ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. Ε129/22)

 

18 Ιανουαρίου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

Hellenic Public Company Limited

Εφεσείουσα

ν.

Δημητράκης Αναστασίου

Εφεσίβλητος

 

Για εφεσείουσα: κα Αρίστη Κορακίδου Μακρίδου δια Aristi Korakidou Makridou LLC

Για εφεσίβλητο: κα Αργυρώ Χαραλάμπους για Argiro S. Charalambous LLC

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ. Με την παρούσα έφεση, η εφεσείουσα Τράπεζα αμφισβητεί την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της για παραμερισμό επιβολής διατάγματος Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής (ΠΣΑ) για τον εφεσίβλητο, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των προνοιών του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου 65(Ι)/2015.

Η πρωτόδικη διαδικασία

Ο εφεσίβλητος στην βάση του Άρθρου 32 του Νόμου 65(Ι)/15, εξασφάλισε στις 29/07/21 μονομερώς, διάταγμα από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου με το οποίο διατάσσεται η επιβολή στους πιστωτές του, Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής (ΠΣΑ) που η εφεσείουσα είχε απορρίψει προηγουμένως στις 09/07/21, σε Γενική Συνέλευση των πιστωτών του εφεσίβλητου. Στην συνέχεια η εφεσείουσα καταχώρισε στο πρωτόδικο Δικαστήριο αίτηση δυνάμει του Άρθρου 72(5) του Νόμου 65(Ι)/15, με την οποία ζητούσε τον παραμερισμό του πιο πάνω διατάγματος επιβολής του ΠΣΑ.

Υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων πρωτοδίκως από την εφεσείουσα ότι ο χρεώστης δεν είναι επιλέξιμος για συμμετοχή σε ΠΣΑ επειδή την 04/10/17 ο ίδιος και η σύζυγος του, μεταβίβασαν χωρίς αντιπαροχή όλες τις μετοχές της εταιρείας Demetris Anastasiou Insurance Sub-Agents Limited που κατείχαν στη θυγατέρα τους, Ελίνα Αναστασίου. Από την εταιρεία αυτή, ο εφεσίβλητος λάμβανε μισθό €1000 το μήνα. Κατά την εφεσείουσα, ο εφεσίβλητος δεν αδυνατούσε να πληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και μετά αλλά λόγω δικών του ενεργειών και επιχειρηματικών επιλογών. Επίσης δεν αποδείχθηκε η μείωση των εισοδημάτων του κατά το χρόνο υποβολής του ΠΣΑ κατά 25% σε σχέση με τα εισοδήματα του το 2009 αφού οι καταστάσεις των Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν δείχνουν τα εισοδήματα του κατά το 2021.

Προβλήθηκε επίσης πρωτοδίκως από την εφεσείουσα, η θέση ότι με το επιβαλλόμενο ΠΣΑ, θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά επειδή θα αναγκαστεί να διαγράψει ολόκληρο το χρέος και θα λάβει λιγότερα από ότι στην περίπτωση πτώχευσης του χρεώστη. Επίσης ενδεχομένως να απαλλαγεί και η εγγυήτρια σύζυγος του χρεώστη από τις εξ' εγγυήσεως υποχρεώσεις της.

Ο εφεσίβλητος – χρεώστης ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν πληρείται κανένας από τους λόγους τους οποίους θέτει το Άρθρο 65(α) έως 65(ζ) του Νόμου 65(Ι)/15 αναφορικά με τους λόγους που πιστωτής μπορεί να προσβάλει την έναρξη ισχύος ΠΣΑ.

Ανέφερε επιπλέον ότι το διάταγμα επιβολής ημερομηνίας 29/07/21 θέτει την εφεσείουσα στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν αν η περιουσία του διατίθετο σύμφωνα με τον περί Πτωχεύσεως Νόμο αφού σε περίπτωση πτώχευσης και πάλι δεν θα ελάμβανε οποιοδήποτε ποσό λόγω των ανεξασφάλιστων χρεών του εφεσίβλητου σε αυτήν. Ο εφεσίβλητος παραδέχεται ότι η εφεσείουσα ως ανεξασφάλιστη δεν θα λάβει οποιοδήποτε ποσό με το ΠΣΑ όμως ισχυρίζεται ότι δεν θα λάμβανε ούτως ή άλλως και στην περίπτωση πτώχευσης του και ως εκ τούτου θα είναι στην ίδια θέση.

Σύμφωνα με τον εφεσίβλητο, η εφεσείουσα κατέστη ανεξασφάλιστη επειδή η ίδια ενεργοποίησε την διαδικασία απόκτησης και απέκτησε όλη την ακίνητη ιδιοκτησία του, η οποία ήταν υποθηκευμένη για σκοπούς εξασφάλισης των δανείων, δυνάμει των διατάξεων του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου. Μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που κατέχει ο εφεσίβλητος είναι η κύρια κατοικία του, την οποία προσπαθεί να διατηρήσει μέσω του ΠΣΑ.

Επίσης σύμφωνα με τον εφεσίβλητο, η εφεσείουσα δεν θα μπορούσε να στραφεί νομικά εναντίον του και της συζύγου του και να καταχωρήσει αίτηση για ακύρωση κάποιων μεταβιβάσεων αφού με την αναδιάρθρωση των δανείων που είχε με την σύζυγο του, τα ακίνητα που περιγράφονται στην παράγραφο 5 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση, συμφωνήθηκε να μεταβιβαστούν στη θυγατέρα τους και ταυτόχρονα υποθηκεύτηκαν στη ΣΕΔΙΠΕΣ για σκοπούς εξασφάλισης των δανείων με την προσθήκη της θυγατέρας τους ως συνοφειλέτιδας.

Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι η μεταβίβαση των μετοχών της εταιρείας Demetris Anastasiou Insurance Sub-Agents Limited στην θυγατέρα του, έγινε γιατί σύμφωνα με την νομοθεσία όπως έχει τροποποιηθεί, οι μέτοχοι  ή τα άτομα που διαχειρίζονται μια ασφαλιστική εταιρεία πρέπει να κατέχουν άδεια ασφαλιστικού συμβούλου και τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγος του δεν κατείχαν αυτά τα προσόντα.

Έχοντας υπόψη τους πιο πάνω ισχυρισμούς των διαδίκων, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την υπό κρίση αίτηση της εφεσείουσας για ακύρωση του διατάγματος επιβολής του ΠΣΑ για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση του ημ. 31/05/22. Κρίθηκε μεταξύ άλλων ότι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι με την επιβολή του επίδικου διατάγματος θα βρεθεί σε χειρότερη θέση, στηρίζεται σε πιθανολογήσεις και αστήρικτους ισχυρισμούς και έτσι η εφεσείουσα δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης όπως είχε υποχρέωση για τις εν λόγω θέσεις της.

Κρίθηκε επίσης πρωτοδίκως ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε πως ο εφεσίβλητος ενήργησε με κακή πίστη. Αναφέρθηκε ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλει η εφεσείουσα για την συμπεριφορά του εφεσίβλητου πριν την έκδοση του προστατευτικού διατάγματος, την μεταβίβαση των ακινήτων εκ μέρους της συζύγου του προς την θυγατέρα τους όπως και την μεταβίβαση των μετοχών προς την θυγατέρα τους, έχουν αιτιολογηθεί από τον εφεσίβλητο. Συγκεκριμένα οι ως άνω μεταβιβάσεις έγιναν στο πλαίσιο ενεργοποίησης της διαδικασίας απόκτησης της ακίνητης περιουσίας του χρεώστη και αναδιάρθρωση των δανείων. Διαδικασία στην οποία δεν αναφέρθηκε καθόλου η εφεσείουσα.

Αντιθέτως σύμφωνα με την πρωτόδική απόφαση, στους ισχυρισμούς που προέβαλε η εφεσείουσα, ο εφεσίβλητος απάντησε μέσα από την δική του ένορκη δήλωση με τεκμηριωμένες θέσεις οι οποίες παρέμειναν αναντίλεκτες και διαφοροποιούν την εικόνα που η εφεσείουσα προσπάθησε να δώσει στο Δικαστήριο μέσα από την αίτηση της για τη συμπεριφορά και τις ενέργειες του εφεσίβλητου, πριν την έκδοση του προστατευτικού διατάγματος.

Κρίθηκε ακόμη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του, δεν έχει αποδειχθεί ότι η εφεσείουσα με το ΠΣΑ δεν θα είναι σε καλύτερη θέση, στην οποία θα ήταν εάν η περιουσία του εφεσίβλητου διατίθετο σύμφωνα με τον Περί Πτωχεύσεως Νόμο.

Η παρούσα έφεση

Με την παρούσα έφεση, η εφεσείουσα αμφισβητεί με 11 λόγους έφεσης την πιο πάνω απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αμφισβητείται συγκεκριμένα η κατάληξη ότι ο εφεσίβλητος δεν έχει επιδείξει καλή πίστη διότι δεν αποκάλυψε πλήρως και ειλικρινώς τα εισοδήματα του και την πραγματική μείωση των εισοδημάτων του (1ος λόγος έφεσης), με την αναφορά σε «υποψία» της εφεσείουσας ως προς το ζήτημα αυτό (2ος λόγος έφεσης).

Προσβάλλεται επίσης το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε ότι θα ήταν σε καλύτερη θέση αν η περιουσία του εφεσίβλητου διατίθετο σύμφωνα με τον Περί Πτωχεύσεως Νόμου (3ος λόγος έφεσης) και ότι η θέση αυτή στηρίζεται σε πιθανολογήσεις και επομένως η εφεσείουσα δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης όπως είχε υποχρέωση (4ος λόγος έφεσης).

Στην ίδια βάση κινούνται και οι λόγοι έφεσης 5 και 6 όπου χαρακτηρίζεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν αναφέρει ποιο θα ήταν το άμεσο όφελος της στην περίπτωση πτώχευσης του εφεσίβλητου παρά μόνον περιορίζεται ότι σε τέτοια περίπτωση θα μπορούσαν να στραφούν εναντίον της συζύγου του σαν εγγυητή για καταδολιευτικές μεταβιβάσεις (5ος λόγος έφεσης) και στο εύρημα ότι η εφεσείουσα σε καμία από τις πιο πάνω περιπτώσεις δεν θα λάβει  οτιδήποτε από τον εφεσίβλητο (6ος λόγος έφεσης).

Οι λόγοι έφεσης 7 και 8 αφορούν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την μεταβίβαση της περιουσίας του εφεσίβλητου. Παρουσιάζεται ως εσφαλμένη η κατάληξη ότι οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου παρέμειναν αναντίλεκτοι για το ζήτημα των μεταβιβάσεων ακίνητης περιουσίας στη θυγατέρα του και ότι αυτή έγινε στο πλαίσιο επαναδανειοδότησης, με την θυγατέρα του ως συνοφειλέτιδα και ταυτόχρονα, τα ακίνητα υποθηκεύτηκαν στη ΣΕΔΙΠΕΣ (7ος λόγος έφεσης). Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι ο εφεσίβλητος επισύναψε μόνο επιστολές προσφοράς και όχι συμφωνίες δανείων και επομένως δεν αποδεικνύεται ότι η αναδιάρθρωση των δανείων υλοποιήθηκε. Επιπλέον με τον 8ο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως  εσφαλμένη η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου παρέμειναν αναντίλεκτοι ότι το ακίνητο που προσπαθεί να περισώσει, είναι η οικία του.

Με τον 9ο λόγο έφεσης αμφισβητείται η αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο του ισχυρισμού του εφεσίβλητου ότι η εφεσείουσα κατέστη ανεξασφάλιστη πιστωτής επειδή η ίδια ενεργοποίησε τη διαδικασία ανάκτησης και απέκτησε όλη την περιουσία του, η οποία ήταν υποθηκευμένη προς όφελος της για σκοπούς εξασφάλισης των δανείων.

Με τον 10ο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα που θεώρησε ως ορθό τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου ότι η μεταβίβαση των μετοχών της εταιρείας Demetris Anastasiou Insurance Sub-Agents Limited στη θυγατέρα του χωρίς αντιπαροχή, έγινε επειδή τροποποιήθηκε η νομοθεσία και ο ίδιος και η σύζυγος του δεν κατείχαν τα προσόντα.

Τέλος, με τον 11ο λόγο έφεσης, προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στους ισχυρισμούς που προέβαλε η εφεσείουσα, απαντά ο εφεσίβλητος μέσα από τη δική του ένορκη δήλωση με τεκμηριωμένες θέσεις, οι οποίες παρέμειναν αναντίλεκτες και διαφοροποιούν την εικόνα που η εφεσείουσα προσπάθησε να δώσει στο Δικαστήριο μέσα από την αίτηση της για τη συμπεριφορά και τις ενέργειες του εφεσίβλητου πριν την έκδοση του προστατευτικού διατάγματος.

Ο εφεσίβλητος με το περίγραμμα αγόρευσης του, αμφισβητεί όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς της εφεσείουσας και ισχυρίζεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο πολύ ορθά και αιτιολογημένα απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας. Αναφέρεται επίσης ότι οι πιο πάνω θέσεις της εφεσείουσας είναι εντελώς αντίθετες με το πνεύμα του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου 65(Ι)/2015. Ο Νομοθέτης με την ψήφιση και έγκριση του εν λόγω Νόμου, επιθυμούσε το ΠΣΑ να αποτελέσει ένα νέο μηχανισμό μέσω του οποίου να επιτρέπεται σε έναν αφερέγγυο χρεώστη, νοουμένου ότι πληροί ορισμένα κριτήρια, να πετύχει, υπό προϋποθέσεις, αναδιάρθρωση του χρέους του. Η αναδιάρθρωση του χρέους μέσω ΠΣΑ, μπορεί να διασφαλίσει την αποπληρωμή των πιστωτών και να διατηρηθεί όπου είναι εφικτό, η κύρια κατοικία. Ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις του Νόμου και ως εκ τούτου, ορθά απορρίφθηκαν πρωτοδίκως οι θέσεις της εφεσείουσας.

Νομική πτυχή- Οι πρόνοιες του Νόμου 65(Ι)/2015

Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης, θεωρούμε σκόπιμο να προβούμε σε μια γενική αναφορά στις πρόνοιες και τους σκοπούς του Νόμου 65(Ι)/2015 και ειδικότερα στις προϋποθέσεις που καθορίζει, προκειμένου να εγκριθεί και εφαρμοστεί, αίτημα για ΠΣΑ.

Η οικονομική κρίση που έπληξε την Κύπρο το 2012, οδήγησε στην αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ως αποτέλεσμα των οποίων δημιουργήθηκαν προβλήματα σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η πολιτεία έλαβε μια σειρά από έκτακτα ειδικά μέτρα, ένα από τα οποία ήταν η θέσπιση ειδικής νομοθεσίας και σχετικών κανονισμών αναφορικά με φυσικά πρόσωπα που κατέστησαν αφερέγγυα λόγω της οικονομικής κρίσης. Πρόκειται για τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015 (Ν.65(Ι)/2015) και τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2016 (5/2016).

Στο προοίμιο του Νόμου 65(Ι)/2015, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η ψήφιση κατέστη αναγκαία «επειδή οι χρεώστες επηρεαζόμενοι από τη μειωμένη οικονομική δραστηριότητα στη Δημοκρατία, αντιμετωπίζουν έκτακτες δυσκολίες για να ανταποκριθούν σε υποχρεώσεις που προκύπτουν από δάνεια που έχουν συνάψει και περιέρχονται ή κινδυνεύουν να περιέλθουν σε κατάσταση αφερεγγυότητας». Ως αποτέλεσμα ο Νομοθέτης έκρινε ότι «θα πρέπει να υποβοηθηθούν αφερέγγυοι χρεώστες να αντιμετωπίσουν τις οφειλές τους, περιλαμβανομένης και της δυνατότητας διαγραφής οφειλών, κάτω από κάποιες προϋποθέσεις και στη βάση καθορισμένης διαδικασίας, έτσι ώστε να αποφεύγεται η πτώχευση και να διευκολύνεται η ενεργός συμμετοχή των προσώπων αυτών, στην οικονομική δραστηριότητα στη Δημοκρατία.»

Προκύπτει από το προοίμιο αλλά και τις πρόνοιες του Νόμου 65(Ι)/2015 ότι βασικός σκοπός του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής (ΠΣΑ), είναι η παραχώρηση πρόσθετων εργαλείων για επαναφορά της ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων των χρεωστών και πιστωτών, μέσω δίκαιων και βιώσιμων σχεδίων αποπληρωμής. Επιδίωξη είναι να αποφευχθεί η πτώχευση, να επανέλθει η φερεγγυότητα και να διατηρηθεί η κύρια κατοικία του χρεώστη, πράγμα που ισχυρίζεται ότι επιδιώκει στην παρούσα περίπτωση ο εφεσίβλητος (βλ. επίσης τις αναφορές στην In the matter of Joseph O’ Connor, a Debtor [2015] IEHC 320, para.49-51 σε σχέση με το σκοπό του Personal Insolvency Act 2012 της Ιρλανδίας, ο οποίος προσομοιάζει με το δικό μας Νόμο 65(Ι)/2015).

Το ΠΣΑ ετοιμάζεται κατά κανόνα από σύμβουλο αφερεγγυότητας και παρουσιάζεται στη Συνέλευση Πιστωτών για σκοπούς έγκρισης. Εάν εγκριθεί από τους πιστωτές, τότε τίθεται σε ισχύ αφού πρώτα επικυρωθεί από το Δικαστήριο (άρθρο 61). Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί από τους πιστωτές, όπως έγινε στην παρούσα, τότε εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 72.1, ο χρεώστης δύναται να αιτηθεί μονομερώς από το Δικαστήριο, την έκδοση διατάγματος με το οποίο να επιβάλλεται σε όλους τους πιστωτές το ΠΣΑ που απέρριψαν στη συνέλευση.

Τα κριτήρια για έκδοση διατάγματος μη συναινετικού ΠΣΑ αναφέρονται στο Άρθρο 72.1 που έχει ως εξής:

«72.-(1) Σε περίπτωση που Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής απορρίφθηκε από τη συνέλευση των πιστωτών, σύμφωνα µε τις διατάξεις του Τίτλου II του παρόντος Κεφαλαίου και πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις-

(α) Διαγράφηκε µε το 16(α) του 85(Ι) του 2018.

(β) τουλάχιστον ένας από τους πιστωτές του είναι εξασφαλισμένος πιστωτής, ο οποίος έχει εξασφάλιση επί της κύριας κατοικίας του χρεώστη η οποία βρίσκεται στη Δημοκρατία, η αγοραία αξία της οποίας δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (€350.000)· και

(γ) η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του χρεώστη, εξαιρουμένης της κύριας κατοικίας του, δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000)· και

(δ) Διαγράφηκε µε το 16(δ) του 85(Ι) του 2018.

(ε) ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και εντεύθεν και πριν από την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 39, και είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του εισοδήματος του κατά τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) ή περισσότερο· και

(στ) ο σύμβουλος αφερεγγυότητας έχει υπογράψει δήλωση µε την οποία επιβεβαιώνει ότι, έχει την άποψη ότι-

(i)οι πληροφορίες που περιέχονται στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων που ετοιμάστηκε σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 28, εξ όσων ο ίδιος γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει, είναι πλήρεις και ακριβείς· και

(ii)  ο χρεώστης πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας των άρθρων 35 και του παρόντος άρθρου για να αιτηθεί στο δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος σύμφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος Τίτλου ·και

(iii) ο χρεώστης έχει επιδείξει καλή πίστη ως προς την έγκριση συναινετικού Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής δυνάμει των διατάξεων του Τίτλου II του παρόντος Κεφαλαίου, αλλά αυτή δεν κατέστη δυνατή· και

(iv)   το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής που απορρίφθηκε από τους πιστωτές έχει ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν οι εν λόγω πιστωτές, εάν η περιουσία του χρεώστη εδιατίθετο σύμφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, εξαιρουμένων των περιουσιακών στοιχειών που δεν διατίθενται και τηρουμένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών· και

(v)    τηρούμενων των διατάξεων του άρθρου 74, το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής προβλέπει ότι τα περιουσιακά στοιχεία του χρεώστη, εξαιρουμένης της κύριας κατοικίας του και ποσού για την κάλυψη των λογικών εξόδων διαβίωσης του ιδίου και των εξαρτώμενων µελών της οικογένειάς του, χρησιμοποιούνται για την εξυπηρέτηση των χρεών του,

ο χρεώστης δύναται να αιτείται μονομερώς στο δικαστήριο την έκδοση διατάγματος, µε το οποίο να επιβάλλεται σε όλους τους πιστωτές το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής που απέρριψαν σε συνέλευσή τους σύμφωνα µε τις διατάξεις του Τίτλου II του παρόντος Κεφαλαίου:

Επιπλέον, σύμφωνα με το Άρθρο 73.1 του ιδίου Νόμου, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει το διάταγμα µόνο στις περιπτώσεις που το ΠΣΑ που απορρίφθηκε από τους πιστωτές, θα είχε ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία θα ευρίσκονταν εάν η περιουσία του χρεώστη διατίθετο σύμφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, εξαιρουμένων των περιουσιακών στοιχειών που δεν διατίθενται και τηρουμένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών. Ακόμη το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα μόνο στις περιπτώσεις όπου το ΠΣΑ που απορρίφθηκε από τους πιστωτές δεν προνοεί ότι ο χρεώστης θα απωλέσει την κύρια κατοικία του (Άρθρο 73.4).

Μετά την έκδοση διατάγματος επιβολής του ΠΣΑ, ο χρεώστης δίδει ειδοποίηση στους καθορισμένους πιστωτές, στους εγγυητές, στον σύμβουλο αφερεγγυότητας και στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας (Άρθρο 72.4). Οποιοδήποτε δε από τα πιο πάνω πρόσωπα, δύναται δυνάμει του Άρθρου 72.5 να προσφύγει στο Δικαστήριο για ακύρωση του διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του εν λόγω άρθρου, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία που ειδοποιήθηκε για την έκδοσή του.

Πέραν των πιο πάνω, θα πρέπει να λεχθεί ότι σε όλα τα στάδια της διαδικασίας που οδηγεί στην έκδοση ΠΣΑ, και ειδικότερα τόσο κατά την έκδοση προστατευτικού διατάγματος όσο και κατά την έκδοση διατάγματος επιβολής του όπου εμπλέκεται το Δικαστήριο, ο χρεώστης θα πρέπει να ενεργεί καλή τη πίστη (bona fide) και να προβαίνει σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιαστικών στοιχείων της οικονομικής του κατάστασης, τα οποία μπορούν να επιδράσουν στην κρίση του Δικαστηρίου. Απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση είτε του προστατευτικού διατάγματος είτε του διατάγματος επιβολής του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής, τα οποία εκδίδονται μονομερώς (βλ. In Re Nugent (A Debtor) [2016] IEHC 127).

Συμπεράσματα

Στην παρούσα περίπτωση  το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας υπόψη τις πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου 65(Ι)/2015 και όλο το υλικό που τέθηκε ενώπιον του, απέρριψε την αίτηση της εφεσείουσας για παραμερισμό του διατάγματος επιβολής του υπό κρίση ΠΣΑ για τον εφεσίβλητο. Λέχθηκε μεταξύ άλλων ότι ο εφεσίβλητος με τεκμηριωμένες θέσεις οι οποίες παρέμειναν αναντίλεκτες, διαφοροποίησε την εικόνα που η εφεσείουσα προσπάθησε να δώσει στο Δικαστήριο μέσα από την αίτηση της για τη συμπεριφορά και τις ενέργειες του, πριν την έκδοση του προστατευτικού διατάγματος.

Έχουμε μελετήσει την πρωτόδικη απόφαση αλλά και τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων όπως προκύπτουν στην παρούσα έφεση.

Βασικό επιχείρημα της εφεσείουσας, είναι ότι το υπό κρίση ΠΣΑ δεν θα την θέσει στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν, στην οποία θα βρισκόταν σε περίπτωση πτώχευσης του εφεσίβλητου (βλ. λόγους έφεσης 3, 4 και 5).  Η πιο πάνω θέση στηρίζεται ουσιαστικά στο Άρθρο 73.1 του Νόμου 65(Ι)/2015 που έχει ως εξής:

«73.-(1) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 72 του παρόντος Νόμου μόνο στις περιπτώσεις που το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής που απορρίφθηκε από τους πιστωτές, θα είχε ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία τέτοιοι πιστωτές θα ευρίσκονταν εάν η περιουσία του χρεώστη εδιατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, εξαιρουμένων των περιουσιακών στοιχειών που δεν διατίθενται και τηρουμένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών…»

Ο εφεσίβλητος υποστηρίζει επί του προκειμένου ότι η εφεσείουσα ως ανεξασφάλιστη δεν θα λάβει οποιοδήποτε ποσό με το ΠΣΑ, όμως ισχυρίζεται ότι δεν θα λάμβανε ούτως ή άλλως και στην περίπτωση πτώχευσης του και ως εκ τούτου θα είναι στην ίδια θέση. Σύμφωνα με τον εφεσίβλητο, η εφεσείουσα κατέστη ανεξασφάλιστη επειδή η ίδια ενεργοποίησε την διαδικασία απόκτησης και απέκτησε όλη την ακίνητη ιδιοκτησία του, η οποία ήταν υποθηκευμένη για σκοπούς εξασφάλισης των δανείων, δυνάμει των διατάξεων του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου.

Η εφεσείουσα αμφισβήτησε τόσο πρωτόδικα όσον και ενώπιον μας την πιο πάνω θέση. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση της εφεσείουσας για ακύρωση του ΠΣΑ, η σύζυγος και εγγυήτρια του εφεσίβλητου, την 03/01/2018 αποξένωσε ακίνητα της, συνολικής αξίας (σύμφωνα με εκτίμηση Κτηματολογίου ημερομηνίας 01/01/2018) €1.177.100 στη θυγατέρα του ζεύγους. Υποστήριξε ότι αν κριθεί ότι η σύζυγος του εφεσίβλητου τηρεί της προϋποθέσεις που τίθενται στο Άρθρο 67.20 του Νόμου 65(Ι)/2015, ενδεχομένως να απαλλαγεί από τις προσωπικές εγγυήσεις της, επειδή η ακίνητη περιουσία της δεν υπερβαίνει πλέον τις €750.000.

Η εφεσείουσα υποστήριξε ως εκ τούτου ότι θα ήταν σε καλύτερη θέση σε περίπτωση πτώχευσης του εφεσίβλητου, επειδή θα μπορούσε να στραφεί νομικά εναντίον της εγγυήτριας-συζύγου του και να καταχωρίσει στο Δικαστήριο αίτηση για ακύρωση των μεταβιβάσεων, έτσι ώστε να είναι σε θέση να εγγράψει επιβάρυνση (memo) επί των εν λόγω ακινήτων, μετά από έκδοση απόφασης εναντίον της συζύγου του εφεσίβλητου για τα οφειλόμενα στην εφεσείουσα χρέη του.

Σημειώνεται ότι το Άρθρο 67.20 του Νόμου, προβλέπει ότι πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά μέτρα εναντίον εγγυητή, σε περίπτωση που τηρούνται σωρευτικά ορισμένες προϋποθέσεις. Ενώ το εν λόγω άρθρο περιλαμβάνεται στον Τίτλο ΙΙ του Νόμου που αφορά συναινετικά ΠΣΑ, εντούτοις σύμφωνα με το Άρθρο 77, οι διατάξεις του εφαρμόζονται κατ’ αναλογία, και σε ΠΣΑ που επιβάλλονται κατόπιν διατάγματος Δικαστηρίου, όπως είναι και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

Δεν μας διαφεύγει ότι ο εφεσίβλητος αντέτεινε ότι η μεταβίβαση των ακινήτων της συζύγου του προς την θυγατέρα του ζεύγους δεν ήταν δόλια, επειδή αυτά μεταβιβάστηκαν και ταυτόχρονα υποθηκεύτηκαν προς όφελος τρίτου προσώπου, της ΣΕΔΙΠΕΣ, για σκοπούς νέων δανείων, στο πλαίσιο αναδιάρθρωσης δανείων του ζεύγους και εταιρειών του ιδίου από την ΣΕΔΙΠΕΣ.  Προς επίρρωση των ισχυρισμών του, επισυνάπτει ως τεκμήριο 2 στην ένορκη του δήλωση, έγγραφα τα οποία ονομάζει «δέσμη εγγράφων αναδιάρθρωσης δανείων». ‘Όμως από μελέτη των εν λόγω εγγράφων, προκύπτει ότι αυτά αποτελούν πρόταση αναδιάρθρωσης από την ΣΕΔΙΠΕΣ προς τον χρεώστη, τη σύζυγο και τη θυγατέρα του, στην οποία δεν προτείνεται ως όρος όπως τα εν λόγω ακίνητα μεταβιβασθούν στην θυγατέρα του ζεύγους πριν υποθηκευτούν. Αυτό που προτείνεται στα εν λόγω έγγραφα, είναι όπως τα πιο πάνω ακίνητα της συζύγου του εφεσίβλητου, υποθηκευθούν για εξασφάλιση των δανείων. Δεν προκύπτει όμως από το τεκμήριο 2  ότι απαιτήθηκε όπως τα ακίνητα μεταβιβασθούν προηγουμένως στη θυγατέρα του ζεύγους.

Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνουμε ότι ακόμη και αν απαιτήθηκε η μεταβίβαση στη θυγατέρα του ζεύγους από την ΣΕΔΙΠΕΣ, αυτό θα ήταν αδιάφορο για τους σκοπούς της παρούσας. Το κατά πόσο η μεταβίβαση ενδέχεται να θεωρηθεί κατόπιν δικαστικής διαδικασίας ως δόλια ή όχι, είναι θέμα νομικό για το οποίο δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η γνώμη του εφεσίβλητου όπως εκφράστηκε στην ένορκη δήλωση του, ότι δηλαδή εν όψει των ως άνω γεγονότων, η μεταβίβαση δεν ήταν δόλια. Το αν απαιτήθηκε ή όχι η μεταβίβαση στην θυγατέρα του όπως ο ίδιος διευθετήσει οφειλές του προς τρίτο πρόσωπο (όπως ήταν η ΣΕΔΙΠΕΣ), δεν διαφοροποιεί το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση των ακινήτων, την οποία οι εφεσείοντες διατείνονται ότι μπορούν να ακυρώσουν με δικαστικά μέτρα, δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας. Το κατά πόσον η μεταβίβαση ήταν ή όχι δόλια δεν ήταν ζήτημα που μπορούσε να αποφασιστεί στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας για ακύρωση επιβολής του ΠΣΑ. Γεγονός παραμένει ότι η εφεσείουσα κατέδειξε ότι είναι σε χειρότερη θέση με την επιβολή του ΠΣΑ, από την θέση που θα ήταν σε περίπτωση πτώχευσης του εφεσίβλητου αφού στην ουσία, της έχει στερηθεί το δικαίωμα να αμφισβητήσει τις πιο πάνω μεταβιβάσεις και να κινηθεί εναντίον της εγγυήτριας, ανεξαρτήτως αν στην διαδικασία αμφισβήτησης των μεταβιβάσεων, δικαιωθεί ή όχι.

Είμαστε της άποψης ότι αν και δεν μπορεί να προβλεφθεί η επιτυχία δικαστικής διαδικασίας εκ μέρους της εφεσείουσας σε σχέση με τις εν λόγω μεταβιβάσεις, η εφεσείουσα απέσεισε το βάρος απόδειξης που είχε ότι το διάταγμα επιβολής του ΠΣΑ δεν την θέτει στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από το να δικαιούται να λάβει τέτοια δικαστικά μέτρα, όπως θα συμβεί αν ακυρωθεί το διάταγμα επιβολής του ΠΣΑ και η περιουσία του χρεώστη διατεθεί σύμφωνα με τις διατάξεις το περί Πτώχευσης Νόμου.

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο, θα έπρεπε να αποδεχθεί την αίτηση της εφεσείουσας και να ακυρώσει το εκδοθέν μονομερώς ΠΣΑ αφού από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του δεν αποδείχθηκε η προϋπόθεση του Άρθρου 73.1, ότι το επίδικο ΠΣΑ δεν θα έθετε την εφεσείουσα στην ίδια ή καλύτερη θέση από αυτή στην οποία θα βρισκόταν εάν η περιουσία του χρεώστη διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου.

Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης, κρίνουμε ότι παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγω έφεσης αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό κακή πίστη του εφεσιβλήτου, μη αποκάλυψη πλήρως και ειλικρινώς των εισοδημάτων του και την κατ’ ισχυρισμό δόλια μεταβίβαση, μετοχών ιδιωτικών εταιρειών ιδιοκτησίας του.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Δυνάμει του Μέρους 41.12. των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, ακυρώνεται το διάταγμα ημ. 29/07/21 που εκδόθηκε μονομερώς από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου με το οποίο διατάσσεται η επιβολή του επιδίκου Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής, στους πιστωτές του εφεσιβλήτου.

Ο εφεσίβλητος να επιβαρυνθεί επίσης με τα έξοδα της παρούσας έφεσης ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο