ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 153/23)

 

29 Φεβρουαρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΒΑΛΕΝΤΙΝΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

                                                                                                  Εφεσείουσα

 v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                                                                                  Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Ε. Ερωτοκρίτου με M. Χατζηιωάννου (κα), για Εφεσείουσα

Χ. Περγαντή (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα προσβάλλει με πέντε λόγους έφεσης την καταδίκη της από το Ε.Δ. Πάφου στο αδίκημα της πρόκλησης θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικος («Π.Κ.») και με δύο λόγους έφεσης την άμεση φυλάκιση 15 μηνών. Κατόπιν ακρόασης είχε κριθεί ένοχη επί τω ότι οδηγώντας το αυτοκίνητό της στις 27.5.18 στον κύριο δρόμο Νικόκλειας προς Φασούλα, λόγω αλόγιστης και επικίνδυνης πράξης που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια χωρίς πρόθεση επέφερε τον θάνατο του 33χρονου μοτοσυκλετιστή Χ.Δ. ο οποίος οδηγούσε από την αντίθετη κατεύθυνση («το θύμα»).

 

        Για την απόδειξη της υπόθεσής της η Κατηγορούσα Αρχή είχε καλέσει τέσσερις μάρτυρες και συγκεκριμένα τον λοχία εξεταστή της υπόθεσης (Μ.Κ.1), έναν αστυφύλακα ο οποίος έλαβε επίσης μέρος στη διερεύνηση (Μ.Κ.2), έναν άλλο μοτοσυκλετιστή φίλο του θύματος και αυτόπτη μάρτυρα (Μ.Κ.3) και ακόμα ένα μοτοσυκλετιστή, μέλος της παρέας του θύματος, ο οποίος ακολουθούσε χωρίς να είχε δει όμως τη σύγκρουση (Μ.Κ.4). Η δε Εφεσείουσα κληθείσα σε απολογία, άσκησε το δικαίωμα της σιωπής και κάλεσε ένα μάρτυρα, πραγματογνώμονα επί τροχαίων δυστυχημάτων (Μ.Υ.).

 

        Αξιολογώντας τη μαρτυρία η πρωτόδικη Δικαστής έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες κατηγορίας ενώ απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της Υπεράσπισης (Μ.Υ.). Τα ευρήματα στη βάση αυτής της αξιολόγησης συνιστούν το βασικό υπόβαθρο επί του οποίου κρίθηκε η υπόθεση. Θεωρούμε ότι εξυπηρετεί την κατανόηση η κατωτέρω παράθεσή τους:

 

«Στις 27.5.18 και περί ώρα 11:35 επεσυνέβη δυστύχημα στον κύριο δρόμο Νικόκλειας ‑ Φασούλας της Επαρχίας Πάφου με εμπλεκόμενα μέρη την κατηγορούμενη η οποία οδηγούσε το αυτοκίνητό της και το θύμα που οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα του. Το θύμα στην παρούσα υπόθεση είναι ο Χ.Δ. τέως από την Πάφο, τότε ηλικίας 33 ετών.

Ο κύριος δρόμος Νικόκλειας ‑ Φασούλας είναι διπλής κατεύθυνσης με μια λωρίδα κυκλοφορίας για κάθε κατεύθυνση. Οι δύο κατευθύνσεις διαχωρίζονται από άσπρη συνεχόμενη γραμμή η οποία σε ένα μικρό σημείο καθίσταται διακεκομμένη. Το πλάτος της λωρίδας κυκλοφορίας για τη διακίνηση των οχημάτων για αμφότερες τις κατευθύνσεις είναι 3.20 μέτρα. Ένθεν και ένθεν του δρόμου υπάρχει διαπλάτυνση η οποία εκτείνεται σε 1.10 μέτρα, σύμφωνα με την πορεία του θύματος, και σε 1.40 μέτρα, σύμφωνα με την πορεία της κατηγορούμενης. Ο δρόμος σύμφωνα με την πορεία της μοτοσυκλέτας είναι ελαφρά κατηφορικώς (sic) και στην αριστερή πλευρά του δρόμου, σύμφωνα και πάλι με την πορεία της μοτοσυκλέτας, στην άκρη του δρόμου υπάρχει μεταλλικό στηθαίο ασφαλείας καθώς επίσης και θάμνοι που μείωναν την ορατότητα η οποία εκτεινόταν και από τις δύο κατευθύνσεις περίπου στα 100 μέτρα. Η περιοχή είναι μη κατοικημένη με όριο ταχύτητας 50ΧΑΩ. Το δυστύχημα έγινε κατά τη διάρκεια της ημέρας, ο καιρός ήτο αίθριος και η επιφάνεια της ασφάλτου ήταν ξηρή και καθαρή. Αμφότερα τα οχήματα δεν παρουσίαζαν καμία μηχανική βλάβη πριν από το δυστύχημα που να συνέτεινε σε αυτό.

Η κατηγορούμενη οδηγούσε το όχημά της με συνοδηγό τον σύζυγό της με κατεύθυνση από Νικόκλεια προς Φασούλα. Το δε θύμα οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα του με κατεύθυνση από Φασούλα προς Νικόκλεια ακολουθούμενος από τον Μ.Κ.3 ο οποίος οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα του με την ίδια κατεύθυνση και βρισκόταν σε κάποια απόσταση από το θύμα, πιο πίσω δεξιά. Ενώ το θύμα οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα του με την πιο πάνω πορεία και εξήλθε δεξιάς στροφής έγειρε τη μοτοσυκλέτα του προς τα αριστερά για να διαχειριστεί την αριστερή στροφή στην οποία θα εισερχόταν κινούμενος εντελώς αριστερά εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του. Ενώ ετοιμαζόταν να εισέλθει εντός της αριστερής στροφής αντιλήφθηκε σε απόσταση περί των (sic) 36 μέτρων (ήτοι απόσταση 18 μέτρων πριν ξεκινήσει να τροχοπεδά) το αυτοκίνητο της κατηγορούμενης να κινείται εντός της πορείας κυκλοφορίας του. Στην προσπάθειά του να αποφύγει τη σύγκρουση προέβη σε κίνηση ευθυγράμμισης της μοτοσυκλέτας του ενώ ακολούθως επιχείρησε να εφαρμόσει τα φρένα του ελαττώνοντας ταχύτητα κινούμενος προς το μέσο του δρόμου ήτοι από αριστερά προς δεξιά. Στην προσπάθειά του αυτή ο πίσω τροχός κλείδωσε και έβγαζε καπνό αφήνοντας στον δρόμο ίχνη τροχοπέδησης μήκους 18,20 μέτρων με τα ίχνη να ξεκινούν από την αριστερή άκρη της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας, σύμφωνα με την πορεία του, μέχρι και το μέσο περίπου της εν (sic) λωρίδας. Ταυτόχρονα, η κατηγορούμενη η οποία κινείτο εντός της πορείας του θύματος κοντά στην άσπρη γραμμή της άκρης του δρόμου της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας, σύμφωνα με την πορεία της, αντιλαμβανόμενη το θύμα και τον Μ.Κ.3 στην προσπάθειά της να αποφύγει αυτούς έστριψε προς τα αριστερά διαγράφοντας διαγώνια κίνηση επιχειρώντας να εισέλθει εντός της δικής της λωρίδας κυκλοφορίας με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το θύμα το οποίο κινήθηκε επίσης προς το μέσο του δρόμου. Ο Μ.Κ.3 ο οποίος ήτο πιο πίσω από το θύμα ελάττωσε ταχύτητα, κινήθηκε αριστερά και εισερχόμενος εντός του αριστερού παγκέτου, σύμφωνα με την πορεία τους, κατόρθωσε να αποφύγει τη σύγκρουση κινούμενος πίσω από το αυτοκίνητο της κατηγορούμενης. 

Το σημείο σύγκρουσης των δύο ενεχόμενων οχημάτων είναι μεταξύ του σημείου «Χ» και του σημείου 3 που καταγράφεται στο Τεκμήριο 18, βρίσκεται εντός της λωρίδας πορείας του θύματος και σε σημείο που ο δρόμος σχηματίζει αριστερή στροφή σύμφωνα με την πορεία που είχε η μοτοσυκλέτα. Απέχει περίπου 1.60 μέτρα από την αριστερή άκρη του δρόμου, σύμφωνα με την πορεία της μοτοσυκλέτας, και περίπου 19.60 μέτρα από την τελική θέση του αυτοκινήτου της κατηγορούμενης.

Με τη σύγκρουση το θύμα εκτινάχθηκε από τη μοτοσυκλέτα, χτύπησε επί του ανεμοθώρακα και της οροφής του αυτοκινήτου της κατηγορούμενης και ακολούθως κατέληξε στο σημείο Β2 ως σημειώνεται επί του Τεκμηρίου 18 που εντοπίζεται στο αυλάκι ομβρίων υδάτων της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας, σύμφωνα με την πορεία της κατηγορούμενης. Περαιτέρω, μετά τη σύγκρουση η μοτοσυκλέτα ανέβηκε στο μπροστινό καπό του αυτοκινήτου της κατηγορούμενης το οποίο, ένεκα της διαφοράς της ορμής που είχαν τα ενεχόμενα οχήματα, συμπαρέσυρε αυτή για κάποια απόσταση ενώ ακολούθως έπεσε στην άσφαλτο, κοντά στα σημεία 4 και 5 που σημειώνονται επί του Τεκμηρίου 18 που είναι και το σημείο της μέγιστης εμπλοκής που τα οχήματα ξεκίνησαν να αφήνουν σημάδια στον δρόμο (ήτοι η μοτοσυκλέτα άφησε εκδορά στην άσφαλτο και το αυτοκίνητο της κατηγορούμενης υγρά), με το αυτοκίνητο να συνεχίζει να παρασύρει αυτή μέχρι την τελική τους θέση που εντοπίζεται στην αριστερή άκρη του δρόμου, σύμφωνα με την πορεία της κατηγορούμενης.

Η σύγκρουση των δύο ενεχόμενων οχημάτων ήτο ελαφρώς πλαγιομετωπική. Το αυτοκίνητο της κατηγορούμενης υπέστη εκτεταμένες ζημιές στο μπροστινό μέρος (προφυλακτήρα, γρίλια, καπό), στο κέντρο και προς τα αριστερά, με το μπροστινό δεξιό φανάρι να καταστρέφεται ολοσχερώς και τον μπροστινό δεξιό τροχό να κενώνεται αέρος. Ζημιές επίσης προκλήθηκαν και στον ανεμοθώρακα και στην οροφή του αυτοκινήτου από την επαφή των με το σώμα του θύματος. Η δε μοτοσυκλέτα υπέστη επίσης εκτεταμένες ζημιές στο μπροστινό μέρος και καταστράφηκε ολοσχερώς».

 

        Μετά την εξαγωγή ευρημάτων η πρωτόδικη Δικαστής, υπαγάγοντας αυτά στον Νόμο, κατέληξε στο ότι η Εφεσείουσα, οδηγώντας σε κύριο δρόμο, για άγνωστους λόγους παρεξέκλινε της πορείας της με αποτέλεσμα αφενός η ίδια «να βρεθεί να κινείται στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας και στην εντελώς δεξιά άκρη του δρόμου» και αφετέρου εξαιτίας αυτής της ενέργειάς της «το θύμα για αποφυγή της μεταξύ των σύγκρουσης κινήθηκε δεξιότερα, προς το μέσο του δρόμου, εφαρμόζοντας ταυτόχρονα τα φρένα του με αποτέλεσμα να επέλθει η σύγκρουση μεταξύ των, στο μέσον περίπου της λωρίδας που αμφότεροι κινούντο τη δεδομένη στιγμή αφού και η Κατηγορούμενη κινήθηκε διαγώνια, στην προσπάθειά της να εισέλθει στη λωρίδα πορείας της». Ήταν ακριβώς αυτή η συνολική οδική συμπεριφορά της που κρίθηκε ως αλόγιστη και επικίνδυνη, αφού συνεκτιμήθηκε ότι αυτή έλαβε χώρα σε σημείο που υπήρχε δεξιόστροφη καμπή και άσπρη συνεχής γραμμή στον δρόμο. Κατά την πρωτόδικη κρίση αυτή η συμπεριφορά συνιστούσε το σφάλμα το οποίο αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος και επ’ αυτού στοιχειοθετήθηκε το αδίκημα.

 

Έφεση κατά της Καταδίκης

 

        Η μελέτη των λόγων έφεσης κατά της καταδίκης αποκαλύπτει ότι με τους υπ' αρ. 1, 2 και 4 εγείρονται ζητήματα αξιολόγησης της μαρτυρίας, κατά τρόπον που εξυπηρετεί ή και επιβάλλεται σε κάποιες πτυχές η συνεξέτασή τους, ότι με τον λόγον έφεσης υπ' αρ. 3 προβάλλεται ισχυρισμός μετάθεσης του βάρους απόδειξης και με τον λόγον έφεσης υπ' αρ. 5 προωθείται η θέση ότι αξιολογήθηκε λανθασμένα η επιλογή της Εφεσείουσας να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής, υπό την έννοια ότι αυτό καταγράφηκε μόνο λεκτικά και τής αποδόθηκε ευθύνη επί τη βάσει των δύο καταθέσεών της στην Αστυνομία. Διευκρινίζουμε εξαρχής ότι εν σχέσει με τον λόγον έφεσης υπ’ αρ. 3 δεν έχει παρατεθεί στο εφετήριο οποιαδήποτε αιτιολογία, οπότε κατ' εφαρμογήν πάγιας σχετικής νομολογίας δεν θα τύχει εξέτασης (βλ. Ανδρέου κ.α v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 152).

 

Λόγοι Έφεσης υπ' αρ. 1, 2 και 4

 

        Εισερχόμενοι στην εξέταση των λόγων έφεσης υπ’ αρ. 1, 2 και 4 θα πρέπει κατ' αρχάς να σημειώσουμε ότι πολύ ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επισημάνει ότι το βασικό αμφισβητούμενο ζήτημα στην υπόθεση ήταν η θέση του σημείου σύγκρουσης. Αυτό δηλώνεται εισαγωγικά και στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης με την παραδοχή ότι επίδικο θέμα αποτέλεσε κυρίως το σημείο σύγκρουσης. Προσθέτουμε πως άμεσα συναρτώμενα με το σημείο συγκρούσεως ήταν τα φερόμενα ως ίχνη τροχοπέδησης της μοτοσυκλέτας, καθότι αφενός η αποδοχή τους ως ιχνών και αφετέρου η απόδοση αυτών στη μοτοσυκλέτα, ως θέμα λογικής, τοποθετούσε το θύμα να οδηγεί εντός της λωρίδας του, να φρενάρει μόλις αντιλήφθηκε το εξ αντιθέτου αυτοκίνητο της Εφεσείουσας και να συγκρούεται με αυτό στο μέσον περίπου αυτής της δικής του (αριστερής) λωρίδας, όπου και κατέληγαν τα εν λόγω ίχνη. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που και οι τρεις συνεξεταζόμενοι λόγοι έφεσης, άμεσα ή έμμεσα, στην πραγματικότητα εγείρουν ζητήματα απτόμενα ευρημάτων ή συμπερασμάτων σχετικών με το σημείο σύγκρουσης.

 

        Τις αρχές επέμβασης του Εφετείου σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας είχαμε την ευκαιρία να συνοψίσουμε στην υπόθεση P.G.M.S. (Private Grammar & Modern Schools) Ltd κ.α v. Ζουβάνη, Ποιν. Έφ. 151/2001 κ.α., ημερ. 12.9.23 και δεν απαιτείται εδώ επανάληψή τους. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι κατά πάγια νομολογία το ζήτημα της αξιολόγησης και συνακόλουθα αυτό της αξιοπιστίας μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην πρωτόδικη ετυμηγορία εκτός εάν πειστεί πως υπάρχουν καλοί λόγοι οι οποίοι του δίδουν το δικαίωμα να το πράξει (Kolarski ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205). Μια τέτοια περίπτωση είναι όταν η αξιολόγηση ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (Κουρέας v. Αστυνομίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 896).

 

        Έχουμε εξετάσει με πολλή προσοχή τις διάφορες εισηγήσεις της Εφεσείουσας πλην όμως, για τους λόγους που εξηγούμε, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι η αξιολόγηση οποιουδήποτε μάρτυρα υπήρξε πλημμελής, εσφαλμένη ή προβληματική, ως εισηγείται η Εφεσείουσα.

 

        Αυτό το οποίο διαπιστώνεται από το σύνολο της προαναφερθείσας μαρτυρίας είναι ότι ενώπιον του Δικαστηρίου ευρίσκοντο τρεις εκδοχές σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης:

 

·          Η πρώτη εκδοχή προέκυπτε από την άμεση μαρτυρία του αυτόπτη Μ.Κ.3 ότι το θύμα οδηγούσε αριστερά και ότι άφησε ίχνη στην αριστερή λωρίδα, εντός της οποίας και συγκρούστηκε με την Εφεσείουσα. Αυτή την εκδοχή υιοθέτησαν και οι δύο ερευνητές της υπόθεσης, Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2.

·          Η δεύτερη εκδοχή προέκυπτε από τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Μ.Υ. ο οποίος στις 13.6.18 επισκέφθηκε τη σκηνή και στις 2.7.18 συνέταξε σχετική έκθεση (Τεκμήριο 33), αποφαινόμενος ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν στη μέση του δρόμου (και όχι της λωρίδας), από όπου και κατά τον ίδιο ξεκινούσε ίχνος ολίσθησης της μοτοσυκλέτας μέχρι την τελική θέση του αυτοκινήτου.

·          Η τρίτη εκδοχή προέκυπτε από τις δύο γραπτές καταθέσεις της Εφεσείουσας στην Αστυνομία (Τεκμήρια 12, 13), στις οποίες είχε υποστηρίξει ότι ενώ οδηγούσε κανονικά στη δική της αριστερή λωρίδα, αντιλήφθηκε εξ αντιθέτου τον μοτοσυκλετιστή να οδηγεί στην ίδια λωρίδα, οπότε ενστικτωδώς έστριψε το τιμόνι της προς τα αριστερά πλην όμως χωρίς επιτυχία αφού λίγο πριν την τελική θέση του αυτοκινήτου της, επήλθε η σύγκρουση με τον μοτοσυκλετιστή στην αριστερή άκρη του δρόμου.

 

        Ας σημειωθεί, σε σχέση με αυτή την τρίτη εκδοχή, πως η Εφεσείουσα είχε υποδείξει αργότερα και επιτόπου το σχετικό σημείο στο πλαίσιο της δεύτερης κατάθεσής της («Χ1» επί του Τεκμηρίου 18). Πρόκειται όμως για εκδοχή η οποία δεν προωθήθηκε άλλως πως ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου από την υπεράσπιση, (πέραν της όποιας σημασίας μπορούσε να είχε ως μέρος καταθέσεων κατηγορούμενου προσώπου). Ούτε ενώπιόν μας έχει επαναφερθεί τέτοια εκδοχή. Συνεπώς επί του παρόντος απασχολούν μόνον οι δύο πρώτες εκδοχές και τα όσα η Εφεσείουσα προβάλλει στα πλαίσια της έφεσης.

 

        Αιτιολογώντας τον πρώτο λόγο η Εφεσείουσα επισημαίνει πως παρά το ότι οι δύο αστυνομικοί εξεταστές κρίθηκαν αξιόπιστοι, εντούτοις το Δικαστήριο καταγράφει σε τέσσερα σημεία ότι δεν ήταν ασφαλές από τη δική τους μαρτυρία και σε συνάρτηση με την υπόλοιπη πραγματική μαρτυρία, να οδηγηθεί σε ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με το σημείο σύγκρουσης και ότι κάτι τέτοιο θα το αποφάσιζε μετά την αξιολόγηση του αυτόπτη Μ.Κ.3. Η επισήμανση της Εφεσείουσας είναι ορθή. Οι εν λόγω πρωτόδικες καταγραφές ειδικότερα αφορούν τις εκατέρωθεν πορείες, τα ίχνη τροχοπέδησης και την ορθότητα του σημείου σύγκρουσης κατά την εκδοχή της Αστυνομίας, η οποία τοποθετούσε τη σύγκρουση στο μέσον της λωρίδας κυκλοφορίας του θύματος (βλ. Πρωτόδικη Απόφαση, σ. 46, 47, 50, 51). Δεν διαπιστώνουμε όμως να διατυπώνεται είτε στους λόγους έφεσης είτε στο διάγραμμα αγόρευσης της Εφεσείουσας οποιαδήποτε σαφής μομφή είτε για τις εν λόγω καταγραφές είτε για τον σύμφωνο με αυτές ακολουθήσαντα πρωτόδικο χειρισμό. Εμμέσως μόνον αφήνεται να υπονοηθεί πως παρότι κρίθηκαν αξιόπιστοι εντούτοις η μαρτυρία τους δεν επέτρεπε ασφαλή συμπεράσματα.   

 

        Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι στις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει διαθέσιμη «ενσώματη» ή «εμπράγματη» ή «πραγματική μαρτυρία» (real or objective evidence), αυτή κατά κανόνα εισάγεται ή εξηγείται στο Δικαστήριο με προφορική μαρτυρία (βλ. «Η Απόδειξη», Π. Κακογιάννη, 1983, §28‑1). Ενσώματη ή εμπράγματη είναι η απόδειξη μέσω των αντικείμενων ή πραγμάτων και ως έννοια αντιπαραβάλλεται προς την «εμμάρτυρη προφορική απόδειξη ή μαρτυρία» (oral or parol evidence). Η περίπτωση τροχαίου ατυχήματος είναι μια από τις κλασσικές περιπτώσεις στις οποίες αναζητείται, εντοπίζεται και προσκομίζεται τέτοια εμπράγματη μαρτυρία, συνήθως από τη σκηνή και τα οχήματα. Μια τέτοια μαρτυρία είναι είδος περιστατικής μαρτυρίας.

 

        Όπως έχει κατά καιρούς νομολογηθεί, η πραγματική μαρτυρία συνιστά αμετακίνητο οδηγό του οδικού ατυχήματος, η οποία ιχνηλατεί τα περιστατικά του, συνιστά γνώμονα για την κρίση της αξιοπιστίας και τον έλεγχο της ακρίβειας της προφορικής μαρτυρίας εκτός εάν είναι ουδέτερη αναφορικά με τις συνθήκες που περιβάλλουν το ατύχημα (Ευαγγέλου v. Γιαννακού (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1243). Τα στοιχεία της αποτελούν αντικειμενικό οδηγό για τη διαπίστωση της ροής των γεγονότων (Conway ν. Ηλία (2003) 1 Α.Α.Δ. 540) και γενικά βοηθά στην καλύτερη κατανόηση των συνθηκών ενός δυστυχήματος και στην εξαγωγή λογικών συμπερασμάτων (Νικήτα ν. Κ.Ο.Τ. (2003) 1 Α.Α.Δ. 344). Εννοείται βέβαια ότι η σημασία της ποικίλλει αναλόγως του βαθμού κατά τον οποίο διαφωτίζει σε σχέση με τα ουσιώδη γεγονότα (Κονναρή v. Κυριάκου (1996) 2(Α) Α.Α.Δ. 267).

 

        Κατά κανόναν επίσης, η σκηνή ενός ατυχήματος σκιαγραφείται οπότε τα πλείστα στοιχεία της πραγματικής μαρτυρίας απεικονίζονται σε σχέδιο ή σχεδιαγράφημα (Κονναρή, ανωτέρω). Στην πραγματικότητα το σχέδιο σκηνής κάποιου συμβάντος συνιστά μέσο αποτύπωσης της πραγματικής μαρτυρίας από κάποια σκηνή και μέσο επεξήγησής της στο Δικαστήριο. Είναι υπ' αυτή την έννοια που έχει αναγνωριστεί ότι στην πραγματική μαρτυρία περιλαμβάνεται και το σχέδιο σκηνής τροχαίου ατυχήματος (Σοφοκλέους ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 218), καθώς και ότι το σχέδιο αποτελεί σταθερό οδηγό για τον καθορισμό των γεγονότων που συνέτειναν στην πρόκλησή του (Σωτηρίου ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 307, Θεοδούλου v. Κοκκινόφτα κ.α. (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 759). Όπως έχει διευκρινιστεί, το σχεδιάγραμμα αποτελεί μαρτυρία ως προς την πραγματική κατάσταση την οποία η Αστυνομία βρίσκει επί τόπου, εξ ου και όταν ετοιμάζεται στη βάση λεχθέντων από εμπλεκόμενους τότε αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία (Βασιλείου v. Γεωργίου (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 409).

 

        Οι φωτογραφίες είναι ένας άλλος τρόπος απεικόνισης της πραγματικής μαρτυρίας και εν συνεχεία προσκόμισης των στοιχείων που την αποτελούν στο Δικαστήριο. Μάλιστα υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο στηρίζεται σε αυτές αντί σε κάποιο σχέδιο για το οποίο τυγχαίνει η μαρτυρία να είναι ασαφής ή ανακόλουθη, όπως π.χ. συνέβηκε στην υπόθεση Rushdi v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 74. Στην εν λόγω υπόθεση η Αστυνομία είχε φωτογραφίσει συγκεκριμένο σημάδι το οποίο προσδιορίζετο από αναντίλεκτα ίχνη πλαγιολίσθησης και το Δικαστήριο, στηριζόμενο στις φωτογραφίες, έκρινε ότι αυτό το σημάδι ευρίσκετο εμφανώς στην πορεία του θύματος, πράγμα που ήταν καθοριστικό για την ευθύνη.

 

        Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι στην παρούσα περίπτωση υπήρχαν δύο ουσιώδεις διαφορές εν συγκρίσει με την υπόθεση Rushdi (ανωτέρω). Αφενός εδώ αμφισβητείτο ότι τα φερόμενα ως ίχνη ήταν όντως ίχνη τροχοπέδησης μοτοσυκλέτας και δη αυτής του θύματος. Αφετέρου, για όλα αυτά τα αμφισβητούμενα (πορείες, φρένα, σημείο σύγκρουσης), υπήρχε πέραν της πραγματικής και η άμεση μαρτυρία του αυτόπτη Μ.Κ.3, η οποία και δεν μπορούσε να παραγνωριστεί. Η ίδια η Εφεσείουσα άλλωστε, στο διάγραμμά της χαρακτηρίζει αυτή τη μαρτυρία ως «καθοριστική». Ασφαλώς και αποτελούσε καθήκον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου να εξετάσει την άμεση αυτή μαρτυρία και να τής αποδώσει, αναλόγως, την αρμόζουσα βαρύτητα είτε αυτόνομα είτε σε συνδυασμό με την πραγματική μαρτυρία, προκειμένου να καταλήξει σε ευρήματα επί γεγονότων (Κωνσταντίνου ν. Χ" Αντωνίου (2003) 1 Α.Α.Δ. 455). Σημειώνουμε και την υπόθεση Ασπρής v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 694, ως περίπτωση στην οποία, ακριβώς επειδή το εκδικάσαν Δικαστήριο αγνόησε τον, κατά τα άλλα φιλαλήθη, αυτόπτη μάρτυρα, η καταδίκη ανατράπηκε ως επισφαλής. Συνεπώς και παρά το ότι η σειρά με την οποία πρωτοδίκως έτυχαν εξέτασης (η άμεση και η περιστατική μαρτυρία) ενδεχομένως να έδωσε αφορμή για τα αναφερόμενα στην έφεση, εντούτοις η ουσία παραμένει πως δεν υπήρχε οτιδήποτε το μεμπτό στις ως άνω καταγραφές και στον πρωτόδικο χειρισμό.

 

        Στη συνέχεια, στα πλαίσια και πάλι του πρώτου λόγου έφεσης παραπονείται η Εφεσείουσα λέγοντας ότι το Δικαστήριο απεδέχθη τη μαρτυρία των εξεταστών (Μ.Κ.1, Μ.Κ.2) περί του ότι τα ίχνη ανήκαν στο θύμα στη βάση όχι μόνον όσων τους είχαν υποδειχθεί από τον αυτόπτη Μ.Κ.3 «αλλά και από τις δικές τους διαπιστώσεις» περί του ότι τα ίχνη ήταν «νωπά» διότι κατά τον Μ.Κ.1 «είχαν έντονο μαύρο χρώμα» και υπήρξε αποκόλληση κατά την τριβή «μικρών άσπρων πετρών», τα οποία όμως και πάλι κατά τον Μ.Κ.1 δεν ήταν ευδιάκριτα στις φωτογραφίες. Το παράπονο βασικά αφορά τις προσωπικές διαπιστώσεις των δύο εξεταστών και εστιάζεται στο ότι ενώ ήταν εκπαιδευμένοι στη λήψη φωτογραφιών δεν υπήρξε λογική ή κατανοητή εξήγηση ως προς το γιατί δεν μπορούσε να απεικονιστεί η επί τόπου κατάσταση ή ως προς το γιατί να μην είναι ευδιάκριτο το «έντονο μαύρο χρώμα» στα ίχνη.

 

        Εν πρώτοις να σημειώσουμε ότι η αναπαραγωγή στο εφετήριο κάποιων λεχθέντων υπό του Δικαστηρίου κατά τη δική του παράθεση σύνοψης της μαρτυρίας δεν είναι ακριβής (σ. 8). Η πρωτόδικη  αναφορά σε κάτι το οποίο δεν είχε καταγραφεί από τον φωτογραφικό φακό αφορούσε τις «μικροσκοπικές άσπρες πέτρες» (και όχι το «έντονο μαύρο χρώμα» ιχνών). Η δικαστική καταγραφή απέδιδε επακριβώς τα λεχθέντα του Μ.Κ.1 κατά την αντεξέτασή του, όπως διαπιστώνεται από τα πρακτικά (σ. 16, 17, 21), όπου η θέση του Μ.Κ.1 ήταν πως «το ότι είναι νωπό φαίνεται» ενώ «οι μικροσκοπικές πετρίτσες» δεν φαίνονται.

 

Είναι λοιπόν αντιληπτό πως ο Μ.Κ.1 περιέγραφε ως έντονο μαύρο όχι κάτι άλλο, το οποίο να μην είχε προσκομιστεί στο Δικαστήριο, αλλά το ίχνος και το χρώμα, ως αυτά φαίνονταν στις φωτογραφίες, τις οποίες όμως έβλεπε και το Δικαστήριο. Το ότι ο ίδιος το χαρακτήριζε ως «έντονο μαύρο χρώμα» ασφαλώς οφείλετο στην υποκειμενική του άποψη και λογικά είχε σχέση με τη δική του εμπειρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη θέση περί νωπών ιχνών μαζί με τη θέση των εξεταστών ότι ο πισινός τροχός της μοτοσυκλέτας έφερε εμφανή σημεία από τρίψιμο στον δρόμο όπως όταν μια μοτοσυκλέτα τροχοπεδεί. Είναι δε γεγονός ότι τις είχε δεχθεί αφού όμως τους είχε ήδη κρίνει και αντιμετωπίσει ως εμπειρογνώμονες σε κάποια θέματα λόγω της εκπαίδευσης και εμπειρίας τους, λέγοντας: «Παρά όμως τα πιο πάνω, διευκρινίζεται ότι αποδέχομαι τις αναφορές τους ότι τα ίχνη τροχοπέδησης ήσαν νωπά καθώς και ότι ο πίσω τροχός της μοτοσυκλέτας του θύματος παρουσίασε ίχνη τροχοπέδησης. Από τα όσα σχετικά οι μάρτυρες ανέφεραν σε σχέση με τους ελέγχους που έγιναν προς εξακρίβωση των εν λόγω στοιχείων τα οποία ήτο απολύτως επεξηγηματικά και κατατοπιστικά και παρά την αδυναμία απεικόνισής των στις σχετικές φωτογραφίες για τους λόγους που έθεσαν ικανοποιούμαι ότι μπορώ να βασιστώ με ασφάλεια στη μαρτυρία τους για να καταλήξω ότι οι εν λόγω μάρτυρες, ως εκ της εμπειρίας τους, ήσαν σε θέση να καταλήξουν στα σχετικά συμπεράσματα»

 

        Το ουσιώδες όμως είναι πως η πιο πάνω αξιολόγηση ακολουθούσε αμέσως μιαν από τις προαναφερθείσες ξεκάθαρες τοποθετήσεις του Δικαστηρίου ότι η απόδοση των ιχνών στον μοτοσυκλετιστή δεν μπορούσε να προκύψει από τους εξεταστές διότι κατά πρώτον η δική τους γνώμη είχε εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 (η οποία θα αξιολογείτο) και κατά δεύτερον ένεκα του ότι αμφότεροι οι εξεταστές δεν μπορούσαν να αποκλείσουν το ενδεχόμενο τα εν λόγω ίχνη να μην ανήκαν εν τέλει στη μοτοσυκλέτα του θύματος. Συνεπώς στην πραγματικότητα το Δικαστήριο δέχθηκε μεν ότι υπήρχαν αφενός στη σκηνή νωπά ίχνη τροχοπέδησης και αφετέρου στον πισινό τροχό της μοτοσυκλέτας σημάδια τροχοπέδησης, πλην όμως σε καμμιά περίπτωση δεν ταύτισε τα δύο και κυρίως δεν ήταν στη βάση είτε αυτής είτε άλλης μαρτυρίας των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 που κατέληξε ότι τα ίχνη τροχοπέδησης ανήκαν στη μοτοσυκλέτα. Το τελευταίο ήταν εύρημα το οποίο προέκυψε μόνο μετά την αξιολόγηση του Μ.Κ.3, όπως και είχε προαναγγείλει η πρωτόδικη Δικαστής ότι θα έπραττε. Θεωρούμε πως το Δικαστήριο ορθώς ήταν ιδιαίτερα προσεκτικό στην εξαγωγή ευρημάτων βάσει της μαρτυρίας γνώμης των εξεταστών. Υπενθυμίζουμε ότι όπως έχει τονιστεί τα Δικαστήρια οφείλουν να απαγορεύουν ερωτήσεις προς αστυνομικούς εξεταστές όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο έγινε η σύγκρουση και το ποιος ευθύνεται για αυτή (Χρυσοστόμου v. Cameron (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1992).

 

        Σε συνάφεια με τα πιο πάνω έχει προβληθεί η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μεταχειρίστηκε ισότιμα τον Μ.Υ. επειδή μη εφαρμόζοντας την ίδια συλλογιστική απέρριψε τη θέση του ότι κάποια άλλα ίχνη δεν ήταν υγρά από το αυτοκίνητο αλλά ίχνη ολίσθησης τροχού της μοτοσυκλέτας. Η εισήγηση αφορά ίχνη τα οποία ξεκινούν περίπου από το μέσον του δρόμου και εκτείνονται μέχρι την τελική θέση του αυτοκινήτου. Επρόκειτο για ουσιαστική θέση του Μ.Υ. αφού, υποστηρίζοντας ότι αυτά  τα ίχνη τα άφησε ο τροχός της μοτοσυκλέτας ο οποίος σφηνώθηκε και παρασύρθηκε από το αυτοκίνητο σε απόσταση 16,5μ., ο Μ.Υ. κατέληγε ότι σε αυτό το σημείο, στο κέντρο του δρόμου ήταν που είχε γίνει η σύγκρουση. Μάλιστα, ο Μ.Υ. χρησιμοποίησε τόσο την απόσταση αυτή (των 16,5μ.) σε συνδυασμό με τον μέσο όρο συντελεστή τριβής ασφάλτου (ήτοι 0.7) σε εξίσωση από τη Θεωρία της Κίνησης του Νεύτωνος, καταλήγοντας ότι η ταχύτητα του αυτοκινήτου ήταν 48χ.α.ω. όσο και την απόσταση εκτίναξης του θύματος από το ίδιο σημείο (ήτοι 14μ.) σε άλλες εξισώσεις καταλήγοντας ότι η ταχύτητα της μοτοσυκλέτας ήταν 120χ.α.ω.

 

        Η πραγματικότητα είναι πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δεχθεί τη θέση του Μ.Υ. περί ίχνους ολίσθησης όχι μόνον επειδή τέτοια θέση δεν είχε τεθεί στους εξεταστές αλλά πρωτίστως επειδή αυτή δεν συνήδε με τα απεικονιζόμενα στις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 16 (υπ' αρ. 6 έως 11). Δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω στο ζήτημα διότι πραγματικά δεν απαιτείται να είναι κάποιος ειδικός για να αντιληφθεί ότι τα εν λόγω ίχνη αφορούν υγρά και όχι ολίσθηση ελαστικού. Ο ακανόνιστος σχηματισμός τους κατά μήκος και πλάτος και κυρίως ο τρόπος διασποράς στο οδόστρωμα (σταγονίδια κ.λπ) υποδεικνύουν με απλή παρατήρηση ότι πρόκειται για υγρά που έχουν διαχυθεί όπως ήταν και η πρωτόδικη διαπίστωση. Παραπέμπουμε σε σχέση με τη δυνατότητα τέτοιας παρατήρησης στην υπόθεση Γιάγκου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 29/2019, ημερ. 17.9.19 και προσθέτουμε πως κατά τον ίδιο τρόπο όντως είναι εμφανές ότι τα υγρά αυτά ξεκινούν από τη δεξιά λωρίδα εν σχέσει με την πορεία που ακολουθούσε η Εφεσείουσα (όπως καταδεικνύει πολύ καθαρά η φωτογραφία αρ. 6). 

 

        Όπως λοιπόν και αν ιδωθούν τα πράγματα, η ουσιώδης και καθοριστική μαρτυρία ήταν η άμεση μαρτυρία του αυτόπτη Μ.Κ.3, η ορθότητα της αξιολόγησης του οποίου προσβάλλεται με τον λόγο έφεσης υπ' αρ. 4. Όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο ο Μ.Κ.3 είχε περιγράψει τα όσα βίωσε με απλό και κατανοητό τρόπο, καθώς και τις περιστάσεις υπό τις οποίες επήλθε η σύγκρουση με καθαρότητα και σταθερότητα. Ασφαλώς και ήταν εν γνώσει του Δικαστηρίου η παρέα που είχαν αναπτύξει με το θύμα, όπως την είχε επεξηγήσει ο ίδιος κατά τη μαρτυρία του. Σημειώνουμε, ως ενδεικτική της επίγνωσης αυτής, την υπόδειξη του Δικαστηρίου για τη φόρτιση την οποία παρατήρησε στον Μ.Κ.3 σε αρκετά σημεία της μαρτυρίας του και ιδιαίτερα σε υποβολές ότι εψεύδετο με σκοπό να απαλλάξει το θύμα.

 

        Δεν συμφωνούμε ότι εγείρεται οποιοδήποτε ζήτημα από το ότι ο Μ.Κ.3 υπέγραψε στο σχέδιο Τεκμήριο 18, στο οποίο ο Μ.Κ.1 τοποθετώντας τις πορείες έβαλε αριστερότερα τον Μ.Κ.3 και δεξιότερα το θύμα. Οι θέσεις που έβαλε δεν ήταν χωροταξικές αλλά ενδεικτικές. Ούτως ή άλλως αυτό ήταν κάτι που προέκυπτε από στοιχεία τα οποία είχε ο ίδιος εντοπίσει επί τόπου. Αλλά και πάλι δεν απείχαν από τη μαρτυρία την οποία ο Μ.Κ.1 είχε στη διάθεσή του και δη αυτήν του Μ.Κ.3, ο οποίος στην κατάθεσή του (Τεκμήριο 20) είχε πει πως το θύμα κινήθηκε δεξιά και ο ίδιος (Μ.Κ.3) κινήθηκε αριστερά όταν αντιλήφθηκαν το αυτοκίνητο. Άλλωστε, όπως και η πρωτόδικη Δικαστής επεσήμανε, η βασική θέση του Μ.Κ.3 σε σχέση με το πού ο ίδιος, καθώς και το θύμα, ευρίσκοντο αμέσως προ της σύγκρουσης, ήταν σταθερή και σε κανένα σημείο δεν είχε διαφοροποιήσει την εκδοχή του.

 

        Ως προς το κρισιμότερο ζήτημα της υπόθεσης για τη μαρτυρία του Μ.Κ.3 το Δικαστήριο ανέφερε:

 

«Επίσης, η θέση του για την πορεία που ακολουθούσε το αυτοκίνητο της κατηγορούμενης ήταν σταθερή. Αυτή ήταν ότι όταν την αντιλήφθηκε κινείτο στο αντίθετο ρεύμα, ήτοι στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας, σύμφωνα με την πορεία της, στην εντελώς δεξιά μεριά του δρόμου, και με το που αντιλήφθηκε το θύμα και τον ίδιο κινήθηκε προς τα αριστερά με σκοπό να εισέλθει στη δική της λωρίδα κυκλοφορίας με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το θύμα, το οποίο κινήθηκε δεξιότερα για να την αποφύγει, στο μέσο περίπου της δικής τους λωρίδας κυκλοφορίας κοντά στο σημείο που σημειώθηκε με «Χ». Υπήρξε περαιτέρω σταθερός στις θέσεις του ότι το θύμα, το οποίο ήτο γερμένο προς τα αριστερά με σκοπό να διαχειριστεί την αριστερόστροφη στροφή, επιχείρησε να ευθυγραμμίσει τη μοτοσυκλέτα για να μπορέσει να φρενάρει και ακολούθως φρέναρε με τον ίδιο να αντιλαμβάνεται τούτο από το κλείδωμα του πίσω τροχού της μοτοσυκλέτας ο οποίος τη δεδομένη στιγμή έβγαζε καπνούς. Ήτο δε αμετακίνητος στις θέσεις του ότι τα ίχνη τροχοπέδησης που βρέθηκαν στη σκηνή και σημειώθηκαν με τους αριθμούς 2 και 3 ανήκαν στο θύμα και αντικατοπτρίζουν την πορεία της μοτοσυκλέτας από τη στιγμή που το θύμα προσπάθησε να αποφύγει την κατηγορούμενη μέχρι και τη σύγκρουση με το αυτοκίνητό της κινούμενος κατ' ουσία από την εντελώς αριστερή πλευρά του δρόμου προς το μέσο».

..................................................................................................................

«Πέραν τούτου, ο μάρτυρας αυτός υπέδειξε στο σχέδιο της σκηνής το γράμμα «Χ» ως το σημείο σύγκρουσης και στην φωτογραφία 7 του Τεκμηρίου 16 το σημείο 3, που συμπίπτει με το τέλος των ιχνών τροχοπέδησης, και επέμενε ότι το θύμα χτυπήθηκε εντός του μέσου της λωρίδας των στα σημεία που υπέδειξε αρνούμενος επίμονα οποιαδήποτε άλλη εκδοχή. Από τη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού μπορεί να προκύψει με πάσα βεβαιότητα ότι η σύγκρουση έλαβε χώρα επί του μέσου της αριστερής λωρίδας του δρόμου κοντά στο σημείο «Χ» και το σημείο 3 που τελειώνουν τα ίχνη τροχοπέδησης της μοτοσυκλέτας του θύματος. Επαναλαμβάνεται, ότι δεν αναμένεται και ούτε είναι δυνατό από ένα αυτόπτη μάρτυρα να μπορεί να καθορίσει επ' ακριβώς ένα σημείο σύγκρουσης. Επίσης, η θέση του ότι το θύμα μετά τη σύγκρουση χτύπησε επί του ανεμοθώρακα και της οροφής του αυτοκινήτου και κατέληξε σε αυλάκι στη δεξιά άκρη του δρόμου και εντοπίστηκε από τον ίδιο συνάδει και με τα υπόλοιπα ευρήματα και πραγματική μαρτυρία στη σκηνή. Η δε θέση του ότι η μοτοσυκλέτα του θύματος μετά τη σύγκρουση σηκώθηκε και παρασύρθηκε από το αυτοκίνητο της κατηγορούμενης για κάποια απόσταση μέχρι να πέσει επί του εδάφους και να αφήσει γδαρσίματα στην άσφαλτο εντός της λωρίδας τους και πιο μπροστά από το σημείο «Χ» συνάδει και με τα αντικειμενικά ευρήματα στη σκηνή και συγκεκριμένα με τη χαραγή που σημειώθηκε με τον αριθμό 4 επί του σχεδίου αλλά και συνάδει με τη μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 και τις εμπεριστατωμένες εξηγήσεις που οι εν λόγω μάρτυρες έδωσαν αναφορικά με τους λόγους που στο σημείο σύγκρουσης δεν εντοπίστηκαν οιαδήποτε αντικειμενικά ευρήματα δηλωτικά αυτής αλλά και με τις ζημιές που εντοπίζονται στο αυτοκίνητο της κατηγορούμενης με το μπροστινό μέρος να έχει ανασηκωθεί λόγω ακριβώς του ότι η μοτοσυκλέτα για κάποιο διάστημα βρέθηκε επ' αυτού που ενισχύουν τις θέσεις του Μ.Κ.3». 

       

        Ανεξαρτήτως των όποιων επιμέρους λεπτομερειών είναι ηλίου φαεινότερο πως η ουσία της πιο πάνω μαρτυρίας του Μ.Κ3 εστιάζεται σε δύο βασικά σημεία. Πρώτον, στο ότι όταν ο ίδιος είχε αντιληφθεί την Εφεσείουσα αυτή κινείτο στην αντίθετη λωρίδα, ήτοι στην πορεία του θύματος. Δεύτερον, στο ότι εκείνη μόλις αντιλήφθηκε το θύμα κινήθηκε προς τα αριστερά της, σε μια προσπάθεια αποφυγής της σύγκρουσης, πράγμα που δεν κατάφερε. Εξίσου ουσιώδες όμως είναι πως εν σχέσει με το δεύτερο πιο πάνω σημείο ο Μ.Κ.3 επιβεβαιωνόταν από ρητή παραδοχή της Εφεσείουσας, στο πλαίσιο γραπτής κατάθεσής της (Τεκμήριο 12), περί του ότι όντως, όταν αντιλήφθηκε τη μοτοσυκλέτα, κινήθηκε αριστερότερα («Εγώ μόλις την είδα ενστικτωδώς έστριψα το τιμόνι προς τα αριστερά»).

 

        Ας σημειωθεί δε, ότι το εύρημα περί αποφευκτικής κίνησης προς τα αριστερά συνήδε απολύτως και με τα συμπεράσματα του εμπειρογνώμονα της υπεράσπισης (Μ.Υ.) ο οποίος επιβεβαίωσε ότι κατά τη σύγκρουση η θέση του αυτοκινήτου ήτο σε φάση αποφυγής, καθώς και ότι το κτύπημα ήταν σφοδρό, στο κέντρο του μπροστινού μέρους με κατεύθυνση κρούσης από μπροστά προς τα πίσω και ελαφρώς διαγώνια από δεξιά προς αριστερά (βλ. έκθεση, Τεκμήριο 33, σ. 3). Αυτά ήταν όλα ορθά και συνήδαν επίσης με τη φύση των ζημιών στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου, στο καπό, στον ανεμοθώρακα και στην οροφή του.

 

        Επειδή όμως υπήρξαν εισηγήσεις στα πλαίσια του λόγου έφεσης υπ' αρ. 2 περί του ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιείται μαρτυρία του Μ.Υ. για εξαγωγή συμπερασμάτων, παρεμβάλλουμε εδώ πως δεν πρόκειται για εξαγωγή συμπερασμάτων στη βάση μαρτυρίας αναξιόπιστου μάρτυρος αλλά για επισημάνσεις ότι τμήματα της μαρτυρίας της μιας πλευράς ταυτίζονται με άλλη, αξιόπιστη μαρτυρία της άλλης πλευράς. Δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό σε μια τέτοια υπενθύμιση αφού, μεταξύ άλλων, υποδεικνύονται έτσι τα πραγματικά αμφισβητούμενα γεγονότα ή ζητήματα.

 

        Επανερχόμενοι στα ουσιώδη ζητήματα σημειώνουμε πως το θέμα το οποίο ανέκυπτε ήταν ότι ο Μ.Υ. τοποθετούσε το σημείο σύγκρουσης στο κέντρο του δρόμου και δη βασικά επί της άσπρης διαχωριστικής γραμμής (βλ. «Β2» επί του Τεκμηρίου 34), δεχόμενος κατά την αντεξέτασή του ότι και η τοποθέτηση αυτή ήταν ενδεικτική «αφού μπορεί να ήταν 5 ή 10 εκατοστά δεξιά ή αριστερά», χωρίς (ως ήταν φυσικό) να είναι σε θέση να γνωρίζει επακριβώς, εξηγώντας σε άλλο σημείο ότι δυνατόν το θύμα να μην ήταν εν τέλει στο κέντρο του δρόμου αλλά να ήταν είτε στη λωρίδα της Εφεσείουσας είτε στη δική του. Αυτό από μόνο του αποδομούσε την επιμονή του Μ.Υ. ότι τα υγρά (που τα θεωρούσε ίχνη ολίσθησης) ξεκινούσαν από τη λωρίδα κυκλοφορίας της Εφεσείουσας και άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο να ξεκινούσαν από τη λωρίδα στην οποία οδηγούσε το θύμα. Έτσι εν τέλει ήταν και η κατάληξη της πρωτόδικης Δικαστού, στη βάση βέβαια της πραγματικής μαρτυρίας (ως έχει εξηγηθεί σε άλλο σημείο). Όπως επίσης είχε καταλήξει το Δικαστήριο, η πορεία του αυτοκινήτου μετά τη σύγκρουση, δύναται να διαφανεί από την κατεύθυνση αυτών των υγρών (λοξή πορεία από την αρχή των υγρών, ήτοι το σημείο αρ. 5 εντός της λωρίδας του θύματος μέχρι την τελική του θέση). Όντως ως ζήτημα κοινής λογικής ποσώς μπορούν να υποστηρίξουν ότι το αυτοκίνητο κινείτο πάνω στη διαχωριστική γραμμή, αλλά αντιθέτως αποδεικνύουν ότι σε εκείνο το σημείο το αυτοκίνητο είχε ήδη κλίση προς τα αριστερά.

 

        Βεβαίως η ουσία όλων αυτών και το πιο σημαντικό συμπέρασμα ήταν πως, ακόμα και με την εκδοχή την οποία προωθούσε ο Μ.Υ. για να ευρίσκετο λοξώς στο κέντρο του δρόμου το αυτοκίνητο μετά από αποφευκτική κίνηση προς τα αριστερά, εσήμαινε απαραιτήτως πως, αμέσως πριν, αυτό ήταν στη λωρίδα του θύματος, ως ήταν και η μαρτυρία του Μ.Κ.3. Με άλλα λόγια, το συμπέρασμα ότι η Εφεσείουσα παρεξέκλινε της νόμιμης πορείας της και οδηγούσε στην αντίθετη λωρίδα, ήταν το μόνο εύλογο και κυρίως ακλόνητο. Βασικά η πραγματική μαρτυρία επιβεβαίωνε τον Μ.Κ.3 ως προς το ότι η Εφεσείουσα οδηγούσε στη δική τους λωρίδα.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας παρακολουθήσει τον Μ.Κ.3 δέχθηκε και τη θέση του ότι το θύμα χρησιμοποίησε τα φρένα της μοτοσυκλέτας του. Η μαρτυρία του αυτή επιβεβαιώνετο επίσης από την προσκομισθείσα πραγματική μαρτυρία και δη την ύπαρξη ιχνών τροχοπέδησης μήκους 18μ. περίπου. Ο Μ.Υ. αγνόησε εντελώς το στοιχείο αυτό στην έκθεσή του και τούτο προφανώς ένεκα της άποψης που υιοθέτησε, ότι η Εφεσείουσα οδηγούσε πάνω από τη διαχωριστική γραμμή, καταλαμβάνοντας και τις δύο λωρίδες. Τέτοια θέση, ως εξηγήσαμε, δεν μπορούσε να ευσταθεί, λόγω της εμφανούς λοξής κατεύθυνσης των υγρών τα οποία ξεκινούν από την αντίθετη λωρίδα εν σχέσει με τη δική της πορεία.  

 

        Παράλληλα η πρωτόδικη Δικαστής έλαβε υπ' όψιν πως υπήρξε και κάποια απόσταση σκέψης (thinking distance). Όπως σχετικά έχει εξηγηθεί στην Κλεάνθους v. Βανέλλη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1672 πρόκειται για την «... απόσταση που διανύεται κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της σκέψης που δημιουργείται στον εγκέφαλο για τη χρήση των φρένων και της μετάδοσής της στη λειτουργία των μελών του σώματος». Τέτοιος χρόνος αναπόφευκτα μεσολαβεί μεταξύ της διαπίστωσης του κινδύνου και της εκδήλωσης αντίδρασης σε αυτόν (Ευαγγέλου, ανωτέρω). Στη Σιαλαμπή ν. Παναγή (2008) 1 Α.Α.Δ. 75 εξηγήθηκε ότι συνήθως τα Δικαστήρια λαμβάνουν υπ' όψιν ότι είναι φυσικό να απαιτείται μια τέτοια απόσταση μέχρι να αντιδράσει ο οδηγός και πως για τη γενική αναφορά ότι η πρώτη αντίληψη του κινδύνου γίνεται σε περίπου διπλάσια απόσταση από το μήκος των ιχνών δεν χρειάζεται να είναι κάποιος εμπειρογνώμονας και ούτε αυτή η αναφορά επηρεάζει τα ουσιαστικά ευρήματα. Παρομοίως κρίνουμε πως δεν δύναται να θεωρηθεί μεμπτή η πρωτόδικη αναφορά ότι ο μοτοσικλετιστής εδώ είχε αντιληφθεί την Εφεσείουσα εντός της λωρίδας του, ευρισκόμενος ο ίδιος σε απόσταση περίπου 36μ. Το πότε ο ίδιος ο Μ.Κ.3 την είχε αντιληφθεί και από ποια απόσταση δεν ήταν ουσιώδες στην υπόθεση. Πάντως ήταν δεδομένο πως και αυτός την αντιλήφθηκε, οπότε την απέφυγε κινούμενος αριστερότερα.

 

        Πέραν των πιο πάνω θεμάτων, με την αιτιολογία των λόγων έφεσης 1, 2 και 4, προβάλλονται και διάφορα άλλα, επιμέρους επίσης και μη καθοριστικά ζητήματα εν συγκρίσει με το τι πραγματικά ήταν το ουσιώδες στην υπόθεση. Δεν συμφωνούμε ούτε με αυτές τις εισηγήσεις και ειδικά με το ότι τέτοια θέματα είχαν τη δυναμική να κλονίσουν ή πολλώ μάλλον να αναιρέσουν τα, κατά τα άλλα, στέρεα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

        Σε σχέση με το σημείο σύγκρουσης, το Δικαστήριο, με τη μέγιστη δυνατή προσέγγιση απεδέχθη ότι αυτό ευρίσκετο μεταξύ των σημείων «Χ» και «3» επί του Τεκμηρίου 18, καθώς και ότι απείχε 1.60μ. από το αριστερό άκρο της λωρίδας κυκλοφορίας του θύματος. Η παρούσα περίπτωση ασφαλώς δεν συγκαταλέγεται σε αυτές στις οποίες είχε σημασία ο εντοπισμός του σημείου σύγκρουσης με ακρίβεια εκατοστού (Αυξεντίου κ.α. v. Αυγουστή (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1483, Κωνσταντίνου v. Αχιλλέως, Πολ. Έφ. 364/11, ημερ. 3.7.17, ECLI:CY:AD:2017:A240). Αφήνουμε κατά μέρος το ότι, ως έχει διαφανεί, ακόμα και το σημείο το οποίο προέκρινε ως ορθό η υπεράσπιση, προϋπέθετε και πάλι οδήγηση στην αντίθετη λωρίδα από την Εφεσείουσα. Η διαπίστωση ότι οδηγούσε στην αντίθετη λωρίδα ήταν και η ουσία του πρωτόδικου ευρήματος και δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην κατάληξή του.

 

        Σε σχέση με την ταχύτητα του θύματος θα πρέπει εν πρώτοις να πούμε ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρξε εύρημα πως αυτή ήταν «μόνο 60χ.α.ω.» ως αφήνεται να νοηθεί στο εφετήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς κρίνοντας ότι δεν μπορούσε να υιοθετήσει τις μαθηματικές εξισώσεις του Μ.Υ. παρέμεινε στη μαρτυρία του Μ.Κ.3, τον οποίο είχε κρίνει για καλούς λόγους αξιόπιστο. Η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν πως το θύμα οδηγούσε με ταχύτητα «περί τα 60χ.α.ω.» σε δρόμο στον οποίο το όριο ήταν 50χ.α.ω. Αυτό από μόνο του δεν απέκλειε καθόλου την πιθανότητα να οδηγούσε όντως το θύμα με μεγαλύτερη ταχύτητα από τα 60χ.α.ω. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα επηρέαζε ούτε τα υπόλοιπα ευρήματα ούτε και την τελική κατάληξη, αφού η ταχύτητα δεν στοιχειοθετεί αφ' εαυτής ευθύνη εκτός στις περιπτώσεις στις οποίες δύναται να συνδεθεί αιτιωδώς με την πρόκληση του ατυχήματος, που εδώ δεν ήταν η περίπτωση δεδομένου ότι γενεσιουργός ήταν άλλη αιτία και όχι η ταχύτητα (Ιωάννου v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 113).

 

        Εσφαλμένη κρίνουμε και την αντίληψη ότι το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως ορθή τη θέση ότι «η ύπαρξη συντριμμιών δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αξιόπιστο στοιχείο για την ανεύρεση ενός σημείου σύγκρουσης». Στο εφετήριο προβάλλεται ότι το έπραξε αυτό πλην όμως και πάλι γίνεται παραπομπή σε απόσπασμα της απόφασης το οποίο αφορούσε την παράθεση μαρτυρίας (σ. 9). Δεν εντοπίζουμε τέτοια διατύπωση στην αξιολόγηση ή στα ευρήματα του Δικαστηρίου. Ενδεχομένως να έπρεπε να υπάρξει πιο ειδική ενασχόληση πλην όμως στην απουσία της δεν είναι ορθό να συμπεραίνεται το αντίθετο, ότι δηλαδή έγινε δεκτή. Άλλωστε ο όλος χειρισμός της πραγματικής μαρτυρίας καταδεικνύει ότι αυτή χρησιμοποιήθηκε δεόντως κατά την εξαγωγή ευρημάτων.

 

        Είναι γεγονός ότι αποτέλεσε εύρημα πως από το σημείο σύγκρουσης «Χ», το οποίο δέχθηκε το Δικαστήριο και για απόσταση 6.80μ. δεν εντοπίστηκαν συντρίμμια (θραύσματα) στο οδόστρωμα. Η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το Δικαστήριο αποδέχθηκε επί τούτου τις θεωρίες των εξεταστών (περί ορμής, πρώτης επαφής, μέγιστης εμπλοκής και απεμπλοκής οχημάτων) και ότι έτσι εξήγησε την απουσία θραυσμάτων ή άλλων στοιχείων επί του οδοστρώματος μέχρι την εκδορά στο οδόστρωμα (Σημείο 4) και τα προαναφερθέντα υγρά (Σημείο 5), δηλαδή για αυτή την απόσταση των 6.80μ. Παραθέσαμε ήδη προηγουμένως αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση. Εκείνο το οποίο παραγνωρίζει η πιο πάνω εισήγηση είναι πως και για το θέμα αυτό υπήρχε η άμεση μαρτυρία του Μ.Κ.3 την οποία το Δικαστήριο αξιολόγησε και απεδέχθη, με βασικότερη τη θέση ότι μετά τη σύγκρουση η μοτοσυκλέτα «σηκώθηκε και παρασύρθηκε από το αυτοκίνητο της κατηγορούμενης για κάποια απόσταση μέχρι να πέσει» στο οδόστρωμα και να αφήσει γδαρσίματα (Σημείο 4). Είναι γεγονός πως υπήρξε αναφορά σε εξηγήσεις των εξεταστών πλην όμως κατά τη γνώμη μας καθοριστική ήταν η μαρτυρία του Μ.Κ.3. Χωρίς αυτή δεν θα υπήρχε στέρεο υπόβαθρο για την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η επίκληση εξηγήσεων των εξεταστών κρίνουμε πως ήταν εκ του περισσού και πάντως δεν επηρεάζει το σχετικό εύρημα.

 

        Στη βάση όλων των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης υπ' αρ. 1, 2 και 4 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Λόγος Έφεσης υπ' αρ. 5

 

        Η Εφεσείουσα με τον πέμπτο λόγο έφεσης υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα την επιλογή της να ασκήσει το δικαίωμα της σιωπής. Το Δικαστήριο κατέγραψε ορθά τη νομική πτυχή του θέματος και τόνισε δεόντως ότι η σιωπή δεν πρέπει σε οποιαδήποτε περίπτωση να επενεργήσει δυσμενώς ως προς τις θέσεις της. Την ορθή καταγραφή και αναγνώριση του δικαιώματος δέχεται και η Εφεσείουσα στην αιτιολογία του κρινόμενου λόγου έφεσης.

 

        Παραπονείται όμως η Εφεσείουσα ότι αμέσως μετά και επί της ουσίας το Δικαστήριο αποδίδει ευθύνη στην ίδια επί τη βάσει των δύο καταθέσεών της (Τεκμήρια 12 και 13). Βασικά το Δικαστήριο, αμέσως μετά την παράθεση της ορθής θέσης για το δικαίωμα της σιωπής προχώρησε να πει πως «παρά ταύτα» ως μέρος του μαρτυρικού υλικού κατατέθηκαν και οι δύο καταθέσεις, «οι οποίες και κατατέθηκαν άνευ οιασδήποτε ενστάσεως από την υπεράσπιση». Αυτό έδωσε αφορμή να προβάλλεται ενώπιόν μας πως το σχόλιο αυτό είναι τουλάχιστον ατυχές αφού κατ' αρχάς δεν κατατέθηκαν ως παραδεκτά και ούτε δηλώθηκε ως παραδεκτό το περιεχόμενό τους, (ως είχε γίνει με άλλα τεκμήρια).

 

        Δεν θα διαφωνήσουμε με το ότι η όποια διαφαινόμενη διασύνδεση της άσκησης του δικαιώματος σιωπής με γραπτές καταθέσεις ήταν εκ του περισσού, όπως ήταν και η αναφορά ότι αυτές κατατέθηκαν χωρίς ένσταση. Το θέμα ένστασης αφορούσε τη δεκτότητά τους και τέτοιο θέμα δεν εγείρετο. Από τη στιγμή που αυτές ευρίσκοντο εντός του μαρτυρικού υλικού ενεργοποιούντο οι αρχές αξιολόγησης κατάθεσης κατηγορουμένου, χωρίς βέβαια να απαιτείται ότι έχουν δηλωθεί ως παραδεκτά γεγονότα τα περιεχόμενά τους. Είναι αυτονόητο πως αν το περιεχόμενό τους ήταν παραδεκτό τότε δεν θα ετίθετο θέμα για οποιαδήποτε αξιολόγηση η οποία και όντως απαιτείτο εδώ.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε ορθά τις σχετικές αρχές με αναφορά στη βασική υπόθεση Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109 στην οποία υπεδείχθη ότι δύναται να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα σε κάποιο τμήμα της κατάθεσης το οποίο ισοδυναμεί με παραδοχή στο αδίκημα ή το οποίο περιέχει δηλώσεις εναντίον των συμφερόντων του κατηγορουμένου. Το ζήτημα εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου το οποίο δίδει σχετική αιτιολογία για την πιθανή διαφορετική βαρύτητα (βλ. και Γενικός Εισαγγελέας v. Παπανικόλα, Ποιν. Έφ. 214/21, ημερ. 20.12.23).

 

        Αυτό το οποίο αντιλαμβανόμαστε από την αιτιολογία αυτού του λόγου έφεσης είναι πως το παράπονο εστιάζεται στο ότι η θέση της Εφεσείουσας κατά την ακρόαση ήταν ξεκάθαρη περί του ότι δεν υποστήριζε πλέον την εκδοχή της ως την είχε εκφράσει στις καταθέσεις εν σχέσει με το σημείο σύγκρουσης αλλά υποστήριζε συνεχώς ότι η σύγκρουση έγινε περίπου στη μέση του δρόμου και εντός της δικής της λωρίδας (Σημείο 5 του Τεκμηρίου 18). Κατά την εισήγηση αυτό το είχε παραγνωρίσει το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

        Η ουσία όμως είναι πως υπήρχαν στις καταθέσεις της δηλώσεις εναντίον συμφέροντος και ότι αυτές δεν αναιρούντο εκ του γεγονότος ότι αργότερα προωθήθηκε διαφορετική γραμμή υπεράσπισης εν σχέσει με το σημείο σύγκρουσης. Άλλωστε το τμήμα από τις καταθέσεις το οποίο απεδέχθη το Δικαστήριο ως δήλωση εναντίον συμφέροντος, επιβεβαιωτική μάλιστα της μαρτυρίας του Μ.Κ.3 ήταν το ότι μόλις αντιλήφθηκε το θύμα η ίδια ενστικτωδώς κινήθηκε αριστερά, θέση που υποστηριζόταν και από τα υγρά (στο Σημείο 5). Οι υπόλοιπες θέσεις της δεν έγιναν δεκτές και δεν κρίνουμε ότι απαιτείται περαιτέρω ενασχόληση σε σχέση με τους λόγους που είχαν δοθεί.

 

        Καταληκτικά, δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι το Δικαστήριο έκρινε κατά τρόπο απαράδεκτο και με τον πλέον αυστηρό τρόπο την Εφεσείουσα επί του περιεχομένου των καταθέσεών της, οι οποίες ως προβάλλεται «δεν αποτελούσαν ...... τη θέση που προωθήθηκε» στην ακρόαση. Οι καταθέσεις συνιστούσαν καταθέσεις κατηγορουμένου, είχαν τη δική τους αξία και δυναμική και ορθώς αξιολογήθηκαν από το Δικαστήριο.

 

        Ως εκ τούτου και ο λόγος έφεσης υπ' αρ. 5 κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Έφεση κατά της Ποινής

 

        Με τους εναπομείναντες λόγους έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της άμεσης ποινής φυλάκισης 15 μηνών. Ειδικότερα με τον λόγο έφεσης υπ΄ αρ. 6 προσβάλλεται αυτή ως έκδηλα υπερβολική ενώ με τον λόγο έφεσης υπ΄ αρ. 7 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η μη αναστολή εκτέλεσης της.

 

Λόγος Έφεσης υπ΄ αρ. 6

 

        Σε σχέση με το ύψος της ποινής προβάλλεται ότι παρά τις διαπιστώσεις και αναφορές στην απόφαση του, εντούτοις το Δικαστήριο δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες.

 

        Ως προς τις αρχές επέμβασης σε πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή αρκούμαστε σε παράθεση του πιο κάτω αποσπάσματος από την υπόθεση Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 12/2015 κ.α., ημερ. 4.7.17, ECLI:CY:AD:2017:B241:

 

        «Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής».

 

        Εν σχέσει με την παρούσα και πριν από οτιδήποτε άλλο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι μέρος της αιτιολογίας η οποία παρατίθεται στο εφετήριο δεν σχετίζεται με τον προαναφερθέντα λόγον έφεσης. Αυτό υπό την έννοια ότι κάποια από τα εγειρόμενα στην αιτιολογία θέματα δεν σχετίζονται καθόλου με ελαφρυντικούς παράγοντες, ήτοι με τον λόγο έφεσης που έχει προβληθεί (βλ. §1, 2, 5). Τέτοια ζητήματα δεν θα μας απασχολήσουν αφού ως επίσης είναι νομολογημένο η έφεση συζητείται μόνον επί των λόγων έφεσης (βλ. Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 736).

 

        Ό,τι απομένει είναι οι εισηγήσεις (i) ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την εισήγηση πως η συμπεριφορά της Εφεσείουσας οφείλετο σε μεμονωμένο γεγονός (ii) ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψιν πως την καταδίκασε μόνο για επικίνδυνη και αλόγιστη συμπεριφορά (iii) ότι ενώ καταγράφει όλα τα ελαφρυντικά και την απουσία επιβαρυντικών εντούτοις χαρακτηρίζει την περίπτωση ως ιδιαίτερα σοβαρή χωρίς να δίδει λόγους και (iv) ότι δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο λευκό μητρώο, στην ηλικία, στην πάροδο πέντε ετών από το αδίκημα και στα όσα άλλα καταγράφονται στην απόφαση.

 

        Με κάθε σεβασμό δεν θα συμφωνήσουμε με τις πιο πάνω εισηγήσεις. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην προβλεπόμενη ποινή και σε σχετική νομολογία από την οποία προέκυπτε η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής λόγω της παρατηρούμενης έξαρσης σε τέτοιου είδους αδικήματα (βλ. Μακρής ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 49/2021, ημερ. 21.12.21). Χαρακτήρισε το αδίκημα ως σοβαρό και σε μια περίπτωση ως ιδιαίτερα σοβαρό (κατά την εξέταση τυχόν αναστολής), τη δε συμπεριφορά της Εφεσείουσας ως άκρως επικίνδυνη και τα αποτελέσματα τραγικά. Πλην όμως δεν θεωρούμε ότι υπάρχει σφάλμα στους εν λόγω χαρακτηρισμούς. Η ιδιαίτερη σοβαρότητα ήταν αυταπόδεικτη εκ του γεγονότος ότι ένας νέος άνθρωπος 33 ετών έχασε τη ζωή του και περαιτέρω κάποιοι άλλοι στερήθηκαν την παρουσία του στη ζωή τους, εξαιτίας της συμπεριφοράς της Εφεσείουσας.

 

        Προβάλλεται ότι παρά τη μη ύπαρξη προηγουμένως ευρημάτων ότι οδηγούσε παρατεταμένα εντός της λωρίδας κυκλοφορίας του θύματος, εντούτοις δεν έγινε δεκτή η εισήγηση για μεμονωμένο γεγονός υπό την έννοια δηλαδή ότι δεν συνοδευόταν από άλλη οδική παραβατική συμπεριφορά και επεβλήθη ποινή στη βάση συνεχούς παραβατικής και εγωιστικής συμπεριφοράς. Η εισήγηση αρύεται επιχείρημα από τη νομολογία η οποία τονίζει ότι όταν το ατύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία πρέπει να επιβάλλεται χρηματική ποινή ενώ όταν προξενείται είτε από εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας των άλλων είτε από επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση ενδείκνυται η επιβολή φυλάκισης (Νικολάου ν. Αστυνομίας (2015) 2(Α) Α.Α.Δ. 103).

 

        Δεν ήταν όμως τέτοια η παρούσα περίπτωση. Το Δικαστήριο ορθώς επεσήμανε ότι το σφάλμα της Εφεσείουσας δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως στιγμιαία αβλεψία. Ως στιγμιαία αβλεψία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια απρόσεκτη (αμελής) ενέργεια ή παράλειψη που προκύπτει σε μια στιγμή χρόνου, σε ένα κλάσμα δευτερολέπτου, η οποία να ευθύνεται για ατύχημα (Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοκλέους (2001) 2 Α.Α.Δ. 48, Χατζηιωάννου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 453). Στην παρούσα ναι μεν δεν προηγήθηκε εύρημα για τη χρονική διάρκεια οδήγησης στην αντίθετη λωρίδα πλην όμως αναμφίβολα είχε προκύψει πως το αυτοκίνητο της Εφεσείουσας ευρίσκετο εξ ολοκλήρου και ευθυγραμμισμένο στην αντίθετο λωρίδα, στην οποία και οδηγείτο. Στιγμιαία ήταν η κίνηση αποφυγής της σύγκρουσης αλλά όχι η προηγηθείσα οδήγηση η οποία δημιούργησε τον κίνδυνο και εν τέλει συνιστούσε τη γενεσιουργό αιτία του θανατηφόρου ατυχήματος. Όλα αυτά σε ένα δρόμο με αλλεπάλληλες στροφές και μάλιστα σε τμήμα του με άσπρη συνεχή διαχωριστική γραμμή. Εξ ου και το Δικαστήριο είχε καταδικάσει για αλόγιστη και επικίνδυνη οδήγηση, πράγμα το οποίο ορθώς είχε κατά νουν στη συνέχεια.

 

        Ως ενδεικτικές και μόνον της αναγκαιότητας για επιβολή αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών υπενθυμίζουμε δύο υποθέσεις οι οποίες είχαν ως γενεσιουργό αιτία την είσοδο στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, (χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι αφορούσαν και οι δυο διπλό θανατηφόρο ατύχημα). Η πρώτη είναι η υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 120 στην οποίαν επικυρώθηκε η επιβληθείσα φυλάκιση 2,5 ετών μετά από ακρόαση. Η δεύτερη είναι η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού (2009) 2 Α.Α.Δ. 543 στην οποία η ποινή αυξήθηκε σε 2 έτη μετά από παραδοχή.

 

        Δεν συμφωνούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες. Το αντίθετο διαπιστώνουμε Ανέλυσε εκτενώς το λευκό μητρώο παρά την ηλικία των 73 ετών, τις προσωπικές περιστάσεις, τους σοβαρούς τραυματισμούς αυτής και του συζύγου της (92 ετών), άλλα ιατρικά προβλήματα ως το Τεκμήριο 2, ιδιαίτερα την καθυστέρηση που είχε παρατηρηθεί στην καταχώριση, καθώς και το γεγονός της επιβολής ποινής μετά πάροδο πέντε ετών από το ατύχημα. Ορθώς τονίστηκε ότι η καθυστέρηση θα λαμβάνετο σοβαρά υπόψιν κατά την επιμέτρηση, πράγμα το οποίο όντως αντανακλάται στην επιβληθείσα ποινή.

 

        Στη βάση των πιο πάνω δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στον πρωτόδικο χειρισμό. Αντιθέτως θεωρούμε ότι στάθμισε δίκαια τη σοβαρότητα του αδικήματος και όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες, καταλήγοντας σε ισοζυγισμένη ποινή. Δεν συμφωνούμε ότι αυτή είναι έκδηλα υπερβολική και ο σχετικός λόγος απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης υπ΄ αρ. 7

 

        Με τον τελευταίο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθώς όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις της Εφεσείουσας. Ούτε όμως για αυτόν τον λόγο έφεσης παρατίθεται οποιαδήποτε αιτιολογία. Στο διάγραμμα αγόρευσης επαναλαμβάνεται απλώς ένα από τα επιχειρήματα που είχαν τεθεί υπέρ του προηγούμενου λόγου έφεσης (υπ΄ αρ. 6), ήτοι ότι λαμβανομένων υπόψιν της ηλικίας, της παρόδου μεγάλου χρόνου και του λευκού μητρώου, έπρεπε να χορηγηθεί αναστολή εκτέλεσης. Οι σχετικές με το θέμα νομολογιακές αρχές είναι καλώς γνωστές και δεν χρειάζεται να τις επαναλάβουμε (Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, Γενικός Εισαγγελέας ν. Καραολή, Ποιν. Έφ. 230/19, ημερ. 27.4.21, ECLI:CY:AD:2021:B177).

 

        Στην παρούσα περίπτωση τα τρία προαναφερθέντα ήταν στοιχεία τα οποία έλαβε σοβαρά υπόψιν του το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επανεξέταση όλων των παραγόντων, ως ώφειλε. Ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια έκρινε πως δεν δικαιολογούσαν την αναστολή Το μόνο το οποίο θα προσθέταμε στην περίπτωση που προωθείτο κανονικά ο λόγος αυτός ενώπιον μας είναι το λεχθέν στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 9/21, ημερ. 29.7.21 ότι «Την αποτροπή δημιουργεί η επίπτωση που είχε η συναφής καταδίκη, με έμφαση στο άμεσο αποτέλεσμα και εφόσον η ποινή φυλάκισης ανασταλεί, το στοιχείο της αποτροπής εξασθενεί σε μεγάλο βαθμό». Θα προσθέταμε αυτό που είχε λεχθεί στη Νικολάου (ανωτέρω) ότι ούτε εδώ τα όποια ελαφρυντικά στοιχεία ήταν αρκετά για να δικαιολογούσαν την αναστολή, αφού ένας τέτοιος χειρισμός δεν θα αντικατόπτριζε την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς της ποινής. Δεν θα συμφωνούσαμε ότι έσφαλε το Δικαστήριο μη χορηγώντας την αναστολή.

 

        Για όλους τους πιο πάνω λόγους, τόσον η έφεση κατά της καταδίκης όσον και η έφεση κατά της ποινής, απορρίπτονται.

 

 

                                                                    Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

                                                                    Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.

 

                                                                    Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο