ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 155/21)

 

16 Φεβρουαρίου, 2024

 

[λιμνατιτου, Πρόεδρος]

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

1.    ΘΕΟΔΟΣΗ ΣΑΒΒΑ

2.    THEOSAVVA CO LTD

 

Εφεσειόντων/Εναγόντων

 

v.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εφεσίβλητου/Εναγόμενου

 

-----------------------------

 

Αχιλλέας Δημητριάδης και Μιχάλης Φιερός για Λέλλος Π. Δημητριάδης Δικηγορικό Γραφείο ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.

Δήμητρα Παπαμιλτιάδου (κα) και Μαριάννα Τσαγκάρη (κα), για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο.

-----------------------------

 

ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή των Εφεσειόντων εναντίου του Εφεσίβλητου για αποζημίωση για τις ζημιές που κατ’ ισχυρισμό υπέστησαν ως εισαγωγείς και διανομείς του προϊόντος Ederma το οποίο χαρακτηρίζουν ως κρέμα περιποίησης του δέρματος («το προϊόν»). Η βάση της αγωγής ήταν αρχικά τα αστικά  αδικήματα της αμέλειας και της παράβασης εκ του νόμου απορρέοντος καθήκοντος.

 

Κατόπιν τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης, προστέθηκε ισχυρισμός για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Εφεσειόντων από το κράτος, ήτοι του δικαιώματος στην ιδιοκτησία όπως αυτό προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος και το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («η Σύμβαση») λόγω δυσμενούς επηρεασμού αυτού, του δικαιώματος τους να επιδοθούν σε εμπόριο ή επικερδή εργασία όπως αυτό προστατεύεται από το Άρθρο 25 του Συντάγματος, διότι η διάθεση του προϊόντος στην αγορά περιοριζόταν μόνο στα φαρμακεία και με περιορισμούς που αφορούσαν την τιμή πώλησης και την διαφήμιση, καθώς και του δικαιώματος των Εφεσειόντων στην ίση μεταχείριση όπως αυτό προστατεύεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος και το Άρθρο 14 της Σύμβασης, διότι έτυχαν δυσμενούς διακριτικής μεταχείρισης για σειρά ετών λόγω της διαφορετικής αντιμετώπισης που έτυχαν ανταγωνιστικά προϊόντα που περιείχαν τα ίδια συστατικά και είχαν την ίδια χρήση με προϊόν, τα οποία ανταγωνιστικά προϊόντα είχαν ταξινομηθεί ως καλλυντικά με αποτέλεσμα να μην επιβαρύνονται με τους ως άνω περιορισμούς.

 

Θεωρούμε χρήσιμο στο σημείο αυτό να παραθέσουμε ενδεικτικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με μερικά από τα καιρούς αιτήματα και διαβήματα των Εφεσειόντων σε σχέση με το προϊόν προς τις αρμόδιες αρχές και την στάση αυτών.

 

Το 1980 εκδόθηκε προσωπικά στον Εφεσείοντα 1, κατόπιν αίτησής του, άδεια κυκλοφορίας φαρμακευτικού σκευάσματος για το προϊόν από το Συμβούλιο Φαρμάκων δυνάμει του περί Φαρμάκων (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου του 1967. Κατόπιν αίτησης των Εφεσειόντων 2, το Τμήμα Τελωνείων κατάταξε το 1997 το επίμαχο προϊόν στη δασμολογική κλάση 3304, ως καλλυντικό. Οι Εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ως άνω κατάταξη και μεταξύ άλλων διαβημάτων, το 2003 υπέβαλαν αίτημα προς το Τμήμα Τελωνείων για ανακατάταξη του προϊόντος στη δασμολογική κλάση 3304 ως φαρμακευτικό παρασκεύασμα το οποίο απορρίφθηκε. Επίσης το  2003 αιτήθηκαν από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες τη διαγραφή του προϊόντος από την κατηγορία φαρμακευτικών σκευασμάτων και την ακύρωση της άδειας που είχε εκδοθεί από το Συμβούλιο Φαρμάκων βάσει του σχετικού Νόμου, επισημαίνοντας την κατάταξή του ως καλλυντικό από το Τμήμα Τελωνείων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι την πρώτη φορά που οι Εφεσείοντες υπέβαλαν αίτημα στις φαρμακευτικές υπηρεσίες για αλλαγή κατάταξης του προϊόντος από φαρμακευτικό σε καλλυντικό, αυτό απορρίφθηκε επειδή στη σχετική σήμανση αναγράφονταν θεραπευτικές ενδείξεις, ενώ εν τέλει με την τελευταία σχετική αίτηση τους προς αυτές υπέβαλαν σήμανση από άλλη χώρα, την Μάλτα, όπου αφαιρέθηκαν οι εν λόγω ενδείξεις και έτσι μπορούσε πλέον να καταταχθεί ως καλλυντικό, το 2006.

 

To πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης της ουσίας της υπόθεσης, αποφάσισε πως ευσταθούσε η προδικαστική ένσταση του Εφεσιβλήτου ότι αυτό δεν είχε αρμοδιότητα να εκδικάσει την υπόθεση επειδή οι λεπτομέρειες αμέλειας ή και παράβασης καθηκόντων του Εφεσιβλήτου στην έκθεση απαίτησης αναφέρονταν σε αποφάσεις του Συμβουλίου Φαρμάκων και του Διευθυντή Τελωνείων οι οποίες, ως εκτελεστές διοικητικές πράξεις, θα  έπρεπε να τεθούν προς έλεγχο δια ασκήσεως προσφυγής  δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, πράγμα που δεν έγινε. Παρά την ως άνω κρίση του, αποφάσισε περαιτέρω ότι δεν είχαν καταδειχθεί οι ισχυριζόμενες λεπτομέρειες αμέλειας του Εφεσιβλήτου και ότι εν πάση περιπτώσει, οι Εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν τις ισχυριζόμενες ζημιές που απαιτούσαν. Ως προς την ισχυριζόμενη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Εφεσειόντων, αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη επειδή δεν είχε δικογραφηθεί.

 

Με την έφεση προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί όλων των πιο πάνω ζητημάτων, με αντίστοιχο για κάθε ζήτημα λόγο έφεσης.

  

Κατά την ενώπιον μας ακρόαση της έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων εστιάσθηκε στον πρώτο λόγο έφεσης, ήτοι στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τη βάση της αγωγής που αφορούσε τις ισχυριζόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Εφεσειόντων, εφόσον λανθασμένα θεώρησε ότι αυτές δεν είχαν δικογραφηθεί. Υποστήριξε ότι αν αυτός ο λόγος έφεσης πετύχει, τότε το Εφετείο θα πρέπει είτε να διατάξει επανεκδίκαση της υπόθεσης είτε να εκδώσει το ίδιο απόφαση υπέρ των Εφεσειόντων.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Εφεσίβλητου, υποστήριξε ότι εν όψει της επιτυχίας της ως άνω προδικαστικής ένστασης στην πρωτόδικη διαδικασία, η μη εξέταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της βάσης αγωγής αναφορικά με τις ισχυριζόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Εφεσειόντων θα ήταν αναπόφευκτη έστω και αν αυτό θεωρούσε ότι αυτή η βάση αγωγής είχε δικογραφηθεί. Επομένως, υποστήριξε ότι θα πρέπει να εξετάσουμε πρώτα τον δεύτερο λόγο έφεσης, ήτοι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε αρμοδιότητα να εκδικάσει τη συγκεκριμένη υπόθεση. Επεσήμανε επίσης ορθά κατά τη γνώμη μας, ότι αν η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά την έλλειψη αρμοδιότητας του να εκδικάσει την  υπόθεση δεν ανατραπεί, τότε οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης καθίστανται άνευ αντικειμένου.

 

Σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε κατά πόσον είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει τη βάση αγωγής που αφορούσε την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εφόσον εσφαλμένα θεώρησε ότι αυτή η βάση αγωγής δεν είχε δικογραφηθεί. Επομένως, το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδικάσει την ως άνω βάση αγωγής δεν καλύπτεται αυστηρά ομιλούντες από τον δεύτερο λόγο έφεσης όπως έχει τεθεί.

 

Θεωρούμε ότι στην παρούσα υπόθεση, το Εφετείο καθηκόντως οφείλει να εξετάσει πρωτίστως το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου επί όλων των δικογραφημένων βάσεων αγωγής, ως ζήτημα δημόσιας τάξης.

 

Στην  Παναγιώτου ν.  Χ" Κυριάκου (1991) 1 ΑΑΔ 362 αποφασίστηκε ότι: 

 

«Ζήτημα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, και αν ακόμα δεν εγερθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ή σε ειδοποίηση έφεσης, επειδή είναι ζήτημα δημόσιας τάξης, μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας».

 

        Σύμφωνα με τη νομολογία, θέματα δικαιοδοσίας εξετάζονται  με βάση τα δικόγραφα. Στην παρούσα υπόθεση με την τροποποιημένη έκθεση απαίτησης προστέθηκαν τα εξής, αναφορικά με την ισχυριζόμενη παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων:

 

«Άνευ βλάβης των πιο πάνω αναφερόμενων οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η οικονομική ζημιά και απώλεια εισοδημάτων που προήλθε από τις πράξεις και/ή παραλείψεις και/ή αμέλεια του Εναγομένου μέσω των αρμοδίων Τμημάτων είχαν ως αποτέλεσμα την παραβίαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τους».

 

 

Όπως είναι φανερό τα δικόγραφα δεν εξειδίκευσαν σε ποιες πράξεις ή παραλείψεις του Εφεσιβλήτου αποδίδουν την ισχυριζόμενη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων επιχειρηματολόγησε ότι η νομική βάση της αγωγής τους στηριζόταν στους ισχυρισμούς τους περί αμελούς συντονισμού και έλλειψης συνεργασίας από μέρους των αρμοδίων κυβερνητικών τμημάτων με αποτέλεσμα να μην προβούν στη λήψη μια κοινής και ενιαίας κατάταξης του προϊόντος, και όχι στη μη νομιμότητα διοικητικών πράξεων. Υποστήριξε ότι η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στηριζόταν στο γεγονός ότι υπήρχαν δύο νόμιμες διοικητικές πράξεις οι οποίες όμως ήταν αντιφατικές και συνεπεία αυτής της αντίφασης οι Εφεσείοντες υπέστησαν ζημία. Θεωρεί ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει αποκλειστική δικαιοδοσία βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος να εξετάσει το ζήτημα της αντιφατικότητας της συμπεριφοράς του κράτους και των συνεπειών αυτής, αλλά βάσει της Γιάλλουρος v. Νικολάου (2001) 1 ΑΑΔ 558 έχει δικαιοδοσία και το Επαρχιακό Δικαστήριο. Υποστήριξε  ότι θα πρέπει να εξεταστεί η αντίφαση δύο νόμιμων διοικητικών πράξεων από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αστικής δίκης όπου η βάση της αγωγής είναι η παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων, εφαρμόζοντας έτσι την αρχή που προκύπτει από την Γιάλλουρος ότι όπου υπάρχει παραβίαση  θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ο παθών έχει δικαίωμα στην απόδοση θεραπείας. Υποστήριξε περαιτέρω  ότι η απόρριψη της αγωγής στη βάση της προδικαστικής ένστασης στερεί από τους Εφεσείοντες το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη και αποτελεσματικής θεραπείας κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και των Άρθρων 6 και 13 της Σύμβασης. Επίσης παρέπεμψε στην Ιακωβίδης MΣ & Σία Λτδ και Άλλες ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1 ΑΑΔ 1593 για να υποστηρίξει τη θέση του ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία για όλες τις βάσεις αγωγής των Εφεσειόντων.

 

Είμαστε της άποψης ότι  στην παρούσα υπόθεση, δεν μπορεί να αντληθεί καθοδήγηση για το ζήτημα της δικαιοδοσίας από την ως αν υπόθεση, εφόσον εκεί το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν αποτελούσε επίδικο θέμα κατά την έφεση. Επίσης δεν τέθηκε ζήτημα στην εν λόγω έφεση ότι η υπόθεση αφορούσε διοικητική πράξη.

 

Όπως αναφέραμε ανωτέρω, ειδικά σε σχέση με τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδικάσει βάση αγωγής που αφορά την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων, επικαλείται ότι αυτό έχει δικαιοδοσία εν προκειμένω, επί της αρχής της Γιάλλουρος, ανωτέρω.

 

Επισημαίνουμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρόσφατη απόφαση ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ, ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ MKC CITY COLLEGE LTD v. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 389/12, 9/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:A134, απέρριψε τη θέση ότι το Άρθρο 146 του Συντάγματος δεν αποκλείει την παροχή αποζημιώσεων για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως παράλληλη θεραπεία με την αίτηση ακυρώσεως όταν οι επίδικες πράξεις είναι διοικητικές πράξεις.

 

Περαιτέρω απέρριψε τη θέση ότι υπήρχε σοβαρή και ουσιαστική διαφορά μεταξύ ξεχωριστών και ορισμένων συγκεκριμένων πράξεων και συμπεριφοράς που αποτελείται από ένα σύνολο πράξεων και ανέφερε σχετικά τα εξής: 

 

«Δεν έχουμε παραπεμφθεί σε νομολογία που να υποστηρίζει την προταθείσα διάκριση μεταξύ της νομικής φύσης αριθμού πράξεων.»

       

Διαπιστώνουμε ότι παρομοίως με την ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ, ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ MKC CITY COLLEGE ανωτέρω, στην παρούσα υπόθεση, οι από τους Εφεσείοντες ισχυριζόμενες συμπεριφορές του κράτους είχαν ως αποτέλεσμα τη λήψη δύο αντιφατικών, κατά τους εφεσείοντες διοικητικών πράξεων και είναι τα αποτελέσματα των εν λόγω διοικητικών πράξεων που στην ουσία προξένησαν την ισχυριζόμενη ζημιά των Εφεσειόντων. Αυτό  προκύπτει εφαρμόζοντας την έννοια της αιτιώδους συνάφειας στην  αλυσίδα των ισχυριζόμενων γεγονότων που προκάλεσαν την ισχυριζόμενη ζημιά. Από  προσεκτική μελέτη των πρακτικών της δίκης, των τεκμηρίων και των παραδεκτών γεγονότων  είμαστε της άποψης ότι εν προκειμένω, ακόμη και αν γίνει δεκτή η θέση των Εφεσειόντων επί όλων των γεγονότων που επιχείρησαν να αποδείξουν, δεν είναι η έλλειψη συντονισμού των αρμοδίων τμημάτων που προκάλεσε την ισχυριζόμενη οικονομική ζημιά τους, αλλά οι διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν, σύμφωνα με την δική τους εκδοχή, χωρίς συντονισμό των εκατέρωθεν αρμοδίων τμημάτων.

 

        Εν όψει των πιο πάνω νομολογηθέντων,  και της διαπίστωσης μας ότι η ισχυριζόμενη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Εφεσειόντων ήταν (ακόμη και αν γινόταν δεχτή η θέση τους) αποτέλεσμα διοικητικών πράξεων, κρίνουμε ότι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων ότι η αντίφαση δύο νόμιμων διοικητικών πράξεων μπορεί να εξεταστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο της αστικής δίκης όπου η βάση της αγωγής είναι η παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν βρίσκει έρεισμα στο κυπριακό δίκαιο.

 

        Παρατηρούμε ότι εν προκειμένω ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων αναφέρει ότι δεν αμφισβητείται η νομιμότητα των εν λόγω διοικητικών πράξεων. Παρά ταύτα επιχειρηματολογεί ότι από το συνδυασμό τους, σωρευτικά προέκυψε μία αντίφαση  η  οποία προκάλεσε την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την ζημιά των Εφεσειόντων. Είμαστε της άποψης ότι επιχειρείται διάκριση μεταξύ της νομικής φύσης αριθμού διοικητικών πράξεων ως «σωρευτική συμπεριφορά», από τις ίδιες τις πράξεις όπως επιχειρήθηκε και στην ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ, ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ MKC CITY COLLEGE LTD, ανωτέρω. Η φύση όμως των διοικητικών πράξεων, είτε ιδωμένες ως σύνολο είτε ξεχωριστά, δεν μπορεί να θεωρηθεί διαφορετική για σκοπούς εφαρμογής του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Περαιτέρω, παρατηρούμε ότι η επιχειρηματολογία των Εφεσειόντων ότι η βάση του αγώγιμου δικαιώματος τους δεν εδράζεται σε διοικητικές πράξεις αλλά γενικότερα στην έλλειψη συντονισμού των κρατικών τμημάτων, προσομοιάζει με την επιχειρηματολογία που προωθήθηκε στην πολύ πρόσφατη απόφαση ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E231/2016, 29/12/2023 η οποία δεν έγινε αποδεκτή από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Στην  απόφαση Ξενοφώντος, ανωτέρω, η εφεσείουσα αιτήθηκε από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αποζημιώσεις για δυσμενή διάκριση λόγω παράβασης των προνοιών της νομοθεσίας περί ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών. Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών αποφάσισε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αίτηση εφόσον αποκλειστική δικαιοδοσία είχε το διοικητικό δικαστήριο, λόγω και της ρητής επιφύλαξης της δικαιοδοσίας βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος στην εν λόγω νομοθεσία.  Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι δεν επεδίωξε την ακύρωση συγκεκριμένης διοικητικής πράξης που αφορούσε άνδρες συναδέλφους της, αλλά την αναγνώριση της δυσμενούς διάκρισης.  Το Ανώτατο Δικαστήριο διέγνωσε όμως ότι η ισχυριζόμενη δυσμενής διάκριση συνίστατο ουσιαστικά στην θέση της εφεσείουσας ότι σε δεδομένη χρονική στιγμή αυτή έπρεπε να είχε προαχθεί και όχι άντρες συνάδελφοί της και ότι όλα τα παράπονα της, αφορούσαν  ουσιαστικά διοικητικές πράξεις για τη νομιμότητα των οποίων αποκλειστικά αρμόδιο ήταν το Διοικητικό Δικαστήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η εφεσείουσα θα μπορούσε να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο και σε περίπτωση επιτυχούς κατάληξης τότε θα μπορούσε να καταχωρήσει αγωγές για αποζημίωσης κατ’ επίκληση του Άρθρου 146(6) του Συντάγματος, αλλά αντ’ αυτού επέλεξε να προσφύγει στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, το οποίο ορθά αποφάσισε ότι στερείτο δικαιοδοσίας.

 

Κατ’ αναλογία επισημαίνουμε στην παρούσα υπόθεση ότι η ενέργεια που κατ’ ισχυρισμό προκάλεσε τις ζημίες των Εφεσειόντων δεν ήταν η έλλειψη συντονισμού γενικώς, αλλά η συγκεκριμένη ύπαρξη δύο αντιφατικών, σύμφωνα με τους ίδιους, διοικητικών πράξεων οι οποίες ήταν το απότοκο της έλλειψης συντονισμού, σχετικά με τις  οποίες το Σύνταγμα παρέχει θεραπεία αποζημίωσης νοουμένου ότι αυτές έχουν προηγουμένως ακυρωθεί από το αποκλειστικά αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Περαιτέρω, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων υποστήριξε ότι η μη προσφυγή των Εφεσειόντων βάσει του Άρθρου 146.1 δεν καταργεί τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εξετάσει την απαίτηση των Εφεσειόντων στην βάση του Άρθρου 172 του Συντάγματος. Υποστήριξε σχετικά ότι λόγω της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Εφεσειόντων υπάρχει παράβαση καθήκοντος που απορρέει από τον νόμο, ήτοι από το Άρθρο 35 του Συντάγματος. Υποστηρίχτηκε δε και στην πρωτόδικη διαδικασία ότι η προστασία που δίδεται μέσω της συνταγματικής κατοχύρωσης των θεμελιωδών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποχρεώνει τα κρατικά τμήματα όχι μόνο να μην προβαίνουν σε πράξεις που παραβιάζουν δικαιώματα, αλλά δημιουργεί και την θετική υποχρέωση της λήψης όλων των αναγκαίων μέτρων ούτως ώστε να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων. Επομένως, εν όψει όλων των πιο πάνω θέσεων συνδυαστικά, υποστηρίζεται από τους Εφεσείοντες ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει εν προκειμένω δικαιοδοσία στη βάση του Άρθρου 172.

 

        Θεωρούμε ότι η επίκληση του Άρθρου 172 δεν προσδίδει εν προκειμένω, δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Όπως αποφασίστηκε στην Kyriakides v. Republic 1 R.S.C.C. 66, όταν οι άδικες πράξεις ή παραλείψεις που αναφέρονται στο Άρθρο 172 εμπίπτουν στο Άρθρο 146, αγωγή για αποζημιώσεις σε αστικό δικαστήριο χωρεί μόνο βάσει του Άρθρου 146.6 και δεν χωρεί δικαίωμα για αγωγή απευθείας σε αστικό δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 172:

 

 «Therefore, in the opinion of this Court, in respect of all wrongful acts or omissions referred to in Article 172 and which acts or omissions come within the scope of Article 146 an action for damages lies in a civil court only under paragraph 6 of such Article, consequent upon a judgment of this Court under paragraph 4 of the same Article, and is such cases an action does not lie direct in a civil court by virtue of the provisions of Article 172.  »

 

        (Η υπογράμμιση είναι δική μας) uyH H

 

       

Στην ΠΕΛΑΓΙΑ κ.α. v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 166/2012, 15/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:A458 τέθηκε το ερώτημα εάν στα περιστατικά της υπόθεσης εφαρμοζόταν το Άρθρο 172 ή το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Το Άρθρο 172  προβλήθηκε από τους Εφεσείοντες ως εφαρμοστέον, κατ’ αντιδιαστολή του Άρθρου 146.  Η βάση της αγωγής αφορούσε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κατόπιν υπαγωγής των περιστάσεων της υπόθεσης στα ως άνω Άρθρα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τελικά ότι η επίδικη διαφορά ενέπιπτε στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (ως ίσχυε τότε) με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος.  Κατ’ έφεση, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ως εξής:

 

«Ζήτημα δημιουργείται στο πότε εφαρμόζεται το ΄Αρθρο 172 και πότε το ΄Αρθρο 146.  Όταν οι ζημιογόνες άδικες πράξεις του Κράτους ή των Λειτουργών του ενέχουν χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης εκτέλεσης δημοσίου καθήκοντος, η απαίτηση εμπίπτει στη σφαίρα του ΄Αρθρου 146.1 και δεν νοείται παράλληλη θεραπεία κάτω από το ΄Αρθρο 172 (βλ. xxx Solomou a.o. 1 R.S.C.C. 96, xxx Hapeshis a.o(1979)3 C.L.R. 550, xxx Pouros a.a. v. The Attorney General (1980) 1 C.L.R. 411)…»

 

Περαιτέρω, με αναφορά στην Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ κ.ά. ν. Γεν. Εισαγγελέα (1991) 1 ΑΑΔ 225 αποφάσισε ότι:

 

«Είναι ξεκάθαρο από τα πιο πάνω ότι και η παράλειψη διοικητικής αρχής στην εκπλήρωση νομίμων υποχρεώσεων της εμπίπτει στην εμβέλεια του ΄Αρθρου 146.»

Ουσιωδώς, θεωρούμε ότι η πιο κάτω κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην εν λόγω απόφαση είναι ιδιαίτερα βοηθητική σε σχέση με την θέση των Εφεσειόντων στην παρούσα υπόθεση περί παράλειψης των αρμοδίων τμημάτων να συντονιστούν:

 

«Θα συμφωνήσουμε με την πλευρά του εφεσιβλήτου πως, έστω και εάν η συμπεριφορά της Διοίκησης οφειλόταν σε αδιαφορία, δυστροπία ή σύγχυση, ουδόλως διαφοροποιεί την υφιστάμενη υποχρέωση της να «ενεργήσει», να ασκήσει δηλαδή εξουσία στα πλαίσια των καθηκόντων της, ώστε να καθορίσει ή να υπολογίσει τον ως άνω φόρο.  Η φύση της υποχρέωσης ή της παράλειψης να ενεργήσει αφορά τη νομιμότητα εκτελεστής διοικητικής ενέργειας ή και ανενέργειας.  Η όποια νομιμότητα κρίνεται στα πλαίσια του ΄Αρθρου 146 και δεν ελέγχεται από το Επαρχιακό Δικαστήριο.”

 

Παρομοίως καταλήγουμε και στην παρούσα υπόθεση ότι ο δικαστικός έλεγχος της παράλειψης συντονισμού στη λήψη των αρμοδίων τμημάτων θα μπορούσε να ελεγχθεί στο πλαίσιο της αποκλειστικής δικαιοδοσίας που προβλέπεται βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, όπως προκύπτει από την ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 164/2012, 2/7/2018, κατά τον έλεγχο  διοικητικής πράξης που ήταν σε αντίφαση με προηγούμενη.

 

Έχουμε υπόψη μας την επισήμανση στην Γιάλλουρος αναφορικά με το καθήκον των δικαστικών αρχών να διασφαλίσουν βάσει του Άρθρου 35 του Συντάγματος την αποτελεσματική εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθώς και την πιο πάνω αναφερομένη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων ότι  η απόρριψη της αγωγής στη βάση της προδικαστικής ένστασης περί δικαιοδοσίας στερεί από τους Εφεσείοντες το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη και αποτελεσματικής θεραπείας κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και των Άρθρων 6 και 13 της Σύμβασης.

 

Επισημαίνουμε ότι σύμφωνα με την υπόθεση Γιάλλουρος, η  συνταγματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων εξυπακούει και τη δικαστική τους προστασία (από αστικό δικαστήριο) εκτός εάν τούτο ρητά απαγορεύεται από το Σύνταγμα. Εν προκειμένω, η δικαστική προστασία που παρέχεται σε σχέση με την πιο πάνω προσδιορισμένη  συμπεριφορά του κράτους, περιορίζεται ρητώς από το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο το δικαίωμα σε θεραπεία σε περίπτωση που πρόσωπο ζημιώνεται από πράξη ή παράλειψη του κράτους που συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, παρέχεται με την υπό την προϋπόθεση ότι αυτή θα έχει κηρυχθεί άκυρη από το αποκλειστικά αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο βάσει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

 

Είμαστε της άποψης ότι δεδομένων των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης, τα Άρθρα 146.1 και 146.6 του Συντάγματος προβλέπουν ρητή εξαίρεση έτσι ώστε να μην μπορούν στην παρούσα υπόθεση, να εξεταστούν  οι απαιτήσεις των Εφεσειόντων για την ζημιά που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν συνεπεία των πιο πάνω διοικητικών πράξεων από το Επαρχιακό Δικαστήριο, εφόσον αυτές δεν είχαν προηγουμένως ακυρωθεί από το Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Επισημαίνουμε σχετικά, ότι στο σύγγραμμα Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, Π.Δ. Δαγτόγλου, Τρίτη έκδοση, σελ. 1445 αναφέρεται σε σχέση με το Άρθρο 20 του Ελληνικού Συντάγματος το οποίο αφορά την αντίστοιχη εγγύηση για δικαστική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, που προβλέπεται από το Άρθρο 35 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας: «Δεν υπάρχουν όμως περιοχές διοικητικής δράσεως που εξαιρούνται από την εγγύηση του άρθρου 20. παρ. 1, …εκτός βεβαίως όπου το Σύνταγμα προβλέπει ρητές εξαιρέσεις».

 

Εν κατακλείδι, καταλήγουμε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται  δικαιοδοσίας να εκδικάσει την  υπό κρίση υπόθεση, στη βάση όλων των δικογραφημένων, κατόπιν της τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης, βάσεων αγωγής.

 

Λαμβάνοντας υπόψη και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίων Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) εξετάσαμε κατά πόσο τα ένδικα βοηθήματα που παρέχονται βάσει των Άρθρων  146.1 και 146.6 του Συντάγματος είναι αποτελεσματικά, κρινόμενα βάσει του Άρθρου 13 της Σύμβασης. Επισημαίνουμε ότι όπως αποφασίστηκε στην CASE OF VUČKOVIĆ AND OTHERS v. SERBIA, Αριθ.17153/11, 25 Μαρτίου 2014, η αποτελεσματικότητα του ένδικου βοηθήματος δεν εξαρτάται από τη βεβαιότητα ευνοϊκής έκβασης αλλά κρίνεται επαρκές αν έχει εύλογες προοπτικές επιτυχίας. Περαιτέρω, από την απόφαση Kudla κατά Πολωνίας, Αριθ.30210/96, 26 Οκτωβρίου 2000 προκύπτει ότι τα κράτη μπορούν να αποδείξουν την ύπαρξη αποτελεσματικού ένδικου βοηθήματος, επισημαίνοντας για παράδειγμα παρόμοιες περιπτώσεις στις οποίες εξασφαλίστηκε επιτυχώς ένδικο βοήθημα ώστε να διαφανεί η δυνατότητα (και όχι η πιθανότητα ή βεβαιότητα) που είχε στη διάθεση του ο διάδικος να λάβει θεραπεία βάσει του επίδικου ένδικου βοηθήματος.

 

 Λαμβάνουμε επομένως υπόψη ότι η εν προκειμένω κατ’ ισχυρισμό αντιφατική συμπεριφορά των αρμοδίων τμημάτων, αναγνωρίζεται από το διοικητικό δίκαιο ως λόγος ακύρωσης διοικητικής πράξης (βλ.   ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ανωτέρω).

 

Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη σχετικά, ότι όπως προκύπτει και από την Πηλακούτας Σάββας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 475 παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην ιδιοκτησία το οποίο επικαλούνται εν προκειμένω οι Εφεσείοντες εξετάζονται από το διοικητικό δικαστήριο, ως λόγοι ακύρωσης διοικητικής πράξης, νοουμένου ότι δικογραφούνται.

 

        Σε σχέση με το κατά πόσον η διαδικασία της προσφυγής βάσει του Άρθρου 146 ικανοποιεί την επιταγή του Άρθρου 6(1) της Σύμβασης, το οποίο επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος των  Εφεσειόντων, παραπέμπουμε στην πρόσφατη απόφαση  του Συνταγματικού Δικαστηρίου ΠΦΑΪΖΕΡ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ-ΧΗΜΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΩΝ (PFIZER HELLAS-CYPRUS BRANCH) κ.α. v. ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 89/2016, 26/7/2023, όπου εξετάστηκε η θέση ότι ο έλεγχος ενός διοικητικού Δικαστηρίου δεν είναι πλήρης αφού περιορίζεται στη νομιμότητα της διοικητικής πράξης. Επί τούτου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στην Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134  και στο πιο κάτω απόσπασμα αυτής:

 

«Το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης αναφέρεται σε διαδικασία ενώπιον δικαστηρίου. Εκείνο που χρειάζεται σε περιπτώσεις όπου εκδίδονται από διοικητικά όργανα αποφάσεις καθοριστικές αστικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, είναι η δυνατότητα πρόσβασης σε δικαστήριο για προσβολή της διοικητικής απόφασης.

 

Εφόσον προσφέρεται τέτοια δυνατότητα, αποκτά πλέον σημασία η έκταση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.»

 

        Κατέληξε δε ότι στην ενώπιον του έφεση, το Διοικητικό Δικαστήριο εξέτασε το πλάτος και το εύρος των θέσεων της Εφεσείουσας, περιλαμβανομένων και αιτιάσεων της ότι παραβιάστηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματα της:

 

«Η Εφεσείουσα  προσέβαλε όλες τις πτυχές της διοικητικής κρίσης, επικαλούμενη νομικούς λόγους και πλάνη περί τα πράγματα.  Το πλάτος και εύρος των θέσεων της ακριβώς ήταν χαρακτηριστικό της εμβέλειας της δυνατότητας προσβολής της πράξης.  Και το πρωτόδικο Δικαστήριο κάλυψε όλες τις εκφάνσεις και πτυχές των παραπόνων της, ώστε σίγουρα να μη μπορούμε να ομιλούμε για Δικαστήριο που  δεν είχε πλήρη δικανικό έλεγχο.  (ΒλSigma Radio Television Ltd v. Cyprus Application nos 32181/04 and 35122/05, Judgment 21/10/2011)».

 

Καθίσταται σαφές εν όψει της πιο πάνω νομολογίας, ότι οι αιτιάσεις των Εφεσειόντων περί παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους θα υπόκειντο σε πλήρη δικανικό έλεγχο στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής προς ικανοποίηση και του Άρθρου 6 της Σύμβασης.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, θεωρούμε ότι δεν ευσταθεί η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων πως τυχόν κατάληξή μας ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση παραβιάζει το δικαίωμα πρόσβασης τους στη δικαιοσύνη και σε αποτελεσματική θεραπεία κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και των Άρθρων 6 και 13 της Σύμβασης.

 

Επομένως, ο δεύτερος λόγος έφεσης αποτυγχάνει και η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης καθίσταται άνευ αντικειμένου.

       

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των Εφεσειόντων όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

                                                          Ρ. Λιμνατίτου, Π.

 

 

                                                          Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

                                                          Ι. Στυλιανίδου, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο