ΕΦΕΤΕΙΟ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 366/2018)

 

31 Ιανουαρίου 2024

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

----------------------------

 

AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED

     Εφεσειόντων / Εναγομένων

και

ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ 
                                            Εφεσίβλητων / Εναγόντων
----------------------------

 

Γιώργος Τσίκκος, για Εφεσείοντες

Ανδρέας Γιωρκάτζης Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους

 

[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς την παρουσία δικηγόρων, κατόπιν σχετικής παράκλησης που διαβιβάστηκε ηλεκτρονικά.]

 

--------------------------

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ των εναγόντων/εφεσιβλήτων και εναντίον των εναγομένων/εφεσειόντων για το ποσό των €8.372,46 πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα, ενώ απορρίφθηκε η ανταπαίτηση των εφεσειόντων η οποία κατά την ακρόαση περιορίστηκε στο ποσό των €4.449,17.

 

          Η απαίτηση των εφεσίβλητων, αφορούσε υπόλοιπο από την εκτέλεση εργασιών ασφαλτόστρωσης στον χώρο που βρίσκεται το υποστατικό των εφεσειόντων στη Λεμεσό. Οι εφεσείοντες αρνήθηκαν ότι οφείλουν οποιοδήποτε ποσό, ισχυρίστηκαν ότι κατέβαλαν το ποσό των €7.000 στους εφεσίβλητους προς εξόφληση των εκτελεσθεισών εργασιών και ισχυρίζονται επίσης ότι οι εφεσίβλητοι προέβηκαν σε κακοτεχνίες κατά τις εργασίες τους προκαλώντας τους ζημιά, γι' αυτό και η ανταπαίτηση.

 

           Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου εφεσιβάλλεται με 11 λόγους έφεσης, πλείστοι εκ των οποίων αφορούν την αποδοχή και αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

          Όπως φαίνεται μέσα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενώπιόν του κατέθεσαν δύο μάρτυρες για τους ενάγοντες και τρεις μάρτυρες για τους εναγόμενους. Κατατέθηκε επίσης αριθμός Τεκμηρίων.

 

           Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει στην απόφαση του, σε αρκετή έκταση, τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του και επισήμανε εξαρχής κάτι που ήταν αποδεκτό και από τους δικηγόρους, ότι η όλη υπόθεση αφορά ουσιαστικά το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων.

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφοντας τους λόγους που το οδήγησαν στο συμπέρασμα του, κατέληξε ότι η μαρτυρία των δύο μαρτύρων των εναγόντων, Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, κρίνεται καθ' όλα αξιόπιστη σε αντίθεση με τη μαρτυρία των Μ.Υ.1, Μ.Υ. 2 και Μ.Υ.3, την οποία απέρριψε στο σύνολο της. Στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας, επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε εύρημα ότι τα πραγματικά γεγονότα είναι όπως τα περίγραψαν οι ΜΕ1 και Μ.Ε. 2, ότι οι εφεσίβλητοι εκτέλεσαν πλήρως και επιμελώς το τι τους είχε ζητηθεί και εξέδωσαν σχετικό τιμολόγιο το οποίο παρέδωσαν στους εφεσείοντες για το συνολικό ποσό των €15.372,46. Μετά την παραλαβή του τιμολογίου δεν υπήρξε οποιαδήποτε διαφωνία από πλευράς εφεσειόντων, ως προς το ύψος των χρεώσεων, οι οποίοι μάλιστα προέβηκαν και σε πληρωμή ποσού €7.000 έναντι του τιμολογίου και τους εκδόθηκε σχετικά απόδειξη είσπραξης.  Ακολούθως οι εφεσείοντες επικαλέστηκαν κακοτεχνίες στην ασφαλτόστρωση και αρνήθηκαν να πληρώσουν οτιδήποτε περαιτέρω, και προέβαλαν και ανταπαίτηση.

 

          Οι εφεσίβλητοι, αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς αποδοχή ευθύνης και καθαρά και μόνο για να διασφαλίσουν την πληρωμή τους, εφόσον οι εφεσείοντες τους είχαν αναφέρει ότι θα τους πλήρωναν μόνο όταν θα διορθωνόταν η κατάσταση, προέβηκαν σε περαιτέρω εργασίες για τις οποίες δεν χρέωσαν τους εφεσείοντες, οι οποίοι όμως εξακολουθούσαν να αρνούνται να εξοφλήσουν το υπόλοιπο των €8.372,46 και για τα επόμενα 8 χρόνια συνέχισαν να λειτουργούν κανονικά το υποστατικό τους, χωρίς κανένα ουσιαστικό πρόβλημα.

 

          Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και τα ευρήματα του που στηρίχτηκαν επ' αυτής είναι εσφαλμένα, αντίθετα με τη μαρτυρία και αντίθετα προς τους κανόνες κοινής λογικής και/ή μη εύλογα αποδεχτά και δεν στηρίζονται στη μαρτυρία που προσέφεραν οι μάρτυρες των εφεσίβλητων. O πρώτος λόγος έφεσης είναι άμεσα συναφής με τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, έκτο, όγδοο και ένατο λόγο έφεσης που και αυτοί αφορούν ισχυρισμούς για λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένη απόρριψη της μαρτυρίας των Μ.Υ.1 και 2 και/ή στη θέση ότι ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στηρίχτηκαν σε μαρτυρία που δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή.

          Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.

 

   Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

          Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).

 

          Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 12 της απόφασης του κατεύθυνε σωστά τον εαυτό του για το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και παρέθεσε σχετικά την ορθή νομολογία.

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε έναν έκαστο των μαρτύρων ξεχωριστά σε αρκετά σημεία της πρωτόδικης απόφασης και κατέγραψε σχετικά τα σχόλια του. Ενδεικτικά, παραπέμπουμε στις σελίδες 17, 18, 20, 21 και 22 της πρωτόδικης απόφασης. Ειδικότερα, στις σελίδες 17 και 18 τεκμηριώνεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.2. Στη σελίδα 20 γίνεται αναφορά στην αξιολόγηση της Μ.Υ.1, ενώ στις σελίδες 21 και 22 προβαίνει σε αξιολόγηση του Μ.Υ.3. Στη σελίδα 18 της απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξηγεί για ποιο λόγο θεώρησε ως θετική τη μαρτυρία των Μ.Ε1 και Μ.Ε.2.


          Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας παραβάλει και αυτούσιες τις θέσεις των Μ.Υ.1, Μ.Υ.2 και Μ.Υ.3, αποφάσισε ότι και οι τρεις πιο πάνω μάρτυρες δεν ήταν αξιόπιστοι και απέρριψε τη μαρτυρία τους. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη Μ.Υ.1, ενώ αρχικά παρουσιάστηκε ως γενικά υπεύθυνη για το όλο έργο, κατά την αντεξέταση της ανάφερε ότι δεν είχε καμία γνώση επί του θέματος της ασφαλτόστρωσης του χώρου. Όπως η ίδια ανέφερε, κλήθηκε δύο χρόνια μετά που ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της ασφαλτόστρωσης από τον Μ.Υ.2 να ετοιμάσει έκθεση‑εκτίμηση σε σχέση με τα προβλήματα της ασφαλτόστρωσης και παραδέχτηκε κατά τη μαρτυρία της ότι ο έλεγχος στον οποίο προέβηκε για την ετοιμασία της έκθεσης της ήταν αποκλειστικά οπτικός. Δεν προέβηκε σε κανένα εργαστηριακό έλεγχο για την ποιότητα της ασφάλτου ή σε οποιαδήποτε άλλη μέτρηση όσον αφορά τις κλίσεις που είχαν δημιουργηθεί. Επίσης επέλεξε να μην παρουσιάσει το ημερολόγιο εργοταξίου αναφορικά με το κτίσιμο ενός τοίχου και κατά πόσο αυτός υπήρχε ή όχι κατά τις εργασίες ασφαλτόστρωσης.

          Σε ό,τι αφορά τον Μ.Υ.2, το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε την εικόνα του ως φτωχή και ότι ήταν άνθρωπος που ενώ ήξερε ποιες ήταν οι υποχρεώσεις του, προσπαθούσε με διάφορες αβάσιμες δικαιολογίες και εκ των υστέρων σκέψεις να αποποιηθεί των ευθυνών του. 

 

          Σε ό,τι αφορά τον Μ.Υ.3, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε γιατί θεώρησε ότι: «ούτε και αυτός ο μάρτυρας έπεισε για την αλήθεια και την ακρίβεια των θέσεων του ως ειδικός», καταγράφοντας τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε ειδικά όταν επικαλέστηκε άλλο πρόσωπο, το οποίο κατονόμασε και τo οποίο άφησε ενώπιόν του Δικαστηρίου τους ισχυρισμούς του Μ.Υ.3 ατεκμηρίωτους.

 

           Αντίθετα, σε ό,τι αφορά τους Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει τους λόγους για τους οποίους θεώρησε ότι οι δύο αυτοί μάρτυρες ήταν αξιόπιστοι και μπορούσε να στηριχτεί σε αυτούς. Θεωρούμε ότι, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε να αποδεχτεί τη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2 και να απορρίψει τη μαρτυρία των Μ.Υ.1, 2 και 3. Επομένως, οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος, έκτος, όγδοος και ένατος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

           Σε ό,τι αφορά τον πέμπτο λόγο έφεσης, ισχυρίζονται οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του ότι η όλη εργασία των εφεσίβλητων σύμφωνα με την προσφορά τους ήταν €9.408 και ότι λανθασμένα αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν εξοφλήσει το ποσό της προσφοράς των εφεσίβλητων. Όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε στην απόφαση του, ουσιαστικά ο Μ.Υ.2 στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας προέβαλε για πρώτη φορά τον ισχυρισμό ότι δεν αντιλήφθηκε και κατάλαβε τι υπέγραφε και ότι δεν του είχε εξηγηθεί από τους εφεσίβλητους τι εννοούσαν με συγκεκριμένους όρους της προσφοράς σε ό,τι αφορούσε τις «προνοητικές ποσότητες». Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε, ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό ο Μ.Υ.2 προέβαλε για πρώτη φορά κατά το στάδιο της ακρόασης την υπεράσπιση «non est factum», χωρίς να υπάρχει δικογράφηση αυτής της Υπεράσπισης και προέβηκε σε σωστή αναφορά στη νομολογία για τη γενική αρχή ότι η υπογραφή δεσμεύει και είναι πολύ στενά τα περιθώρια ώστε να αποφύγει κάποιος την ευθύνη που εκ πρώτης όψεως δημιουργεί η υπογραφή του, παραθέτοντας τις αποφάσεις Γεώργιου Εργατίδη v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 293/2012, ημερ. 7.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:A67 και τις υποθέσεις Saunders v. Anglia Building Society [1971] AC 1004, The Cyprus Development Bank Ltd v. Krini Evangelou Kyriacou (1989) 1 A.A.Δ. 96, Αναστασία Θεοδόση Αναστασίου ή David Guy ν. Χριστίνας Θεοδόση Μιχαηλούδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 264, Τουτζικιάν κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Χρηματοδοτήσεις Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 1240.  Σύμφωνα με αυτές, οι αρχές που καθιερώθηκαν είναι ότι όποιος επιδιώκει να αποδεσμευτεί από τις συνέπειες που κανονικά επιφέρει η υπογραφή του, θα πρέπει να καταδείξει στα πλαίσια της Υπεράσπισης «non est factum» ότι η υπογραφή του τέθηκε λόγω ανικανότητας ή λόγω παραπλάνησης ή δόλου, παρά την επιμέλεια και προσοχή που υπέδειξε. Θα πρέπει επίσης το έγγραφο να είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που παρουσιάστηκε.

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, πέραν του ότι επεσήμανε ότι δεν υπήρχε η δικογράφηση της Υπεράσπισης του «non est factum», αναφέρει ότι ο Μ.Υ.2 δεν κατέδειξε τίποτε από αυτά που η νομολογία απαιτεί να αποδειχθούν για να ισχύει αυτή η Υπεράσπιση.

          Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο με λεπτομέρεια αναφέρει ότι η πληρωμή των €7.000 που έγινε από τους εφεσείοντες, ήταν έναντι του τιμολογίου 4491 και αυτό αναφέρει και η σχετική απόδειξη που εκδόθηκε από τους εφεσίβλητους και κατατέθηκε ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι δεν επρόκειτο για εξόφληση του τιμολογίου.


          Όπως αναφέρει επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι εμπειρογνώμονες που κάλεσε προς υποστήριξη των ισχυρισμών του o Μ.Υ.2, δηλαδή οι Μ.Υ.1 και Μ.Υ.3, σε αντίθεση με τη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.2, δεν επιβεβαιώθηκαν από την πραγματική μαρτυρία. Επίσης οι εκθέσεις των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.3 δεν υποδείχθηκαν ούτε και τέθηκαν ενώπιον του Μ.Ε.1 που ήταν και αυτός ειδικός για να μπορέσει να τοποθετηθεί επί αυτών και παρά το ότι ο Μ.Ε.1 ζητούσε επανειλημμένα κατά την αντεξέταση του να του υποδειχθούν.

 

           Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στο θέμα αυτό, ορθά κατέληξε ότι αυτή η παράλειψη της Υπεράσπισης δεν μπορεί παρά να είναι καταλυτική για τη μαρτυρία των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.3, παραθέτοντας το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση, M & TH Petrou & Sons Developers Ltd v. Μιχάλη Κουκουλλή, Π.Ε.18/2011, ημερ. 16.11.2016:

«Η πλευρά των εφεσειόντων λανθασμένα δεν έθεσε αριθμό θεμάτων κατά την αντεξέταση του εφεσίβλητου και των μαρτύρων του, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να στερηθούν του ευεργετήματος να απαντήσουν και να σχολιάσουν τις θέσεις αυτές. Αυτό παραμένει ένα ουσιώδες λάθος από πλευράς τους διότι η επί ακροατηρίω διαδικασία οφείλει να είναι διαφανή και δεν επιτρέπεται η απόκρυψη των θέσεων της μιας ή της άλλης πλευράς κατά την ώρα της αντεξέτασης του έτερου διαδίκου. Ορθά συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όλες αυτές τις εκδοχές των εφεσειόντων ως εκ των υστέρων σκέψεις που δεν έπειθαν, μεταξύ άλλων, και για τον λόγο  ότι ουδέποτε τέθηκαν στον εφεσίβλητο για να τις αντικρούσει».

          Ενόψει των ανωτέρω και ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

          Οι έβδομος και εντέκατος λόγος έφεσης επίσης παρουσιάζουν συνάφεια, αφού με τους λόγους αυτούς οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση τους και λανθασμένα εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσίβλητων και λανθασμένα τους καταδίκασε στα έξοδα.

 

           Σε ό,τι αφορά την ανταπαίτηση, είναι ξεκάθαρο ότι το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους έφεραν οι εφεσείοντες. Στην απόφαση Popovic Slopodan Miorage v. Dubranvka Radivojenik (1998) 1 Α.Α.Δ. 1162, λέχθηκαν τα εξής:

«Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο ανέλυσε και εξέτασε τη μαρτυρία και αφού επεσήμανε με προσοχή τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τόσο εκείνη του εφεσείοντα‑ενάγοντα, όσο και εκείνη που δόθηκε εκ μέρους της της εφεσίβλητης‑εναγόμενης ήταν αναξιόπιστες. Κάτω από τις συνθήκες αυτές δεν είχε άλλη εκλογή παρά να απορρίψει την αγωγή του ενάγοντα, o οποίος έφερε και το βάρος απόδειξης.

Κρίνουμε έτσι ότι ήταν απόλυτα εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταλήξει στο συμπέρασμα που κατέληξε και με βάση τις νομολογημένες αρχές επέμβασης του Εφετείου δεν δικαιολογείται επέμβαση στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.»



          Παραθέτουμε επίσης τις αποφάσεις Κυριάκος Σοφοκλέους v. Γιώτας Κυριάκου, Έφεση 7/2008 ημερ. 18.5.2010 και Μπούλος Μαρσέλ κ.α. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, όπου υπογραμμίστηκε για ακόμα μία φορά η αρχή ότι στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ανταπαίτηση ο εκάστοτε εναγόμενος έχει την ίδια ευθύνη ως αν να ήταν ενάγοντας.


«Το βάρος απόδειξης σε μία πολιτική δίκη το φέρει κατά κανόνα ο ενάγων ο οποίος και θα πρέπει να αποδείξει την υπόθεση του στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Έχει κατ' επανάληψη νομολογιακά καθορισθεί η έγνοια του κριτηρίου αυτού, αλλά περαιτέρω βοήθεια μπορεί να αντληθεί από το σύγγραμμα του Murphy of Evidence, 8η έκδοση (2003), όπου αναφέρονται στις σελίδες 80‑83, τα βασικά κριτήρια του αποδεικτικού αυτού βάρους. Τονίζεται ιδιαίτερα στη σελίδα 81 ότι: 

''If the claimant bears the burden of proof, and fails to persuade the Court that this case has been proved on the balance of probabilities, judgment should be given for the defendant. Moreover, the test is not whether the claimant's case is more probable than the defendant's, but whether the claimant's case is more probably true than not true, i.e. the claimant's case is measured by reference to an objective standard of probability''».

 

          Οι εφεσείοντες συνεπώς είχαν το βάρος να αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους σε ό,τι αφορά την ανταπαίτηση τους και συγκεκριμένα την ύπαρξη των κακοτεχνιών από πλευράς των εφεσίβλητων και την πρόκληση ζημιάς εξαιτίας αυτών, καθορίζοντας το ύψος της.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως έχει ήδη αναφερθεί, ακούγοντας τη μαρτυρία των Μ.Υ.1, Μ.Υ.2 και Μ.Υ.3, απέρριψε τη μαρτυρία τους στο σύνολο της αναφέροντας τις αντιφάσεις στις οποίες έκαστος αυτών υπέπεσε κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Επομένως και αυτοί οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

          Ειδικά σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό στον έβδομο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα καταδίκασε στα έξοδα τους εφεσείοντες, ο λόγος αυτός δεν προωθείται στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων, με αποτέλεσμα να παραμένει μετέωρος και αναιτιολόγητος, ενώ επαναλαμβάνουμε την πάγια νομολογιακή αρχή ότι τα έξοδα επαφίονται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά. Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το αποτελέσματα της υπόθεσης κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας όσον αφορά τα έξοδα, χωρίς όμως τούτο να είναι το μοναδικό κριτήριο για τον καθορισμό του ποιος επωμίζεται τα δικηγορικά έξοδα της διαδικασίας.

 
          Επίσης η πάγια αρχή είναι ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, ότι δηλαδή ο επιτυχών διάδικος δικαιούται τα έξοδα της δίκης και το Δικαστήριο μπορεί να αποκλίνει από αυτή την αρχή μόνο όταν ικανοποιηθεί ότι ο επιτυχών διάδικος δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια στον χειρισμό της υπόθεσης και συνέβαλε αδικαιολόγητα στη διόγκωση των εξόδων της δίκης, κάτι το οποίο δεν φαίνεται να έχει συμβεί στην παρούσα υπόθεση, όπου ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε τα έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων, προβάλλοντας μάλιστα και τη σχετική δικαιολογία στην απόφαση του, ως προς τούτο.

          Σε ό,τι αφορά τον δέκατο λόγο έφεσης, σημειώνουμε ότι ενώ οι συνήγοροι των εφεσειόντων στο περίγραμμα τους φαίνεται να πραγματεύονται τους λόγους έφεσης αριθμό 1‑11 μαζί, δεν γίνεται καμία αναφορά στον λόγο έφεσης 10 που αφορά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι έγιναν επιπρόσθετες εργασίες και επιχωματώσεις που δεν αναφέρονται σε κανένα μέρος της Έκθεσης Απαίτησης. Ο λόγος αυτός δεν προωθείται μέσα από το περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων, γι' αυτό και απορρίπτεται.

          Επομένως, κανένας από τους λόγους έφεσης δεν επιτυγχάνει και απορρίπτονται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητα της.

Επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται σε €2.400 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο