ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολ. Έφεση Αρ.: Ε88/2018)

 

29 Ιανουαρίου 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

 

1.     MERIDIAN GAMING LTD,

2.     JOKER GAMES LIMITED,

3.     FAIR CHAMPIONS MERIDIAN LIMITED,

4.     SNEZANA BOZOVIC,

5.     ZORAN MILOSEVIC,

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,

v.

 

1.     ΔΗΜΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

2.     ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ,

3.     ΔΗΜΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΑΙ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ υπό την ιδιότητα τους ως μέτοχοι της Εναγόμενης 3 εταιρείας ως παράγωγη ή/και εκπροσωπευτική αγωγή των συμφερόντων της (derivative action),

 

Εφεσιβλήτων/Εναγόντων.

 

____________________

 

Εμφανίσεις:
κ. Ι. Γενεράλης για κ.κ. Γ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Ε. Μιχαηλίδου (κα) για κ.κ. PHC Tsangarides LLC, για τους Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.:  Με την παρούσα έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 30.03.2018, με την οποία απερρίφθη αίτηση των εναγομένων 1-5, νυν εφεσειόντων, για διαγραφή, αποκλεισμό, ακύρωση, απόρριψη, παραμερισμό ή/και αναστολή του Κλητηρίου Εντάλματος και της Έκθεσης Απαίτησης που καταχώρησαν οι ενάγοντες, νυν εφεσίβλητοι.

 

Η εφεσείουσα 3 εταιρεία (η εταιρεία), από της ίδρυσης της το 2008, ασχολείτο μεταξύ άλλων, με εργασίες επίγειου στοιχήματος και κατείχε, προς τούτο, άδεια κλάσης Α΄. Τόσο οι εφεσίβλητοι όσο και οι εφεσείοντες 1 και 2 είναι μέτοχοι της εφεσείουσας 3, με τους εφεσίβλητους να είναι μέτοχοι μειοψηφίας. Η εναγομένη 6 εταιρεία ιδρύθηκε την 1.11.12 και επίσης εξασφάλισε άδεια κλάσης Α΄.  Μέτοχοι της εναγομένης 6 είναι η εφεσείουσα 1 και ακόμα μια εταιρεία, ενώ διευθυντής της είναι μέτοχος τόσο στην εφεσείουσα 1, όσο και στην εφεσείουσα 2.

 

Με το Κλητήριο Ένταλμα και την Έκθεση Απαίτησης, οι εφεσίβλητοι 1 και 2 ισχυρίζονται ότι οι εφεσείοντες 1, 2, 4 και 5 είναι, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, ιδιοκτήτες μεγάλου ποσοστού μετοχών της εναγομένης 6 και ότι αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα της εναγομένης 6.  Είναι η θέση τους ότι η εναγομένη 6 απέκτησε άδεια κλάσης Α΄, με σκοπό να απορροφήσει τις εργασίες της εφεσείουσας 3.  Προβάλλουν ότι οι εφεσείοντες 1 και 2 ενεργούν δόλια, για εξυπηρέτηση δικών τους αποκλειστικά σκοπών και συμφερόντων, κατά παράβαση των καθηκόντων και υποχρεώσεων τους και όχι καλόπιστα και προς το συμφέρον της εφεσείουσας 3 εταιρείας. Περαιτέρω, τους καταλογίζουν ότι συνωμότησαν με τους εφεσείοντες 4 και 5, διευθυντές της εταιρείας, για να εξαπατήσουν την εταιρεία και να οικειοποιηθούν τα περιουσιακά της στοιχεία, το πελατολόγιο και τη φήμη της.  Ζητούν διάταγμα εναντίον των εφεσειόντων 1, 2 4 και 5 που να τους διατάσσει να παράσχουν λογαριασμούς σε σχέση με κέρδη που αποκόμισαν από την κατ’ ισχυρισμό παράνομη λειτουργία της εναγομένης 6 εταιρείας, από το Μάϊο του 2016. Διεκδικούν επίσης γενικές, παραδειγματικές, τιμωρητικές και αυξημένες αποζημιώσεις.

 

Η αγωγή προωθήθηκε από τους εφεσίβλητους 1 και 2 προσωπικά, αλλά και ως παράγωγη (derivative action) υπό την ιδιότητα τους ως μέτοχοι της εφεσείουσας 3 εταιρείας, για την προάσπιση των συμφερόντων της εταιρείας, που κατ’ ισχυρισμό καταπατούνται από αυτούς που ελέγχουν το διοικητικό συμβούλιο και τις αποφάσεις της εταιρείας.

 

Στις 28.6.2017 οι εφεσίβλητοι, με μονομερή αίτηση τους στο πλαίσιο της αγωγής, εξασφάλισαν μονομερώς προσωρινά διατάγματα τα οποία οριστικοποιήθηκαν με ενδιάμεση απόφαση ημερ. 15.9.2017. Με τα εκδοθέντα διατάγματα, εμποδίζετο το διοικητικό συμβούλιο της εφεσείουσας 3 εταιρείας από του να ακυρώνει συμφωνίες που είχε συνάψει η εταιρεία με εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους που λειτουργούσαν υποστατικά από την άδεια της εταιρείας και οι οποίοι της κατέβαλλαν καθορισμένα χρηματικά ποσά. Εκδόθηκαν επίσης διατάγματα που αφορούσαν στα υποστατικά που διαχειριζόταν η ίδια η εφεσείουσα 3 και στην ένορκη παραχώρηση λογαριασμών για τις εργασίες της εφεσείουσας 3.  Οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων ήταν ότι οι εφεσείοντες διοχέτευαν πελάτες και εργασία της εφεσείουσας 3 εταιρείας στην εναγομένη 6 εταιρεία, στην οποία είχαν συμφέροντα. 

 

Περαιτέρω, με ενδιάμεση απόφαση στις 22.1.2018, εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, διάταγμα με το οποίο απαγορεύτηκε στους εφεσείοντες να αποσύρουν την αίτηση που είχε υποβάλει η εφεσείουσα 3 για την ανανέωση της άδειας διεξαγωγής επίγειου στοιχήματος κλάσης Α΄.

 

Στις 22.11.2017 οι εναγόμενοι 1-5 καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση δια κλήσεως κατ’ επίκληση της Δ.27 θ.3 των ισχυόντων τότε Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για απόρριψη ή διαγραφή του Κλητηρίου Εντάλματος και της Έκθεσης Απαίτησης. Η αίτηση για διαγραφή συνοδευόταν με ένορκη δήλωση εσωτερικής νομικής συμβούλου της εφεσείουσας 3 η οποία υποστήριξε ότι η αγωγή καταχωρίστηκε καταχρηστικά και κακόπιστα, με σκοπό την άσκηση πίεσης στους μετόχους της πλειοψηφίας υπό τη μορφή «green mailing», ώστε να προβούν σε αγορά των μετοχών της μειοψηφίας, έναντι τιμήματος πολύ ψηλότερου από την πραγματική τους αξία.  Σύμφωνα με τη θέση της, η κατάχρηση έγκειτο στο γεγονός ότι, σε σχέση με την εφεσείουσα 3 εταιρεία, οι εφεσίβλητοι 1 και 2 καταχώρησαν, στις 29.9.2016, εταιρική αίτηση με την οποία ζητούσαν όπως η εφεσείουσα 3 τεθεί υπό εκκαθάριση και διαλυθεί, και διαζευκτικά, όπως το Δικαστήριο διατάξει την εξαγορά των μετοχών τους. Η προώθηση της αγωγής αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας, αφού οι αξιώσεις της βρίσκονταν σε πλήρη αντίφαση με τις θεραπείες που επιζητούντο στα πλαίσια της αίτησης διάλυσης.  Οι εφεσίβλητοι κωλύοντο από τη μια να ζητούν την εκκαθάριση της εφεσείουσας 3 και κατά συνέπεια τον τερματισμό της λειτουργίας της, και από την άλλη να εγείρουν αγωγή με την οποία να ζητούν ουσιαστικά τη συνέχιση της λειτουργίας της εταιρείας.

 

Οι εφεσίβλητοι, στην ένορκο δήλωση που συνόδευε την ειδοποίηση περί προθέσεως ενστάσεως, παραδέκτηκαν την καταχώριση της εταιρικής αίτησης για διάλυση, υποστήριξαν όμως ότι η αγωγή δεν καταχωρίστηκε καταχρηστικά ή κακόπιστα και ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης.

 

Οι εφεσείοντες, προσβάλλουν ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση ημερ. 30.3.2018 με την οποία απερρίφθη η αίτηση για διαγραφή, με τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την ενδιάμεση απόφαση του για απόρριψη της αίτησης για διαγραφή και/ή απόρριψη της παράγωγης αγωγής 1080/2017, αγνοώντας και/ή παραβλέποντας και/ή ευρισκόμενο σε πρόδηλη πλάνη σε σχέση με την ισχύουσα Νομοθεσία, Νομολογία, τις Νομικές και/ή Νομολογιακές Αρχές και/ή το Δίκαιο της Επιείκιας και/ή μη εφαρμόζοντας τις νομολογιακές αρχές στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

…………………………………………………………………………………………..

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση των κατατεθειμένων ενώπιον του τεκμηρίων και/ή αγνόησε και/ή προέβη σε εσφαλμένη αξιολόγηση της παραδεκτής και/ή αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας.

……………………………………………………………………………………………

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε και/ή δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή δεόντως την απόφαση του και/ή τα ευρήματα του.»

 

Οι τρεις λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί λόγω του ότι συνδέονται, ως αφορώντες τη θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αγνοώντας νομολογιακές αρχές, ερμήνευσε εσφαλμένα την έννοια της καταχρηστικότητας και εσφαλμένα αποφάσισε να μην διαγράψει την παράγωγη αγωγή η οποία συνιστούσε διαδικασία παράλληλη με την αίτηση διάλυσης, την οποία καταχώρησαν προγενέστερα οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι.

 

Η υπό κρίση αίτηση θεμελιώνετο στη Δ.27 θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία δίδει στο Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να παραμερίσει και απορρίψει αγωγή, λόγω του ότι δεν αποκαλύπτεται μέσα από το δικόγραφο εύλογη αιτία αγωγής, ή επειδή είναι επιπόλαια ή ενοχλητική. Συγκεκριμένα, η Δ.27 θ.3 προνοεί τα ακόλουθα:

«The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.»

 

O σκοπός της Δ.27 είναι η εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης.  Σύμφωνα με τη νομολογία, εξουσία για διαγραφή ασκείται με εξαιρετική φειδώ. Όπως τονίστηκε στην Κ. Δημητρίου ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Κ. Δημητρίου v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2014) 1 Α.Α.Δ. 1125:

«Όπως παρατήρησε στην απόφαση του ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής η Δ.27 θ.3 θεσμοθετεί μια συνοπτική διαδικασία η οποία παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία, χωρίς τη διεξαγωγή δίκης, να απορρίψει οιονδήποτε δικόγραφο. Παρέχεται δηλαδή εξουσία στο δικαστήριο να απορρίψει μια αγωγή, χωρίς να προβεί στην εκδίκαση της, όταν η αγωγή δεν αποκαλύπτει καλή βάση ή είναι επιπόλαιη ή ενοχλητική.  Η εξουσία αυτή ασκείται με εξαιρετική φειδώ και αποτελεί εξαιρετικής μορφής μέτρο (Δέστε: Σιακόλας v. Federal Bank of Lebanon (SAL) (1998) 1 ΑΑΔ 1338, 1344).»

          

Στην Χατζήκυριακος ν. Κυθρεώτη (1992) 1 A.A.Δ. 1119, αναφέρθηκε ότι:

«Η απόφανση για ανυπαρξία εύλογης αιτίας αγωγής οδηγεί αναπόδραστα στον οριστικό τερματισμό της διαδικασίας. Δικαιολογείται αυτός ο τερματισμός μόνο όταν το δικόγραφο, στην περίπτωση αυτή, το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, είναι αναντίλεκτα ανυπόστατο. (Βλ. In Re Pelmaco Development Ltd, (1991) 1 Α.Α.Δ. 246. Εντοπισμός κάποιας αιτίας αγωγής ή έστω κάποιου ζητήματος κατάλληλου για εκδίκαση από το Δικαστήριο, επιβάλλει τη διατήρηση της διαδικασίας στη ζωή όσο και αν η προοπτική επιτυχίας εμφανίζεται απομακρυσμένη. ΒλCostas Mavromoustaki v. Iacovos N. Yeroudes as executor of the will of the deceased Spyros Michaelides (1965) 1 CLR 176Michael Papamichael v. Clitos Chaholiades (1970) 1 CLR 305.»

 

Στην πρόσφατη απόφαση Κ. Π. Ερωτοκρίτου & Σία κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση Αρ. Ε94/2017, ημερ. 11.12.2023, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Κατά τα άλλα, το πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά πως η διαγραφή δικογράφου δυνάμει της Δ.27, θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, συνιστά εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο όταν   αναμφίβολα το δικόγραφο κρίνεται ανυπόστατο ή στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος, κάτι που κατέγραψε στην απόφασή του. Γνώριζε επίσης πολύ καλά και την πλούσια νομολογία, μέρος της οποίας παρέθεσε.

 

Στη Δημοκρατία ν. Γεωργίου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 704, στην οποία παρέπεμψε, το Ανώτατο Δικαστήριο σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε πως η κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση των Άρθρων 28, 30 και 35 του Συντάγματος προέβαλλε «ένα σοβαρό θέμα προς εξέταση που δεν θα μπορούσε να απορριφθεί σε αυτό το αρχικό στάδιο χωρίς την παράθεση μαρτυρίας».  Καταγράφεται στην πιο πάνω απόφαση, πως:

 

«Το βασικό ερώτημα που εγείρεται είναι όπως το έχει θέσει ο Δικαστής Lord Pearson στην υπόθεση Drummond-Jackson vBritish Medical Association το ακόλουθο:

 

"Does this statement of claim disclose an alleged cause of action which has some chance of success?"

 

Σε ελεύθερη μετάφραση,

 

 "Η έκθεση απαίτησης αποκαλύπτει μια κατ΄ ισχυρισμό βάση αγωγής που έχει κάποια πιθανότητα επιτυχίας;"»

 

     Στην υπόθεση Nagle v.  Feilden [1966] 1 All E.R. 697, στην οποία παραπέμπει η υπόθεση Γεωργίου (ανωτέρω), επαναλαμβάνεται πως μία Έκθεση Απαίτησης δεν πρέπει να διαγράφεται και ένας ενάγων δεν πρέπει να στερείται του δικαιώματος του να εξασφαλίσει προς όφελός του απόφαση, εκτός εάν δεν έχει συζητήσιμη υπόθεση (unless the case is unarguable).»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση, προέβη σε ανάλυση της νομολογίας αναφορικά με τη Δ.27 θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και απέρριψε την αίτηση με το ακόλουθο σκεπτικό, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο:

«Το Δικαστήριο δεν διαπιστώνει ότι δεν αποκαλύπτεται εύλογη αιτία αγωγής.  Αντίθετη θέση δεν φαίνεται να υποστηρίζεται από τους Εναγόμενους.  Στην αγόρευση των δικηγόρων τους δεν επιχειρηματολογείται κάτι τέτοιο. 

 

Η Ένορκη Δήλωση Αγαπίου προφανώς καταχωρίστηκε για να υποστηρίξει  την εκδοχή για κατάχρηση των διαδικασιών, που ήταν και η μόνη βάση που υποστηρίχτηκε με την αγόρευση των δικηγόρων των Εναγομένων 1 - 5.

 

Σε αυτή την έκταση η Αίτηση βασίζεται στις σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου.  Όπως αναφέρεται στη θεμελιακή απόφαση Διευθυντής των Φυλακών ν. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, 222, η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας, είναι σύμφυτη και ενυπάρχει σε κάθε δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης.   Τέτοια αίτηση μπορεί να καταχωριστεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

 

Στην Pambos & Kostakis Moleskis Trading Ltd κ.α. ν. Melpomeni Hotel Apartments Ltd (2011) 2 Α.Α.Δ. 365, αναφέρθηκε ότι κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας συνιστά η έγερση ή η προώθηση περισσότερων της μιας δικαστικών διαδικασιών, προς το σκοπό επίτευξης στόχων που μπορούν να επιδιωχθούν με μια διαδικασία, ενώ στην Τρύφωνος ν. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακή Λτδ κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 706, αναφέρθηκε πως εφόσον επιδιώκονται παράλληλα μέσα για την επίτευξη του ίδιου στόχου μπορεί να ζητηθεί από το διάδικο να επιλέξει σε ποια από τις δύο ή περισσότερες επάλληλες διαδικασίες θα προχωρήσει.  

 

Το ζήτημα είχε εγερθεί και κατά την εκδίκαση της αίτησης ημερ. 27.6.2017.  Στην Ενδιάμεση Απόφαση ημερ. 15.9.2017 είχε αναφερθεί ότι:

 

«Είναι η περαιτέρω θέση των Εναγομένων ότι η παρούσα αγωγή είναι καταχρηστική και ότι συνιστά διαδικασία παράλληλη με την εταιρική αίτηση που οι Ενάγοντες 1 και 2 έχουν καταχωρίσει.

 

Η εταιρική αίτηση προωθείται από τους Ενάγοντες 1 και 2 ως μέτοχους της Εταιρείας και στοχεύει στην προάσπιση των προσωπικών τους συμφερόντων.  Η παρούσα αγωγή στην έκταση που συνδέεται με το αντικείμενο της Αίτησης είναι παράγωγη αγωγή.  Στοχεύει στην προάσπιση των συμφερόντων της Εταιρείας.  Το γεγονός ότι οι Ενάγοντες 1 και 2 ενάγουν και υπό την προσωπική τους ιδιότητα δεν αλλοιώνει τον χαρακτήρα και την ουσία της πτυχής της αγωγής που ενδιαφέρει.

 

Στην Πιρίλλης κ.ά ν. Κουή (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 136, 144 επισημαίνεται η διάκριση της διαδικασίας που αφορά στην καταπίεση της μειοψηφίας από την Εταιρεία η οποία ενεργεί μέσω της πλειοψηφίας και της διαδικασίας όπου παραπονούμενη δεν είναι η μειοψηφία αλλά η ίδια η εταιρεία η οποία αποστερήθηκε παράνομα της περιουσίας της.  Αναφέρεται ότι:

          

«Το άρθρο 202 αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου υπάρχει καταπίεση της μειοψηφίας από την εταιρεία η οποία ενεργεί μέσω της πλειοψηφίας. Δεν αναφέρεται στις περιπτώσεις, όπως η επίδικη, όπου παραπονούμενη δεν είναι η μειοψηφία, τα δικαιώματα της οποίας κατ' ισχυρισμό καταπιέζονται από την εταιρεία, αλλά αυτή τούτη η εταιρεία η οποία, κατ' ισχυρισμό, αποστερήθηκε παράνομα της περιουσίας της. Είναι γι' αυτό, άλλωστε, το λόγο που η διαδικασία του άρθρου 202 στρέφεται εναντίον της εταιρείας, εφόσον είναι αυτή η οποία, μέσω της πλειοψηφίας, καταπιέζει τη μειοψηφία, και όχι υπέρ αυτής, με σκοπό να προστατευθεί από τις, κατ' ισχυρισμό, παράνομες σε βάρος της πράξεις εκείνων οι οποίοι ασκούν τον έλεγχό της. Εξάλλου, σε αίτηση βάσει του άρθρου 202, αλλά και του άρθρου 211, δεν θα μπορούσε να περιληφθεί, ως καθ' ου η αίτηση, τρίτο πρόσωπο, ήτοι η εφεσείουσα 2, ως όχημα απάτης (fraud vehicle).»

 

Στην Re Pelmako Development Ltd (1999) 1(Β) A.A.Δ. 1369, 1373-4 αναφέρεται ότι:

 

«Όταν η πλειοψηφία καταπιέζει τη μειοψηφία, η μειοψηφία έχει εκ του νόμου τη δυνατότητα να αποταθεί στο Δικαστήριο και να ζητήσει τη διάλυση της εταιρείας με βάση τις διατάξεις του άρθρου 211(στ) του νόμου. Επειδή η διάλυση της εταιρείας προκαλεί, στις πιο πολλές περιπτώσεις, τέτοιες επιζήμιες επιπτώσεις επί των συμφερόντων της μειοψηφίας που υφίσταται την καταπίεση, ο νόμος παρέχει στην καταπιεζόμενη μειοψηφία μια άλλη εναλλακτική θεραπεία, αυτή του άρθρου 202 του νόμου, ως διαζευκτική της αναγκαστικής διάλυσης.»

 

Τα επίδικα ζητήματα στην εταιρική αίτηση αφορούν στις σχέσεις μεταξύ των μετόχων και τα παράπονα των Εναγομένων 1 και 2 ως τέτοιων.  Η παρούσα αγωγή  στην έκταση που ενδιαφέρει, ως παράγωγη, αφορά στην προάσπιση των συμφερόντων της Εταιρείας με ουσιαστική παράμετρο την εμπλοκή της Εναγόμενης 6.  Ότι οι Ενάγοντες 1 και 2 προωθούν την εταιρική αίτηση, έστω με επιθυμητή θεραπεία την εξαγορά των μετοχών τους δεν ανατρέπει και δεν υποβαθμίζει το πραγματικό τους ενδιαφέρον για τη διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας.  Άλλωστε αν αυτά αποξενωθούν αυτό θα έχει αντανακλώμενες ζημιογόνες επιπτώσεις στα προσωπικά τους συμφέροντα ως μετόχων.  (Βλ. Johnson v. Gore Wood & Co [2001] 1 All E.R. 481 (H.L.), 528-9).»   

 

Το Δικαστήριο υιοθετεί τη δική του πιο πάνω προσέγγιση και δεν διαπιστώνει καταχρηστική συμπεριφορά εκ μέρους των Εναγόντων.  Στον αντίποδα, επισημαίνει το Δικαστήριο ότι ενώ η αγωγή καταχωρίστηκε την 21.4.2017 εκκρεμούσης της Εταιρικής Αίτησης αρ. 378/2016 η υπό κρίση Αίτηση καταχωρίστηκε 7 μήνες μετά και αφού την 15.9.2017 οριστικοποιήθηκαν τα διατάγματα που είχαν εκδοθεί μονομερώς εναντίον των Εναγομένων και εκδόθηκαν και άλλα.    Τυχόν επιτυχία της υπό κρίση Αίτησης θα είχε ως αποτέλεσμα να ακυρωθούν και να παύσουν να ισχύουν τα ενδιάμεσα διατάγματα που εκδόθηκαν ή έγιναν απόλυτα μετά από ακροάσεις και που το Δικαστήριο έκρινε αναγκαία για το λόγο ότι χωρίς την έκδοση τους θα ήταν  αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.»

 

Η κρίση του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή ότι δεν διαπίστωσε ότι δεν αποκαλύπτετο εύλογη αιτία αγωγής, είναι απόλυτα ορθή.  Η αγωγή ήτο παράγωγη αγωγή και σ’ αυτή τίθεντο θέματα αποξένωσης των περιουσιακών στοιχείων της εφεσείουσας 3.  Στόχος της αγωγής  ήτο η προάσπιση των συμφερόντων της εφεσείουσας 3.  Εξάλλου, όπως  εύστοχα παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν υποστηρίχθηκε από τους εφεσείοντες ότι δεν αποκαλύπτετο εύλογη αιτία αγωγής. 

 

Η επίδικη αίτηση περιορίστηκε στην εκδοχή της κατάχρησης των διαδικασιών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, βασιζόμενο σε προηγούμενη απόφαση του, έκαμε ενδελεχή εξέταση του θέματος, με αναφορά σε κυπριακή και αγγλική νομολογία. Συμφωνούμε με την κατάληξη του ότι δεν διαπιστώθηκε καταχρηστική συμπεριφορά εκ μέρους των εφεσιβλήτων.  Δεν θα μπορούσε να εξομοιωθεί η παράγωγη αγωγή, η οποία αφορούσε την προάσπιση των συμφερόντων της εφεσείουσας 3 εταιρείας, με την εταιρική αίτηση που στόχευε στην προάσπιση των προσωπικών συμφερόντων των εφεσιβλήτων. Με δεδομένο ότι το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι δεν αποκαλύπτεται εύλογη αιτία αγωγής και δεν υφίσταται κατάχρηση της διαδικασίας, η διαγραφή, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, θα συνεπαγόταν παραβίαση διαδίκου να προσφύγει στο Δικαστήριο, δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.1 του Συντάγματος.

 

Όλοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι. Η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και πλήρως αιτιολογημένη.

 

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα προς όφελος των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων, αλληλεγγύως και κεχωρισμένως, ύψους €6.800,00 πλέον Φ.Π.Α. (αν υπάρχει).

 

 

                                                        Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                        Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                        Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο