ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολ. Έφεση Αρ.: Ε156/2022)

 

11 Ιανουαρίου 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

 

ΕΛΕΝΗΣ (ΧΕΛΕΝ) ΖΑΡΤΑΡΙΑΝ,

Εφεσείουσας/Ενάγουσας 1,

v.

 

1.  ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΗΑΡΓΥΡΟΥ,

2.  ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΤΖΗΑΡΓΥΡΟΥ,

Εφεσίβλητων/Εναγομένων.

 

 

____________________

 

Εμφανίσεις:
κ.  Α. Χατζησέργης με κα Χ. Χριστοδούλου για κ.κ. Ανδρέας Χατζησέργης Δ.Ε.Π.Ε. και κ.κ. Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

κα Κ. Λούτσιου για κ.κ. Κ. Πόλεος και Κ. Λούτσιου, για τους Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας πρωτόδικο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση του, ακύρωσε δύο προσωρινά διατάγματα, τα οποία είχαν εκδοθεί μονομερώς (υπό διαφορετική σύνθεση) προς όφελος της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου 1 - ενάγουσας και εναγόμενου 1 στην πρωτόδικη διαδικασία αντίστοιχα.

 

Η αξιούμενη απαίτηση της εφεσείουσας, ως ενάγουσας 1, διατυπωμένη στο Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα, αφορά στη διεκδίκηση γενικών και/ή ειδικών και/ή εύλογων αποζημιώσεων λόγω (α) αδικοπραξίας και/ή δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή παράβασης σύμβασης και/ή ενθαρρύνσεων και/ή άλλως πως, (β) πρόκλησης ψυχικής ταλαιπωρίας και/ή διαταραχής και/ή αγωνίας και/ή άγχους που προκλήθηκαν από τον εναγόμενο 1 στους ενάγοντες 1, 2 και 3, (γ) παράβασης από τον εναγόμενο 1 των δικαιωμάτων της που απορρέουν από τα Άρθρα 8, 15 και 35 του Συντάγματος και τα Άρθρα 3, 8 και 13 της ΕΣΔΑ και/ή λόγω καταπάτησης των συνταγματικών δικαιωμάτων της ιδιωτικής και/ή οικογενειακής ζωής. Διαζευκτικά και/ή επικουρικά των ανωτέρω, η ενάγουσα 1 – εφεσείουσα - αξιώνει την καταβολή (α) €210.000,00 με τόκο 9% από 25.05.2019, (β) €210.000,00 με τόκο 9% από 25.06.2019 και (γ) €1.500.000,00 με τόκο 9% από 25.07.2019, στη βάση συναλλαγματικών και/ή γραμματίων σε διαταγή και/ή εγγράφων αναγνώρισης χρέους και/ή χρεωστικών ομολόγων και/ή ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, ημερομηνίας 12.01.2017, και/ή άλλης ημερομηνίας.

 

Τα ακυρωθέντα διατάγματα αφορούσαν στην απαγόρευση του εφεσίβλητου 1 (α) να αποξενώσει και/ή υποθηκεύσει συγκεκριμένο ακίνητο, ήτοι οικόπεδο και διώροφη κατοικία και (β) σε διαταγή για κατάθεση ποσού €5.000,00 μηνιαίως μέχρι την αποπεράτωση της αγωγής σε τραπεζικό λογαριασμό της εφεσείουσας, δυνάμει συμφωνίας και/ή δήλωσης και/ή βεβαίωσης ημερομηνίας 29.05.2016.   Τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα αφορούσαν (α) σε απαγόρευση του εφεσίβλητου 1 να παρενοχλεί και/ή να βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 50 μ. από την εφεσείουσα ή να την παρακολουθεί (β) σε απαγόρευση των εφεσίβλητων 1 και 2 να μεταφέρουν εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας οποιαδήποτε ποσά πέραν των €2.000.000,00 και/ή να διαθέσουν, με οποιοδήποτε τρόπο, ή να μειώσουν την περιουσία τους μέχρι της προαναφερόμενης αξίας.  Ζητούνταν δε και υποβοηθητικά διατάγματα, τα οποία θα απευθύνονταν σε τράπεζες για να πληροφορήσουν την εφεσείουσα, για τυχόν δεσμευμένους λογαριασμούς ή περιουσιακά στοιχεία του εφεσίβλητου 1 και ο τελευταίος να καταχωρήσει, εντός 10 ημερών, ένορκη δήλωση αποκαλύπτοντας τα περιουσιακά του στοιχεία και τραπεζικούς λογαριασμούς.   

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές, κατέληξε πως τόσο η δεύτερη προϋπόθεση, όσο και η τρίτη, ως προνοούνται στο Άρθρο 32 του Ν. 14/60, δεν πληρούνταν, εξ ου και προέβη σε ακύρωση των δύο μονομερώς εκδοθέντων διαταγμάτων αλλά και στην απόρριψη των υπόλοιπων αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προκύπτει από την εκκαλούμενη απόφαση, έχει ως ακολούθως:

 

«Η δεύτερη προϋπόθεση ………………………………………….

Εν προκειμένω κρίνω πως η εν λόγω προϋπόθεση, για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια, δεν ικανοποιείται.

 

Σε σχέση με την εναγομένη 2 όχι μόνο δεν παρουσιάστηκαν στοιχεία που να καταδεικνύουν την εμπλοκή της στην υπόθεση, αλλά ούτε και ισχυρισμοί ετέθησαν προς αυτή την κατεύθυνση. Η θέση των αιτητών ότι η εναγομένη 2 ενάγεται «υποβοηθητικά» για τον εντοπισμό της περιουσίας του εναγομένου 1, δεν βοηθά την υπόθεση των εναγόντων και ούτε εκπληρεί τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32.

 

Ελλείπουν επίσης στοιχεία που να καταδεικνύουν αντισυμβατική ή άλλη επιλήψιμη συμπεριφορά ή ενέργειες του εναγομένου 1 σε βάρος των εναγόντων 2 και 3.

 

Όπως και στοιχεία που να καταδεικνύουν «δόλια» συμπεριφορά ή «δημιουργία ψευδών παραστάσεων» εκ μέρους του εναγομένου 1 προς την ενάγουσα 1. Αντ΄ αυτού, η τελευταία, σε όλη την έκταση της πολυσέλιδης Ένορκης Δήλωσης της, αναφέρεται συνεχώς στις «υποσχέσεις» του εναγομένου 1 ότι θα διαζευχθεί την σύζυγο του και θα συζευχθεί την ίδια, ώστε να απολαμβάνει οικονομικά και άλλα οφέλη και να αποκτήσει δικαιώματα ως σύζυγος του εναγομένου 1.

 

Από την άλλη, τα όσα ο εναγόμενος 1 παρέθεσε μέσω της δικής του Ένορκης Δήλωσης, σε σχέση με την εγκυρότητα των εγγράφων (Τεκμήρια 13, 17, 20, 21 και 22 στην Ένορκη Δήλωση της ενάγουσας 1) δημιουργούν ρήγματα στην υπόθεση των αιτητών. Το κατά πόσον εδόθη αντιπαροχή για την υπογραφή των συγκεκριμένων Τεκμηρίων, θα αποφασιστεί στο κατάλληλο στάδιο της υπόθεσης και όχι τώρα, πλην όμως τα συγκεκριμένα στοιχεία πλήττουν την υπόθεση των αιτητών  αφού θέτουν εν αμφιβόλω την εκδοχή τους ότι τα Τεκμήρια 20, 21 και 22 συνιστούν έγκυρα Γραμμάτια και τα Τεκμήρια 13 και 17 Έγκυρες Συμφωνίες.

 

Όσον αφορά την θεραπεία της παραγράφου Β της Αίτησης (Διάταγμα Αποκλεισμού), η ενάγουσα 1 αναφέρθηκε μόνο σε ένα μεμονωμένο περιστατικό που, κατά την ίδια, επεσυνέβη τον Ιανουάριο του 2012. Οι υπόλοιπες αναφορές της για την λεκτική, σωματική, ψυχολογική και σεξουαλική βία σε βάρος της παρέμειναν σε επίπεδο ισχυρισμών, χωρίς την υποστήριξη πραγματικού υποβάθρου. Θεωρώ πως τα όσα ανέφερε δεν δικαιολογούν την έκδοση Διατάγματος τέτοιας εμβέλειας.

 

Καταληκτικά θεωρώ πως τα όσα έχουν αναφερθεί ανωτέρω, διαβρώνουν την υπόθεση των αιτητών, σε βαθμό που η δεύτερη προϋπόθεση να μην ικανοποιείται.

 

Παρόλο που η τύχη της Αίτησης έχει κριθεί, αφού και οι τρεις (3) προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60, θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά, κρίνω πως δεν ικανοποιείται ούτε η τρίτη προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 32.

 

Η εν λόγω προϋπόθεση είναι συνυφασμένη με το ζήτημα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων. Όπως έχει προαναφερθεί, εάν στο τέλος της ημέρας η αποτίμηση σε χρήμα μπορεί να γίνει εύλογα, τότε η έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος ή η διατήρηση του σε ισχύ αποκλείεται.

 

Σε σχέση με την εν λόγω προϋπόθεση, η ενάγουσα 1 αναφέρει στην παράγραφο 83 της Ένορκης της Δήλωσης «Όπως αναφέρω ανωτέρω, ο Εναγόμενος 1 επιθυμεί να αποξενώσει την περιουσία του με διάφορους τρόπους στο εξωτερικό είτε με την μεταφορά αυτής, είτε με την πώληση και την αποξένωση της, είτε μέσω των Εταιρειών τους στις οποίες έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον .».  Θεωρώ πως οι εν λόγω αναφορές είναι γενικές και αόριστες. Οι γενικόλογες και ασύνδετες από πλευράς γεγονότων αναφορές δεν βοηθούν. Σε κάθε υπόθεση θα πρέπει να εξηγείται, στη βάση ποιών γεγονότων, υπαρκτών, επαπειλούμενων ή τουλάχιστον πιθανών, κινδυνεύει η ορθή και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης κατά την κανονική ακροαματική διαδικασία. Με την πιο πάνω γενική και μόνο αναφορά, φρονώ, πως δεν πληρείται ούτε η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32.»

 

Η αντίρρηση της εφεσείουσας, στην πιο πάνω πρωτόδικη κατάληξη, εκφράζεται με δέκα (10) λόγους έφεσης, οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από τις θέσεις ότι η κρίση του Δικαστηρίου, για τη στοιχειοθέτηση των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Ν.14/1960 είναι λανθασμένη και/ή ασκήθηκε αυθαίρετα και/ή χωρίς επαρκή αιτιολογία και/ή δεν λήφθηκε υπόψη όλο το μαρτυρικό υλικό και/ή δεν αξιολογήθηκε ορθά και/ή δεν αποδόθηκε σ’ αυτό η δέουσα βαρύτητα, κατά παράβαση της σχετικής νομολογίας, με αποτέλεσμα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, να ακυρώσει λανθασμένα τα εκδοθέντα, μονομερώς, προσωρινά διατάγματα αλλά και να μην εκδώσει τα υπόλοιπα, αιτούμενα, επί της αίτησης της εφεσείουσας.

 

Το περιεχόμενο των λόγων έφεσης και της σχετικής αιτιολογίας,  αλλά και η φύση της υπόθεσης, επιβάλλει στο Εφετείο όπως προβεί στον έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, διερευνώντας κατά πόσο ήταν ορθή η κρίση, ότι τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία δεν στοιχειοθετούσαν τη δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/1960.  Έχοντας υπόψη το σχετικό σκεπτικό, ως το παραθέσαμε αυτούσιο πιο πάνω, κρίνουμε πως η ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν ορθή.  Η αναφορά ότι «τα όσα ο εναγόμενος 1 παρέθεσε μέσω της δικής του Ένορκης Δήλωσης, σε σχέση με την εγκυρότητα των εγγράφων (Τεκμήρια 13, 17, 20, 21 και 22 στην Ένορκη Δήλωση της ενάγουσας 1) δημιουργούν ρήγματα στην υπόθεση των αιτητών.» καθώς και ότι «Το κατά πόσον εδόθη αντιπαροχή για την υπογραφή των συγκεκριμένων Τεκμηρίων, θα αποφασιστεί στο κατάλληλο στάδιο της υπόθεσης και όχι τώρα, πλην όμως τα συγκεκριμένα στοιχεία πλήττουν την υπόθεση των αιτητών  αφού θέτουν εν αμφιβόλω την εκδοχή τους ότι τα Τεκμήρια 20, 21 και 22 συνιστούν έγκυρα Γραμμάτια και τα Τεκμήρια 13 και 17 Έγκυρες Συμφωνίες.» κρίνονται ως μη επαρκής αιτιολογία, ως προς τη στήριξη της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με τη σημασία της ύπαρξης των τριών γραμματίων συνήθους τύπου, συνολικής αξίας €1.900.000,00. Στην πράξη, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφενός δεν αναφέρει ποια «συγκεκριμένα στοιχεία πλήττουν την υπόθεση των αιτητών», και τα οποία, ως έκρινε, «θέτουν εν αμφιβόλω την εκδοχή τους ότι τα Τεκμήρια 20, 21 και 22 συνιστούν έγκυρα Γραμμάτια» αλλά και «τα Τεκμήρια 13 και 17 Έγκυρες Συμφωνίες», αφετέρου δε, παραγνώρισε το νομικό πέπλο που περιβάλλει τα γραμμάτια συνήθους τύπου.

 

Έχουμε διεξέλθει την ένορκη του δήλωση που υποστήριξε την ένσταση του εφεσίβλητου 1.  Είναι προφανές ότι αμφισβητεί την εκδοχή γεγονότων που παρουσιάζει η εφεσείουσα. Δεν ήταν όμως το κατάλληλο στάδιο, για το πρωτόδικο Δικαστήριο, να αποφανθεί ως προς την εκδοχή της, πράγμα που έπραξε, σε κάποιο βαθμό, αφήνοντας να νοηθεί ότι τα στοιχεία που έθεσε ο εφεσίβλητος 1 ήταν ικανά να κλονίσουν την εκδοχή της εφεσείουσας επί της ουσίας της αγωγής.  Η φύση της αιτίας της αγωγής, και γενικότερα του αγώγιμου δικαιώματος, έχει τη δική της ξεχωριστή σημασία.  Η απαίτηση της εφεσείουσας, πέραν της αδικοπραξίας δόλου, απάτης και της παράβασης συνταγματικών δικαιωμάτων της, για τα οποία δίδει σαφή εκδοχή γεγονότων, στηρίζεται και σε δύο γραμμάτια συνήθους τύπου αξίας €210.000,00 και σε ακόμη ένα αξίας €1.500.000,00. 

 

Κρίνουμε χρήσιμο να παραπέμψουμε σε σχετική νομολογία σ’ ότι αφορά στην αιτία αγωγής στη βάση γραμματίου συνήθους τύπου.

 

Στην υπόθεση Λοϊζίδης v. Τσιακλή κ.α. (1997) 1Γ Α.Α.Δ. 1418 αποφασίστηκε μεταξύ άλλων, ότι «Σύμφωνα με το Άρθρο 80 του Κεφ. 149 σε κάθε δικαστική διαδικασία το περιεχόμενο γραμματίου συνήθους τύπου αποτελεί αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που περιέχει. Μαρτυρία η οποία στοχεύει να αντικρούσει την αλήθεια του περιεχομένου του δεν είναι αποδεκτή.  Το Άρθρο 80 του Κεφ. 149 καθιερώνει αυστηρό κανόνα απόδειξής του.  Ο κανόνας δεν είναι απόλυτος.  Η επιφύλαξη του Άρθρου 80 καθιερώνει επαρκή υπεράσπιση αν η υπογραφή του οφειλέτη χρέους δεν είναι στην πραγματικότητα η υπογραφή του ή η έκδοση του γραμματίου ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού ή απάτης ή υπό περιστάσεις που ανάγονται σε εξαναγκασμό ή απάτη.»

 

Στην υπόθεση Χαραλάμπους κ.α. v. Χρηματοδοτήσεις Πάνθηρας Λτδ (2000) 1Β Α.Α.Δ. 733, η οποία επίσης αφορούσε γραμμάτιο συνήθους τύπου, αποφασίστηκαν, αναφορικά με την αντιπαροχή, τα ακόλουθα:

«Στο άρθρο 80 του Κεφ.149 προνοείται ότι το περιεχόμενο του γραμματίου συνιστά αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σε αυτό και υπεράσπιση συνιστά μόνο το ότι η υπογραφή του οφειλέτη δεν είναι στην πραγματικότητα η δική του ή ότι η έκδοση του γραμματίου επιτεύχθηκε κατόπιν εξαναγκασμού ή απάτης. Στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρξε στην υπεράσπιση των εφεσειόντων τέτοιος ισχυρισμός, αλλά μόνο αμφισβήτηση του ύψους της αντιπαροχής. Όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Raif v. Dervish (1971) 1 C.L.R. 158, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην αναφερόμενη στο ίδιο το γραμμάτιο αντιπαροχή.”

 

Καθίσταται αντιληπτό, μέσα από το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως αυτό, χωρίς επίκληση συγκεκριμένων στοιχείων, τα οποία παρουσιάστηκαν από τον εφεσίβλητο 1, έκρινε πως αυτά έθεσαν εν αμφιβόλω την εκδοχή της εφεσείουσας, ότι τα Τεκμήρια 20, 21 και 22 συνιστούν έγκυρα γραμμάτια.   Επιθεωρώντας τα Τεκμήρια 20, 21 και 22 διαπιστώνεται εμφανώς ότι σε αυτά (α) στον τίτλο τους αναφέρεται «Γραμμάτιο Συνήθους Τύπου» (β) αναφέρεται ότι «η αντιπαροχή δια την οποία παρέχεται η πιο πάνω υπόσχεση είναι μετρητά που έλαβα από την κα Χέλεν Ζαρταριάν» (γ) είναι υπογραμμένα από τον εφεσίβλητο 1 και (δ) επί των τεκμηρίων – γραμματίων - υπογράφουν δύο πρόσωπα ως μάρτυρες.  Συνακόλουθα το μόνο στοιχείο που είναι δυνατόν, να λειτουργήσει ως υπεράσπιση είναι κατά πόσο οι περιστάσεις που υπογράφηκαν, τα εν λόγω γραμμάτια, συνιστούν ή ανάγονται σε εξαναγκασμό ή απάτη.  Η κρίση όμως επί τέτοιων ζητημάτων θα δοθεί κατά την εκδίκαση της αγωγής. Στο πρώϊμο στάδιο που βρισκόταν η διαδικασία ήταν επιτρεπτό, να γίνει μία γενική  και αντικειμενική θεώρηση της μαρτυρίας, με ζητούμενο το κατά πόσο η εφεσείουσα ικανοποιούσε το Δικαστήριο για την απόδειξη της δεύτερης προϋπόθεσης, λαμβανομένης βέβαια υπόψη και της μαρτυρίας που προσκόμισε ο εφεσίβλητος 1.  Είναι γεγονός ότι, ισχυρισμοί αντανακλώντες στις πιο πάνω υπερασπίσεις, τέθηκαν, από τον εφεσίβλητο 1, με την ένσταση του, και δη ότι υπέγραψε τα γραμμάτια συνήθους τύπου υπό περιστάσεις εξαναγκασμού και/ή εκβιασμού, ωστόσο,  δεν ήταν επιτρεπτό η θέση του να τύχει τέτοιας βαρύτητας που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Η θέση αυτή δέον είναι να τύχει εξέτασης κατά το τελικό στάδιο της εκδίκασης της αγωγής. Επρόκειτο για αντίλογο στην εκδοχή της εφεσείουσας η οποία όμως ήταν επαρκώς διατυπωμένη.  Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν ήταν ορθό να κριθεί ότι η εκδοχή της εφεσείουσας τέθηκε εν αμφιβόλω, τόσο όσον αφορά τα υπόλοιπα ζητήματα αλλά όσο και για τα γραμμάτια συνήθους τύπου.  Όπως υποδείχθηκε εκ νέου στην πρόσφατη, σχετικά, υπόθεση Α.Β. v. Γ.Δ., ECLI:CY:DOD:2022:18, Έφεση αρ. 23/2021, ημερομηνίας 23.06.2022, «… Το Δικαστήριο σε μια αίτηση που είναι και θα πρέπει να είναι προσωρινή εκ της φύσης της, έχει σταθερές προς υποβοήθηση παραμέτρους, τις ως άνω προϋποθέσεις.  Δεν είναι έργο του, η αντιπαράθεση ισχυρισμών και θέσεων ώστε να αξιολογήσει ποιος έχει δίκαιο ή λέει την αλήθεια επί της ουσίας.  Αυτή η εργασία είναι μεταγενέστερη και αφορά την κύρια αίτηση.».

 

Αξιοσημείωτο είναι δε και το γεγονός ότι εκτός από τα προαναφερόμενα έγγραφα - γραμμάτια υπήρχαν και τα Τεκμήρια 23 και 24 επί της αίτησης της εφεσείουσας, στα οποία δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, τα οποία σημειώνουμε ότι υπογράφηκαν από την εφεσείουσα και τον εφεσίβλητο 1 ενώπιον δικηγόρου. Πρόκειται για συμφωνίες μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Εντοπίζουμε βέβαια, επί του Τεκμηρίου 24, ότι δηλώθηκε πως σε περίπτωση δικαστικής διαμάχης των συμβαλλόμενων αυτοί δεν θα επικαλούνταν το περιεχόμενο του. Αυτό όμως δεν αναιρούσε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 23, επί της αίτησης της εφεσείουσας, με το οποίο οι συμβαλλόμενοι επιβεβαίωναν ουσιαστικά τη διευθέτηση των οικονομικών τους εκκρεμοτήτων, δια της έκδοσης, μεταξύ άλλων, των τριών, πιο πάνω αναφερόμενων, γραμματίων συνήθους τύπου.  Σημειωτέον δε πως στο Τεκμήριο 23 γίνεται ρητή αναφορά ότι η συμφωνία επήλθε «χωρίς οποιαδήποτε πίεση και/ή εξαναγκασμό από οποιονδήποτε».

 

Η υποχρέωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για μη αξιολόγηση ζητημάτων που άπτονται της ουσίας, αλλά ο περιορισμός σε γενική θεώρηση της μαρτυρίας, δεν το απάλλασσε από την υποχρέωση να συγκεκριμενοποιήσει τα στοιχεία, που κατά την κρίση του, και προερχόμενα από τον εφεσίβλητο 1,  αποδυνάμωναν την εκδοχή της εφεσείουσας, ώστε να ήταν δικαιολογημένο να ακυρωθούν τα μονομερώς εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα, λόγω μη στοιχειοθέτησης της δεύτερης προϋπόθεσης, αλλά και επιπλέον ότι δεν δικαιολογούνταν η έκδοση των υπόλοιπων αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη ακόμη σε συμπέρασμα ότι ελλείπουν «και στοιχεία που να καταδεικνύουν «δόλια» συμπεριφορά ή «δημιουργία ψευδών παραστάσεων» εκ μέρους του εναγόμενου 1 προς την ενάγουσα.  Αντ’ αυτού, η τελευταία, σε όλη την έκταση της πολυσέλιδης Ένορκης Δήλωσης της, αναφέρεται συνεχώς στις «υποσχέσεις» του εναγόμενου 1 ότι θα διαζευχθεί την σύζυγο του και θα συζευχθεί την ίδια, ώστε να απολαμβάνει οικονομικά και άλλα συναφή οφέλη και να αποκτήσει δικαιώματα ως σύζυγος του εναγομένου 1».  Η εν λόγω αναφορά, στο βαθμό που αφορά τις υποσχέσεις του εφεσίβλητου 1, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα όμως πέραν αυτής, στην πολυσέλιδη όντως ένορκη δήλωση της εφεσείουσας, δίδονται γεγονότα με αρκετές λεπτομέρειες, με επισυνημμένα τεκμήρια, για τα οποία αυτή θεωρεί ότι ο εφεσίβλητος 1 την εξαπατούσε ή ενεργούσε με ψευδείς παραστάσεις, καθώς επίσης ότι ο τελευταίος υπέγραφε έγγραφα, δίδοντας υποσχέσεις, που δεν τηρούσε. Ό,τι επισημαίνουμε είναι πως απουσιάζει η κρίση, σε επίπεδο αντικειμενικής βέβαια θεώρησης, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επί αυτής της ουσιώδους μαρτυρίας και η κατάταξη της ή μη, πρωτοδίκως, ως προς τη δυναμική της εκδοχής της εφεσείουσας.

 

Επιπλέον, διαπιστώνουμε, ως προς τα παράπονα της εφεσείουσας που σχετίζονταν με παραβίαση συνταγματικών της δικαιωμάτων και για απάνθρωπη και/ή ταπεινωτική μεταχείριση, και τούτων άμεσα σχετιζόμενων με το αιτούμενο διάταγμα Β, (το οποίο αφορά σε απαγόρευση για παρενόχληση, απειλές, παρακολούθηση, και επέμβαση στη ζωή της) ότι η εφεσείουσα, πέραν της σχετικής αναφοράς της, παραπέμπει και σε ιατρική βεβαίωση αλλά και καταγγελία στον ΣΠΑΒΟ (Σύνδεσμος για την Πρόληψη και Αντιμετώπιση της Βίας στην Οικογένεια).

 

Το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του πιο πάνω θέματος έχει ως ακολούθως: «… η ενάγουσα 1 αναφέρθηκε μόνο σε ένα μεμονωμένο περιστατικό, που κατά την ίδια, επεσυνέβη τον Ιανουάριο το 2012. Οι υπόλοιπες αναφορές της για λεκτική, σωματική, ψυχολογική και σεξουαλική βία σε βάρος της παρέμειναν σε επίπεδο ισχυρισμών, χωρίς την υποστήριξη πραγματικού υπόβαθρου.»  Διατηρούμε σοβαρές επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσο απαιτούνταν,  για σκοπούς της διερεύνησης της δεύτερης προϋπόθεσης, να υπάρχουν αριθμητικά περισσότερα του ενός περιστατικά.  Σημασία έχει και η σοβαρότητα των γεγονότων.  Ταυτόχρονα δε, παρατηρούμε εμφαντικά πως το πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων που η εφεσείουσα έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, με την ένορκη δήλωση της, υποδηλώνει ότι δεν επρόκειτο για ένα μεμονωμένο περιστατικό. Ενδεικτικά δε και προς επίρρωση της θέσης ότι δεν επρόκειτο για ένα μεμονωμένο περιστατικό, παραθέτουμε σχετικές αναφορές από την ένορκη δήλωση της εφεσείουσας:

 

Παράγραφος 14. «… Όμως ειδικά τον τελευταίο καιρό που ήθελα να λύσω τα προβλήματα μου  οριστικά μαζί του έγινε πολύ βίαιος και επιθετικός απέναντι μου, με ύβρεις, χτυπήματα και ανήθικες και άσεμνες πράξεις με αποτέλεσμα η κατάσταση της υγείας μου να κλονιστεί και να επηρεαστεί σε τεράστιο βαθμό και η οικογένεια μου. Ως εκ τούτου με κυρίευσε ο φόβος για να μιλήσω στο Δικαστήριο και για το λόγο αυτό αποτάθηκα στον Σύνδεσμο για την Πρόληψη και Αντιμετώπιση της βίας στην οικογένεια (ΣΠΑΒΟ), ο οποίος με υποστηρίζει ψυχολογικά για να μπορώ να βρω τη δύναμη να διεκδικήσω τα δικαιώματα μου και να μην φοβάμαι τις απειλές και πράξεις του Εναγόμενου 1. Επισυνάπτω ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 3 επιστολή ημερομηνίας 17/02/2021, η οποία ετοιμάστηκε από τον Σύνδεσμο για την Πρόληψη και Αντιμετώπιση της βίας στην οικογένεια (ΣΠΑΒΟ) ...».

 

Παράγραφος 15. «Μετά από μεγάλη υποστήριξη του Συνδέσμου και της παρότρυνσής τους να αποταθώ στο Σπίτι της Γυναίκας, για τη λήψη Νομικών Συμβουλών σχετικά με τα ζητήματα της κακοποίησης του Εναγόμενου 1 με την υποστήριξη και συμβουλή των αρμόδιων λειτουργών έχω προβεί σε σχετική καταγγελία στο Σπίτι της Γυναίκας για την κακοποίηση που υφίσταμαι από τον Εναγόμενο 1, και μάλιστα η Αστυνομία (ΤΑΕ Λευκωσίας) μετέβη για τη σχετική καταγγελία στο Σπίτι της Γυναίκας για την δική μου προστασία.

…………………………………………………………………………………

Επισυνάπτω επίσης ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 5 αντίγραφο της βεβαίωσης της καταγγελίας ημερομηνίας 08/06/2021 από το ΤΑΕ Λευκωσίας.»

 

Παράγραφος 42. «Ήμουν χτυπημένη πολύ σοβαρά σε όλο το πρόσωπο μου, είχα μελανιές και εξετάστηκα από Ιατρό, τα παιδιά μου τρομοκρατήθηκαν για την ζωή μου. Με έβλεπαν με τις μελανιές στο πρόσωπο και έπαθαν σοβαρά ψυχικά τραύματα.  Δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου, χρειάστηκα ραφές στα χείλη μου. Επισυνάπτω ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 16 Ένορκη Δήλωση μου ημερομηνίας 11/01/2012 συνοδευόμενη από την βεβαίωση του Ιατρού.» 

 

Παράγραφος 70. «Στις 06/11/2020, εξέδωσε επιταγή ύψους €500 ημερομηνίας 09/11/2020 για να αποπληρώσω τους οφειλόμενους λογαριασμούς μου και μου έστειλε μήνυμα να μην την καταθέσω γιατί όπως μου είπε και μου λέει τελευταίως δεν υπάρχουν λεφτά μέσα στο λογαριασμό και ότι εάν το πράξω θα με χτυπήσει. Ειδικά από εκείνο το διάστημα και μετά έγινε πολύ βίαιος και επικίνδυνος απέναντι μου. Επισυνάπτω ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 27 το μήνυμά του προς εμένα το οποίο εμπεριέχει ύβρεις προς το πρόσωπό μου. Φοβούμενη για την σωματική μου ακεραιότητα την επέστρεψα πίσω»

 

Παράγραφος 72. «Ειδικά δε, δεν με αφήνει να ζήσω την δική μου ζωή και απειλεί τη ζωή μου όταν του λέω ότι θα το πράξω. Με εκφοβίζει με διάφορες χειρονομίες λεκτική, σωματική, ψυχολογική και οικονομική βία και με παρακολουθεί παντού. Όσες φορές μου λέει ότι θα μου κάνει κακό τρομοκρατούμαι. Επισυνάπτω ενδεικτικά κάποια εκβιαστικά μηνύματα του Εναγόμενου 1 προς εμένα που εκτύπωσα εγώ η ίδια από το τηλέφωνο μου ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 28

 

Παράγραφος 74. «Μάλιστα, τις τελευταίες ημέρες με εκβιάζει ότι αν φύγω και δεν του απαντάω δεν θα μου δώσει κανένα ποσό από αυτά που μου οφείλει. Ενώ έπρεπε να μου ανοίξει λογαριασμό για να κατατίθενται τα μηνιαία ποσά που συμφώνησε να μου καταβάλλει δεν το πράττει για να αποξενώσει τα χρήματα και να με εκβιάζει να βρεθούμε και να πηγαίνουμε στα εξοχικά του στον Πρωταρά για να προβαίνει σε ανήθικες πράξεις, στις οποίες εξαναγκάζομαι να υποκύπτω όταν με απειλεί...»

 

Παράγραφος 76. «Πλέον, όμως με εκβιάζει με διάφορα μέσα για να παίρνω μηνιαίως το ποσό για να συντηρήσω το σπίτι και την οικογένεια μου.  Επιτηδευμένα δεν κάνει έμβασμα στην Τράπεζα για να βρεθώ μαζί του και υπό την απειλή του χτυπήματος να υποκύπτω σε σεξουαλική συνεύρεση μαζί του. Μάλιστα, μερικές φορές είναι τόσο βίαιος που  πετάει τα χρήματα στο πρόσωπο μου και μέσα στο στόμα μου. Αφήνει δε όλους τους λογαριασμούς απλήρωτους για να φοβάμαι και να μου ασκεί ψυχολογική πίεση.»

 

Παράγραφος 77. «Ενδεικτικά αναφέρω ότι ο Εναγόμενος 1 μου επιτέθηκε πιάνοντάς με από το λαιμό μία ημέρα που βρεθήκαμε για να μου δώσει χρήματα για να πληρώσω τα έξοδα διαβίωσης κατά ή περί τις 23/04/2021, διότι δεν ήθελα να υποκύψω στις ανήθικες πράξεις τουκαι να πάω μαζί του στον Πρωταρά. Επίσης, όταν συναντηθήκαμε για να μου δώσει ένα ποσό από τα μηνιαία έξοδά μου, κατά ή περί την 01/07/2021, υπό τις απειλές του και τους εκβιασμούς του υπέκυψα σε σεξουαλική συνεύρεση μαζί του και όταν του είπα ότι θα τον καταγγείλω με τη γορθιά του μου επιτέθηκε και με χτύπησε στο πρόσωπο.»

 

Καθίσταται πρόδηλο, μέσα από τις πιο πάνω αναφορές, επί της ένορκης δήλωσης της εφεσείουσας, πως αυτή ουδόλως αναφερόταν μόνο σε ένα μεμονωμένο περιστατικό.  Συνεπώς η σχετική μαρτυρία της, προς υποστήριξη του αιτήματος Β, δεν έτυχε ορθής θεώρησης για σκοπούς έκδοσης του αιτούμενου προσωρινού διατάγματος και αγνοήθηκε. Επιπλέον, η εμβέλεια του εν λόγω αιτούμενου διατάγματος προφανώς σχετιζόταν και με την επίδραση ή πρόκληση βλάβης στον εφεσίβλητο 1, παράμετρος που όμως δεν απασχόλησε το Δικαστήριο, εξ’ ου και δεν αναφέρθηκε σε αυτή, πλην όμως κατέληξε πως δεν δικαιολογείτο διάταγμα «τέτοιας εμβέλειας».

 

Οι προαναφερόμενες επισημάνσεις του Εφετείου, περί ύπαρξης και άλλης μαρτυρίας, πέραν από αυτήν στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αποσκοπεί σε απόδοση κρίσης επί της δεύτερης προϋπόθεσης, παρά μόνο σε διατύπωση συμπεράσματος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, κατά την ενασχόληση του με τη δεύτερη προϋπόθεση, σημαντική μαρτυρία που ενδεχομένως, αξιολογούμενη, να οδηγούσε σε αντίθετη κατάληξη, αναφορικά με την υπό συζήτηση προϋπόθεση.

 

Συνακόλουθα και τηρουμένων των πιο πάνω κρίνουμε ότι η πρωτόδικη κρίση ήταν εσφαλμένη, σ’ ότι αφορά στη δεύτερη προϋπόθεση, και δεν ήταν επιτρεπτό, υπό τα απροσδιόριστα στοιχεία που επικαλέστηκε το Δικαστήριο, αλλά και το σκεπτικό που διατύπωσε, να προβεί σε συμπέρασμα ότι η εκδοχή της εφεσείουσας τέθηκε εν αμφιβόλω, σε βαθμό που δεν δικαιολογούνταν η στοιχειοθέτηση της δεύτερης προϋπόθεσης – πιθανότητας επιτυχίας στην αγωγή.

 

Κατ’ επέκταση των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 κρίνονται βάσιμοι και επιτυγχάνουν. 

 

Η πρωτόδικη κρίση βάλλεται και ως προς την κατάληξη ότι δεν συνέτρεχε ούτε η τρίτη προϋπόθεση.  Έχουμε κατά νου το σκεπτικό από την πρωτόδικη απόφαση, ως το παραθέσαμε νωρίτερα.

 

Κρίνουμε πως το σχετικό σκεπτικό δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία που παρουσίασε η εφεσείουσα. Στην ένορκη δήλωση της, η τελευταία, έθεσε υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην  παράγραφο 12, ότι ο εφεσίβλητος 1 είχε αναρτήσει, σε ιστοσελίδα, προς πώληση μία κατοικία του, στο Λονδίνο, αξίας £650.000,00 σε μία προσπάθεια να αποξενώσει την περιουσία του.  Επιπλέον η εφεσείουσα ενόρκως αναφέρει ότι ο εφεσίβλητος 1 της έλεγε ότι θα αποξένωνε την περιουσία του ώστε αυτή να μην πάρει κάποιο ποσό, και ότι τα έγγραφα που υπέγραψαν στους δικηγόρους είναι απλά χαρτιά.

 

Συνακόλουθα, ομοίως κρίνουμε πως, κατά την αξιολόγηση της τρίτης προϋπόθεσης, δεν λήφθηκαν υπόψη στοιχεία που ενδεχομένως αξιολογούμενα να οδηγούσαν σε διαφορετική κατάληξη πρωτοδίκως. Υπενθυμίζουμε άλλωστε πως η νομολογία (βλέπε υπόθεση LARTICON CO v. DETERGENTA DEVELOPMENTS LTD (2004) 1B Α.Α.Δ. 1121) αποφάνθηκε πως κατά την εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης «… δεν είναι απαραίτητη η παρουσίαση μαρτυρίας για την απόδειξη της πραγματικής πρόθεσης ενός εναγομένου για τη μεταβίβαση ή επιβάρυνση της περιουσίας του. Όπως έχει τονισθεί από το Δικαστή Κωνσταντινίδη στην υπόθεση C. Phasarias (Automotive Centre) ltd v. Σκυποποιία «Λεωνίκ» Λτδ (2001 1 Α.Α.Δ. 785, «Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μη ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία.»».

 

Εν’ όψει των αμέσως πιο πάνω αναφερόμενων βάσιμοι κρίνονται και οι λόγοι έφεσης με αριθμούς 4, 5 και 6.

 

Σημειώνουμε πως οι λόγοι έφεσης 7 έως 10 σχετίζονται με τους προγενέστερους λόγους έφεσης και αφορούν στην ουσία της πρωτόδικης κατάληξης.  Περισσεύει συνεπώς η οποιαδήποτε περαιτέρω ενασχόληση μας με αυτούς.

 

Στο παρόν στάδιο, εν όψει των πιο πάνω συμπερασμάτων, προβάλλει εύλογο το ερώτημα τι αποτελεί ορθότερη επιλογή για το Εφετείο, αναφορικά με την πορεία της έφεσης.  Φρονούμε πως στον προβληματισμό μας οφείλουμε να λάβουμε υπόψη ακόμη ένα στοιχείο το οποίο αναδύεται μέσα από την πρωτόδικη απόφαση. Πρόκειται, ως θα το εξετάσουμε στη  συνέχεια, για το ζήτημα του κατ’ επείγοντος, το οποίο έχουμε την πεποίθηση πως ενισχύει περισσότερο την κρίση μας ότι η ορθότερη επιλογή είναι η διαταγή για διεξαγωγή νέας δίκης.

 

Οι εφεσίβλητοι, πρωτόδικα, με την ένσταση τους, ήγειραν θέμα απουσίας του στοιχείου του κατ’ επείγοντος.  Ό,τι αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, επί του εν λόγω θέματος, είναι τα δύο ακόλουθα αποσπάσματα»

 

«Προτού το Δικαστήριο εξετάσει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης ενός διατάγματος με βάση το Άρθρο 32 του Ν. 14/60, θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το διάταγμα που έκδωσε μονομερώς, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι θα πρέπει να είχε καταδειχθεί ενώπιον του το επείγον της έκδοσης ενός τέτοιου διατάγματος.  Έχουν εδώ εφαρμογή οι πρόνοιες του ΄Αρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου ΚΕΦ. 6.

 

Παρόλο που το στοιχείο αυτό θα πρέπει να εξεταστεί πρωταρχικά, στην προκειμένη περίπτωση θα προχωρήσω πρώτα στην εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 32.  Κρίνω πως με αυτό τον τρόπο θα δοθεί απάντηση και στο συγκεκριμένο ζήτημα.»

 

Με δεδομένο τον σεβασμό στην ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστή, δεν διαφαίνεται, μέσα από την πρωτόδικη απόφαση, ότι το ζήτημα του κατ’ επείγοντος την απασχόλησε οποτεδήποτε, αλλά ούτε και ότι δίδεται οποιαδήποτε απάντηση σ’ αυτό, μέσα από τον τρόπο που εξετάστηκαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/1960.

 

Σε πολύ πρόσφατη απόφαση μας, την υπόθεση EUROENERGY INVESTMENTS LIMITED κ.α. v. PRIMAFACIO LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε150/2022, ημερομηνίας 16.10.2023, ECLI:CY:AD:2023:B17, υιοθετώντας τη σταθερή, επί του θέματος του κατεπείγοντος, νομολογία, υποδείξαμε το καθιερωμένο, ότι «το κατ’ επείγον, ως δικαιοδοτικός όρος, μπορεί να κρίνεται στο πλαίσιο της έφεσης με την οποία προσβάλλεται η απόφαση οριστικοποίησης ενός διατάγματος, εφόσον είχε εγερθεί ως θέμα πρωτόδικως και εγείρεται κατ’ έφεση».  Καταλήξαμε δε σε διαταγή επανεκδίκασης καθ’ ότι πρωτόδικα δεν υπήρξε κρίση επί του θέματος του κατ’ επείγοντος, ώστε αυτή να ελεγχθεί από το Εφετείο αν ορθά ή μη αξιολογήθηκε, όπως ήταν και η θέση του εφεσίβλητου στην πιο πάνω υπόθεση.

 

Στην ενώπιον μας διαδικασία το θέμα του κατ’ επείγοντος δεν εγείρεται με την ειδοποίηση έφεσης.  Δεν θα μπορούσε άλλωστε αφού η εφεσείουσα είχε τη θέση ότι το εν λόγω στοιχείο συνέτρεχε.  Ο εφεσίβλητος 1 δεν ήγειρε αντέφεση, προφανώς επειδή πέτυχε σε αυτό που ζήτησε με την ένσταση του, ήτοι την ακύρωση των διαταγμάτων, εκδοθέντων μονομερώς, αλλά και την απόρριψη της αίτησης, επί των υπόλοιπων αιτημάτων.  Ταυτόχρονα όμως αναδύεται, μέσα από όλα τα γεγονότα, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε την κρίση του, εν τέλει, επί του θέματος του κατ’ επείγοντος. Αυτό το γεγονός στερεί από το Εφετείο την ευχέρεια να προβεί σε έλεγχο επί του εν λόγω θέματος, και βέβαια, δεν θα ήταν επιτρεπτό να προβεί το ίδιο, το Εφετείο, σε σχετική ετυμηγορία, αφού σε τέτοια περίπτωση θα υποκαθιστούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε έναν δικαιοδοτικό όρο.  Κατ’ επέκταση με γνώμονα την αρχή ότι «Το συμφέρον της δικαιοσύνης το οποίο καθοδηγεί κατά πόσο μία υπόθεση θα πρέπει να αποφασιστεί από το Εφετείο ή θα πρέπει να παραπεμφθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο» (βλέπε υπόθεση Trafalgar Developments Ltd κ.α. v. Uralchem Holdings P.L.G. κ.α., ECLI:CY:AD:2019:A49, Πολιτική Έφεση 331/2017, ημερομηνίας 21.02.2019, ECLI:CY:AD:2019:A49) κρίνουμε ότι επιβάλλεται, υπό τις περιστάσεις, επανεκδίκαση.  

 

Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση, ημερομηνίας 12.08.2022, περιλαμβανομένης της διαταγής εξόδων, παραμερίζεται και διατάσσεται νέα δίκη, αναφορικά με τη διατήρηση ή μη σε ισχύ των δύο εκδοθέντων μονομερώς, στις 23.07.2021, προσωρινών διαταγμάτων, αλλά και αναφορικά με την έκδοση ή μη των υπόλοιπων αιτημάτων επί της αίτησης ημερομηνίας 20.07.2021.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας δίκης.

 

Επιδικάζονται έξοδα της παρούσας έφεσης, προς όφελος της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2, ύψους €7.100,00 πλέον Φ.Π.Α. (εάν υπάρχει).

 

                                             Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

                                             Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                                             Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο