

           Προβάλλει επίσης ο συνήγορος της εφεσείουσας το επιχείρημα ότι σε κάθε περίπτωση η εφεσείουσα δεν ευθύνεται για την εκπρόθεσμη ένσταση των εφεσίβλητων και δεν αντιλαμβάνεται γιατί θα πρέπει η ίδια να επωμιστεί το βάρος. Εάν, κατά την άποψη του, ο πιστωτής θεωρεί ότι παραβλάπτονται τα δικαιώματα του, μπορεί να κινηθεί εναντίον του υπαίτιου της καθυστέρησης.

 

           Ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι οι εφεσίβλητοι ουδέποτε καταχώρισαν ενώπιόν του Δικαστηρίου οποιαδήποτε αίτηση για παράταση του χρόνου καταχώρισης της ένστασης τους, ενώ γνώριζαν καλά ότι είχε εκπνεύσει η αποκλειστική προθεσμία του ενός έτους που τάσσει ο νόμος. Αντίθετα, είναι η θέση της, οι εφεσίβλητοι επέλεξαν να καταχωρήσουν την ένσταση τους εκπρόθεσμα, αγνοώντας και/ή παραβλέποντας ότι θα έπρεπε κατά πρώτο να τηρήσουν την αποκλειστική προθεσμία ή τουλάχιστον να προβούν σε αίτημα για να λάβουν άδεια να καταχωρήσουν την ένσταση τους.

 

           Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως φαίνεται από το απόσπασμα της απόφασης του που έχει παρατεθεί πιο πάνω, αποφάσισε ότι αποδοχή του άκαμπτου κανόνα αποκλειστικής προθεσμίας ενός έτους μετά την έκδοση του ΔΑΟ για καταχώριση ένστασης, θα αποτελούσε αντισυνταγματική απαγόρευση πρόσβασης των πιστωτών στο Δικαστήριο, παραβιάζοντας το δικαίωμα τους σε δίκαιη δίκη, ως το Άρθρο 30 του Συντάγματος επιτάσσει. Αναφέρει επίσης ότι, η ειδοποίηση του ΔΑΟ γνωστοποιήθηκε στους πιστωτές αφού παρήλθε η προθεσμία που ορίζει το άρθρο 20 και η ένσταση των εφεσίβλητων καταχωρήθηκε σε χρονικό διάστημα μικρότερο των 6 μηνών από την επίδοση της ειδοποίησης. Σημειώνει δε, ότι αν υπήρχε κάποιος που είχε καθυστερήσει την ολοκλήρωση της διαδικασίας έκδοσης ΔΑΟ, ήταν η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας και όχι οι πιστωτές.

 

           Παραπονείται επίσης η εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν απέρριψε την ένσταση των εφεσίβλητων, καθ' ότι είχε καταχωρηθεί εκπρόθεσμα και μετά την πάροδο του ενός έτους της αποκλειστικής προθεσμίας που αναφέρει το σχετικό άρθρο του νόμου. Το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο, τονίζει, δεν είναι απόλυτο αλλά υπόκειται σε περιορισμούς με βάση προθεσμίες που τάσσει ο νόμος. Δεν ήταν ορθή η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ισχυρίζεται περαιτέρω η εφεσείουσα, να αποδεχθεί την εκπρόθεσμη ένσταση των εφεσίβλητων παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμα της εφεσείουσας να τύχει δίκαιης δίκης εντός εύλογου χρόνου, σύμφωνα με το Άρθρο 30 του Συντάγματος και το αντίστοιχο Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

 

          Στην απέναντι όχθη, οι συνήγοροι των εφεσίβλητων αναφέρουν ότι ο λόγος που οι ίδιοι δεν υπέβαλαν την ένσταση τους εντός της ταχθείσας προθεσμίας που θέτει το άρθρο 20(1) ήταν λόγω του ότι τόσο τα έγγραφα, όπως και το ίδιο το ΔΑΟ, τα οποία αποστέλλονται δυνάμει του άρθρου 18 του νόμου από το Τμήμα Αφερεγγυότητας, τους στάλθηκαν πολύ αργότερα, δηλαδή μετά την πάροδο ενός έτους από την έκδοση του ΔΑΟ. Αφ' ενός η γνωστοποίηση του ΔΑΟ προς τους εφεσίβλητους ήταν αργοπορημένη και αφ' ετέρου η υποβολή ένστασης εκ μέρους τους ήταν εξ αντικειμένου αδύνατη. Θεωρούν ότι η ορθή ερμηνεία του άρθρου 20(1) του νόμου είναι αυτή στην οποία προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δηλαδή η αποκλειστική προθεσμία του ενός έτους να μην προσμετρά όταν το ΔΑΟ και οι σχετικές πληροφορίες δεν έχουν γνωστοποιηθεί στους πιστωτές, ως επηρεαζόμενο πρόσωπο.

 

           Αναφέρουν επίσης ότι οι πιστωτές δεν είναι μέρος της διαδικασίας που ξεκινά ένας χρεώστης, αφού η αίτηση για έκδοση του ΔΑΟ υποβάλλεται μονομερώς στο Δικαστήριο μέχρις ότου ο πιστωτής ειδοποιηθεί από το Τμήμα Αφερεγγυότητας για την έκδοση του ΔΑΟ και να καταχωρίσει ένσταση. Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσίβλητοι, ως καθορισμένοι πιστωτές, δεν έλαβαν ειδοποίηση ως ο νόμος προνοεί για να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός του άρθρου 20(1) του νόμου και να προσβληθεί το ΔΑΟ εντός της τασσόμενης προθεσμίας. Αναφέρονται δε σε νομολογία σύμφωνα με την οποία η υπερβολική τυπολατρική ερμηνεία ενός νόμου που αφορά τις προϋποθέσεις άσκησης ένδικου μέσου εκ μέρους ενός διαδίκου ή επηρεαζόμενου, εμποδίζει στην πραγματικότητα την εξέταση της ουσίας του ένδικου μέσου αυτού και συνιστά παραβίαση του Άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ που εξασφαλίζει πρόσβαση στο Δικαστήριο. Παραπέμπουν σχετικά στις αποφάσεις Louli v. Greece, Αίτηση αρ. 43374/06, ημερομηνίας 31.7.2008. (Βλέπε επίσης τις Shchukin and Others v. Cyprus, Αίτηση αρ. 14030/03,  ημερομηνίας 29.7.2010 και Kolona v. Cyprus, Αίτηση αρ. 28025/03 ημερ. 27.9.2007).

 

          Είναι επίσης η θέση τους ότι θα πρέπει να εφαρμόζεται η Αρχή της Αναλογικότητας, αναγνωρίζοντας ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε Δικαστήριο δεν είναι απόλυτο και μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς, εφόσον οι περιορισμοί αυτοί επιδιώκουν νόμιμο σκοπό και υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του επιδιωκόμενου σκοπού.

 

           Όπως επίσης αποδέχονται, το επιβεβλημένο της επιβολής χρονικών περιορισμών στη διεκδίκηση δικαιωμάτων αναγνωρίστηκε από το δίκαιο της επιείκειας από πολλά χρόνια με την καθιέρωση της αρχής ή του δόγματος «Laches», σύμφωνα με το οποίο ουσιαστική καθυστέρηση στην άσκηση δικαιωμάτων συνοδευόμενη από συνθήκες που καθιστούν άδικη την προβολή τους, παρεμβάλλει εμπόδιο στη διεκδίκηση τους.

          Από την άλλη όμως, οι κανόνες της φυσικής Δικαιοσύνης επιβάλλουν την παροχή ευκαιρίας να ακουστεί κάθε πρόσωπο του οποίου τα δικαιώματα προσβάλλονται ή είναι ενδεχόμενο να επηρεαστούν από δικαστική απόφαση. Αυτό επιτάσσει το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος που μετουσιώνει αυτή την αρχή της φυσικής Δικαιοσύνης, δηλαδή την υποχρέωση του Δικαστηρίου να ακούσει και τους δύο διάδικους πριν να εκδώσει την απόφαση του.

 

           Στην παρούσα περίπτωση, αναφέρουν οι εφεσίβλητοι, δεν νοείται διάδικος να επωμιστεί διαδικαστικά λάθη ή παραλείψεις που διενεργούνται από κρατικούς εκπρόσωπους, στην παρούσα περίπτωση το Τμήμα Αφερεγγυότητας. Με αναφορά σε νομολογία, ισχυρίζονται ότι το δικαίωμα των εφεσίβλητων, η οποία τελούσε υπό άγνοια και ήταν εξ αντικειμένου αδύνατο να διαπιστώσει την ύπαρξη του ΔΑΟ, δεν μπορεί να παραγραφεί πριν αυτό περιέλθει σε γνώση τους. Δεν θα πρέπει να εξοστρακιστεί το θεμελιώδες δικαίωμα των εφεσίβλητων για να φέρουν ένσταση σε ΔΑΟ, την ύπαρξη του οποίου δεν γνώριζαν.

 

           Στην υπόθεση Αντρέας Λυσιώτης v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 1 Α.Α.Δ. 364, έχουν αναφερθεί τα εξής:

 

«Οι τασσόμενες προθεσμίες αποτελούν βασικό υποστήριγμα του νομικού μας συστήματος για την αποτελεσματική απονομή της Δικαιοσύνης (Μιχαηλίδης v. Χρίστου (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1190, Κληρίδης v. Σταυρίδη (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1348 και Βαρδιανού v. Richards (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 698). Όπου ο νομοθέτης θέτει προθεσμίες για τη λήψη διαδικαστικών μέτρων οι πρόνοιες αναφορικά με τις προθεσμίες πρέπει να εφαρμόζονται αυστηρά. Η τήρηση τους εξυπηρετεί άμεσα τα συμφέροντα της Δικαιοσύνης. Πρόκειται για ζήτημα που συνδέεται με το δημόσιο συμφέρον για την τελεσιδικία και επηρεάζει άμεσα τα συμφέροντα των διαδίκων...».

 

           Το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο, το οποίο κατοχυρώνεται συνταγματικά, δεν είναι απόλυτο. Όπως έχει αναφερθεί και στην απόφαση Παντελή Γιωργάλλα v. Σούλας Χ" Χριστοδούλου (2000) 1Α.Α.Δ. 2060:

 

«Το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο που εξασφαλίζεται και με το Άρθρο 6(1) της ΕΣΔΑ υπόκειται σε περιορισμούς αναφορικά με την άσκηση του, οι οποίοι μπορεί να προσλάβουν τη μορφή προθεσμιών τιθέμενων από τον νομοθέτη (βλ. μεταξύ άλλων Golder v. UK A 18 [1975]. Airey v. Ireland A 32 [1979]· See Thornberry, 29 ICLQ 250 [1980]. Ashingdane v UK A 93 para 57 [1985]). 

 

Στην υπόθεση CASE OF STUBBΙNGS AND OTHERS v. THE UNITED KINGDOM (36‑37/1995/542‑543/628‑629). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διευκρίνισε ότι περίοδοι παραγραφής δικαιωμάτων εξυπηρετούν θεμιτούς σκοπούς συνυφασμένους με τη βεβαιότητα ως προς τα δικαιώματα του ανθρώπου και την τελεσιδικία. Το δικαίωμα πρόσβασης στο Δικαστήριο, υποδεικνύεται, δεν είναι απόλυτο εκ της φύσης του, υπόκειται σε ρύθμιση από την πολιτεία. Τα κράτη μέλη απολαμβάνουν βαθμό ελευθερίας (margin of appreciation) στον καθορισμό των προθεσμιών. παραμένει όμως το δικαστήριο ο τελικός κριτής του συμβατού του περιορισμού με τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου. Το βασικό κριτήριο για το παραδεκτό της προθεσμίας, η οποία καθορίζεται, προσδιορίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου:- (page 14 of 23)

"It must be satisfied that the limitations applied do not restrict or reduce the access left to the individual in such a way or to such an extent that the very essence of the right is impaired."

Στην X. v Sweden, Application No 9707/82, Decision of 6 October 1982, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επεσήμανε ότι η αποκήρυξη της πατρότητας ανάγεται στα αστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις του ανθρώπου. Κατά συνέπεια, μπορεί η άσκηση του δικαιώματος να υποβληθεί σε χρονικούς περιορισμούς. Η καθιέρωση προθεσμιών, υποδείχθηκε, είναι αλληλένδετη με την καλή απονομή της δικαιοσύνης.

Ο καθορισμός προθεσμιών συναρτάται με τη λελογισμένη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και τις επιπτώσεις που ενέχει η χρονικά απεριόριστη δυνατότητα διεκδίκησής τους στα δικαιώματα και υποχρεώσεις τρίτων. Η απουσία προθεσμιών, εξ αντικειμένου, δημιουργεί κλίμα αβεβαιότητας στο τι ανήκει στο άτομο και ποιες είναι οι υποχρεώσεις του. Το επιβεβλημένο της επιβολής χρονικών περιορισμών στη διεκδίκηση δικαιωμάτων αναγνωρίστηκε από το δίκαιο της επιείκειας, προ πολλού χρόνου, με την καθιέρωση της αρχής ή του δόγματος "laches" (ολιγωρία), σύμφωνα με το οποίο ουσιαστική καθυστέρηση στην άσκηση δικαιωμάτων, συνοδευόμενη από συνθήκες που καθιστούν άδικη την προβολή τους, παρεμβάλλει εμπόδιο στη διεκδίκησή τους.»

 

          Παραπέμπουμε επίσης στην υπόθεση Σταματίου v. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 467/12, ημερομηνίας 26.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:A242, όπου το Δικαστήριο ανάφερε τα εξής:

 

«Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η συνισταμένη των αποφάσεων των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων καταδεικνύει, ότι γενικά μια περίοδος παραγραφής δεν αντίκειται κατ΄ ανάγκη στο Ενωσιακό Δίκαιο, ή είναι αντίθετη με την Ευρωπαϊκή Οδηγία.  Εύλογες περίοδοι παραγραφής είναι επιτρεπτές, Express Dairy Foods Ltd v. International Board for 

Agricultural Produce, Case 130/79 και Οδηγία του Συμβουλίου της 17ης Ιουλίου 1969 περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων, υπό την προϋπόθεση πάντοτε, ότι ο αιτητής δεν αποστερείται του δικαιώματος να προσφύγει στο Δικαστήριο για διεκδίκηση των δικαιωμάτων του, Άρθρα 23 και 30.».

 

         Στην απόφαση THEVATHA v. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω 1.Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., Αναθεωρητική Έφεση αρ. 250/2012, ημερ. 16.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:C316, έχουν αναφερθεί τα πιο κάτω:

«Αναγνωρίζεται δε από τη νομολογία του ΕΔΑΔ ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν είναι απόλυτο και δυνατό να υπόκειται σε περιορισμούς, εφόσον αυτοί επιδιώκουν νόμιμο σκοπό και υφίσταται εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ. Ashingdane v. the United Kingdom, 28 Μαΐου 1985 57, Σειρά A, αριθ. 93, Jensen v Denmark, Αίτηση αρ.8693/11, ημερ. 13.3.2017 και Olsby v Sweden, Αίτηση αρ. 36124/06, ημερ. 21.6.2012). Οι περιορισμοί αυτοί μπορεί να προσλάβουν τη μορφή προθεσμιών, οι οποίες τίθενται από το νομοθέτη.  Η επιβολή δε εύλογων προθεσμιών προάγει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.  Στην Olsby παρατηρήθηκαν τα ακόλουθα από το ΕΔΑΔ, με αναφορά σε προθεσμίες που τίθενται για την άσκηση ένδικου μέσου:

 

«49. . the Court observes that the right of access to a court is not absolute and may be subject to legitimate restrictions, particularly regarding the conditions of admissibility of an appeal. Where an individual's access is limited either by operation of law or in fact, the restriction will not be incompatible with Article 6 where the limitation does not impair the very essence of the right and where it pursues a legitimate aim, and there is a reasonable relationship of proportionality between the means employed and the aim sought to be achieved (see Ashingdane v. the United Kingdom, judgment of 28 May 1985, § 57, Series A no. 93 and F.E., cited above, § 44).

50. Moreover, the Court notes that the rules governing the formal steps to be taken and the time-limits to be complied with in lodging an appeal are aimed at ensuring the proper administration of justice and compliance with the principle of legal certainty for all parties involved in a dispute. These are, as noted by the Government, legitimate aims for regulating the access to court.

51. A distinction has to be made though, between imposing certain limitations and effectively hindering an appeal on the merits. In this respect, the Court observes that for the right of access to court to be effective, an individual must have a clear, practical opportunity to challenge an act that is an interference with his rights (see F.E., cited above, § 46). In the Court's view, this includes the need for legal certainty for the debtor to be able to trust that the time-limit for appeal given in the law and expressly mentioned in a decision is valid and not open to exceptions, unless those exceptions are explicitly mentioned. Otherwise, trust in the legal system and instructions given by the authorities would be eroded.

52. Furthermore, as the Court has established in earlier cases, the parties to a dispute must be able to avail themselves of the right to bring an action or to lodge an appeal from the moment they can effectively apprise themselves of court decisions imposing a burden on them or which may infringe their legitimate rights or interests (see for example Miragall Escolano and Others v. Spain, nos. 38366/97, 38688/97, 40777/98, 40843/98, 41015/98, 41400/98, 41446/98, 41484/98, 41487/98 and 41509/98, §§ 33 and 37, ECHR 2000‑I).»

 

          Στην πολύ παλαιότερη υπόθεση FEKKAS v. ELECTRICITY OF CYPRUS (1968) 1 C.L.R. 173, το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι την καθιέρωση προθεσμιών για την άσκηση δικαιωμάτων που παρέχει ο νόμος, δεν αντίκειται προς τις διατάξεις του Άρθρου 30.1 του Συντάγματος, νοουμένου ότι η προθεσμία δεν είναι περιοριστική σε βαθμό που να αντιστρατεύεται την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος.

 

           Στη Γιωργάλλα v. Χ" Χριστοδούλου (ανωτέρω), νομικό ερώτημα, η πλήρης ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επισήμανε τα εξής:

 

«Δεν αποκλείεται όμως ο χρονικός περιορισμός της πρόσβασης με την καθιέρωση προθεσμιών, νοουμένου ότι αυτές δεν είναι ασφυκτικές σε βαθμό που να πλήττουν τη δραστικότητα του δικαιώματος.»

 

           Παρατηρούμε ότι στο άρθρο 18 του Ν.65 (I)/2015, το οποίο φέρει πλαγιότιτλο «Υποχρεώσεις της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας μετά την Έκδοση Διατάγματος Απαλλαγής Οφειλών», όπου επιβάλλεται η υποχρέωση της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας να αποστείλει ειδοποίηση έκδοσης του ΔΑΟ, συνοδευόμενο από το αντίγραφο του ΔΑΟ και άλλα έγγραφα, δεν καθορίζεται χρονική προθεσμία. Και τούτο, σε αντίθεση με το άρθρο 20(1), το οποίο όπως έχει ήδη αναφερθεί, επιτάσσει αποκλειστική προθεσμία ενός έτους για υποβολή ένστασης για ακύρωση ενός ΔΑΟ. Το άρθρο 18(1) του νόμου, επιβάλλει υποχρέωση στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας να αποστείλει την ειδοποίηση και το ΔΑΟ στους χρεώστη, πιστωτή και εγγυητή το συντομότερο δυνατό. (δική μας υπογράμμιση).

          Επομένως, αυτό που θα πρέπει να εξισορροπηθεί, είναι το δικαίωμα του χρεώστη στο εκδοθέν ΔΑΟ σε σχέση με το δικαίωμα του πιστωτή να υποβάλει ένσταση και αίτηση για ακύρωση στην έκδοση του, με βάση τα άρθρα 20 και 18 του νόμου.

          Οι εφεσίβλητοι όπως ξεκάθαρα προκύπτει δεν είναι μέρος της διαδικασίας που αρχίζει από τον χρεώστη, αφού η αίτηση για έκδοση του ΔΑΟ υποβάλλεται μονομερώς στο Δικαστήριο. Ακολούθως, οι εφεσίβλητοι πρέπει να ειδοποιηθούν από το Τμήμα Αφερεγγυότητας για την έκδοση του ΔΑΟ και να καταχωρήσουν ένσταση εφόσον καταδειχθεί ότι ο εκάστοτε χρεώστης δεν πληροί τα όσα ο νόμος προνοεί για την έκδοση του ΔΑΟ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι εφεσίβλητοι  πιστωτές ενημερώθηκαν από το Τμήμα Αφερεγγυότητας με την ειδοποίηση ημερ. 23.9.2020 και δεν αμφισβητείται ότι ενημερώθηκαν και έλαβαν γνώση για την έκδοση του ΔΑΟ μετά που είχε εκπνεύσει η προθεσμία του ενός έτους που προνοεί το άρθρο 20 του νόμου για την καταχώριση ένστασης. Συνεπώς, οι εφεσίβλητοι πιστωτές ήταν εξ αντικειμένου αδύνατο να υποβάλουν την ένσταση τους εντός της πιο πάνω προθεσμίας. Δεν αμφισβητείται δηλαδή ότι οι εφεσίβλητοι, ως το πρόσωπο που επηρεάζεται από την έκδοση του ΔΑΟ υπό την ιδιότητα τους ως πιστωτές, δεν έλαβαν καμία προηγούμενη ειδοποίηση ως ο νόμος προνοεί για να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός του άρθρου 20 του νόμου και να προσβληθεί το ΔΑΟ εντός της τασσόμενης προθεσμίας.

 

           Στο σημείο αυτό κρίνουμε ορθό να παραπέμψουμε στην απόφαση μας στην Πολιτική Έφεση αρ. 159/21 Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ v. Γιώργου Παντέλα, ημερ. 1 Δεκεμβρίου 2023, όπου επισημάναμε τα ακολούθα σε σχέση με τις ερμηνείες των νόμων:         

 
«Μια από τις προεξάρχουσες υποθέσεις επί του ζητήματος της ερμηνείας Νόμων είναι η Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας [1995] 3 Α.Α.Δ. 59, 64 (απόφαση ολομέλειας) στην οποία λέχθηκαν τα εξής:


«Σκοπός της ερμηνείας του νόμου είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη. Όπου το λεκτικό της διάταξης είναι σαφές, το Δικαστήριο την ερμηνεύει με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. Οι λέξεις σ' ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη τους σημασία, αλλά και με βάση τα συμφραζόμενα, έχοντας δε υπόψη το αντικείμενο και το σκοπό του νόμου.»


Στην υπόθεση Τ. Γεωργιάδης & Υιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1142  λέχθηκε ότι οι Νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με το απλό γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων εκτός όπου αυτό είναι σε αντίθεση με οποιαδήποτε ρητή πρόθεση ή δηλωμένο σκοπό του Νόμου ή αν αυτό το νόημα θα οδηγούσε σε παράλογο αποτέλεσμα (βλ. Επίσης Marabou Floating Restaurant Ltd v. Council of Ministers (1973) 3 C.L.R. 397, Argolis Estate Ltd v. Minister of Finance & Another (1977) 3 C.L.R. 441, 450, Georghiou Real Estate Co. Ltd v. R. (1978) 3 C.L.R. 45, 46, Haris Theodorides v. The Central Bank of Cyprus (1985) 3 C.L.R. 721, 722 και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ κ.α. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας (1998) 3 Α.Α.Δ. 348).  

Παρομοίως στην υπόθεση Νικολάου ν. Total Properties Ltd κ.α. (2011) 1 Α.Α.Δ. 1358 λέχθηκαν τα ακόλουθα:


«Συνιστά πάγια νομολογιακή αρχή ότι εκεί όπου το λεκτικό του Νόμου είναι σαφές, τότε για σκοπούς διακρίβωσης του πραγματικού σκοπού του νομοθέτη, το μόνο αυθεντικό οδηγό αποτελεί το κείμενο του νόμου. Στις λέξεις θα πρέπει να αποδίδεται η φυσική και συνήθης έννοια τους και τα δικαστήρια οφείλουν να καταστήσουν το νόμο αποτελεσματικό, οποιεσδήποτε και αν είναι οι συνέπειες. Όπως πολύ εύστοχα λέχθηκε στην υπόθεση Ghalanos Distributors Ltd v Δημοκρατίας 02).Α.Δ. 528,  στη σελ. 533, «Το Δικαστήριο δεν κρίνει την πολιτική του Νόμου ούτε επιχειρεί με ερμηνευτικά μέσα να δώσει σοφότερη ή δικαιότερη λύση ή ακόμα πιο επιθυμητή από αυτήν που προβλέπει η διάταξη». (Βλ. Επίσης, Κ.Ο.Τ. v. Παπαδόπουλου 90) 2 Α.Α.Δ. , Μακεδόνας v. Δημοκρατίας 98) 3 Α.Α.Δ. 162, Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ. Κ.ά. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας 98) 3 Α.Α.Δ. 348).»


Τέλος, στην υπόθεση Marios Nikolaou Developers Ltd κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 101/2018, ημερομηνίας 14.08.2018, ECLI:CY:AD:2018:D378 επισημαίνονται τα ακόλουθα: 

«Είναι νομολογιακά γνωστό ότι βασικό κριτήριο για την ερμηνεία ενός νομοθετήματος αποτελεί η συνήθης σημασία των λέξεων.  Εκεί όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς στις λέξεις θα πρέπει να δίδεται η γραμματική τους έννοια.  Κεντρική επιδίωξη και στόχος του ερμηνευτικού έργου του Δικαστηρίου είναι η διακρίβωση της [αντικειμενικής] πρόθεσης του νομοθέτη που είναι και το μόνο ζητούμενο (βλ. Κωμοδρόμος ν. White Knight Holdings 10) 1 Α.Α.Δ. 1903).»

 

          Κατά την κρίση μας, στην παρούσα περίπτωση ο σκοπός του νομοθέτη είναι ξεκάθαρος. Θέλησε να επιβάλει ένα χρονικό περιορισμό στο δικαίωμα των πιστωτών για την άσκηση του δικαιώματος υποβολής ένστασης, αφότου όμως τους γνωστοποιείται η έκδοση του ΔΑΟ. Μόνο με τη γνωστοποίηση της έκδοσης του ΔΑΟ μπορεί να ενεργοποιηθεί ο περιοριστικός χρόνος του ενός έτους που προνοεί ο νομοθέτης για υποβολή ένστασης. Εάν δεν γνωστοποιηθεί η έκδοση του ΔΑΟ στον πιστωτή, ο χρόνος αυτός δεν μπορεί να τρέχει, αφού κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην ουσία στην παραβίαση του δικαιώματος του πιστωτή να υποβάλει ένσταση. 

 

           Η θέση των εφεσίβλητων ότι δεν είχαν τον χρόνο που προβλέπει το άρθρο 20 και την ευκαιρία να υποβάλουν την ένσταση τους και να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους, αφού δεν ήταν εις γνώση τους η έκδοση του ΔΑΟ, όπως φαίνεται με βάση τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης και τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα, είναι ορθή. Επίσης, φαίνεται ότι το εκπρόθεσμο που παρατηρήθηκε στην καταχώριση της ένστασης δεν οφείλεται στη συμπεριφορά και/ή παράλειψη και/ή αργοπορία και/ή καθυστέρηση των εφεσίβλητων πιστωτών, αλλά στο Τμήμα Αφερεγγυότητας που καθυστέρησε να αποστείλει προς τους εφεσίβλητους όλα όσα το άρθρο 18 του νόμου προβλέπει. Ουσιαστικά το λάθος και/ή παράλειψη και/ή καθυστέρηση του Τμήματος Αφερεγγυότητας να ενημερώσει έγκαιρα τους εφεσίβλητους πιστωτές, εάν δεν ερμηνευθεί το σχετικό άρθρο του νόμου ότι ενεργοποιείται μόνο μετά τη γνωστοποίηση του ΔΑΟ στους πιστωτές, θα προκαλέσει αδικία σε βάρος των πιστωτών, αφού ουσιαστικά θα τους εμποδίσει από το να προσφύγουν στο Δικαστήριο. Τούτο αντιστρατεύεται της διασφάλισης της δίκαιης δίκης, τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και κατ' επέκταση του δικαιώματος των εφεσίβλητων να ακουστούν στο Δικαστήριο.

 

           Οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης επιβάλλουν την παροχή ευκαιρίας να ακουστεί κάθε πρόσωπο του οποίου τα δικαιώματα προσβάλλονται ή είναι ενδεχόμενο να επηρεαστούν από μία δικαστική απόφαση. Τούτο μετουσιώνεται και στην παράγραφο 30.1 του Συντάγματος, όπου προβλέπεται η υποχρέωση του Δικαστηρίου να ακούει και τους δύο διάδικους πριν εκδώσει την απόφαση του.

          Φρονούμε ενόψει των πιο πάνω, ότι το δικαίωμα των εφεσίβλητων οι οποίοι τελούσαν υπό άγνοια και ήταν εξ αντικειμένου αδύνατο να διαπιστώσουν την ύπαρξη του ΔΑΟ, δεν μπορεί να παραγραφεί πριν αυτό περιέλθει σε γνώση τους. Το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο προστατεύεται ως θεμελιώδες δικαίωμα από το Σύνταγμα. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να δεχτεί την ένσταση των εφεσίβλητων και δεν εξοστράκισε το θεμελιώδες δικαίωμα τους για την ένσταση στο ΔΑΟ, την ύπαρξη του οποίου δεν γνώριζαν.

 

           Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

           Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά τη θέση της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι παραβιάζεται το Άρθρο 30 του Συντάγματος και συνακόλουθα το δικαίωμα των εφεσίβλητων σε δίκαιη δίκη και τη συνταγματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη, χωρίς να εγερθεί και/ή να προωθηθεί ζήτημα αντισυνταγματικότητας του νόμου και/ή δίκαιης δίκης και/ή πρόσβασης στη δικαιοσύνη από πλευράς των εφεσίβλητων, παραβιάζοντας με αυτό τον τρόπο το τεκμήριο συνταγματικότητας του νόμου.

          Έχει νομολογηθεί ότι θέματα αντισυνταγματικότητας πρέπει να εγείρονται εξειδικευμένα και να διαπιστώνονται με πλήρη λεπτομέρεια ή να διατυπώνονται σε λεπτομερές υπόμνημα. Παραπέμπουμε ενδεικτικά στην παλαιά υπόθεση Improvement Board Eylenja v. Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167.  Οι αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων έχουν τεθεί στην υπόθεση Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640. Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσίβλητοι αναφέρθηκαν κατά την πρωτόδικη διαδικασία στους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης οι οποίοι επιβάλλουν την παροχή ευκαιρίας να ακουστεί κάθε πρόσωπο του οποίου να προσβάλλονται ή μπορούν να επηρεαστούν τα δικαιώματα του από την απόφαση για έκδοση ΔΑΟ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του τα εξής: «Είναι αλήθεια ότι το άρθρο 20 του νόμου θέτει αποκλειστική προθεσμία ενός έτους μετά την έκδοση του ΔΑΟ για την καταχώριση ένστασης. Αποδοχή όμως αυτού του άκαμπτου κανόνα, όπως προτείνουν οι δικηγόροι της χρεώστιδας, θα αποτελούσε αντισυνταγματική απαγόρευση πρόσβασης των πιστωτών στο Δικαστήριο, παραβιάζοντας το δικαίωμα τους σε δίκαιη δίκη ως το Άρθρο 30 του Συντάγματος επιτάσσει.»

          Οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης υπαγορεύουν προς το Δικαστήριο το καθήκον να ενεργεί με δίκαιο τρόπο. Το Δικαστήριο οφείλει να παρέχει σε κάθε διάδικο δίκαιη ευκαιρία να θέσει την υπόθεση του ενώπιόν του Δικαστηρίου. Στην παρούσα περίπτωση αυτό έπραξε έχοντας ενώπιόν του τη θέση των εφεσίβλητων περί στέρησης του δικαιώματος τους πρόσβασης στη δικαιοσύνη, την οποία και εξειδίκευσαν πλήρως και εμπεριστατωμένα ενώπιόν του. Επομένως, ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί, εφόσον και οι συνήγοροι της εφεσείουσας είχαν την ευκαιρία να θέσουν τις θέσεις τους ενώπιόν του Δικαστηρίου σε σχέση με το θέμα αυτό.

 

          Επομένως και ο δεύτερος λόγος έφεσης, απορρίπτεται.

 

            Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τήρησε μεροληπτική στάση υπέρ των εφεσίβλητων, καθώς χωρίς να εγερθεί ζήτημα αντισυνταγματικότητας του νόμου από αυτούς, εξέτασε το κατά πόσο παραβιάζεται το δικαίωμα τους σε δίκαιη δίκη και της πρόσβασης στη δικαιοσύνη κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος, ενώ παρέλειψε να πράξει το ίδιο και για τα δικαιώματα της εφεσείουσας αναφορικά με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και την τετράχρονη καθυστέρηση στην έκδοση απόφασης, αλλά και τα δικαιώματα της με βάση τα Άρθρα 7 και 9 του Συντάγματος.

 

           Σε ό,τι αφορά το θέμα του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και το χρονικό διάστημα που καταχώρησαν οι εφεσίβλητοι την ένσταση τους, το οποίο ήταν μικρότερο από 6 μήνες από την επίδοση της ειδοποίησης έκδοσης ΔΑΟ στους πιστωτές, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο χρόνος αυτός δεν καταδεικνύει υπερβολική καθυστέρηση στην καταχώριση ένστασης, αναφέροντας ότι: «η αίτηση της εφεσείουσας για έκδοση ΔΑΟ έλαβε χώρα το 2017 και η αίτηση στο Δικαστήριο για έκδοση ΔΑΟ καταχωρήθηκε το 2019, ενώ η σχετική ειδοποίηση επιδόθηκε 1 και πλέον χρόνο μετά. Επομένως, εάν κάποιος που έχει καθυστερήσει την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας ήταν η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας και όχι οι πιστωτές».

         
          Επομένως ο λόγος έφεσης που αφορά το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, δεν έχει έρεισμα. Σε ό,τι αφορά τα Άρθρα 7 και 9 του Συντάγματος, που αφορούν το δικαίωμα στη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα και αξιοπρεπούς διαβίωσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο άρθρο 11 (3)(β)(ii) του νόμου και ανάφερε στην απόφαση του τις διαπιστώσεις του. Καταλήγει δε ως ακολούθως: «... με αυτά τα δεδομένα και με την αύξηση που καταδεικνύεται ότι λάμβανε η χρεώστιδα στο ΕΕΕ τους μήνες πριν υποβληθεί η αίτηση στο Δικαστήριο, υπήρξε ουσιώδες μεταβολή των συνθηκών της, καθιστώντας τη μη πληρούσα τα κριτήρια επιλεξιμότητας. Αυτή την αύξηση δε, παρέλειψε να την αναφέρει στην αρμόδια υπηρεσία, παραβιάζοντας την υποχρέωση της όπως γεννάται στο άρθρο 13 του νόμου. Συνεπώς, υπήρξε ουσιώδης διαφοροποίηση στο εισόδημα της χρεώστιδας ώστε να καθίσταται μη επιλέξιμη ενόσω εκκρεμούσε η διαδικασία για έκδοση του ΔΑΟ.»
           
          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έλαβε υπόψη του την ουσιώδη μεταβολή που επήλθε στα οικονομικά δεδομένα της εφεσείουσας, η οποία, κατά παράβαση των υποχρεώσεων της, δεν την κοινοποίησε στο Τμήμα Αφερεγγυότητας και αποφάσισε ορθά λαμβάνοντας υπόψη του τα όσα το άρθρο 11 (3)(β)(ii) του νόμου προβλέπει, ότι δηλαδή επήλθε ουσιώδης μεταβολή στα οικονομικά της δεδομένα που δεν την καθιστούσαν πλέον επιλέξιμη με βάση τις πρόνοιες του νόμου και ακύρωσε το εκδοθέν ΔΑΟ.

 

           Το ΕΕΕ που λαμβάνει η εφεσείουσα, σταθμίζεται κατά τον καθορισμό του καθαρού διαθεσίμου εισοδήματος της δυνάμει του νόμου και επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε με την ακύρωση του ΔΑΟ, αφού πρώτα στάθμισε τα έννομα αγαθά της εφεσείουσας.

 

           Επομένως και ο τρίτος λόγος έφεσης, απορρίπτεται.

 

           Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι συνυφασμένος με τα πιο πάνω. Αφορά το άρθρο 11 (3)(β)(ii) του νόμου και τον ισχυρισμό ότι αυτό είναι αντισυνταγματικό και παραβιάζει τα Άρθρα 7.1 και 9 του Συντάγματος και τα αντίστοιχα άρθρα της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα το εν λόγω άρθρο του νόμου προνοεί τα ακολούθα:

 

«… (3) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου (2)-

(α) «καθαρό διαθέσιμο εισόδημα» σημαίνει το διαθέσιμο στο χρεώστη εισόδημα, το οποίο αποκτάται ή προκύπτει από πηγές τόσο εντός όσο και εκτός της Δημοκρατίας και το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, αφού αφαιρεθούν τα ποσά που προβλέπονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του παρόντος εδαφίου.

(β) Κατά τον υπολογισμό του καθαρού διαθέσιμου εισοδήματος του χρεώστη λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:

(i) Ο μισθός ή τα ημερομίσθια του·

(ii) κοινωνικές παροχές που λαμβάνει, εκτός από τυχόν επίδομα τέκνου·

(iii) εισόδημα από σύνταξη·

(iv) συνεισφορές από τα άλλα μέλη του νοικοκυριού· και

(v) κάθε άλλο εισόδημα που είναι διαθέσιμο σε αυτόν·…»


          Είναι ξεκάθαρο ότι το εν λόγω άρθρο διευκρινίζει ότι κατά τον υπολογισμό του καθαρού διαθεσίμου εισοδήματος ενός χρεώστη, λαμβάνονται υπόψη οι κοινωνικές παροχές του και μέσα σε αυτές συγκαταλέγονται τα επιδόματα που λαμβάνει από το κράτος. 

          Αναφέρουμε εδώ ότι και η κλασσική νομολογία που αφορά το θέμα των αιτήσεων μηνιαίων δόσεων και των αναγνωρισμένων αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης λαμβάνονται, μεταξύ άλλων, υπόψη και τα επιδόματα τα οποία λαμβάνει ο εκάστοτε χρεώστης για να υπολογιστεί το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα του. Η Υπηρεσία Αφερεγγυότητας έχει εκδώσει ανακοινώσεις αναφορικά με το τι συνιστά «λογικά έξοδα διαβίωσης» δυνάμει του άρθρου 8 του νόμου και ο νομοθέτης στην παρούσα υπόθεση ξεκάθαρα εισήγαγε την πρόνοια που αναφέρει ότι για τον καθορισμό του διαθεσίμου εισοδήματος του εκάστοτε χρεώστη λαμβάνονται μεταξύ άλλων υπόψη τα επιδόματα όπως και οποιαδήποτε άλλα εισοδήματα λαμβάνει ο χρεώστης από κοινωνικές παροχές του κράτους. Υπάρχει το ελάχιστο ποσό, το οποίο θεωρείται με βάση τους δείκτες ως λογικά έξοδα διαβίωσης και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί αντισυνταγματική πρόνοια με ισχυρισμό ότι θέτει σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση της χρεώστιδας, αφού για σκοπούς λογικών εξόδων διαβίωσης έχει αφαιρεθεί το ποσό που ο νόμος ορίζει. Ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

 

           Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά και πάλι πιο εξειδικευμένα το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και τους 6 μήνες που χρειάστηκαν οι εφεσείοντες να καταχωρήσουν την ένσταση τους. Ως έχει ήδη αναφερθεί, ο ίδιος ο νομοθέτης έχει προνοήσει το μέγιστο διάστημα του ενός έτους για καταχώριση ένστασης. Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν την ένσταση τους εντός 6 μηνών από την κοινοποίηση των σχετικών πληροφοριών για την έκδοση του διατάγματος ΔΑΟ από το Τμήμα Αφερεγγυότητας. Άρα εντός του χρόνου που προνοεί ο νομοθέτης, που ως έχει ανωτέρω αναφερθεί, ενεργοποιείται μόνο μετά που του γνωστοποιείται η έκδοση ΔΑΟ. Επομένως και αυτός ο λόγος είναι καταδικασμένος σε αποτυχία και απορρίπτεται.

          Τέλος, με τον έκτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ακύρωσε το εκδοθέν ΔΑΟ, χωρίς να αξιολογήσει ορθά τη δοθείσα μαρτυρία και δεν έλαβε υπόψη ότι οι εφεσίβλητοι προέβηκαν σε έρευνα στα προσωπικά της δεδομένα με παράνομο και/ή μη επιτρεπτό τρόπο και χωρίς τη συγκατάθεση της.

          Οι εφεσίβλητοι στην ένορκη τους δήλωση που συνοδεύει την ένσταση τους, ημερομηνίας 11.3.2021, αναφέρουν ότι προέβηκαν σε έρευνα στην Κεντρική Αποθήκη Πληροφοριών όσον αφορά τα εισοδήματα της εφεσείουσας για την περίοδο 25.1.2016 ‑ 9.10.2020 και προς τούτο την έχουν επισυνάψει ως Τεκμήριο 6. Είναι η θέση των συνηγόρων της εφεσείουσας ότι δεν δόθηκε καμία εξήγηση από τους εφεσίβλητους που να δικαιολογεί αυτή την ενέργεια στην οποία προέβηκαν, δηλαδή έρευνα για τα εισοδήματα της εφεσείουσας για το πιο πάνω χρονικό διάστημα. Ο νόμος αναφέρεται σε συγκατάθεση του χρεώστη στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας για να διεξάγει έρευνα και να ζητήσει πρόσβαση σε όλα τα προσωπικά δεδομένα του χρεώστη. Σχετικό είναι το άρθρο 12(5) του νόμου. Πουθενά δεν αναφέρεται δικαίωμα της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας για παράνομη πρόσβαση σε προσωπικά δεδομένα του χρεώστη χωρίς τη συγκατάθεση του.

         
          Ο λόγος έφεσης αυτός δεν προωθείται με επάρκεια στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας. Οι ισχυρισμοί της για παράνομη έρευνα και παρανόμως ληφθείσα μαρτυρία, παρέμειναν αστήριχτες. Η δε Υπηρεσία Αφερεγγυότητας εξηγεί την πρόσβαση που έχει στην Κεντρική Αποθήκη Πληροφοριών με βάση τις πρόνοιες των άρθρων 14, 12 και 11 του νόμου διευκρινίζοντας ότι υπάρχει σχετική έγκριση της Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για διασύνδεση της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας της ΚΕΔΙΠΕΣ με την Κεντρική Αποθήκη Πληροφοριών, με στόχο την αποτελεσματική, απρόσκοπτη και αποτελεσματική εφαρμογή των διαδικασιών που απορρέουν από τα νομοθετήματα που απαρτίζουν το πλαίσιο αφερεγγυότητας με στόχο την επίλυση των οικονομικών δυσκολίων που αντιμετωπίζουν οι πολίτες. Οι εφεσίβλητοι έχουν καθήκον να προστατεύσουν και να εξυπηρετήσουν τόσο το δημόσιο συμφέρον, αλλά και τον φορολογούμενου πολίτη.

 

           Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει: «Οι αιτιάσεις της χρεώστιδας για παρανόμως ληφθείσα μαρτυρία παρέμειναν έωλες και αστήριχτες. Εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητείται επ' ουδενί η ουσία του Τεκμηρίου 6, το οποίο δεικνύει ότι η χρεώστιδα λάμβανε μεγαλύτερο ποσό από το δεδηλωμένο στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας πριν την καταχώριση της αίτησης της στο Δικαστήριο και σίγουρα πριν την έκδοση του ΔΑΟ... ». Συμφωνούμε με την υπόδειξη αυτή.

          Επομένως, ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.

           Ως εκ των ανωτέρω, όλοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. 


          Επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον της εφεσείουσας τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των €3.200 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

 

 


                  ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.



           Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.



                                           ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο