ΕΦΕΤΕΙΟ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E69/2020,

σχ. με την Ε70/2020 και Ε71/2020)

 

 

 10 Ιανουαρίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

                 

 ----------------------------

 

1. BORIS MINTS

2. DMITRY MINTS

3. ΕΛΕΝΑ ΑΤΑΜΟΒΙΤΣ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΗ

4. ΚΑΡΙΝΑ ΣΤΟΛΜΠΟΒΣΚΙΧ

 

Εφεσειόντων/Εναγομένων 4, 5, 6 & 7

 

και

 

PAVEL SHISHKIN

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

 

 

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε70/2020

σχ. με Ε69/20 και Ε71/20)

 

GISORAL HOLDINGS LIMITED

 

Εφεσείουσας/Εναγόμενης 2

και

 

PAVEL SHISHKIN

 

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

 

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε71/2020

σχ. με Ε69/20 και Ε70/20)

 

01 GROUP LIMITED, ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

(ΥΠΟ ΕΚΟΥΣΙΑ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ,

ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΑΥΤΗΣ ΚΟΥ ΚΡΙΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗ)

 

Εφεσείουσας/Εναγόμενης 1

και

 

PAVEL SHISHKIN

 

Εφεσίβλητου/Ενάγοντα

 

---------------------------

 

Για Εφεσείοντες στην Ε69/20: κ. Μ. Παναγίδης για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εφεσείουσα στην Ε70/20: κ. Λ. Χατζηδημητρίου για Λ. Χατζηδημητρίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εφεσείουσα στην Ε71/20 κ. Σ. Βασιλείου για Σ. Βασιλείου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εφεσίβλητο: κ. Α. Κουάλης και κα Χρ. Τζιολαβρέτα για A.G.Erotocritou L.L.C

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Κατόπιν ακρόασης της δια κλήσεως αίτησης ημερ. 20.12.2018 (εφεξής η Αίτηση), το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (εφεξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) εξέδωσε στις 24.3.2020 διατάγματα παγοποίησης των περιουσιακών στοιχείων των καθ’ ων η αίτηση ανά το παγκόσμιο μέχρι του ποσού των Δολαρίων ΗΠΑ $5.000.000 (διατάγματα υπό στοιχεία Α της Αίτησης) καθώς και υποβοηθητικά διατάγματα αποκάλυψης - ancillary discovery orders (διατάγματα υπό στοιχεία Β και Γ της Αίτησης).

Το υπόβαθρο γεγονότων της Αίτησης που οδήγησε στην έκδοση των προαναφερθέντων διαταγμάτων, εκτίθετο στη συνοδεύουσα  ένορκη δήλωση της δικηγόρου Ελίνας Νικολαΐδου του δικηγορικού οίκου που εκπροσώπησε τον αιτητή.

Προκύπτει από την εν λόγω ένορκη δήλωση ότι η καταχωρηθείσα αγωγή του αιτητή/εφεσίβλητου, αφορά δύο δάνεια, τα οποία ανέλαβε δυνάμει γραπτών συμφωνιών να αποπληρώσει η καθ’ ης η αίτηση 2, αλλά και συμφωνία εγγύησης με την οποία η καθ’ ης η αίτηση 1 εγγυάται την αποπληρωμή των δανείων. Πέραν της συμβατικής βάσης όμως, η αγωγή εκτείνεται στην ευρύτερη διάπραξη αστικών αδικημάτων από μέρους και των λοιπών καθ’ ων η αίτηση που άπτονται της μεταφοράς περιουσιακών στοιχείων της καθ’ ης η αίτηση 1 σε τρίτες εταιρείες, με αποτέλεσμα, κατά τα συμφραζόμενα, να καταστεί αδύνατη η αποπληρωμή των δανείων.

Αρχικά τα δάνεια είχαν παραχωρηθεί σε εταιρείες του Ομίλου εταιρειών ΟI, ο οποίος κατείχε σημαντικής αξίας περιουσιακά στοιχεία. Στη συνέχεια, κατόπιν παροτρύνσεων και πιέσεων του τελικού δικαιούχου του Ομίλου, ήτοι του καθ’ ου η αίτηση 4, ο εφεσίβλητος αποδέχτηκε τη μεταφορά της υποχρέωσης αποπληρωμής των δανείων στην καθ’ ης η αίτηση 2 (άλλη εταιρεία του Ομίλου), η οποία όμως δεν είχε εργασίες ή περιουσιακά στοιχεία που να εξασφάλιζαν τα δάνεια. Έτσι προς εξασφάλιση των δανείων, υπεγράφη περί τον Αύγουστο του 2016, η προαναφερθείσα συμφωνία εγγύησης με την τότε μητρική εταιρεία του Ομίλου -  καθ’ ης η αίτηση 1. Η καθ’ ης η αίτηση 1 μέσω θυγατρικών της εταιρειών και έπειτα μέσω της καθ’ ης η αίτηση 3 κατείχε την πλειοψηφία των μετοχών της κυπριακής εταιρείας OI PROPERTIES LTD, η οποία κατείχε τα περιουσιακά στοιχεία του Ομίλου ΟΙ. 

Στη συνέχεια, πάντα κατά την ενόρκως δηλούσα, αλλά και έκθεσης ιδιωτών ερευνητών στη Ρωσία που ετοιμάστηκε σχετικά (τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση), προτού εξοφληθούν τα δάνεια, δρομολογήθηκε η αποξένωση περιουσιακών στοιχείων του Ομίλου, με αποτέλεσμα η καθ’ ης η αίτηση 1 να μην ήταν σε θέση να αποπληρώσει τα δάνεια. Από την εν λόγω έκθεση προκύπτει ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενεργώντας από κοινού και σε συνεννόηση απογύμνωσαν την καθ’ ης η αίτηση 1 από πλευράς περιουσιακών στοιχείων. Τούτο το έπραξαν δια της μεταβίβασης της προαναφερθείσας κυπριακής εταιρείας σε τρίτο πρόσωπο, αλλά και της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχειών και συγκεκριμένα πολυτελών γραφειακών εγκαταστάσεων που διατηρούσε στη Μόσχα (το έργο BOLSHEVIK), σε εταιρείες που ελέγχει ο καθ’ ου η αίτηση 4. Κατά την εν λόγω περίοδο ο καθ’ ου αίτηση 4 επένδυσε εκατομμύρια σε ακίνητο στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Ο καθ’ ου η αίτηση 5 είναι γιος του καθ’ ου η αίτηση 4 και κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν γενικός διευθυντής του Ομίλου ΟΙ. Φέρεται να είχε ενεργό εμπλοκή στα εταιρικά οχήματα που κρατούν τα περιουσιακά στοιχεία που ελέγχει ο καθ’ ου η αίτηση 4. Οι καθ’ ων η αίτηση 6 και 7 ήταν οι διευθυντές των καθ’ ων η αίτηση 1 και 3 κατά τον χρόνο της αποξένωσης.

Πριν την κατ’ ισχυρισμό αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων είχε καταχωρηθεί από τον εφεσίβλητο η αγωγή 2179/2018 και επιχειρήθηκε από μέρους του, δια της καταχώρησης μονομερούς αιτήσεως, η έκδοση διαταγμάτων που να εμπόδιζαν την αποξένωση. Τούτο δεν επιτεύχθηκε, αφού η καθ’ ης η αίτηση 1 έλαβε γνώση, εμφανίστηκε κατά την ακρόαση της μονομερούς αιτήσεως και κατά την ενόρκως δηλούσα, κατάφερε να καθυστερήσει τη διαδικασία μέχρι την αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων.

Τελικά, οι καθ’ ων η αίτηση 1-3 δεν κατέχουν περιουσιακά στοιχεία. Τα περιουσιακά στοιχεία των καθ’ ων η αίτηση 1 και 3 αποξενώθηκαν, ενώ η καθ’ ης η αίτηση 2 δεν είχε περιουσιακά στοιχεία κατά τον ουσιώδη χρόνο. Για περιουσιακά στοιχεία των καθ’ ων η αίτηση 6 και 7 δεν υπήρχε πληροφόρηση. Τα περιουσιακά στοιχεία του καθ’ ου η αίτηση 4 κατέχονταν δια περίπλοκων εταιρικών δομών, καθιστώντας έτσι εύκολη τη μεταβίβαση και  αποξένωση. Μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων αυτών είναι το έργο BOLSHEVIK, αλλά και διάφορά ακίνητα στο Ηνωμένο Βασίλειο (ως τα τεκμήρια 1 και 30Β της ενόρκου δηλώσεως).

Τέλος, ο καθ’ ου η αίτηση 5 όπως προαναφέρθηκε είχε ενεργό ρόλο στη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του πατέρα του, καθ’ ου η αίτηση 4.

Παρά τις ενστάσεις των καθ’ ων η αίτηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεχόμενο κατά βάση τα λεγόμενα της ενόρκως δηλούσας, η οποία σημειώνεται δεν κλήθηκε για αντεξέταση, έκρινε ότι πληρούνται οι τρείς προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και προχώρησε στην έκδοση των προαναφερθέντων διαταγμάτων, στην ουσία και στο εύρος που είχαν ζητηθεί από τον εφεσίβλητο. Τούτο το έπραξε αφού έκρινε επιπρόσθετα ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλινε προς τη μεριά έκδοσης των αιτουμένων διαταγμάτων, απορρίπτοντας συνάμα τις θέσεις/αιτιάσεις των καθ’ ων η αίτηση που αφορούσαν (α) έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, (β) κατ’ ισχυρισμό ασάφεια στα αιτούμενα διατάγματα, (γ) καθυστέρηση, (δ) δεδικασμένο, (ε) παραβίαση τραπεζικού απορρήτου και (στ) ζητήματα της δικαιοδοσίας Chabra.

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με τρεις διακριτές, αλλά σχετιζόμενες εφέσεις. Την Ε69/2020, ασκηθείσα από τους εναγόμενους 4, 5, 6 και 7 (εφεσείοντες 1, 2, 3 και 4 της Ε69), στην οποία προβάλλονται και προωθούνται 5 λόγοι έφεσης. Την Ε70/2020 ασκηθείσα από την εναγόμενη 2 (εφεσείουσα της Ε70), στην οποία προβάλλονται και προωθούνται 2 λόγοι έφεσης και την Ε71/2020 ασκηθείσα από την εναγόμενη 1 (εφεσείουσα στης Ε71), στην οποία προβάλλονται και προωθούνται 9 λόγοι έφεσης. Η εναγόμενη 3 δεν προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση.         

Ξεκινώντας από την Ε69, ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε γενικό διάταγμα τύπου Mareva καθώς και διατάγματα αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων καθ’ ον χρόνο ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε την ύπαρξη συγκεκριμένων και προσδιορίσιμων περιουσιακών στοιχείων πολλαπλάσιας αξίας της απαίτησης του. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι συναφής και εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς εξέδωσε γενικό διάταγμα τύπου Mareva επί περιουσιακών στοιχείων, δεδομένου ότι η νομική βάση της Αίτησης δεν το επέτρεπε. Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος έχει καλή ή συζητήσιμη υπόθεση ή/και ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας. Ο λόγος αυτός συναρτάται με  ισχυρισμό για έλλειψη δικαιοδοσίας των κυπριακών Δικαστηρίων που τέθηκε από τους εναγόμενους πρωτόδικα. Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα συμπέρανε ότι ο εφεσίβλητος έχει υπέρ του το ισοζύγιο της ευχέρειας και τέλος ο πέμπτος λόγος, γενικά, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε ή δεν εξέτασε την ένσταση των εναγόμενων 4 και 5.

Στην Ε70 ο πρώτος λόγος έφεσης είναι πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας, αφού δεν εκτίμησε τους λόγους ένστασης της εναγόμενης 2 και ο δεύτερος λόγος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πληρείται η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 αφού και πάλι δεν εκτίμησε τους λόγους ένστασης της εναγόμενης 2.

Τέλος, στην Ε71 ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν απέρριψε την Αίτηση λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Ο δεύτερος λόγος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να απορρίψει την Αίτηση ως πρόωρη αφού και η αγωγή και/ή κύρια διαδικασία ήταν πρόωρη. Ο τρίτος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πληρούνται οι πρώτες δυο προϋποθέσεις του άρθρου 32. Ο τέταρτος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέχθηκε τη θέση της εναγόμενης 2 ότι απαλλάχτηκε από την εγγύηση λόγω μεταγενέστερων τροποποιήσεων των δανεικών συμβάσεων εν αγνοία της. Ο πέμπτος ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσίβλητος θα είχε υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά σε περίπτωση μη έκδοσης των διαταγμάτων. Ο έκτος λόγος έφεσης είναι ο ίδιος με τον πρώτο λόγο έφεσης της Ε69. Ο έβδομος λόγος έφεσης είναι ο ίδιος με τον δεύτερο λόγο έφεσης της Ε69. Ο όγδοος είναι ο ίδιος με τον τέταρτο λόγο έφεσης της Ε69, αναφερόμενος βέβαια στην εναγόμενη 1, και τέλος ο ένατος λόγος έφεσης είναι γενικός και εισηγείται σφαιρικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ενέκρινε την Αίτηση.

Αφετηρία συζήτησης και κρίσης θα πρέπει να αποτελέσει ένα ζήτημα το οποίο εκφεύγει των προαναφερθέντων λόγων έφεσης. Αφορά στο κατά πόσο οι εναγόμενοι 4, 5 και 6/εφεσείοντες 1, 2 και 3 της Ε69 διατηρούν το δικαίωμα να ακουστούν ενώπιον μας, με δεδομένο ότι δεν συμμορφώθηκαν με τα υποβοηθητικά διατάγματα αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων ως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 20.3.2020. Συγκεκριμένα, διατάχθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταχωρήσουν ένορκη δήλωση αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων εντός προθεσμίας 45 ημέρων. Δεν έχει αμφισβητηθεί ότι κατά τη δικάσιμο ενώπιον μας - 3 ½ και πλέον χρόνια μετά (6.11.2023) - δεν έχουν ακόμα συμμορφωθεί.

Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, ο εφεσίβλητος στις 22.2.2023 πέτυχε στο πρωτόδικο Δικαστήριο την έκδοση διατάγματος γνωστού ως «unless order» με το ακόλουθο λεκτικό:

«Διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει και/ή εμποδίζει τους Εναγόμενους/Καθ΄ων η Αίτηση 4, 5 και 6 από του να υπερασπιστούν την αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο και/ή να ακουστούν στη διαδικασία και/ή προωθούν και/ή να προωθήσουν οποιαδήποτε άλλη διαδικασία και/ή διάβημα στην υπόθεση με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο μέχρις ότου αυτοί συμμορφωθούν πλήρως με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 24/03/2020 και/ή μέχρι νεότερων οδηγιών του Δικαστηρίου.»

 

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση, καταχωρώντας στο Ανώτατο Δικαστήριο αίτηση για την παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης για την έκδοση εντάλματος Certiorari (Αναφορικά με την Αίτηση του Boris Minths κ.α.  Αρ.Αιτ.24/2023, ημερ.15.3.2023, ECLI:CY:AD:2023:D88), υποστηρίζοντας αφενός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να εκδώσει τέτοιο διάταγμα χωρίς να προηγηθεί η επίδοση του διατάγματος ημερ. 24.3.2020 (όπως γίνεται σε περιπτώσεις παρακοής) και αφετέρου ότι παραβιάζονται οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης αφού τους απαγορευόταν πλέον να υπερασπιστούν. Απορρίπτοντας την αίτηση, ο δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Μαλαχτός Δ, σημείωσε σε σχέση με το δεύτερο ζήτημα, ότι τέτοια διατάγματα, όταν πληρούνται οι νομολογιακές προϋποθέσεις έκδοσης τους, παρά τη δραστικότητα τους, δεν παραβιάζουν τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, υπέδειξε ότι το εκδοθέν διάταγμα δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να είχε την εμβέλεια αποστέρησης του δικαιώματος έφεσης επί της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 22.2.2023 [και κατά λογική απόρροια του δικαιώματος ακρόασης στην έφεση κατά της ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 24.3.2020]. Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πιο πάνω απόφαση χωρίς όμως επιτυχία (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Boris Minths κ.α., Πολιτική Αίτηση 25/23, ημερ.13.7.2023).       

Συνεπώς, είναι πρόδηλο ότι ουδόλως το πιο πάνω διάταγμα ημερ. 22.2.2023 δύναται να φράξει το δικαίωμα των εφεσειόντων να ακουστούν ενώπιον μας. Αυτού λεχθέντος, η εισήγηση του εφεσίβλητου για αποστέρηση του δικαιώματος των εφεσειόντων 1, 2 και 3 της Ε69 να ακουστούν ενώπιον μας μέχρι να συμμορφωθούν με το διάταγμα ημερ. 24.3.2020, τίθεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο της αρχής της «καταφρόνησης Δικαστηρίου». Συγκεκριμένα ο εφεσίβλητος με αναφορά στην υπόθεση Theofylactos Mavrommatis and 2 others v. Cyprus Hotels Co.Ltd (1967) 1 CLR 266, υποστήριξε ότι μέχρις ότου άρουν την παρακοή, οι εφεσείοντες δεν θα πρέπει να ακουστούν. «Είναι η μόνη πρακτική τιμωρία που μπορεί να έχουν», υποστήριξε, αγορεύοντας ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου, κ. Κουάλης.     

Πιστεύουμε ότι οι αρχές που διέπουν το σημαντικό αυτό ζήτημα τέθηκαν με επαρκή ευκρίνεια στην πολύκροτη υπόθεση LOUIS VUITTON. v. ΔΕΡΜΟΣΑΚ ΛΤΔ ΚΑΙ ΑΛΛΗΣ, (1992) 1Β Α.Α.Δ 1453. Συγκεκριμένα, διευκρινίστηκαν τα ακόλουθα:

«Η παρακοή διατάγματος δικαστηρίου δε συνεπάγεται αυτόματα και τη στέρηση του δικαιώματος ακρόασης του εν παρακοή διαδίκου σε παρεμπίπτουσα διαδικασία ή κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Παρέχεται όμως διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να μη επιτρέψει σε διάδικο που καταφρονεί διαταγή του δικαστηρίου ν’ ακουστεί σ’ άλλη διαδικασία από την υπόθεση που εκδηλώθηκε η ανυπακοή εφόσον κριθεί ότι η παρακοή του παρεμβάλλει εμπόδια στην απονομή της δικαιοσύνης. Αυτή είναι η αρχή η οποία προκύπτει για τις διαδικαστικές συνέπειες παρακοής από την απόφαση του Εφετείου στην Mouzouris & Another ν. Xylophaghou Plantations Ltd. (1977) 1 C.L.R. 287 και η οποία θεμελιώνεται στην απόφαση του Δικαστή Denning στη Hadkinson ν. Hadkinson (1952).

 

Στη Mouzouris (ανωτέρω) κρίθηκε ότι η απόφαση στη  Theofylactos Mavrommatis & 2 οthers v. Cyprus Hotels Co Ltd. (1967) 1 C.L.R. 266 δε θεμελιώνει κανόνα απόλυτου αποκλεισμού του εν παρακοή διαδίκου από τη διαδικασία. Τις συνέπειες της παρακοής διατάγματος είχα την ευκαιρία να διερευνήσω σε δυο αποφάσεις του Δικαστηρίου, συγκεκριμένα στη Smith v. Paphos Stone C. Estates Ltd. and Others (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 499 και στη Μαυρομμάτη και Άλλοι ν. Δημοκρατίας [Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις 228/88 και 284/88 (αναθεωρητική δικαιοδοσία), αποφασίστηκαν στις 6/12/90 και θα δημοσιευθούν στους τόμους (1990) 3 Α.Α.Δ.]. Επεσήμανα ότι στη Hadkinson (ανωτέρω), οι απόψεις που εκφράστηκαν από τα τρία μέλη του Δικαστηρίου δεν ήταν ταυτόσημες ως προς τις συνέπειες της παρακοής. τα άλλα δυο μέλη του Δικαστηρίου (Romer, L.J., Somervell, L. J.), υιοθέτησαν αυστηρότερη προσέγγιση από το Denning, L.J., ως προς τις συνέπειες της ανυπακοής στο δικαίωμα ακρόασης του εν παρακοή διαδίκου σε μεταγενέστερη διαδικασία. Σύμφωνα με την απόφαση των άλλων δυο Δικαστών, η ανυπακοή συνεπάγεται κατά κανόνα στέρηση του δικαιώματος ακρόασης, υποκειμένου όμως σε τέσσερις εξαιρέσεις, μεταξύ των οποίων και η περίπτωση όπου ο διάδικος αμφισβητεί την εγκυρότητα του διατάγματος που κατά τεκμήριο ή ισχυρισμό παρήκουσε.

 

Η μεταγενέστερη αγγλική νομολογία παρουσιάζει διακυμάνσεις ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί διάδικος εν παρακοή να αποκλειστεί, [βλ. Midland Bank Trust Co. Ltd. v. Green [1979] 2 All E.R. 193; Isaacs v. Robertson [1984] 3 All E.R. 140 και J (HD) v. J. (AM) [1980] 1 All E.R. 156 (Sheldon J.)]. Ανεξάρτητα από τον κανόνα ο οποίος υιοθετείται για τις συνέπειες της παρακοής, κοινή είναι η θέση ότι μπορεί να επιτραπεί σε διάδικο εν παρακοή να ακουστεί σε διαδικασία που αποβλέπει στην ακύρωση του διατάγματος για παρακοή για το οποίο βαρύνεται ή κατηγορείται. Αυτό βεβαιώνει και η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Γρηγορίου και Άλλοι ν. Σταύρου και Άλλων (1992) 1 Α. Α.Δ. 237, 249.»

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με δεδομένο ότι δεν έχει καταχωρηθεί, ως θα έπρεπε, αίτηση παρακοής διατάγματος συμφώνως των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, ώστε μέσα από τη νενομισμένη αυτή διαδικασία, να αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό και στη βάση των ισχυόντων νομολογιακών αρχών, ότι πράγματι οι εφεσείοντες βαρύνονται με παρακοή διατάγματος Δικαστηρίου, ασκούμε τη διακριτική μας ευχέρεια προς όφελος των εν λόγω εφεσειόντων, μη αποστερώντας τους συνακόλουθα το δικαίωμα να ακουστούν. Κατά την ενάσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας, συνυπολογίσαμε σαφώς το γεγονός ότι η αμφισβήτηση που εκδηλώνεται δια της έφεσης, άπτεται αυτού καθαυτού του διατάγματος που φέρονται να μην υπάκουσαν.

 

Η πιο πάνω κατάληξη ουδόλως θα πρέπει να εκληφθεί ως ανοχή του Εφετείου σε ανυπακοή διατάγματος Δικαστηρίου. Τουναντίον, θεωρούμε ότι όπου διαπιστώνεται τέτοια ανυπακοή, θα πρέπει εγκαίρως και απαρέγκλιτα να λαμβάνονται τα κατάλληλα ένδικα μέτρα ώστε ο ανυπάκουος, δια της σπάθης επιβολής τιμωρίας, να εξαναγκάζεται σε υπακοή.    

       

Προχωρούμε πλέον με την επιμέρους εξέταση των λόγων έφεσης. Ως προκύπτει από τα πιο πάνω, υπάρχει συνάφεια και αλληλουχία τόσο μεταξύ λόγων έφεσης της κάθε έφεσης ξεχωριστά, όσο και διαπεραστικά μεταξύ των εφέσεων στο σύνολο τους. Έτσι, στο βαθμό που παρατηρείται τέτοια συνάφεια και αλληλουχία, η εξέταση θα είναι κοινή.

 

Ένα αλληλοπεριγραφόμενο αλλά κυρίαρχο ζήτημα που αναδεικνύεται, είναι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60. Στο πλαίσιο αυτό εμφιλοχωρεί ενίοτε - άμεσα ή έμμεσα - το προβαλλόμενο επιχείρημα για έλλειψη αρμοδιότητας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά και ο ισχυρισμός για την πρόωρη καταχώριση της αγωγής. Τα ζητήματα αυτά καλύπτονται από τους λόγους έφεσης 3 της Ε69, 1 της Ε70 και 1, 2 και 3 της Ε71. Η εξέταση συνεπώς αυτών των λόγων έφεσης θα είναι κοινή.

 

Οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32 είναι νομολογιακά αποκρυσταλλωμένες και δεν χρειάζεται να τις αναλύσουμε εδώ σε κάποια έκταση. Εξάλλου, παρατίθενται με επάρκεια στις σελίδες 14-17 της πρωτόδικης απόφασης. Να υπενθυμίσουμε μόνον ότι για εκπλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης απαιτείται απλώς η δικογραφημένη ανάδειξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση.  Αποτυγχάνουν της πρώτης προϋπόθεσης, αγωγές στηριζόμενες σε βάσεις άγνωστες στον Νόμο και ή τη Νομολογία όπου η συνέχιση τους θα απολήξει να είναι ανούσια και ενοχλητική (frivolous and vexatious), αλλά και απαιτήσεις όπου επιδιώκεται η απόδοση θεραπείας παράλογης ή απαράδεκτης. Στην προκειμένη περίπτωση - όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελ.16-17 της απόφασης του - αναδεικνύονται σοβαρά ζητήματα για εκδίκαση στα δικόγραφα και έτσι πληρείται η πρώτη προϋπόθεση.

 

Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, απαιτείται η κατάδειξη μιας ορατής πιθανότητας, μιας προοπτικής επιτυχίας της αγωγής. Το βάρος απόδειξης δεν είναι ιδιαίτερα υψηλό και εν πάση περιπτώσει υπολείπεται ακόμα και του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (βλ. Hellenic Bank Public Company Ltd v. Alpha Panareti Public Ltd (2013) 1Β Α.Α.Δ. 1235). Κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής γίνεται συσχέτιση της νομικής βάσης της αγωγής με την προσκομισθείσα, από πλευράς αιτητή, μαρτυρίας. Σταθμίζεται βέβαια και η αντίθετη εκδοχή του καθ’ ου η αίτηση. Η υποκειμενική και εξαντλητική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και η επιλογή εκδοχών και η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποφεύγεται. Αυτά είναι αξιώματα που ανήκουν στην κυρίως δίκη. Αυτού λεχθέντος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία, κάποια αποτίμηση της αποδεικτικής δύναμης της μαρτυρίας εκείνου που ζητά τη θεραπεία, θα πρέπει να γίνεται από το Δικαστήριο (βλ. Λόρδος κ.α. v. Σιακόλα κ.α. Πολ. Έφεση Ε143/15, ημερ. 23.3.2017).

 

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, είτε ως αυτοτελές ζήτημα που άπτεται της δημόσιας τάξης είτε ως ζήτημα που άπτεται των πρώτων δύο προϋποθέσεων του άρθρου 32, το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 32 αναφέρει τα εξής:  

 

 «Έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου

 

Με τις Ενστάσεις τους οι Καθ΄ων η Αίτηση ισχυρίζονται ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας στην παρούσα διαφορά καθώς οι επίδικες Δανειακές Συμβάσεις περιέχουν ρήτρα δικαιοδοσίας των Ρωσικών Δικαστηρίων.  Όπως προκύπτει ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται τόσο από πλευράς Καθ΄ων η Αίτηση 1, 3, 6 και 7, όσο και από πλευράς Καθ΄ης η Αίτηση 2.

 

Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι η επίδικη Σύμβαση Εγγύησης διέπεται από το Κυπριακό Δίκαιο και περιέχει ρήτρα δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων.

 

Με δεδομένη την καταχώρηση εμφάνισης άνευ όρων στην Αγωγή από πλευράς των Καθ΄ων η Αίτηση 1, 2, 3, 6 και 7, αυτοί έχουν ήδη υπαχθεί στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου με αποτέλεσμα ο πιο πάνω λόγος Ένστασης να είναι άνευ ερείσματος.

 

Σε ό,τι αφορά τους Καθ΄ων η Αίτηση 4 και 5, το ζήτημα της δικαιοδοσίας έχει πλέον αποφασιστεί με την απόρριψη των Αιτήσεων παραμερισμού που είχαν καταχωρηθεί.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι δεν τίθεται, εν προκειμένω, θέμα ανυπαρξίας δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.»

 

Συμφωνούμε με το πιο συμπέρασμα, προσθέτοντας ότι πλείστοι εκ των εναγόμενων/εφεσειόντων έχουν είτε την έδρα είτε την κατοικία τους στην Κύπρο και η αγωγή πέραν των δανείων και της εγγύησης εκτείνεται σε αστικά αδικήματα, τα οποία κατ’ ισχυρισμό, επινοήθηκαν και/ή οργανώθηκαν και/ή συντελέστηκαν ολικώς ή μερικώς στην Κύπρο, στοιχεία τα οποία ενέχουν αυτοτελή δυναμική  στην ανάληψη αρμοδιότητας από κυπριακό Δικαστήριο (βλ. άρθρο 21 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60).   

 

Ούτε η θέση ότι δεν πληρείται η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, για τον λόγο ότι η αγωγή είναι πρόωρη, μας βρίσκει σύμφωνους. Η συλλογιστική της θέσης αυτής εδράζεται στο ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο καταχώρησης της αγωγής, το πρώτο δάνειο δεν είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο, ενώ το δεύτερο, μολονότι είχε καταστεί ληξιπρόθεσμο, προσφερόταν μόνο για την ανάκτηση υψηλότερου ποσοστού επιτοκίου. Τα δύο δάνεια, κατά κοινή ομολογία διέπονται από το ρωσικό δίκαιο και επί τούτου προσκομίστηκε σχετική γνωμάτευση (ήτοι το τεκμήριο 13 της ενόρκου δηλώσεως που συνόδευε την Αίτηση), στη βάση της οποίας και τα δύο δάνεια είναι πληρωτέα. Η μαρτυρία αυτή δεν αντικρούστηκε από πλευράς εφεσειόντων. Ούτε και η θέση που προβάλλει η ενόρκως δηλούσα Ελίνα Νικολαΐδου - ότι τα δάνεια είναι πληρωτέα και με βάση το κυπριακό δίκαιο έχει αντικρουστεί. Χωρίς βεβαίως να το αποφαινόμαστε, η θέση αυτή - στην όψη της – φαίνεται να έχει υπόσταση.  

 

Εν πάση περιπτώσει σημειώνουμε την αυτοτέλεια της συμφωνίας εγγύησης (τεκμήριο 21 [όχι τεκμήριο 19 ως αναφέρεται] στην ένορκη δήλωση της Ελίνας Νικολαΐδου) και το αυθύπαρκτο δικαίωμα του πιστωτή να κινηθεί δικαστικά μόνον εναντίον του εγγυητή.   

 

Στο σύγγραμμα του Πόλυ Γ. Πολυβίου «Το Δίκαιο των Συμβάσεων» (Τόμος Β) αναφέρονται τα εξής σχετικά:  (σελ. 883 -884)

 

«4. Ευθύνη και υποχρεώσεις πρωτοφειλέτη και εγγυητή

Είναι βασικό αξίωμα του δικαίου των εγγυήσεων ότι ο εγγυητής ευθύνεται στην έκταση που ευθύνεται και ο πρωτοφειλέτης. Ο πιστωτής έχει δικαίωμα να εγείρει αγωγή εναντίον του ενός ή του άλλου ή και των δύο, καθότι τόσο ο πρωτοφειλέτης όσο και ο εγγυητής έχουν κατευθείαν υποχρεώσεις προς τον πιστωτή με τον οποίο έχουν συμβληθεί. Ο πιστωτής έχει δικαίωμα να εγείρει αγωγή εναντίον του εγγυητή χωρίς να εγείρει αγωγή εναντίον του πρωτοφειλέτη. Νοείται φυσικά ότι ο πιστωτής δεν μπορεί να εισπράξει ποσό πέραν του τι οφείλεται σε αυτόν από τον πρωτοφειλέτη, είτε εγείρει δικαστική διαδικασία εναντίον του πρωτοφειλέτη ή του εγγυητή ή και των δύο.

 

Τα πιο πάνω αποτελούν το νομικό υπόβαθρο της ευθύνης του εγγυητή αφενός και του δικαιώματος του πιστωτή αφετέρου. Οι βασικές αρχές εκτίθενται με σαφήνεια στον Pollock and Mulla, [12η έκδοση, αναφορικά με το άρθρο 128 του Ινδικού Νόμου] και είναι πολύ καλά εμπεδωμένες τόσο στο κοινοδίκαιο όσο και στις Ινδίες (όπου οι πρόνοιες του Νόμου είναι πανομοιότυπες με αυτές του Κυπριακού Νόμου).

«A surety's liability to pay the debt is not removed by reason of the creditor's omission to sue the principal‑debtor; Nor is the bound to exhaust his remedy against the principal before suing the surety. A creditor cannot be restrained from action against the surety, on the ground that the principal is solvent, or that the creditor may have relief against the principal in some other proceedings. It is the choice of the creditor to recover the amount either from the principal‑debtor after his default, or from the surety. The liability, though co‑extensive, is separate; and not in the alternative…

  
«The surety's liability arises only when the principal‑debtor has made default. On the default of the principal‑debtor causing loss to the creditor, the surety is, unless the terms of the guarantee indicate otherwise, immediately liable to the full extent of his obligation. He is not entitled to any notice of the default, unless the terms of the guarantee so require. It is not necessary for the creditor, before proceeding against the surety, to first call upon the principal‑debtor to pay».


«The liability of the surety is joint and several with the principal‑debtor. It is not affected by the death of the principal‑debtor. It is the choice of the creditor to recover the amount either from the principal‑debtor after his default, or from the surety. He may file a suit against both the principal‑debtor and the surety, or, at his option, only against the surety; or only against the debtor; or against anyone of the co‑sureties. Where the debtor had admitted its liability and the creditor did not wish to pursue its remedy against the principal‑debtor, the creditor was entitled to proceed against the guarantors».

 

Δεν διαλανθάνει την προσοχή μας, ότι οι εφεσείοντες επιπλέον, προέβαλαν πρωτόδικα και συνεχίζουν να ισχυρίζονται ότι η συμφωνία εγγύησης δεν είναι δεσμευτική καθ’ ότι η ημερομηνία συνομολόγησης της (26.8.2016) είναι προγενέστερη της ημερομηνίας  συνομολόγησης των τροποποιητικών δανειακών συμβάσεων (31.8.2016) (παράγραφος 3 της αιτιολογίας του τρίτου λόγου έφεσης της Ε69, αλλά και ο λόγος έφεσης 4 της Ε71). Ομοίως, θεωρούν ότι δεν προηγήθηκε η υποβολή απαίτησης 30 ημερών περί της παράλειψης της εφεσείουσας 1 να πληρώσει, ως ρητά προβλέπεται στη συμφωνία εγγύησης. Η πλευρά της εφεσίβλητης, δια της ενόρκου δηλώσεως Νικολαΐδου, προβάλλει βέβαια, αντίθετες θέσεις.

 

Σε σχέση με το προγενέστερο της συμφωνίας εγγύησης είναι γεγονός ότι στο κοινοδίκαιο, τυχόν μεταγενέστερη μεταβολή μιας δανειακής σύμβασης, χωρίς τη συναίνεση ή τη συγκατάθεση του εγγυητή, η οποία δυνατόν να τον επηρεάσει, τον απαλλάσσει από την ευθύνη που φέρει δυνάμει της εγγύησης (βλ. Holmes v. Brunskill (1877) 3 Q.B.D. 495 και Burns v. Trade Securities [1981] 1 W.L.R. 805). Δεν έχει σημασία αν η μεταβολή τελικά επηρέασε τον εγγυητή ή όχι ή ακόμα αν η πιθανότητα να επηρεαστεί είναι απομακρυσμένη. Από την άλλη, αν είναι αυταπόδεικτο ότι η μεταβολή είναι επουσιώδης ή ότι δεν μπορεί να επηρεάσει τον εγγυητή, τότε δεν απαλλάσσεται (βλ. άρθρο 91 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.148 και Chitty on Contracts 34th Edition - 2021 (Volume 2) Specific Contracts par. 47-108).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, πέραν της εγγύτητας χρόνου μεταξύ της συνομολόγησης των δύο συμφωνιών που από μόνη της είναι αποκαλυπτική της συνάρτησης και συνεκτικότητας τους, προσκομίστηκε μαρτυρία (ειδικά το ίδιο το περιεχόμενο της συμφωνίας εγγύησης), από την οποία αποκαλύπτεται ή τουλάχιστον δύναται να συναχθεί η γνώση και επίγνωση του εγγυητή. Τούτο το επισημαίνουμε προς επίρρωση της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου για εκπλήρωση της δεύτερης προϋπόθεσης και όχι ως πραγματικό συμπέρασμα που να αφορά στα επίδικα θέματα της αγωγής. Στο πλαίσιο αυτό εκφράζουμε τον σεβασμό μας προς τα συμπεράσματα του εμπειρογνώμονα επί θεμάτων αγγλικού δικαίου ως διατυπώνονται στην έκθεση του (τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την πρωτόδικη Ένσταση της εφεσείουσας της Ε71).   

 

Δεν συμφωνούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης ή και γενικά παρέλειψε να ασχοληθεί με τις θέσεις αυτές. Αντίθετα, τις καταγράφει, αλλά ορθά, σημειώνει στη σελ.24 τα ακόλουθα:

 

«…Τα νομικά και πραγματικά θέματα που εγείρονται στην παρούσα υπόθεση προς εξέταση και τα οποία σε τελευταία ανάλυση συνθέτουν τα επίδικα της παρούσας υπόθεσης θέματα σαφώς και δεν είναι σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας που θα απαντηθούν προς επίλυση της διαφοράς. Το ζητούμενο εν προκειμένω δεν είναι η διαμόρφωση οριστικής κατάληξης είτε για την υπόθεση του Ενάγοντα, είτε για τη βασιμότητα της Υπεράσπισης. Το ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Κατά πόσο με τα όσα ο Αιτητής έχει θέσει υπόψη του Δικαστηρίου και λαμβανομένων υπόψη των θέσεων της άλλης πλευράς, στοιχειοθετείται ορατή πιθανότητα επιτυχίας; Πιθανότητα τέτοια που δεν είναι μία απλή πιθανότητα, αλλά πάντως με τον πήχη να βρίσκεται πιο χαμηλά από το «ισοζύγιο των πιθανοτήτων»;

 

Όλα όσα πιο πάνω έχουν εκτεθεί κρίνω ότι είναι αρκετά για σκοπούς καταδείξεις ορατής πιθανότητας επιτυχίας εκ μέρους των Αιτητών/Εναγόντων σε σχέση με τα αστικά αδικήματα της συνωμοσίας προς εξαπάτηση από τους Καθ' ων η Αίτηση, παράβαση σύμβασης εγγύησης από μέρους της Καθ' ης η Αίτηση 1 και πρόκλησης παράβασης σύμβασης από μέρους των Καθ' ων η αίτηση 3‑7 και παράβασης συμφωνιών από μέρους των Καθ' ων η αίτηση 1 και 2, και, ως εκ τούτου, καθόσον αφορά αυτούς πληρείται και η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32.

 

(ο τονισμός είναι του πρωτόδικου Δικαστηρίου)

 

        Σε σχέση με τις αιτίες αγωγής στις οποίες αναφέρεται πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο - γνωστές στο κοινοδίκαιο και τον Νόμο -   προσκομίστηκε μαρτυρία που καταδεικνύει ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Μεταξύ αυτής ήταν και το τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση Ελίνας Νικολαΐδου (ήτοι η έκθεση των ιδιωτών ερευνητών στη Ρωσία). Οι εφεσείοντες βέβαια προέβαλαν και εξακολουθούν να προβάλλουν τους δικούς τους αντίθετους ισχυρισμούς, οι οποίοι παραμένουν προς

ενδελεχή εξέταση και κρίση κατά την κυρίως δίκη.  

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, απορρίπτονται οι λόγοι έφεσης 3 της Ε69, 1 της Ε70 και 1, 2 και 3 της Ε71, αλλά και ο λόγος 4 της Ε71.

 

Σε σχέση με την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, σχετικοί είναι οι λόγοι έφεσης 2 της Ε70 και 5 της Ε71.

 

Η τρίτη προϋπόθεση ως γνωστό αφορά στη δυσκολία ή αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο αν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Τούτο έχει συνδεθεί με την επάρκεια της θεραπείας των αποζημιώσεων, χωρίς αυτό να είναι απόλυτα ακριβές αφού η έννοια της δικαιοσύνης δεν περιορίζεται στα στεγανά της υλικής ζημιάς. Η δικαιοσύνη ταυτίζεται με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει στις σελ.25 και 26 τα στοιχεία μαρτυρίας που προσκομίστηκαν από πλευράς εφεσίβλητου καταδεικνύοντας τη μεταβίβαση όλων των περιουσιακών στοιχείων της εφεσείουσας της Ε71 χωρίς να έχει εξοφληθεί η οφειλή προς τον εφεσίβλητο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, όπως παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποξενώθηκαν κύρια περιουσιακά στοιχεία του ομίλου εταιρειών στον οποίο ανήκαν οι εφεσείουσες της Ε70 και 71, κάποια εκ των οποίων φαίνεται να κατέληξαν στον έλεγχο των εφεσειόντων 1 και 2 της Ε69.

 

Χωρίς και πάλι να αποφαινόμαστε επί της ακρίβειας των τεθέντων στοιχείων και με πλήρη σεβασμό στις αντίθετες θέσεις των εφεσειόντων, θεωρούμε ότι πράγματι, προσκομίστηκαν πρωτόδικα, ικανοποιητικά πειστήρια αποξένωσης ουσιωδών περιουσιακών στοιχείων, ώστε να δικαιολογείτο το συμπέρασμα για πραγματοποιηθείσα ή δυνητική αποξένωση με σκοπό τη μη ικανοποίηση μελλοντικής δικαστικής απόφασης. Έτσι πληρείτο η τρίτη προϋπόθεση για όλους τους εφεσείοντες, οι οποίοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ενεργά ή σιωπηρά, φαίνεται να συμμετείχαν σε αυτή την κατ’ ισχυρισμό συμπαιγνία αποξένωσης.

 

Η δαιδαλώδης διαδρομή των περιουσιακών στοιχειών και ο εταιρικός και ατομικός ιστός που αποκαλύφθηκε, σαφώς και δημιουργεί εύλογη υποψία για προσπάθεια ασφαλούς απομάκρυνσης τους και συνακόλουθης μη ικανοποίησης δικαστικής απόφασης που ήθελε εκδοθεί εναντίον των εφεσειόντων.         

 

Απορρίπτονται συνεπώς και οι λόγοι έφεσης 2 της Ε70 και 5 της Ε71.

 

Εάν και εφόσον ικανοποιηθούν οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32, το Δικαστήριο προχωρά ένα βήμα παραπέρα και στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, αποφασίζει κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα (βλ. Οδυσσέως ν. Pieris Estates κ.α. (1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Χατζηβασίλη (1989) 1 Α.Α.Δ. 152, ABP Holdings v. Κιταλίδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 694 και Seamark Consultancy Services Ltd v. Lasala κ.α., Κυπριανού κ.α. v. Lasala κ.α., King Mazax Lines Ltd κ.α. v. Lasala κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162 [Ολ])). Η διεργασία αυτή είναι γνωστή ως «το ισοζύγιο της ευχέρειας». Στο πλαίσιο τούτο το Δικαστήριο εξετάζει την επίδραση που ενδεχομένως θα έχει η τυχόν έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων στα συμφέροντα των μερών. Πρέπει το Δικαστήριο να επιλέγει την οδό που εμπεριέχει τους ολιγότερους κινδύνους αδικίας. Επί τούτου σχετική είναι η Ευστρατίου v. Dickran Ouzounian and Company Ltd (2014) 1Α Α.Α.Δ. 212) στην οποία παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις περιστάσεις η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων εμπεριείχε τους ολιγότερους κινδύνους αδικίας.

 

Η κρίση αυτή προσβάλλεται με τους λόγους έφεσης 4 της Ε69 και 8 της Ε71. Σε αμφότερους τους λόγους αυτούς, προωθείται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εκτίμησε δεόντως τον κίνδυνο της εφεσείουσας της Ε71 να μην μπορεί να διεκδικήσει όσα τυχόν κληθεί να καταβάλει ως εγγυητής. Αυτός ο κατ’ ισχυρισμό κίνδυνος όμως δεν υφίστατο κατά τη στιγμή έκδοσης των διαταγμάτων. Κανένα ποσό δεν διατάχθηκε να καταβάλει η εν λόγω εφεσείουσα, ώστε να εκτιμηθεί με τον τρόπο που εισηγούνται οι εφεσείοντες, ο κίνδυνος ανάκτησης του. Με τα διατάγματα διατάχθηκε η παγοποίηση περιουσιακών στοιχείων και η αποκάλυψη άλλων. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.

Περαιτέρω με τους λόγους αυτούς οι εφεσείοντες εισηγούνται ότι θα έπρεπε να αναμένεται ή έκβαση «τυχόν ρωσικής διαδικασίας» σε σχέση με τα δάνεια, ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα σύγκρουσης ευρημάτων των δύο δικαστηρίων. Επί τούτου επαναλαμβάνουμε τα όσα υποδείξαμε ανωτέρω για την αυτοτέλεια της συμφωνίας εγγύησης και το αυθύπαρκτο δικαίωμα του πιστωτή να στραφεί μόνον εναντίον του εγγυητή. Προς επίρρωση τούτου είναι και η αναγνώριση των εφεσειόντων που διαφαίνεται από τη χρήση της λέξης «τυχόν» που αναδεικνύει ακριβώς την αβεβαιότητα δρομολόγησης της όποιας άλλης διαδικασίας σε σχέση με την είσπραξη της επίδικης οφειλής.

Σε αντιδιαστολή, συμφωνούμε με το ακόλουθο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως καταγράφεται στη σελ.29 της απόφασης του:

«Στην προκειμένη περίπτωση, θεωρώ ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ του Αιτητή. Σε περίπτωση που εκδοθεί μελλοντικά απόφαση υπέρ του Αιτητή, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να μην μπορεί να γίνει πλήρης αποκατάσταση των δικαιωμάτων του Αιτητή και να παραμείνει ανικανοποίητη τέτοια απόφαση ένεκα αποξένωσης ή περαιτέρω αποξένωσης των περιουσιακών στοιχείων των Καθ' ων η Αίτηση.

 

Από την άλλη, το ενδεχόμενο πρόκλησης ζημιάς στους Καθ' ων η Αίτηση από την έκδοση των αιτούμενων Διαταγμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τη συμπερίληψη σε αυτά διαφόρων ασφαλιστικών δικλείδων με τις οποίες διασφαλίζεται ότι αυτοί θα μπορούν να συνεχίζουν να διεξάγουν τις εργασίες τους μετά την έκδοση των Διαταγμάτων, φαίνεται να έχει μειωθεί σημαντικά.

 

Η έκδοση επομένως των αιτούμενων Διαταγμάτων στην υπό συζήτηση περίπτωση ενέχει, υπό τις περιστάσεις, τους λιγότερους κινδύνους αδικίας.»    

 

Συνακόλουθα και αυτοί οι λόγοι έφεσης 4 της Ε69 και 8 της Ε71 απορρίπτονται.

 

 

        Με τους λόγους έφεσης 1 και 2 της Ε69 και 6 και 7 της Ε71 οι εφεσείοντες προσβάλλουν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων από το πρωτόδικο Δικαστήριο αφενός διότι τα διατάγματα είναι γενικού τύπου, ενώ ο ίδιος ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε την ύπαρξη συγκεκριμένων και προσδιορίσιμων περιουσιακών στοιχείων πολύ μεγαλύτερης αξίας της απαίτησης του και αφετέρου διότι απουσιάζει από τη νομική βάση της Αίτησης, ο περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμος 31(1)/1992 που παρέχει τη δικαιοδοτική βάση για τη δέσμευση μετοχών.

        Στα πλαίσια των λόγων έφεσης που άπτονται του ζητήματος της γενικότητας των διαταγμάτων, τίθεται και ζήτημα ασάφειας αλλά και αμφισβήτησης ακόμα της εν γένει δυνατότητας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει τέτοιας εμβέλειας διατάγματα. Συνάμα αναδεικνύεται θέμα δυσμενούς επηρεασμού τρίτων προσώπων που δεν μετέχουν στη δικαστική διαδικασία. Ακόμα γίνεται λόγος και για παραβίαση τραπεζικού απορρήτου.

Με τα ζητήματα αυτά, ασχολείται εκτενώς το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμποντας σε σχετική νομολογία και συγγράμματα. Σε ό,τι αφορά τη γενικότητα, ασάφεια και την παγκόσμια εμβέλεια των διαταγμάτων, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Seamark Consultancy Services Ltd v. Lasala (2007) 1Α Α.Α.Δ. 162, το οποίο παραθέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο:

«Με την ευρύτητα του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60, όπως ερμηνεύτηκε στην Κιταλίδης (ανωτέρω), κρίνουμε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε κώλυμα στο υα επεκτείνει, το πρωτόδικο Δικαστήριο, το διάταγμα τύπου Mareva που εξέδωσε και σε περιουσιακά στοιχεία εκτός δικαιοδοσίας. Σημειώνουμε ότι στο Άρθρο 32 δεν τίθεται οποιοσδήποτε περιορισμός, εκτός από τις τρεις προϋποθέσεις. Ο μόνος περιορισμός που τέθηκε από την Pastella (ανωτέρω), ήταν η μη επέκταση του διατάγματος σε περιουσιακά στοιχεία εκτός δικαιοδοσίας και τούτο ένεκα της Αγγλικής προσέγγισης του θέματος, μέχρι τότε. Σημειώνουμε ότι η ίδια η Pastella (ανωτέρω) είχε επεκτείνει την αρχή της Polish Ocean Lines and Another v. N. Spyropoullos and Another, 20 (Part II) C.L.R. 73, λαμβάνοντας υπόψη εξελίξεις στην Αγγλική νομολογία και πρακτική, οι οποίες αφαιρούσαν από την Spyropoullos το υπόβαθρο στο οποίο είχε βασιστεί. Με την ευρύτατη εξουσία που παρέχει το Άρθρο 32 στα Δικαστήρια, το ιστορικό της επέκτασης των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων όπως φαίνεται και από τις αποφάσεις Spyropoullos και Pastella (ανωτέρω) και τις νέες αντιλήψεις που επικράτησαν στην Αγγλία μετά την Pastella, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε δικαίωμα και εξουσία να ενεργήσει όπως ενήργησε, ουσιαστικά ακολουθώντας την αρχή της Pastella, n οποία επιτρέπει την επέκταση της εμβέλειας των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων μέσα στα ευρύτατα πλαίσια του Άρθρου 32 και χωρίς αυτοπεριορισμούς που τέθηκαν πάνω σε υπόβαθρο που στο μεταξύ έχασε τη σημασία, την πειστικότητα και την εγκυρότητά του».

 

Είναι συνεπώς πρόδηλο, ότι, σε κατάλληλες περιπτώσεις, μπορεί να εκδοθεί διάταγμα που εκτείνεται πέραν της συνήθους ημεδαπής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Σε ό,τι αφορά τα παγκόσμιας εμβέλειας διατάγματα αποκάλυψης, αυτά, ως έχει νομολογηθεί, είναι υποβοηθητικά (ancillary), παρέχοντας στον ενάγοντα την αναγκαία δυνατότητα ελέγχου της συμμόρφωσης με τα διατάγματα παγοποίησης (βλ. Lasala [ανωτέρω]).  

Δεν έχουμε διαπιστώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο να έχει υποπέσει σε οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό σφάλμα κατά την εφαρμογή των πιο πάνω αρχών. Είχε τη διακριτική δυνατότητα και ευχέρεια, να προσδώσει στα διατάγματα, το εύρος το οποίο προσέδωσε, σε μια προσπάθεια να μεγιστοποιήσει την πιθανότητα αποτελεσματικότητας τους. Δεν ήταν όμως αδιάκριτα, υπερβολικά ή  αδικαιολόγητα καταπιεστικά τα διατάγματα. Περιορίστηκαν στο ισόποσο της συνολικής απαίτησης του εφεσίβλητου ήτοι $5.000.000, διασφαλίζοντας έτσι τη δυνατότητα των εφεσειόντων να διαχειριστούν και να μεταφέρουν περιουσιακά στοιχεία πέραν του ποσού αυτού εκτός Κύπρου. Συνάμα, με βάση την παράγραφο 4 του παραρτήματος Β του Διατάγματος Α, προσφερόταν εναλλακτικά η δυνατότητα στους εφεσείοντες να παράσχουν ασφάλεια σε μορφή πληρωμής του ποσού των $5.000.000 στο Δικαστήριο ή να παράσχουν ασφάλεια σε μορφή που θα συμφωνείτο με τους δικηγόρους του εφεσίβλητου.    

Σε ό,τι αφορά την επέκταση των διαταγμάτων σε πρόσωπα και εταιρείες που δεν μετέχουν στη δικαστική διαδικασία, τούτο είναι δυνατό υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που εδώ φαίνεται να πληρούνται, αφού προσκομίστηκαν στοιχεία στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το έργο BOLSHEVIK και τα ακίνητα στο Ηνωμένο Βασίλειο, κατέχονται για λογαριασμό και ελέγχονται από εφεσείοντες. Τα εκδοθέντα αυτά διατάγματα στρέφονται εναντίον των εφεσειόντων και όχι εναντίον τρίτων προσώπων (βλ. Shishkarev v. Lanuria Limited Πολ. Έφεση Ε385/2016, ημερ. 7.6.2018, σχετικό απόσπασμα της οποίας παρατίθεται στη σελ.38 της πρωτόδικης απόφασης).  Έτσι και αλλιώς, παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων που κατέχονται από τρίτους προς όφελος καθ’ ων η αίτηση. Τέτοια διατάγματα είναι γνωστά ως διατάγματα τύπου Chabra από την ομώνυμη υπόθεση TSB Private Bank International v. Chabra [1992] 2 All E.R. 245. Σχετική επίσης είναι η Yukos Capital S.a.r.L v. OJSC Rosneft Oil Company [2012] EWCA Civ. 855.

Για το τραπεζικό απόρρητο το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει στη θεμελιακή υπόθεση Tournier v. National Provinicial and Union Bank of England Ltd [1923] All E.R. Rep.550 που καθιέρωσε την αρχή ότι το δημόσιο συμφέρον υπερέχει έναντι της εμπιστευτικής σχέσης τράπεζας-πελάτη. Η τραπεζική αποκάλυψη για σκοπούς υποβοήθησης του ελέγχου εκπλήρωσης διατάγματος παγοποίησης, το οποίο εκδόθηκε προς αναχαίτιση προσπάθειας μη ικανοποίησης εν δυνάμει δικαστικής απόφασης, καλύπτεται από τον ορισμό του δημοσίου συμφέροντος. 

Σε ό,τι αφορά το σκέλος των λόγων έφεσης που άπτεται της  νομικής βάσης της Αίτησης και συγκεκριμένα της μη συμπερίληψης του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου 31(1)/1992, επισημαίνουμε τα εξής: Ο Νόμος αυτός, κατά προεξάρχοντα λόγο, αφορά την έκδοση επιβαρυντικών διαταγμάτων με σκοπό την εκτέλεση τελικής απόφασης ή διατάγματος Δικαστηρίου που καλεί πρόσωπο (τον οφειλέτη) να πληρώσει χρηματικό ποσό σε άλλο πρόσωπο (τον πιστωτή) – βλ. άρθρο 3 του Νόμου.  Αυτού λεχθέντος, δυνάμει του άρθρου 9, σε αγωγή για χρέος ή για αποζημιώσεις μπορεί, κατόπιν αίτησης, να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα επιβάρυνσης. Τέτοιο διάταγμα εκδίδεται αφού το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι ο ενάγοντας έχει βάσιμη αξίωση και ότι με τη μεταβίβαση ή αποξένωση των περιουσιακών στοιχείων που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 4 (περιλαμβανομένων μετοχών κυπριακής εταιρείας), δυνατό να παραμείνει ανικανοποίητη η απόφαση του Δικαστηρίου.

Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει εκδοθεί διάταγμα επιβάρυνσης μετοχών, αλλά κατόπιν δια κλήσεως αίτησης, διάταγμα παγοποίησης (τύπου Mareva), μιας ευρείας γκάμας περιουσιακών στοιχείων, η δικαιοδοτική βάση έκδοσης του οποίου αποτελεί το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 και όχι βεβαίως ο Νόμος 31(Ι)/1992

Κατ’ ακολουθία όλων των πιο πάνω απορρίπτονται και οι λόγοι έφεσης 1 και 2 της Ε69 και 6 και 7 της Ε71.

Απομένουν οι λόγοι έφεσης 5 της Ε69 και 9 της Ε71. Αμφότεροι οι λόγοι αυτοί είναι γενικοί και συνακόλουθοι άλλων πιο συγκεκριμένων και στοχευμένων λόγων έφεσης. Με τον λόγο έφεσης 5 της Ε69, οι εφεσείοντες 1 και 2 της έφεσης αυτής, παραπονιούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε την ένσταση τους ενώ με τον λόγο έφεσης 9 της Ε71, η εφεσείουσα της έφεσης αυτής, ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Αίτηση έπρεπε να πετύχει.

Είναι πρόδηλο ότι οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης δεν προσθέτουν οτιδήποτε το ουσιαστικό ή διαφορετικό στους άλλους, πιο στοχευμένους λόγους έφεσης, οι οποίοι ήδη έχουν εξεταστεί και απορριφθεί. Συνακόλουθα απορριπτέοι είναι και αυτοί οι λόγοι έφεσης.  

Οι εφέσεις απορρίπτονται. Σε κάθε έφεση ξεχωριστά, επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των αντίστοιχων εφεσειόντων, €7.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ.

 

                                        ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ- ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο