ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Έφεση Αρ.: 18/2022)

 

16 Φεβρουαρίου, 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

 

Ε.Δ.,

Εφεσείοντα,

v.

 

Σ.Τ.,

Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

Ε. Αριστείδου (κα), για κ. Ν. Γ. Νικολάου για τον Εφεσείοντα.

Β. Ιωάννου (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:    Αίτηση της εφεσίβλητης, σε Οικογενειακό Δικαστήριο, - στο εξής πρωτόδικο Δικαστήριο - για τιμωρία του εφεσείοντα στη βάση ισχυρισμών ότι αυτός παραβίαζε προσωρινό διάταγμα, για συγκεκριμένη περίοδο, το οποίο αφορά στην επικοινωνία της με τα δύο ανήλικα τέκνα των διάδικων, οδήγησε, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, στην έκδοση απόφασης, την 01.02.2022, με την οποία κρίθηκε ότι ο εφεσείοντας προέβη σε παραβίαση του προαναφερόμενου διατάγματος, σε όλες τις επίμαχες ημερομηνίες, εκτός από δύο περιπτώσεις.  Στις 17.03.2022 το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της συνεπακόλουθης διαδικασίας, επέβαλε στον εφεσίβλητο χρηματική ποινή €3.500,00.  Τα έξοδα και των δύο διαδικασιών επιδικάστηκαν εναντίον του εφεσείοντα.

 

Ο εφεσείοντας εφεσίβαλε και τις δύο ετυμηγορίες του πρωτόδικου Δικαστηρίου και εγείρει έξι (6) λόγους έφεσης.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας, παραπονείται ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης, καθ’ ότι κατά την εκδίκαση της Αίτησης παρακοής το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε, λανθασμένα, διαδικασία εκδίκασης που δεν προνοείται από το νόμο ή τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.  Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, παραπονείται, ο εφεσείοντας, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάνθηκε ότι αυτός παρεμπόδισε την εφαρμογή του διατάγματος επικοινωνίας, που έχει η εφεσίβλητη με τα ανήλικα τέκνα τους, καθ’ ότι δεν είχε ενώπιον του βάσιμα στοιχεία και/ή ότι αυτά δεν αποδείκνυαν ηθελημένη ανυπακοή του, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, και εν πάση περιπτώσει, χωρίς να αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση ποια γεγονότα ακριβώς έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, ώστε να καταλήξει στο συμπέρασμα παρακοής, ενώ παρέλειψε να αποφανθεί κατά πόσο η δικαιολογία για τη μη συμμόρφωση του εφεσείοντα ήταν εύλογη στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.  Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας, προβάλλει τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή πεπλανημένα θεώρησε ότι αυτός παρήκουσε το διάταγμα επικοινωνίας, για περισσότερες από 104 φορές, ενώ δεν είχε προσκομισθεί προς τούτο σχετική μαρτυρία.  Με τον τέταρτο λόγο έφεσης βάλλεται, ως λανθασμένη και/ή υπέρμετρη και/ή μη δικαιολογημένη, η επιβολή ποινής προστίμου €3.500,00 στον εφεσείοντα, καθ’ ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία και/ή δυνατότητα επιβολής τέτοιας ψηλής ποινής.  Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προωθείται η θέση ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, και, με τον έκτο λόγο έφεσης, ότι λανθασμένα επιδικάστηκαν, στην αίτηση παρακοής, τα έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

 

Θεωρούμε χρήσιμο εξ’ αρχής να παραθέσουμε το περιεχόμενο του επίμαχου προσωρινού διατάγματος επικοινωνίας, ημερομηνίας 16.12.2019, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΕΚ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ όπως επιτραπεί και δια του παρόντος επιτρέπεται στην Αιτήτρια η τηλεπικοινωνία της με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων Ε. και Ι. μέσω του μέσου κοινωνικής δικτύωσης VIBER ως ακολούθως:

(i)    Την πρώτη εβδομάδα εφαρμογής του διατάγματος, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή από η ώρα 18:30 μέχρι η ώρα 19:00 και την Κυριακή από η ώρα 11:00 μέχρι η ώρα 11:30.

(ii)   Τη δεύτερη εβδομάδα εφαρμογής του διατάγματος, Τρίτη και Πέμπτη από η ώρα 18:30 μέχρι η ώρα 19:00 και Σάββατο από η ώρα 11:00 μέχρι η ώρα 11:30, και ούτω καθεξής και εκ περιτροπής από εβδομάδα σε εβδομάδα. 

Ο Καθ΄ου η αίτηση διατάσσεται όπως κάθε φορά ο ίδιος ή μέσω εξουσιοδοτημένου  απ΄ αυτόν προσώπου, προβαίνει σε όλες τις ενέργειες οι οποίες απαιτούνται, έτσι ώστε να πραγματοποιείται η πιο πάνω τηλεπικοινωνία της Αιτήτριας με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων. 

Το παρόν προσωρινό διάταγμα,  ισχύει μέχρι περατώσεως της εναρκτήριας αίτησης ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. 

Η εφαρμογή του παρόντος προσωρινού διατάγματος αρχίζει από την 16.12.2019 η οποία θεωρείται ως η πρώτη εβδομάδα εφαρμογής του διατάγματος.»

 

Αρχίζοντας από τον πρώτο λόγο έφεσης έχουμε διακρίνει πως η θέση του εφεσείοντα, ως διατυπώνεται στη σχετική αιτιολογία, σχετίζεται με το παράπονο του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά τη δίκη, αφενός επέτρεψε στην εφεσίβλητη να παρουσιάσει, προς απόδειξη της Αίτησης της (Παρακοής Διατάγματος) προφορική μαρτυρία, πέραν των όσων ανέφερε στην ένορκη δήλωση η οποία συνόδευε την Αίτηση της.  Αφετέρου, εξανάγκασε τον εφεσείοντα – Καθ’ ου η Αίτηση στην πρωτόδικη διαδικασία – να αντεξετασθεί, επί της ένορκης δήλωσης του, παρ’ ότι δεν είχε τέτοια πρόθεση, ως προς την παρουσίαση της ένστασης – υπόθεσης του.

 

Έχοντας διεξέλθει τα πρακτικά της δίκης, και έχοντας αξιολογήσει κάθε σχετικό στοιχείο και επιχείρημα του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα, κρίνουμε πως ο πρώτος λόγος έφεσης δεν δύναται να ευσταθήσει. Είναι γεγονός ότι κατόπιν αιτήματος, από τη συνήγορο της εφεσίβλητης, επιτράπηκε στην τελευταία να δώσει προφορική μαρτυρία η οποία, ως διαπιστώνουμε, δεν ήταν πέραν των ισχυρισμών που ήγειρε με την ένορκη της δήλωση.  Ως έκρινε το Δικαστήριο, αλλά και επιβεβαιώνεται μέσα από το περιεχόμενο της μαρτυρίας της, κατά την κύρια εξέταση, επρόκειτο για διευκρινιστική μαρτυρία αναφορικά με το Τεκμήριο Γ, που ήταν ήδη καταχωρημένο στο φάκελο της υπόθεσης. Το εν λόγω έγγραφο αφορούσε κατάλογο κλήσεων από το τηλέφωνο της εφεσίβλητης τον οποίο αυτή ετοίμασε και εξήγησε.  Συνεπώς δεν ευσταθεί η θέση του εφεσείοντα ότι η εφεσίβλητη εξασφάλισε πλεονέκτημα.  Σημειώνουμε πως δεν παραγνωρίζονται τα όσα προνοούνται στη Δ.48 Κ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όπου προνοείται η διεξαγωγή ακρόασης των αιτήσεων στη βάση μόνο γραπτών δηλώσεων, καθώς και η σχετική νομολογία (βλ. Γ.Κ. v. Ε.Ζ., ECLI:CY:DOD:2021:10, Έφεση Αρ. 8/21, ημερομηνίας 13.05.2021).

 

Ό,τι έχει συμβεί, κατά τη δίκη της παρούσας υπόθεσης, είναι η παρουσίαση προφορικής μαρτυρίας της εφεσίβλητης, αν και θα μπορούσε, κατόπιν σχετικού αιτήματος, να προσκομισθεί με συμπληρωματική ένορκη δήλωση, που ήταν διευκρινιστικού χαρακτήρα και εντός των ζητημάτων – ισχυρισμών που είχε ήδη εγείρει με την ένορκη δήλωση της.  Πρόκειται όμως για παρατυπία. Επομένως, δεδομένης και της αντεξέτασης στην οποία υποβλήθηκε η εφεσίβλητη, από τον συνήγορο του εφεσείοντα, κρίνουμε πως δεν παραβιάστηκε οποιοδήποτε δικαίωμα του τελευταίου, και γενικότερα το δικαίωμα της δίκαιης δίκης, ως λανθασμένα, ισχυρίζεται.

 

Όσον αφορά δε στο έτερο σκέλος της αιτιολογίας, όπου ο εφεσείοντας θεωρεί ότι εξαναγκάστηκε σε αντεξέταση, επίσης κρίνουμε ότι το παράπονο του δεν είναι βάσιμο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν προφορικού αιτήματος της συνηγόρου της εφεσίβλητης, έδωσε οδηγίες στον εφεσείοντα, ο οποίος ήταν παρών, κατά την ακρόαση, να περάσει στο εδώλιο για να αντεξετασθεί, προφανώς επειδή ο εφεσείοντας είχε προβεί σε ένορκη δήλωση, οπότε ήταν δικαίωμα της εφεσίβλητης να τον αντεξετάσει ώστε να τον αμφισβητήσει. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ασκήσει αυτό το δικαίωμα και ορθά της το παραχώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η επιλογή του οποίου βρίσκει έρεισμα και στις πρόνοιες της Δ.48 Κ.4 και Δ.39 Κ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αλλά και του Άρθρου 52 του Περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/1960.

 

Συνακόλουθα των προλεγόμενων ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης άπτεται του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με το οποίο κατέληξε, ότι ο εφεσείοντας ηθελημένα παρεμπόδισε την εφαρμογή του διατάγματος επικοινωνίας της εφεσίβλητης με τα δύο ανήλικα τέκνα τους. Η θέση του εφεσείοντα είναι πως δεν υπήρχαν βάσιμα στοιχεία προς τούτο, και ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να αποδείξει την Αίτηση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Παράλληλα ο εφεσείοντας ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί κατά πόσο η δικαιολογία, που αυτός έδωσε για τη μη συμμόρφωση του, ήταν εύλογη και σύμφωνα με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Έχουμε αξιολογήσει τις θέσεις και τα επιχειρήματα που ανέπτυξε ο συνήγορος του εφεσείοντα.  Διαφωνούμε κατ’ αρχήν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του ένα διάταγμα ανεφάρμοστο, γενικό και αόριστο.  Το περιεχόμενο του επίμαχου διατάγματος ήταν καθόλα κατανοητό και δεν δικαιολογούνταν οποιαδήποτε αμφιβολία για αυτό που όφειλε, και ήταν υπόχρεος, ο εφεσείοντας να κάνει. Δεν ήταν οτιδήποτε άλλο από το να απαντά, με το τηλέφωνο του, στις κλήσεις Viber όταν θα τον καλούσε η εφεσίβλητη,  μητέρα των δύο ανήλικων τέκνων τους, και να διευκολύνει την επικοινωνία των παιδιών μαζί της.  Παρατηρούμε πως δεν προβάλλει καθόλου πειστικό το επιχείρημα ότι το διάταγμα ήταν ανεφάρμοστο, εξ αρχής, επειδή τα παιδιά ήταν σε πολύ μικρή ηλικία.  Προφανώς είναι γι’ αυτό τον λόγο που τέθηκε ο όρος, και η διαταγή, προς τον εφεσείοντα όπως αυτός «ή μέσω εξουσιοδοτημένου από αυτόν προσώπου, προβαίνει σε όλες τις ενέργειες οι οποίες απαιτούνται, έτσι ώστε να πραγματοποιείται η πιο πάνω τηλεπικοινωνία της Αιτήτριας με τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων».  Συνεπώς το διάταγμα ήταν καθ’ όλα εφαρμοστέο, αν ο εφεσείοντας ενεργούσε ως η διαταγή του Δικαστηρίου. Αντί αυτού, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπήρξε παραβίαση του επίμαχου διατάγματος από τον εφεσείοντα.  Στο εν λόγω συμπέρασμα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε αφού πρώτα αξιολόγησε και έκρινε αντιφατικές τις θέσεις και τη μαρτυρία του εφεσείοντα, παραπέμποντας σε συγκεκριμένη μαρτυρία του. Επιβεβαιώνουμε ως ορθή την υπό συζήτηση κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως επακόλουθο της έλλειψης πειστικότητας στα λεγόμενα του εφεσείοντα, τα οποία ήταν ουσιωδώς αντιφατικά αλλά και ενίοτε αναξιόπιστα. Κρίνουμε ορθό, στο παρόν στάδιο, να παραθέσουμε σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση I.M. v. P.M., Έφεση Αρ. 19/2016, ημερομηνίας 12.11.2018 το οποίο έχει ως εξής:

 

«Η απόδειξη της ηθελημένης ανυπακοής, είναι προαπαιτούμενο  για στοιχειοθέτηση της καταφρόνησης σε διάταγμα δικαστηρίου  (βλ. Mouzouris a.ο. vXylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287, Παπαχρυσοστόμου v. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309 και Sazen Fast Food Ltd v. X. Λειβαδ. & Σία Λτδ κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 472). Το ίδιο το αποτέλεσμα της ανυπακοής από μόνο του δεν είναι αρκετό. Θα πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου. (Έφεση Αρ. 4/2014, Ιακώβου ν. Γεωργίου, ημερ. 2 Ιουνίου 2017).

 

Στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Poliakova (Αρ. 1) (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 256 τονίστηκε το εξής στη σελ. 369:

 

″Όσον αφορά το «mens rea» που πρέπει να διαπιστώνεται, αρκεί να λεχθεί ότι η ένοχη διάνοια ως προς το ηθελημένο της παρακοής εξάγεται από όλα τα περιστατικά της υπόθεσης. Η αναγκαία πρόθεση δύναται να εξαχθεί από όλα τα στοιχεία και όσο πιο εμφανής η απείθεια στο Διάταγμα, τόσο πιο εύκολα καταλογίζεται ένοχη «διάνοια».″

 

 

Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Ιακώβου (ανωτέρω):

 

 

"Το αποδεικτικό βάρος το φέρει ο αιτητής, ο οποίος έχει την υποχρέωση να αποδείξει τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση του και να ικανοποιήσει το Δικαστήριο, στον απαιτούμενο βαθμό και στη διαπίστωση της βεβαιότητας της ενοχής του καθ΄ου, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (David Bean Injunctions, 8η έκδοση, σ.90.1, παρ. 6.18 και 6.19 και Μιχαηλίδης (ανωτέρω)).

 

.......

 

Δεν είναι όμως αρκετή η αρνητική στάση και οι δηλώσεις του ανηλίκου, το ίδιο Δικαστήριο οφείλει να ενδιατρίψει και να διαπιστώσει τα αίτια μιας τέτοιας στάσης και απόφασης και κατά πόσο η άρνηση του μορφώθηκε εξ ιδίων ή ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού από τον εφεσείοντα, Κωνσταντίνου ν. Ξιούρου, Έφεση Αρ. 2/12, 9.5.2014:

 

«Τα διατάγματα αυτά εκδίδονται κατά κύριο λόγο προς όφελος των ανηλίκων τέκνων εφόσον αναγνωρίζεται η μεγάλη σημασία της επικοινωνίας των ανηλίκων τέκνων και με τους δύο γονείς τους, παρά το χωρισμό των γονέων. Σε περίπτωση που ο γονέας, που διατάσσεται να συμμορφωθεί με διάταγμα επικοινωνίας του ανήλικου τέκνου του με τον άλλο γονέα, προβάλλει κάποια δικαιολογία για τη μη συμμόρφωση του, το βάρος το έχει εκείνος που προβάλλει τη δικαιολογία να αποδείξει ότι αυτή είναι εύλογη, υπό τις περιστάσεις, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Αυτό, αντίθετα με τον αιτητή που ισχυρίζεται παρακοή διατάγματος του δικαστηρίου, ο οποίος θα πρέπει να αποδείξει τον ισχυρισμό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.»″

 

Απαιτείται επομένως η απόδειξη ηθελημένης παράλειψης συμμόρφωσης με το διάταγμα, η οποία δεν οφείλεται σε αδυναμία εκτέλεσης. Εφόσον προβάλλεται ως υπεράσπιση η αδυναμία συμμόρφωσης, η αδυναμία αυτή απαραιτήτως πρέπει να διαπιστώνεται ως πραγματικό γεγονός. (Έπαρχος Πάφου ν. Κωνσταντίνου (2009) 2 Α.Α.Δ. 594). To βάρος απόδειξης της αδυναμίας αυτής βαρύνει αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται το διάταγμα και ο οποίος προβάλλει το γεγονός της εν λόγω αδυναμίας. (Yugos Finance BV v. Halebay Holdings Limited (2009) 1 A.A.Δ. 569).

 

Στο σύγγραμμα The Law of ContemptBorrie and Lowe, στη σελίδα 322 αναφέρεται ότι:

 

"it is the duty of the defendants to find out the proper means of obeying the order and although it may be a defence to show that compliance with the order was impossible, the burden of proving such impossibility is upon the defendants".”

 

Ορθό κρίνουμε πως είναι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείοντας ηθελημένα παρήκουσε το επίμαχο διάταγμα.  Η μη ανταπόκριση του εφεσείοντα στις κλήσεις της εφεσείουσας ήταν πέρα από ξεκάθαρη ενώπιον του Δικαστηρίου.  Εν πάση περιπτώσει, ήταν διάχυτη η θέση του, προκύπτουσα μέσα από τη μαρτυρία του, ότι δεν συμφωνούσε στην επικοινωνία των παιδιών του με τη μητέρα τους.  Επίσης διάχυτο ήταν και το στοιχείο ότι ουδέποτε επιχείρησε να απαντήσει ή να καλέσει πίσω την εφεσίβλητη, στις 104 φορές που αυτή τον κάλεσε, και σε μία περίοδο οκτώ (8) περίπου μηνών.  Όχι μόνο δεν τον απασχόλησε η εφαρμογή του διατάγματος, αντίθετα εναντιωνόταν σ’ αυτό, έχοντας συμπεριλάβει στο μυαλό του, τη λανθασμένη αντίληψη, πως ο λόγος που η εφεσίβλητη ζει στη Βουλγαρία θα έπρεπε να συνυπολογισθεί στο δικαίωμα της, για επικοινωνία με τα παιδιά της, εννοώντας εμμέσως, πλην σαφώς, ότι δεν θα έπρεπε να της παραχωρηθεί τέτοιο δικαίωμα.

 

Υπό τις περιστάσεις που βρίσκονταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αδυνατούμε να αποδεχθούμε πως ο εφεσείοντας είχε εύλογη δικαιολογία για τη μη συμμόρφωση του με το επίμαχο διάταγμα.

 

Οφείλουμε επίσης να υπενθυμίσουμε πως στην υπόθεση Μιχαηλίδης v. Μιχαηλίδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 356, ειπώθηκαν τα πιο κάτω, καθοριστικά και για την παρούσα υπόθεση:

 

«Όσον αφορά το «mens rea» που πρέπει να διαπιστώνεται, αρκεί να λεχθεί, εφόσον η πρωτόδικη απόφαση δεν προέβηκε σε σχετικό εύρημα, ότι η ένοχη διάνοια ως προς το ηθελημένο της παρακοής εξάγεται από τα όλα περιστατικά της υπόθεσης. Η κλασσική τοποθέτηση εμπεριέχεται στην υπόθεση Stancombe v. Trowbridge UDC [1910] 2 Ch 190, ότι όπου διάταγμα απαγορεύει κάποια πράξη, η ίδια η εκτέλεση της πράξης αποτελεί την αναγκαία ένοχη διάνοια, και «..... it is no answer to say that the act was not contumacious in the sense that, in doing it, there was no direct intention to disobey the order.». Στη γνωστή υπόθεση Attorney-General v. Newspaper Publishing Plc [1987] 3 W.L.R. 942 (υπόθεση του βιβλίου «Spycatcher»), ο Sir John Donaldon M.R. στη σελ. 976 είπε:

«Mens rea in the law of contempt is something of a minefield.  The reason is that it is wholly the creature of the common law and has developed on a case by case basis and no doubt it will continue to do so.»

Η αναγκαία πρόθεση δύναται να εξαχθεί από τα όλα στοιχεία και όσο πιο εμφανής η απείθεια στο Διάταγμα, τόσο πιο εύλογα καταλογίζεται ένοχη διάνοια.»

 

Με σημείο αναφοράς στα πιο πάνω νομολογηθέντα, κρίνουμε πως το πρωτόδικο συμπέρασμα, περί ηθελημένης παρακοής του επίμαχου διατάγματος, ήταν πλήρως δικαιολογημένο και αιτιολογημένο, προκύπτον από το σύνολο των περιστατικών που βρίσκονταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου χωρίς οποιαδήποτε αμφιβολία.

 

Συνεπώς, ως αβάσιμος και απορριπτέος κρίνεται και ο δεύτερος λόγος έφεσης.

 

Ομοίως αβάσιμος κρίνεται και ο τρίτος λόγος έφεσης δεδομένου ότι το Τεκμήριο Γ, επισυνημμένο στην ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης, απεικόνιζε τις ημερομηνίες που αυτή κάλεσε στο Viber τον εφεσίβλητο, κατά τις μέρες και τις ώρες που προνοούσε το διάταγμα, πλην όμως αυτός δεν ανταποκρίθηκε.  Δεν συμφωνούμε πως το εν λόγω τεκμήριο χρειαζόταν να επιβεβαιωθεί από κάποιο οργανισμό, επειδή αυτό ετοιμάστηκε από την εφεσίβλητη.  Το περιεχόμενο του εν λόγω τεκμηρίου καθώς και της μαρτυρίας της εφεσείουσας, παρ’ ότι αντεξετάστηκε, κρίθηκαν, πρωτόδικα, αξιόπιστα και επί αυτού δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση. Άλλωστε δεν τέθηκε οποιοδήποτε κλονιστικό στοιχείο εκ μέρους του εφεσίβλητου, όσον αφορά σε δεδομένα από το δικό του τηλέφωνο, ώστε να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο και να κριθεί ότι έχει κλονιστεί η εκδοχή-μαρτυρία της εφεσίβλητης. Οι όποιες υποβολές, κατά την αντεξέταση της εφεσίβλητης, χωρίς την προσκόμιση σχετικής υποστηρικτικής μαρτυρίας από τον εφεσείοντα, παρέμεναν αίολες και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τους απέδωσε βαρύτητα. Έχοντας κατά νου τον τρόπο που διεξάχθηκε η πρωτόδικη διαδικασία απορρίπτουμε τη θέση, που αναπτύσσεται στην αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης, ότι με τον τρόπο που διεξάχθηκε η διαδικασία ο εφεσείοντας αποστερήθηκε της ευκαιρίας και/ή του δικαιώματος (1) να αντεξετάσει την εφεσίβλητη χωρίς περιορισμό και (2) να καλέσει μάρτυρες προς υπεράσπιση των θέσεων του. Όσον αφορά στο (1) ζήτημα, κατ’ αρχήν δεν αναγνωρίζουμε παραβίαση του δικαιώματος αντεξέτασης, και εν πάση περιπτώσει δεν μας υποδείχθηκε τι άλλο ήθελε να αντεξετάσει η πλευρά του εφεσείοντα, ή να προβάλει προς την εφεσίβλητη, το οποίο θα ήταν καθοριστικό για την τύχη της υπόθεσης και θα άλλαζε την πρωτόδικη κατάληξη. Ο συνήγορος του εφεσείοντα αντεξέτασε την εφεσίβλητη στον χρόνο που του παραχώρησε το Δικαστήριο. Δεν εντοπίζεται αίτημα για παράταση του χρόνου και το Δικαστήριο να αρνήθηκε.  Επιπλέον, προκύπτει από τα πρακτικά πως όταν το Δικαστήριο τον ρώτησε αν υπήρχε άλλη, τελευταία ερώτηση, εισέπραξε την απάντηση, ότι «Δεν υπάρχει άλλη ερώτηση»

 

Όσον αφορά στο (2) ζήτημα, και δη ότι ο εφεσείοντας δεν είχε την ευκαιρία να καλέσει μάρτυρες υπεράσπισης, κρίνουμε πως πρόκειται για εντελώς ανεδαφικό ζήτημα καθ’ ότι, πρώτο, τέτοιο αίτημα δεν υπήρξε προς το Δικαστήριο και δεύτερο, με δήλωση του, ως προκύπτει από τα πρακτικά, ο συνήγορος του εφεσείοντα, κατά τη διαφωνία του να αντεξετασθεί ο εφεσείοντας, δήλωσε ότι είχε ένσταση προς τούτο καθ’ ότι η πλευρά του εφεσείοντα δεν θα καλούσε μάρτυρα. Επιπρόσθετα παρατηρούμε πως ουδέποτε η πλευρά του εφεσείοντα αιτήθηκε να παρουσιάσει άλλη μαρτυρία και να απορρίφθηκε τέτοιο αίτημα. Κατ’ επέκταση των προαναφερόμενων, απορρίπτεται ως αβάσιμος και ο τρίτος λόγος έφεσης.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προωθείται η θέση ότι το ποσό των €3.500,00 που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα είναι υπέρμετρο και αδικαιολόγητο, αλλά και πως δεν υπήρχε δικαιοδοσία για τέτοιο πρόστιμο.  Επιπλέον, παραπονείται ο εφεσείοντας πως δεν λήφθηκαν υπόψη ορθά οι προσωπικές περιστάσεις του και δη ότι ήταν ο μοναδικός υπεύθυνος για τη φύλαξη και φροντίδα των δύο ανήλικων τέκνων των διαδίκων, έχοντας ως μοναδικά εισοδήματα το ποσό των €850,00 μηνιαίως από τα οποία πληρώνει ενοίκιο και συντηρεί την οικογένεια του. 

 

Κατ’ αρχήν, παρατηρούμε πως η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία ή εξουσία να επιβάλει τέτοια ποινή δεν υποστηρίζεται από τη νομολογία.

 

Στην υπόθεση Krashias Shoe Factory Ltd. Also Trading As “K” Shoes v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassier Kg (1989) 1Ε Α.ΑΔ. 750 αναφέρθηκε ότι:

 

 «H πολιτική διαδικασία για ανυπακοή διατάγματος έχει δυο σκοπούς, όπως υποδείχθηκε στην En­field NVC ν. Mahoney [1983] 2 All E.R. 901 (CA).

 

(a)      τον πειθαναγκασμό σε υπακοή και

 

(β) την τιμωρία του παραβάτη.»

 

 Κρίνουμε συνακόλουθα των νομολογηθέντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα και την εξουσία να επιβάλει πρόστιμο στον εφεσείοντα.  Όσον αφορά στο ύψος της τιμωρίας, είναι σημαντικό να λεχθεί πως η φυλάκιση αποτελεί, ίσως, κατά κανόνα την επιβαλλόμενη ποινή σε τέτοιες περιπτώσεις, ακριβώς λόγω της σοβαρότητας της άρνησης συμμόρφωσης με διαταγή Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέλεξε να αποφύγει την φυλάκιση του εφεσείοντα, προφανώς για να μην επέλθουν περαιτέρω αρνητικές συνέπειες, στον ίδιο αλλά και κυρίως στα δύο παιδιά του. Ταυτόχρονα όφειλε όμως με το πρόστιμο αφενός να συνυπολογίσει τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, αφετέρου να εξυπηρετήσει και τις ανάγκες της αποτροπής, τόσο για τον ίδιο αλλά και για τη γενικότερη αποτροπή. Στην παρούσα περίπτωση επιβαρυντικό ήταν και το γεγονός ότι ο εφεσείοντας δεν είχε συμμορφωθεί και, για ό,τι αυτό αξίζει, σημειώνουμε πως ούτε και ενώπιον μας αναφέρθηκε ότι συμμορφώθηκε μετέπειτα της πιο πάνω ποινής.   Συνεπώς το πρόστιμο επιβαλλόταν να ήταν ψηλό, δεδομένων και των περιπτώσεων (104) που η εφεσίβλητη επιχείρησε να επικοινωνήσει με τα παιδιά της, αλλά και του μεγάλου χρονικού διαστήματος (οκτώ μήνες) που ο εφεσείοντας αρνιόταν την υπακοή στο δικαστικό διάταγμα.  Κρίνουμε συνεπώς πως η επιβληθείσα ποινή δεν ήταν χωρίς νομικό και πραγματικό έρεισμα, και εν πάση περιπτώσει όχι υπερβολικά αυστηρή ώστε να την διαφοροποιήσουμε, λαμβανομένης υπόψη της ποινής που επιβλήθηκε στην υπόθεση Α.Κ. v. Κ.Κ., ECLI:CY:DOD:2022:9, Έφεση Αρ. 11/2022, ημερομηνίας 06.04.2022, όπου επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 30 ημερών και λέχθηκε μεταξύ άλλων, ότι «… η ποινή στην κρινόμενη περίπτωση δεν ήταν εκτός των πλαισιών αφενός διότι η παρακοή ήταν μακρά και συστηματική και αφετέρου οδήγησε τον πατέρα στην στέρηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος, να έχει επικοινωνία με το παιδί.».

 

Απορρίπτεται ως εκ τούτου και ο τέταρτος λόγος έφεσης.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορά στη θέση ότι η απόφαση (που προφανώς εννοείται η απόφαση επί της ενοχής στην παρακοή) δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, φρονούμε ότι έχει καλυφθεί από τα κριθέντα για τους προηγούμενους λόγους έφεσης. Ως εκ τούτου  παρέλκει η ανάγκη να προσθέσουμε οτιδήποτε πέραν του ότι η θέση δεν ευσταθεί και επομένως και ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε απόρριψη.

 

Τέλος, ως αποτέλεσμα της ορθής πρωτόδικης κρίσης, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει πιο πάνω, κρίνεται ότι δικαιολογημένα και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, στην αίτηση παρακοής, εναντίον του εφεσείοντα.  Ως εκ τούτου και ο έκτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω, τόσο η πρωτόδικη απόφαση περί ενοχής όσο και η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, επικυρώνονται. Η έφεση απορρίπτεται με μειωμένα έξοδα, προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα ύψους €350,00, πλέον Φ.Π.Α. (αν υπάρχει), λόγω του ότι εκ μέρους της εφεσίβλητης δεν καταχωρίστηκε περίγραμμα αγόρευσης.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο