ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. E109/2021)

 

11 Ιανουαρίου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

1.  Χαράλαμπος Κολοκοτρώνης 

2.  Νεόφυτος Κολοκοτρώνης

3.  Γεωργία Κολοκοτρώνη

Εφεσείοντες

ν.

1.  Χαράλαμπος Κολοκοτρώνης

2.  Γεώργιος Κολοκοτρώνης

3.  Αναστάσιος Κολοκοτρώνης

4.  Δέσποινα Κολοκοτρώνη

5.  Kolokotronis N.Y. Recycling Ltd

Εφεσίβλητοι

--------------------

 

Μιχ. Χατζητζιοβάνης  για Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσείοντες.

Σέργης Χατζησέργης για Ανδρέας Χατζησέργης Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσίβλητους.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ. Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία εγκρίθηκε κατάλογος εξόδων που υπολογίστηκε από τον Πρωτοκολλητή κατόπιν διαταγής του Δικαστηρίου. Τα έξοδα αφορούσαν ενδιάμεση αίτηση τροποποίησης δικογράφων των εφεσειόντων – εναγόντων στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας, η οποία αποσύρθηκε και κατά συνέπεια απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο με ταυτόχρονη διαταγή για καταβολή των εξόδων της αίτησης από τους εφεσείοντες - αιτητές. Τα έξοδα υπολογίστηκαν από τον Πρωτοκολλητή και εγκρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο ποσόν των €6.499,00 πλέον €1.249,00 ΦΠΑ πλέον €6,00 πραγματικά έξοδα.

 

Οι εφεσείοντες διαφωνούν με το πιο πάνω ποσό εξόδων. Αφού εξασφάλισαν στις 18/3/2021 άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο, στην συνέχεια καταχώρισαν την παρούσα έφεση κατά της διαταγής του πρωτόδικου Δικαστηρίου για έγκριση του εν λόγω ποσού.

Να σημειώσουμε ότι όπως προκύπτει από τις δηλώσεις των συνηγόρων ενώπιον μας, μεγάλο μέρος του εν λόγω ποσού, ήτοι €6.500,00 πληρώθηκε ήδη στους εφεσίβλητους, στο πλαίσιο καταχώρισης εντάλματος εκποίησης κινητής περιουσίας. Ο συνήγορος των εφεσίβλητων δήλωσε ότι δεν θα επιμένει στην είσπραξη του υπολοίπου ποσού, σε περίπτωση απόσυρσης της παρούσας έφεσης. Όμως ο συνήγορος των εφεσειόντων μετά από συνεννόηση με τους πελάτες του, δήλωσε ότι θα επιμένει στην έφεση αφού εξακολουθεί να θεωρεί εσφαλμένο τον υπολογισμό των εξόδων που ενέκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο συνήγορος των εφεσειόντων ανέφερε επίσης στην αγόρευση του ότι η πληρωμή του εν λόγω ποσού, έγινε προκειμένου να μην εκτελεστεί το ένταλμα εκποίησης κινητής περιουσίας και αφού προηγουμένως δόθηκε δέσμευση από τον δικηγόρο των εφεσιβλήτων ότι σε περίπτωση επιτυχίας της παρούσας έφεσης, το ποσό αυτό θα επιστραφεί.

 

Στην  Οδυσσέως ν. Σπύρος & Νίκος Χ” Παναγιώτου ΛΤΔ Πολ. Έφεση 38/2014 ημ. 01/06/2021, ECLI:CY:AD:2021:A213 όπου εφεσιβλήθηκε απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία εγκρίθηκε υπολογισμός εξόδων από τον Πρωτοκολλητή, λέχθηκε ότι ο καθορισμός των εξόδων, εμπίπτει εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτοκολλητή, η φύση της οποίας δεν διαφέρει από εκείνη οποιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου (βλ. Annual Practice (1960) σελ. 1944 και Pavlos Varellas Trading Co Ltd  κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. σελ. 398).

 

Στην ίδια υπόθεση έγινε παραπομπή στο πιο κάτω απόσπασμα από την Αγγλική υπόθεση Brown v. Sewell [1880-1881] 16 Ch. D, 517, αναφορικά με τις αρχές που επιτρέπουν την επέμβαση του Δικαστηρίου στο ποσό των ψηφισθέντων εξόδων από τον Πρωτοκολλητή:

 

«...the rule is a most valuable one, that the Court will not interfere with the decision of the taxing master in a question of amount, unless a gross mistake has been made.  If that were not so, a large part of the time of the High Court and of the Court of Appeal would be occupied with questions of taxation»

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«... ο κανόνας είναι άκρως πολύτιμος και το Δικαστήριο δεν θα επέμβει στην απόφαση του Πρωτοκολλητή αναφορικά με το ύψος των εξόδων, εκτός αν έχει διαπραχθεί κατάφωρο σφάλμα.  Αν αυτό δεν ήταν έτσι ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Εφετείου θα καταλαμβανόταν με ερωτήματα ψήφισης εξόδων.»

 

 

Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε στην Αγγλική υπόθεση Gorfin v. Odhams Press Ltd [1958] 1 W.L.R. 314, στην οποία τονίστηκε ότι ως θέμα πρακτικής το Δικαστήριο σπάνια επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτοκολλητή, εκτός μόνο σε εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες φαίνεται ότι έκδηλα ο Πρωτοκολλητής έχει ενεργήσει εσφαλμένα πάνω σε θέμα αρχής.  

 

Η διαδικασία αμφισβήτησης της έγκρισης υπολογισμού εξόδων με έφεση ενώπιον του Εφετείου, έχει εντούτοις δεχθεί κριτική από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Χωματένος ν. Γεωργίου κα, Πολ. Αίτηση 6/18 ημ. 4.5.2018. Η υπόθεση αφορούσε αίτημα για παροχή αδείας με σκοπό την καταχώρηση έφεσης εναντίον απόφασης του Ε.Δ. Λάρνακας, με την οποία εγκρίθηκε κατάλογος εξόδων που υπολογίστηκε από τον Πρωτοκολλητή. Έγινε διαφοροποίηση της διαδικασίας του υπολογισμού εξόδων από την διαδικασία ψήφισης (taxation) που καθορίζει η Δ.59 ΘΘ 14 και 16 των παλαιών Θεσμών. Αφού τονίστηκε ότι η έννοια του υπολογισμού είναι άγνωστη στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, λέχθηκε στην συνέχεια ότι ο υπολογισμός ισοδυναμεί με κατευθείαν διαταγή του Δικαστηρίου ως προς τα έξοδα όπως αυτά τελικά εγκριθούν από το Δικαστήριο, αφού αυτό βοηθηθεί από τον Πρωτοκολλητή. Ο υπολογισμός όμως των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή δεν έχει αυτόνομη ή τελική ισχύ αλλά πρέπει να υποβάλλεται για έγκριση προς το Δικαστήριο που έχει την οριστική ευθύνη στο θέμα.

 

Αντιθέτως η επιψήφιση εξόδων (taxation) σύμφωνα με την Δ.59 ΘΘ 14 & 16 των παλαιών Θεσμών είχε την έννοια της παρουσίασης και των δύο πλευρών ενώπιον του Πρωτοκολλητή, ώστε όπου υπάρχουν διαφωνίες να είναι σε θέση να εκδώσει σχετική απόφαση και πιστοποιητικό, (certificate), το  οποίο μάλιστα δύναται εντός επτά ημερών, κατά τον Θ.17, να τύχει αναθεώρησης από το Δικαστήριο σε σχέση με οποιοδήποτε συγκεκριμένο κονδύλι για το οποίο υπήρξε αντιπαράθεση και διαφωνία κατά την διαδικασία επιψήφισης ενώπιον του Πρωτοκολλητή. Το εν λόγω πιστοποιητικό του Πρωτοκολλητή, ως προς όλα εκείνα τα κονδύλια για τα οποία δεν υπήρξε ένσταση, είναι τελεσίδικο. 

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Χωματένος (ανωτέρω), διερωτήθηκε κατά πόσον επί μη ασκηθείσας έφεσης επί της ουσίας, υπάρχει αυτοτελές δικαίωμα αναθεώρησης από το Εφετείο, του εγκριθέντος πλέον ποσού από το Δικαστήριο.  Λέχθηκε ότι η περίπτωση δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της Δ.35 Θ.20, η οποία έχει διαφορετικό σκοπό και αφορά σε γενικότερη λανθασμένη διαταγή του Δικαστηρίου ως προς το ποιος θα επωμισθεί τα έξοδα με την τελεσφόρηση της αγωγής ή από διαταγή που έχει ληφθεί «on taxation or review of taxation».

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο διαφοροποιήθηκε από άλλες αποφάσεις όπου δόθηκε άδεια για έφεση σε αποφάσεις πρωτόδικων Δικαστηρίων που ενέκριναν καταλόγους εξόδων που υπολογίστηκαν από τον Πρωτοκολλητή (βλ. μεταξύ άλλων Μιχαήλ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1275). Ανέφερε ότι η Δ.35 Θ.20 δεν είχε την έννοια της παροχής άδειας από το Εφετείο σε περιπτώσεις όπως η παρούσα ώστε το ίδιο το Εφετείο να καθίσταται στην ουσία επιτετραμμένος Πρωτοκολλητής για την επιψήφιση εξόδων, εισερχόμενο δηλαδή, σε κάθε ένα των κονδυλίων που τέθηκαν ενώπιον του Πρωτοκολλητή και του Δικαστηρίου προς έγκριση και τα οποία τελικώς εγκρίθηκαν.

 

Τέλος, εντοπίζοντας κενό στους Θεσμούς σε σχέση με το πιο πάνω ζήτημα, το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Χωματένος (ανωτέρω), αναφέρει τα εξής:

 

«Δεν είναι δυνατόν διά του μηχανισμού του υπολογισμού εξόδων που επικράτησε να ακολουθείται σε πολλές περιπτώσεις, η αμφισβήτηση του ποσού να αναθεωρείται από το ίδιο το Εφετείο, χωρίς δηλαδή, να προσφέρεται ο μηχανισμός αναθεώρησης των εξόδων, κονδύλι προς κονδύλι όσων τουλάχιστον αμφισβητούνται, από το ίδιο το Επαρχιακό Δικαστήριο που εκδίκασε την υπόθεση και γνωρίζει πλήρως τα γεγονότα. Το όποιο κενό στους Θεσμούς πρέπει να αντιμετωπιστεί με σχετική τροποποίηση.»

    

 

Ανεξαρτήτως των νομολογηθέντων στην υπόθεση Χωματένος (ανωτέρω), στην παρούσα υπόθεση όπως προαναφέρθηκε, δόθηκε στις 18.3.21 άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο για την καταχώριση έφεσης εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εγκρίνει τον υπολογισμό εξόδων από τον Πρωτοκολλητή. Ως εκ τούτου, το παρόν Εφετείο υποχρεούται να εξετάσει τους υπό κρίση λόγους έφεσης όπως παρουσιάζονται στην ειδοποίηση έφεσης. Να σημειώσουμε επίσης ότι πέραν της αμφισβήτησης συγκεκριμένων κονδυλίων του καταλόγου εξόδων, αμφισβητείται με την παρούσα έφεση και η ίδια η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επωμισθούν όλα τα έξοδα οι εφεσείοντες. Στοιχείο που εμπίπτει στην εμβέλεια της Δ.35 Θ.20 που καθορίζει την εξουσία του Εφετείου να δώσει υπό προϋποθέσεις άδεια για καταχώριση έφεσης εναντίον της διαταγής του Δικαστηρίου ως προς το ποιος διάδικος θα επωμισθεί τα έξοδα.

 

Ενόψει των πιο πάνω θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης, έχοντας υπόψη μεταξύ άλλων την υπόθεση Οδυσσέως (ανωτέρω), συνυπολογίζοντας και την γενικότερη νομολογιακή αρχή για την επιδίκαση εξόδων υπέρ του επιτυχόντος διαδίκου (Βλ. Phylactou ν. Michael (1982) 1 CLR 204). Να σημειώσουμε όμως ότι η Οδυσσέως (ανωτέρω) αποφασίστηκε στην βάση των δικών της περιστατικών και με παραπομπή στις δικονομικές πρόνοιες που αφορούν την επιψήφιση εξόδων (βλ. Δ.59 ΘΘ15-18) και ως εκ τούτου δεν αποτελεί νομολογιακό προηγούμενο για τις περιπτώσεις υπολογισμού εξόδων.

 

Η παρούσα έφεση στηρίζεται σε 8 συνολικά λόγους έφεσης. Θα εξετάσουμε στην συνέχεια ξεχωριστά τον καθένα από αυτούς, έχοντας υπόψη την προαναφερθείσα νομολογία και τις εισηγήσεις των διαδίκων όπως προκύπτουν από τα περιγράμματα και τις προφορικές αγορεύσεις τους ενώπιον μας.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα δόθηκαν έξοδα για περισσότερες από μία φορά εμφανίσεις για οδηγίες στην ενδιάμεση αίτηση αφού όπως ορίζεται στον Περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (αρ.5) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2017 (3/17), έξοδα για οδηγίες επιτρέπονται μόνο για μία εμφάνιση.

 

Η πιο πάνω θέση δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με τον εν λόγω Διαδικαστικό Κανονισμό στην σημείωση 12 όπου αναφέρονται οι εμφανίσεις για οδηγίες σε αγωγές, επιτρέπεται αμοιβή μόνο για μια εμφάνιση οδηγιών σε διαδικασία αγωγής. Είναι σαφές ότι η εν λόγω πρόνοια αναφέρεται σε εμφάνιση για οδηγίες σε αγωγή και όχι σε ενδιάμεση αίτηση όπως είναι η παρούσα περίπτωση. Εξ’ άλλου σύμφωνα με τους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας δεν προβλεπόταν εμφάνιση για οδηγίες σε ενδιάμεσες αιτήσεις. Δυνάμει της Δ.48 Θ.4.(1), ο καθ’ ου η αίτηση όφειλε να καταχωρίσει ένσταση δύο ημέρες πριν την πρώτη εμφάνιση στο Δικαστήριο, προκειμένου το Δικαστήριο να είναι σε θέση να ακούσει την αίτηση άμεσα. Το γεγονός ότι στην πράξη καθιερώθηκε να ζητά ο καθ’ ου η αίτηση χρόνο για ένσταση και το Δικαστήριο να ορίζει την αίτηση σε άλλη ημερομηνία για τον σκοπό αυτό, δεν σημαίνει ότι η εν λόγω εμφάνιση έχει την έννοια των οδηγιών της αγωγής που καθορίζεται στον εν λόγω Διαδικαστικό Κανονισμό. Αντιθέτως στην σημείωση 10 του εν λόγω Διαδικαστικού Κανονισμού, γίνεται λόγος για επιδίκαση εξόδων για «εμφάνιση σε αιτήσεις» χωρίς να γίνεται αναφορά σε εμφάνιση οδηγιών και χωρίς να καθορίζεται οιοσδήποτε περιορισμός για επιδίκαση μόνο μιας εμφάνισης, όπως συμβαίνει με τις οδηγίες στην κυρίως αγωγή.

 

Ως αποτέλεσμα δεν εντοπίζεται λάθος στην επιδίκαση εξόδων σε  περισσότερες της μιας εμφανίσεων σε ενδιάμεση αίτηση, προτού η αίτηση προχωρήσει σε ακρόαση και η ενδιάμεση απόφαση επιφυλαχθεί.

 

Ενόψει τούτου, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ενέκρινε τα έξοδα όλων των δικασίμων υπέρ των εφεσίβλητων χωρίς να έχει γίνει οιαδήποτε μνεία κατά τις δικασίμους, και χωρίς να διευκρινιστεί αν πρόκειται για έξοδα στην πορεία ή για έξοδα υπέρ ή εναντίον ενός εκ των διαδίκων.

 

Ούτε αυτή η θέση ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην τελική του διαταγή όταν απέρριψε την αίτηση ως αποσυρθείσα από τους εφεσείοντες, διέταξε όπως τα έξοδα της αίτησης επιδικαστούν προς όφελος των εφεσιβλήτων. Η διαταγή αυτή αφορούσε τα έξοδα όλων των δικασίμων αφού δεν γίνεται καμία μνεία για το αντίθετο. Να σημειωθεί δε ότι σε καμία εμφάνιση πριν την απόσυρση, το Δικαστήριο δεν επιδίκασε έξοδα υπέρ των εφεσειόντων αλλά παρέμεινε σιωπηρό πλην μιας περίπτωσης, όπου τα έξοδα ήταν στην πορεία αλλά όχι εναντίον των εφεσιβλήτων.

 

Στο Annual Practice 1958 στην σελίδα 1908, γίνεται σχετική αναφορά στις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο παραμένει σιωπηρό σε μια εμφάνιση ως προς τα έξοδα. Αναφέρεται ειδικότερα ότι ως προς την αποτυχία της αίτησης, ο διάδικος που ενίσταται δικαιούται αυτά τα έξοδα (costs in cause) αφού είναι επιτυχών διάδικος.

 

Ανεξαρτήτως τούτου, από την στιγμή που το Δικαστήριο στην τελική του διαταγή επεδίκασε όλα τα έξοδα της αίτησης υπέρ του εφεσιβλήτου, χωρίς να προβεί σε ειδική μνεία για τις δικασίμους που προηγήθηκαν δεν τίθεται ζήτημα λανθασμένης συμπερίληψης στα έξοδα της αίτησης, όλων των εμφανίσεων ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Για τους πιο πάνω λόγους και ο 2ος λόγος έφεσης, κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, αμφισβητείται ως λανθασμένη η επιδίκαση εξόδων  για συγκεκριμένες εμφανίσεις, οι οποίες κατά τους εφεσείοντες θα έπρεπε να λογιστούν ως εμφανίσεις στην κυρίως αγωγή και όχι στην ενδιάμεση αίτηση τροποποίησης δικογράφων.

 

Συγκεκριμένα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την πρώτη εμφάνιση στην αίτηση ημερ. 21/02/2018, ήτοι στις 20/04/2018 και λαμβάνοντας υπόψη τη θέση του Επίσημου Παραλήπτη που εμφανιζόταν για την εναγόμενη εταιρεία 6, ότι θα έπρεπε να διευκρινιστεί το ζήτημα της ιδιοκτησίας του ακινήτου, ανέφερε πως όντως θα πρέπει να διερευνηθεί το εν λόγω ζήτημα και ακολούθως το Δικαστήριο να εξετάσει το θέμα της τροποποίησης. Στις επόμενες εμφανίσεις, ήτοι στις 11/05/18, 22/06/18, 22/10/18, 12/11/18, 5/12/18 και 6/02/19, συζητήθηκε η επίλυση των ζητημάτων της αγωγής, χωρίς να γίνεται οιαδήποτε αναφορά ως προς τη πορεία της αίτησης τροποποίησης ημερ. 21/02/2018. Κατά τους εφεσείοντες, η οιαδήποτε επιδίκαση εξόδων για τις εν λόγω εμφανίσεις, για τις οποίες εν πάση περιπτώσει δεν έγινε μνεία της αίτησης πλην της εμφάνισης στις 11/05/2018, αφορούσαν έξοδα αγωγής και όχι έξοδα της αίτησης.  

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, αναφέρεται ξεκάθαρα ότι οι εμφανίσεις αυτές έγιναν στο πλαίσιο της αίτησης τροποποίησης ημ. 21/02/2018. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα όχι μόνο γιατί συνιστούσαν αναβολές της πρώτης εμφάνισης της αίτησης τροποποίησης αλλά και από την επικεφαλίδα των πρακτικών όπου γίνεται σαφής αναφορά ότι αυτά συντάχθηκαν για την αίτηση ημ. 21/02/2018. Το γεγονός ότι ζητήθηκε χρόνος για επίλυση ζητημάτων της αγωγής που θα επηρέαζαν την πορεία της αίτησης, δεν μετατρέπει τις εμφανίσεις αυτές σε εμφανίσεις στο πλαίσιο της κυρίως αγωγής.

 

Για τους πιο πάνω λόγους και ο τρίτος λόγος έφεσης, κρίνεται ως αβάσιμος και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης,  οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε τα έξοδα όλων των εμφανίσεων στην αίτηση ημερ. 21/02/2018 υπέρ των εφεσίβλητων, χωρίς να λάβει υπόψη την καθυστέρηση που προκάλεσαν στην καταχώριση της ένστασης τους, και χωρίς να λάβει υπόψη ότι πρόκειται για έξοδα που προκλήθηκαν εξ υπαιτιότητας της συμπεριφοράς τους, τα οποία καλούνται να πληρώσουν οι εφεσείοντες.

 

Γίνεται αναφορά επί του προκειμένου, στην παράλειψη των εφεσιβλήτων να καταχωρίσουν την ένσταση τους δύο ημέρες πριν την πρώτη εμφάνιση της αίτησης όπως προβλέπεται στην Δ.48 Θ.4(1) των παλαιών Θεσμών. Αντιθέτως, από τις 20/04/2018 που ήταν η πρώτη εμφάνιση στην αίτηση, καταχώρισαν την ένσταση τους στις 15/05/2019. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη τη συμπεριφορά των εφεσιβλήτων κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας στην επιδίκαση των εξόδων, οι οποίοι με την αδικαιολόγητη καθυστέρηση τους στην μη καταχώριση της ένστασης, προκάλεσαν αχρείαστες εμφανίσεις και κατ' επέκταση, αχρείαστα έξοδα.

 

Επιπρόσθετα δεν πρέπει σύμφωνα με τους εφεσείοντες, να παραγνωριστεί το γεγονός ότι στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρξε επιτυχών διάδικος που αναμφίβολα θα είχε δικαίωμα στα έξοδα αλλά η αίτηση αποσύρθηκε, γεγονός το οποίο επίσης δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Σχετικός με τις πιο πάνω θέσεις είναι και ο πέμπτος λόγος έφεσης, με τον οποίο οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ενέκρινε τα έξοδα της διαδικασίας υπέρ των εφεσιβλήτων, τα οποία καλούνται να πληρώσουν οι εφεσείοντες αφού αυτά προκλήθηκαν χωρίς επαρκή λόγο από την πλευρά των εφεσιβλήτων.

 

Δεν συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις των εφεσειόντων. Είναι βέβαια γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι δεν καταχώρισαν την ένσταση τους, δύο ημέρες πριν την πρώτη εμφάνιση της αίτησης ως όφειλαν δυνάμει της Δ.48 Θ.4 (1). Όμως την εν λόγω ημερομηνία σύμφωνα με το πρακτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι εφεσείοντες δεν έφεραν ένσταση στην παραχώρηση χρόνου για ένσταση και για να διερευνηθούν κάποια επίδικα θέματα ούτε και ζήτησαν τα έξοδα της πρώτης εμφάνισης της αίτησης. Το ίδιο έγινε και τις επόμενες ημερομηνίες όπου οι εφεσίβλητοι ζήτησαν περαιτέρω χρόνο για καταχώριση ένστασης. Να σημειωθεί δε, ότι πλείστες από τις πιο πάνω αναβολές, ζητήθηκαν από κοινού προκειμένου να διερευνηθούν ζητήματα που σχετίζονταν με την αγωγή και τα οποία όπως λέχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα επηρέαζαν την πορεία της αίτησης.

 

Δεν είναι ορθή ως εκ τούτου η θέση ότι για την καθυστέρηση εκδίκασης της αίτησης, ευθύνη φέρουν αποκλειστικά οι εφεσίβλητοι.

 

Δεν συμφωνούμε επίσης με την θέση των εφεσειόντων ότι στην υπό κρίση αίτηση δεν υπήρξε επιτυχών διάδικος. Από την στιγμή που ζητήθηκε και δόθηκε άδεια για απόσυρση της αίτησης, η οποία απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αποσυρθείσα, είναι σαφές ότι αυτή είχε αποτύχει. Ως αποτέλεσμα, επιτυχών διάδικος στην υπό κρίση αίτηση ήταν οι εφεσίβλητοι. Με δεδομένο ότι δεν προέκυψε από τα πρακτικά του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι να ευθύνονται για την καθυστέρηση στην εκδίκαση της αίτησης ούτε και διατάχθηκαν στην καταβολή εξόδων για καμία προηγούμενη εμφάνιση, το Δικαστήριο είχε στο πλαίσιο της διακριτικής του εξουσίας όπως και έπραξε, δικαίωμα να επιδικάσει όλα τα έξοδα της αίτησης υπέρ τους αφού ήταν οι επιτυχόντες διάδικοι.

 

Το Δικαστήριο οφείλει βάσει του Άρθρου 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 (όπως τροποποιήθηκε) να ασκήσει δικαστικά τη διακριτική του εξουσία ως προς την επιδίκαση εξόδων. Σχετική είναι η υπόθεση Pούσος Mάριος κα (1999) 1 Α.Α.Δ 360 στην οποίας λέχθηκαν τα εξής από το Ανώτατο Δικαστήριο:

 

 «Η ευχέρεια αυτή ασκείται δικαστικά με αναφορά στους εσωγενείς παράγοντες της δίκης που περιλαμβάνουν το αποτέλεσμα της υπόθεσης και κάθε γεγονός που άπτεται του χειρισμού της από τους διαδίκους, όπως εξηγείται στη Θρασυβούλου v. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12. Εφόσον το σφάλμα, το οποίο επικαλείται ο αιτητής, υπέρ του αιτήματός του, ανάγεται σε εσωγενή παράγοντα, το Δικαστήριο δεν επιτρέπει την έφεση.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση δεν διαπιστώνουμε να έχει ληφθεί υπόψη εξωγενής παράγοντας από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, αφού τα έξοδα επιδικάστηκαν στον επιτυχόντα διάδικο. Επομένως δεν θεωρούμε ότι χωρεί επέμβαση μας στο ζήτημα αυτό.

 

Ως εκ των πιο πάνω, και οι λόγοι έφεσης 4 και 5 κρίνονται ως αβάσιμοι και απορρίπτονται.

Με τον έκτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε τόκους επί του ποσού των εξόδων από το 2008, ενώ η αίτηση για την οποία επιδικάστηκαν έξοδα, καταχωρίστηκε την 21/02/2018, και αποσύρθηκε την 27/06/2019.

 

Και αυτός ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Είναι σαφές ότι στον υπό κρίση κατάλογο εξόδων που υπολόγισε ο Πρωτοκολλητής δεν γίνεται καμία αναφορά για τόκο. Ο νόμιμος τόκος επί των εξόδων, καθορίζεται δυνάμει του Άρθρου 33.2 του Περί Δικαστηρίων Νόμου που στην παρούσα περίπτωση ξεκινά από την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης που είναι η 21/2/2018.

 

Είναι γεγονός ότι κατά την σύνταξη της απόφασης (drawn up), λανθασμένα αναγράφεται η επιδίκαση τόκου από την 21/02/2008 αντί της 21/02/2018. Όμως στην αναγραφή της εν λόγω λανθασμένης ημερομηνίας στο συνταγμένο διάταγμα δεν συμμετείχε καθόλου ο Πρωτοκολλητής κατά τον υπολογισμό των εξόδων ούτε βέβαια και το Δικαστήριο κατά την έγκριση του υπολογισμού αφού όπως προαναφέρθηκε στα έξοδα που υπολογίστηκαν δεν αναγράφεται ο τόκος.

 

Παρά ταύτα, οι εφεσίβλητοι αναγνώρισαν μέσω της αγόρευσης του δικηγόρου τους το λάθος και ζήτησαν από τον Πρωτοκολλητή όπως διορθωθεί, με σχετική επιστολή ημερομηνίας 26/3/2021, η οποία έχει κατατεθεί στο φάκελο της υπόθεσης. Ως αποτέλεσμα το ζήτημα δεν υφίσταται πλέον.

 

Ενόψει των πιο πάνω, και ο έκτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τους λόγους έφεσης επτά και οκτώ, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι λανθασμένα επιδικάστηκαν έξοδα εναντίον τους αφού αυτά προκλήθηκαν εξ υπαιτιότητας των ίδιων των εφεσιβλήτων και τα οποία καλούνται να καταβάλουν οι εφεσείοντες. Επίσης πέραν του γεγονότος ότι δεν γίνεται ειδική μνεία για τα έξοδα σε κάθε ξεχωριστή ημερομηνία, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη το αποτέλεσμα της δίκης αυτό καθ' εαυτό χωρίς να ληφθούν υπόψη τα γεγονότα τα οποία σχετίζονται με χειρισμούς της υπόθεσης που έγιναν από τους εφεσίβλητους.

 

Ουσιαστικά με τους λόγους έφεσης επτά και οκτώ, επαναλαμβάνονται οι ισχυρισμοί των λόγων έφεσης ένα έως πέντε, οι οποίοι έχουν απορριφθεί για τους λόγους που αναλυτικά εξηγήσαμε πιο πάνω.

 

Ενόψει τούτου, η έφεση απορρίπτεται στο σύνολο της, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.  

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο