ΕΦΕΤΕΙΟ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε137/2021)

 

31 Ιανουαρίου 2024

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

-----------------------------------

 

RPM SERVICES EUROPE LIMITED,

Εφεσειόντων /Εναγόντων

 

και

 

1. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

   2. ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων / Εναγομένων

 

-----------------------------

 

Π. Ν. Κούρτελλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντες

Γεωργιάδης & Πελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους

 

[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς την παρουσία δικηγόρων, κατόπιν σχετικής παράκλησης που διαβιβάστηκε ηλεκτρονικά.]
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα   δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Στις 10.11.2020, οι εφεσείοντες καταχώρισαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα την αγωγή υπ' αριθμό 2560/2020 εναντίον των εφεσίβλητων και της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, εναγομένων 2. Με την αγωγή ζητείτο εναντίον των εφεσίβλητων και των εναγομένων 2, η έκδοση διαφόρων διαταγμάτων, αναφορικά με τις εταιρείες UCS Financial Ltd και/ή UCS Group Ltd και τους δικαιούχους αυτών.

 

           Την ίδια μέρα καταχωρήθηκε από τους εφεσείοντες μονομερώς ενδιάμεση αίτηση που αφορούσε στην έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal και διαταγμάτων φίμωσης (gagging order).

 

           Η αγωγή 2560/20 είναι «αγωγή αποκάλυψης», καθ' ότι, ως ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, τα γεγονότα που αφορούν το αγώγιμο δικαίωμα τους ήταν και παραμένουν σε έκταση άγνωστα σε αυτούς και καταχωρήθηκε η ενδιάμεση αίτηση προκειμένου να εντοπίσουν το σύνολο των εμπλεκομένων φυσικών και νομικών προσώπων, να λάβουν γνώση της πλήρους εικόνας των γεγονότων της αδικοπραξίας και να δικογραφήσουν ειδικά τους ισχυρισμούς τους σε διάφορες διαδικασίες που έχουν σκοπό να εγείρουν, τόσο εντός δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων, όσο και εκτός δικαιοδοσίας.

 

           Την πρώτη ημερομηνία που ήταν ορισμένη η ενδιάμεση αίτηση, το Δικαστήριο εξέδωσε σε μονομερή βάση ενδιάμεσο διάταγμα φίμωσης (gagging order) και μη καταστροφής εγγράφων εναντίον και των δύο εναγομένων, ενώ όρισε την αίτηση για επίδοση αναφορικά με τις άλλες θεραπείες. Την ίδια μέρα που ορίστηκε επιστρεπτέο το ενδιάμεσο διάταγμα που εκδόθηκε, είχε οριστεί για επίδοση και η αίτηση σε ό,τι αφορά τα άλλα διατάγματα των οποίων ζητείτο η έκδοση.

 

           Με τη συναίνεση των συνηγόρων των εφεσίβλητων, τα μονομερώς εκδοθέντα διατάγματα είχαν καταστεί απόλυτα με σχετικές τροποποιήσεις που δηλώθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου σε όση έκταση τους αφορούσε. Για τους εναγόμενους 2, τόσο η αίτηση όσο και η αγωγή αποσύρθηκαν άνευ βλάβης μετά από δήλωση τους ότι δεν υπάρχει πελατειακή σχέση μεταξύ τους και με τα πρόσωπα στα οποία αφορούσε το διάταγμα αποκάλυψης εγγράφων. Οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν ειδοποίηση ένστασης στην αίτηση. Η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση και εκδόθηκε απόφαση από το πρωτόδικο Δικαστήριο με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση και τα αιτούμενα διατάγματα. Οι εφεσείοντες καταχώρισαν ειδοποίηση έφεσης στην οποία προβάλλουν τρεις λόγους έφεσης.

 

          Με τον πρώτο λόγο έφεσης ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα τις νομικές εφαρμοστέες αρχές και τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/1960 και τη σχετική νομολογία αναφορικά με την έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης εγγράφων και πληροφοριών, τύπου Norwich Pharmacal. Συνυφασμένος με τον πρώτο λόγο έφεσης είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά τον κατ' ισχυρισμό λανθασμένο δικανικό συλλογισμό του Δικαστηρίου, όπως και την απόφαση του να αγνοήσει μαρτυρία που υπήρχε ενώπιόν του και να λάβει υπόψη του κριτήρια και/ή παραμέτρους που δεν αποτελούν με βάση τη νομολογία προϋποθέσεις που συναρτώνται με την έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal. Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε αυθαίρετα και/ή λανθασμένα συμπεράσματα αναφορικά με τις προθέσεις των εφεσειόντων και τον σκοπό καταχώρισης της μονομερούς αίτησης κατά παράβαση του δημόσιου συμφέροντος και της απρόσκοπτης και ορθής απονομής της δικαιοσύνης. 

           Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορούν στην κατ' ισχυρισμό των εφεσειόντων εσφαλμένη εφαρμογή των νομολογιακών αρχών που σχετίζονται με την έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης εγγράφων και πληροφοριών τύπου Norwich Pharmacal, και θα εξεταστούν μαζί.

 

          Στο επίκεντρο κάθε αιτήματος για την έκδοση προσωρινού διατάγματος είναι το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/1960, όπου σύμφωνα με την πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις του είναι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση κατά την ακροαματική διαδικασία, η πιθανότητα επιτυχίας και η αδυναμία ή δυσκολία πλήρους απονομής δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Εάν και εφόσον ικανοποιηθούν οι πιο πάνω προϋποθέσεις, το Δικαστήριο στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας αποφασίζει κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα (Οδυσσέως v. Pieris Estates κ.α. (1982) 1 Α.Α.Δ. 557 και ΚΟΤ v. Θεωρή (1989) 1Α.Α.Δ. 255).

 

           Όταν η αίτηση αφορά σε διατάγματα αποκάλυψης, αυτά εκδίδονται με βάση τις αρχές του δικαίου της επιείκειας. Η έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal, τα οποία έλαβαν το όνομα τους από την ομώνυμη υπόθεση Norwich Pharmacal Co and others v. Commissioners of Customs & Excise [1973] 2 All E.R. 943 (βλ. επίσης Banker's Trust v. Shabira [1980] 1 W.L.R. 1274). Τέτοια διατάγματα αποτελούν σημαντικό εργαλείο για τους διάδικους που επιτρέπει στο θύμα αδικοπραξίας να λάβει πληροφορίες και/ή έγγραφα με τα οποία να αποκαλύπτεται ο αδικοπραγούντας και με τα οποία δύναται να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα. Τα διατάγματα αυτά μπορούν να εκδοθούν, όχι μόνο εναντίον του καθ' αυτού αδικοπραγούντα, αλλά και εναντίον κάθε ατόμου που αποδεικνύεται ότι έλαβε μέρος ή αναμείχθηκε στην παράνομη πράξη, έστω και άθελα του.

          Η θεραπεία που ζητείται με αίτηση έκδοσης διαταγμάτων αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal, μπορεί να εγκριθεί όταν η αίτηση επιζητεί αποκάλυψη σημαντικών πληροφοριών, ώστε να καταστεί δυνατή η καταχώριση της απαίτησης.

 

          Στην υπόθεση Avila Management Services Ltd κ.α. v. Stepanek κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 1403, γίνεται νομολογιακή ανασκόπηση των εφαρμοστέων αρχών και τονίζεται το επιβεβλημένο καθήκον ατόμου, το οποίο αναμείχθηκε σε αδικοπραξίες άλλων, χωρίς κατ' ανάγκη να υπέχει προσωπική ευθύνη, να διευκολύνει δίνοντας πλήρεις πληροφορίες, συμβάλλοντας έτσι στην επιτυχή προώθηση αξιώσεων μέσω της λήψης δικαστικών μέτρων εναντίον όλων όσων ενέχονται σε αδικοπραξίες.

          Τα κυπριακά δικαστήρια επίσης, υιοθετώντας τη σχετική επί του θέματος απόφαση Mitsui & Co Ltd v. Nexen Petroleum UK Ltd [2005] EWHC 625, ελέγχουν κατά πόσο εφαρμόζονται οι ειδικές προϋποθέσεις οι οποίες και θα πρέπει να συντρέχουν προς έκδοση διαταγμάτων αυτής της μορφής με προεξάρχουσα το συμφέρον της δικαιοσύνης. Αυτές είναι:


1. πρέπει να έχει λάβει χώρα ή κατ' ισχυρισμό να έχει λάβει χώρα μία αδικοπραξία από έναν τελικό αδικοπραγούντα,
2. πρέπει να διαπιστώνεται ανάγκη για την έκδοση διατάγματος, ώστε να είναι δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος και
3. το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση, πρέπει α) να έχει αναμιχθεί κατά τρόπο που να έχει διευκολύνει την αδικοπραξία και β) να είναι σε θέση ή πιθανόν να είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.


        Όπως έχει αναφερθεί και στην
METAQUOTES SOFTWARE LTD κ.α. ν. DABABOU Πολιτική Έφεση αρ. Ε324/16, ημερ. 14.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A501, η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος και αυτής της μορφής τελεί πάντοτε υπό την αίρεση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Τελικό ζητούμενο δεν θα πρέπει να είναι η ευκολία ή η επιθυμία λήψης των πληροφοριών, αλλά η αναγκαιότητα του όλου εγχειρήματος. Με αυτά ως δεδομένα, αίτημα για αποκάλυψη δεν είναι ορθό να ικανοποιηθεί, αν οι αξιούμενες πληροφορίες μπορούν να ληφθούν με κάποιο άλλο διαθέσιμο τρόπο ή αν το Δικαστήριο δεν πεισθεί περί της πραγματικής πρόθεσης έγερσης αγωγής εναντίον του αδικοπραγούντα. 

          Για να μπορεί να γίνει κατανοητή η φύση της αίτησης που εξετάζεται, είναι απαραίτητο να τεθούν σε συντομία τα γεγονότα που αφορά η αγωγή στα πλαίσια της οποίας έχει καταχωρηθεί. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι έχουν υποστεί ζημιά η οποία ανέρχεται σε ποσό ύψους €5.276.246,30. Από τα στοιχεία που έχουν διαθέσιμα φαίνεται ότι στην αδικοπραξία που έχουν υποστεί και η οποία οδήγησε στην προαναφερθείσα ζημιά, εμπλέκονται η κυπριακή εταιρεία Zapiro  Trading Ltd (‘Zapiro’), ο Χαράλαμπος Δημοσθένους και η CFSZIPP Ltd (‘ZIPP’) εξ Ηνωμένου Βασιλείου. Μεταξύ της Zapiro και της ZIPP, η οποία αποτελεί δανειοδοτημένη εταιρεία που δραστηριοποιείται στον χρηματο‑οικονομικό τομέα, υπάρχει σχέση αντιπροσώπου  ‑ αντιπροσωπευμένου αντίστοιχα. Ο Δημοσθένους αποτελεί τον αποκλειστικό διευθυντή και γραμματέα και εκ των απώτερων τελικών δικαιούχων (ultimate beneficial owner) της Zapiro, οι οποίοι ήδη είναι οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 στην αγωγή 623/20 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, την οποία καταχώρισαν στις 13.4.2020 οι εφεσείοντες. Στην εν λόγω αγωγή καταχωρήθηκε μονομερής αίτηση για έκδοση ενδιάμεσων απαγορευτικών διαταγμάτων, όπως και διαταγμάτων αποκάλυψης και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας προέβηκε μονομερώς στην έκδοση διατάγματος με το οποίο απαγορεύεται στα τρία αυτά πρόσωπα να αποξενώσουν οποιοδήποτε ποσό μέχρι του ποσού των €5.276.246,30. Στην αγωγή 623/20, οι εφεσείοντες εδράζουν μέρος των αξιώσεων τους και σε ισχυρισμούς απτόμενους συνωμοσίας, απάτης και δόλου.

 

           Είναι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων στα πλαίσια της αγωγής 2560/20 του Ε.Δ. Λεμεσού, ότι στις 13.7.2016 είχαν συνάψει συμφωνία με τη Zapiro, δια της οποίας είχε συμφωνηθεί όπως η Zapiro επιτρέψει στους εφεσείοντες τη χρήση του λογισμικού της που διευκολύνει τη δημιουργία, διανομή και αποδοχή ηλεκτρονικών προσωπικών αναγνωριστικών αριθμών που μπορούν να δαπανηθούν από πελάτες σε αντάλλαγμα για περιορισμένο φάσμα προϊόντων και υπηρεσιών. Η Zapiro θα αναλάμβανε την επεξεργασία των διαδικτυακών πληρωμών των πελατών των εφεσειόντων και αφού κρατούσε το ποσοστό που της αναλογούσε, θα προχωρούσε με πληρωμή στον καθορισμένο λογαριασμό των εφεσειόντων. Οι υπηρεσίες της Zapiro παρείχοντο μέσω της εμπορικής επωνυμίας www.paycasa.com. Άρχισαν προβλήματα στη συνεργασία των εφεσειόντων με τη Zapiro περί τα μέσα του 2018, όταν η τράπεζα την οποία χρησιμοποιούσε η Zapiro για τις συναλλαγές της είχε τεθεί σε διαχείριση από την κυβέρνηση της Μάλτας. Η Zapiro πληροφόρησε τους εφεσείοντες ότι το υπόλοιπο στις 26.6.2019 ανερχόταν στο ποσό των €5.276.246,30 και αφορούσε την περίοδο 26.4.2018 μέχρι 26.6.2019. Η εν λόγω οφειλή είναι αποδεκτή τόσο από τη Zapiro, όσο και από τον Δημοσθένους.

 

           Στα ενδιάμεσα διατάγματα που είχαν εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας καταχωρήθηκε αίτηση παρέμβασης από τρίτα μέρη και κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου καταχωρήθηκε ένσταση από αυτούς. Μέσω της ένστασης έγινε αναφορά σε δύο κυπριακές εταιρείες, την UCS Financial Ltd και UCS Group Ltd, τις οποίες οι εφεσείοντες ουδέποτε είχαν ακούσει στο παρελθόν, και ξεκίνησαν να τις ψάχνουν για να διαπιστώσουν κατά πόσο υπήρχε οποιαδήποτε σχέση μεταξύ τους και τους Zapiro και/ή Δημοσθένους και/ή ZIPP.

 

           Έτσι, προέκυψε η ανάγκη καταχώρισης της αγωγής 2560/20 του Ε.Δ. Λεμεσού, αφού μετά την καταχώριση της αίτησης παρέμβασης και της ένστασης τρίτων μερών στα πλαίσια της αίτησης για απαγορευτικά διατάγματα της αγωγής 623/20 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, μέσω των οποίων ανήλθαν στην επιφάνεια νομικά πρόσωπα, συνδεόμενα με τη ZIPP και όπως φαίνεται και με τον Δημοσθένους και για τα οποία υπάρχουν έντονες ανησυχίες ότι εμπλέκονται και στην αδικοπραξία που έχουν υποστεί οι εφεσείοντες, που είχε ως αποτέλεσμα να έχουν υποστεί ζημιά €5.276.246,30. Τα ενδιάμεσα διατάγματα στα πλαίσια της αγωγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, κατόπιν ακρόασης, έχουν καταστεί απόλυτα σε ό,τι αφορά τη Zapiro και τη ZIPP.

 

          Όπως οι εφεσείοντες αναφέρουν, υπάρχουν υποψίες ότι τα πρόσωπα ή κάποιοι από αυτούς διατηρούν λογαριασμό με τους εφεσίβλητους και ότι ο εν λόγω λογαριασμός πιθανόν να χρησιμοποιείται ή να έχει χρησιμοποιηθεί στην αδικοπραξία που έχουν υποστεί οι εφεσείοντες και η οποία έχει οδηγήσει στην τεράστια ζημιά που αναφέρεται.

         
Tόσο στην ένσταση τους κατά την πρωτόδικη διαδικασία, αλλά και στο περίγραμμα αγόρευσης τους, οι εφεσίβλητοι αναφέρουν ότι ενόψει της νομοθετικής υποχρέωσης της τράπεζας για τήρηση τραπεζικού απορρήτου και προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς επίσης και των συμβατικών της υποχρεώσεων για τήρηση εμπιστευτικότητας, εχεμύθειας και δέουσας επιμέλειας, δεν μπορούσαν να συγκατατεθούν στα αιτήματα των εφεσειόντων. Η ένσταση τους επικεντρώθηκε σε δύο σημεία: α) στις διάφορες νομοθετικές και συμβατικές τους υποχρεώσεις που τους εμπόδιζαν από το να συγκατατεθούν στο αίτημα και β) στην ανάγκη τροποποίησης/αναδιατύπωσης τυχόν διαταγμάτων, έτσι ώστε να είναι σαφές ότι περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα και να διασφαλίζουν τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της τράπεζας.

 

           Οι εφεσίβλητοι επίσης αναφέρουν στην ένσταση τους ότι η μαρτυρία των εφεσειόντων δεν αποκάλυπτε κάποια αδικοπραξία εις βάρος τους από τα πρόσωπα που αφορούν οι αιτούμενες πληροφορίες (δηλαδή τις εταιρείες που μετά την παρέμβαση τρίτων προσώπων στα πλαίσια της ακρόασης των αιτήσεων ενώπιόν του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας προέκυψε ότι πιθανόν να έχουν κάποια σχέση), γι' αυτό και στην ένσταση τους ανάφεραν ότι δεν ήταν αντιληπτό σε ποια συγκεκριμένη αδικοπραξία είχαν (αθώα) αναμειχθεί οι εφεσίβλητοι ώστε να δικαιολογείται η έκδοση διαταγμάτων εναντίον τους. Εκείνο που προκύπτει, είναι ότι οι εταιρείες τις οποίες αφορούν τα αιτούμενα διατάγματα αποκάλυψης, πιθανόν να συνδέονται με κάποιο τρόπο με τους εναγόμενους 1‑3 στην αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και ότι κατ' επέκταση πιθανόν να εμπλέκονται και με κάποιο τρόπο με την αδικοπραξία στην οποία εμπλέκονται οι εναγόμενοι 1‑3 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και την οποία τους καταλογίζουν οι εφεσείοντες.

 

           Είναι σημαντικό ότι η ένσταση των εφεσίβλητων ενώπιόν του Δικαστηρίου, τόσο πρωτόδικα αλλά και το περίγραμμα τους ενώπιόν μας, αναφέρει ότι σε περίπτωση που εκδοθούν τελικά τα αιτούμενα διατάγματα από το Εφετείο, θα πρέπει αυτά να τροποποιηθούν με συγκεκριμένο τρόπο που εισηγούνται, σε ό,τι αφορά τόσο την έκταση τους, αλλά και τον χρόνο εντός του οποίου καλούνται οι εφεσίβλητοι να ενεργήσουν. Ζητούν επίσης να συμπεριληφθεί στα τυχόν εκδοθέντα διατάγματα ρητή υποχρέωση των εφεσειόντων, όπως αυτοί μη χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε έγγραφο, στοιχείο ή πληροφορία περιέλθει στη γνώση τους ή την κατοχή τους ή των δικηγόρων τους σε οποιαδήποτε διαδικασία εναντίον τους. Ζητούν επίσης την έκδοση διατάγματος εξόδων εναντίον των εφεσειόντων, νοουμένου ότι οι ίδιοι είναι αθώο μέρος, όπως και την έκδοση διαταγμάτων εναντίον των εφεσειόντων για κατάθεση εγγύησης προς κάλυψη τυχόν ζημιάς που ήθελαν υποστούν οι εφεσίβλητοι από την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, θέση την οποία έχουν ήδη αποδεχθεί οι εφεσείοντες.

 

           Προκύπτει επομένως θέση των εφεσίβλητων ότι έχουν σχέση με τα τρίτα πρόσωπα για τα οποία καλούνται να αποκαλύψουν πληροφορίες, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα έπρατταν ό,τι και οι εναγόμενοι 2, αναφέροντας δηλαδή ενώπιόν του Δικαστηρίου, ότι δεν υπάρχει πελατειακή σχέση μεταξύ τους, που είχε ως αποτέλεσμα την απόσυρση τόσο της αγωγής, όσο και της αίτησης εναντίον τους.

 

           Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η έκδοση διαταγμάτων μορφής Norwich Pharmacal, που συνιστά κατ' ουσία διάταγμα αποκάλυψης, προϋποθέτει την ύπαρξη τρίτου μέρους το οποίο έστω και αν είναι αθώο, είχε ανάμειξη στην αδικοπραξία άλλων, προκειμένου να αποκαλύψει στον εν δυνάμει ενάγοντα την ταυτότητα του αδικοπραγούντα και σε κάποιες περιπτώσεις περαιτέρω πληροφορίες, αναλόγως της υπόθεσης και των γεγονότων που την περιβάλλουν.

         
          Στην υπόθεση
Mitsui (ανωτέρω) έχει αναφερθεί ότι: «Υπάρχει ανάγκη έκδοσης του διατάγματος για να καταστεί δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του βασικού αδικοπραγήσαντα και αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου ζητείται το διάταγμα, α) είχε τέτοια ανάμειξη στην αδικοπραξία που υποβοήθησε στην τέλεση της και β) είναι σε θέση ή φαίνεται να είναι σε θέση να δώσει την αναγκαία πληροφόρηση για να καταστήσει δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του βασικού αδικοπραγήσαντα.»

 

           Είναι ορθή η θέση των εφεσειόντων ότι φαίνεται ξεκάθαρα από την ένσταση των εφεσίβλητων, αλλά και το περίγραμμα της αγόρευσης τους, ότι είναι σε θέση να παράσχουν τις σχετικές πληροφορίες, αλλιώς δεν θα επικαλούνταν το τραπεζικό απόρρητο. Φαίνεται επίσης ότι είναι σε θέση να δώσουν την αναγκαία πληροφόρηση για να καταστεί δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον όλων των προσώπων που εμπλέκονται στην αδικοπραξία που φέρεται να έχουν υποστεί οι εφεσείοντες.

 

           Από την ενώπιόν μας διαδικασία, φαίνεται ότι οι εφεσίβλητοι  προχώρησαν ένα βήμα περαιτέρω από τα δεδομένα που υπήρχαν ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ομοίως η θέση των εφεσειόντων για εμπλοκή τους δεν παραμείνει πια στο επίπεδο της υποψίας. Οι εφεσίβλητοι δεν αρνούνται ότι κατέχουν πληροφορίες, αλλά επικαλούνται το τραπεζικό απόρρητο, προκειμένου να αντικρούσουν την έκδοση του διατάγματος.

          Οι εφεσείοντες δεν έχουν απτά στοιχεία που να αποδεικνύουν με βεβαιότητα με ποιες τράπεζες συνεργάζονται οι Zapiro, Δημοσθένους και ZIPP ή οι εταιρείες που προέκυψαν μετά από την παρέμβαση των τρίτων μερών στη διαδικασία ενώπιον του Ε. Δ. Λάρνακας, γι' αυτό και προσπαθούν να ξετυλίξουν το κουβάρι της αδικοπραξίας την οποία έχουν υποστεί.

          Τα στοιχεία που ζητούνται μέσω της αίτησης είναι απαραίτητα στους εφεσείοντες προκειμένου να διαπιστώσουν αν έχουν αποξενωθεί και/ή γίνει μεταφορές κεφαλαίων από λογαριασμούς των Zapiro, Δημοσθένους και ZIPP σε τραπεζικούς λογαριασμούς των τρίτων εταιρειών ή αν υπάρχει οποιαδήποτε σύνδεση μεταξύ τους.

          Όπως δε τίθενται ενώπιόν μας τα γεγονότα από πλευράς εφεσειόντων, υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ των τρίτων εταιρειών και της Zapiro (εταιρείας που ελέγχεται από τον Δημοσθένους) και είναι απαραίτητα και αναγκαία τα αιτούμενα στοιχεία και πληροφορίες στους εφεσείοντες για να μπορέσουν να προωθήσουν την αγωγή τους για τη ζημιά την οποία έχουν υποστεί. Φαίνεται επίσης ότι το αίτημα των εφεσειόντων είναι γνήσιο, δηλαδή τους ενδιαφέρει η προστασία των νόμιμων δικαιωμάτων τους και προσπαθούν να αναζητήσουν δικαστική θεραπεία προς αποκατάσταση της προκληθείσας σε αυτούς βλάβη.

 

          Θεωρούμε λοιπόν, ενόψει των ανωτέρω, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην απόφαση του και δικαιολογείται η παρέμβαση μας.


          Επομένως, κρίνουμε ότι θα πρέπει να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, τα οποία όμως τροποποιούνται ως οι εισηγήσεις των εφεσίβλητων. Δηλαδή, α) εκδίδεται διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει τους εφεσίβλητους και/ή τους αξιωματούχους και/ή αντιπροσώπους και/ή υπηρέτες και/ή πληρεξούσιους αυτών όπως εντός 30 ημερών από την επίδοση του διατάγματος σε αυτούς:

1. Ετοιμάσουν και/ή προβούν σε ένορκη αποκάλυψη και/ή παρουσιάσουν και/ή καταθέσουν στο Δικαστήριο και/ή επιδώσουν στους δικηγόρους των εναγόντων ένορκη δήλωση η οποία θα παρουσιάζει και/ή αποκαλύπτει και/ή δηλώνει και/ή εμπεριέχει όλα τα στοιχεία και/ή πληροφορίες που είναι στην εξουσία και/ή  έλεγχο και/ή φύλαξη και/ή κατοχή τους τα οποία σχετίζονται με και/ή αφορούν στις εταιρείες UCS Financial Ltd και/ή UCS Group Ltd και/ή με οποιοδήποτε πρόσωπο και/ή πρόσωπα αναγνωριστούν ως οι απώτεροι και/ή τελικοί δικαιούχοι αυτών, η οποία:

 

(α) Να αναφέρει και/ή δηλώνει όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς των UCS Financial Ltd και/ή UCS Group Ltd είτε στο όνομα των, είτε ως πραγματικούς κατόχους και/ή ιδιοκτήτες και/ή ή ως απώτερους τελικούς δικαιούχους (BENEFICIAL OWNERS) που διατηρούσαν και/ή διατηρούν με τους εφεσίβλητους.

  (β) Να δηλώνει τα ονόματα και/ή πλήρεις λεπτομέρειες των διευθύνσεων και/ή τις εθνικότητες και/ή τους αριθμούς διαβατηρίων των προσώπων που δηλώνονται και/ή παρουσιάζονται ως οι μέτοχοι και/ή οι τελικοί και/ή απώτεροι δικαιούχοι (beneficial owners) των UCS Financial Ltd και/ή UCS Group Ltd.

  (γ) Να αναφέρει και/ή δηλώνει- και/ή αποκαλύπτει όλα τα        έγγραφα που κατατέθηκαν και/ή υποβλήθηκαν στους εφεσίβλητους από και/ή για λογαριασμό των UCS Financial Ltd και/ή UCS Group Ltd για το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών τα οποία αναφέρονται και/ή καλύπτονται από την παράγραφο Α 1 (α) ανωτέρω συμπεριλαμβανομένων αλλά χωρίς περιορισμό, αντίγραφα εταιρικών εγγράφων, διαβατηρίων, καταπιστευμάτων, ψηφίσματα μετόχων ή Διοικητικών Συμβουλίων και/ή οποιονδήποτε άλλων εγγράφων που έχουν σχέση με το άνοιγμα και/ή την λειτουργία των εν λόγω λογαριασμών, εκ των οποίων εμφαίνονται και/ή δηλώνονται και/ή αποκαλύπτονται οι τελικοί δικαιούχοι (ULTIMATE BENEFICIARIES) και/ή οι πραγματικοί κάτοχοι και/ή ιδιοκτήτες και/ή οι απώτεροι πραγματικοί δικαιούχοι (ultimate beneficial owners) των εν λόγω τραπεζικών λογαριασμών και/ή η πραγματική ταυτότητα και οι πλήρεις διευθύνσεις των φυσικών προσώπων που δηλώθηκαν ως τελικοί δικαιούχοι (ULTIMATE BENEFICIARIES) των μετοχών των UCS Financial Ltd και/ή UCS Group Ltd ως και τα ονόματα και οι πλήρεις διευθύνσεις των διαχειριστών και/ή εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων και/ή των εχόντων δικαίωμα υπογραφής και/ή κίνησης των εν λόγω Τραπεζικών Λογαριασμών (SIGNATORIES).

  (δ) Να δηλώνει και/ή αποκαλύπτει κάθε μεταφορά και/ή έμβασμα και/ή πληρωμή και/ή είσπραξη και/ή κατάθεση και/ή χρέωση και/ή πίστωση που έγινε αναφορικά με τους τραπεζικούς λογαριασμούς που καλύπτονται από την παράγραφο Α I (α) ανωτέρω ως και τις οδηγίες που εδόθησαν και/ή τα έγγραφα που κατατέθηκαν στους εφεσίβλητους για να γίνουν οι σχετικές πληρωμές και/ή εμβάσματα από τους UCS Financial Ltd και/ή UCS Group Ltd και/ή τα εξουσιοδοτημένα αυτών πρόσωπα και/ή τους μετόχους και/ή οι τελικούς και/ή απώτερους δικαιούχους (BENEFICIAL OWNERS) αυτών από την 26 Ιουνίου 2019 και εντεύθεν.

 

 2. Διάταγμα διατάττον τους εφεσίβλητους και/ή τους Διευθυντές και/ή τον γραμματέα και/ή τους αξιωματούχους και/ή τους εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους και/ή υπηρέτες αυτών να παρουσιάσουν και παραδώσουν αντίγραφα στους δικηγόρους των εφεσειόντων όλων των εγγράφων που έχουν στην φύλαξη και/ή έλεγχο τους και που μαρτυρούν τα όσα αναφέρονται στις υπό παραγράφους Α (α) έως (δ).

 

          Εκδίδεται επίσης υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσίβλητων συμπληρωματικό και/ή επικουρικό Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να επιτρέπει την χρήση οποιωνδήποτε εγγράφων και/ή πληροφοριών και/ή στοιχείων θα αποκαλυφθούν από τους εφεσίβλητους και/ή από οποιονδήποτε εξ αυτών, στο πλαίσιο διαδικασίας διαιτησίας και/ή στα πλαίσια αστικών διαδικασιών υφιστάμενων και/ή που ήθελε καταχωρηθούν και/ή προωθηθούν υπό των εφεσειόντων, είτε εντός είτε εκτός δικαιοδοσίας.

 

      Σε ό,τι αφορά τα έξοδα της διαδικασίας, παραπέμπουμε στις αρχές της υπόθεσης Stepanek (ανωτέρω), όπου έχουν αναφερθεί τα εξής:   

«Στο Civil Litigation 2006-2007 των Inns of Court School of Law, αναφέρονται τα εξής, στη σελ. 212, παρ. 21.2.8:

«A claimant will normally be required to pay the legal costs and any other expenses incurred by a blameless defendant in complying with a Norwich Pharmacal order. It may be possible to recover such costs and expenses from the wrongdoer if liability is eventually established, provided it was foreseeable that the claimant would need to make a Norwich Pharmacal application before bringing the substantive proceedings (Totalise plc v. Motley Fool Ltd (No. 2) The Times, 10 January 2002.

Σε μετάφραση:

«Θα ζητηθεί κατά κανόνα από τον ενάγοντα να καταβάλει τα δικαστικά και άλλα έξοδα τα οποία θα υποστεί ο αναίτιος εναγόμενος συμμορφούμενος με τη διαταγή Norwich Pharmacal.  Πιθανόν να είναι δυνατή η ανάκτηση των δικαστικών και άλλων εξόδων από τον αδικοπραγούντα υπό την προϋπόθεση ότι ήταν προβλεπτό ότι ο ενάγων θα αναγκαζόταν να προωθήσει αίτηση για Norwich Pharmacal προτού εγείρει την ουσιαστική διαδικασία (Totalise plc v. Motley Fool Ltd (No. 2) The Times, 10 Ιανουαρίου 2012).»

Η αρχή της επιδίκασης εξόδων υπέρ του εναγομένου στις υποθέσεις τύπου Norwich Pharmacal, ακόμη και της παροχής ασφάλειας για τυχόν έξοδα και απώλειες που θα υποστούν οι εναγόμενοι για την εξασφάλιση των στοιχείων και των πληροφοριών, δεν είναι ασυνήθης. Εφαρμόζεται επίσης, τουλάχιστον σ' ό,τι αφορά την παροχή ασφάλειας για τα έξοδα, διοικητικά, δικαστικά και άλλα, που θα υποστούν τρίτα πρόσωπα τα οποία θα πρέπει να συμμορφωθούν με το διάταγμα του Δικαστηρίου και σε υποθέσεις Mareva, όπου συνήθως τράπεζες, ως τρίτα πρόσωπα, πρέπει να ελέγξουν διάφορους λογαριασμούς για να διαπιστώσουν κατά πόσο ο εναγόμενος έχει τραπεζικούς λογαριασμούς στο όνομα του ή σε συνδεδεμένες μ' αυτόν εταιρείες, στοιχεία τα οποία οφείλουν να παρουσιάσουν στο Δικαστήριό επί ποινή περιφρόνησης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Τέτοιοι όροι είναι συνήθεις και επιβάλλονται από το Δικαστήριο κατά την έκδοση Mareva Injunctions (δέστε Z. Ltd v. A-Z [1982] 1 Q.B. 558).

Η διαταγή εξόδων ως ανωτέρω ενδείκνυται όμως όταν ο εναγόμενος θεωρείται αμέτοχος στις όλες αδικοπραξίες («blameless defendant») και είναι αθώο μέρος(...)».

 

     Επομένως όλα τα έξοδα της διαδικασίας, τόσο της πρωτόδικης όσο και της παρούσας θα πρέπει να επωμιστούν οι εφεσείοντες ως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και για τα έξοδα που θα προκληθούν στους εφεσίβλητους για σκοπούς συμμόρφωσης με το διάταγμα αποκάλυψης.

           Εκδίδεται επίσης διάταγμα με το οποίο οι εφεσείοντες διατάσσονται να καταθέσουν εγγύηση ύψους €250.0000 προς κάλυψη τυχόν ζημιάς που ήθελε υποστούν οι εφεσίβλητοι από την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων εντός 15 ημερών από σήμερα, που αποτελεί προϋπόθεση για την εκτέλεση των υπό του Δικαστηρίου εκδοθέντων διαταγμάτων.

 


               ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.



           Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.



                                  ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο