ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                 (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 158/2019)

 

29 Φεβρουαρίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ/Ή ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ/Ή ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΑΥΤΟΥ

                                                                                                          Εφεσείουσα,

v.

 

N.T.S.

                                                                                                          Εφεσίβλητης.

 

--------------------

 Ε. Συμεωνίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του  Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.

   Χ. Αργυρού (κα), για Αργυρού & Κωνσταντίνου Δ.Ε.Π.Ε, για την Εφεσίβλητη.

 

--------------------

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι   ομόφωνη.  Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από την υποφαινόμενη.  Με αυτή συμφωνεί ο Δικαστής Γ. Σεραφείμ.  Διϊστάμενη είναι η απόφαση του Δικαστή Δ. Λυσάνδρου που ακολουθεί.

-----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Πλειοψηφίας)

 

ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: H παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 1140/2015, ημερομηνίας 19/7/2019, που ακύρωσε την απόφαση της Εφεσείουσας ημερομηνίας 30/6/2015, να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή της Εφεσίβλητης κατά της απόφασης απόρριψης του αιτήματός της για χορήγηση επιδόματος τέκνου μονογονεϊκής οικογένειας.

 

Η Εφεσίβλητη, Βρετανικής υπηκοότητας, υπέβαλε στις 4/9/2014 αίτηση για παροχή επιδόματος τέκνου και μονογονεϊκής οικογένειας για το 2014, για το εξαρτώμενο τέκνο της που αποκτήθηκε εκτός γάμου και το οποίο αναγνώρισε ο πατέρας του ως δικό του.  Η αίτηση απερρίφθη από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών στις 10/9/2014, καθότι δεν προσκόμισε η Εφεσίβλητη διάταγμα διατροφής ή γονικής μέριμνας για το ανήλικο τέκνο της, έγγραφα τα οποία είχαν αναζητηθεί και κατά την εξέταση προηγούμενης αίτησης της Εφεσίβλητης το 2013 και τα οποία, όπως η ίδια ανέφερε, αδυνατούσε να προσκομίσει καθότι δεν γνωρίζει που βρίσκεται ο πατέρας του τέκνου της.

 

Την 1/12/2014, η Εφεσίβλητη μέσω της συνηγόρου της αναζήτησε απάντηση στο αίτημά της, η οποία δόθηκε στις 3/12/2014 με σχετική επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών στη νέα διεύθυνση της Εφεσίβλητης. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, η Εφεσίβλητη, μέσω της συνηγόρου της, κατεχώρησε στις 12/12/2014  Ιεραρχική Προσφυγή στην Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής «η Υπουργός»), η οποία απερρίφθη με απόφαση της Υπουργού ημερομηνίας 26/6/2015 και κοινοποιήθηκε στην Εφεσίβλητη στις 30/6/2015.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τη βασιμότητα των λόγων ακύρωσης που η Εφεσίβλητη είχε προβάλει, έκρινε ότι η Εφεσείουσα ενήργησε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης, γιατί δεν έγινε η δέουσα έρευνα. 

 

Η πρωτόδικη κρίση βάλλεται από τη Δημοκρατία με τρεις Λόγους Έφεσης.

 

Με τον πρώτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας ότι παρεβιάσθη η αρχή της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης, υπερέβη τα όρια της εξουσίας του και επενέβη στην αποκλειστική αρμοδιότητα της διοίκησης η οποία παρέχεται με νόμο.  Με τον δεύτερο Λόγο Έφεσης υποστηρίζεται ότι, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η διοίκηση, με το να ζητά από την Εφεσίβλητη διάταγμα γονικής μέριμνας, υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας και υποκατέστησε τις προϋποθέσεις για παραχώρηση επιδόματος με αυστηρούς τύπους προσκόμισης παραστατικών.  Με τον τρίτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι, λανθασμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η διοίκηση παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας επειδή δεν αποδέχθηκε διαφορετικά στοιχεία στην αίτηση της Εφεσίβλητης, από αυτά που καθόρισε ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου.

 

Οι προβαλλόμενοι Λόγοι Έφεσης, λόγω της συνάφειάς τους, θα τύχουν κοινής εξέτασης.

 

Όπως αναφέρεται στην επιστολή ημερομηνίας 30/6/2015, με την οποία ενημερώθηκε η Εφεσίβλητη ότι δεν έγινε αποδεκτή η Ιεραρχική της Προσφυγή ημερομηνίας 12/12/2014, η αρμόδια Υπουργός «αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της Ιεραρχικής Προσφυγής και όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της», αποφάσισε την απόρριψή της, δεδομένου ότι η Εφεσίβλητη δεν προσκόμισε τα απαραίτητα έγγραφα που έπρεπε να συνοδεύουν την αίτησή της για παραχώρηση επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας, «όπως είναι τα διατάγματα διατροφής ή γονικής μέριμνας, για το ανήλικο τέκνο της, όπως ζητήθηκε από την αρμόδια Υπηρεσία».  Στην ίδια επιστολή ακολουθεί παραπομπή στις πρόνοιες του Άρθρου 7(1) του περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου Νόμου του 2002, Ν.167(I)/2002, σύμφωνα με τις οποίες, απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση του επιδόματος είναι η υποβολή της αίτησης, που συνοδεύεται από όλα τα απαραίτητα στοιχεία τα οποία ο Γενικός Διευθυντής θεωρεί αναγκαία για την εξέτασή της.  Σημειώνεται επίσης στην επιστολή ότι, «τα εν λόγω διατάγματα της γονικής μέριμνας και διατροφής προνοούνται στην αίτηση που συμπληρώθηκε από την αιτήτρια το 2014 ως απαραίτητα δικαιολογητικά/πιστοποιητικά που έπρεπε να επισυναφθούν, για τη συνέχιση της εξέτασης του ζητήματος της».

 

Η απόφαση της Υπουργού φέρει ημερομηνία 26/6/2015 και συνοδεύεται από Έκθεση Γεγονότων.  Μεταξύ άλλων, αναφέρεται (παράγραφος δ) ότι, επειδή αρκετοί άγαμοι αιτητές είχαν επικαλεστεί αδυναμία να εξασφαλίσουν τα υπό αναφορά διατάγματα για διάφορους λόγους, ζητήθηκε γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στην οποία «αναφέρεται ότι, οι περιπτώσεις όπου ο γονέας βρίσκεται εκτός Κύπρου ή/και ο αιτητής δεν γνωρίζει που βρίσκεται ο άλλος γονέας του εκτός γάμου τέκνου για να προβεί σε δικαστικές ενέργειες, είναι περιπτώσεις που δεν εμποδίζουν τους γονείς να εξασφαλίσουν τα διατάγματα αυτά και θα πρέπει η ΥΧΕ να επιμένει στην προσκόμιση των εγγράφων αυτών»(ερ.61-58)».  Αναφέρεται επίσης, ότι σύμφωνα «με την ενημέρωση που λήφθηκε από τη Νομική Υπηρεσία, διάταγμα γονικής μέριμνας δύναται να εκδοθεί μέσω της διαδικασίας υποκατάστατης επίδοσης» (η υπογράμμιση ήταν στο κείμενο).  Σε περίπτωση δηλαδή που δεν εντοπισθεί ο τόπος κατοικίας του άλλου γονέα, «η επίδοση γίνεται μέσω δημοσίευσης της κλήτευσης στην εφημερίδα της χώρας καταγωγής του.  Αν δεν παρευρεθεί στο Δικαστήριο την καθορισμένη ημερομηνία, η δικαιοδοσία γονικής μέριμνας εκδίδεται εν τη απουσία του».  Επαναλαμβάνεται τέλος στην επιστολή, ότι τα εν λόγω διατάγματα «προνοούνται στην αίτηση που συμπληρώθηκε από την αιτήτρια το 2014 ως απαραίτητα δικαιολογητικά/πιστοποιητικά που έπρεπε να επισυναφθούν».

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 7(1) του Ν. 167(Ι)/2002:

«Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χορήγηση επιδόματος σε οποιοδήποτε πρόσωπο, είναι η από μέρους του υποβολή, δεόντως συμπληρωμένης αίτησης στο Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στον τύπο που εγκρίνει κατά καιρούς για το σκοπό αυτό ο Γενικός Διευθυντής και που συνοδεύεται από όλα τα απαραίτητα στοιχεία και δικαιολογητικά, τα οποία ο Γενικός Διευθυντής θεωρεί αναγκαία για την εξέτασή της».

 

Στην εξεταζόμενη υπόθεση, θεωρήθηκε απαραίτητο στοιχείο το οποίο θα έπρεπε να συνοδεύει την αίτηση της Εφεσίβλητης, η προσκόμιση των συγκεκριμένων διαταγμάτων.  Αυτό προνοείται επίσης και στην αίτηση που η Εφεσίβλητη υπέβαλε Certificates for the single parent benefit (…) 2. Court order for alimony or court order for custody»).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι, η Εφεσείουσα «απαίτησε επανειλημμένα ακόμα και μετά την καταχώρηση της ιεραρχικής προσφυγής, την τήρηση του τύπου αυτού.  Δηλαδή του τύπου της απαίτησης που προβλέπεται στο έντυπο/αίτηση, για προσκόμιση των δικαιολογητικών που γενικότερα απαιτούντο από τον Γενικό Διευθυντή προς διασφάλιση του γεγονότος ότι η γονική μέριμνα ασκείται αποκλειστικά από τον ένα γονέα και δεν υπάρχει συμβίωση των γονέων».  Κρίνει όμως ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης «όπου προσκομίστηκαν βεβαιώσεις ότι ο πατέρας του παιδιού δεν μπορούσε να εντοπιστεί πουθενά, καθώς και του γεγονότος ότι τη γονική μέριμνα της ανήλικης είχε πλέον η μητέρα της αποκλειστικά», «η διοίκηση κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης απαίτησε (…) την τήρηση του τύπου αυτού».  Καταλήγει δε, ότι εν προκειμένω «η αναζήτηση των διαταγμάτων ήταν εύλογη μεν, αλλά σε περιπτώσεις εξαφάνισης του ενός γονέα χωρίς να έχουν ήδη εκδοθεί τα διατάγματα, όφειλε η διοίκηση να αναζητήσει άλλες αποδείξεις με καθοδήγηση και τη νομική γνωμάτευση που είχε στη διάθεσή της».

 

Με κάθε σεβασμό δεν συμφωνούμε με την προσέγγιση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο, θεωρούμε ότι, εξέλαβε ως αποδεδειγμένη την απουσία του ενός γονέα και κατ’ επέκταση ως αποδεδειγμένη την άσκηση της γονικής μέριμνας αποκλειστικά από την Εφεσίβλητη.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 16 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν. 216/1990:

«Η γονική μέριμνα του τέκνου που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων ανήκει στη μητέρα.  Σε περίπτωση αναγνώρισης αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας» (η έμφαση δόθηκε από το Δικαστήριο).

 

Εν προκειμένω, αποτελεί γεγονός, ότι ο πατέρας αναγνώρισε ως δικό του το τέκνο της Εφεσίβλητης που γεννήθηκε εκτός γάμου και κατ’ επέκταση  η γονική μέριμνα του τέκνου ανήκει και σε αυτόν.

 

Κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 5(2) του Ν. 216/1990:

«Σε περίπτωση όπου η γονική μέριμνα παύει λόγω θανάτου, κήρυξης σε αφάνεια ή απουσίας του ενός γονέως, η γονική μέριμνα ασκείται αποκλειστικά από τον άλλο» (η έμφαση δόθηκε από το Δικαστήριο).

 

 

Προς διασφάλιση του γεγονότος ότι δεν υπάρχει συμβίωση και ότι η γονική μέριμνα ασκείται αποκλειστικά από την Εφεσίβλητη, εφόσον κατά τη θέση της, ο πατέρας έχει εξαφανιστεί, η διοίκηση για σκοπούς εξέτασης της αίτησης της Εφεσίβλητης για χορήγηση επιδόματος τέκνου μονογονεϊκής οικογένειας, θεώρησε ότι είναι απαραίτητη και αναγκαία η προσκόμιση διατάγματος γονικής μέριμνας, κάτι το οποίο προνοείται και στο έντυπο της αίτησης που η Εφεσίβλητη συμπλήρωσε. 

 

Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το μεμπτό στις ενέργειες της διοίκησης, η οποία ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας  και των εξουσιών που ο σχετικός Νόμος της παραχωρεί, με γνώμονα τη διερεύνηση όλων των δεδομένων που αφορούσαν την περίπτωση και ειδικότερα τη δικαστική επιβεβαίωση της απουσίας του πατέρα στα πλαίσια παραχώρησης αποκλειστικής γονικής μέριμνας, έτσι ώστε να τεκμηριωθεί ότι τη γονική μέριμνα του τέκνου έχει μόνο η Εφεσίβλητη.

Η διοίκηση, μέσα στα πλαίσια διερεύνησης της περίπτωσης, αναφέρεται και σε γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με την οποία, περιπτώσεις όπως η επίδικη, είναι «περιπτώσεις που δεν εμποδίζουν τους γονείς να εξασφαλίζουν τα διατάγματα αυτά και θα πρέπει η ΥΧΕ να επιμείνει στην προσκόμιση των εγγράφων αυτών» (Πρόκειται για τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας ΓΕ(Α)/2002/Ν.53/2, σελ.  45 των πρακτικών).  Κατά συνέπεια, η διοίκηση έλαβε καθοδήγηση από τη Νομική Υπηρεσία και οι ενέργειές της δεν αφίστανται από τη γνωμάτευση που της εδόθη για το ζήτημα, η οποία κρίνουμε ότι, επί του εν λόγω ζητήματος, ήταν εύλογη.

 

 Επομένως, δεν διαπιστώνεται παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης, όπως εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Και τούτο διότι με ρητή νομοθετική ρύθμιση παρέχεται η εξουσία στον Γενικό Διευθυντή να ζητά, αν κρίνει σκόπιμο, την προσκόμιση των επίδικων διαταγμάτων και δεν έχει αποδειχθεί ότι η διοίκηση υπερέβη τα όρια της εξουσίας της, έτσι ώστε να παρέχεται περιθώριο παρέμβασης του Δικαστηρίου. 

 

Είναι δε νομολογημένο ότι, εναπόκειται  στη διοίκηση να σταθμίσει αναλόγως, ασκώντας εύλογη διακριτική ευχέρεια, τα στοιχεία που αφορούν την κάθε περίπτωση και ότι η  έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί αναφορικά με τη διερεύνηση των γεγονότων κάθε υπόθεσης ανάγεται στη διακριτική της ευχέρεια (βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ.503).

Για τους πιο πάνω λόγους γίνονται αποδεκτοί οι Λόγοι Έφεσης.

 

Η Έφεση επιτυγχάνει.   Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.  Η πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται.  Επιδικάζονται, υπό τις περιστάσεις, €1.500 έξοδα πρωτόδικα και κατ’ έφεση υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον της Εφεσίβλητης.

 

 

 

                                                         Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                    

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

                                                         

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                 (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 158/2019)

 

29 Φεβρουαρίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ/Ή ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΙ/Ή ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΑΥΤΟΥ

                                                                                                          Εφεσείουσα,

v.

 

N. T. S.

                                                                                                          Εφεσίβλητης.

 

--------------------

 Ε. Συμεωνίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του  Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.

   Χ. Αργυρού (κα), για Αργυρού & Κωνσταντίνου Δ.Ε.Π.Ε, για την Εφεσίβλητη.

 

--------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ΔΙΪΣΤΑΜΕΝΗ)

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ. : Με κάθε σεβασμό προς την απόφαση της πλειοψηφίας, ομογνωμώ με το πρωτόδικο Δικαστήριο και, συνεπώς, θα απέρριπτα την έφεση, με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

Το Άρθρο 4(3) των περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 167(Ι) του 2002») χορηγεί υπό προϋποθέσεις δικαίωμα σε παροχή επιδόματος «μονογονεϊκής οικογένειας» η οποία ορίζεται στο Άρθρο 2(1) του ίδιου Νόμου ως εξής:

««μονογονεϊκή οικογένεια» σημαίνει την οικογένεια, στην οποία ένας γονέας χωρίς σύζυγο/συμβίο οποιουδήποτε φύλου, ζει με ένα τουλάχιστο εξαρτώμενο τέκνο, που αποκτήθηκε είτε από γάμο είτε εκτός γάμου και που διαβιεί μόνος λόγω του ότι είναι άγαμος γονέας, χήρος διαζευγμένος ή διότι ένας από τους δύο γονείς έχει κηρυχθεί σε αφάνεια από το δικαστήριο ή την οικογένεια στην οποία ένας έγγαμος ζει μόνος του με ένα τουλάχιστον εξαρτώμενο τέκνο, διότι ο άλλος γονέας έγγαμος εκτίει ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών και άνω·».

 

Έπεται ότι, για να δικαιούται γονέας την παροχή επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας, δέον να ικανοποιήσει την Εφεσείουσα/Καθ’ ης η αίτηση ότι, επιπροσθέτως των προϋποθέσεων του Άρθρου 4(3), συνιστά (ομού με εξαρτώμενο τέκνο του) «μονογονεϊκή οικογένεια» η οποία ορίζεται στο Άρθρο 2(1) κατά τρόπο ώστε να συντίθεται από ένα πλέγμα γεγονότων τα οποία δέον να τεκμηριωθούν από τον αιτoύντα γονέα.

 

Έτσι, ο αιτών γονεύς δέον να αποδείξει ότι (α) δεν έχει σύζυγο ή συμβίο, (β) ζει με ένα τουλάχιστον «εξαρτώμενο τέκνο» (ως επίσης ορίζεται στο Άρθρο 2(1)) αποκτώμενο εντός ή εκτός γάμου και (γ) διαβιεί μόνος για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τέσσερις διαζευκτικούς λόγους: (i) είναι άγαμος γονέας, (ii) είναι χήρος, (iii) είναι διαζευγμένος, (iv) o ένας εκ των δύο γονέων  (προφανώς, ο έτερος) έχει κηρυχτεί σε αφάνεια από το Δικαστήριο, (v) είναι έγγαμος γονέας ο οποίος διαβιεί μόνος του με ένα τουλάχιστον εξαρτώμενο τέκνο διότι ο άλλος γονέας εκτίει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι μηνών.

 

Το αναφυόμενο ερώτημα αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο αιτών γονέας αποδεικνύει τα άνω γεγονότα, σε βαθμό που να ικανοποιεί την Εφεσείουσα/Καθ’ ης η Αίτηση.

 

Συναφώς, το Άρθρο 7(1) του Νόμου 167(Ι) του 2002 θέτει ως προϋπόθεση, για τη χορήγηση επιδόματος, την εκ του αιτητή υποβολή δεόντως συμπληρωμένης αίτησης «στον τύπο που εγκρίνει κατά καιρούς ο Γενικός Διευθυντής [προφανώς, ως αυτός ορίζεται στο Άρθρο 2(1)] και που συνοδεύεται από όλα τα απαραίτητα στοιχεία και δικαιολογητικά, τα οποία ο Γενικός Διευθυντής θεωρεί αναγκαία για την εξέτασή της».

 

Ευλόγως, στη βάση του άνω Άρθρου 7(1), το πως αποδεικνύονται τα γεγονότα που στοιχειοθετούν μια αίτηση ως βάσιμη δεν επαφίεται στην κρίση του εκάστοτε αιτητή αλλά στον Γενικό Διευθυντή, στον οποίον δίνεται η ευχέρεια και εξουσία να καθορίσει τα κατά την κρίση του απαραίτητα στοιχεία και δικαιολογητικά τα οποία κατά την κρίση του είναι αναγκαία για την εξέταση της αίτησης.

 

Πλην όμως, σε ένα Κράτος Δικαίου, αυτή η ευχέρεια δεν είναι απεριόριστη ή αυθαίρετη, αλλά αντιθέτως οριοθετείται από την Αρχή της Νομιμότητας η οποία επιβάλλει στον Γενικό Διευθυντή την υποχρέωση να ασκεί την ευχέρειά του κατά τρόπο σύμμορφο με τους νόμους και το διοικητικό δίκαιο.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το επίδικο θέμα είναι πως ο αιτών γονεύς ικανοποιεί την Εφεσείουσα/Καθ’ ης η Αίτηση για το ότι δικαιούται επίδομα μονογονεϊκής οικογένειας επειδή διαβιεί με εξαρτώμενο τέκνο ως άγαμος γονέας, στην απουσία του έτερου γονέα. 

 

Εκ των γεγονότων που συνθέτουν την έννοια της «μονογονεϊκής οικογένειας», ένα μόνο προϋποθέτει ρητά την πιστοποίησή του από Δικαστήριο, ήτοι η κήρυξη του απόντος γονέα σε αφάνεια.  Δεδομένης της ερμηνευτικής αρχής κατά την οποία έκαστη λέξη προστίθεται σε νομοθετική διάταξη με σκοπιμότητα (Πολιτική Έφεση Αρ. 30/2019 Φυσεντζίδη ν. K & C.  SNOOKER & POOL ENTERTAINMENT,  απόφαση ημερ. 1.6.2020) η επιλογή του Νομοθέτη να απαιτεί ρητά δικαστική διακήρυξη μόνο σε σχέση με το γεγονός της αφάνειας γονέα, εμμέσως πλην σαφώς σημαίνει ότι -για την επέλευση των λοιπών γεγονότων που αναφέρονται στον ορισμό της «μονογονεϊκής οικογένειας»- η αρμόδια διοικητική αρχή μπορεί -κατά την κρίση του Νομοθέτη- να ικανοποιείται αυτοτελώς (προβαίνοντας η ίδια σε αξιολόγηση και κρίση ως προς την επέλευσή των γεγονότων αυτών) άνευ εμπλοκής Δικαστηρίου.

 

Προφανώς, κατά τη θέσπιση του ορισμού της «μονογονεϊκής οικογένειας» (δια των τροποποιητικών Νόμων 189(Ι) του 2011 και 177(Ι) του 2015), ο Νομοθέτης ακολούθησε την προσέγγισή του κατά την προγενέστερη θέσπιση του Άρθρου 5(2) των περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 216 του 1990»), το οποίο προβλέπει ότι η γονική μέριμνα ασκείται αποκλειστικά από τον ένα γονέα, όταν η γονική μέριμνα του άλλου παύει «λόγω θανάτου, [προφανώς, δικαστικής] κήρυξης σε αφάνεια ή απουσίας του άλλου γονέα».

 

Το άνω Άρθρο 5(2), ως κανόνας δικαίου, απονέμει αποκλειστική γονική μέριμνα στον εναπομείναντα γονέα, θεωρώντας ότι η γονική μέριμνα του άλλου παύει αν επέλθει οποιοδήποτε από τρία διαζευκτικά γεγονότα, το ένα εκ των οποίων μόνο (αυτό της αφάνειας) συνίσταται στη δικαστική διακήρυξή του, αντί στην απλή επέλευση του γεγονότος αυτού καθ’ εαυτού.

 

Έτσι, για παράδειγμα, ο εναπομείναντας γονέας επενδύεται με αποκλειστική γονική μέριμνα με τη δικαστική διακήρυξη του άλλου γονέα σε αφάνεια ή, εναλλακτικά, με την (μεταξύ άλλων) απουσία του άλλου γονέα χωρίς να προϋποτίθεται δικαστική διακήρυξη αυτής της απουσίας, όπερ σημαίνει ότι αυτή η απουσία είναι γεγονός για το οποίο η Διοίκηση μπορεί να ικανοποιηθεί αυτοτελώς, άνευ εμπλοκής Δικαστηρίου.

 

Τα ανωτέρω δεν αναιρούν την υποχρέωση του αιτούντος γονέα (η οποία έχει δικαστικώς διακηρυχθεί στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 72/2016, 73/2016 και 74/2016 Kojuharova v.  Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 26.7.2023) να αποδείξει ενώπιον της Διοίκησης ότι πληροί τις κατά νόμο προϋποθέσεις για την εξασφάλιση του επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας την οποία διεκδικεί, αλλά θέτουν επί τάπητος το όριο της εξουσίας του Γενικού Διευθυντή ως προς την απαίτηση ο αιτών γονέας να επισυνάπτει στην αίτηση δικαστικό διάταγμα διατροφής ή γονικής μέριμνας, όπως έγινε στην επίδικη περίπτωση στην οποία το συναφές αίτημα της Εφεσίβλητης/Αιτήτριας απορρίφθηκε πρωτοβάθμιως και (δια της απόρριψης της ιεραρχικής της προσφυγής) δευτεροβάθμιως, μόνο και μόνο επειδή η αίτησή της δεν συνοδευόταν από τέτοιο διάταγμα.

 

Ως προς τούτο, συμφωνώ με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η εκ της Εφεσείουσας/Καθ’ ης η αίτηση απαίτηση δικαστικού διατάγματος συνιστά παράβαση της Αρχής της Χρηστής Διοίκησης η οποία περιλαμβάνει (κατά το Μέρος Χ των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμων) την Αρχή της Αναλογικότητας η οποία κωδικοποιείται στο Άρθρο 52(3) των εν λόγω Νόμων ως εξής:

 

«(3) Αν η διοίκηση έχει να επιλέξει μεταξύ δύο ή περισσότερων νόμιμων λύσεων, οφείλει να προτιμήσει εκείνη που είναι λιγότερο επαχθής για το διοικούμενο.».

 

Στη βάση, λοιπόν, του άνω Άρθρου 52(3), η Εφεσείουσα/Καθ’ ης η αίτηση όφειλε να απαιτεί ένορκη δήλωση του αιτούντος γονέα (εν προκειμένω, της Εφεσίβλητης/Αιτήτριας) προς ικανοποίηση της προϋπόθεσης ότι ζει με το εξαρτώμενο τέκνο χωρίς την παρουσία του άλλου γονέα, η οποία ένορκη δήλωση κρίθηκε -ως μέσο απόδειξης- καθόλα δόκιμη και επιτρεπτή στην Kojuharova ν. Δημοκρατίας, supra

 

Ενώ ο Νομοθέτης, δια της διατύπωσης των προρρηθεισών νομοθετικών διατάξεων, επέδειξε εμπιστοσύνη στη Διοίκηση ότι δύναται η ίδια να αξιολογήσει και κρίνει αυτοτελώς κατά πόσο ο έτερος γονέας είναι απών από τη ζωή του γονέα ο οποίος αιτείται επίδομα μονογονεϊκής οικογένειας, στην ουσία η Εφεσείουσα/Καθ’ ης η αίτηση επέλεξε να απεμπολήσει αυτή της την ευχέρεια, απαιτώντας από το Δικαστήριο να κρίνει αυτό την αλήθεια των ενώπιόν του δηλώσεων του αιτούντος γονέα ως προς την απουσία του άλλου γονέα, ώστε μετά η Εφεσείουσα/Καθ’ ης η αίτηση να αρκείται εύκολα σε ένα απλό rubber-stamping της δικαστικής κρίσης.

 

Αυτή η διοικητική προσέγγιση, πέραν του ότι επιβαρύνει τον όγκο εργασίας του αρμόδιου Δικαστηρίου, είναι προφανώς πιο επαχθής για τον αιτούντα γονέα, διότι η πρότερη εξασφάλιση δικαστικού διατάγματος είναι ευλόγως πιο χρονοβόρα και κοστοβόρα από ότι η υποβολή ένορκης δήλωσης στη Διοίκηση, χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζεται η δυνατότητα εξασφάλισης νομικής αρωγής ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου κατά το Άρθρο 6 των περί Νομικής Αρωγής Νόμων.

 

Επιπροσθέτως, η απαίτηση της Διοίκησης για την εξασφάλιση δικαστικού διατάγματος από τον αιτούντα γονέα εμμέσως πλην σαφώς ερείδεται στην πεπλαμένη αντίληψη ως προς το ότι το Δικαστήριο δύναται να απορρίψει την αίτηση προς έκδοση τοιούτου διατάγματος μόνο επειδή κρίνει ως αναληθή τα ενώπιόν του δηλωθέντα από τον αιτούντα γονέα (σε σχέση με την απουσία του άλλου γονέα), παραγνωρίζοντας έτσι τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να απορρίψει την ενώπιόν του αιτητή για τον τυπικό λόγο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της υποκατάστατης επίδοσης (σε περίπτωση που ο αιτών γονέας δεν γνωρίζει που βρίσκεται ο έτερος).

 

Σε τέτοια περίπτωση, η ανελαστική απαίτηση της Εφεσείουσας/Καθ’ ης η αίτηση για την εξασφάλιση δικαστικού διατάγματος από τον αιτούντα γονέα στερεί από τον τελευταίο τη δυνατότητα εξασφάλισης του μονογονεϊκού επιδόματος, άνευ πραγματικής υπαιτιότητας του τελευταίου.

 

Ως προς τα εχέγγυα της υπαλλακτικής και λιγότερο επαχθούς ένορκης δήλωσης, ο ίδιος ο Νόμος 167(Ι) του 2002 θέτει στη ευχέρεια της Εφεσείουσας/Καθ’ ης η αίτηση δύο δραστικά μέτρα, ώστε να αποτρέψει ή καταπολεμήσει το ενδεχόμενο των ψευδών δηλώσεων: αφενός, την καταχώρηση πολιτικής αρωγής κατά του αιτούντος γονέα, ο οποίος εξασφάλισε επίδομα με ψευδή δήλωση, ώστε το καταβληθέν επίδομα να επιστραφεί εντόκως στα κρατικά ταμεία (Άρθρο 16) και, αφετέρου, την ποινική του δίωξη (Άρθρο 14).

 

Επιπροσθέτως, αν ο αιτών γονεύς επικαλέσθηκε ψευδώς την απουσία του άλλου γονέα για να εξασφαλίσει επίδομα, ο τελευταίος μπορεί (όποτε ενημερωθεί) να κινηθεί εναντίον του πρώτου, είτε καταγγέλοντας το ψεύδος στην Εφεσείουσα/Καθ’ ης η αίτηση ώστε η τελευταία να σταματήσει το επίδομα και να λάβει οποιοδήποτε από τα προρρηθέντα αστικά ή/και ποινικά μέτρα, είτε εξασφαλίζοντας δικαστικό διάταγμα προς διασφάλιση της γονικής του μέριμνας.

 

Ενόψει των ανωτέρω, εκτιμώ ότι είναι παράνομος ο λόγος για τον οποίο η Εφεσείουσα/Καθ’ ης η αίτηση απέρριψε την αίτηση της Εφεσίβλητης/Αιτήτριας προς εξασφάλιση επιδόματος μονογονεϊκής οικογένειας, αυτή δε η παρανομία δεν θεραπεύεται ή αναιρείται από το γεγονός ότι η επίδικη διοικητική προσέγγιση υποστηρίζεται από γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, για τον απλό λόγο ότι μια τέτοια γνωμάτευση μπορεί να αποδίδει εσφαλμένα το δίκαιο και, βέβαια, δεν είναι δεσμευτική επί του Δικαστηρίου (Δημοκρατία ν. Παπαγιάννη, (2015) 3 Α.Α.Δ. 342).

                                                                                               Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο