ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 22/24)

 

19 Φεβρουαρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

XXX YORDANOVA

                                                                                        Εφεσείουσα

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

                                                                                       Εφεσίβλητης

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Α. Αλεξάνδρου με Ε. Αλεξάνδρου (κα), για Εφεσείουσα
Σ. Χρυσοστόμου, για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με δύο λόγους έφεσης η Εφεσείουσα προσβάλλει τη διαταγή πενθήμερης αστυνομικής κράτησής της, την οποία εξέδωσε στις 8.2.24 το Ε.Δ. Πάφου προς τον σκοπό συμπλήρωσης των ανακρίσεων εν σχέσει με αδικήματα συνωμοσίας προς κακούργημα και διάρρηξης κτηρίου (εκκλησιαστικού γραφείου) από το οποίο είχαν κλαπεί το ποσό των €5.000, δύο ζεύγη μανικετόκουμπα, δύο σκουλαρίκια αξίας €500 και δύο χρυσά δακτυλίδια αξίας επίσης €500.

 

      Ας  σημειωθεί ότι εκκρεμούσης της έφεσης η προσωποκράτηση έληξε λόγω της καταχωρισθείσας στις 12.2.24 ποινικής υπόθεσης (υπ' αρ. 1022/24) και της θέσης όρων προς εξασφάλιση της παρουσίας τόσο της Εφεσείουσας όσο και του συγκατηγορουμένου συζύγου της, (ο οποίος εν τω μεταξύ αναζητείτο βάσει εντάλματος σύλληψης). Πλην όμως η Εφεσείουσα, ως είχε δικαίωμα, συνέχισε την έφεσή της στη βάση της νομολογιακής αρχής ότι η απόλυση δεν αναιρεί την έφεση, ούτε την αποστερεί του αντικειμένου της (Ιωάννου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495).

 

    Με τον πρώτο λόγο έφεσης εγείρονται ζητήματα ερμηνείας του Ν.33(Ι)/05 και ύπαρξης των αναφερόμενων εκεί περιστάσεων δεδομένου ότι η Εφεσείουσα είναι μητέρα διετούς τέκνου ενώ με τον δεύτερο λόγο αμφισβητείται η ύπαρξη της αναγκαίας εύλογης υπόνοιας κατά της Εφεσείουσας. Λαμβάνοντας υπ' όψιν ότι το θέμα της εύλογης υπόνοιας άπτεται των περιστάσεων της υπόθεσης, θεωρούμε πως, ως ζήτημα λογικής σειράς, εξυπηρετεί η εξέταση πρώτα του δεύτερου λόγου έφεσης αφού έτσι θα τεθεί και το υπόβαθρο εξέτασης του πρώτου λόγου.

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης

 

      Η Εφεσείουσα προβάλλει ότι τα τεθέντα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία δεν δημιουργούσαν εύλογη υπόνοια σύνδεσης της ίδιας με τα διερευνώμενα αδικήματα παρά μόνο απλή υποψία, οπότε εσφαλμένα διετάχθη η κράτησή της.

 

      Σύμφωνα με την τεθείσα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία, εκπρόσωπος της εκκλησίας στις 3.2.24 κατήγγειλε τη διάρρηξη του γραφείου συγκεκριμένου ναού και την κλοπή των προαναφερθέντων αντικείμενων. Το Τ.Α.Ε. διαπίστωσε ότι οι δράστες (ή δράστης) πέτυχαν είσοδο διαμέσου ξύλινου παραθύρου το οποίο παραβίασαν με αιχμηρό αντικείμενο και αφού προηγουμένως απέκοψαν την εξωτερική προστατευτική σιδεροκατασκευή, πιθανόν με δίσκο (φλεξ) ή οξυγονοκόλληση.

 

      Στις 6.2.24 το Τ.Α.Ε. εξασφάλισε πληροφορία ότι στη διάρρηξη και κλοπή ενέχονται η Εφεσείουσα και ο σύζυγός της. Την ίδια μέρα στη βάση εντάλματος ερευνήθηκε η κατοικία τους, στην παρουσία της Εφεσείουσας, οπότε και η Αστυνομία εντόπισε στον καναπέ του σαλονιού, κάτω από μαξιλάρια και από κάλυμμα, ένα τσαντάκι εντός του οποίου υπήρχε (i) το ποσό των €4.655 σε χαρτονομίσματα των €50 (79), των €100 (3), των €10 (12) και των €5 (57), (ii) δύο ζεύγη μανικετόκουμπα και (iii) δύο δακτυλίδια.

 

      Μετά από σχετική επίστηση η Εφεσείουσα δήλωσε πως ήταν δικά της ενώ όταν της ζητήθηκαν εξηγήσεις για την κατοχή τους απάντησε πως δεν ήταν δικά της, οπότε συνελήφθη για παράνομη κατοχή περιουσίας και σε σχετική επίστηση απάντησε ξανά πως δεν ήταν δικά της. Στη συνέχεια της έρευνας η Αστυνομία εντόπισε, σε τσάντα χειρός που κρατούσε η Εφεσείουσα, ακόμα ένα χαρτονόμισμα των €50 για το οποίο μετά από σχετική επίστηση δήλωσε πως «είναι από αυτά που βρήκατε», οπότε επανασυνελήφθη.

 

      Αργότερα, ανακρινόμενη γραπτώς η Εφεσείουσα υποστήριξε ότι τα ανευρεθέντα τα είχε μεταφέρει στο σπίτι και τα είχε κρύψει ο σύζυγός της, καθώς και ότι η ίδια δεν είχε σχέση με την υπόθεση. Προέβαλε ειδικότερα ότι στις 2.2.24 ο σύζυγός της είχε απουσιάσει περίπου για μια ώρα (στις 20:30) χωρίς η ίδια να γνωρίζει τι έκανε, ότι το πρωί της επόμενης τον είδε να κρατά πολλά χρήματα στα χέρια του, ότι στις 5.2.24 ο σύζυγός της έκρυψε τα χρήματα στον καναπέ και ότι το ένα πενηντάευρο που βρήκαν στην τσάντα της το είχε πιάσει η ίδια από το μεγαλύτερο ποσό που ήταν κρυμμένο στον καναπέ. Δήλωσε δε πως όταν έφερε τα χρήματα ο σύζυγός της, η ίδια τον είχε ρωτήσει πού τα βρήκε και στην απουσία απάντησης αντιλήφθηκε ότι τα είχε κλέψει από κάπου. Την ίδια μέρα τα ανευρεθέντα αναγνωρίστηκαν από τον καταγγέλλοντα ως μέρος των κλαπέντων κατά τη διάρρηξη. 

 

      Οι αρχές με βάση τις οποίες εξετάζονται αιτήματα κράτησης είναι πολύ καλά γνωστές και δεν κρίνουμε ότι απαιτείται εδώ λεπτομερής ανάλυσή τους. Αρκούμαστε στο να σημειώσουμε ότι απαιτείται να καταδειχθεί (i) ότι υπάρχει μαρτυρία η οποία αποκαλύπτει πως έχει διαπραχθεί αδίκημα, (ii) ότι η μαρτυρία δημιουργεί εύλογη υπόνοια περί του ότι ο ύποπτος εμπλέκεται στη διάπραξή του, (iii) ότι οι ανακρίσεις ευρίσκονται σε εξέλιξη και (iv) ότι η κράτηση είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των ανακρίσεων (βλ. Αριστοδήμου κ.α. v. Αστυνομίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 667).

 

      Σχετικά με την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας, στην υπόθεση Ζαννέτου κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 652, τονίστηκε ότι:

 

      «Κριτής του ευλόγου των υπονοιών είναι το πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο εξετάζει την αίτηση της αστυνομίας για κράτηση του υπόπτου και όχι το Εφετείο. Εφόσον η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία είναι ευρύτατη, ασκείται μέσα σε εύλογα πλαίσια, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Παρέμβαση χωρεί μόνο όταν κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, έλαβε υπόψη λανθασμένες αρχές δικαίου ή γεγονότα άσχετα προς το επίδικο θέμα (βλ. Μεζερίδη, ανωτέρω και Χούρη, ανωτέρω) ή όπου διαπιστώνεται έκδηλη εκτροπή από την ορθή διαδικασία (βλ. Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 240). Εκτός των πιο πάνω περιπτώσεων, δεν υπάρχουν περιθώρια για να επέμβει ώστε να υποκαταστήσει τη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου με τη δική του».

 

      Όπως έχει λεχθεί, η Εφεσείουσα εγείρει ζήτημα μόνον εν σχέσει με την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας. Με όλο τον σεβασμό δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση. Παρόμοιο ακριβώς θέμα είχε εγείρει και πρωτοδίκως και η κρίση του Δικαστηρίου ήταν πως είχε παρατεθεί επαρκής μαρτυρία η οποία δημιουργούσε την απαιτούμενη εύλογη υπόνοια για εμπλοκή της Εφεσείουσας. Υπέδειξε συγκεκριμένα πως εντός της κατοικίας της είχε εντοπιστεί μεγάλο μέρος της κλαπείσας περιουσίας. Προσθέτουμε ότι προς την ίδια κατεύθυνση έτειναν τόσο οι δηλώσεις της Εφεσείουσας όσο και κάποιες ενέργειές της οι οποίες άφηναν να νοηθεί πως είχε γνώση εξαρχής για τον τρόπο κτήσης των χρημάτων από τα οποία και η ίδια έλαβε μέρος. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση το οποίο να δικαιολογεί τη δική μας παρέμβαση. Επίσης δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι το «δόγμα της κατοχής προσφάτως κλαπείσας περιουσίας» (doctrine of recent possession) είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί όχι μόνον σε υποθέσεις κλεπταποδοχής αλλά και για την ίδια την κλοπή (βλ. Blackstones Criminal Practice 2023, §F3.63, σ. 2953).

 

      Κατά την αγόρευσή του ο κ. Αλέξανδρου έδωσε μεγάλη έμφαση στο ότι η αρχική πληροφορία δεν παρείχε συγκεκριμένα στοιχεία για εμπλοκή της Εφεσείουσας. Δεν επιθυμούμε να δώσουμε συνέχεια στη συζήτηση αυτή, καθότι είναι εμφανές ότι η προσωποκράτηση δεν είχε διαταχθεί στη βάση της πληροφορίας. Άλλωστε ούτε θα μπορούσε μια πληροφορία να αποτελέσει το βάθρο για κράτηση, αν δηλαδή δεν προέκυπτε η μεταγενέστερη μαρτυρία (Ιωάννου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495). Κατά συνέπειαν ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Πρώτος Λόγος Έφεσης

 

      Ο πρώτος λόγος έφεσης σχετίζεται με το παραδεκτό γεγονός ότι η Εφεσείουσα είναι μητέρα ενός ανηλίκου τέκνου δύο ετών και την κατ' ισχυρισμόν εσφαλμένη ερμηνεία τόσο του Άρθρου 3(2) του περί της Προστασίας Ανήλικων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Ύποπτων Μητέρων Ν.33(Ι)/05 όσο και των περιστάσεων της υπόθεσης, πράγμα που, κατά τον κ. Αλεξάνδρου, οδήγησε στη διαταγή κράτησης κατά παράβαση της νομοθεσίας. Ειδικότερα ο κ. Αλεξάνδρου υποστήριξε ότι η πρωτοδίκως δοθείσα ερμηνεία είναι εσφαλμένη και ή ευρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα και τον σκοπό του εν λόγω Νόμου. Παρέπεμψε προς τούτο αφενός στην, κυρωθείσα με τον Ν.243/90, Σύμβαση περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού, (του Ο.Η.Ε.), το Άρθρο 3 της οποίας προνοεί πως σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπ' όψιν το συμφέρον του παιδιού και αφετέρου στη Σύσταση υπ' αρ. 1469 (2000) του Συμβουλίου της Ευρώπης («Σ.τ.Ε»), εισηγούμενος ότι βάσει αυτής η στέρηση της ελευθερίας εγκύων ή μητέρων μικρών παιδιών χρησιμοποιείται μόνον ως έσχατο μέτρο σε γυναίκες που έχουν καταδικαστεί για τα πλέον σοβαρά αδικήματα και που αποτελούν κίνδυνο για την κοινωνία. Αναγνώρισε βέβαια ο κ. Αλεξάνδρου ότι η Δημοκρατία με τον Ν.33(Ι)/05 έχει υλοποιήσει τις υποχρεώσεις της σε σχέση με τα παιδιά αλλά επέμεινε ότι για να ισχύσει η εξαίρεση του Άρθρου 3(2) θα πρέπει το αδίκημα να είναι ιδιαίτερα σοβαρό και ιδίως ότι στις περιστάσεις πρέπει να υπάρχει το στοιχείο της σκληρότητας, της βιαιότητας και της βαρβαρότητας. Η ουσία της εισήγησης ήταν ότι θα πρέπει να ιδωθεί το πνεύμα και ο σκοπός του Ν.33(Ι)/05 ο οποίος (σκοπός) είναι να προστατευθεί το βρέφος, οπότε αφού σε περιπτώσεις καταδίκης απαιτείται να συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3(1) για να στερηθεί τη μητέρα του, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για υποψία προς διερεύνηση ενός αδικήματος. Άρα δεν μπορεί να εξετάζεται απομονωμένα το εδ. (2) του Άρθρου 3, ήταν η κατάληξή του.  

 

      Με κάθε σεβασμό και για λόγους που εξηγούμε κατωτέρω, θα πρέπει να σημειώσουμε εξαρχής ότι διαφωνούμε με τις ως άνω εισηγήσεις. Ο βασικός κανόνας ερμηνείας νομοθετημάτων είναι η γραμματική ερμηνεία, δηλαδή το απλό γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων. Όταν αυτή η ερμηνεία δεν είναι ξεκάθαρη λαμβάνεται υπ' όψιν η πρόθεση του Νομοθέτη, οπότε σε τέτοια περίπτωση εξετάζεται ολόκληρο το σχετικό μέρος του Νόμου ή και ολόκληρος ο Νόμος, καθώς επίσης και η ανάγκη ή το κακό το οποίο σκόπευε να θεραπεύσει, ανάλογα με την περίπτωση (βλ. Δήμος Γαλατάκης v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 78). Όπως αλλιώς τέθηκε νομολογιακά, το θέμα κρίνεται κατ' αρχάς από το λεκτικό της διάταξης και μόνον εν αμφιβολία ανατρέχει κάποιος σε άλλους κανόνες (βλ. Silvano κ.α. v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 25). Ουσιαστικά, όπου το νόημα των λέξεων που χρησιμοποιούνται είναι καθαρό και σαφές, δεν υπάρχει περιθώριο άλλης ερμηνείας για να διακριβωθεί η πρόθεση του Νομοθέτη (βλ. Κιτρομηλίδης v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 162).

 

      Από την άλλη πλευρά, η τελολογική μέθοδος ερμηνείας επιτρέπει, οποτεδήποτε το κείμενο της νομοθεσίας παρέχει την ευχέρεια, την απόδοση της ερμηνείας εκείνης η οποία αποτελεσματικότερα προωθεί την ευόδωση των, κατά τα άλλα έκδηλων, σκοπών του Νομοθέτη. Δεν δικαιολογεί όμως αυτή η μέθοδος, ούτε καθιστά εφικτή, ούτε επιτρέπει απόκλιση από τις ρητές διατάξεις νομοθεσίας ή τη μεταβολή του κειμένου της. Όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς, το κείμενό της αποτελεί τον μόνο αυθεντικό οδηγό για τους συγκεκριμένους σκοπούς του Νομοθέτη (βλ. ΚΟΤ v. Παπαδοπούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 86, PPT Aviation Services Ltd v. Δήμου Λάρνακας (2012) 2 Α.Α.Δ. 138). Νοείται δε πάντοτε πως ερμηνεία η οποία οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα θα πρέπει να αποφεύγεται (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Ευαγόρου (Αρ.1) (2001) 2 Α.Α.Δ. 82). Οι λέξεις θα πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο λειτουργικό ούτως ώστε να συνάδουν με την πρόθεση του Νομοθέτη (Κιτρομηλίδης, ανωτέρω).

 

      Κρίνουμε χρήσιμη την αυτούσια παράθεση των εδ. (1) και (2) του προαναφερθέντος Άρθρου 3 του Ν.33(Ι)/05 τα οποία έχουν ως εξής:

 

«3.(1) Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, όπου σε νόμο προβλέπεται ποινή στερητική της ελευθερίας για οποιοδήποτε αδίκημα, η εν λόγω ποινή δεν επιβάλλεται σε μητέρα, αν δε συντρέχουν στη δεδομένη περίπτωση όλες οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

(α) Το αδίκημα είναι κακούργημα ή είναι πλημμέλημα το οποίο κρίνεται από το δικαστήριο ως σοβαρό λαμβανομένης υπόψη της φύσης του αδικήματος σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης,

(β) το αδίκημα διαπράχθηκε με τη χρήση βίας κατά του ατόμου και λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης το δικαστήριο κρίνει ότι η μητέρα αποτελεί άμεσο ή και συνεχιζόμενο κίνδυνο για την κοινωνία, και

(γ) το δικαστήριο κρίνει, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπόθεσης, ότι δεδομένου του άμεσου ή και συνεχιζόμενου κινδύνου που η μητέρα αποτελεί για την κοινωνία, είναι ανεπαρκής για την προστασία της κοινωνίας, κάθε άλλη ποινή, κύρωση, ή μέτρο που το δικαστήριο δύναται να επιβάλει για το αδίκημα δυνάμει οποιουδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμου, περιλαμβανομένης της προσφοράς κοινοτικής εργασίας, και δε δικαιολογείται επίσης η έκδοση διατάγματος αναστολής ποινής φυλάκισης κατά τα διαλαμβανόμενα σε οποιοδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμο.

(2) Κανένα δικαστήριο δε διατάσσει την κράτηση μητέρας ύποπτης για τη διάπραξη πλημμελήματος ή κακουργήματος εκτός εάν το δικαστήριο θεωρεί το διερευνώμενο αδίκημα ως σοβαρό λαμβανομένης υπόψη της φύσης του αδικήματος σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης».

(Έμφαση δοθείσα)

 

      Στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαφωνήσει με την επιχειρηματολογία του κ. Αλεξάνδρου, λέγοντας ότι το Άρθρο 3(2) «δεν καταγράφει ρητή και απόλυτη απαγόρευση ή εμπόδιο του Δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση ύποπτης μητέρας» αλλά αντιθέτως «δίδει το δικαίωμα να διατάξει τέτοια κράτηση στις περιπτώσεις στις οποίες θεωρεί το διερευνώμενο αδίκημα ως σοβαρό λαμβάνοντας υπ' όψιν τη φύση του αδικήματος σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης». Σε σχέση με αυτές τις περιστάσεις είπε πως προφανώς και ο Νομοθέτης δεν εννοεί τις περιστάσεις που «περιγράφονται» στο Άρθρο 3(1)(γ) αφού αυτό πραγματεύεται τα ζητήματα επιβολής ποινής σε αντίθεση με το Άρθρο 3(2) το οποίο πραγματεύεται τη δυνατότητα προσωποκράτησης σε σχέση με ύποπτη μητέρα. Ήταν δε η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης με τη φύση του αδικήματος αποτελούν το καθοριστικό κριτήριο ως προς το κατά πόσον το αδίκημα είναι σοβαρό.

 

      Από δικής μας πλευράς αυτό το οποίο επιθυμούμε να προσθέσουμε είναι πως εν σχέσει με το συζητούμενο ζήτημα το λεκτικό των δύο εδαφίων είναι σαφές, εναργές και κατανοητό. Το εδ. (1) του Άρθρου 3 αφορά και ρυθμίζει την κατ' εξαίρεσιν φυλάκιση μητέρας ένοχης για αδίκημα ενώ το εδ. (2) αφορά και ρυθμίζει την κατ' εξαίρεσιν κράτηση μητέρας ύποπτης για τη διάπραξη αδικήματος. Αυτή η διάκριση είναι εμφανέστατη αφενός από τη χρήση στο εδ. (1) της φράσης «ποινή στερητική της ελευθερίας» (για την οποία μάλιστα δίδεται ορισμός στον ίδιο τον Νόμο) και αφετέρου από τη χρήση στο εδ. (2) της φράσης «κράτηση μητέρας ύποπτης».

 

      Όσον αφορά δε τις γενόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις η ίδια η γραμματική ερμηνεία καταδεικνύει ότι ο Νόμος:

 

·     με το εδ. (1) δεν επιτρέπει την επιβολή ποινής φυλάκισης εκτός εάν συντρέχουν σωρευτικά οι τρεις προϋποθέσεις των υποεδ. (α), (β) και (γ).

·     με το εδ. (2) δεν επιτρέπει την κράτηση μητέρας ύποπτης εκτός εάν συντρέχει μια προϋπόθεση.

 

      Αυτό λοιπόν που αξίζει να επισημανθεί, και πάλι εντός του πλαισίου της γραμματικής ερμηνείας, είναι ότι στην πραγματικότητα η πρώτη προϋπόθεση για την επιβολή ποινής φυλάκισης [Άρθρο 3(1)(α)] τίθεται και ως η μόνη προϋπόθεση για την κράτηση ύποπτης μητέρας [Άρθρο 3(2)]. Οι δε δύο επιπλέον προϋποθέσεις που τίθενται για την επιβολή ποινής φυλάκισης βασικά απαιτούν όπως, επιπροσθέτως των όσων ήταν (ενδεχομένως) ικανοποιητικά κατά το αρχικό στάδιο προσωποκράτησης, συνυπάρχουν ακόμα δύο στοιχεία και συγκεκριμένα:

 

·     Να πρόκειται για αδίκημα διαπραχθέν με τη χρήση βίας και το Δικαστήριο, έχοντας υπ' όψιν τις περιστάσεις, να κρίνει ότι η μητέρα αποτελεί άμεσο ή και συνεχιζόμενο κίνδυνο για την κοινωνία και

·     Να προηγείται δικαστική κρίση ότι είναι ανεπαρκής για την προστασία της κοινωνίας κάθε άλλη ποινική μεταχείριση. 

 

      Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 3(1) συνάδουν κατ' ουσίαν με τη Σύσταση του Σ.τ.Ε υπ' αρ. 1469 (2000) («... would only consider custodial sentences ........... when the offence was serious and violent and the woman represented a continuing danger»), όπως εντίμως έχει αναγνωρίσει και ο συνήγορος της Εφεσείουσας. Είναι λοιπόν σαφές ότι τόσον η Σύσταση όσον και ο Νόμος θέτουν τις ίδιες προϋποθέσεις για την επιβολή φυλάκισης.

 

      Ως προς το επιχείρημα ότι επειδή για τη φυλάκιση απαιτείται η συνδρομή των τριών προϋποθέσεων τότε πολύ περισσότερο θα πρέπει αυτές να συντρέχουν και για την κράτηση έχουμε την άποψη ότι δεν μπορεί, ως θέμα λογικής, να ευσταθήσει, δεδομένης της σαφήνειας του Νόμου. Είναι αυτονόητο πως εάν ο Νομοθέτης είχε διαφορετική πρόθεση θα μπορούσε πολύ απλά να ενέτασσε την περίπτωση της κράτησης στο εδ. (1) ή να επαναλάμβανε και τις τρεις προϋποθέσεις στο εδ. (2), πράγμα το οποίο δεν επέλεξε. Στο πλαίσιο τελολογικής ερμηνείας προσθέτουμε πως σκοπός του Νομοθέτη ήταν ακριβώς να παρέχεται η ευχέρεια διερεύνησης αδικήματος, υπό τον όρον ότι ελέγχεται και συντρέχει η μια προϋπόθεση που αφορά τη σοβαρότητα αλλά να μην καταδικάζεται μητέρα σε φυλάκιση εκτός εάν συντρέχουν και οι τρεις προϋποθέσεις.

 

      Συνεπώς δεν συμφωνούμε πως για την κράτηση μητέρας εν τη εννοία του Νόμου ή εγκύου είναι απαραίτητο να έχει διαπραχθεί αδίκημα με σκληρότητα, βιαιότητα και βαρβαρότητα, όπως ήταν η εισήγηση του κ. Αλεξάνδρου. Το δε συμφέρον ενός παιδιού, ως απαιτεί η Σύμβαση περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού θεωρούμε ότι λαμβάνεται υπ' όψιν και ότι προστατεύεται επαρκώς με την ορθή εφαρμογή του Ν.33(Ι)/05, ο οποίος εξάλλου φέρει και τον ανάλογο τίτλο («περί της Προστασίας Ανήλικων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Ύποπτων Μητέρων Νόμος»). Σε καμμιά περίπτωση δεν μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η πιο πάνω πρόνοια της Σύμβασης εξισούται με γενική απαγόρευση φυλάκισης ή κράτησης μητέρας ανηλίκου (υπό προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος). Συνεπώς αυτό το οποίο ελέγχεται είναι η πρωτόδικη κρίση περί του ότι τα διερευνώμενα αδικήματα ήταν σοβαρά με βάση τη φύση τους σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης.

 

      Ως προς αυτό το θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι η διάρρηξη είναι αδίκημα κατά της περιουσίας και ότι κατηγοριοποιείται ως κακούργημα, τιμωρούμενο με φυλάκιση επτά ετών ενώ και οι περιστάσεις της υπόθεσης είναι επίσης επιβαρυντικές λόγω της χρήσης εργαλείου για την αφαίρεση της σιδεροκατασκευής και του παραθύρου. 

 

      Ο κ. Αλεξάνδρου διατήρησε την άποψή του ότι θα έπρεπε να υπάρχει σκληρότητα, βιαιότητα και βαρβαρότητα ενώ οι υφιστάμενες περιστάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν τέτοιας εμβέλειας ή τέτοιας σοβαρότητας ή σκληρότητας ώστε να δικαιολογείται η αποκοπή ενός βρέφους από τη μητέρα του.

 

      Δεν θα συμφωνήσουμε ούτε με αυτή την εισήγηση. Μια πρώτη ένδειξη παρέχεται από το ότι το Άρθρο 3(2) αναφέρεται και σε πλημμέλημα και σε κακούργημα. Εδώ η περίπτωση αφορά το κακούργημα της διάρρηξης που τιμωρείται με επταετή φυλάκιση. Τέτοιο αδίκημα εκδικάζεται κανονικά από Κακουργιοδικείο εκτός εάν δοθεί συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέως για συνοπτική εκδίκαση. Εκ φύσεως δηλαδή το αδίκημα έχει τη σοβαρότητά του δεδομένου ότι παραβιάζει το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιοκτησίας τρίτων. Οι ίδιες οι περιστάσεις στη βάση της υφιστάμενης μαρτυρίας εμφάνιζαν τους δράστες να ενήργησαν όχι επιπόλαια και τυχαία ή πρόχειρα αλλά βάσει σχεδίου και οργανωμένα, εάν ληφθούν υπ' όψιν τα προστατευτικά που υπήρχαν και η μεταφορά επιτόπου εργαλείων για την αποκοπή μετάλλων και για την αφαίρεση του παραθύρου. Προστίθεται δε ότι στο στάδιο της αίτησης διερευνάτο και συνωμοσία για τη διάρρηξη ενώ αναζητείτο και ο σύζυγος της Εφεσείουσας βάσει εντάλματος σύλληψης. Το δε κλαπέν ποσόν και η αξία των υπολοίπων αντικειμένων δεν μπορούν αβασάνιστα να κατατάξουν την περίπτωση στην κλοπή περιουσίας ευτελούς αξίας.

 

      Έχουμε την άποψη ότι στη βάση όλων των πιο πάνω ήταν δικαιολογημένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο πλαίσιο της δικής του ευχέρειας να θεωρήσει τα αδικήματα ως σοβαρά αφού έλαβε δεόντως υπ' όψιν τη φύση τους σε συνδυασμό με τις περιστάσεις της υπόθεσης.

 

      Ως εκ τούτου η έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται. 

 

 

 

                                                                  X.B. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

           


                                                                               Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.

 

 

                                                                               Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο