ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Έφεση Αρ.: 21/2020)

 

26 Φεβρουαρίου 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

Α. Μ.,

 

Εφεσείουσα,

v.

 

Κ. Α.,

Εφεσιβλήτου.

 

____________________

 

 

Δρ. Α. Π. Ποιητής με κ. Α. Αναξαγόρου για Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Χρ. Αργυρού (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

____________________

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.:   Οι διάδικοι συμβιούσαν με την προοπτική του γάμου από το Νοέμβριο του 2003, ότε και  απέκτησαν ένα οικόπεδο το οποίο ενεγράφη ανά ½ μερίδιο στον καθένα και επί του οποίου κτίστηκε  η επίδικη κατοικία.  Τέλεσαν αρραβώνα το Σεπτέμβριο του 2004 και γάμο στις 21.10.2006.  Από το γάμο τους απέκτησαν ένα παιδί.  Η διάσταση στη σχέση τους επήλθε το Σεπτέμβριο του 2015. 

 

Αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας,  ήταν η αξίωση της εφεσείουσας να της αποδοθεί το ½ μερίδιο στην επίδικη κατοικία που ήτο εγγεγραμμένο στο όνομα του συζύγου της.  Στήριξε την απαίτηση της στον ισχυρισμό ότι ο πατέρας της κατέβαλε όλα τα χρήματα για την αγορά του οικοπέδου και για το κτίσιμο της κατοικίας. Υποστήριξε επίσης ότι ο σύζυγος της αρνείτο να συνεισφέρει οικονομικά στις ανάγκες της οικογένειας, τις οποίες αρχικά, όταν εργαζόταν, κάλυπτε η ίδια και στη συνέχεια, όταν σταμάτησε να εργάζεται, κάλυπτε ο πατέρας της. Ο εφεσίβλητος αντέδρασε στην αίτηση της συζύγου του με καταχώρηση έκθεσης υπεράσπισης.  Διατύπωσε τη θέση ότι το οικόπεδο αποκτήθηκε με συνεισφορά και του ιδίου, ότι η ανέγερση της κατοικίας έγινε με κοινά δάνεια και ότι πάντοτε εργαζόταν και κάλυπτε τις ανάγκες της οικογένειας.

 

Κατά την ακρόαση, έδωσε μαρτυρία για την πλευρά της εφεσείουσας ο πατέρας της (Μ.Αιτ.1) και ο ενοικιαστής της επίδικης κατοικίας των διαδίκων (Μ.Αιτ.2). Προς υποστήριξη της υπεράσπισης, έδωσε μαρτυρία μόνο ο εφεσίβλητος.

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, στην εκκαλούμενη απόφαση, προσέγγισε την αξίωση της εφεσείουσας, ως εξής: «Ότι επιζητεί η Αιτήτρια με την εναρκτήρια αίτηση της, είναι η απόδοση σ’ αυτή ολόκληρου του μεριδίου του Καθ’ ου η αίτηση,  θέση η οποία, στην ουσία της, μεταφράζεται, στο ότι, κατά τη θέση της, ο συζυγικός οίκος αποκτήθηκε με την απόλυτη συνεισφορά της, δηλαδή ότι ο Καθ’ ου η αίτηση, ουδεμία συνεισφορά είχε, άμεση, ή έμμεση στην απόκτηση του συζυγικού οίκου.

 

Είναι προφανές, ότι η Αιτήτρια, επέλεξε ως βάση της αγωγής της, τον πραγματικό υπολογισμό και όχι τον τεκμαρτό υπολογισμό, αυτό δηλαδή που καθιερώνεται με το τεκμήριο του 1/3, ως προβλέπεται από το άρθρο 14(2) του Ν.232/91

 

Ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού ανέλυσε λεπτομερώς την ενώπιον του μαρτυρία, απεφάνθη ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που έφερε, δεν απέδειξε δηλαδή ότι ο συζυγικός οίκος αποκτήθηκε μόνο με τη δική της αποκλειστική συνεισφορά ή ότι ο εφεσίβλητος ουδεμία συνεισφορά είχε, άμεση ή έμμεση, στην απόκτηση του συζυγικού οίκου. Απεφάνθη επίσης ότι από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, ήτο εκ των πραγμάτων αδύνατο να προβεί σε λογιστική αποτίμηση της πραγματικής συνεισφοράς του κάθε διαδίκου στην απόκτηση της επίδικης περιουσίας και ανάλογη αναπροσαρμογή των μεριδίων των διαδίκων επί του συζυγικού οίκου, και απέρριψε την αίτηση, με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης στρέφεται η υπό κρίση έφεση, με τους ακόλουθους λόγους έφεσης:

 

«1ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε διότι θεώρησε ότι δεν εδικαιούτο να δώσει μέρος από τη συνεισφορά της αιτήτριας στην εκ μέρους του καθ’ ου η αίτηση απόκτηση του ½ μεριδίου του οικοπέδου ή και της οικίας.

………………………………………………………………………………

2ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα στη σελ. 17 της απόφασής του αναφέρει ότι δεν τέθηκε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η συνεισφορά του καθ’ ου η αίτηση ήταν μικρότερη του ½ μεριδίου.

………………………………………………………………………………

3ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι όταν ένας αξιοί εμπράγματο δικαίωμα, έστω και αν υπάρχει μαρτυρία για ενοχικό δικαίωμα, δε δικαιούται να εξετάσει ενοχικά δικαιώματα, τα οποία αποτελούν μέρος του εμπράγματου δικαιώματος και έχουν απόλυτη σχέση με αυτό.

………………………………………………………………………………

4ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι τα 4 ενοίκια που επληρώθησαν σε μετρητά στον καθ’ ου η αίτηση αυτός τα χρησιμοποίησε χωρίς να τα καταθέσει στο λογαριασμό του χρέους.

………………………………………………………………………………

5ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι ο ίδιος ο καθ’ ου η αίτηση στην παράγραφο 5 της δήλωσής του παραδέχεται ότι από το γάμο και τους αρραβώνες ξεκαθάρισε μόνο ένα ποσό Λ.Κ.4.000, τις οποίες φύλαξαν για τις τρέχουσες ανάγκες της οικογένειας.

………………………………………………………………………………

6ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν εγνώριζε πόσα αγοράσθηκε το σπίτι ή και πόσα υπολόγιζε την αξία του οικοπέδου.

………………………………………………………………………………

7ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν είχε αποδείξεις για ο,τιδήποτε.

………………………………………………………………………………

8ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εθεώρησε ότι ο καθ’ ου η αίτηση συντηρούσε το σπίτι του και κατέβαλλε και δόσεις.

………………………………………………………………………………

9ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε την αρχή ότι παράλειψη αντεξέτασης ενός μάρτυρα σχετικά με αμφισβητούμενο ισχυρισμό ισοδυναμεί με παραδοχή.

………………………………………………………………………………

10ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα στη σελ.16 θεωρεί ότι επειδή η αιτήτρια ζητεί την απόδοση σ’ αυτή ολόκληρου του μεριδίου του καθ’ ου η αίτηση, από τη στιγμή κατά την οποία ο καθ’ ου η αίτηση κάτι επλήρωσε, η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.

………………………………………………………………………………

11ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν προέβη σε εύρημα για το πόσα συνεισέφερε ο καθένας από τους διαδίκους.

………………………………………………………………………………

12ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα στη σελ. 17 αναφέρει ότι δεν τέθηκε ενώπιόν του μαρτυρία ότι η συνεισφορά του καθ’ ου η αίτηση ήταν μικρότερη του ½ του μεριδίου και ότι η θέση της αιτήτριας την οποία προώθησε ήταν απόλυτη ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν είχε καμιά συνεισφορά.

………………………………………………………………………………

13ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι η μόνη μαρτυρία που υπήρχε για την αξία της οικίας ήταν η μαρτυρία του Μ.Αιτ.1, ενώ, αντίθετα, η μαρτυρία του καθ’ ου η αίτηση ήταν απλώς ότι το κόστος ανέγερσης ήταν πολύ χαμηλότερο του ποσού των €160.000, χωρίς να αναφέρει ποσό.

………………………………………………………………………………

14ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη τη μαρτυρία του Μ.Αιτ.1 όσον αφορά την αξία του σπιτιού, αναφέροντας ότι ο Μ.Αιτ.1 δεν είναι πραγματογνώμονας εκτιμητής.

………………………………………………………………………………

15ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ παραδέχεται ότι επήλθε αύξηση της περιουσίας των διαδίκων, δεν προέβη σε οποιοδήποτε εύρημα σχετικά με το ύψος της, αναφέροντας ότι αυτό θα είχε καθοριστική σημασία αν η αιτήτρια επιζητούσε ενοχική ικανοποίηση της συνεισφοράς της, ήτοι χρηματική απόδοση.

………………………………………………………………………………

16ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα στη σελ. 21 δέχεται ότι το οικόπεδο αποκτήθηκε με χρήματα των διαδίκων που έλαβαν από τον αρραβώνα τους και την προσφυγική βοήθεια του καθ’ ου η αίτηση.

………………………………………………………………………………

17ος ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΕΩΣ

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι ο ίδιος ο καθ’ ου η αίτηση παραδέχθηκε ότι ο ίδιος δεν είχε συνάψει οποιαδήποτε συμφωνία και δεν είχε ανάμειξη στο κτίσιμο της οικίας.»

 

Οι λόγοι έφεσης 4, 6, 7 και 9 δεν αναπτύχθηκαν στο περίγραμμα αγόρευσης για την εφεσείουσα και συνεπώς θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες και απορρίπτονται.

 

Η ουσιαστική θέση που προέβαλε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας τόσο στο περίγραμμα αγόρευσης του, όσο και κατά την ακρόαση ενώπιον μας, είναι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι, εφόσον η εφεσείουσα απαιτούσε την απόδοση σ’ αυτήν ολόκληρου του μεριδίου του εφεσίβλητου, δεν μπορούσε να της επιδικάσει κάτι λιγότερο, παρόλο που διαπίστωσε ότι ο εφεσίβλητος συνείσφερε μόνο ένα μέρος του μεριδίου που κατείχε. Αντίθετη βεβαίως είναι η θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου του εφεσίβλητου, η οποία υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.

 

Η υπό κρίση υπόθεση εδράζεται στο Άρθρο 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91), το οποίο προνοεί τα εξής:

«14.-(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί, ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων, και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσο συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.

(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.

(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν:

(α) Από δωρεά, κληρονομιά, κληροδοσία ή, άλλη χαριστική αιτία·

(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) αιτίες.»

 

Οι όροι «περιουσία» και «συνεισφορά» στο Άρθρο 2 του Ν. 232/91, εξηγούνται ως ακολούθως:

««περιουσία» σημαίνει την κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους»

…………………………………………………………………………..

 

««συνεισφορά» σημαίνει την οποιασδήποτε μορφής συνεισφορά των συζύγων στην απόκτηση ή τη δημιουργία περιουσίας και περιλαμβάνει τη φροντίδα της οικογενειακής εστίας και των μελών της οικογένειας.»

 

Το Άρθρο 14Ε του Ν. 232/91 προνοεί τα εξής:

«Το Δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδίδει διατάγματα για μεταβίβαση στον αιτητή περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση που συνιστά αντικείμενο της διαδικασίας που ακολουθείται δυνάμει του παρόντος Νόμου.»

 

Στη θεμελιακή υπόθεση επί του θέματος Ορφανίδης v. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«(β) Αντικείμενο του διαμοιρασμού δεν είναι, όπως στο Αγγλικό δίκαιο, το περιουσιακό στοιχείο αφ' εαυτού, αλλά η αύξηση της περιουσίας εκάτερου των συζύγων μετά το γάμο. Επομένως, αφετηρία για την επίλυση διαφορών αυτής της φύσης αποτελεί η διαπίστωση των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων κατά το χρόνο του γάμου. Σε δεύτερο στάδιο, έρχεται η διαπίστωση της αύξησης, (αν υπάρχει), και σε τρίτο η προέλευση της αύξησης και η συνάρτησή της με τη συνεισφορά του ετέρου των συζύγων στην πραγμάτωσή της.

(γ)  Η συνεισφορά αποτελεί, βάσει του άρθρου 14, όπως και στο Αγγλικό δίκαιο το κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό της αναλογίας του μεριδίου του μη εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη.  Αντίθετα όμως, από το Αγγλικό δίκαιο, εφόσον δεν αποκαλύπτεται με τρόπο θετικό το ύψος της συνεισφοράς στην αύξηση της περιουσίας, καθιερώνεται τεκμήριο για την έκτασή της ίσο με το ένα τρίτο.

………………………………………………………………………..

Η αύξηση της περιουσίας είναι στοιχείο σχετικό. Συναρτάται, αφενός, με την αξία της περιουσίας και αφετέρου, με τις οικονομικές υποχρεώσεις του ιδιοκτήτη. Το αντικείμενο του μερισμού είναι η αύξηση της περιουσίας, όχι αυτή τούτη η περιουσία. Βέβαια, στο βαθμό που η αύξηση συσχετίζεται με συγκεκριμένο ακίνητο, και ο έτερος των συζύγων δικαιούται μεριδίου στην αύξηση, μπορεί να διαταχθεί η εγγραφή του ως ιδιοκτήτη για το αναλογούν σ' αυτόν μερίδιο (ποσοστό) ιδιοκτησίας.

Το πρώτο που πρέπει να τυγχάνει εξακρίβωσης είναι η αύξηση της περιουσίας του συζύγου ώστε να διαπιστωθεί το αντικείμενο του πιθανού διαμοιρασμού…... Το δεύτερο θέμα που εξετάζεται είναι κατά πόσο ο έτερος των συζύγων συνεισέφερε στην αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, και το τρίτο, ο καθορισμός του ύψους της συνεισφοράς.  Εάν η μαρτυρία δεν είναι καταληκτική, ως προς την έκταση της συνεισφοράς, υπεισέρχεται το τεκμήριο που δημιουργεί το άρθρο 14(2) του νόμου.

…………………………………………………………………………

Η αύξηση, η οποία υπόκειται σε διανομή, δεν είναι η αξία των περιουσιακών στοιχείων του ιδιοκτήτη συζύγου, αλλά η καθαρή αξία της περιουσίας του η οποία ανευρίσκεται μετά από συνυπολογισμό των περιουσιακών του στοιχείων αφενός, και των χρηματικών του υποχρεώσεων αφετέρου.»

 

Ο δικαιούχος σύζυγος δύναται να επικαλεστεί, είτε το τεκμήριο του 1/3, τον τεκμαρτό δηλαδή υπολογισμό, είτε τον πραγματικό υπολογισμό.  Αίτημα του δικαιούχου συζύγου για ποσοστό συνεισφοράς μεγαλύτερο του 1/3, δηλαδή αίτημα του να υπολογισθεί η συνεισφορά του με βάση τον πραγματικό υπολογισμό, δεν αποκλείει τον τερμακτό υπολογισμό του 1/3, εφόσον η συμβολή κατά το ποσοστό αυτό τεκμαίρεται εν πάση περιπτώσει από το νόμο (βλ. Σκουτέλλα v. Σκουτέλλα, Έφεση Αρ. 43/12, ημερ. 24.03.2017, ECLI:CY:DOD:2017:3).

 

Στην υπόθεση Θεωρή v. Χρυσοστόμου (2003) 1 Α.Α.Δ. 386, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα, σχετικά με την εφαρμογή του τεκμηρίου του Άρθρου 14(2) του Ν.232/91:

«…η εφεσίβλητη, αν και απέδειξε ότι συνεισέφερε στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος, εν τούτοις απέτυχε να αποδείξει, με θετικό τρόπο, την έκταση της συνεισφοράς της σ΄αυτή την αύξηση. Ταυτόχρονα, έκρινε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι η εφεσίβλητη δεν συνεισέφερε, με κανένα τρόπο, στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του. Ως εκ τούτου, εφόσον δεν είχε αποδειχθεί ούτε μεγαλύτερη, ούτε μικρότερη, αλλά ούτε και ανύπαρκτη συνεισφορά της εφεσίβλητης στην αύξηση της ακίνητης περιουσίας του εφεσείοντος, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εφάρμοσε το τεκμήριο του εδαφίου (2) του άρθρου 14 του Νόμου σύμφωνα με το οποίο, εκτός εάν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά, η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης.»

 

Η διάκριση ανάμεσα στον τεκμαρτό και πραγματικό υπολογισμό της συμβολής, επεξηγήθηκε επίσης στην υπόθεση Χρυστάλλα Παναγιώτου (Σφικτού) v. Ορφέα Παναγιώτου (2007) 1 Α.Α.Δ. 28, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Οι αρχές που διέπουν γενικά το θέμα της απαίτησης και αυτά της περιουσίας του ενός συζύγου από τον άλλο αναλύθηκαν στην υπόθεση Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179.  Με βάση τις αρχές αυτές ο δικαιούχος σύζυγος μπορεί να επιλέξει ανάμεσα στο τεκμαρτό υπολογισμό του εδαφίου (2) του άρθρου 14 και στον πραγματικό υπολογισμό του εδαφίου (1) του ιδίου άρθρου.  Μπορεί έτσι, αν η συμβολή του στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου είναι περισσότερη από το 1/3 να επιδιώξει τον πραγματικό υπολογισμό.

Όπου αποδεικνύεται η αύξηση της περιουσίας κατά τη διάρκεια του γάμου και η ύπαρξη της συνεισφοράς, εάν δεν αποδειχθεί το ύψος της συνεισφοράς αυτής, με βάση το τεκμήριο του άρθρου 14(2) , το ύψος της συνεισφοράς καθορίζεται στο 1/3 της αξίας της αυξηθείσας περιουσίας .

Από την απόφαση στην Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1889 προκύπτει ότι ο διεκδικών διάδικος πρέπει να αποδείξει με «θετικό τρόπο το ύψος της συνεισφοράς . . . στην αύξηση της περιουσίας».  Έτσι, προκύπτει σαφώς ότι στην περίπτωση που ο αιτητής διεκδικεί ποσό πέραν του τεκμηρίου, θα πρέπει να αποδεικνύει με θετικό τρόπο το ύψος της συνεισφοράς του, που υπερβαίνει το 1/3.»

 

Στην απόφαση Γ.Μ.Β. v. Τ.Α., Έφεση Αρ. 15/20, ημερ. 24.11.2022, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Στις υποθέσεις περιουσιακών διαφορών μεταξύ συζύγων ή πρώην συζύγων, αυτή ή αυτός που διεκδικεί, οφείλει να αποδείξει την αξία της επαύξησης της περιουσίας του άλλου και τη δική του συνεισφορά στην απόκτηση της, έχοντας, ως προς το δεύτερο σκέλος, το ευεργέτημα του νόμου, ώστε στην περίπτωση που αποδείξει την επαύξηση και ότι συνείσφερε, αλλά όχι το μέγεθος της συνεισφοράς του, να του αποδοθεί το ένα τρίτο της επαύξησης.»

 

Για τον υπολογισμό της αύξησης πρέπει να συγκριθεί η περιουσία του συζύγου, κατά το χρόνο της δημιουργίας της, η αρχική δηλαδή περιουσία και κατά τη διάσταση, η τελική.  Η διαφορά συνιστά την αύξηση και αυτή αποτιμάται σε χρήμα (βλ. Σοφοκλέους v. Σοφοκλέους (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1030). 

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, ήταν κοινή θέση των διαδίκων ότι επήλθε επαύξηση στην περιουσία τους. Δεν υπήρχε αρχική περιουσία, και η τελική περιουσία, κατά τη διάσταση, ήτο το οικόπεδο και η συζυγική κατοικία επ’ αυτού, περιουσιακά στοιχεία που αποτελούσαν την επαύξηση.

 

Θα ξεκινήσουμε με τους λόγους έφεσης 5 και 16 λόγω της συνάφειας τους.  Μέσω του πέμπτου λόγου έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη θέση του εφεσίβλητου ότι από τον αρραβώνα και το γάμο ξεκαθάρισαν μόνο £4.000,00 τις οποίες φύλαξαν για τις τρέχουσες ανάγκες της οικογένειας.  Από την αιτιολογία του πέμπτου λόγου έφεσης, διαφαίνεται ότι θέση της εφεσείουσας είναι ότι δεν διατέθηκαν οποιαδήποτε χρήματα από τους αρραβώνες και το γάμο για την επίδικη κατοικία και ότι αυτό, σύμφωνα με τα όσα προβάλλει, ουσιαστικά προκύπτει και από τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.  Ο εφεσίβλητος, στη γραπτή δήλωση του, ανέφερε ότι είναι £9.000,00 οι οποίες ξεκαθάρισαν από τους αρραβώνες, ποσό το οποίο διατέθηκε για την εξόφληση του δανείου για το οικόπεδο και ότι το ποσό των £4.000,00 ξεκαθάρισε από τα δώρα γάμου το οποίο φύλαξαν για τις τρέχουσες ανάγκες της οικογένειας, θέση που αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθιστώντας την κρίση του ορθή.  Συνεπώς, ο λόγος έφεσης 5 δεν βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία.

 

  Με το λόγο έφεσης 16 η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι το επίδικο οικόπεδο αποκτήθηκε με χρήματα των διαδίκων που έλαβαν από τον αρραβώνα τους και από την προσφυγική βοήθεια που πήρε ο εφεσείοντας.

 

Η εφεσείουσα, στην αίτηση της, ανέφερε τα εξής:

«10.  Κατά τη διάρκεια του γάμου τους οι διάδικοι απέκτησαν μία οικία ανά ½ μερίδιο και ενεγράφη επ’ ονόματι αμφοτέρων εκ ½ οικία, την οποία έκτισε ο πατέρας της αιτήτριας.  Η αξία του οικοπέδου ήταν €60.000, περιλαμβανομένου των μεταβιβαστικών, πλέον €160.000 για την ανέγερση της.  Το οικόπεδο ανήκε επίσης στον πατέρα της.»

 

Ο πατέρας της εφεσείουσας (ΜΑιτ1), στη γραπτή δήλωση του, ανέφερε ότι το επίδικο οικόπεδο το αγόρασε ο ίδιος τοις μετρητοίς από δύο άλλα πρόσωπα και ότι μεταβιβάστηκε στους διαδίκους, ανά ½ μερίδιο, στις 14.11.2003.  Η αξία του οικοπέδου ήτο, σύμφωνα με τη θέση του, €60.000,00, συμπεριλαμβανομένων των μεταβιβαστικών.  Ήτο επίσης θέση του ότι οι διάδικοι εισέπραξαν από τους αρραβώνες και το γάμο πέραν των €100.000,00, ποσό το οποίο πήρε ο εφεσίβλητος, χωρίς να γνωρίζουν τι το έκανε. 

 

Ο εφεσίβλητος, στη γραπτή δήλωση του, ανέφερε ότι για την αγορά του οικοπέδου το οποίο και υποθήκευσαν, πήραν δάνειο ύψους £22.000,00.  Έλαβαν επίσης £6.800,00 από τους ιδιοκτήτες του διπλανού οικοπέδου, λόγω αναπροσαρμογής των συνόρων το οποίο διατέθηκε για το οικόπεδο. Επιπρόσθετα, πήρε ως πρόσφυγας στις 7.7.2004 το ποσό των £8.520,00, το οποίο κατέθεσε στο δάνειο και εξόφλησαν το οικόπεδο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, δέχθηκε τη θέση του εφεσίβλητου και απέρριψε αυτή του ΜΑιτ1, αναφορικά με τον τρόπο αγοράς του επίδικου οικοπέδου.  Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, στην απόφαση του, έκανε αναφορά στο Πιστοποιητικό Έρευνας Ακίνητης Ιδιοκτησίας το οποίο κατέθεσε ο ΜΑιτ1 (Τεκμ. 1), στο οποίο εμφαίνεται ότι οι διάδικοι αγόρασαν το επίδικο ακίνητο από δύο πρόσωπα για το ποσό των €47.804,84 (£28.000,00) στις 17.11.2013, με τη δήλωση μεταβίβασης ημερομηνίας 14.11.2013.  Το Δικαστήριο δέχθηκε επίσης, τη θέση του εφεσίβλητου ότι έλαβε προσφυγική βοήθεια από την Υπηρεσία Μέριμνας ύψους £8.520,00 και ότι τη διέθεσε για την εξόφληση του δανείου για το οικόπεδο.  Η λήψη προσφυγικής βοήθειας, εξάλλου, επιβεβαιώθηκε και από το Τεκμήριο 8 που κατέθεσε ο εφεσίβλητος και το οποίο αφορούσε βεβαίωση από την Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας.  Το Δικαστήριο υπέδειξε ότι η λήψη της προσφυγικής βοήθειας και η διάθεση της προς εξόφληση του δανείου δεν αμφισβητήθηκε από την εφεσείουσα, εφόσον ο εφεσίβλητος δεν αντεξετάστηκε επί τούτου, αλλά ούτε και η σύναψη του δανείου από τους διαδίκους αμφισβητήθηκε, εφόσον ουδέποτε υποβλήθηκε στον εφεσίβλητο ότι δεν συνήφθη τέτοιο δάνειο.

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη σελίδα 21 της απόφασης, αναφορικά με το οικόπεδο, ήτο η ακόλουθη:

«Ούτως εχόντων των πραγμάτων, δέχομαι ότι το οικόπεδο αποκτήθηκε με χρήματα των διαδίκων που έλαβαν από τον αρραβώνα τους και από τη προσφυγική βοήθεια του Καθ’ ου η αίτηση.

 

Με βάση τα πιο πάνω η θέση της Αιτήτριας, ότι η αγορά του οικοπέδου έγινε αποκλειστικά με συνεισφορά του πατέρα της δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο.  Αντίθετα δέχομαι ότι για την αγορά του οικοπέδου υπήρξε και ουσιαστική συνεισφορά του Καθ’ ου η αίτηση.»

 

Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι στην αγορά του οικοπέδου υπήρξε συνεισφορά και του εφεσίβλητου, από τα χρήματα του αρραβώνα και το προσφυγικό επίδομα είναι ορθό και αιτιολογημένο. Εξάλλου, ο πατέρας της εφεσείουσας δεν έδωσε καμμιά επεξήγηση για το λόγο που το οικόπεδο μεταβιβάστηκε και εγγράφηκε ανά ½ μερίδιο και στον εφεσίβλητο, παρόλο που, κατ’ ισχυρισμό, ο ίδιος (ο Μ.Αιτ.1) κατέβαλε όλο το ποσό αγοράς του οικοπέδου.  Η πράξη της εγγραφής μεριδίου στον εφεσίβλητο, συνάδει με τη θέση του ότι συνεισέφερε στην απόκτηση του οικοπέδου με τη σύναψη δανείου και την καταβολή στο δάνειο ποσού που πήραν από τους αρραβώνες και τη βοήθεια που ο ίδιος πήρε από την Υπηρεσία Μέριμνας. Κατά την ακρόαση ενώπιον μας, ο συνήγορος της εφεσείουσας δήλωσε ότι είναι αποδεκτό το εύρημα του Δικαστηρίου στη σελίδα 21 της απόφασης ότι το οικόπεδο αγοράστηκε και από τους δύο διαδίκους, υποδηλώνοντας ουσιαστικά με τη δήλωση του αυτή ότι δεν επιμένει στους λόγους έφεσης 5 και 16.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, οι λόγοι έφεσης 5 και 16 απορρίπτονται.  

 

Με το λόγο έφεσης 14, πλήττεται η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε να βασιστεί στη μαρτυρία του ΜΑιτ1, ως προς την αξία της επίδικης κατοικίας, κατά τη διάσταση.  Η αξία της επίδικης κατοικίας, κατά τη διάσταση, δεν είναι παραδεκτή.  Σύμφωνα με τη θέση της εφεσείουσας, η οποία προωθήθηκε μέσω της μαρτυρίας του πατέρα της (ΜΑιτ1), η αξία της κατοικίας, κατά τη διάσταση, ανήρχετο στα €250.000,00.  Ο ΜΑιτ1 ανέφερε ότι κατ’ επάγγελμα ήτο επιμετρητής ποσοτήτων.  Αντεξεταζόμενος, ανέφερε ότι εκτός από επιμετρητής ποσοτήτων, ήτο και επιχειρηματίας και ότι μπορούσε να κάνει πολύ καλύτερα εκτίμηση από τους εκτιμητές ακινήτων.  Ο εφεσίβλητος, στη γραπτή του δήλωση, ανέφερε ότι η αξία της κατοικίας, κατά τη διάσταση, ήτο γύρω στις €300.000,00.  Πρόσθεσε δε ότι ο ΜΑιτ1 «έκτιζε και πουλούσε». Αντεξεταζόμενος, διευκρίνισε ότι ο ίδιος δεν ήτο εκτιμητής.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η υποχρέωση ενός εμπειρογνώμονα είναι να προμηθεύσει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του, ώστε να μπορεί να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση (βλ. Syncon Ltd v. Α. Χρίστου Σπύρου (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1314, Καουρής v. Δημητρίου κ.ά. (2018) 1 Α.Α.Δ. 967). 

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, ο πατέρας της εφεσείουσας στη γραπτή δήλωση του, αρκέστηκε στο να αναφέρει ότι ο ίδιος είναι επιμετρητής ποσοτήτων και στη συνέχεια προσέφερε μαρτυρία για γεγονότα τα οποία βίωσε ο ίδιος, ως ο πατέρας της εφεσείουσας και τα οποία γνώριζε επειδή, όπως είπε, χειριζόταν ο ίδιος πάντοτε τα οικονομικά θέματα της κόρης του. Ο ΜΑιτ1, ανέφερε ότι η αξία της κατοικίας ήτο €250.000,00 χωρίς η θέση του ως προς την αξία να είναι τεκμηριωμένη και αιτιολογημένη στη βάση οποιασδήποτε έκθεσης, ώστε να έχει βαρύτητα. 

 

Κρίνουμε ότι ήτο ορθή η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν είχε ενώπιον του μαρτυρία πραγματογνώμονα για την αξία της κατοικίας κατά τη διάσταση, ούτε από την πλευρά της εφεσείουσας, αλλά ούτε και του εφεσίβλητου. Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης 14 απορρίπτεται.  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση το αίτημα της εφεσείουσας για μεταβίβαση στην ίδια του ½ μεριδίου του εφεσίβλητου και με δεδομένη τη θέση των διαδίκων ότι επήλθε επαύξηση στην περιουσία, έκρινε ότι η μη ύπαρξη αποδεκτής μαρτυρίας ως προς την αξία της περιουσίας δεν ήτο μοιραία για την τύχη της υπόθεσης. Με το 15ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το Δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα αναφορικά με το ύψος της αύξησης, δηλαδή την αξία της κατοικίας κατά τη διάσταση.  Κρίνουμε ως ορθή τη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι εφόσον η εφεσείουσα διεκδικούσε ολόκληρη τη συζυγική κατοικία, το ύψος της αξίας αυτής δεν είχε σημασία, στην περίπτωση που το αίτημα της, ως διατυπώθηκε, επιτύγχανε.  Συνακόλουθα, ο λόγος έφεσης 15 απορρίπτεται. 

 

Ως προς το κόστος ανέγερσης της κατοικίας, ο πατέρας της εφεσείουσας (ΜΑιτ1) υποστήριξε, στη γραπτή δήλωση του, ότι η επίδικη κατοικία στοίχισε €160.000,00, και ότι για την ανέγερση οι διάδικοι έκαναν τρία δάνεια.  Ο εφεσίβλητος προέβαλε ότι τους έλεγε ο ΜΑιτ1 ότι το κόστος ανέγερσης ήτο πολύ χαμηλότερο από οποιοδήποτε άλλο σπίτι, γιατί γνώριζε τους κτίστες και έπαιρνε καλές τιμές. Δεν ήταν όμως σε θέση να γνωρίζει το πραγματικό κόστος ανέγερσης. Ο εφεσίβλητος αποδέχθηκε ότι ο πατέρας της εφεσείουσας, λόγω του επαγγέλματος του και των δραστηριοτήτων του είχε τον αποκλειστικό έλεγχο της ανέγερσης της κατοικίας και επιλογής των εργολάβων.  Ο ίδιος δεν είχε τέτοιας φύσεως ανάμειξη στο κτίσιμο της κατοικίας.  Το μόνο που έκανε αυτός και η σύζυγος του, ήταν να υπογράφουν τις συμφωνίες δανείων.  

 

Η θέση του ΜΑιτ1, στη γραπτή του δήλωση, ότι το κτίσιμο στοίχισε €160.000,00,  κατά την αντεξέταση, διαφοροποιήθηκε.  Aνέφερε ότι η κατοικία κτίστηκε όχι μόνο με τα δάνεια, αλλά και με τη δική του συνεισφορά, υπονοώντας ότι το σπίτι στοίχισε πέραν των €160.000,00. Σε ερώτηση ποια ήταν η συνεισφορά του, απάντησε: «Στην αγωγή μου αναφέρω ότι το σπίτι στοίχισε €160.000.  Το υπόλοιπο κάποιος το πλήρωσε δεν είναι έτσι;»  Όπως ο πρωτόδικος Δικαστής υπέμνησε, ο ΜΑιτ1 δεν ανέφερε ποιο ήτο το υπόλοιπο που κατ’ ισχυρισμό κατέβαλε ο ίδιος, ούτε και προσκόμισε οποιεσδήποτε αποδείξεις που αφορούσαν το κτίσιμο, ισχυριζόμενος ότι αυτές δόθηκαν στην άλλη πλευρά. Στη συνέχεια, είπε ότι το ποσό των €160.000,00 το κατέβαλε με επιταγές, τις οποίες δεν παρουσίασε. Ο πρωτόδικος Δικαστής ορθά έκρινε ότι το γεγονός ότι δεν ζητήθηκε από τον ΜΑιτ1 να παρουσιάσει τις επιταγές, δεν απάλλαττε την εφεσείουσα από το βάρος απόδειξης των θέσεων της.  Η μαρτυρία του ΜΑιτ1 για το κόστος ανέγερσης δεν ήτο πειστική, γι’ αυτό το Δικαστήριο δεν την έλαβε υπόψη.  Η κατάληξη αυτή ήτο αιτιολογημένη.  Ο λόγος έφεσης 13 ότι θα έπρεπε το Δικαστήριο να τη λάβει υπόψη, ως τη μόνη μαρτυρία για το κόστος ανέγερσης, απορρίπτεται.

 

Συναφής είναι και ο 17ος λόγος έφεσης με τον οποίο καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε ανάμειξη στο κτίσιμο της κατοικίας.  Το Δικαστήριο, ως αναφέρθηκε πιο πάνω, κατέγραψε και αξιολόγησε τη μαρτυρία επί του σημείου αυτού και κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσίβλητος, στην ουσία, δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει το πραγματικό κόστος ανέγερσης της κατοικίας.  Επομένως, και ο λόγος έφεσης 17, απορρίπτεται.

 

Ως προς το θέμα της συνεισφοράς και τους συνυφασμένους λόγους έφεσης με αυτή, το Δικαστήριο τόνισε ότι η εφεσείουσα φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της ότι ο συζυγικός οίκος αποκτήθηκε με δική της αποκλειστική συνεισφορά ή κατ’ αντίστροφο λόγο, ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε καμιά συμβολή, άμεση ή έμμεση στην απόκτηση του συζυγικού οίκου και ότι δεν ήτο υποχρέωση του εφεσίβλητου η αποτίμηση, δηλαδή το ύψος της κάθε συγκεκριμένης πτυχής της συνεισφοράς του, αλλά ήτο αρκετό να αποδείξει ως υπεράσπιση ότι οι ενέργειες ή πράξεις του εμπίπτουν στην έννοια της άμεσης ή έμμεσης συνεισφοράς.

 

Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το βάρος απόδειξης είναι ορθή. Η εφεσείουσα ήτο ήδη εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ½ μεριδίου της συζυγικής κατοικίας και επιζητούσε περισσότερα, συνεπώς εφαρμογή είχε ο πραγματικός υπολογισμός. Η εφεσείουσα είχε υποχρέωση να προσφέρει θετική μαρτυρία ως προς το ύψος της συνεισφοράς της στην αύξηση της περιουσίας.  Στην απόφαση Ελευθερίου v. Ελευθερίου, Έφεση Αρ. 11/18, ημερ. 3 Ιουνίου, 2021, ECLI:CY:DOD:2021:11 υποδείχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

“Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας, στη βάση των οποίων διεκδικούσε το ½ της περιουσίας του Εφεσίβλητου, επιλέγοντας, με αυτό τον τρόπο, τον πραγματικό υπολογισμό της συνεισφοράς της, ορθά εξέτασε αν υπήρχε από μέρους της οποιαδήποτε χρηματική συνεισφορά.  Και τούτο διότι σε μια τέτοια περίπτωση η Εφεσείουσα, ως ο διεκδικών διάδικος, ήτο επιφορτισμένη να αποδείξει με θετικό τρόπο το ύψος της συνεισφοράς της στην αύξηση της περιουσίας (Ορφανίδης v. Ορφανίδη (2001) 1 A.A.Δ. 1889 και  Χρυστάλλα Παναγιώτου (Σφικτού) v. Ορφέα Παναγιώτου (2007) 1 Α.Α.Δ. 28).»

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, ήτο παραδεκτό ότι, για την ανέγερση της κατοικίας, οι διάδικοι συνήψαν τρία δάνεια, με υποθήκη την επίδικη κατοικία.  Συγκεκριμένα, στις 27.11.2003 για το ποσό των €30.754,83, στις 25.8.2004 για το ποσό των €51.258,04 και στις 20.4.2005 για το ποσό των €85.430,07.  Κάθε μεταγενέστερο δάνειο εγίνετο για σκοπούς εξόφλησης του προηγούμενου, διότι υπήρχε κάθε φορά ανάγκη για χρήματα, προκειμένου να αποπερατωθεί η ανέγερση.  Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν είχε ενώπιον του καμιά μαρτυρία για το ποιο ήτο το εκάστοτε υπόλοιπο του δανείου, το οποίο εξοφλείτο με το επόμενο δάνειο. Ο πατέρας της εφεσείουσας, αρχικά αρνήθηκε, κατά την αντεξέταση, την ύπαρξη τέταρτου οικιστικού δανείου στις 13.6.2013, στη συνέχεια όμως δεν το αμφισβήτησε, δήλωσε όμως άγνοια για το λόγο της σύναψης του.  Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι ο ΜΑιτ1 είχε άγνοια για τον σκοπό του τέταρτου δανείου, εφόσον, όπως ο ίδιος διατείνετο, διαχειριζόταν πάντα τα οικονομικά θέματα της κόρης του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τη μαρτυρία και τα ενώπιον του τεκμήρια (Τεκμ. 2 συμφωνία στεγαστικού δανείου, Τεκμ. 3 κατάσταση λογαριασμού στεγαστικού δανείου), και αφού διαπίστωσε χρονολογική διασύνδεση του τρίτου με το τέταρτο δάνειο,  κατέληξε στο εύρημα ότι οι διάδικοι, ως πρωτοφειλέτες συνήψαν και τέταρτο οικιστικό δάνειο, με υποθήκη τον συζυγικό οίκο και κτήμα του εφεσίβλητου, προς τον σκοπό ανέγερσης της κατοικίας, ύψους €78.000,00, με το οποίο ξοφλήθηκε το τρίτο δάνειο.  Το εύρημα αυτό του Δικαστηρίου δεν εφεσιβλήθηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης προέβη στο εύρημα ότι κατά τη διάσταση, οι διάδικοι για την επίδικη κατοικία είχαν χρέος γύρω στις €80.000,00.

 

Ο ΜΑιτ1 ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος κατέβαλλε τις δόσεις των δανείων μέχρι και το Μάρτιο του 2013, ύψους €717,06 μηνιαίως, χωρίς όμως να προσκομίσει οποιοδήποτε τεκμήριο προς υποστήριξη της θέσης του. Το Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη θέση του αυτή και πρόσθεσε ότι ακόμα και να δεχόταν τη θέση του, αυτό δεν σήμαινε ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε συνεισφορά στην απόκτηση του συζυγικού οίκου. Ήτο αναντίλεκτο ότι ο εφεσίβλητος εργαζόταν καθ’ όλη τη διάρκεια της συμβίωσης, εκτός από 8 περίπου μήνες που ήτο άνεργος το 2005 και εργοδοτείτο από τον ΜΑιτ1, ως κλητήρας.  Ξεκίνησε με £550,00 μηνιαίως, το 2004 είχε μισθό £600,00-£650,00 και κατά τη διάσταση €1.100,00 μηνιαίως. Αντίθετα, η εφεσείουσα εργάστηκε μόνο για κάποιο χρονικό διάστημα, κατά τον ΜΑιτ1 τα πρώτα 5-6 χρόνια, κατά τον εφεσίβλητο τα πρώτα 2-3 χρόνια της συμβίωσης.  Η θέση του εφεσίβλητου, την οποία αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν ότι ανέλαβε ο ίδιος όλα τα έξοδα συντήρησης της οικογένειας, όταν η σύζυγος του σταμάτησε να εργάζεται.  Κρίνουμε ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ότι το πρόσωπο που συντηρούσε την οικογένεια ήτο ο εφεσίβλητος, ήτο εύλογο, δοθείσας και της παραδοχής του ΜΑιτ1, κατά την αντεξέταση, ότι ο εφεσίβλητος συνείσφερε στις ανάγκες της οικογένειας του, κατά τον ίδιο όμως (τον ΜΑιτ1) με μέρος του μισθού του.  Σημειώνεται ότι η δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας, η οποία προωθήθηκε με τη γραπτή δήλωση του ΜΑιτ1, ήταν ότι ο εφεσίβλητος αρνείτο να συνεισφέρει οικονομικά στις ανάγκες της οικογένειας.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα θεώρησε ότι ο εφεσίβλητος συντηρούσε το σπίτι και κατέβαλλε δόσεις. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, εύλογο ήταν το εύρημα του Δικαστηρίου ότι ανέλαβε τα έξοδα συντήρησης της οικογένειας του. Το Δικαστήριο, όμως, σε κανένα σημείο της απόφασης του δεν αποδέχθηκε τη θέση του εφεσίβλητου ότι εκτός από τη συντήρηση της οικογένειας, κατέβαλλε και δόσεις από το μισθό του.  Αντιθέτως, ανέφερε ρητά στην απόφαση ότι τη μαρτυρία του ότι έδωσε χρήματα στον ΜΑιτ1 για την πληρωμή κάποιων δόσεων, την απέρριψε ως γενική και αόριστη. Συνακόλουθα, και ο όγδοος λόγος έφεσης, απορρίπτεται.

 

Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι δεν θα έπρεπε να τον απασχολήσει το θέμα του ενοικίου της επίδικης κατοικίας για την οποία έδωσε μαρτυρία ο ενοικιαστής των διαδίκων (ΜΑιτ2), ούτε η θέση της εφεσείουσας ότι από το συνολικό ενοίκιο των €600,00 που έπαιρναν, μόνο το δικό της μερίδιο των €300,00 κατατίθετο στο δάνειο, ενώ τις υπόλοιπες €300,00 τις επωφελείτο ο εφεσίβλητος, λόγω του ότι η μαρτυρία αυτή ήτο εκτός δικογράφων. Εντούτοις, για σκοπούς πληρότητας της εξέτασης της υπόθεσης, όπως είπε, προχώρησε σε εύρημα ότι ο εφεσίβλητος είχε συνεισφορά κατά τον επίδικο χρόνο, στην πληρωμή των δόσεων και μέσω του ενοικίου. Είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι τα δικόγραφα καθορίζουν τα επίδικα θέματα (Βλ. Homeros Th. Courtis v. Panos K. Iasonides (1970) 1 CLR 180, Βραχίμη v. Κουλουμπρή (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 836).  Δεν θα αναφερθούμε στις λεπτομέρειες της μαρτυρίας αναφορικά με το θέμα αυτό, εφόσον είναι εκτός δικογράφων και δεν θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο.    

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη συνέχεια, κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσίβλητος είχε και άλλου είδους συνεισφορά στην απόκτηση του συζυγικού οίκου, στηριζόμενο στις παραδοχές του ΜΑιτ1, κατά την αντεξέταση, ότι ο θείος του εφεσίβλητου ανέλαβε τις εργασίες της ηλεκτρικής εγκατάστασης της κατοικίας, ότι ο πατέρας του έκανε μέρος των εργασιών στην αυλή, όπως μπαρ και περίφραξη και ότι τους αγόρασε ηλεκτρικές συσκευές. 

 

 

Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι έστω και στην έκταση των παραδοχών αυτών του ΜΑιτ1, καταδεικνύετο συνεισφορά του εφεσίβλητου, και ότι κατ’ επέκταση η θέση που προώθησε η εφεσείουσα με τη μαρτυρία της, ότι δηλαδή ο συζυγικός οίκος αποκτήθηκε με τη δική της αποκλειστική συνεισφορά, δεν ευσταθούσε, ήτο εύλογο και απόλυτα συμβατό με την ενώπιον του μαρτυρία.

 

Η πιο πάνω ανάλυση μας οδηγεί στους λόγους έφεσης 1, 3 και 10 με τους οποίους ο εφεσείοντας παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι εφόσον η εφεσείουσα δεν απέδειξε ότι ο συζυγικός οίκος απεκτήθη εξ’ ολοκλήρου από την ίδια, ως το αίτημα της, η αίτηση της θα έπρεπε να απορριφθεί και απορρίφθηκε, θεωρώντας ότι δεν μπορούσε να δώσει θεραπεία άλλη από αυτή που επιζητείτο και ότι λανθασμένα θεώρησε ότι εφόσον ζητείτο αυτούσια η απόδοση της συμβολής δεν μπορούσε να αποδοθεί θεραπεία σε χρήμα, έστω και αν υπάρχει μαρτυρία για ενοχικό δικαίωμα.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η αξίωση με βάση το Άρθρο 14 του Ν.232/91 είναι ενοχική, δηλαδή χρηματική και προσωποπαγής (βλ. Παπαϊωάννου κ.ά. v. Παπαϊωάννου κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 656, Κυριάκου v. Παυλιντήρη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1873). Το Άρθρο 14Ε του Ν.232/91, το οποίο παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία να εκδίδει διατάγματα για μεταβίβαση στον Αιτητή περιουσίας του Καθ’ ου η αίτηση, αποτελεί μια πρόσθετη δυνατότητα, άλλη από εκείνη για επιδίκαση ποσού, προς ικανοποίηση της ενοχικής αξίωσης, σε περίπτωση που αυτή θεμελιώνεται. Η μεταβίβαση μέρους της περιουσίας, αντί της καταβολής χρηματικού ποσού, δεν αναιρεί τη φύση της αξίωσης, που είναι ενοχική (βλ. Ο.Π. v. Χ.Ζ. κ.ά., Έφεση Αρ. 27/2017, ημερ. 26.7.2021, ECLI:CY:DOD:2021:21).

 

Ο πρωτόδικος Δικαστής, εν προκειμένω, υπέμνησε ότι το αίτημα της εφεσείουσας ήτο αποκλειστικά η εμπράγματη απόδοση, εφόσον επιζητούσε τη μεταβίβαση σ’ αυτήν ολόκληρου του ½ μεριδίου του εφεσίβλητου στον συζυγικό οίκο. Η διαπίστωση αυτή είναι ορθή. Αυτό ήτο αποκλειστικά το αίτημα της εφεσείουσας. Όμως, η αίτηση δεν απερρίφθη λόγω της αποτυχίας της εφεσείουσας να αποδείξει ότι η συζυγική κατοικία απεκτήθη αποκλειστικά με δική της συνεισφορά. Η απόφαση του Δικαστηρίου θα πρέπει να κριθεί σφαιρικά (βλ. Τσαγκαρίδης v. Αντωνίου, Έφεση Αρ. 40/2018, ημερ. 20.10.2021, ECLI:CY:DOD:202:261).  Ο πρωτόδικος Δικαστής, στην απόφαση του, αναφέρθηκε στο ότι η απόδοση συνεισφοράς στο δικαιούχο σύζυγο, είναι ενοχική και ότι μπορεί να λάβει και τη μορφή της αυτούσιας απόδοσης, δηλαδή την εμπράγματη, με βάση το Άρθρο 14Ε του Ν.232/91.  Το Δικαστήριο, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, εξέτασε τη μαρτυρία αναφορικά με τη συνεισφορά της εφεσείουσας, προς το σκοπό εξακρίβωσης του ύψους της.  Η εφεσείουσα δεν απέδειξε με θετικό τρόπο το ύψος της συνεισφοράς της.   Η μαρτυρία του πατέρα της (ΜΑιτ1) είχε αντιφάσεις και κενά και ήτο μη συμπερασματική, ως προς το ύψος της συνεισφοράς της εφεσείουσας.  Το Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι από τη μαρτυρία που τέθηκε, ήτο αδύνατο να προβεί σε λογιστική αποτίμηση της συνεισφοράς των διαδίκων.  Και αυτός ήτο ο λόγος που το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.  Εξάλλου και να ήτο καταληκτική η μαρτυρία της εφεσείουσας ως προς τη συνεισφορά της και να απεδείκνυε ότι ο εφεσίβλητος δικαιούται λιγότερο από το ½ μερίδιο που ήδη κατέχει, θα ήτο αδύνατη η απόδοση συμβολής, γιατί παρέμεινε άγνωστη η αξία της επίδικης κατοικίας κατά τη διάσταση (βλ. Σοφοκλέους v. Σοφοκλέους (2005) 1 Α.Α.Δ. 1030).  Δεν βρίσκουμε να υπάρχει έρεισμα που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας.

 

Ως συνέπεια των ανωτέρω, οι λόγοι έφεσης 1, 3 και 10 απορρίπτονται.

 

Απορριπτέοι κρίνονται και οι λόγοι έφεσης 2, 11 και 12 οι οποίοι επίσης αφορούν τον τρόπο προσέγγισης του Δικαστηρίου αναφορικά με το ύψος της συνεισφοράς των διαδίκων, για τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί πιο πάνω.  

 

Συνακόλουθα, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα προς όφελος του εφεσίβλητου και εναντίον της εφεσείουσας, ύψους €3.500,00 πλέον Φ.Π.Α. (αν υπάρχει).

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο