ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                

                                                          (Ποινική Έφεση Αρ.: 1/24)

 

2 Φεβρουαρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

                                  Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                      Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Α. Χρίστου με Μ. Καζάκο, για Α. Χρίστου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα

Ξ. Ξενοφώντος (κα) με M. Αντωνίου, για Γενικόν Εισαγγελέα,
για Εφεσίβλητη

Εφεσείων παρών

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Ο Εφεσείων προσβάλλει με ένα λόγο έφεσης την απόφαση του Ε.Δ. Πάφου να διατάξει την κράτησή του μέχρι εμφάνισης στο Κακουργοδικείο στις 5.2.24. Με βάση το κατηγορητήριο, για το οποίο είχε αμέσως πριν παραπεμφθεί, αντιμετωπίζει, όντας ο Κατηγορούμενος 2, αδικήματα συνωμοσίας προς κακούργημα (κατηγορία 1), κατοχής 2.022kg κάνναβης με σκοπό την προμήθεια (κατηγορία 2), απλή κατοχή της εν λόγω ποσότητας (κατηγορία αρ. 5), αμελούς οδήγησης (κατηγορία 11) και εγκατάλειψης τόπου ατυχήματος (κατηγορία 12). Άλλο πρόσωπο, το οποίο συγκατηγορείται, ήτοι ο Κατηγορούμενος 1, που αντιμετωπίζει από κοινού με τον ίδιο τις δύο πρώτες ως άνω κατηγορίες και περαιτέρω από μόνος του άλλες κατηγορίες κατοχής κάνναβης, χρήσης κάνναβης, καθώς και έξι κατηγορίες για τροχαία αδικήματα (κατηγορίες 3, 4 και 6 έως 10), έχει επίσης παραπεμφθεί και δεν έφερε ένσταση στην κράτησή του. Το αίτημα κράτησης και για τους δύο είχε στηριχθεί τόσο στον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων όσο και στον κίνδυνο φυγοδικίας.

 

      Σε σχέση με τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων, για τον Εφεσείοντα προβλήθηκε η ύπαρξη δύο εκκρεμών υποθέσεων. Αφενός της υπ' αρ. 535/22 στην οποία ενσωματώθηκαν τρεις φάκελοι και συγκεκριμένα (i) για κατοχή 15γρ. κάνναβης επί σκοπώ προμήθειας, καθώς και ζυγαριάς ακριβείας, κατά τις 19.7.18, (ii) για κατοχή 9,35γρ. κοκαΐνης με χρήση και 6,14 γρ. κάνναβης με χρήση κατά τις 9.5.20 και (iii) για κατοχή 0,48γρ. κάνναβης κατά τις 25.3.21. Αφετέρου της υπ' αρ. 7557/23 για κλοπή προϊόντων κατά τις 4.11.12. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα κράτησης στη βάση αυτού του κινδύνου (νέων αδικημάτων) επισημαίνοντας ότι από το σοβαρό αδίκημα του 2018 είχαν παρέλθει 5 έτη, τα άλλα αφορούσαν χρήση, ενώ από τη φερόμενη κλοπή είχαν παρέλθει 11 έτη, με αποτέλεσμα να μην μπορούσε να καταλήξει ότι το ιστορικό του Εφεσείοντος κατεδείκνυε τάση και ροπή.

 

      Σε σχέση με τον κίνδυνο φυγοδικίας και αφού παρέθεσε τις σχετικές αρχές, ο πρωτόδικος Δικαστής εξέτασε το μαρτυρικό υλικό και διαπίστωσε ότι υπήρχε ορατή πιθανότητα καταδίκης. Το υλικό αυτό αναφέρεται στο ότι στις 19.12.23 η Αστυνομία έλαβε πληροφορία πως ο Εφεσείων θα παραλάμβανε ναρκωτικά και πως χρησιμοποιούσε το μαύρο αυτοκίνητο μάρκας BMW υπ' αρ. εγγρ. NZE …. και το μαύρο σκούτερ μάρκας Yamaha υπ' αρ. εγγρ. MKN …. Στο πλαίσιο διακριτικής παρακολούθησης ο Αν. Λοχ. …. τον είδε κατά την εν λόγω ημερομηνία να αναχωρεί από την μπυραρία του στη Χλώρακα και να φτάνει σε συγκεκριμένη πιτσαρία. Ο Αστ. …. που ήταν εκεί αναγνώρισε τον Εφεσείοντα, τον οποίο είδε να σταματά ενώ την ίδια στιγμή ένα μαύρο σκούτερ τον προσέγγισε και αφού οι δύο οδηγοί συνομίλησαν (πλάι‑πλάι) για κάποια δευτερόλεπτα αναχώρησαν μαζί, με προπορευόμενο το αυτοκίνητο του Εφεσείοντος και υπό την παρακολούθηση μελών της Αστυνομίας. Φθάνοντας στη Λέμπα ο Εφεσείων σταμάτησε κάπου αριστερά και ακριβώς δίπλα από το παράθυρο του οδηγού σταμάτησε το σκούτερ. Οι αστυφύλακες έλαβαν οδηγίες για ανακοπή και έρευνα.

 

      Στο σημείο αυτό ο Αστ. …. έθεσε τον φάρο του οχήματος του σε λειτουργία και καθώς προχωρούσε αντιλήφθηκε τον οδηγό του σκούτερ να προτάσσει ένα πλαστικό σακούλι προς τον Εφεσείοντα ο οποίος άπλωσε το χέρι να το παραλάβει. Η ανακοπή επιτεύχθη αλλά ο Εφεσείων κινήθηκε με όπισθεν συγκρουόμενος με το (υπηρεσιακό) όχημα του Αστ. …. και έφυγε ενώ παράλληλα ο οδηγός του σκούτερ έριξε το σακούλι και το σκούτερ, τρεπόμενος επίσης σε φυγή προς παρακείμενο ελαιώνα, όπου τον εντόπισε και συνέλαβε ο Αστ. …. διαπιστώνοντας ότι πρόκειται για τον μετέπειτα Κατηγορούμενο 1 στην υπόθεση. Αυτός σε κατάθεσή του εξήγησε ότι ανέλαβε έναντι αμοιβής να μεταφέρει και παραδώσει τα ναρκωτικά στον άγνωστό του με το μαύρο BMW, στη βάση διαδρομής η οποία του είχε σταλεί σε τηλεφωνική εφαρμογή (WhatsApp). Πέραν αυτών, το Δικαστήριο σημείωσε πως με βάση το μαρτυρικό υλικό (Τεκμήριο 1) ο Εφεσείων είχε μεταγενέστερα μεταβεί στην Αστυνομία, συνοδευόμενος από τον δικηγόρο του και δη, στις 22.12.23, οπότε και συνελήφθη βάσει εντάλματος το οποίο είχε εν τω μεταξύ εκδοθεί και εκκρεμούσε.

 

      Οι σχετικές αρχές στη βάση των οποίων εξετάζεται αίτημα κράτησης σε σχέση με τον κίνδυνο φυγοδικίας είναι πολύ καλά γνωστές. Τις είχαμε παραθέσει στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Νίκου, Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.23 και δεν κρίνουμε ότι απαιτείται εδώ η επανάληψή τους. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τη σοβαρότητα των αδικημάτων, την αυστηρότητα των τυχόν επιβληθησομένων ποινών και την ορατή πιθανότητα καταδίκης δεν αμφισβητείται. Ό,τι προβάλλεται με τον μοναδικό λόγο έφεσης είναι πως το Δικαστήριο εσφαλμένα διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντος υπό το φως των προσωπικών του περιστάσεων και της αυτόβουλης παρουσίας του στην Αστυνομία.

 

      Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν τους δεσμούς του με τη Δημοκρατία, καθώς και τις προσωπικές του συνθήκες, ήτοι το ότι πρόκειται για Κύπριο πολίτη, ότι διαμένει παιδιόθεν στη Δημοκρατία, ότι διαθέτει δύο επιχειρήσεις (μπυραρίας και περιπτέρου), ότι αναλαμβάνει τη φροντίδα των ηλικιωμένων γονέων του, ότι είναι ιδιοκτήτης οικίας και χωραφιού και ότι μπορούσε να παράσχει οποιαδήποτε εγγύηση διέτασσε το Δικαστήριο.

 

      Δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση. Πρόκειται για στοιχεία τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο εξαρχής κατέγραψε στην απόφασή του και ευλόγως εκτιμάται ότι ήταν υπ' όψιν του, έστω και αν σε άλλο σημείο δεν τα επανέλαβε όλα επί λέξει. Όπως έχουμε τονίσει πρόσφατα για παρόμοιες εισηγήσεις στην υπόθεση Τζιοβάννη κ.α v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 252/23, ημερ. 18.1.24:

 

        «...το γεγονός ότι κάποιος είναι Κύπριος και διαμένει στην Κύπρο, έχοντας εδώ το κέντρο των οικονομικών και οικογενειακών του δραστηριοτήτων λαμβάνεται μεν υπόψιν αλλά δεν σημαίνει πως αφήνεται άνευ ετέρου ελεύθερος (Βύρωνος ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 454). Ούτε βέβαια η οικονομική δυνατότητα ενός ατόμου, για παροχή εγγυήσεων, επενεργεί απαρέγκλιτα ως ασπίδα για την υπερφαλάγγιση της σοβαρότητας των αδικημάτων τα οποία αντιμετωπίζει ώστε να αποδυναμώνεται ο κίνδυνος φυγοδικίας (Memic κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 81/19 κ.α., ημερ. 16.7.19, ECLI:CY:AD:2019:B314, Diab v. Γενικός Εισαγγελέας, Ποιν. Έφ. Ε151/19, ημερ. 13.8.19). Άλλωστε, όπως έχει νομολογηθεί εκείνο που αποκτά σημασία σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι η τυχόν απουσία δεσμών με την Κύπρο και όχι οι δεσμοί ενός Κύπριου με τον τόπο του, οι οποίοι δεν θα σχολιάζονταν ιδιαίτερα, όπως έχει λεχθεί στην Μωυσίδης ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 138».

 

      Είναι υπό το πνεύμα των πιο πάνω αρχών που το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς υπέδειξε πως τόσο οι προσωπικές του περιστάσεις όσο και οι δεσμοί του με την Κύπρο, καθώς και η οικονομική του δυνατότητα για κατάθεση μετρητών (€20.000) δεν μπορούσαν να υπερφαλαγγίσουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων και να εξαλείψουν τον κίνδυνο φυγοδικίας. Το ερώτημα που έθεσε το Δικαστήριο ήταν κατά πόσον οι προσωπικές συνθήκες ήταν ικανές να ανατρέψουν τη σκέψη στον Εφεσείοντα να μην εμφανιστεί ή εάν ήταν ευλόγως πιθανόν να θελήσει να φυγοδικήσει (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Σιδερένιος κ.α. (2008) 2 Α.Α.Δ. 319, Ύψου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 101/22, ημερ. 31.5.22) και ήταν εντός αυτού του πλαισίου που υπέδειξε ότι εν προκειμένω ο Εφεσείων είναι άγαμος, 42 ετών, άτεκνος και συμβιώνει με γυναίκα από την Πολωνία. Υπενθυμίζοντας και την άλλη αρχή ότι όσο πιο σοβαρή είναι η τυχόν επιβληθησομένη ποινή τόσο πιο δυνητικά πραγματοποιήσιμος είναι ο κίνδυνος διαφυγής, για να καταδείξει ότι ήταν και πάλι εντός αυτού του πλαισίου που είχε συνυπολογίσει όλα όσα είχαν τεθεί ενώπιόν του σε σχέση με τις προσωπικές συνθήκες του Εφεσείοντος (Κρασοπούλης κ.α. v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450). Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον χειρισμό στον οποίο προέβη ο πρωτόδικος Δικαστής.

 

      Το δεύτερο ζήτημα, αυτό της οικειοθελούς παρουσίασης στην Αστυνομία κατά την τρίτη ημέρα μετά το συμβάν, αποτέλεσε επίσης αντικείμενο εισήγησης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με παραπομπή στην υπόθεση Παρασκευά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607. Εκεί ο κατηγορούμενος είχε έρθει από το εξωτερικό όταν πληροφορήθηκε πως η Αστυνομία ερευνούσε υπόθεση ναρκωτικών η οποία τον αφορούσε και η σημασία του γεγονότος αυτού δεν αξιολογήθηκε από το παραπέμψαν Δικαστήριο. Το Εφετείο ακύρωσε την κράτηση διότι η στάση του εφεσείοντα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ενδεικτική της πρόθεσης του να εμφανιστεί στο Δικαστήριο. Στην παρούσα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να εξετάσει. Διαφώνησε με την εισήγηση. Έκρινε  πως η περίπτωση διαφοροποιείτο από την Παρασκευά (ανωτέρω) και εντόπισε ομοιότητες με άλλη νομολογία και δη με την υπόθεση Νικήτα κ.α. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 54. Πράγματι στην τελευταία αυτή υπόθεση είχαν εντοπιστεί διαφοροποιητικά στοιχεία τα οποία όντως ενυπάρχουν και στην παρούσα. Είχαν λεχθεί εκεί τα εξής:

 

        «Ούτε το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 4 παραδόθηκε από μόνος του στην Αστυνομία εξουδετέρωνε τον κίνδυνο που είχε να εκτιμήσει το Κακουργιοδικείο. Τα γεγονότα της Παρασκευά ν. Αστυνομίας, (πιο πάνω), στην οποία ο συνήγορός του παρέπεμψε, καίτοι είναι πανομοιότυπα ως προς τη φύση των αδικημάτων, διαφοροποιούνται ως προς τις συνθήκες παράδοσης στην Αστυνομία.  Στην υπόθεση εκείνη, ο κατηγορούμενος, ενώ βρισκόταν στο εξωτερικό, επέστρεψε και έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση της Αστυνομίας, όταν πληροφορήθηκε ότι διεξαγόταν έρευνα για σοβαρή υπόθεση ναρκωτικών που τον αφορούσε. Εδώ, εναντίον του κατηγορουμένου 4 εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης, μετά που αυτός αναγνωρίστηκε από αστυνομικό στη σκηνή και, συνεπώς, οι δυνατότητες διαφυγής του ήταν περιορισμένες».

 

      Στην παρούσα περίπτωση έχουμε παρατηρήσει, μελετώντας τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας (σ. 11 επ.) ότι εκ μέρους του Εφεσείοντος είχε τεθεί η θέση ότι ο ίδιος ήταν στη σκηνή της ανακοπής και έφυγε (κατευθυνόμενος προς το χωράφι το οποίο διατηρεί λίγο πιο κάτω) επειδή δεν υπήρχαν φάροι στο (αστυνομικό) όχημα, ως ισχυρίζεται η Αστυνομία. Σε άλλο σημείο βέβαια και πάλι εκ μέρους του (σ. 13) τέθηκαν ερωτήματα ως προς το πώς προκύπτει ότι ήταν ο Εφεσείων εντός του αυτοκινήτου BMW δικής του ιδιοκτησίας. Ενώπιον μας προωθήθηκε αυτή η τελευταία θέση ως υπόβαθρο περί του ότι χωρίς ο Εφεσείων να γνωρίζει ή να έχει οποιαδήποτε σχέση με κάτι επιλήψιμο, όταν έμαθε από τους γονείς του ότι η Αστυνομία τον είχε αναζητήσει στο πατρικό του τότε αυτός οικειοθελώς πήγε στην Αστυνομία, χωρίς να ξέρει για ποιο λόγο τον έψαχναν, ενώ εάν ήθελε να διαφύγει τότε ο χρόνος των τριών ημερών (19.12-22.12) ήταν αρκούντως ικανοποιητικός για να το πράξει. Από την άλλη υπήρξε και εισήγηση ότι αφού ήταν στη σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ήταν το πρόσωπο που αναγνωρίστηκε και άρα γνώριζε τότε σημαίνει εξ αντιδιαστολής ότι και ο Εφεσείων γνώριζε όταν έθεσε εαυτόν στη διάθεση της Αστυνομίας. Άρα κατά την εισήγηση, σε αυτή την περίπτωση, έπρεπε να του πιστωθεί το ότι πήγε στην Αστυνομία εν γνώσει του.

 

      Ασφαλώς σε ένα τέτοιο στάδιο δεν θα εμπλακούμε σε όλες αυτές τις σκέψεις και νοητικές διεργασίες, ιδιαίτερα όταν αυτές άπτονται υπερασπίσεων που ενδεχομένως θα προωθηθούν (ως δηλώθηκε πρωτοδίκως). Όμως από την άλλη δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ότι ένα πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνει καθηκόντως τα ζητήματα αυτά στη βάση του μαρτυρικού υλικού που έχει ενώπιον του και όχι στη βάση των πιθανών υπερασπίσεων που ενδεχομένως να προβληθούν ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστηρίου υπό την αίρεση πάντοτε ζητημάτων αποδεκτότητας και αξιοπιστίας στα οποία σε αυτό το στάδιο δεν υπεισέρχεται το Δικαστήριο (βλ. Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135).

 

      Εδώ η μαρτυρία ήταν ότι υπήρχε πληροφορία πως ο Εφεσείων, με συγκεκριμένα οχήματα ιδιοκτησίας του, θα εμπλακεί σε διακίνηση ναρκωτικών και περαιτέρω άλλη μαρτυρία ότι αυτός αναγνωρίστηκε από μέλος της Αστυνομίας ως ο οδηγός του οχήματος του τόσο κατά τη διαδρομή όσο και στη σκηνή εντοπισμού των επίδικων ναρκωτικών κατά την προσπάθεια παραλαβής τους. Δεν μπορούσε λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο να παραγνωρίσει τη μαρτυρία αυτή και πολύ ορθώς τη συνεκτίμησε, παραλληλίζοντας την περίπτωση με την υπόθεση Νικήτα (ανωτέρω) παρά με την υπόθεση Παρασκευά (ανωτέρω). Κρίθηκε λοιπόν ως πρόσωπο το οποίο, βάσει του υπάρχοντος μαρτυρικού υλικού είχε αναγνωριστεί, είχε πλέον περιορισμένες δυνατότητες διαφυγής και η εμφάνιση οικειοθελώς στην Αστυνομία τρεις ημέρες μετά και αφού είχε μάθει για την αναζήτηση του δεν μπορούσε παρά να ιδωθεί εντός αυτού του πλαισίου και ως μη έχουσα τη δυναμική εξάλειψης του κινδύνου φυγοδικίας. Άλλωστε στη βάση του ίδιου μαρτυρικού υλικού ο ίδιος φέρεται να είχε κτυπήσει με όπισθεν το υπηρεσιακό όχημα, που είχε ανάψει φάρους και τούτο φέρεται να το έπραξε στην προσπάθεια του να φύγει από τη σκηνή. Όπως έχουμε τονίσει ξανά το γεγονός ότι κάποιος έχει λευκό μητρώο και έχει παρουσιαστεί αυτοβούλως στην Αστυνομία δεν δικαιολογεί το επιχείρημα ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα (βλ. Χριστοφόρου κ.α. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 415). Δεν συμφωνούμε δε, ότι η παρούσα είναι μια από τις περιπτώσεις που έχει ασκηθεί λανθασμένα η διακριτική ευχέρεια.

 

      Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                  X.B. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 


                                                                  Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                                  Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο