ΕΦΕΤΕΙΟ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Έφεση Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης Αρ. 1/2024)

(i-justice)

 

 

2 Φεβρουαρίου, 2024

 

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

               

ΚΑΤ’ ΕΦΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 9/2023

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 16(1)(2) ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 133(Ι)/2004

 

REINWALD KARL HEINZ

                                Εφεσείοντος

v.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                Εφεσίβλητου

-----------------------------

 

 

Δ. Λοχίας για Ευάγγελος Χρ. Πουργουρίδης Δ.Ε.Π.Ε. για τον εφεσείοντα.

Ο. Σοφοκλέους (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για εφεσίβλητο.

 

 

 

        ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Με απόφαση του ημερομηνίας 8.1.2024 το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου αποφάσισε την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε στις 8.11.2023 από το περιφερειακό Δικαστήριο Νυρεμβέργης – Furth (εφεξής το ΕΕΣ) εναντίον του εκζητούμενου Reinwald Karl Heinz.

 

Ως προκύπτει, ο εκζητούμενος είναι Γερμανός υπήκοος (αρ. γερμανικού διαβατηρίου C4WZ6N8NR), γεννημένος στις 2 Φεβρουαρίου 1956 στη Νυρεμβέργη της Γερμανίας. Συνελήφθη στην Κύπρο στις 6.12.2023, στα πλαίσια του προαναφερθέντος ΕΕΣ που εκκρεμούσε εναντίον του με σκοπό την παράδοση του  στις γερμανικές αρχές, ούτως ώστε να διωχθεί ποινικά για  αδικήματα (α) Απάτης και (β) Υπεξαίρεσης, που φέρονται να διαπράχθηκαν μεταξύ 27.2.2015 και 24.4.2018 στο Altdorf της Γερμανίας. Κατά τη σύλληψη του και αφού του επιστήθηκε η προσοχή στον Νόμο, στην αγγλική γλώσσα, την οποία, όπως δηλώθηκε, γνωρίζει καλά και αφού ενημερώθηκε ότι εναντίον του εκκρεμεί ΕΕΣ, απάντησε «YES I KNOW».

 

Στις 7.12.2023 ο εκζητούμενος παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, εκπροσωπούμενος από δικηγόρο της επιλογής του. Μετά την ταυτοποίηση του ως του προσώπου εναντίον του οποίου είχε εκδοθεί το ΕΕΣ (σχετική η πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση ημερ. 11.12.2023), ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι δεν συγκατατίθεται στην παράδοση του στη Γερμανία με αποτέλεσμα η υπόθεση να οριστεί για ακρόαση. Κατά την ακροαματική διαδικασία κατάθεσε ένας και μόνον μάρτυρας, ο Π. Χίντικος εκ μέρους της κεντρικής αρχής (ΜΚΑ1). Επιπλέον κάποιες τυπικές μαρτυρίες έγιναν αποδεκτές και κατατέθηκαν και διάφορα έγγραφα ως τεκμήρια. Στο πλαίσιο της ακρόασης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εκζητούμενου, ενιστάμενος σφοδρά στην εκτέλεση του ΕΕΣ εναντίον του πελάτη του, έθεσε σωρεία ζητημάτων προς εξέταση, τόσο πραγματικών όσο και νομικών.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε δεκτή τη μαρτυρία του ΜΚΑ1, πραγματεύτηκε της νομικής πτυχής του ζητήματος, εξέτασε τα εγειρόμενα θέματα, απέρριψε τις ενστάσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου του εκζητούμενου και όπως προαναφέραμε, με την απόφαση του ημερ.8.1.2024 ενέκρινε την εκτέλεση του ΕΕΣ, διατάσσοντας όπως εντός 10 ημερών, ακολουθηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 29(1) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών‑Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου του 2004 (Ν.133 (I)/2004) (εφεξής ο Νόμος).     

       

Η απόφαση δεν άφησε ικανοποιημένο τον εκζητούμενο (εφεξής ο εφεσείων) με αποτέλεσμα, δύο μέρες μετά, στις 10.1.2024, να καταχωρήσει την παρούσα έφεση, προβάλλοντας 5 λόγους έφεσης.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι το εύρημα και/ή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως είχε ενώπιον του έγκυρο ΕΕΣ υπό την έννοια του άρθρου 4 του Νόμου είναι αντινομική και/ή εσφαλμένη. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν συνέτρεχε ο υποχρεωτικός λόγος μη εκτέλεσης που προνοείται στο άρθρο 13(β) του Nόμου ή/και πως εδύνατο να αποφασίσει το ζήτημα στη βάση των ενώπιον του δεδομένων είναι εσφαλμένο ή/και αντινομικό. Ο τρίτος λόγος έφεσης στρέφεται κατά του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο, δεν συνέτρεχε ο προαιρετικός λόγος μη εκτέλεσης του άρθρου 14(2) του Νόμου. Σύμφωνα με τον λόγο έφεσης αυτό, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστήριο ότι εδύνατο να αποφασίσει το ζήτημα στη βάση των ενώπιον του δεδομένων είναι εσφαλμένο ή/και αντινομικό ή/και αντίθετο με την ενώπιον του μαρτυρία ή/και αποτέλεσμα αντιστροφής του βάρους απόδειξης και εναπόθεσης του στους ώμους του εφεσείοντος. Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προχώρησε σε απόφαση για εκτέλεση του ΕΕΣ, χωρίς να λάβει διευκρινήσεις από τη δικαστική αρχή έκδοσης του ΕΕΣ αναφορικά με τα ζητήματα που έθεσε δυνάμει του άρθρου 21(2) του Νόμου. Τέλος, με τον σχετιζόμενο πέμπτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως δεν στοιχειοθετείτο κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας από τη δικαστική αρχή έκδοσης του ΕΕΣ.

Ορίσαμε την έφεση για Προδικασία στις 12.1.2024, δίδοντας την ευκαιρία στα διάδικα μέρη να καταθέσουν γραπτά περιγράμματα αγόρευσης μέχρι τις 17.1.2024, μια μέρα δηλαδή πριν την ορισθείσα ημερομηνίας ακρόασης, 18.1.2024. Με επικρότηση παρατηρούμε ότι αμφότερα τα διάδικα μέρη ανταποκρίθηκαν, καταχωρώντας   εμπεριστατωμένες, αλλά περιεκτικές όπως ζητήσαμε, αγορεύσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ενώ κατά την ακρόαση αγόρευσαν προφορικά, εστιάζοντας στα κεντρικά σημεία της επιχειρηματολογίας τους. Διεξήλθαμε διεξοδικά το περιεχόμενο των γραπτών περιγραμμάτων και ακούσαμε προσεκτικά τις προφορικές αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων. Αναφορά και σχολιασμός θα γίνει, όπου κριθεί αναγκαίο κατά την εξέταση των λόγων έφεσης.

Προτού καταπιαστούμε με τους λόγους έφεσης, να υπενθυμίσουμε αυτά που μνημονεύονται στη σελ.23 της απόφασης Reinwald  v. Γενικού  Εισαγγελέα της Δημοκρατίας Πολιτική Έφεση 42/2019, ημερ. 23.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:A159.  Δηλαδή:

«…ότι το ΕΕΣ στηρίζεται στην αμοιβαιότητα, εμπιστοσύνη και σεβασμό μεταξύ των δικαστικών αρχών. Είναι αυτή η αμοιβαιότητα που είναι το υπόβαθρο της αναγνώρισης και σεβασμού των αρχών που έχουν ρόλο στην απονομή της δικαιοσύνης που οικοδομούν τον τρόπο λειτουργίας του ΕΕΣ. Το ΕΕΣ και η σχετική Απόφαση ‑ Πλαίσιο αποτελούν ένα σημαίνον εργαλείο προς την ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου δίχως σύνορα, ξεπερνώντας το παλαιό μοντέλο δικαστικής αρωγής εξασφαλίζοντας ότι «η ποικιλία των εθνικών κανονιστικών διατάξεων δεν θα θέσει προσκόμματα στην ανεμπόδιστη απόλαυση των ελευθεριών που εγγυάται η ΣυνΘΕΚ. (Διονυσίου Μουζάκη: Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης, Νομική Βιβλιοθήκη, Έκδοση 2009, σελ. 5‑6).

Το ΕΕΣ σηματοδοτεί επίσης μία οικειοθελή απεμπόληση της εθνικής κυριαρχίας εκάστου κράτους μέλους προς όφελος μιας υπερεθνικής («supranationality») δικαιοδοτικής εφαρμογής των αρχών δικαίου. Η Απόφαση ‑ Πλαίσιο δημιουργεί δέσμευση ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.»

Ο πρώτος λόγος έφεσης άπτεται της εν γένει εγκυρότητας του ΕΕΣ. Κατά τον εφεσείοντα, από το έγγραφο του ΕΕΣ (περιλαμβάνεται στο τεκμήριο 3 της πρωτόδικης διαδικασίας) ελλείπουν ουσιώδη στοιχεία και/ή πληροφορίες. Υπάρχει ασάφεια ως προς τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες οι γερμανικές αρχές επιθυμούν να υποβάλουν σε δίκη τον εφεσείοντα, ως επίσης για τον ακριβή αριθμό των ποινικών αδικημάτων που του αποδίδονται. Ομοίως, ασάφεια υπάρχει σχετικά με τη συμμετοχή του εφεσείοντος στην τέλεση των αδικημάτων, αλλά και σε σχέση με τις προβλεπόμενες ποινές. Η προς τούτο, αντίθετη κρίση του Δικαστηρίου, φέρεται ως εσφαλμένη. 

Το άρθρο 4 του Νόμου προνοεί για το περιεχόμενο και τον τύπο του ΕΕΣ.

          Όπως ορθά επισημαίνει ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος κ. Λοχίας, οι δικαστικές αρχές εκτέλεσης δεν είναι απλές μηχανιστικές σφραγίδες εκτέλεσης αιτημάτων των αιτούντων αρχών. Ούτε κατά την εξέταση τέτοιων αιτημάτων, δικαιολογείται η κατάργηση των αναγνωρισμένων αρχών του κράτους δικαίου. Αυτού λεχθέντος σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο του ΕΕΣ, δεν χρειάζεται η περιγραφική πληρότητα που χαρακτηρίζει συνήθως τα ημεδαπά εντάλματα σύλληψης, ούτε βεβαίως είναι δυνατόν να γίνει σύγκριση με τα όσα διατυπώνονται επιτακτικά στο κατηγορητήριο μιας προσαφθείσας κατηγορίας σε ποινική δίκη.

 

          Στην υπόθεση Αναφορικά με τον Θωμά Πέτρου, Πολιτική Έφεση 421/2017, ημερ. 11.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:A10, ECY:AD:2018:Α10,  ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι δεν ικανοποιείτο η προϋπόθεση περί της περιγραφής των περιστάσεων τέλεσης της αξιόποινης πράξης. Υποδείχθηκαν από το Εφετείο τα ακόλουθα:  

«Οι προϋποθέσεις για έκδοση εντάλματος σύλληψης με βάση το άρθρο 18 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου δεν μπορούν ούτε κατ' αναλογία να είναι εν προκειμένω σχετικές. Εκφεύγουν του γράμματος και του πνεύματος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, εκ των οποίων άλλο είναι, όπως προκύπτει με σαφήνεια, το αναγκαίο για τους σκοπούς της έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, κριτήριο. Ό,τι απαιτείται είναι τέτοια περιγραφή ώστε η δικαστική αρχή του κράτους εκτέλεσης να είναι σε θέση να διαπιστώνει κατά πόσο συντρέχουν οι λόγοι για τη μη εκτέλεση του εντάλματος. Η προσέγγιση αυτή υποστηρίζεται και από τις επεξηγηματικές σημειώσεις που έχουν εκδοθεί από την Επιτροπή αναφορικά με την έκδοση και εκτέλεση ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης, όπου, σε σχέση με την απαιτούμενη περιγραφή, το ζήτημα περιορίζεται ως εξής και πάντοτε σε συνάρτηση, όπως προκύπτει, με κάποιο λόγο ένστασης που θα μπορούσε να εγείρει ο εκζητούμενος: 

 

  «The factual description should consist only of a short summary and not of a full transcript of whole pages of the file. However in more complex cases, and in particular where double criminality applies (not listed offences), a longer description might be necessary in order to document the main aspects of the facts. In those cases, include the data which is essential for a decision on the EAW by the executing judicial authority, in particular to identify any possible grounds for non‑execution or with a view to application of the rule of specialty.»[2]

 

Αυτόδηλο δε είναι πως απαιτείται εν πάση περιπτώσει τέτοια περιγραφή, ώστε να εκπληρώνεται η υποχρέωση, με αντίστοιχο δικαίωμα του καταζητούμενου, όπως τούτο αναγνωρίζεται από το Άρθρο 11 της Απόφασης ‑ Πλαίσιο, για ενημέρωση του ως προς το περιεχόμενο του εντάλματος, υπό την έννοια της πληροφόρησης του για τους λόγους που συνελήφθη και κατηγορείται, όπως απαιτείται από το Άρθρο 5.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Άρθρο 11.4 του Συντάγματος.

Είναι η παραπάνω έννοια, διασυνδεδεμένη με τους σκοπούς της διαδικασίας για έγκριση ή μη της εκτέλεσης, που πρέπει να αποδοθεί στην υποχρέωση για «περιγραφή των περιστάσεων της αξιόποινης πράξης», όπως και αποδόθηκε όπως προκύπτει και στην υπόθεση Anthony Joannides v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 226/2017, ημερομηνίας 5.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A337, ECLI:CY:AD:2017:Α337. Έχουμε μάλιστα εντοπίσει και την απόφαση του Αρείου Πάγου υπ' αρ.  2.149/2005, Ποιν Δικ 2006, 169, η οποία αφορούσε στην εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε στην Αγγλία για τα εγκλήματα της απαγωγής και της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Παρά το ότι στο ένταλμα δεν αναγραφόταν ο τόπος και ο χρόνος τέλεσης του εγκλήματος, ούτε διευκρινιζόταν ο βαθμός συμμετοχής του εκζητούμενου σ' αυτό, ο Άρειος Πάγος επεκύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση για εκτέλεση του εντάλματος, αποδεχόμενος ότι ο εκζητούμενος θα είχε πρόσβαση στη δικογραφία και σαφέστερη περιγραφή της πράξης, στα πλαίσια της δίκης του.»



          Πρόσφατα στην υπόθεση Αναφορικά με τον Α.Κ. Ε.Ε.Ε.Σ. Αρ. 2/2023, ημερ.16.5.2023 ECLI:CY:AD:2023:A175, και ειδικότερα στη σελ. 15 αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:

 
«
Tο Άρθρο 18 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που αναφέρεται στην Πέτρου, αφορά στην έκδοση εντάλματος σύλληψης υπόπτου και προϋποθέτει τη στοιχειοθέτηση «ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια να πιστεύεται ότι ένα πρόσωπο διέπραξε αδίκημα». Ούτε το Άρθρο 39 του Κεφ.155, το οποίο επικαλείται ο εφεσείων, είναι σχετικό. Αυτό αφορά στη σύνταξη του κατηγορητηρίου και αφορά στην εκδίκαση της κατηγορίας του αδικήματος. Η επάρκεια της περιγραφής στο ΕΕΣ συναρτάται με το αντικείμενο της διαδικασίας της αίτησης για την εκτέλεση του. Και η αναφορά σε δίκαια δίκη αφορά στη διαδικασία της αίτησης αυτής. Η ευχέρεια του εφεσείοντα να προβάλει την όποια υπεράσπιση του επί της ουσίας του αδικήματος, στη βάση της πληροφόρησης του για την εναντίον του μαρτυρία που στοιχειοθετεί την κατηγορία που θα αντιμετωπίσει, είναι ζήτημα που αφορά στη δίκη του στη Γερμανία. Στη διαδικασία εκείνη, θα κριθεί από το γερμανικό δικαστήριο, στη βάση του γερμανικού δικαίου, κατά πόσο η πληροφόρηση του για τις λεπτομέρειες της εναντίον του υπόθεσης, στη βάση του τι θα του έχει δοθεί μέχρι τότε, θα διασφαλίζουν το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας, δηλαδή της ποινικής δίκης του εφεσείοντα στη Γερμανία και την προετοιμασία της υπεράσπισης του στη δίκη εκεί.»



          Υπό το φως των προϋποθέσεων του προαναφερθέντος άρθρου 4 του Νόμου και της πιο πάνω νομολογίας, κρίνουμε ότι καμία ουσιαστική ασάφεια στο περιεχόμενο του ΕΕΣ υπάρχει. Ούτε και το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα κατά την εξέταση του παράγοντα αυτού. Αντίθετα, με ενδελέχεια εξέτασε και στάθμισε κάθε παράμετρο των προϋποθέσεων στις σελ. 15 - 24 της απόφασης του, επισημαίνοντας ορθά ότι η κανονικότητα έκδοσης, κοινοποίησης και διαβίβασης ενός ΕΕΣ, αλλά και η ορθότητα τυχόν διευκρινήσεων που δίδονται στη συνέχεια, τεκμαίρεται. Το τεκμήριο αυτό είναι μεν μαχητό, αλλά δύσκολα και μόνον όταν καταδειχθούν πειστικοί λόγοι, δύναται να ανατραπεί.

         

          Σε σχέση ειδικά με τη μέγιστη ποινή φυλάκισης για τα αποδιδόμενα αδικήματα (απάτη και υπεξαίρεση) και την ανάδειξη του ζητήματος αυτού από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος ως στοιχείο ανατρεπτικό της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου για μη αναγκαιότητα ελέγχου του διττού αξιόποινού (βλ. άρθρο 12(2)), φρονούμε και πάλι πως δεν υπάρχει ασάφεια του εύρους και της σημασίας που να δικαιολογεί τη μη εκτέλεση του ΕΕΣ. Στη σελ.4 του ΕΕΣ, αναφέρεται ως μέγιστη ποινή φυλάκισης η «ποινή φυλάκισης 10 ετών». Με δεδομένο ότι η ελάχιστη ποινή φυλάκισης που απαιτείται με βάση το άρθρο 12(2) για αποκλεισμό του ελέγχου του διττού αξιόποινου για τα κατονομαζόμενα εκεί αδικήματα, είναι η φυλάκιση τουλάχιστον 3 ετών, δεν προκύπτει αμφιβολία ότι η περίπτωση εμπίπτει στην αναφερθείσα εξαίρεση, ακόμα και αν τα 10 έτη που αναφέρονται, καλύπτουν σωρευτικά και τα δύο αδικήματα – ενδεχόμενο, πολύ απομακρυσμένο, πιστεύουμε. Εν πάση περιπτώσει, με δεδομένο και το μαχητό τεκμήριο που αναφέραμε ανωτέρο, εναπόκειτο στον εφεσείοντα να το καταρρίψει, όχι με εικασίες και εναλλακτικά ενδεχόμενα, αλλά με απτά και στοχευμένα στοιχεία. 

 

          Στο σύγγραμμα Handbook on the European Arrest Warrant των Blekxtoon και van Ballegooij (2005) και συγκεκριμένα στη σελ. 148, αναφέρονται τα εξής σχετικά:

 

«The Warrant form, however, annexed to the Framework Decision, does not request information concerning the maximum penalty that can be imposed for the offence in question, other than, in block (e), an indication that this maximum is indeed at least three years.  Apparently, the Judicial Authority, when deciding whether a warrant is to be executed (Art. 15 FWD), is not normally supposed to check whether this indication is true.  The ‘high level of confidence’, mentioned in paragraph 10 of the Preamble, entails a rule of non-enquiry in this respect, which only very persuasive indications to the contrary could set aside».

 

 

          Σε σχέση με τον βαθμό συμμετοχής/εμπλοκής του εφεσείοντος στα αποδιδόμενα αδικήματα, ζήτημα στο οποίο επίσης εστίασε κατά την ακρόαση ο ευπαίδευτος συνήγορος του, θεωρούμε ότι η περιγραφή που υπάρχει στη σελ.7 του ΕΕΣ είναι αρκούντως προσδιοριστική και κατατοπιστική (βλ. Anthony Joannides ανωτέρω). Μεταξύ πολλών άλλων λεπτομερειών, αναφέρεται ότι ο εφεσείων μαζί με την ήδη καταδικασθείσα σύζυγο του μέσω συγκεκριμένης εταιρείας και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, εντός καθορισμένης χρονικής περιόδου, διέθεσαν τα προϊόντα υπό την ονομασία «Rerum» και «Rerum Blue», διαφημίζοντας ότι είχαν (και) προληπτικές και/ή θεραπευτικές ιδιότητες, δράση που τους απέδωσε πέραν των τριών εκατομμυρίων ευρώ. Τούτο, το έπραξαν σε συνειδητή και σκόπιμη συνεργασία, βάσει εκπονηθέντος σχεδίου δράσης, γνωρίζοντας ότι τα συγκεκριμένα σκευάσματα δεν διέθεταν άδεια είτε στη Γερμανία είτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για κυκλοφορία ως φάρμακα.

     

        Τα υπόλοιπα που εγείρονται στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης και ιδιαίτερα η επίκληση αναφορών όπως «μεταξύ άλλων» και «παράνομη διακίνηση φαρμάκων» που ενυπάρχουν στο ΕΕΣ, αφορούν ενδεχομένως ζητήματα που άπτονται του «κανόνα ειδικότητας» ή και υπεράσπισης επί της ουσίας των αποδιδόμενων πράξεων, ζητήματα που εκφεύγουν των αρμοδιοτήτων της δικαστικής αρχής εκτέλεσης να εξετάσει. Εφόσον ο εφεσείων δεν έχει παραιτηθεί από τον «κανόνα ειδικότητας», μπορεί αντιλαμβανόμαστε, να επικαλεστεί ενώπιον του αρμόδιου για την εκδίκαση, γερμανικού δικαστηρίου, ότι δεν μπορεί να δικαστεί για οποιοδήποτε αδίκημα, εκτός απ’ αυτά που ρητά αναφέρονται στο ΕΕΣ (βλ. Αναφορικά με τον Α.Κ  [σελ.27] (ανωτέρω)).   

 

        Εν όψει των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

        Ερχόμαστε στον δεύτερο λόγο έφεσης που αφορά στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως ενόψει των στοιχείων που είχε ενώπιον του, δεν συνέτρεχε ο υποχρεωτικός λόγος μη εκτέλεσης του ΕΕΣ στη βάση του άρθρου 13(β) του Νόμου.

 

Δυνάμει της προαναφερθείσας διάταξης, δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση ΕΕΣ αρνείται την εκτέλεση του ΕΕΣ:

 

 

«αν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικασθεί τελεσιδίκως για τις ίδιες πράξεις από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί, ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση».

 

        Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος προς υποστήριξη του λόγου αυτού, μας παραπέμπει με το περίγραμμα του στην απόφαση του ΔΕΕ στη C-261-Mantallo, στη σκέψη 41 της οποίας, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Όταν γνωστοποιείται στη δικαστική αρχή εκτελέσεως η ύπαρξη σε κράτος μέλος αμετάκλητης αποφάσεως για τις «ίδιες πράξεις» με εκείνες τις οποίες αφορά το υποβληθέν ενώπιον της ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, η εν λόγω αρχή οφείλει, σύμφωνα με το άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου, να αρνηθεί να εκτελέσει το εν λόγω ένταλμα συλλήψεως, υπό τον όρο ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της καταδίκης».

 

        Δεν έχουμε παρά να ενώσουμε τη φωνή μας με την προαναφερθείσα σκέψη του ΔΕΕ, με τη σημαντική όμως επισήμανση ότι στην προκειμένη περίπτωση, τέτοια γνωστοποίηση δεν υπήρχε. Τουναντίον.    

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύεται του ζητήματος αυτού στις σελ. 25 – 28 της απόφασης του. Μολονότι αναγνωρίζει ότι η ανταπόκριση των γερμανικών αρχών σε ερωτήματα και διευκρινήσεις που ζητήθηκαν δεν ήταν η ιδανικότερη υπό τις περιστάσεις, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι από τα ενώπιον του στοιχεία και ιδίως από τα τεκμήρια 7 και 10, προκύπτει πως ουδόλως υπήρξε τελεσίδικη καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση σε σχέση με τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η εκτέλεση του ΕΕΣ. Συμφωνούμε πλήρως με την κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου.      

 

        Σύμφωνα με το τεκμήριο 7 – το οποίο δεν επιδέχεται αμφισβήτησης για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας – ο εφεσείων, στη βάση των ιδίων γεγονότων, καταδικάστηκε στις 16.5.2019 από το Περιφερειακό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης σε φυλάκιση 4 ετών. Η απόφαση αυτή δεν ήταν τελεσίδικη αφού ασκήθηκε έφεση και ακυρώθηκε από ανώτερο δικαστήριο της Γερμανίας. Ο ΜΚΑ1 εξήγησε ότι η λέξη «ανατροπή» αποδίδει καλύτερα το νόημα αυτού που συνέβη, παρά η λέξη «εξαφάνιση» που χρησιμοποιήθηκε στο τεκμήριο 10. Εν πάση περιπτώσει, το απολύτως σίγουρο είναι ότι η ακύρωση, ανατροπή ή εξαφάνιση δεν οδήγησε σε αθώωση του εφεσείοντος. Τούτο προκύπτει ρητά από τα όσα διευκρινίζονται στις σελ. 4 – 5 του τεκμηρίου 7, ήτοι:

 

«…Κατόπιν έφεσης, η απόφαση της 16ης Μάϊου 2019 ανατράπηκε και η διαδικασία παραπέμφθηκε στο 20ο ποινικό τμήμα του περιφερειακού δικαστηρίου της Νυρεμβέργης - Furth για νέα ακροαματική διαδικασία και έκδοση απόφασης…Δεν υπήρξαν περαιτέρω αποφάσεις στη διαδικασία, ιδίως αθωωτική απόφαση.»    

 

        Είναι συνεπώς προφανές ότι εκείνο το οποίο κατ’ ουσία διατάχθηκε είναι επανεκδίκαση της υπόθεσης. Δηλαδή εκδίκαση από την αρχή και συνακόλουθα η έκδοση νέας δικαστικής απόφασης.

 

        Επί του προκειμένου, με κάθε εκτίμηση προς τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος, δεν συμφωνούμε ότι το στοιχείο (β) που φαίνεται στο τεκμήριο 10 αναφέρεται γενικά και αόριστα στη δυνατότητα, δυνάμει της γερμανικής νομοθεσίας, για κατ’ αρχή επανεκδίκαση υποθέσεων σε περίπτωση ανατροπής κατ’ έφεση. Η αναφορά αυτή ακολουθεί το στοιχείο (α) όπου γίνεται συγκεκριμένη

και ειδική αναφορά στην τρέχουσα δικαστική διαδικασία που αντιμετωπίζει ο εφεσείων ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης-Furth όπου παρέλειψε να εμφανιστεί στις 8.11.2023.  Με άλλα λόγια, το στοιχείο (β) δηλαδή η νομοθετική δυνατότητα επανεκδίκασης «από άλλο τμήμα του ιδίου Δικαστηρίου» συναρτάται με αυτό που πραγματικά έγινε στην προκειμένη περίπτωση, ως περιγράφεται στο στοιχείο (α). Προς επίρρωση της θέσης αυτής είναι και η καταληκτική αναφορά του στοιχείου (β) ότι «σε άλλες περιπτώσεις η υπόθεση αναπέμπεται σε άλλο τμήμα του δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε, ή σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο που ανήκει στο ίδιο ομόσπονδο κράτος.»    

 

(Η υπογράμμιση είναι δίκη μας).

 

        Ενόψει των πιο πάνω απορρίπτεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης. Δεν διαλανθάνει την προσοχή μας ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος συμπεριέλαβε στην αιτιολογία του λόγου έφεσης αυτού την κατ’ ισχυρισμόν ελλιπή και/ή μη ανταπόκριση των γερμανικών αρχών στα διάφορα ερωτήματα/διευκρινήσεις που ζητήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο μέσω της κεντρικής αρχής. Το ζήτημα αυτό τόσο ειδικά όσο και υπό ευρύτερη διάσταση θα το σχολιάσουμε κατά την κοινή εξέταση των λόγων έφεσης 4 και 5 που θα ακολουθήσει. Στα πλαίσια αυτού του λόγου έφεσης όμως, δεν θεωρούμε ότι η όποια συμπεριφορά των γερμανικών αρχών  αδρανοποιεί τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε κατ’ επέκταση επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα όσα ήδη υποδείξαμε κατά την απόρριψη του συγκεκριμένου λόγου έφεσης.        

 

        Ο τρίτος λόγος έφεσης στρέφεται κατά της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της μη εκτέλεσης του ΕΕΣ στη βάση του προαιρετικού λόγου μη εκτέλεσης που αναφέρεται στο άρθρο 14(2) του Νόμου. Το άρθρο αυτό διαλαμβάνει ότι:

 

 

«(2) Επιπροσθέτως των διατάξεων του εδαφίου (1), η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που έχει εκδοθεί με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, σε περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αναφέρεται ότι, βάσει δικονομικών απαιτήσεων που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης, ο εκζητούμενος-

(α) εν ευθέτω χρόνω-

(i) είτε είχε κλητευθεί αυτοπροσώπως και με την κλήτευση είχε ενημερωθεί σχετικά με την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, είτε είχε δι’ άλλων μέσων ενημερωθεί πραγματικά και επισήμως για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης αυτής, κατά τρόπον ώστε να αποδεικνύεται σαφώς ότι τελούσε εν γνώσει της προγραμματισμένης δίκης.

 

(Η υπογράμμιση είναι δική μας).

 

 

      Ο λόγος έφεσης αυτός είναι εγγενώς απορριπτέος καθ’ ότι η συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη δεν καλύπτει το επίδικο ΕΕΣ.  Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου, ΕΕΣ δύναται να εκδοθεί (α) «για την άσκηση ποινικής δίωξης» ή (β) «για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας». Το γερμανικό ένταλμα σύλληψης και ακολούθως το επίδικο ΕΕΣ εκδόθηκε εναντίον του εφεσείοντος ενόψει της παράλειψης του να εμφανιστεί στη δίκη και να αντιμετωπίσει την ποινική υπόθεση που ασκήθηκε εναντίον του - ως δηλαδή η περίπτωση (α) ανωτέρω, ενώ ο προαιρετικός λόγος μη εκτέλεσης ΕΕΣ δυνάμει του άρθρου 14(2) αφορά στις περιπτώσεις ΕΕΣ που εκδίδονται για σκοπούς εκτέλεσης ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας - ως δηλαδή η περίπτωση (β) ανωτέρω.

 

      Εν πάση περιπτώσει και εφαρμογής να τύχανε το άρθρο 14(2), πάλι θα απορριπτόταν ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης. Όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελ.28 - 29 της απόφασης του:

 

«Από την τεθείσα ενώπιον μου μαρτυρία προκύπτει πως o Εκζητούμενος ναι μεν δεν κλητεύθηκε προσωπικά για να παραστεί στην διαδικασία στο Δικαστήριο της Νυρεμβέργης στις 08.11.2023 αφού η σχετική κλήση επιδόθηκε στον Δικηγόρο του όμως από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7 προκύπτει ότι ο συγκεκριμένος δικηγόρος εμφανίστηκε στην διαδικασία και ενημέρωσε το Δικαστήριο για την παραλαβή της κλήσης από μέρους του και την ενημέρωση του πελάτη του (Εκζητούμενου) για την διαδικασία που ήταν σε εξέλιξη χωρίς όμως ο τελευταίος να παραστεί μαζί του στην διαδικασία. Επιπρόσθετα σημειώνεται και το γεγονός πως ο Εκζητούμενος όταν συνελήφθηκε στο Αεροδρόμιο Πάφου στις 06.12.2023 και ενημερώθηκε Α/Αστ. 63 ότι εναντίον του εκκρεμούσε ΕΕΣ η απάντηση που δόθηκε από τον ίδιο ήταν YES I KNOW.

 

Συνεπώς προκύπτει από τα πιο πάνω πως ο εκζητούμενος δηλαδή το ενδιαφερόμενο αλλά και επηρεαζόμενο της διαδικασίας πρόσωπο που είχε παραπεμφθεί πλέον σε συνέχεια του αποτελέσματος της Έφεσης σε άλλο τμήμα του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης για να δικαστεί κατά την προγραμματισμένη ημερομηνία των 08.11.2023 φαίνεται να είχε λάβει τις απαιτούμενες πληροφορίες και αυτό επιβεβαιώνεται από τις αναφορές των Γερμανικών Αρχών και πάλι στα πλαίσια διευκρινήσεων που δόθηκαν ότι δηλαδή ο συγκεκριμένος δικηγόρος ο οποίος μάλιστα διατηρούσε και πληρεξούσιο έγγραφο προς όφελος του (τουλάχιστον για σκοπούς της διαδικασίας της έφεσης) είχε εμφανιστεί για λογαριασμό του εκζητούμενο[υ] και ανέφερε τα ακόλουθα ως αυτά καταγράφονται στην επιστολή των Γερμανικών Αρχών ημερ. 12.12.2023 (Τεκμήριο 7):

«…Η Κλήση παραδόθηκε στον δικηγόρο του Jorg Sklebitz o οποίος ήταν εξουσιοδοτημένος να παραλάβει την κλήση. Ο τελευταίος δήλωσε κατά την κύρια ακροαματική διαδικασία της 8ης Νοεμβρίου 2023 ότι είχε παραλάβει την κλήτευση για τον Dr Reinwald στις 20 Οκτωβρίου 2023 και τον είχε επίσης ενημερώσει για την κλήτευση. Ωστόσο, κατόπιν αιτήματος του Dr Heinz Reinwald δεν επέστρεψε στο δικαστήριο το αποδεικτικό παραλαβής της κλήσης».

 

Συνεπώς τα όσα αναφέρω ανωτέρω αποτελούν το σύνολο των στοιχείων που λαμβάνω υπόψη μου και διαπιστώνω ότι παρά το ότι πράγματι η κλήτευση του Εκζητούμενου φαίνεται να έγινε όχι προσωπικά στον ίδιο αλλά στον δικηγόρο του αυτός έλαβε πραγματικά γνώση των απαιτούμενων πληροφοριών σχετικά με την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης και παρά το γεγονός τούτο αυτός επέλεξε όχι μόνο να μην εμφανιστεί αυτοπρόσωπος στην διαδικασία αλλά και να δώσει οδηγίες να μην επιστραφεί από τον δικηγόρο του που εμφανίστηκε για λογαριασμό του και προέβηκε στην σχετική ενημέρωση του Δικαστηρίου ούτε το αποδεικτικό παραλαβής της κλήσης.»

      Ο δικηγόρος που παρέλαβε την κλήση για λογαριασμό του εφεσείοντος, δεν ήταν το οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο - συγκάτοικος παραδείγματος χάρη που ανέλαβε απλά να ενημερώσει ή να παραδώσει την κλήση στον εφεσείοντα - αλλά ένας εξουσιοδοτημένος (δυνάμει πληρεξουσίου, τουλάχιστον για την έφεση που άσκησε ο εφεσείων) λειτουργός της δικαιοσύνης. Εμφανίστηκε ενώπιον του δικάσαντος Δικαστηρίου κατά την ημέρα που η υπόθεση ήταν ορισμένη και ενημέρωσε από το επίσημο αυτό βήμα, ότι παρέλαβε την κλήση για λογαριασμό του εφεσείοντος, τον ενημέρωσε σχετικά και έλαβε μάλιστα οδηγίες να μην επιστρέψει στο Δικαστήριο το αποδεικτικό της κλήσης.

 

        Συνεπώς, εύλογα συνάγεται ότι ο εφεσείων ενημερώθηκε «πραγματικά» και «επισήμως» για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τόπο διεξαγωγής της δίκης ως η επιταγή του άρθρου 14(2)(α)(i), αλλά και της Νομολογίας του ΔΕΕ στην οποία μας παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος στο περίγραμμα αγόρευσης του. Με κάθε εκτίμηση προς τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος, αντιστρατεύεται της λογικής, το επιχείρημα ότι η ενημέρωση του εφεσείοντος από τον δικηγόρο περί της παραλαβής της κλήσης, δεν συνεπάγεται και ενημέρωση για τον τόπο και ημερομηνία της δίκης. Εν πάση περιπτώσει, η πλήρης   εξάλειψη κάθε αμφιβολίας περί της γνώσης του εφεσείοντος προκύπτει από την απάντηση «YES I KNOW» που έδωσε στην κυπριακή αστυνομία κατά την επίστηση του στον Νόμο και σύλληψη του δυνάμει του ΕΕΣ που εκδόθηκε εναντίον του.     

 

        Ως εκ των ανωτέρω, απορρίπτεται και ο τρίτος λόγος έφεσης.

 

        Οι λόγοι έφεσης 4 και 5 είναι συναφείς και ως τέτοιοι θα εξεταστούν μαζί. Άπτονται της κατ’ ισχυρισμού άρνησης ή παράλειψης των γερμανικών αρχών να ανταποκριθούν ή να ανταποκριθούν επαρκώς στα ερωτήματα/διευκρινήσεις που ετέθησαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά και στην ανακόλουθη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι παρά τη μη ανταπόκριση ή τη μη επαρκή ανταπόκριση, μπορούσε να προχωρήσει στην εκτέλεση του ΕΕΣ. Στον λόγο έφεσης 5 τίθεται θέμα κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας από τη δικαστική αρχή [της Γερμανίας], για κακοπιστία, αλλά και για απόπειρα χειραγώγησης της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος, παραπέμπει με το περίγραμμα του σε ενδιαφέρουσα αγγλική και ευρωπαϊκή νομολογία επί του θέματος.

 

        Κατ’ αρχάς, ως προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, η πρώτη και μόνη φορά που το πρωτόδικο Δικαστήριο – η αρμόδια δικαστική αρχή δηλαδή για την έκδοση απόφασης εκτέλεσης του ΕΕΣ (βλ. άρθρο 11(3)) –  ζήτησε συγκεκριμένες διευκρινήσεις, ήταν στις 20.12.2023. Οι ζητηθείσες διευκρινήσεις ταξινομήθηκαν υπό στοιχεία (Α) έως (Γ) και εμφαίνονται στο πρακτικό της ημερομηνίας εκείνης. Ως προκύπτει από τα τεκμήρια, αλλά και τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, προηγήθηκε της ημερομηνίας αυτής, η ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταξύ των κεντρικών αρχών των δύο χωρών που είχαν ως έναυσμα αιτήματα της κυπριακής κεντρικής αρχής να διασαφηνιστούν και πάλι κάποια ζητήματα που αναφύονταν. Τονίζεται ότι δεν προκύπτει από τα πρακτικά το πρωτόδικο Δικαστήριο να είχε δώσει οδηγίες για την προηγηθείσα αυτή ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων.

 

        Οι διευκρινήσεις που ζητήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο - παρά την απουσία ρητής αναφοράς - φαίνεται να ζητήθηκαν δυνάμει του άρθρου 21(2) του Νόμου το οποίο προβλέπει ότι:

 

«Αν η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν, ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την παράδοση, ζητεί, μέσω της Κεντρικής Αρχής, την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων, ιδίως σε σχέση με τα άρθρα 4 και 13 έως 15 του παρόντος Νόμου και μπορεί να τάξει προθεσμία για την παραλαβή τους, λαμβάνοντας υπόψη την υποχρέωση τήρησης των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 23 του παρόντος Νόμου.

 

        Οι γερμανικές αρχές απάντησαν με ηλεκτρονικό μήνυμα στις 29.12.2023, επισυνάπτοντας στο μήνυμα απαντητική επιστολή τους ημερ.28.12.2023 τόσο στη γερμανική γλώσσα όσο και στην ελληνική. Επί του προκειμένου φαίνεται να υπήρξε κάποια παρανόηση αφού στην απαντητική επιστολή ημερ.28.12.2023 των γερμανικών αρχών γίνεται αναφορά σε ερωτήσεις που τέθηκαν στις 18.12.2023 και όχι 20.12.2023. Η παρανόηση προκύπτει και από το γεγονός ότι οι γερμανικές αρχές δεν έδωσαν με την απαιτούμενη επάρκεια ή/και καθόλου σε κάποια ζητήματα, τις διευκρινήσεις που ζητήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 20.12.2023, γεγονός που αναγνώρισε και το ίδιο στις σελ.30 και 31 της απόφασης του.

 

        Η πρώτη μας παρατήρηση είναι ότι τα πρωτόδικα Δικαστήρια που επιλαμβάνονται της εκτέλεσης ΕΕΣ, θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως επιφυλακτικά στην υποβολή διευκρινιστικών αιτημάτων προς τις αρχές έκδοσης των ΕΕΣ, στη βάση αυτού του άρθρου. Δεν θα πρέπει, με ευκολία, να συμπορεύονται με τυχόν παροτρύνσεις των διαδίκων προς την κατεύθυνση αυτή. Τέτοιες διευκρινήσεις θα πρέπει να περιορίζονται στα εξόχως ουσιώδη ζητήματα και τις άκρως απαραίτητες διασαφηνίσεις επί τούτων για τη λήψη απόφασης, στη βάση των παραμέτρων του Νόμου, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τα στενά χρονικά περιθώρια που υπάρχουν για τη λήψη απόφασης. Αν η διασαφήνιση μπορεί να προκύψει από μια προσεκτική,  συνδυαζόμενη ανάγνωση των υπαρχόντων στοιχείων, δεν είναι αναγκαίο να ζητούνται διευκρινήσεις.  Εξάλλου, όπως υποδεικνύεται στην απόφαση του ΔΕΕ στη C-367/16 Dawid Piotrowski, σκέψη 61 που αφορούσε το αντίστοιχο άρθρο 15(2) της Απόφασης – Πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου Της Ευρωπαϊκής Ένωσης ημερ.13 Ιουνίου 2002, στην οποία εύστοχα παραπέμπει ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος στο περίγραμμα του:

 

«…επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δυνατότητα αυτή εξακολουθεί να αποτελεί έσχατη λύση, μόνο για τις εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες η δικαστική αρχή εκτελέσεως κρίνει ότι δεν διαθέτει όλα τα αναγκαία τυπικά στοιχεία προκειμένου να εκδώσει επειγόντως την απόφασή της σχετικά με την παράδοση.»

 

Ακόμα όμως και αν κριθεί άκρως απαραίτητο, οι ζητηθείσες διευκρινήσεις, θα πρέπει να διατυπώνονται με σύντομο, περιεκτικό και ξεκάθαρο τρόπο ώστε ανάλογες (κατά το δυνατόν) να είναι και οι διαβιβασθείσες διευκρινήσεις της δικαστικής αρχής (μέσω της κεντρικής αρχής) έκδοσης του ΕΕΣ.  Όταν ζητούνται διευκρινήσεις από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης, θα πρέπει οι πληροφορίες αυτές να διαβιβάζονται από τη δικαστική αρχή έκδοσης (βλ. απόφαση ΔΕΕ στη C-404/15 και C-659/15 Pal Aranyosi & Robert Caldararu - σκέψη 97).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, φρονούμε πως δεν χρειαζόταν να ζητηθούν στην έκταση που ζητήθηκαν, οι διευκρινήσεις ως διατυπώνονται στο πρακτικό ημερ.20.12.2023. Με τις λίγες, αλλά ουσιαστικές διευκρινήσεις που δόθηκαν από τις γερμανικές αρχές με το ηλεκτρονικό τους μήνυμα ημερ.29.12.2023, συμπληρώθηκαν όλα τα στοιχεία που ήταν απαραίτητα για τη λήψη απόφασης.

 

Σε καμία περίπτωση μπορεί να λεχθεί ότι οι γερμανικές αρχές αγνόησαν το αίτημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν απάντησαν, ότι ενήργησαν κακόπιστα, ότι καταχράστηκαν με οποιονδήποτε τρόπο τη δικαστική διαδικασία ή ακόμα ότι αποπειράθηκαν να χειραγωγήσουν τη δικαστική διαδικασία. Η όποια παράλειψη δεν μπορεί παρά να οφείλεται σε παρανόηση ή παραδρομή, στοιχεία συνήθη όπου παρεμβάλλεται μετάφραση από μια γλώσσα σε άλλη. Το σημαντικό είναι πως δεν παρέμεινε οποιοδήποτε ουσιώδες ζήτημα αδιευκρίνιστο ή σε συσκότιση. Οι διευκρινήσεις που δεν δόθηκαν ή/και τα έγγραφα που δεν αποστάλθηκαν/μεταφράστηκαν, ουδόλως έχουν επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα του εφεσείοντος. Συναφώς, η αχρείαστη επέκταση του διευκρινιστικού αιτήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ.20.12.2023, ουδόλως επηρεάζει την κατ’ τα άλλα ορθή διαπίστωση του για εκπλήρωση των νόμιμων προϋποθέσεων εκτέλεσης του ΕΕΣ, ως διατυπώνεται ειδικά στις σελ. 30-31 της πρωτόδικης απόφασης.            

 

        Υπό μορφή παρένθεσης - μιας και το θέμα τέθηκε ακροθιγώς κατά την ακρόαση από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος – σημειώνουμε, ότι ασχέτως του αν είναι διακριτική ευχέρεια ή υποχρέωση ως δικαστήριο τελικού βαθμού που έχει το εφετείο (κάτι που δεν αποφαινόμαστε), δεν διαπιστώνουμε ανάγκη παραπομπής νομικού ερωτήματος προς το ΔΕΕ για τη λήψη προδικαστικής απόφασης σε σχέση με παραβίαση του άρθρου 15 (2) της Απόφασης – Πλαίσιο από τις γερμανικές αρχές. Όπως προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε, δεν υπήρξε παραβίαση υπό την έννοια της πλήρους σιωπής και εν πάση περιπτώσει, τα όποια στοιχεία δεν δόθηκαν/διευκρινίστηκαν δεν ήταν απαραίτητα για τη λήψη απόφασης για την εκτέλεση του ΕΕΣ.

 

        Οι λόγοι έφεσης 4 και 5 απορρίπτονται. 

 

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται. 

 

Διατάσσεται όπως ακολουθηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 29(1) του Νόμου 133(Ι)/2004. Ο εφεσείων στο μεταξύ θα παραμείνει υπό κράτηση.

 

Ο αρμόδιος πρωτοκολλητής εντέλλεται να κοινοποιήσει την παρούσα απόφαση στην αρμόδια αρχή της Γερμανίας που εξέδωσε το επίδικο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.

 

 

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛIΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο