ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 145/2018)

 

9 Φεβρουαρίου 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

Αναφορικά με τον Περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113

 

Και

Αναφορικά με τη Εταιρεία M. Moniatis & Sons Ltd

Εφεσείουσα – Καθ’ ης η Αίτηση

 

Και

Αναφορικά με την Αίτηση της Evelyn Bates από το Η.Β

Εφεσίβλητη – Αιτήτρια

 

Για εφεσείουσα: κος Μάριος Γαβριηλίδης για Γαβριηλίδης & Τιμοθέου Δ.Ε.Π.Ε. 

Για εφεσίβλητη: κος Τάσος Κουκούνης για Ανδρέας Κουκούνης &  Σία  Δ.Ε.Π.Ε

 

                  

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ. Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης της εφεσείουσας εταιρείας. Η αίτηση εκκαθάρισης καταχωρίστηκε από την εφεσίβλητη στην βάση των Άρθρων 211(ε) και 212(α) του Περί Εταιρειών Νόμου (Κεφ. 113) και στηρίχθηκε σε δικαστική απόφαση που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με την οποία η  εφεσείουσα διατάχθηκε να πληρώσει στην εφεσίβλητη διάφορα ποσά, πλέον τόκους και έξοδα.

Η εφεσείουσα έφερε ένσταση στην αίτηση εκκαθάρισης της. Υποστήριξε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είναι ικανή να πληρώσει τα χρέη της και ότι η αίτηση εκκαθάρισης ήταν καταχρηστική επειδή έχει καταχωρηθεί έφεση εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Έχει επίσης καταχωρηθεί αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης, η οποία απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, υπάρχει όμως πρόθεση να καταχωρηθεί νέα. Ήταν επίσης η θέση της εφεσείουσας ότι η εφεσίβλητη δεν εξάντλησε όλα τα μέτρα εκτέλεσης, πριν την καταχώρηση της αίτησης εκκαθάρισης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο την αίτηση και απορρίπτοντας όλους τους πιο πάνω λόγους ένστασης, εξέδωσε διάταγμα εκκαθάρισης της εφεσείουσας εταιρείας. Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου έχει αποδειχθεί ότι η εφεσείουσα αδυνατεί να εξοφλήσει τα χρέη της. Κρίθηκε επίσης ότι δεν παρατέθηκαν από την εφεσείουσα οποιαδήποτε στοιχεία που να δικαιολογούν τον ισχυρισμό της για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας από την εφεσίβλητη. Συγκεκριμένα, δεν έχει προσκομισθεί μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε για παράλληλο ή αθέμιτο σκοπό ή υπό συνθήκες κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Απορρίφθηκε επίσης η θέση που παρατέθηκε στην αγόρευση του συνηγόρου για την εφεσείουσα, αναφορικά με πρόταση για υπογραφή εκ μέρους της, τραπεζικής εγγυητικής μέχρι την εκδίκαση της έφεσης και για παγοποίηση των λογαριασμών της από την εφεσίβλητη.  Αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε βαρύτητα λόγω του ότι δεν παρατίθεται στην ένορκη δήλωση της ένστασης και όπως είναι σαφώς νομολογημένο, η αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας.

Η εφεσείουσα με τέσσερις λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Παραπονείται ότι δεν προσδόθηκε η αναγκαία βαρύτητα ως προς την κατάχρηση της διαδικασίας. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση της ένστασης, αντίγραφο της ειδοποίησης έφεσης αφού η έφεση είναι παραδεκτή (1ος λόγος έφεσης) και ότι λανθασμένα δεν έγινε αποδεκτή η θέση για την πρόταση καταχώρησης γραπτής εγγύησης (2ος λόγος έφεσης).

Με το 3ο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τον παράγοντα της καταχρηστικότητας, παραγνωρίζοντας ότι η εφεσείουσα συνιστά ξενοδοχειακή μονάδα της οποίας το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων, είναι για τους καλοκαιρινούς μήνες. Αγνοήθηκαν με τον τρόπο αυτό οι δυσμενείς συνέπειες για την εφεσείουσα με την έκδοση του διατάγματος εκκαθάρισης και δεν σταθμίστηκαν οι δυσμενείς παράγοντες ως προς την επιχειρηματική δραστηριότητα της εφεσείουσας. 

Τέλος με τον 4ο λόγο έφεσης προβάλλεται η γενική θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ευρήματα του, αποδεχόμενο τις θέσεις της εφεσίβλητης.

Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το νομικό πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης εκκαθάρισης, η οποία στηρίζεται επί των Άρθρων 211(ε) και 212(α) του Κεφ. 113.

Πιστωτής εταιρείας του οποίου το χρέος κατέστη πληρωτέο και που δεν μπορεί να εξασφαλίσει πληρωμή, δικαιούται να ζητήσει διάταγμα εκκαθάρισης της εταιρείας έστω και αν αυτή βρίσκεται κάτω από εκούσια εκκαθάριση. Αυτό ισχύει ακόμα και όπου η εταιρεία έχει υποβάλει έφεση ενάντια στην απόφαση, δυνάμει της οποίας δημιουργήθηκε το χρέος ή αν η εταιρεία έχει άλλη απαίτηση εναντίον του πιστωτή, η οποία είναι το αντικείμενο δικαστικής ή άλλης διαδικασίας (βλ. Γ. Κακογιάννη Κυπριακό Εταιρικό Δίκαιο, Λεμεσός 2001, σελ. 164).

Το δικαίωμα πιστωτή να ζητήσει διάταγμα εκκαθάρισης εταιρείας λόγω αφερεγγυότητας, δίδεται από το Άρθρο 211 (ε) του Κεφ. 113, στο οποίο ορίζεται ότι εταιρεία μπορεί να εκκαθαριστεί αν είναι ανίκανη να εξοφλήσει τα χρέη της. Ορισμένα τεκμήρια αφερεγγυότητας, καθορίζονται στο Άρθρο 212 του Κεφ.113, μεταξύ των οποίων και η περίπτωση όπου η εταιρεία παραλείπει να πληρώσει το χρέος της, με την παρέλευση τριών εβδομάδων από την ιδιόχειρη αξίωση πληρωμής προς αυτή από τον πιστωτή (βλ. Άρθρο 212(α) του Κεφ.113). Άλλο τεκμήριο αφερεγγυότητας, καθορίζεται στο Άρθρο 212 (β) στην περίπτωση επιστροφής ως ανεκτέλεστου, οιουδήποτε μέτρου εκτέλεσης εναντίον της εταιρείας.

Στην περίπτωση που η αίτηση στηρίζεται στο Άρθρο 212 (α) θα πρέπει να αποδειχθεί η προϋπόθεση της επίδοσης στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας, της γραπτής απαίτησης πληρωμής του οφειλόμενου ποσού που θα πρέπει να υπερβαίνει τις €5.000,00. Σύμφωνα με το Άρθρο 212 (α) δεν απαιτείται η επίδοση να γίνει σε αξιωματούχο της εταιρείας. Αρκεί να γίνει σε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, πάντοτε όμως στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας (βλ. C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd ν.  Εταιρία Σκυροποιΐας «Λεωνικ» Λτδ  (2009) 1 Α.Α.Δ 1457).

Αναφορικά με την ακολουθούμενη ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία και τον τρόπο απόδειξης της υπόθεσης, σχετική είναι η υπόθεση Κασπαρής (2013) 1 (Γ) Α.Α.Δ 2476. Λέχθηκε ότι εταιρικές αιτήσεις όπως η αίτηση εκκαθάρισης εταιρείας, εκδικάζονται κατά κανόνα στην βάση των γεγονότων που στηρίζουν την αίτηση και ένσταση αντίστοιχα όπως πιστοποιούνται από τις ένορκες δηλώσεις που τις συνοδεύουν εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στους Περί Εταιρειών Κανονισμούς (βλ. Άρθρο 92 των Εταιρειών (Εκκαθάριση) Κανονισμών του 1933 και KMC Motors Ltd v. Josephanco Trading and Contracting Company (1984) 1 Α.Α.Δ. 390). Έγινε περαιτέρω παραπομπή στο πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Pennington Company Law, 4η έκδοση, σελ. 698:

 «The hearing of a winding up petition is held in open court by one of the judges of the Companies Court. The evidence on the hearing consists of the affidavits filed in support of and against the petition, unless the court permits testimony to be given orally. The affidavit verifying the petition is prima facie proof of the facts alleged by it and suffices to prove the petitioner´s case unless there are affidavits filed in opposition.»

Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε όλο το υλικό που τέθηκε ενώπιον του υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων, ορθά διαπίστωσε ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις των Άρθρων 211(ε) και 212 (α) του Κεφ. 113 για έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης της εφεσείουσας. Συγκεκριμένα η εφεσείουσα οφείλει στην εφεσίβλητη ποσόν πέραν των €5.000, το οφειλόμενο ποσόν είναι συγκεκριμένο και προέρχεται από δικαστική απόφαση η εκτέλεση της οποίας δεν έχει ανασταλεί, έχει επιδοθεί στο εγγεγραμμένο γραφείο της εφεσείουσας σχετική απαίτηση και για τις επόμενες τρεις εβδομάδες, η εφεσείουσα δεν διευθέτησε το οφειλόμενο ποσό.

Πολύ ορθά κρίθηκε επίσης πρωτοδίκως ότι με την ικανοποίηση των προνοιών του Άρθρου 212 (α) του Κεφ. 113, η εφεσείουσα έφερε το βάρος να αποδείξει ότι δεν «αμέλησε» να πληρώσει την απαίτηση της εφεσίβλητης διότι έχει κατά τα άλλα μια ουσιώδη και εύλογη υπεράσπιση (βλ. Δημήτρης Αυξεντίου Υιός (Γεωργικά Μηχανήματα) Λίμιτεδ ν. Hellenic Bank Public Company Limited, (2014) 1 Α.Α.Δ 2534).

Το γεγονός ότι η εφεσείουσα έχει καταχωρήσει έφεση εναντίον της δικαστικής απόφασης που επεδίκασε το εξ’ αποφάσεως χρέος ή ότι έχει πρόθεση να καταχωρήσει αίτηση για αναστολή εκτέλεσης, δεν εξυπακούει από μόνο του ότι έχει ουσιώδη και εύλογη υπεράσπιση. Το ίδιο ισχύει ως προς τις κατ’ ισχυρισμό δυσμενείς επιπτώσεις που έχει το διάταγμα εκκαθάρισης στην επιχειρηματική δραστηριότητα της εφεσείουσας. Ανεξαρτήτως τούτου, είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην ένορκη δήλωση της ένστασης δεν παρατίθεται η κατ’ ισχυρισμό πρόταση για τραπεζική εγγύηση, γεγονός που δεν μπορούσε να κατατεθεί μέσω της αγόρευσης του δικηγόρου της εφεσείουσας στην πρωτόδικη διαδικασία.

 Περαιτέρω, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει ότι τα πιο πάνω στοιχεία που επικαλέστηκε με την ένσταση της, καταδεικνύουν την κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας από πλευράς εφεσίβλητης, με την προώθηση της υπό κρίση αίτησης εκκαθάρισης.

Ως κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας ορίζεται μεταξύ άλλων, η χρήση των διαδικασιών του Δικαστηρίου για αλλότριο σκοπό ή η υιοθέτηση από ένα διάδικο παράλληλων ένδικων μέσων για την επιδίωξη όμοιων σκοπών (βλ. μεταξύ άλλων Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ 217).

Όπως πολύ ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν καταδεικνύεται αλλότριος σκοπός της εφεσίβλητης στην προώθηση της υπό κρίση αίτησης εκκαθάρισης, παρά την καταχώριση έφεσης στην απόφαση επί της αγωγής και πρόθεσης καταχώρισης από την εφεσείουσα, αίτησης αναστολής της εν λόγω απόφασης. Ούτε η θέση για δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις στην εφεσείουσα δεν καταδεικνύει αλλότριο σκοπό από πλευράς εφεσίβλητης. Θα προσθέταμε ότι ένα διάταγμα εκκαθάρισης, από την φύση του έχει καταλυτικές επιπτώσεις σε μια εταιρεία αφού στην ουσία διακόπτει την οικονομική της δραστηριότητα. Το γεγονός όμως αυτό δεν καταδεικνύει από μόνο του κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, χωρίς απόδειξη αλλότριου σκοπού από τον πιστωτή, που συνιστά αναγκαίο στοιχείο για την απόδειξη της κατάχρησης. 

Τονίζουμε επί του προκειμένου ότι η αίτηση εκκαθάρισης δεν είναι μέθοδος εκτέλεσης και δεν αποσκοπεί στον εξαναγκασμό της εταιρείας να εξοφλήσει το χρέος της, αλλά στην προστασία της περιουσίας της εταιρείας ώστε να χρησιμοποιηθεί προς όφελος όλων των πιστωτών (βλ. σύγγραμμα «Η Εκκαθάριση Εταιρειών» Δρ. Ανδρέα Π. Ποιητή σελ.24 υποσημ. 76α).

Σχετική κατ' αναλογία είναι και η απόφαση Πετράκη ν. Κίμωνος (2006) 1 Α.Α.Δ. 1311, παρότι αφορούσε αίτηση πτώχευσης. Στην εν λόγω απόφαση  λέχθηκε ότι η αίτηση έκδοσης διατάγματος παραλαβής δεν θεωρείται ότι γίνεται για παράλληλο και αθέμιτο σκοπό ούτε συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, έστω και αν έχει σαν αποτέλεσμα κάποιο πλεονέκτημα για τον πιστωτή, εάν δεν υπάρχουν στοιχεία δόλου ή αθέμιτης εξασφάλισης χρημάτων ή πλεονεκτημάτων προς όφελος του συγκεκριμένου αιτητή - πιστωτή και εις βάρος του χρεώστη και των άλλων πιστωτών του.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι είναι ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του, αποδείχθηκε ότι η εφεσείουσα δεν ήταν σε θέση να εξοφλήσει τα χρέη της, και επιπλέον ότι δεν έχει προσκομισθεί μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι η υπό κρίση επίδικη αίτηση εκκαθάρισης, καταχωρίστηκε για αλλότριο σκοπό ή ότι συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

Ως εκ τούτου, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης ως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή.

 

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

 

Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο