ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 125/2019)

     20 Φεβρουαρίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΓΓΕΛΗ

                                                                                                           Εφεσείουσα,

 v.

 

   ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

 

                                                                                                           Εφεσίβλητης.

-------------------

 Α.Σ. Αγγελίδης, για ΑΝΔΡΕΑΣ Σ. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι εφεσείουσας.

 Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την εφεσίβλητη.

-------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:

--------------------

      ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Τα ουσιώδη γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης έχουν ως εξής: Στις 17.12.2012 η εφεσείουσα, με τελευταίο της επάγγελμα, μέχρι τότε, αυτό της σχολικής συνοδού παιδιών με ειδικές ανάγκες, υπέβαλε αίτηση στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής οι «Υπηρεσίες») για λήψη σύνταξης ανικανότητας, συνοδευόμενη από σχετική ιατρική έκθεση από τον θεράποντα ιατρό της. Η εφεσείουσα εξετάστηκε, σχετικά, από Νευροχειρουργικό-Ορθοπεδικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών, το οποίο γνωμάτευσε ότι, η εφεσείουσα ήταν ικανή για άσκηση του επαγγέλματος της γραμματέως και παραγγελιοδόχου, επαγγέλματα, τα οποία, ως η ίδια, κατά την εφεσίβλητη, φέρεται να δήλωσε, είχε ασκήσει στο παρελθόν. Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών (εφεξής ο «Διευθυντής») υιοθέτησε την ανωτέρω γνωμάτευση του εν λόγω Ιατρικού Συμβουλίου και, στις 4.6.2013, απέρριψε την ανωτέρω αίτηση της εφεσείουσας. Εναντίον της εν λόγω απόφασης του Διευθυντή, η εφεσείουσα άσκησε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της τότε Υπουργού Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής η «Υπουργός»), ζητώντας επανεξέταση της αίτησης της. Στα πλαίσια της εν λόγω ιεραρχικής προσφυγής, η εφεσείουσα εξετάστηκε, στις 17.10.2013, από  Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε ότι, η εφεσείουσα είναι ικανή για ελαφρά εργασία με ποσοστό ανικανότητας 75% για το επάγγελμα της συνοδού για παιδιά με ειδικές ανάγκες. Στις 10.12.2013, η εφεσείουσα εξετάστηκε εκ νέου από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο ως προς την ικανότητα της για άσκηση προηγουμένων επαγγελμάτων της, ήτοι αυτών της γραμματέως και παραγγελιοδόχου (βλ. ανωτέρω). Το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο έκρινε την εφεσείουσα ικανή για ελαφρά εργασία σε ποσοστό 75% για την άσκηση των προαναφερόμενων επαγγελμάτων. Στις 5.11.2015, η εφεσείουσα εξετάστηκε, εκ νέου, από Νευροχειρουργικό-Ορθοπεδικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών, το οποίο γνωμάτευσε ότι, η εφεσείουσα είναι ανίκανη για εργασία ως συνοδός παιδιών με ειδικές ανάγκες, αλλά ικανή για εργασία ως γραμματέας/παραγγελιοδόχος. Ο Διευθυντής, υιοθετώντας την προαναφερόμενη ιατρική γνωμάτευση τερμάτισε, την 1.7.2016, την παροχή σύνταξης ανικανότητας στην εφεσείουσα. Η εφεσείουσα, με επιστολή της ημερομηνίας 20.7.2016, άσκησε ιεραρχική προσφυγή εναντίον της εν λόγω απόφασης του Διευθυντή ενώπιον της Υπουργού.

 

Στα πλαίσια εξέτασης της προαναφερθείσας ιεραρχικής προσφυγής, η εφεσείουσα εξετάστηκε, στις 27.10.2016, από  Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε ότι, η εφεσείουσα είναι ικανή για εργασία. Ακολούθησε η σχετική απόφαση της Υπουργού, με την οποία αυτή απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή της εφεσείουσας, με το σκεπτικό ότι, με βάση τα ενώπιον της στοιχεία η εφεσείουσα δεν διαπιστώθηκε να είναι ανίκανη για εργασία. Εναντίον της εν λόγω απόφασης, η εφεσείουσα άσκησε την Προσφυγή Αρ. 1415/2016 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, η οποία, με σχετική δικαστική απόφαση ημερομηνίας 24/6/2019 απορρίφθηκε. Η εφεσείουσα εφεσίβαλε με την υπό εξέταση έφεση την εν λόγω δικαστική απόφαση.

 

Ως πρώτο λόγο έφεσης της, η εφεσείουσα κατέγραψε τα εξής:

 

«1. Λόγος Έφεσης 1

 

 

Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση ημερομηνίας 20.7.2016 για τερματισμό της καταβολής της σύνταξης αναπηρίας της αιτήτριας λήφθηκε νόμιμα και από αρμόδιο όργανο γιατί δήθεν η λειτουργός που έλαβε την απόφαση είχε εξουσιοδότηση από το διευθυντή σύμφωνα με το έγγραφο ημερομηνίας 13.6.2013 (παράρτημα Γ στην αγόρευση των Καθ’ ων η Αίτηση) και άρα μπορούσε να κρίνει τελικά η ίδια από μόνη της.»

 

Δεν απαιτείται να παρατεθεί και η αιτιολογία του πιο πάνω λόγου εφέσεως. Ο εν λόγω λόγος έφεσης δεν μπορεί να τύχει εξέτασης από το Εφετείο. Ούτε  καν έπρεπε, υποδεικνύουμε, να τύχει εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό διότι, για να υπάρχει, σύμφωνα με τη νομολογία επί του θέματος, η δυνατότητα εξέτασης του από το Δικαστήριο, έπρεπε να είχε εγερθεί από την πλευρά της εφεσείουσας ήδη κατά τη διαδικασία της διοικητικής αναθεώρησης μέσω της ιεραρχικής προσφυγής της ενώπιον της Υπουργού. Αυτό σαφέστατα η εφεσείουσα δεν το έπραξε με τη σχετική επιστολή της ημερομηνίας 20.7.2016, αλλά απαραδέκτως το έθεσε πρώτη φορά στην Προσφυγή Αρ. 1415/2016 (βλ. Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 342,  Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 3/2020  ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ v. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, απόφαση ημερομηνίας 28.12022, Προσφυγή Αρ. 118/2012 ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, απόφαση (μονομέλειας) ημερομηνίας 1.8.2014, Προσφυγή Αρ. 547/2011 ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, απόφαση (μονομέλειας) ημερομηνίας 24.1.2013, Προσφυγή Αρ. 685/2012 Galina Bindiouk v. Δημοκρατίας, απόφαση (μονομέλειας) ημερομηνίας 23.4.2013).

 

Η σχετική δικονομική αρχή αναφέρεται και στο ακόλουθο απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, εκεί σελ. 271:

«Ενίοτε υπάρχουν και λόγοι απαραδέκτως προβαλλόμενοι το πρώτον κατά την ακυρωτική διαδικασίαν: 1585 (55) [βλ. σχετικήν και 1313 (46), ένθα λόγος μη προβληθείς κατ΄ ένστασιν ή αναθεώρησιν εθεωρήθη απαραδέκτως προβαλλόμενος το πρώτον ενώπιον του ΣΕ.]»

 

Στην ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (supra) στην οποία και πάλιν είχε τεθεί ετεροχρονισμένα θέμα αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος σε πρώτο βαθμό, απόφαση εναντίον της οποίας ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή, λέχθηκαν, χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:

 

«Περαιτέρω, ορθώς η Δημοκρατία λέγει ότι κατά την ιεραρχική προσφυγή ουδόλως τέθηκε τέτοιο ζήτημα και έτσι δεν μπορεί να τεθεί διά της προσφυγής νεοφανώς, (Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 342), ενώ ο αιτητής δεν μπορεί να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει ταυτόχρονα την όλη διαδικασία, από τη στιγμή που ο ίδιος αναζήτησε την παροχή σύνταξης λόγω ανικανότητας, προσφεύγοντας δε ιεραρχικώς ενώπιον της Υπουργού, ουδέν σχετικό έθεσε, που να αμφισβητούσε τη διαδικασία. Αντίθετα, ο ίδιος ζήτησε την αναθεώρηση της απόφασης του Διευθυντή ημερ. 10.8.2010, στην οποία και έκαμε αναφορά με αποτέλεσμα να μην δύναται να την αμφισβητήσει. Η απόφαση άλλωστε αποτέλεσε τη βάση για την επανεξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, θεωρείται δε ότι καλύπτεται από το τεκμήριο της κανονικότητας και της νομιμότητας.

 

Η Υπουργός δεν είχε κανένα λόγο από μόνη της και χωρίς να τεθεί ενώπιον της ζήτημα, να εξετάσει την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέτασε την απόφαση και η υπόθεση Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314, που μνημονεύει ο αιτητής στην απαντητική του αγόρευση, ουδεμία σχέση έχει εφόσον αφορά την αυτεπάγγελτη εξέταση θεμάτων δημόσιας τάξης από το ίδιο το Δικαστήριο και όχι από διοικητικό όργανο.»

 

Τονίζεται ότι, η άνω νομολογική αρχή δεν διακρίνει μεταξύ των περιπτώσεων, στις οποίες η ιεραρχική προσφυγή συντάσσεται από τον ιεραρχικώς προσφεύγοντα αυτοπροσώπως, από αυτές, στις οποίες συντάσσεται από νομικό σύμβουλο/δικηγόρο του εκ μέρους του, με τρόπο ώστε η πρώτη κατηγορία να τυγχάνει επιεικέστερης δικονομικής μεταχείρισης. Τονίζεται, επίσης, ότι, το γεγονός της (λανθασμένης, βλ. ανωτέρω) ενασχόλησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και, τελικά, απόρριψης του εν λόγω λόγου ακύρωσης περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ουδόλως δίνει οποιοδήποτε δικαίωμα στην εφεσείουσα έγερσης του ως λόγου εφέσεως και εξέτασης του κατ’ έφεση (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Και αυτό, ανεξάρτητα αν δεν εγέρθηκε το ζήτημα από την εφεσίβλητη, αφού το ζήτημα τήρησης των θεσμών είναι δημοσίας τάξεως (βλ. Shalaeva, supra).

 

Συνεπώς, για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν δύναται να εξεταστεί και απορρίπτεται.

 

Όσον αφορά στον δεύτερο λόγο έφεσης και την αιτιολογία αυτού, αυτός έχει ως εξής (τηρουμένης της ορθογραφίας, συντακτικού και τονισμών του κειμένου):

 

«2. Λόγος Έφεσης 2

 

Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας / Αιτήτριας περί μη τήρησης άρτιων πρακτικών εκ μέρους του Πρωτοβάθμιου και Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου αποφασίζοντας ότι στις εκθέσεις των δύο Ιατρικών που εξέτασαν την Εφεσείουσα/Αιτήτρια καταγράφονται δήθεν, οι εξετάσεις που έγιναν τα ευρήματα και τα συμπεράσματα τους.»

Αιτιολογία

 

ΟΜΩΣ δεν προκύπτει από την Έκθεση του Πρωτοβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου (Παράρτημα 3 στην ένσταση), πότε έγινε η εξέταση της Εφεσείουσας, εάν το Πρωτοβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο συνεδρίασε μία ή δύο φορές, αφού η παράγραφος 7 της ένστασης αναφέρει ότι η εξέταση της Εφεσείουσας έγινε στις 5.11.2015 ενώ στο Παράρτημα 3 αναγράφεται η ημερομηνία 28.1.2016. Όπως δεν καταγράφονται αυτά που το Δικαστήριο έκρινε ως εξετάσεις που έγιναν, ενώ δεν διαπίστωναν εξετάσεις.

 

Παράλληλα ενώ στη σελίδα 12 (8.5) του παραρτήματος 3 υπήρξαν παρατηρήσεις απαγορευτικές προς την Εφεσείουσα όπως: Όχι μακρά ορθοστασία, συχνές επικύψεις, ανυψώσεις, μεταφορές αντικειμένων, αναρριχήσεις κ.λ.π. ΕΝΤΟΥΤΟΙΣ στη σελίδα 10 (§5 και 6)αναφέρεται ότι επιβάλλεται η άμεση ανάγκη για εξέταση με MRI Αυχενικής και Οσφυικής μοίρας Σπονδυλικής Στήλης που ήταν άγνωστο τι θα διαπίστωνε το MRI.

 

Μάλιστα τελικά χωρίς να γίνει η οποιαδήποτε εξέταση (άγνωστο γιατί) ή το MRI, το Πρωτοβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο γνωμάτευσε ότι η Εφεσείουσα είναι ικανή, δήθεν, να εκτελεί εργασία σε οθόνη υπολογιστή.

 

Τούτο ενώ νόμιμα η Εφεσείουσα ελάμβανε σύνταξη ανικανότητας σε ποσοστό 75% μετά από εξέταση από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο από 4.4.2014. Η νέα «εξέταση» δεν κατέγραψε γιατί θεώρησε τώρα εσφαλμένη ή μη ορθή την έκτοτε κρίση.

 

Τούτο μάλιστα ενώ η κατάσταση της υγείας της με το πέρασμα του χρόνου επιδεινώθηκε, (σπονδυλολίσθηση (1ο βαθμό) στένωση σπονδυλικού σωλήνα, εκφυλιστικές αλλοιώσεις στην αυχενική μοίρα σπονδυλικής στήλης κ.λ.π.

Οι δύο εκθέσεις των Ιατροσυμβουλίων, ότι η Εφεσείουσα/Αιτήτρια είναι ικανή για εργασία δεν στηρίζονται σε ιατρικά ευρήματα που να δικαιολογεί την ανατροπή της κρίσης του 2014. Οι υπό έλεγχο κρίσεις είναι αόριστες και ασαφείς ενώ οι περισσότερες σελίδες των εντύπων των εκθέσεων τους είναι κενές. Αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος.

 

Πρόσθετα δεν προκύπτει από τις δύο εκθέσεις τι είχαν ενώπιον τους τα δύο Ιατροσυμβούλια για να διαφοροποιήσουν την προηγούμενη ιατρική τους κρίση για παροχή σύνταξης αναπηρίας, αλλά ούτε προκύπτουν οι λόγοι που τα δύο Ιατροσυμβούλια διαφώνησαν με τα προηγούμενα Ιατρικά πιστοποιητικά και εξετάσεις που υπήρχαν και τα οποία κατέδειχναν την επιδείνωση της κατάστασης της Αιτήτριας.»

 

Κατ’ αρχάς, σε σχέση με όσα αναφέρονται στον δεύτερο λόγο έφεσης και στην αιτιολογία αυτού αναφορικά με την κρίση του Πρωτοβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου και τα πρακτικά που τηρήθηκαν από αυτό, ισχύουν, κατ’ αναλογία, όσα ήδη αναφέρθηκαν ανωτέρω στην παρούσα σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης. Συγκεκριμένα, τίποτε από όσα πρωτοδίκως  και τώρα στην παρούσα έφεση παραθέτει η εφεσείουσα προς αμφισβήτηση της νομιμότητας της έκθεσης του Πρωτοβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου δεν αναφέρθηκε στην ιεραρχική προσφυγή της εφεσείουσας ενώπιον της Υπουργού, με αποτέλεσμα να μην έπρεπε να εξεταστούν  πρωτοδίκως, ούτε μπορούν να εξεταστούν κατ’ έφεση (βλ. Έπαυλις Κομήτης Λτδ (supra) και λοιπές ανωτέρω παραπομπές στη νομολογία, ιδιαίτερα, ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ (supra)). Αυτό που, όντως, αμφισβητήθηκε από την εφεσείουσα με την ιεραρχική της προσφυγή ήταν, περιγραφικά, η ορθότητα και μόνο της ιατρικής κρίσης του Πρωτοβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, ιατρική έκθεση με την οποία η εφεσείουσα διαφώνησε και, κατ’ επέκταση, διαφώνησε και με την απόφαση του Διευθυντή, ζητώντας, όπως η ίδια τύχει εξέτασης (και) από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο. Βεβαίως, δεν υπάρχει δυνατότητα παρέμβασης σε σχέση με τα κλινικά ευρήματα και την κρίση των γιατρών των Ιατροσυμβουλίων, τα οποία αφορούν σε κατ' εξοχή επιστημονικά θέματα ειδικών γνώσεων. Το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στα επιστημονικά δεδομένα μιας απόφασης ειδικών γνώσεων, όπως είναι η απόφαση ενός Ιατροσυμβουλίου (βλ. Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 50/2015, ΣΠΑΝΟΥΔΗ v. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, απόφαση ημερομηνίας 28/1/2022), εκτός εάν αυτό ενήργησε με παράνομο τρόπο ή αν υπάρχει κατάχρηση εξουσίας (βλ. Eraclidou and another v. The Compensation Officer through the Ministry of Labour and Social Insurance (1968) 3 CLR 44 και Παναγή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 268/2005, ημερομηνίας 7.9.2006). Συνεπώς, ο λόγος έφεσης δύναται να εξεταστεί μόνο σε σχέση με τα όσα αναφέρονται για την αρτιότητα των πρακτικών της κρίσης (και σχετικής εισήγησης προς την Υπουργό) του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου.

 

Σε συμφωνία με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνουμε, λοιπόν, ότι,  η επιταγή της νομοθεσίας, αλλά και της νομολογίας για τήρηση άρτιων πρακτικών είχε, στα δεδομένα της συγκεκριμένης υπόθεσης, τηρηθεί. Είναι φανερό από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης ότι, το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο συνήλθε μόνο μία φορά, ήτοι στις 27.10.2016 (βλ. ερυθρά 56 και 59 του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, Τεκμήριο 1), ημερομηνία κατά την οποία η εφεσείουσα κλήθηκε γραπτώς να εξεταστεί  (βλ. ερυθρούν 52 του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, Τεκμήριο 1). Η αναλυτική ιατρική έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου φέρει δεόντως καταγεγραμμένα τα ονόματα και υπογραφές των Ιατροσυμβούλων που πιστοποιούν την ορθότητα της καθορισθείσας συγκρότησης και της σύνθεσης αυτού.

 

Περαιτέρω δε, δεν συμφωνούμε με τη θέση της εφεσείουσας ότι, τα επίδικα πρακτικά του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, ήτοι  η αναλυτική ιατρική έκθεση αυτού ημερομηνίας 27.10.2016 ήταν ελλιπώς συμπληρωμένη ή αναιτιολόγητη ή δεν στηρίζεται σε ιατρικά ευρήματα ή ήταν ασαφής. Είναι γεγονός ότι το σχετικό έντυπο της εν λόγω ιατρικής έκθεσης δεν συμπληρώθηκε στο σύνολό του, ωστόσο, όπως λέχθηκε, χαρακτηριστικά και στην Προσφυγή 1082/2012 Κυριάκος Καραολή ν. Δημοκρατίας, απόφαση (μονομέλειας) ημερομηνίας 23.12.2014 «το ζητούμενο σε τέτοιες υποθέσεις είναι αν το περιεχόμενο της ιατρικής  έκθεσης επί του συνόλου της είναι δεόντως, έστω και κατ' ελάχιστο, τεκμηριωμένο ώστε να επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο». Το γεγονός ότι, δεν απαντήθηκαν όλες οι τυπωμένες ερωτήσεις στο σχετικό έντυπο της έκθεσης δεν προεξοφλεί την ελλιπή και/ή μη επαρκή αιτιολόγηση της κρίσης και/ή γνωμάτευσης εκάστου ιατροσυμβουλίου, εφ’ όσον δεν είναι υποχρεωτικό να συμπληρωθούν όλα τα στοιχεία της έκθεσης, αλλά μόνο τα, συμφώνως προς τα ρητώς αναφερόμενα στο σχετικό έντυπο, απαραίτητα να συμπληρωθούν, στα οποία περιλαμβάνεται και η αιτιολόγηση της απόφασης του Ιατρικού Συμβουλίου (βλ. και απόφαση ημερομηνίας 25.9.2013 στην Προσφυγή Αρ. 657/2012 Nimal Gedara v. Δημοκρατίας και Ανδρέας Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 11.1.2013 στην Προσφυγή Αρ. 637/2011). Στην παρούσα περίπτωση είναι σαφώς και ρητώς καταγεγραμμένα στην αναλυτική ιατρική έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου το ιατρικό ιστορικό, οι σχετικές εργαστηριακές εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε η εφεσείουσα (βλ. ερυθρούν 62 του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, Τεκμήριο 1) και η αιτιολογία του σχετικού ιατρικού πορίσματος (βλ. ερυθρούν 59 του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, Τεκμήριο 1, βλ. επίσης και καταγραφή της αιτιολογίας της εισήγησης στο ερυθρούν 56  του ίδιου τεκμηρίου). Υπενθυμίζουμε και πάλιν ότι, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στον έλεγχο της ορθότητας της (εξειδικευμένων γνώσεων) ιατρικής κρίσης.

 

Τέλος, δεν θεωρούμε ότι, το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, την εισήγηση του οποίου η Υπουργός υιοθέτησε στην επίδικη απόφαση της (έναντι άλλων), έχει (πάντοτε ή, έστω, κατά κανόνα, χωρίς να του έχει ειδικώς ζητηθεί, όπως δεν έγινε στην παρούσα περίπτωση) υποχρέωση να αντιπαραβάλει και αιτιολογήσει ρητώς και/ή ειδικώς την επιστημονική κρίση του σε συσχετισμό με προηγούμενες, ενδεχομένως διαφορετικές ιατρικές κρίσεις άλλων προηγούμενων Ιατρικών Συμβουλίων ή των ιατρικών γνωματεύσεων που προσκομίζει ο ενδιαφερόμενος. Η ιατρική γνωμάτευση συνιστά, όταν βασίζεται σε εξετάσεις που διενεργούνται για το σκοπό αυτής, όπως στην παρούσα περίπτωση, απεικόνιση της ιατρικής κατάστασης προσώπου κατά τη δεδομένη στιγμή που διενεργείται, η οποία ενδέχεται να διαφέρει από προηγούμενα ή επόμενα ευρήματα άλλων ιατρών ή άλλων Ιατρικών Συμβουλίων, τα οποία βασίζονται στις δικές τους εξετάσεις, αυτές διενεργούμενες σε άλλη χρονική στιγμή και, ενδεχομένως, υπό άλλα δεδομένα. Το πλαίσιο εξέτασης από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο έχει τύχει, εύστοχα βρίσκουμε, περιγραφής στην απόφαση (μονομέλειας) ημερομηνίας 23.2.2010 στην Προσφυγή Αρ. 94/2009 ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΤΟΥΜΑΖΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

 

«Το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο δεν γνωμοδότησε με βάση τα ευρήματα και τα συμπεράσματα του Πρωτοβάθμιου Ιατροσυμβουλίου, ούτε και η έρευνα του Πρωτοβάθμιου Ιατροσυμβουλίου αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της αιτήτριας, αποτέλεσε με οποιοδήποτε τρόπο βάση επί της οποίας το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο βάσισε τη γνωμοδότησή του. Το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο διενήργησε εξ υπαρχής έρευνα, τη δική του έρευνα, σαν αποτέλεσμα της οποίας κατέληξε στα δικά του ευρήματα και συμπεράσματα.  Και είναι στα ευρήματα και συμπεράσματα στα οποία κατέληξε με βάση τη δική του έρευνα που το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο βάσισε τη γνωμοδότηση του περί ικανότητας της αιτήτριας να εργαστεί ως λογίστρια στη βάση πλήρους απασχόλησης. παράλληλα εξειδικεύονται οι λόγοι που οδήγησαν στη συγκεκριμένη γνωμοδότηση.»

 

Στην δε, απόφαση (μονομέλειας)  ημερομηνίας 9.7.2014 στην Προσφυγή Αρ. 506/2013 ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΓΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, εξετάζοντας το ζήτημα υπό το πρίσμα της δέουσας έρευνας ανέφερε τα εξής:

 

«Η έρευνα ήταν πλήρης.  Η διαφωνία μεταξύ επιστημόνων, μεταξύ των γιατρών του αιτητή και των ιατρικών συμβουλίων, και η εύλογη υιοθέτηση της μιας γνώμης, προφανώς δεν εμπίπτει το πλαίσιο της έρευνας αλλά στην αξιολόγηση των ευρημάτων και των στοιχείων που έχει ενώπιον του το αποφασίζον όργανο, η δε κατάληξη του συνιστά την ουσιαστική κρίση της διοίκησης.  Αν ο Αιτητής είναι ή όχι ικανός να ασκεί την εργασία του, αποτελεί θέμα τεχνικό, που δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο κατά την αναθεωρητική δικαιοδοσία, εκτός εκεί όπου διαπιστώνεται πλάνη, κακοπιστία ή έλλειψη δέουσας έρευνας.»

 

Συνεπώς, με το σκεπτικό που προαναφέρθηκε στην παρούσα, ούτε ο λόγος έφεσης 2 ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Τέλος, ο λόγος έφεσης 3 έχει ως ακολούθως:

 

«3. Λόγος Έφεσης 3

 

Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της Εφεσείουσας χωρίς να εξετάσει όλους τους νομικούς ισχυρισμούς, που ήγειρε. Ειδικότερα το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει (α) την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας εκ μέρους της Υπουργού Εργασίας (σελ. 19-22 της αρχικής μου αγόρευσης και σελ. 10-12 απαντητικής και (β) το ότι η όλη διαδικασία αποτελεί μια σαφής παραβίαση της χρηστής διοίκησης και της Καλής Πίστης (σελ. 22-26 αρχικής μου αγόρευσης και σελ. 12-14 απαντητικής).

 

Αιτιολογία

 

Η Εφεσείουσα δικαιούται σε δικαστική κρίση επί όλων των ζητημάτων που ηγέρθηκαν Πρωτοδίκως και άρα εσφαλμένα απορρίφθηκε η προσφυγή χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ο πλήρης Δικαστικός έλεγχος νομιμότητας. Γι’ αυτό και σε περίπτωση που απορριφθούν οι λόγοι Έφεσης 1 και 2 θα πρέπει να εξεταστούν και οι παρόντες μη εξετασθέντες λόγοι ακύρωσης.»

 

 

Ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης, βρίσκουμε, ευσταθεί.

 

 

Στην πρωτόδικη απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 1415/2016 λέχθηκαν τα εξής από το Δικαστήριο:

 

«Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η αιτήτρια συνοψίζονται σε αναρμόδια ανατροπή από τον διευθυντή προηγούμενης απόφασης της καθ' ης η αίτηση για παροχή σύνταξης ανικανότητας, αναρμοδιότητα του λειτουργού που υπογράφει την επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας, μη νόμιμη συγκρότηση του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου ιατρικού συμβουλίου, μη τήρηση άρτιων πρακτικών, έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και παραβίαση της αρχής της καλής πίστης.»……………………….

 

«…………………Όσον αφορά τους υπόλοιπους ισχυρισμούς της αιτήτριας ουσιαστικά αναπαράγουν το επιχείρημα περί αναρμόδιας ανατροπής προηγούμενης απόφασης της καθ' ης η αίτηση και περί κατοχυρωμένου δικαιώματος. Τα ζητήματα αυτά έχουν ήδη απαντηθεί πιο πάνω.»

 

 

Οι λόγοι ακύρωσης, τους οποίους κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του (απόσπασμα, ανωτέρω) είναι αυτοί που κατά το μάλλον ή ήττον τιτλοφόρησε και ανέπτυξε η πλευρά της εφεσείουσας στην γραπτή αγόρευση της. Αναφερόμενο δε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την εξέταση σειράς λόγων ακύρωσης που εγέρθηκαν, στους «υπόλοιπους ισχυρισμούς» σαφώς, έστω και επιγραμματικά, εξέτασε και αποφάνθηκε απορριπτικά (και) επί τούτων.

 

Δεν διέλαθε, βεβαίως, την προσοχή μας ότι, στο περίγραμμα αγόρευσης της η εφεσείουσα έχει θέσει και ζήτημα μη επαρκούς αιτιολόγησης του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την απόρριψη των εν λόγω λόγων ακυρώσεως, αλλά και ότι, η εφεσείουσα δεν ακούστηκε από την Υπουργό πριν την έκδοση της απόφασης της. Τέτοιος ισχυρισμός, όμως, σαφώς δεν αποτέλεσε μέρος του τρίτου λόγου έφεσης, ούτε καν της δικογραφημένης αιτιολογίας του (βλ. ανωτέρω). Ο εν λόγω λόγος έφεσης περιορίστηκε αυστηρά στα πλαίσια του ισχυρισμού περί μη εξέτασης συγκεκριμένων λόγων ακύρωσης που προωθήθηκαν πρωτόδικα. Δεν επιτρέπεται δικονομικά να επεκτείνεται το εύρος των λόγων εφέσεως μέσω του περιγράμματος αγόρευσης. Ως αναφέρθηκε εμφαντικά και στην πρόσφατη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 29.9.2023 στην Έφεση Αρ. 7/2017 κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ:

 

«Πρέπει να σημειώσουμε, πως έγινε προσπάθεια δια της αιτιολογίας των λόγων έφεσης και του περιγράμματος του Εφεσείοντα να εισαχθεί θέμα για παραβίαση της αρχής της ισότητας, εφόσον η διοίκηση επανάνοιξε το ζήτημα πείρας του Ε.Μ., ως προς την ανάγκη να πράξει το ίδιο σε σχέση με όλους τους υποψηφίους. Θεωρούμε, πως δεν μπορούμε να εξετάσουμε το θέμα υπό αυτή τη διάσταση διότι κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τους λόγους έφεσης. Όπως είναι ευρέως νομολογημένο, δεν είναι δυνατή η διεύρυνση θεμάτων, που δεν εγείρονται σαφώς στο περιεχόμενο των λόγων έφεσης, οι οποίοι λόγοι οφείλουν να προσδιορίσουν ειδικά το λάθος του Δικαστηρίου. (Βλ. Omex Enterprises Ltd κ.ά. v. Elia, πολ.εφ.469/12, 20.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A384 και Ταμείο Προνοίας Πιλότων και Ιπτάμενων Μηχανικών των Κυπριακών Αερογραμμών ν. 1. Suphire Ηoldings Public Ltd κ.ά. πολ.εφ.280/2012, 21.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:A479, από τις οποίες διαφαίνεται, πως είναι ο λόγος έφεσης που καθορίζει τον προσδιορισμό του λάθους και δεν είναι δυνατόν δια της αιτιολογίας να δημιουργείται νέος λόγος έφεσης). ΄Εχουμε παραθέσει αυτούσιο το περιεχόμενο των δύο λόγων έφεσης, πιο πάνω, και σαφώς δεν περιέχεται σε αυτούς τέτοια διάταση, που να καλύπτει παραβίαση της αρχής της ισότητας, όπως επιχειρήθηκε να εισαχθεί το θέμα είτε δια της αιτιολογίας είτε δια του περιγράμματος.»

 

 

Με βάση όλα τα προαναφερόμενα, ουδείς εκ των λόγων εφέσεως δύναται να γίνει αποδεκτός.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με μειωμένα, λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά της υπόθεσης, έξοδα ύψους 1200 ευρώ υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας. Η πρωτόδικη απόφαση και, κατ’ επέκταση, η προσβληθείσα διοικητική απόφαση επικυρώνονται.

 

 

Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

 

Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο