ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 117/2023)

 

20 Φεβρουαρίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ,

                                                                                                            Εφεσείουσα,

v.

 

M. I.

                                                                                                          Εφεσίβλητου.

 

--------------------

 Α. Αχιλλέως (κα) & Π. Χαραλάμπους (κα) εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της        Δημοκρατίας, για Εφεσείουσα.

N. Xαραλαμπίδου (κα), για Ν. Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσίβλητο.

--------------------

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του  Δικαστηρίου θα δοθεί  

από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

 

 

-----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ. : Περί την 21.8.2019, ο Εφεσίβλητος/Αιτητής υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου αίτηση για διεθνή προστασία. 

 

Στο πλαίσιο συνέντευξής του ημερ. 15.5.2020 με την Υπηρεσία Ασύλου, ο Εφεσίβλητος/Αιτητής είχε ερωτηθεί κατά πόσο στη χώρα καταγωγής του ανήκε σε ένοπλες ομάδες και το αρνήθηκε. 

 

Με επιστολή της ημερ. 29.5.2020 προς τον Εφεσίβλητο/Αιτητή, η Υπηρεσία Ασύλου τον ενημέρωσε ότι απέρριψε την αίτησή του σε σχέση με το καθεστώς πρόσφυγα και ότι του χορήγησε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, πλην όμως (ταυτόχρονα) τον απέκλεισε από αυτό το τελευταίο καθεστώς δυνάμει του Άρθρου 5(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων διότι -σύμφωνα με διαβαθμισμένες πληροφορίες- υπήρχαν σοβαροί λόγοι ο Εφεσίβλητος/Αιτητής να θεωρείται ως κίνδυνος στην κυπριακή κοινωνία ή για την ασφάλεια της Δημοκρατίας.

 

Ο Εφεσίβλητος/Αιτητής καταχώρησε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου την Προσφυγή Αρ. ΔΔΠ 974/2020 κατά της προαναφερόμενης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 29.5.2020.

Στο πλαίσιο εκδίκασης της άνω Προσφυγής, η Εφεσείουσα/Καθ’ης η αίτηση καταχώρησε ένσταση μέσω της οποίας κοινοποιήθηκαν στον δικηγόρο του Εφεσίβλητου/Αιτητή -

 

(α) αντίγραφο της επιστολής ημερ. 21.8.2019 της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αστυνομίας Κύπρου, προς τον Αναπληρωτή Διευθυντή Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («εφεξής ο Διευθυντής»), κατά την οποία «ο αλλοδαπός εντοπίζεται σε βάσεις δεδομένων που αφορούν θέματα τρομοκρατίας άλλων συνεργαζόμενων χωρών ως ύποπτος για θέματα τρομοκρατίας με επιχειρησιακή δράση»·

 

(β) αντίγραφο της (προπαρασκευαστικής και ενδοϋπηρεσιακής) εισηγητικής έκθεσης της Υπηρεσίας Ασύλου ήμερ. 18.5.2020 κατά την οποία ο Εφεσίβλητος/Αιτητής θα έπρεπε να αποκλειστεί στη βάση του Άρθρου 5(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (το οποίο διαφορετικά θα εδικαιούτο) διότι «θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν οι πληροφορίες οι οποίες έχουν διαβιβαστεί στην Υπηρεσία Ασύλου από την ΥΑΜ και οι οποίες βρίσκονται ως απόρρητες στο φάκελο στο φάκελο [….] και κάνουν αναφορά στον αιτητή ως ύποπτο άτομο το οποίο εμπλέκεται ή έχει ανάμειξη σε ισλαμικές τρομοκρατικές οργανώσεις, παρουσιάζοντας τεκμηριωμένα στοιχεία για την εμπλοκή του ΑΑ σε θέματα τρομοκρατίας».

 

Παρά την άνω ενημέρωσή του, ο Εφεσίβλητος/Αιτητής υπέβαλε στο πρωτόδικο Δικαστήριο αίτηση για αποκάλυψη εγγράφων, επιδιώκοντας στην ουσία να έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες (περιλαμβανομένων των διαβαθμισμένων) στις οποίες η Υπηρεσία Ασύλου βασίστηκε για να τον αποκλείσει από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας βάσει του Άρθρου 5(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων.

 

Η Εφεσείουσα/Καθ’ης η αίτηση ενέστη στην αίτηση, προβάλλοντας τους εξής λόγους:

(α) ότι ο Εφεσίβλητος/Αιτητής κατεχράσθη τις δικαστικές διαδικασίες, διότι υπέβαλε την ίδια αίτηση, αφενός, στο πλαίσιο της Προσφυγής Αρ. ΔΔΠ 209/2019 δια της οποίας προσέβαλε το εναντίον του διάταγμα κράτησης το οποίο εκδόθηκε την 21.8.2019 (μόλις, δηλαδή, ο Εφεσίβλητος/Αιτητής υπέβαλε την αίτηση διεθνούς προστασίας) από τον Διευθυντή στη βάση του Άρθρου 9ΣΤ των περί Προσφύγων Νόμων για λόγους προστασίας της εθνικής ασφάλειας· και, αφετέρου, στο πλαίσιο της Πολιτικής Αίτησης Αρ. 49/2020 δια της οποίας ο Εφεσίβλητος/Αιτητής αιτήθηκε την έκδοση προνομιακού εντάλματος habeas corpus προς διακήρυξη ως παράνομης της -συνέπεια του προαναφερόμενου διατάγματος- κράτησής του· υπόψιν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την άνω αίτηση στο πλαίσιο της Προσφυγής Αρ. ΔΔΠ 209/2019, με την ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 13.11.2019, το δε Ανώτατο Δικαστήριο, με την ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 16.7.2020, απέρριψε επίσης των ενώπιόν του αίτηση δηλώνοντας ότι η τελευταία συνιστούσε κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας και παράβασης του δεδικασμένου της προηγηθείσας ενδιάμεσης απόφασης ημερ. 13.11.2019·

(β) η τυχόν αποδοχή της αίτησης θα συνιστούσε παράβαση του δεδικασμένου το οποίο απορρέει από την προαναφερόμενη ενδιάμεση απόφαση ημερ. 13.11.2019 του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Προσφυγή ΔΔΠ Αρ. 209/2019·

 

(γ) η τυχόν παροχή πρόσβασης του Εφεσίβλητου/Αιτητή στα διαβαθμισμένα έγγραφα, στα οποία βασίστηκε η προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, θα διακύβευε την κρατική ασφάλεια, οπότε αυτά θα έπρεπε να αποκαλυφθούν μόνο στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο θα μπορούσε να υποκαταστήσει τον Εφεσίβλητο/Αιτητή στην άσκηση των δικαιωμάτων του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων τους οποίους κατέθεσε ενώπιόν του η Εφεσείουσα/Καθ’ης η αίτηση και, απορρίπτοντας την ένσταση της τελευταίας, με την ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 31.8.2023 χορήγησε στον Εφεσείοντα/Αιτητή πρόσβαση στο (ως επί το πλείστον διαβαθμισμένο) περιεχόμενο του φακέλου (Τεκμήριο 1) επί του οποίου βασίστηκε η Υπηρεσία Ασύλου για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απορριπτική απόφασή της, αλλά όχι στο περιεχόμενο άλλων φακέλων το οποίο συνίστατο σε έγγραφα μεταγενέστερα της έκδοσης της προσβαλλόμενης απορριπτικής απόφασης, καθότι έκρινε ότι ασκεί επί της τελευταίας έλεγχο νομιμότητας και όχι έλεγχο ορθότητας, οπότε τα μεταγενέστερα έγγραφα ήταν άσχετα.  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο χορήγησε πρόσβαση στον Εφεσίβλητο/Αιτητή επί των εγγράφων του Τεκμηρίου 1 κρίνοντας ότι η αποκάλυψή τους δεν θίγει την κρατική ασφάλεια, εκτός των σημείων αυτών των εγγράφων τα οποία αναφέρονται σε τρίτα πρόσωπα, οπότε διέταξε την Εφεσείουσα/Καθ’ης η αίτηση να του αποκαλύψει αυτά τα έγγραφα με διαγραμμένες τις αναφορές και λεπτομέρειες σε τρίτους ώστε το όνομα και τα αφορώντα αυτούς στοιχεία  να μην είναι αναγνώσιμα.

 

Κατά της ως άνω ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταχωρίστηκε ενώπιόν μας τόσο έφεση από πλευράς της Εφεσείουσας/Καθ’ης η αίτηση όσο και αντέφεση από πλευράς του Εφεσίβλητου/Αιτητή.

 

Βάσει της ενημέρωσης που είχαμε από τους διάδικους, το πρωτόδικο Δικαστήριο (πολύ ορθά) ανέστειλε την ισχύ της εφεσιβαλλόμενης ενδιάμεσής του απόφασης, εν αναμονή της δικής μας απόφασης.

 

Η Έφεση:

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα/Καθ’ης η αίτηση υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση της περί του ότι ο Εφεσίβλητος/Αιτητής καταχράστηκε τις δικαστικές διαδικασίες, αφού η περί αποκάλυψης εγγράφων αίτησή του είχε επαναληφθεί σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία.

Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται εσφαλμένος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους: 

 

Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως δεδικασμένο εγείρεται εφόσον, σωρευτικά, υπάρχει ταύτιση διαδίκων, ιδιότητάς τους και επίδικων θεμάτων (Δημοκρατία κ.α. ν. Κούλουμου κ.α., (2010) 3 Α.Α.Δ. 293) και, πως εν προκειμένω, οι άνω προϋποθέσεις δεν επληρούντο διότι η Προσφυγή Αρ. ΔΔΠ 209/2019 προσέβαλε -εν συγκρίσει με τη διοικητική απόφαση που προσβάλλεται ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. ΔΔΠ 974/2020- θεματικά διακριτή διοικητική πράξη εκδιδόμενη από διακριτή διοικητική αρχή.

 

Κατά τον δεύτερο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι-

(α) οι ήδη διαθέσιμες πληροφορίες στον Εφεσίβλητο/Αιτητή ήταν ανεπαρκείς για να του επιτρέψουν να προωθήσει επιτυχώς την Προσφυγή του, και

(β) το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εδύνατο να του παράσχει τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης με το να εξετάσει το ίδιο και εκ μέρους του τα διαβαθμισμένα έγγραφα των σχετικών διοικητικών φακέλων.

 

Απορρίπτουμε  και τον δεύτερο λόγο έφεσης, ομογνωμώντας με το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Κατ’ αρχάς, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στα εχέγγυα της δίκαιης δίκης τα οποία αφορούν ειδικώς τις ένδικες προσφυγές οι οποίες ασκούνται στον τομέα διεθνούς προστασίας ως εκφράζονται στην απόφαση ημερ. 22.9.2022 του ΔΕΕ επί της Υπόθεσης C-159/21 GM, κατά την οποία-

(α) ο προσφεύγων καταρχήν έχει πρόσβαση, όχι μόνο στο σκεπτικό της διοικητικής απόφασης την οποία προσβάλλει, αλλά και σε όλα τα στοιχεία επί των οποίων αυτή η απόφαση ερείδεται και τα οποία τίθενται στη διάθεση του εκδικαζόντος Δικαστηρίου ώστε να δύναται να τοποθετηθεί ενώπιόν του επί των στοιχείων αυτών (σκέψεις 47-49)·

(β) εντούτοις, το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντα στον διοικητικό φάκελο δεν είναι απόλυτο, αλλά αντιθέτως μπορεί να περιοριστεί από το Δικαστήριο, σταθμίζοντας το δικαίωμα του προσφεύγοντα (το οποίο συνιστά έκφανση του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη του οποίου απολαύει ενώπιον του Δικαστηρίου) με το συμφέρον της Διοίκησης να προστατεύσει την εθνική ασφάλεια δια της μη αποκάλυψης ευαίσθητων πληροφοριών (σκέψη 50)·

(γ) στο πλαίσιο αυτής της στάθμισης, είναι δυνατή η μη αποκάλυψη στον προσφεύγοντα στοιχείων του διοικητικού φακέλου, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι τέτοια αποκάλυψη θα διακύβευε κατά τρόπο άμεσο και συγκεκριμένο την εθνική ασφάλεια, μεταξύ άλλων, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή, υγεία ή ελευθερία τρίτων ή αποκαλύπτοντας τις ειδικές μεθόδους έρευνας των εθνικών αρχών ασφαλείας· εντούτοις, σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο μεριμνά για τη γνωστοποίηση στον προσφεύγοντα (ή στο νομικό του σύμβουλο) τουλάχιστον του ουσιαστικού περιεχομένου των λόγων επί των οποίων ερείδεται η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση και του ουσιαστικού περιεχομένου των καθοριστικών στοιχείων του συναφούς διοικητικού φακέλου (σκέψεις 51-53).

(δ) συνεπώς, η ως άνω ελάχιστη πληροφόρηση, στην οποία δικαιούται πρόσβαση ο προσφεύγοντας, δεν μπορεί να του αποστερηθεί ούτε για λόγους εθνικής ασφάλειας, οπότε τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης δεν ικανοποιούνται με την αποκάλυψη μόνο στο ίδιο το Δικαστήριο των κρίσιμων στοιχείων (σκέψεις 57-59).

 

Ενόψει των ανωτέρω, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι-

(α) ο Εφεσίβλητος/Αιτητής δεν ενημερώθηκε επαρκώς, με το να του γνωστοποιηθεί απλώς πως η Εφεσείουσα/Καθ’ης η αίτηση του καταλογίζει συμμετοχή σε τρομοκρατικές οργανώσεις με επιχειρησιακές φάσεις, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση· και

(β) το δίκαιο της Ευρωπαικής Ένωσης δεν επέτρεπε στο πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει το ίδιο τον ενώπιόν του φάκελο εκ μέρους του Εφεσίβλητου/Αιτητή, χωρίς να παράσχει άμεσα στον τελευταίο (ή στη δικηγόρο του) την ελάχιστη πληροφόρηση την οποία δικαιούται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα/Καθ’ης η αίτηση προβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη κρίση περί του ότι η ίδια απέτυχε να αποδείξει πως η αποκάλυψη διαβαθμισμένων εγγράφων στον Εφεσίβλητο/Αιτητή θα διακύβευε την κρατική ασφάλεια.

Κατ’ αρχάς, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στα γενικά εχέγγυα δίκαιης δίκης ως εκφράζονται στην απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 4.6.2013 επί της Υπόθεσης C-300/11 ZZ, κατά την οποία –

(α) το Δικαστήριο εξετάζει, κατά τρόπο ανεξάρτητο, το βάσιμο της επίκλησης (από πλευράς της καθ’ης η αίτηση) λόγων εθνικής ασφάλειας προς απόκρυψη από τον προσφεύγοντα του πλήρους αιτιολογικού της διοικητικής απόφασης την οποία προσβάλλει, υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο δεν αποδέχεται άνευ ετέρου αυτή την επίκληση και, συνεπώς, εναπόκειται στην καθ’ ης η αίτηση να αποδείξει ενώπιόν του ότι η κρατική ασφάλεια πράγματι θα διακυβεύετο από την αποκάλυψη στον προσφεύγοντα του αιτιολογικού (και των υποστηρικτικών αυτού προπαρασκευαστικών εγγράφων) της δυσμενούς για αυτόν απόφαση την οποία προσβάλλει (σκέψεις 61 και 62)·

(β) αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η κρατική ασφάλεια δεν θα διακυβευόταν από την αποκάλυψη στον προσφεύγοντα του επίμαχου αιτιολογικού, παρέχει τη δυνατότητα στην καθ’ης η αίτηση να το κοινοποιήσει στον προσφεύγοντα και αν δεν το πράξει, το Δικαστήριο κρίνει την ενώπιόν του υπόθεση αγνοώντας αυτά τα στοιχεία (σκέψη 63), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την έκβαση του δικαστικού ελέγχου νομιμότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης·

(γ) αν, αντιθέτως, το Δικαστήριο κρίνει ότι η κρατική ασφάλεια πράγματι αποκλείει την αποκάλυψη του επίμαχου αιτιολογικού στον προσφεύγοντα, περιορίζει στον απολύτως αναγκαίο βαθμό τα μη αποκαλυφθέντα στοιχεία, αποκαλύπτοντας όμως εν πάση περιπτώσει το ουσιαστικό περιεχόμενο των λόγων στους οποίους βασίστηκε η σε βάρος του προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση, ώστε να θιγούν στον μικρότερο δυνατό βαθμό οι αρχές της αντιμωλίας και της εκατέρωθεν ακροάσεως των διαδίκων, που συνιστούν παραμέτρους του δικαιώματος για δίκαιη δίκη το οποίο ο προσφεύγων απολαύει ενώπιον του Δικαστηρίου (σκέψεις 57, 64 και 65)·

(δ) η προρρηθείσα στάθμιση μεταξύ της δίκαιης δίκης και της κρατικής ασφάλειας, από πλευράς του Δικαστηρίου, αφορά το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης και όχι τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων βασίζεται αυτό το αιτιολογικό, όταν η τυχόν αποκάλυψη των αποδεικτικών στοιχείων θα διακύβευε την κρατική ασφάλεια, θέτοντας σε κίνδυνο άτομα ή αποκαλύπτοντας τις μεθόδους έρευνας που χρησιμοποιούνται από τις κρατικές αρχές ασφαλείας (σκέψη 66).

 

Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε, εξ ου και κρίνουμε βάσιμο τον τρίτο λόγο έφεσης για τους εξής λόγους:

 

Εφόσον, ως προαναφέραμε, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιτρέπει, για  λόγους εθνικής ασφάλειας, τον αποκλεισμό του προσφεύγοντα από την πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων ερείδεται το αιτιολογικό της δυσμενούς για αυτόν διοικητικής απόφασης την οποία προσβάλλει, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει κατά πόσο υφίστανται τέτοιοι λόγοι εθνικής ασφάλειας με βάση το ημεδαπό δίκαιο.

 

Κατά το ημεδαπό δίκαιο και δη κατά την παράγραφο 24 του περί Ασφάλειας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών Διατάγματος του 2013 ( Κ.Δ.Π. 410/2013), το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την ενεργή υποχρέωση να αξιολογήσει αυτεπαγγέλτως κατά πόσο η αποκάλυψη διαβαθμισμένου εγγράφου ενδέχεται να βλάψει τα ζωτικά συμφέροντα της Δημοκρατίας ως αυτά περιγράφονται στην παράγραφο 4(2) του ίδιου Διατάγματος

 

Αυτή η αυτεπάγγελτη εξέταση διενεργείται δια της εκ του Δικαστηρίου αντιπαραβολής του διαβαθμισμένου εγγράφου με αυτά τα περιγραφόμενα ζωτικά συμφέροντα και δια της διαμόρφωσης ίδιας κρίσης, έστω και αν η καθ’ης η αίτηση αποτυγχάνει να το υποβοηθήσει επαρκώς με την υποβολή διαφωτιστικών θέσεων.

 

Συνάγεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να διακρίνει ότι βάσει της Υπόθεσης C-300/11 ΖΖ supra, εναπόκειτο στην Εφεσείουσα/Καθ’ ης η αίτηση να αποδείξει τους λόγους κρατικής ασφάλειας για την μη αποκάλυψη στον Εφεσίβλητο/Αιτητή του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Aσύλου, ενώ, βάσει της Κ.Δ.Π. 410/2013, εναπόκειτο στο ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο να αξιολογήσει αυτεπαγγέλτως κατά πόσο η κρατική ασφάλεια διακυβεύεται από την αποκάλυψη στον Εφεσίβλητο/Αιτητή των διαβαθμισμένων εγγράφων που συνιστούν τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία υποστηρίζουν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απορριπτικής απόφασης.

 

Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο Εφεσίβλητος/Αιτητής συνεχίζει να εκπροσωπείται από δικηγόρο η οποία δεν διεξήλθε επιτυχώς τον έλεγχο ασφάλειας στην οποία υποβλήθηκε με δική της πρωτοβουλία από τις κρατικές αρχές δυνάμει του Άρθρου 18δις(2) των περί Προσφύγων Νόμων, η εφεσιβαλλόμενη απόφαση συνεπάγεται την παροχή πρόσβασης στις διαβαθμισμένες πληροφορίες στη δικηγόρο του (αντί άμεσα στον Εφεσίβλητο/Αιτητή), αναιρώντας έτσι την περί αντιθέτου απόφαση των κρατικών αρχών η οποία δεν έχει προσβληθεί ενώπιον Δικαστηρίου και, συνεπώς, συνεχίζει να καλύπτεται από τεκμήριο νομιμότητας και κανονικότητας.

 

Ως προς τούτο, η Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών δεν απαιτεί μόνο από την εκτελεστική εξουσία να ασκεί τις αρμοδιότητές της με τρόπο που δεν θίγει δικαστικές αποφάσεις, αλλά και από τα Δικαστήρια να μην επεμβαίνουν επί διοικητικών αποφάσεων εκτός αν έχουν συναφή δικαιοδοσία η οποία ενεργοποιείται με τον δικονομικά ορθό τρόπο.

 

Τα ανωτέρω καταδεικνύουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πέτυχε την (ομολογουμένως, δύσκολη) εξισορρόπηση του δικαιώματος δίκαιης δίκης του Εφεσίβλητου/Αιτητή με το δικαίωμα (και υποχρέωση) της Εφεσείουσας/Καθ’ης η αίτηση να προστατεύσει την κρατική ασφάλεια.

 

Κατά την ενώπιόν μας επ’ ακροατηρίω συζήτηση, η Εφεσείουσα/Καθ’ης η αίτηση υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να επιλέξει μια πιο ανάλογη και ισόρροπη λύση ως προς την αλληλοπεριχώρηση των δικαιωμάτων αμφότερων των πλευρών, διατάσσοντας την αποκάλυψη στον Εφεσίβλητο/Αιτητή των ουσιωδών λόγων αποκλεισμού του από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας μέσω της εκ της Εφεσείουσας/Καθ’ ης η αίτηση σύνταξης του ουσιαστικού αιτιολογικού (πραγματικού και νομικού) επί του οποίου ερείδετο η προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση και της κοινοποίησης αυτού του αιτιολογικού στη δικηγόρο του Εφεσίβλητου/Αιτητή (ενδεχομένως, μετά την έγκριση του συνταχθέντος κειμένου από το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο ως ορθού και επαρκούς προς αυτό το σκοπό).

 

Όντως, αυτό το επιχείρημα τείνει να ενισχύσει το προαναφερόμενο συμπέρασμά μας περί της μη επίτευξης της απαιτούμενης ισορροπίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, καίτοι δεν είναι η θέση μας στα πλαίσια της παρούσης να προκαταλάβουμε την κρίση του κατά την επικείμενη επανεξέταση του θέματος, μετά τον από πλευράς μας παραμερισμό της εφεσιβαλλόμενης ενδιάμεσης απόφασής του.

 

Ενόψει της επιτυχίας του τρίτου λόγου έφεσης, παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης.

 

Η Αντέφεση:

Ο Εφεσίβλητος/Αιτητής αντεφεσιβάλλει ως εσφαλμένη την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 31.8.2023 του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στην  έκταση κατά την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αχρείαστη την αποκάλυψη σε αυτόν εγγράφων τα οποία έπονται της έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία κρίση διαπνέεται από το (εσφαλμένο) σκεπτικό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διενεργεί έλεγχο νομιμότητας (και όχι ορθότητας) σε σχέση με την προσβαλλόμενη απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Η αντέφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη, για τους εξής λόγους:

 

Στην πρώτη παράγραφο της αιτιολογίας του πρώτου (και μόνου) λόγου αντέφεσης, ο Εφεσίβλητος/Αιτητής δηλώνει ότι «τα αιτητικά για αποκάλυψη εγγράφων στην αίτηση του Αιτητή αφορούσαν έγγραφα τα οποία λήφθηκαν υπόψιν από την Καθ’ης η αίτηση κατά τη λήψη της απόφασής της», παραδεχόμενος έτσι ότι η πρωτόδικη αίτησή του προς αποκάλυψη εγγράφων αφορούσε τα έγγραφα τα οποία λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απορριπτικής απόφασης και όχι τα (μετά του ουσιώδους χρόνου έγγραφα) για την μη αποκάλυψη των οποίων τώρα παραπονείται ενώπιόν μας.

 

Αφού λοιπόν, με την ενδιάμεση απόφασή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποίησε πλήρως την ενώπιόν του αίτηση του Εφεσίβλητου/Αιτητή (εξ ου και ο τελευταίος δεν αντεφεσιβάλλει το μέρος αυτής της απόφασης που αποφαίνεται υπέρ του), ο Εφεσίβλητος/Αιτητής στερείται έννομου συμφέροντος να παραπονείται για το ότι δεν έλαβε κάτι πέραν αυτού που αιτήθηκε και, ως γνωστόν, οι λόγοι έφεσης (και αντέφεσης) επιβάλλεται να προσβάλλονται μετ’ έννομου συμφέροντος (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 9/2019 Δημοκρατία ν. Σπύρου κ.α., απόφαση ημερ. 13.12.2023).

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Η έφεση επιτυγχάνει και η αντέφεση αποτυγχάνει, με επιδικαζόμενα έξοδα 3200 ευρώ, ως κατ’ έφεση και αντέφεση συνολικά έξοδα, υπέρ της Εφεσείουσας/Καθ’ ης η αίτηση και κατά του Εφεσίβλητου/Αιτητή.

 

Η ενδιάμεση απόφαση ημερ. 31.8.2023 του πρωτόδικου Δικαστηρίου (περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα) παραμερίζεται.

 

 

                                                        Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο