ΕΦΕΤΕΙΟ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Αρ. 45/2022)

 

29 Ιανουαρίου 2024

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

Α. Χ.,

Εφεσείων

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2007 (Ν.74(Ι)/2007 ΚΑΙ 2014 (Ν.44(Ι)/2014)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ (ΚΥΡΩΤΙΚΟΥΣ) ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1990 (Ν.243/90) ΚΑΙ ΤΟΥ 2000 (Ν.5(ΙΙΙ)/2000)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ (ΚΥΡΩΤΙΚΟ) ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2005 (Ν.5(ΙΙΙ)/2005)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΗΛΙΚΟΥΣ Α, Β ΚΑΙ Γ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

 

 

Α. Χρ. Αλεξάνδρου για Εφεσείοντα

Μ. Σ. Παπαδημήτρη (κα) για Μαρία Σ. Παπαδημήτρη ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητη/Επίτροπο Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού

Μ. Θεράποντος (κα) με Μ. Κωνσταντίνου (κα) (ασκούμενη δικηγόρο) για Ηλίας Χρίστου ΔΕΠΕ για Καθ’ ης η αίτηση στην κυρίως αίτηση

 

------------------------

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

 

----------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Με την κυρίως αίτηση, στην οποία αιτητής είναι ο εφεσείων στην παρούσα, αλλά και την ανταπαίτηση σ’ αυτήν, αναζητείται η ρύθμιση της γονικής μέριμνας των τριών ανηλίκων τέκνων των διαδίκων. Ως επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, στο πλαίσιο της κυρίως διαδικασίας, καταχωρήθηκε, από τα διάδικα μέρη, μεγάλος αριθμός ενδιάμεσων διαδικασιών οι οποίες εκδικάστηκαν, κάποιες δε εξ αυτών και σε δευτεροβάθμιο επίπεδο.

 

Προτού η κυρίως διαδικασία οδηγηθεί σε ακρόασή της, καταχωρήθηκε, από την Επίτροπο Προστασίας του Παιδιού, αίτηση με την οποία ζητούσε το διορισμό της ως αντιπροσώπου των εν λόγω τριών ανηλίκων.

 

Το νομικό υπόβαθρο για το εν λόγω αίτημα της Επιτρόπου αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, τα Άρθρα 4(1)(α), (δ), (ζ), (η) και (θ) του περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμου, Ν. 74(Ι)/2007, τα Άρθρα 3, 9, 16, 18 και 19 των περί της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικών) Νόμων του 1990 και του 2000, Ν. 243/90 και Ν. 5(ΙΙΙ)/2000, τα Άρθρα 4 και 9 του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Άσκηση των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικού) Νόμου του 2005 και οι Κανονισμοί 3 και 4 του περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπροσώπου του Παιδιού) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2014.

 

Ο εφεσείων έφερε ένσταση στην ως άνω αίτηση της Επιτρόπου, ενώ η καθ’ ης η αίτηση συγκατατέθηκε στη ζητούμενη αντιπροσώπευση των ανηλίκων από την Επίτροπο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας προβεί σε συνέντευξη των τριών ανηλίκων και έχοντας ακούσει την επιχειρηματολογία των εμπλεκομένων πλευρών, ενέκρινε την αίτηση εκδίδοντας το ζητούμενο διάταγμα για τους λόγους που ανέλυσε στην απόφασή του.

 

Την απόφαση αυτήν του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι που ο εφεσείων προσβάλλει με την παρούσα έφεση του, στη βάση επτά λόγων έφεσης. Προβάλλεται, συναφώς, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, αντινομικά και αυθαίρετα κατέληξε σε κρίση ότι τα γεγονότα δικαιολογούσαν πλήρως την έγκριση του αιτήματος χωρίς να συνεκτιμήσει το σύνολο των γεγονότων που είχε ενώπιον του (1ος Λόγος) και ότι καθίσταται απαγορευτική και ατελέσφορη η εκπροσώπηση των συμφερόντων των ανηλίκων από τον εφεσείοντα (2ος Λόγος). Εσφαλμένα και αντινομικά, επίσης, κατέληξε στην απόφαση του ότι από τα αναντίλεκτα αποτελέσματα, ανεξαρτήτως των λόγων που οδήγησαν σ’ αυτά, πλήττεται άμεσα το παρόν και το μελλοντικό συμφέρον των παιδιών, χωρίς να προσδιορίζει, με σαφήνεια, ποια έκρινε ως αναντίλεκτα αποτελέσματα, καθιστώντας έτσι την απόφαση αναιτιολόγητη (3ος Λόγος). Παράλληλα, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αντιληφθεί ότι ο μοναδικός σκοπός για τον οποίο καταχωρήθηκε η αίτηση ήταν η μη ύπαρξη επικοινωνίας της μητέρας με τα ανήλικα παιδιά της (4ος Λόγος), ενώ εσφαλμένη είναι και η κρίση ότι η αίτηση της Επιτρόπου δεν ήταν μεροληπτική και ενάντια στο θεσμικό της ρόλο (6ος Λόγος). Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η σαφής και ξεκάθαρη τοποθέτηση των ανηλίκων στη συνέντευξή τους με το Δικαστήριο, δεν συνεκτιμήθηκε, ενώ, με τον έβδομο λόγο έφεσης, προβάλλεται παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης στη βάση του ότι κατά την ημερομηνία ακρόασης της αίτησης, το Δικαστήριο παρέλαβε έκθεση του Γραφείου Ευημερίας και παρέλειψε και/ή αρνήθηκε να δώσει αντίγραφο αυτής στον εφεσείοντα.

 

Κρίνουμε χρήσιμο, σ’ αυτό το στάδιο, να τεθεί το πραγματικό υπόβαθρο το οποίο περιβάλλει την αίτηση, ως συνοψίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση. Με αναφορά στους ισχυρισμούς στην προς υποστήριξη της αίτησης ένορκη δήλωση, αφού αναφέρεται ότι οι διάδικοι είναι γονείς των ανήλικων των οποίων καταγράφονται τα ονόματα και ημερομηνίες γέννησης τους, τίθενται τα ακόλουθα:

 

«Στα πλαίσια μονομερούς αίτησης που υποβλήθηκε από μέρους του Αιτητή εκδόθηκε στις 27.10.20 προσωρινό διάταγμα με το οποίο ανατέθηκε στον ίδιο η φύλαξη και φροντίδα των ανηλίκων και καθορίστηκε ως τόπος διαμονής των τελευταίων ο εκάστοτε τόπος διαμονής του. Το εν λόγω διάταγμα, μετά από ακροαματική διαδικασία, κατέστη απόλυτο στις 8.7.21.

 

Μετά από αίτηση της Καθ' ης η αίτηση εκδόθηκε στις 22.12.21 διάταγμα με το οποίο ρυθμίστηκε η επικοινωνία της με τα ανήλικα.

 

Όπως ενημερώνεται από τους Δικηγόρους της Καθ' ης η αίτηση, η ως άνω προβλεπόμενη επικοινωνία δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και το εν λόγω διάταγμα δεν τηρείται, παρά τις προσπάθειες της μητέρας. Ο Αιτητής φέρεται να εμποδίζει την επικοινωνία της Καθ' ης η αίτηση με τα ανήλικα από το 2020, να μην της επιτρέπει να επικοινωνεί μαζί τους ή να τους δει, να τους στρέφει εναντίον της και να τους επηρεάζει αρνητικά, προκαλώντας ουσιαστικά την αποξένωσή τους από αυτήν.

 

Σύμφωνα με την Καθ' ης η αίτηση, ο Αιτητής επιχειρεί να ελέγχει και να χειραγωγεί τους ανήλικους με αποτέλεσμα να τους στρέψει εναντίον της, ενώ τόσο η ίδια όσο και οι ανήλικοι ήταν θύματα οικογενειακής βίας.

 

Λόγω της άρνησης του Αιτητή να συμμορφωθεί με το διάταγμα, η Καθ' ης η αίτηση προέβη σε καταγγελία για παρακοή του και εναντίον του πρώτου καταχωρήθηκε υπόθεση στο Ε. Δ. Λάρνακας. Όταν ο Αιτητής βρέθηκε στο Δικαστήριο ως κατηγορούμενος εμφανίστηκε με τον ανήλικο Α, τον οποίο ήθελε να παρουσιάσει μαζί του ενώπιον του Δικαστηρίου για να προβάλει τις θέσεις του, εμπλέκοντας τον κατ' αυτόν τον τρόπο στη διαδικασία, πράγμα που τελικά δεν έγινε αποδεκτό από το Δικαστήριο.

 

Ο Αιτητής, που εξακολουθεί να παραβιάζει το διάταγμα, αρνείται να συμβάλει θετικά στην αποκατάσταση των σχέσεων των ανηλίκων με την Καθ' ης η αίτηση. Επίσης, αρνείται πως είναι ο ίδιος που εμποδίζει την επικοινωνία της Καθ' ης η αίτηση με τα ανήλικα. Μέσω των δικογράφων του, υποστηρίζει ότι οι ίδιοι οι ανήλικοι δεν επιθυμούν να έχουν επικοινωνία με την Καθ' ης η αίτηση και ο ίδιος δεν μπορεί να τους αναγκάσει να το πράξουν, αφού τη θεωρεί ακατάλληλη μητέρα.

 

Η τελευταία ουσιαστική επικοινωνία της Καθ' ης η αίτηση με τα ανήλικα έγινε τον Οκτώβριο 2020 και έκτοτε η επικοινωνία εμποδίζεται και δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί.

 

Μέχρι σήμερα οι αρμόδιες αρχές και εμπλεκόμενοι φορείς δεν κατάφεραν να επιλύσουν το ζήτημα και να εξασφαλίσουν συμμόρφωση του Αιτητή, ούτε να επιτύχουν την αποκατάσταση της σχέσης των ανηλίκων με την Καθ' ης η αίτηση ή την επικοινωνία τους μαζί της.

 

Η Καθ' ης η αίτηση έχει ουσιαστικά αποκοπεί από τους ανήλικους.

 

Ο Αιτητής αρνείται να έχει τόσο ο ίδιος όσο και οι ανήλικοι συνεργασία με τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, με αποτέλεσμα οι ανήλικοι να μην λαμβάνουν καμία ψυχολογική υποστήριξη αλλά ούτε και να μπορεί να αξιολογηθεί η ψυχική τους κατάσταση.

 

Ούτε οι αρμόδιες υπηρεσίες έχουν καταφέρει να συμβάλουν αποτελεσματικά στην εξομάλυνση και αποκατάσταση της σχέσης των ανηλίκων με την Καθ' ης η αίτηση.

 

Η Επίτροπος θεωρεί ότι πρόκειται για περίπτωση γονικής αποξένωσης.

 

Το συμφέρον των ανηλίκων επιβάλλει τη νομική εκπροσώπηση τους από την ίδια, αφού δεν φαίνεται να μπορεί να προστατευτεί από τους γονείς τους. Ειδικότερα, ως είναι η θέση της ομνύουσας, το συμφέρον των ανηλίκων φαίνεται να συγκρούεται ουσιαστικά με το συμφέρον του πατέρα, ενώ οι περιστάσεις της μητέρας φαίνεται να καθιστούν αδύνατη την εκπροσώπηση του συμφέροντος τους από την ίδια. Ειδικότερα, αφενός ένεκα της στάσης του πατέρα έναντι στη μητέρα και των ιδεών και αντιλήψεών του, αλλά και των αρνητικών συναισθημάτων που τρέφει γι' αυτή, και αφετέρου λόγω της ουσιαστικής αποξένωσης της μητέρας από τους ανήλικους αλλά και την άρνηση των ιδίων των ανηλίκων να συνεργαστούν. Η συγκρουσιακή αυτή σχέση των γονέων αλλά και η μεγάλη διάσταση τους ως προς τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης αλλά και σε σχέση με το τι πραγματικά υπαγορεύει το συμφέρον των ανήλικων, δεν δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις εκπροσώπησης των συμφερόντων των ανηλίκων από τους διαδίκους. Η αρνητική στάση του πατέρα για συνεργασία με τις αρμόδιες υπηρεσίες εντείνει τη δυσκολία που υπάρχει και λειτουργεί ενάντια στο συμφέρον των ανηλίκων. Η αποξένωση των ανηλίκων από τη μητέρα τους δεν επενεργεί προς το συμφέρον τους.

 

Καθίσταται ξεκάθαρο ότι οι ανήλικοι επηρεάζονται από την αρνητική στάση του πατέρα απέναντι στη μητέρα τους και φαίνεται να υιοθετούν την ίδια στάση με αυτόν.

 

Οι ανήλικοι χρειάζονται προστασία και εκπροσώπηση των συμφερόντων τους από την Επίτροπο, αφού υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των διαδίκων και των παιδιών.

 

Η ηλικία και ο βαθμός της ωριμότητας των ανηλίκων δεν τους επιτρέπουν να διασφαλίσουν οι ίδιοι το συμφέρον τους και να αντιληφθούν τι πρέπει να πράξουν για την προστασία τους.

 

Μόνο μέλημα της Επιτρόπου είναι η προστασία του συμφέροντος των ανηλίκων.

 

Πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, η οποία επιβάλλεται για σκοπούς προστασίας και διασφάλισης του συμφέροντος των ανηλίκων, ενώ δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τα συμφέροντα των άλλων διαδίκων.»

 

        Με αναφορά στους προβαλλόμενους από τον εφεσείοντα ισχυρισμούς στην ένορκη του δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε τη θέση του ότι η αίτηση προωθείται γιατί η καθ' ης η αίτηση δεν έχει επικοινωνία με τα ανήλικα και όχι για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Ο ίδιος απορρίπτει ως αβάσιμο τον ισχυρισμό που προβάλλεται, ο οποίος θέλει τα ανήλικα να υποκινούνται από τον ίδιο στο να μην έχουν επικοινωνία με τη μητέρα τους και υποστηρίζει ότι η έλλειψη επικοινωνίας οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην απαράδεκτη συμπεριφορά και τις πράξεις της καθ' ης η αίτηση προς τα ανήλικα και ότι δεν είναι θέμα που θα επιλυθεί με την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει ότι η στάση της καθ' ης η αίτηση έχει τραυματίσει τον ψυχοσωματικό κόσμο των ανηλίκων, γεγονός που θα τους ακολουθεί σε όλη τους τη ζωή, με αυτό να λειτουργεί αποτρεπτικά στο να έχουν οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί της. Είναι, τέλος, η θέση του, ως περαιτέρω υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι τα ανήλικα τέκνα των, που είναι σε ηλικία η οποία τους επιτρέπει να έχουν θέση και ώριμη άποψη, δεν επιθυμούν να ακολουθήσουν την Καθ' ης η αίτηση.

 

Ως αναλύεται στην Αναφορικά με τον Ανήλικο Χ, ECLI:CY:DOD:2022:26,Έφεση Αρ. 14/2021, ημερομηνίας 5.7.2022:

 

«Ο περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμος του 2007 (Ν. 74(Ι)/2007) στο εξής ο Νόμος, θεσμοθετήθηκε προς εκπλήρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την άσκηση των Δικαιωμάτων του Παιδιού, στο εξής η Σύμβαση, η οποία κυρώθηκε με το Νόμο 23(ΙΙΙ)/2005.  Η Σύμβαση εφαρμόζεται σε παιδιά που δεν έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους και σκοπός της όπως δηλώνεται στο άρθρο 1 αυτής είναι «προς το υπέρτατο συμφέρον των παιδιών, η προώθηση των δικαιωμάτων τους, η παροχή σε αυτά διαδικαστικών δικαιωμάτων και η διευκόλυνση στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, διασφαλίζοντας ότι τα παιδιά είναι, τα ίδια ή μέσω άλλων προσώπων ή Σωμάτων, ενημερωμένα και τους επιτρέπεται να συμμετέχουν σε διαδικασίες που τα επηρεάζουν ενώπιον δικαστικής αρχής.»

 

Σύμφωνα με το εδάφιο 4 του ίδιου άρθρου, κατά το χρόνο υπογραφής ή προσχώρησης, κάθε κράτος οφείλει να καθορίσει τρεις τουλάχιστον κατηγορίες οικογενειακών υποθέσεων ενώπιον δικαστικής αρχής στις οποίες η Σύμβαση θα εφαρμόζεται.  Συμμορφούμενη με το εν λόγω άρθρο, η Κύπρος, δήλωσε τις ακόλουθες κατηγορίες:  (1)  Custody (2) Adoptions and (3) Protection from Maltreatment ad cruel behaviour.

 

Ο ρόλος της Επιτρόπου, έχει εναργώς αναπτυχθεί στην Marla Bridget Theocharides v. Χάρη Θεοχαρίδη (2015) 1     (Γ) ΑΑΔ 2455, η οποία αφορούσε αίτηση της Επιτρόπου, η οποία καταχωρήθηκε στο Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο και είχε απορριπτική κατάληξη και υιοθετούμε τα λεχθέντα σε αυτήν:

 

«Η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού έχει διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του Άρθρου 10 του περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμου αρ. 73(Ι)/2007, ως τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 44(Ι)/2014.  Ο Νόμος αυτός δίνει στην Επίτροπο την αποστολή της προάσπισης και προαγωγής των δικαιωμάτων του παιδιού με αρμοδιότητες που καθορίζονται στο Άρθρο 4 που περιλαμβάνουν και την εκπροσώπηση των παιδιών και των συμφερόντων τους σε όλα τα επίπεδα.  Η Επίτροπος έχει δικαίωμα υποβολής αιτήσεων εκ μέρους οποιουδήποτε παιδιού για διορισμό ειδικού αντιπροσώπου σε δικαστικές διαδικασίες που το επηρεάζουν, καθώς επίσης και την εκπροσώπηση των παιδιών και των συμφερόντων τους σε διαδικασίες που επηρεάζουν τα παιδιά και σε δικαστικές διαδικασίες στις οποίες θα μπορεί να διορίζεται η ίδια ως αντιπρόσωπος παιδιού από το Δικαστήριο.  Οι τελευταίες αυτές αρμοδιότητες περιέχονται στα εδάφια (1)(ζ) και (η) του Άρθρου 4 του Νόμου.  Κατά το Άρθρο 8, ο Επίτροπος ενεργεί ανεξάρτητα «... υπακούοντας μόνο στο Νόμο, στην ηθική και στη συνείδηση του», υπόκειται δε σε καθήκον εχεμύθειας.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στη βάση του Άρθρου 19 του Νόμου εξέδωσε τον Διαδικαστικό Κανονισμό 3 του 2014 υπό τον τίτλο, «Ο περί του Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2014.  Ο Κανονισμός αυτός δημοσιεύθηκε στις 5/12/2014 στο Παράρτημα Δεύτερο της υπ' αρ. 4096 Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας.  Δυνάμει του Κανονισμού, ο Επίτροπος δύναται να αιτηθεί στο Δικαστήριο, το οποίο και αυτεπάγγελτα μπορεί να ενεργήσει, για το διορισμό του ως αντιπροσώπου του παιδιού «με σκοπό την εκπροσώπηση του παιδιού και των συμφερόντων του στη συγκεκριμένη δικαστική διαδικασία και την καταχώρηση ή υποβολή από τον Επίτροπο εγγράφων προτάσεων, όπου αυτό ενδείκνυται».  Η αίτηση αυτή, που προνοείται στον Κανονισμό 3, εισάγεται γραπτώς διά κλήσεως δυνάμει του Τύπου του Παραρτήματος όπως προνοείται από τον Κανονισμό 4.  Δυνάμει του Κανονισμού 5, εφόσον το Δικαστήριο προβεί στον διορισμό του Επιτρόπου ή του δικηγόρου του, το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει οδηγίες για τη χορήγηση στον Επίτροπο πλήρους αντιγράφου όλων των απαραιτήτων εγγράφων της δικαστικής διαδικασίας, καθώς και οδηγίες στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας να ετοιμάσουν και αποστείλουν στον Επίτροπο σε 30 ημέρες ενδιάμεση έκθεση για τις οικογενειακές και προσωπικές συνθήκες του παιδιού.»

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Κανονισμού, έχοντας υπόψη ότι διακυβεύονται κατά άμεσο τρόπο τα συμφέροντα του παιδιού σε διαδικασίες που τα αφορούν, το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη του σε αίτηση για διορισμό, τις θέσεις του επηρεαζόμενου παιδιού, ανάλογα βέβαια με την ηλικία και την ωριμότητα του, τις απόψεις των διαδίκων και τις απόψεις του προσώπου που έχει τη γονική μέριμνα.

…..

 Ο θεσμός και ρόλος του Επιτρόπου εισήχθηκε με Νόμο, εναρμονιστικό Ευρωπαϊκής Σύμβασης και δεν μπορεί να μειωθεί ή υποτιμηθεί η αξία του ή η αναγκαιότητα της ύπαρξης του. 

….. 

 

Σημαντικές για επίλυση του ζητήματος είναι οι πιο κάτω πρόνοιες του άρθρου 4(1): 

 

«4(1)  Προς επίτευξη των στόχων του άρθρου 3, οι αρμοδιότητες του Επιτρόπου περιλαμβάνουν:

 

(ζ)  την υποβολή αιτήσεων, εκ μέρους οποιουδήποτε παιδιού, για διορισμό ειδικού αντιπροσώπου σε δικαστικές διαδικασίες που το επηρεάζουν, όπου ο νόμος ή το δικαστήριο ήθελαν αποκλείσει τα πρόσωπα που έχουν τη γονική ευθύνη από του να αντιπροσωπεύουν το παιδί, ως αποτέλεσμα σύγκρουσης συμφερόντων με το τελευταίο.»

 

Ενώ το 4(1)(η) προνοεί:

 

«4(1)(η) την εκπροσώπηση των παιδιών και των συμφερόντων τους σε διαδικασίες που επηρεάζουν τα παιδιά, όπου τούτο προβλέπεται από νόμο, και σε δικαστικές διαδικασίες, στις οποίες θα μπορεί να διορίζεται ως αντιπρόσωπος παιδιού από το δικαστήριο.»»

 

        Ως αναφέρεται στην ίδια υπόθεση, το Άρθρο 3 του Ν. 74(Ι)/2007 ρητά καθορίζει πως αποστολή του Επιτρόπου είναι η προάσπιση και προαγωγή των δικαιωμάτων του παιδιού, ενώ, σε σχέση με τη προαναφερόμενη σύγκρουση συμφερόντων, εξηγείται ότι:

 

«Τι συνιστά σύγκρουση συμφερόντων η οποία οδηγεί σε αποκλεισμό των εχόντων τη γονική μέριμνα, δεν είναι ρητά καθορισμένο.  Υπάρχει όπου δημιουργούνται γενικά καταστάσεις στις οποίες το συμφέρον του παιδιού συγκρούεται με εκείνο των γονέων και διακυβεύεται η ευημερία του, η οποία πρωτίστως πρέπει να προστατεύεται.  Εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης των οποίων η εξέταση πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή.»

 

        Τέλος, μνεία θα πρέπει να γίνει στο Άρθρο 3 της Σύμβασης (ανωτέρω) το οποίο, υπό τον τίτλο «Δικαίωμα του παιδιού να πληροφορείται και να εκφράζει τις απόψεις του σε διαδικασίες» προνοεί πως σε παιδί που θεωρείται από την εσωτερική νομοθεσία ότι έχει επαρκή αντίληψη, σε περίπτωση διαδικασιών ενώπιον δικαστικής αρχής που το επηρεάζει παρέχονται και δικαιούται να ζητήσει να λαμβάνει όλες τις σχετικές πληροφορίες,  να το συμβουλεύονται και να εκφράζει τις απόψεις του και να ενημερώνεται για τις πιθανές συνέπειες συμμόρφωσης με τις απόψεις αυτές και τις πιθανές συνέπειες οποιασδήποτε απόφασης.

 

         Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τόσο τους εγειρόμενους λόγους έφεσης και την αιτιολογία αυτών, όσο και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς της εφεσίβλητης αλλά και της καθ’ ης η αίτηση. Έχουμε την άποψη ότι είναι ορθό οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4 και 6 να εξετασθούν μαζί, αφού στο σύνολo τους, ουσιαστικά, απολήγουν σε ένα κοινό ζήτημα, ήτοι την ορθότητα της αντίληψης από το πρωτόδικο Δικαστήριο της ενώπιον του κατάστασης και στοιχείων αλλά και της απόφασης του να εγκρίνει την αίτηση, ορίζοντας την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού ως αντιπρόσωπο των ανηλίκων στη διαδικασία.

 

        Κρίνουμε, επί του προκειμένου, ορθό να παραθέσουμε αυτούσιο το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

«Ως προς την ουσία του αιτήματος, κρίνω ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι τέτοια που δικαιολογούν πλήρως την έγκρισή του. Εξηγώ.

 

Ως προελέχθη με την υπό κρίση αίτηση, η Επίτροπος ζητά όπως επιτραπεί ο διορισμός της, ως αντιπροσώπου των τριών ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, στην παρούσα δικαστική διαδικασία, η οποία τα αφορά, αφού αντικείμενό της είναι η ρύθμιση της γονικής μέριμνάς τους, την οποία αμφότεροι οι γονείς τους διεκδικούν.

 

Από την αίτηση, την υποστηρικτική της ένορκη δήλωση αλλά και την επιχειρηματολογία της Επιτρόπου, προκύπτει ότι το αίτημα ουσιαστικά βασίζεται στη θέση ότι οι συνθήκες που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση είναι τέτοιες που δημιούργησαν σύγκρουση συμφερόντων των γονέων με τα ανήλικα τέκνα τους [βλ. άρθρο 4 (1) (ζ) του Νόμου και άρθρο 9 της Σύμβασης].

 

Από τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς, όπως αυτοί προβάλλονται μέσω των δικογράφων αλλά και των πολυάριθμων ενόρκων δηλώσεων των γονέων, καθώς και τη μέχρι σήμερα πορεία της υπόθεσης, καταδεικνύεται η έντονα συγκρουσιακή σχέση των διαδίκων, οι οποίοι διακατέχονται από αρνητικά συναισθήματα και έχθρα που οδηγούν στην παντελή έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ τους εν σχέσει με τα ανήλικα τέκνα τους και τα θέματα που τα αφορούν.

 

Τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με την τεράστια διάστασή τους αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, καθιστούν εμφανέστατη την αδυναμία τους να κατανοήσουν το τι πραγματικά υπαγορεύει το συμφέρον των ανηλίκων τέκνων τους, αλλά και να το διασφαλίσουν.

 

Περαιτέρω, ανεξάρτητα από τις εκδοχές που προβάλλει ο κάθε διάδικος σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 22.12.21, με το οποίο ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας της Καθ' ης η αίτηση με τα ανήλικα, ουδέποτε ουσιαστικά εφαρμόστηκε, με αποτέλεσμα η πρώτη να μην έχει οιαδήποτε ουσιαστική επικοινωνία με αυτά για περίοδο πέραν των δυο χρόνων, οδηγώντας τους κατ' επέκταση σε αποξένωση.

 

Επίσης, παρά τις επανειλημμένες υποδείξεις της Λειτουργού των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας για συνεργασία τόσο του Αιτητή όσο και των ανηλίκων με ψυχολόγο των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, εντούτοις κάτι τέτοιο δεν έχει υλοποιηθεί μέχρι σήμερα, παρότι και ο ίδιος ο Αιτητής αναγνωρίζει ότι ο ψυχοσωματικός κόσμος των ανηλίκων έχει τραυματιστεί ανεπανόρθωτα.

 

Με αυτά τα αναντίλεκτα αποτελέσματα, ανεξαρτήτως των λόγων που οδήγησαν σε αυτά, πλήττεται άμεσα το παρόν αλλά και το μελλοντικό συμφέρον των παιδιών, το οποίο αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν.216/9Ο), ο παιδοκεντρικός χαρακτήρας του οποίου τονίστηκε επανειλημμένως μέσα από τις αποφάσεις του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου.

 

Στην κατ' ιδίαν συνάντηση του Δικαστηρίου με τη μικρότερη θυγατέρα των διαδίκων, διεφάνη ότι αυτή δεν ήταν σε θέση να εκφέρει ξεκάθαρη άποψη επί του ζητουμένου, ενώ τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια της θεωρούν ότι τα συμφέροντά τους εκπροσωπούνται επαρκώς από τον Αιτητή - πατέρα τους.

 

Έλαβα υπόψη την άποψη των ανηλίκων, σύμφωνα με τις αρχές που καθορίστηκαν από τη νομολογία, τις οποίες και συνεκτιμώ. Έχοντας, όμως, ταυτόχρονα κατά νου το μακρύ χρονικό διάστημα που αυτά διαμένουν με τον πατέρα, χωρίς οποιαδήποτε σχέση με τη μητέρα τους, σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας τους, κρίνω ότι δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν με επάρκεια ή να τεκμηριώσουν ποιο είναι πραγματικά το συμφέρον τους στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Η έκφραση συναισθημάτων αγάπης και εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του πατέρα τους από μόνη της δεν εκμηδενίζει την ανάγκη εκπροσώπησης των συμφερόντων τους από ανεξάρτητο αντιπρόσωπο.

 

Τα εν λόγω γεγονότα, λαμβάνοντας υπόψη και τη φύση της κυρίως διαδικασίας, η οποία άπτεται της εξακρίβωσης και κατοχύρωσης των συμφερόντων των ανηλίκων, κατά την κρίση μου, καθιστούν απαγορευτική και/ή ατελέσφορη την εκπροσώπηση των συμφερόντων τους από τους γονείς τους και κατά νόμο φορείς της γονικής μέριμνάς τους, και καθιστούν απαραίτητη την αντιπροσώπευσή τους από την Επίτροπο. Δεν πρέπει να παραγνωριστεί, επίσης, ότι οι λόγοι για τους οποίους η Επίτροπος επικαλείται ως δικαιολογητικούς της παρέμβασής της στην παρούσα διαδικασία, αναδεικνύουν αφ' εαυτών τόσο τη σοβαρότητα της υπόθεσης αλλά πρωτίστως το γεγονός της σύγκρουσης των συμφερόντων των ανηλίκων με αυτά των γονέων τους.

 

Εξέτασα, τέλος, με τη δέουσα προσοχή την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Αιτητή καθώς και τους σχετικούς λόγους ένστασης που θέλουν την αίτηση να είναι μεροληπτική και ενάντια στο θεσμικό ρόλο της Επιτρόπου. Με κάθε σεβασμό, η εν λόγω εισήγηση δεν βρίσκει έρεισμα στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ούτε έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιόν μου που να επιβεβαιώνει ένα τόσο σοβαρό ισχυρισμό. Ρόλος του εκάστοτε Επιτρόπου δεν μπορεί να είναι άλλος από αυτόν που διαλαμβάνει το Άρθρο 3 του σχετικού Νόμου, ήτοι η προάσπιση και προαγωγή των δικαιωμάτων των παιδιών. Κατά την άσκηση δε των αρμοδιοτήτων του ενεργεί ανεξάρτητα υπακούοντας μόνο στο νόμο, στην ηθική και στη συνείδηση του» και υπόκειται σε καθήκον εχεμύθειας (βλ. Αρθρο 8).»

 

        Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα, είτε στην προσέγγιση του προς εξέταση θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είτε επί της ουσίας της απόφασης του. Επαρκώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έθεσε ενώπιον του τόσο τα γεγονότα τα οποία περιέβαλλαν την αίτηση, όσο και τη νομική πτυχή του θέματος και εξέτασε το αντικείμενο της αίτησης, παραθέτοντας με λεπτομέρεια το σκεπτικό του.

 

        Δεν βρίσκουμε έρεισμα στα παράπονα του εφεσείοντα. Από τα πραγματικά γεγονότα, δεν φαίνεται να ευσταθεί η θέση ότι μοναδικός λόγος για την αίτηση ήταν η έλλειψη επικοινωνίας της καθ’ ης η αίτηση με τα παιδιά. Ούτε δικαιολογείται οποιαδήποτε απόδοση μεροληψίας σε σχέση με την αίτηση. Είναι σαφή τα στοιχεία τα οποία προβάλλονται προς υποστήριξη της αίτησης από μέρους της Επιτρόπου, στο πλαίσιο του θεσμικού της ρόλου, ως ανωτέρω αναλύεται, αντικρούοντας κάθε τέτοια θεώρηση. Ούτε, φυσικά, προκύπτει οποιαδήποτε σύγκρουση του υπό κρίση διατάγματος με προηγούμενο διάταγμα σε σχέση με την προσωρινή φύλαξη των ανηλίκων. Το υπό κρίση διάταγμα αφορά την εκπροσώπηση των ανηλίκων στη διαδικασία στο πλαίσιο που η σχετική Σύμβαση επιτάσσει και δεν αφορά την επάρκεια του εφεσείοντα να τα φροντίζει. Τα δύο δεν θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο σύγχυσης.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατ’ αντικειμενικό τρόπο προέβαλε και ανέλυσε τα πραγματικά δεδομένα και, ορθά καθοδηγούμενο από τη νομολογία και τις νομοθετικές πρόνοιες, κατέληξε σε καθόλα επιτρεπτή, υπό τας περιστάσεις, κρίση. Ορθά, κρίνουμε, στη βάση των ενώπιον του δεδομένων, κατέληξε στο συμπέρασμα ύπαρξης σύγκρουσης των συμφερόντων των ανηλίκων με τους γονείς, τους έχοντες τη γονική μέριμνα και αναγκαιότητας αντιπροσώπευσής τους από την Επίτροπο. Με αυτό τον τρόπο θα εξυπηρετηθούν τα ζητούμενα από το Άρθρο 3 της Σύμβασης (ανωτέρω).

 

        Αβάσιμοι κρίνονται οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4 και 6 οι οποίοι και απορρίπτονται.

 

        Ούτε ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνουμε ότι έχει έρεισμα. Έχει ανωτέρω παρατεθεί το σχετικό σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την άποψη των τριών ανηλίκων. Με κάθε σεβασμό προς τον συνήγορο του εφεσείοντα, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η σχετική ανάλυσή του. Έχουμε, με κάθε λεπτομέρεια, ανατρέξει στα σχετικά πρακτικά των συνεντεύξεων των ανηλίκων, τα οποία και επιβεβαιώνουν την αποτύπωση τους από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η τελική τοποθέτηση των ανηλίκων, ουδόλως διαγράφει την ευρύτερη εικόνα, η οποία, τουλάχιστον για τα δύο μικρότερα παιδιά, κάθε άλλο παρά ξεκάθαρη ήταν. Φυσικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε τη θεώρηση του επί του θέματος συνεκτιμώντας το τι αποκόμισε από τις συνεντεύξεις και εντάσσοντας το στο ευρύτερο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης.

 

        Άλλωστε, η υποχρέωση του Δικαστηρίου είναι να ακούσει το παιδί και να συνεκτιμήσει τη θέση του, εφόσον είναι βάσιμη και ειλικρινής και όχι καθοδηγούμενη ή προς ικανοποίηση του γονέα με τον οποίο διαμένει. Δεν είναι υπόχρεο να την ακολουθήσει, αφού κυρίαρχη και καθοριστική παράμετρος παραμένει το συμφέρον του παιδιού, όπως το Δικαστήριο θα αποφασίσει ότι εξυπηρετείται καλύτερα (Γ.Δ. ν. Α.Β., ECLI:CY:DOD:2022:22, Έφεση Αρ. 1/2022 (σχ. 2/2022), ημερομηνίας 7.7.2022).

 

        Συνακόλουθα, και ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

        Τέλος, και ο έβδομος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός, για τον απλούστατο λόγο ότι το συγκεκριμένο έγγραφο ουδεμία σχέση φαίνεται να είχε με την υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση, αλλά αφορούσε την κυρίως διαδικασία. Παρατηρείται δε, εν πάση περιπτώσει, ότι το περιεχόμενο του πρακτικού του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 4.11.2022, επιεικώς, στερεί τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης από οποιοδήποτε έρεισμα, είτε πραγματικό, είτε νομικό.

 

        Απορρίπτεται και ο έβδομος λόγος έφεσης.

 

        Η έφεση απορρίπτεται στην ολότητά της και η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επικυρώνεται.

 

Δεδομένου ότι η καθ’ ης η αίτηση συγκατατέθηκε στην έκδοση του διατάγματος και δεν απαιτείτο η εμφάνισή της στην έφεση και δεδομένων των προνοιών του Διαδικαστικού Κανονισμού 3/2014, Καν.6, κρίνουμε ότι η ορθότερη διαταγή ως προς τα έξοδα είναι κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδα της.

 

 

 

 

 

 

                                                        Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                        Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                        Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο