ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. 26/2021)

28 Φεβρουαρίου 2024

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

Αντώνης Ζαχαρίου Ιωάννου

Εφεσείων

Και

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δια και εκ μέρους του Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας

Εφεσίβλητος

Για εφεσείοντα: κος Χρίστος Ιωσηφίδης  

Για εφεσίβλητο: κος Αντώνης Μελάς - Δικηγόρος της Δημοκρατίας

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ. Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εφεσείοντα, στο πλαίσιο της οποίας ζητούσε διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται ο Διευθυντής του Κτηματολογίου (Ο Διευθυντής) όπως προβεί στην επίλυση συνοριακής διαφοράς, Ο εφεσείων ζητούσε επίσης αποζημιώσεις για ζημιές που κατ’ ισχυρισμό υπέστη λόγω της παράλειψης του Διευθυντή να προβεί σε επίλυση της συνοριακής διαφοράς.

 Ο εφεσίβλητος με την ανταπαίτηση του, αξίωνε από τον εφεσείοντα το ποσόν των €6.834,40 που αντιστοιχεί στα έξοδα που κατέβαλε στην αγωγή 4900/2002, με βάση την συμφωνία που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της εν λόγω αγωγής. Ο κανόνας Δικαστηρίου προέβλεπε την πληρωμή του πιο πάνω ποσού, και κατατέθηκε με την διευθέτηση της αγωγής 4900/02, στην οποία δηλώθηκε επίσης η ακύρωση προηγούμενης συμφωνίας επίλυσης συνοριακής διαφοράς.

Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα που κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείων είναι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του ½ μεριδίου στο επίδικο ακίνητο στην περιοχή της κοινότητας Μονιάτη. Ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση εξέτασης συνοριακής διαφοράς για το εν λόγω ακίνητο, η οποία εξακολουθεί να εκκρεμεί. Η θέση του Διευθυντή, είναι ότι η προηγούμενη χωρομετρική εργασία που έγινε για το επίδικο ακίνητο ήταν λανθασμένη και δεν συνάδει με το εν χρήσει σχέδιο της ευρύτερης περιοχής. Ο Διευθυντής αποφάσισε ως εκ τούτου προτού εξετάσει την συνοριακή διαφορά για το επίδικο ακίνητο, να προωθήσει για την περιοχή που βρίσκεται το ακίνητο στην κοινότητα Μονιάτη, την διαδικασία υιοθέτησης νέων σχεδίων. Η κοινοποίηση υιοθέτησης νέων, προς αντικατάσταση των υφιστάμενων σχεδίων, δημοσιεύτηκε στις 7.5.2010. Ο εφεσείων κατέθεσε ένσταση ως εδικαιούτο, στην πρόταση του Διευθυντή για την υιοθέτηση των νέων σχεδίων.

Η βασική θέση του εφεσείοντα στην πρωτόδικη διαδικασία, ήταν ότι ο Διευθυντής κατά παράβαση των καθηκόντων του, αρνείται από το 1999 να επιλύσει την συνοριακή διαφορά στην βάση των υφιστάμενων σχεδίων. Αντί να προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση ως είναι η θέση του εφεσείοντα, ο Διευθυντής προχώρησε με την διαδικασία υιοθέτησης νέων σχεδίων.

Η θέση του Διευθυντή είναι ότι η δημοσίευση των προτεινόμενων νέων σχεδίων δημιουργεί ένα καινούργιο εκσυγχρονισμένο σχέδιο για την περιοχή. Όλοι οι ιδιοκτήτες των τεμαχίων της περιοχής που καλύπτεται από το νέο σχέδιο, το αποδέχθηκαν, συμπεριλαμβανομένης και της συνιδιοκτήτριας του εφεσείοντα. Ο εφεσείων όμως, υπέβαλε στις 28.6.2010 ένσταση στην υιοθέτηση των νέων σχεδίων. Ως εκ τούτου, ο Διευθυντής τον πληροφόρησε ότι η αίτηση του για συνοριακή διαφορά δεν μπορεί να εξεταστεί, εφόσον εκκρεμεί η εν λόγω ένσταση του.

Στις 10.2.2015, ο Διευθυντής απέρριψε την πιο πάνω ένσταση του εφεσείοντα. Εναντίον της απόφασης του Διευθυντή, καταχωρίστηκε από τον εφεσείοντα η αίτηση – έφεση 170/2015, η οποία απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 15.11.2018. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ο εφεσείων καταχώρησε την πολιτική έφεση 64/18, η εκδίκαση της οποία εκκρεμεί ενώπιον του Εφετείου.

Η θέση του Διευθυντή εξακολουθεί να παραμένει η ίδια, ότι η επίδικη αίτηση συνοριακής διαφοράς δεν μπορεί να προχωρήσει πριν ολοκληρωθούν όλες οι δικαστικές διαδικασίες σε σχέση με την υιοθέτηση των νέων σχεδίων.

Στην βάση των πιο πάνω αδιαμφισβήτητων γεγονότων, το πρωτόδικο Δικαστήριο διερεύνησε πρωτίστως, το κατά πόσον έχει εξουσία να προχωρήσει στην εξέταση των αξιώσεων του εφεσείοντα και στην διάγνωση των δικαιωμάτων του ως εξ’ αδιαιρέτου συνιδιοκτήτη του επίδικου τεμαχίου, με δεδομένη την απουσία από την υπόθεση της συνιδιοκτήτριας του, η οποία αποδέχθηκε την υιοθέτηση των νέων σχεδίων και η οποία δεν συμπεριλήφθηκε  στην αγωγή ως ενάγουσα μαζί με τον εφεσείοντα.

Σημειώνεται ότι το ζήτημα αυτό δεν εγέρθηκε από τον εφεσίβλητο στην υπεράσπιση του υπό μορφή προδικαστικής ένστασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε όμως ότι θα έπρεπε να επιληφθεί αυτεπάγγελτα του ζητήματος αφού αυτό σχετίζεται άμεσα με τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να επιληφθεί της αγωγής και να διαγνώσει τα δικαιώματα των διαδίκων. Με παραπομπή σε σχετική νομολογία, έκρινε ότι το ζήτημα ως δημοσίας τάξης δεν επαφίεται στη συναίνεση των διαδίκων, οι οποίοι δεν μπορούν να προσδώσουν δικαιοδοσία σε Δικαστήριο, εκεί όπου δεν υπάρχει (βλ. Κούρου ν. Κόνου, (2014) 1 Α.Α.Δ 219 και Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου ν. Ορέστης Σοφοκλέους, (2016) 1 Α.Α.Δ 105).

Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι το αίτημα του εφεσείοντα για επίλυση της συνοριακής διαφοράς του επίδικου τεμαχίου 203 στην βάση του εν χρήσει σχεδίου, παρακάμπτοντας το νέο σχέδιο που ήδη υιοθετήθηκε στην περιοχή από τις 7.5.2010 με τη δημοσίευση του, και με δεδομένη την αποδοχή των νέων σχεδίων από την συνιδιοκτήτρια του εφεσείοντα στο επίδικο τεμάχιο, καθιστούσε απαραίτητη την προσθήκη της συνιδιοκτήτριας ως αναγκαίας διάδικου. Τούτο, γιατί οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου στην αξίωση του εφεσείοντα, θα επηρέαζε άμεσα και θα ερχόταν σε αντίθεση με τα δικαιώματα της συνιδιοκτήτριας του τεμαχίου 203, η οποία επέλεξε να αποδεχθεί τα νέα σχέδια και συνεπώς είναι προφανές ότι αυτή δεν μπορεί να συμφωνεί με την αξίωση του εφεσείοντα για επίλυση της συνοριακής διαφοράς με βάση τα υφιστάμενα σχέδια. Αυτό γιατί σύμφωνα με τον εφεσείοντα, το εμβαδόν, η θέση και το σχήμα του επίδικου τεμαχίου, διαφοροποιούνται με τα νέα σχέδια.

Ενόψει τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε ότι στην απουσία της συνιδιοκτήτριας του τεμαχίου 203 ως αναγκαίας διάδικου στην αγωγή, στερείτο δικαιοδοσίας να προχωρήσει στη διάγνωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα και στην εξέταση των αξιώσεων του, ένεκα του ότι αυτές επηρεάζουν και συγκρούονται άμεσα με τα δικαιώματα της συνιδιοκτήτριας του. Οι αξιώσεις του εφεσείοντα δεν μπορούν να αποφασιστούν σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, μεμονωμένα και ανεξάρτητα από τη συμμετοχή στην αγωγή, της συνιδιοκτήτριας του.

Το ίδιο κρίθηκε και για τους ιδιοκτήτες των τεμαχίων 186, 26 και 204, αφού η σχετική αίτηση επίλυσης συνοριακής διαφοράς, σχετίζεται και με αυτά τα τεμάχια που συνορεύουν με το επίδικο τεμάχιο 203. Ωστόσο οι ιδιοκτήτες των εν λόγω τεμαχίων, οι οποίοι έχουν επίσης συγκατατεθεί στην υιοθέτηση των νέων σχεδίων, και των οποίων τα περιουσιακά δικαιώματα οπωσδήποτε θα επηρεαστούν από την τυχόν ικανοποίηση της αξίωσης του εφεσείοντα δεν έχουν προστεθεί ως αναγκαίοι διάδικοι στην αγωγή.

Ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής, τα περιουσιακά δικαιώματα τόσο της συνιδιοκτήτριας του επίδικου τεμαχίου 203, όσο και των ιδιοκτητών των συνορευόντων τεμαχίων 186, 26 και 204, θα επηρεαστούν χωρίς αυτοί να ακουστούν, κατά παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να ακούσει την αγωγή στην απουσία της συνιδιοκτήτριας του εφεσείοντα και των ιδιοκτητών των όμορων τεμαχίων 186, 26 και 204.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε επίσης ακόμη δύο ανυπέρβλητα εμπόδια στην προώθηση της αγωγής από τον εφεσείοντα. Αφορούσαν στην ύπαρξη δεδικασμένου αλλά και την διαπίστωση για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας εκ μέρους του εφεσείοντα. Η θέση αυτή εδράζεται στο γεγονός  της έκδοσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην Αίτηση - Έφεση 170/15. Στην εν λόγω υπόθεση ο εφεσείων πέραν της αμφισβήτησης της απόφασης του Διευθυντή με την οποία απέρριψε την ένσταση του για υιοθέτηση των νέων σχεδίων, επιζητούσε στην ουσία απόφαση που να αναγκάζει τον Διευθυντή όπως προχωρήσει στην εξέταση της συνοριακής διαφοράς στην βάση του εν χρήση σχεδίου, δυνάμει της αίτησης του με αρ. Α1909/1999. Αξίωση που επεδίωξε και με την αγωγή του στην υπό κρίση πρωτόδικη διαδικασία.

Η αξίωση του αυτή στην αίτηση – έφεση 170/15, η οποία είναι ταυτόσημη με την αξίωση του στην υπό κρίση αγωγή, απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού με απόφαση ημερ. 15.11.2017. Με αυτά τα δεδομένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι με την πιο πάνω απορριπτική απόφαση του Δικαστηρίου, έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο και συνεπώς ο εφεσείων δεν δικαιούται να αιτείται την ίδια ακριβώς θεραπεία με την υπό κρίση αγωγή. Πολύ περισσότερο, εκκρεμούσης της πολιτικής έφεσης 64/18 εναντίον της εν λόγω πρωτόδικης απόφασης.

Για τον ίδιο λόγο, η προώθηση της αγωγής στο πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίθηκε ότι συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η επιμονή του εφεσείοντα στην αξίωση του με την αγωγή για επίλυση της συνοριακής διαφοράς με βάση το φάκελο Α1909/99 σύμφωνα με το εν χρήσει σχέδιο, ουσιαστικά στόχευε στο να επιτύχει την ίδια θεραπεία που δεν κατάφερε να εξασφαλίσει με την αίτηση - έφεση 170/15 και να παραγκωνίσει με τη διαδικασία της αγωγής, τόσο την απόφαση στην αίτηση - έφεση 170/15, όσο και την οποιαδήποτε απόφαση του Εφετείου επί της πολιτικής έφεσης 64/18.

Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο την ανταπαίτηση του εφεσιβλήτου, επεδίκασε υπέρ του το ποσόν των €6.834,40 πλέον ΦΠΑ. Κρίθηκε πρωτοδίκως ότι το εν λόγω ποσόν, ο εφεσίβλητος το κατέβαλε στους εναγόμενους 2 και 3 στην αγωγή 4900/02, και το οποίο ο εφεσείων αναγνώρισε στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής, ότι έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον εφεσίβλητο.

Ο εφεσείων με 21 λόγους έφεσης αμφισβητεί την πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση. Με άλλους 5 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημ. 19.7.2013, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του για παροχή πληροφοριών από τον εφεσίβλητο, που ο εφεσείων θεωρούσε αναγκαίες για την προώθηση της αγωγής του.

Θα ασχοληθούμε πρώτα με την έφεση εναντίον της πιο πάνω ενδιάμεσης απόφασης, την οποία ο εφεσείων θεωρεί καθοριστική ως προς την εξέλιξη της αγωγής και την εκ μέρους του προώθηση της αγωγής στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

Σημειώνεται ότι μετά την ακρόαση της αίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την ενδιάμεση απόφαση του, με την οποία έκρινε ότι η αίτηση του εφεσείοντα θα πρέπει να απορριφθεί επειδή στερείται νομικής βάσης.  Η αίτηση στηριζόταν στο Άρθρο 51(Α) του Κεφ.224 που προνοεί τον τρόπο παροχής πληροφοριών σε σχέση με καταχωρήσεις σε μητρώα και βιβλία που τηρούνται από τα Επαρχιακά Κτηματολογικά Γραφεία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το εν λόγω άρθρο στο οποίο στήριζε την αίτηση του ο εφεσείων δεν παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει τέτοια διατάγματα. Η πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν αντικείμενο της έφεσης 163/13, η οποία όμως απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 23.4.2029 αφού κρίθηκε ότι δεν ήταν εφέσιμη δυνάμει του ισχύοντος τότε άρθρου 25 του Νόμου 14/60.

Ο εφεσείων επαναφέρει ως δικαιούται, την διαφωνία του με πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης, με την οποία αμφισβητεί και την τελική απόφαση του Δικαστηρίου επί της αγωγής.

Κρίνουμε ότι οι λόγοι έφεσης αναφορικά με την υπό κρίση ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημ. 19.7.2013 δεν ευσταθούν. Είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα όσα ο εφεσείων ζητούσε με την αίτηση του, εκτός του ότι δεν τα αιτήθηκε σύμφωνα με το νενομισμένο τρόπο, δεν αφορούν πληροφορίες για καταχωρήσεις μεταβιβάσεων ακινήτων που περιέχονται σε κτηματικό μητρώο όπως προβλέπει ρητά στα Άρθρα 51 και 51 Α(1) του Κεφ. 224 στα οποία ο εφεσείων στήριξε την αίτηση του. Να σημειωθεί ότι ο εφεσείων ζητούσε μεταξύ άλλων πληροφορίες από τον κτηματικό φάκελο σε σχέση με τα αρχικά σχέδια αλλά και για τις μετρήσεις, γραφικές και/ή ηλεκτρονικές, που διενήργησε ο εφεσίβλητος σε σχέση με το επίδικο τεμάχιο 203, και όχι πληροφορίες για καταχωρήσεις στο μητρώο ως προβλέπουν τα Άρθρα 51 και 51 Α(1) του Κεφ. 224.

Περαιτέρω κρίνουμε ότι δεν ισχύει η θέση του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος εμποδιζόταν λόγω προηγούμενης συμπεριφοράς να προβάλει ένσταση στο αίτημα. Δεν προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης ότι ο εφεσίβλητος αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα σε προηγούμενο στάδιο, το αίτημα του εφεσείοντα για παροχή των πιο πάνω πληροφοριών. 

Ορθή είναι επίσης η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε εξουσία να εκδώσει τέτοιο διάταγμα ως η αίτηση, στο πλαίσιο εκδίκασης της αγωγής. Παραπέμπουμε επί  του προκειμένου στην απόφαση Κυπριακή Δημοκρατία, ν. Αντώνη Τόκα (1995) 3 Α.Α.Δ 218 όπου λέχθηκε ότι οι πληροφορίες που ζητούνται από τον Διευθυντή δυνάμει του Άρθρου 51 Α(1) του Κεφ. 224, αφορούν τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων σε ακίνητη ιδιοκτησία και ως εκ τούτου η απόφαση του Διευθυντή που συναρτάται με το ίδιο αντικείμενο, ως εκ της φύσεως της, εμπίπτει στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, νομολογήθηκε ότι εναντίον αυτής της απόφασης του Διευθυντή δεν χωρεί προσφυγή δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Λέχθηκε όμως ταυτόχρονα ότι το Άρθρο 80 του Κεφ. 224 παρέχει στον πολίτη τη δυνατότητα αίτησης - έφεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο εναντίον αποφάσεων των Κτηματολογικών Αρχών συμπεριλαμβανομένης και απόφασης να μην παρασχεθούν πληροφορίες δυνάμει του Άρθρου 51 Α(1) του Κεφ.224.

Ο εφεσείων στην πρωτόδικη διαδικασία, αιτήθηκε την έκδοση διατάγματος στο πλαίσιο της αγωγής,  χωρίς να χρησιμοποιήσει τις διατάξεις του Άρθρου 80 του Κεφ. 224 που του παρείχε την δυνατότητα να αμφισβητήσει την άρνηση του Διευθυντή να του παράσχει οιανδήποτε πληροφορία δυνάμει του Άρθρου 51 Α(1) του Κεφ. 224. Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι είναι ορθή η θέση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι επί της ουσίας δεν δικαιολογείτο το αίτημα του εφεσείοντα και ότι δεν είχε εξουσία στο πλαίσιο της αγωγής να εκδώσει τέτοιο διάταγμα.

Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της έφεσης Ε163/13 όπου αμφισβητείτο η ίδια ενδιάμεση απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι πέραν του ότι η ενδιάμεση απόφαση δεν ήταν  εφέσιμη, επιπλέον κατέστη και άνευ αντικειμένου. Αυτό γιατί διαφάνηκε στα πλαίσια της συζήτησης της έφεσης Ε163/13, ότι σε κάποιο χρονικό διάστημα μετά την καταχώριση της έφεσης, οι πληροφορίες που ζητούντο δια της επίδικης αίτησης δόθηκαν στον εφεσείοντα.

Ως εκ τούτου, η έφεση επί της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου ημ. 19.7.2013 απορρίπτεται.

Αναφορικά με την έφεση εναντίον της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου, αυτή στηρίζεται ως προαναφέρθηκε σε 21 λόγους έφεσης.

  Με τον 1ο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επενέβη στα πρακτικά της αντεξέτασης της Μ.Υ.1 και αφαίρεσε «ειρωνική» αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς το δικηγόρο του εφεσείοντα. Συγκεκριμένα δεν υπάρχει η αναφορά με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε με κατ’ ισχυρισμό έντονο ειρωνικό ύφος στον δικηγόρο του εφεσείοντα, «να μην υποβάλλει στους μάρτυρες που αντεξετάζει ερωτήσεις νομικού περιεχομένου».

Κατά τον εφεσείοντα, η παρέμβαση στα πρακτικά της δίκης με σκοπό την αφαίρεση μέρους των όσων διαδραματίστηκαν, αποτελεί ανεπίτρεπτη συμπεριφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου και επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθή έκβαση της δίκης.

Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και ο 2ος λόγος έφεσης, όπου ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σωρεία περιπτώσεων δεν επέτρεψε στο δικηγόρο του, την υποβολή ερωτήσεων και υποβολών στην Μ.Υ.1 με τη δικαιολογία ότι ήταν «νομικού περιεχομένου». Αναφέρεται στην αιτιολογία του 2ου λόγου έφεσης ότι ταυτόχρονα με την απαγόρευση συγκεκριμένων ερωτήσεων, το πρωτόδικο Δικαστήριο πήρε την ευκαιρία με αυτή την αφορμή  για να δώσει προσβλητικό μάθημα «καλού δικηγόρου» στο συνήγορο του εφεσείοντα, υποδεικνύοντας του ότι δεν μπορεί να υποβάλλει ερωτήσεις νομικού περιεχομένου. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι η απουσία απαντήσεων σε μη επιτραπείσες ερωτήσεις σχετικά με γεγονότα που αναφέρονται στις αρμοδιότητες, στις αποφάσεις και, γενικά στον τρόπο που ο εφεσίβλητος άσκησε τα καθήκοντα του, εμπόδισαν το πρωτόδικο Δικαστήριο από του να αποκτήσει πλήρη εικόνα της όλης υπόθεσης και να απονείμει δικαιοσύνη.

Ο πιο πάνω λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Ιδιαίτερα ως προς την ορθότητα των πρακτικών, είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι τα επίσημα πρακτικά αποτελούν τη μόνη αυθεντική εικόνα της δικαστικής διαδικασίας. Το Εφετείο δεν έχει εξουσία διόρθωσης των πρακτικών του πρωτόδικου Δικαστηρίου ούτε βέβαια μπορεί να προβεί σε ευρήματα για το αν λέχθηκε στην Δίκη κάτι διαφορετικό από αυτό που αναφέρεται στα επίσημα πρακτικά. Τέτοια εξουσία ενδεχομένως έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος διόρθωσης των πρακτικών (βλ. μεταξύ άλλων Σιακατίδου Nόρα (Ελεωνόρα) (2009) 1 Α.Α.Δ 992).

Ανεξαρτήτως τούτου δεν έχει καταδειχθεί πως η κατ’ ισχυρισμό παράλειψη από τα πρακτικά κάποιων σχολίων του Δικαστηρίου, έχει επηρεάσει την ορθή έκβαση της δίκης όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων. Ούτε έχει καταδειχθεί συγκεκριμένα, πως οι όποιες υποδείξεις του Δικαστηρίου ως προς την πορεία της αντεξέτασης, επηρέασαν στην παρούσα υπόθεση το αποτέλεσμα της δίκης.

Όσον αφορά τις ερωτήσεις νομικού περιεχομένου προς τους μάρτυρες, είναι επίσης καλά νομολογημένο ότι νομικά θέματα, πλην του αλλοδαπού δικαίου, συνιστούν δικαστική γνώση και δεν αποτελούν γεγονότα για τα οποία χρειάζεται μαρτυρία για την απόδειξη τους (βλ. το σύγγραμμα Ηλιάδη και Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης- Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» σελ. 258).

Να σημειώσουμε ότι όχι μόνον δεν είναι μεμπτό, αλλά αντιθέτως συνιστά  μέρος των καθηκόντων του εκδικάζοντος  Δικαστηρίου στα πλαίσιο μη έκτροπης της διαδικασίας, να μην επιτρέπει ερωτήσεις που είναι άσχετες με τα επίδικα θέματα. Πολύ ορθά ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθηκόντως δεν επέτρεψε ερωτήσεις νομικού περιεχομένου κατά την αντεξέταση της Μ.Υ.1.

Ως εκ τούτου οι λόγοι έφεσης 1 και 2 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 Οι λόγοι έφεσης 3 έως 10 αφορούν ζητήματα ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την μαρτυρία της Μ.Υ.1 και απέρριψε αυτήν των μαρτύρων του εφεσείοντα (3ος λόγος έφεσης). Γίνεται επίσης αναφορά σε λανθασμένη κρίση του Δικαστηρίου, αφού ενώ δόθηκε μαρτυρία για διάπραξη ποινικών αδικημάτων από τον Διευθυντή, δεν την αποδέχθηκε ούτε και παρέπεμψε σε άλλο αρμόδιο δικαστήριο τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα περί διάπραξης σοβαρών ποινικών αδικημάτων (4ος λόγος έφεσης). Επίσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραλείπει να αναφέρει το λόγο για τον οποίο όλοι οι διάδικοι συμφώνησαν σε συγκεκριμένη διευθέτηση της αγωγής 4900/02 (5ος λόγος έφεσης). Με τους λόγους έφεσης 6 έως 10 αμφισβητείται η αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την νομιμότητα των πράξεων του Διευθυντή στην υιοθέτηση νέων σχεδίων και την καθυστέρηση του να εξετάσει την ένσταση του εφεσείοντα, την κατ’ ισχυρισμό παράλειψη αξιολόγησης των θέσεων του εφεσείοντα ως προς τις ενέργειες του Διευθυντή, αλλά και το πρωτόδικο εύρημα για αποδοχή των νέων σχεδίων από την συνιδιοκτήτρια του εφεσείοντα.   

Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C. L.R. 172 και Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ 300).

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές και εξετάζοντας τους λόγους που έχει προβάλει ο εφεσείων για ανατροπή των σχετικών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έχουμε την άποψη πως δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων.

Ούτε παρέχεται ευχέρεια στο Δικαστήριο να παραπέμψει τον Διευθυντή σε άλλο ποινικό Δικαστήριο όπως εισηγείται ο εφεσείων. Το Δικαστήριο βέβαια μπορεί να παραπέμψει μια υπόθεση στις αρμόδιες ανακριτικές αρχές για διερεύνηση αν κρίνει ότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του υπάρχει η πιθανότητα να έχει διαπραχθεί κάποιο ποινικό αδίκημα. Δεν έχει όμως την δυνατότητα να παραπέμψει απευθείας σε ποινικό Δικαστήριο, ένα διάδικο που εμφανίζεται ενώπιον του σε πολιτική αγωγή, παρακάμπτοντας τις ανακριτικές αρχές. Στην παρούσα υπόθεση, οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα για παράνομες πράξεις του Διευθυντή δεν έγιναν αποδεκτοί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Έπεται πως καμία υποχρέωση δεν είχε το Δικαστήριο να παραπέμψει την υπόθεση για εξέταση ποινικών αδικημάτων από τον Διευθυντή.

Επιπλέον, βρίσκουμε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα αξιοπιστίας που καταγράφει σε σχέση με την μαρτυρία που προσκόμισε ο Διευθυντής αλλά και στην μη αποδοχή των μαρτύρων που κατέθεσαν για τον εφεσείοντα. Ούτε η μη αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο στους λόγους που οδήγησαν κατά τον εφεσείοντα στην συνομολόγηση της επίδικης σύμβασης είναι μεμπτή, δεδομένης και της απόρριψης αυτής της μαρτυρίας από το Δικαστήριο.

Αλλά και επί της ουσίας το πρωτόδικο Δικαστήριο από την μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δικαιολογημένα ο Διευθυντής δεν προώθησε την διαδικασία επίλυσης της συνοριακής διαφοράς για το επίδικο ακίνητο, προτού εξεταστεί η υιοθέτηση των νέων σχεδίων της περιοχής. Τα Άρθρα 58 και 61 του Κεφ. 224 που επικαλείται ο εφεσείων δεν τεκμηριώνουν την θέση του ότι ο Διευθυντής δεν νομιμοποιείτο εκκρεμούσης της αίτησης για επίλυση συνοριακής διαφοράς να προωθήσει διαδικασία υιοθέτησης νέων σχεδίων.

Αντιθέτως, είναι σαφές από τα γεγονότα της υπόθεσης ότι ο Διευθυντής δεν θα μπορούσε να επιλύσει την επίδικη συνοριακή διαφορά με βάση το εν χρήσει σχέδιο, αφού θεωρούσε ότι ήταν λανθασμένο και θα έπρεπε πρώτα να διορθωθεί. Έτσι, σχεδόν αμέσως μετά που εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα στην αγωγή 4900/02, με το οποίο ακυρώθηκε προηγούμενη συμφωνία επίλυσης της συνοριακής διαφοράς, ο Διευθυντής προώθησε την διαδικασία υιοθέτησης νέων σχεδίων ώστε να διευθετηθεί συνολικά το πρόβλημα της περιοχής, προτού εξετάσει στην συνέχεια την επίδικη συνοριακή διαφορά. Ο εφεσείων, όμως, κατέθεσε ένσταση στην υιοθέτηση νέων σχεδίων, η οποία απορρίφθηκε από τον Διευθυντή. Στην συνέχεια ο εφεσείων καταχώρισε την αίτηση – έφεση 170/2015 εναντίον της απόφασης υιοθέτησης νέων σχεδίων, η οποία απορρίφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο. Ο εφεσείων εφεσίβαλε την προαναφερόμενη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου με την Πολιτική Έφεση 64/2018, η οποία και εκκρεμεί ενώπιον του Εφετείου.

Ως εκ των πιο πάνω, πολύ ορθά αποφασίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η καθυστέρηση της επίλυσης της συνοριακής διαφοράς οφείλεται στον εφεσείοντα και στην επιμονή του να εξεταστεί η διαφορά με βάση το εν χρήσει σχέδιο που κατά τον Διευθυντή είναι λανθασμένο.

Εύλογο ήταν και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αποδοχή των νέων σχεδίων από την συνιδιοκτήτρια του εφεσείοντος. Το γεγονός ότι δεν υπέβαλε ένσταση όπως έπραξε ο εφεσείων, καταδεικνύει και την πρόθεση της να μην αμφισβητήσει την υιοθέτηση των νέων σχεδίων από τον Διευθυντή.  

Ως αποτέλεσμα, οι σχετικοί λόγοι έφεσης 3 έως 10 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

Με τους λόγους έφεσης 11 έως 14, προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι εσφαλμένα δεν συμπεριλήφθηκαν ως αναγκαίοι διάδικοι στην αγωγή, η συνιδιοκτήτρια του εφεσείοντα και οι ιδιοκτήτες τριών ακινήτων που γειτνιάζουν με το επίδικο.

Ούτε αυτοί οι λόγοι έφεσης ευσταθούν. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι στην περίπτωση που αποδεχόταν τις θέσεις του εφεσείοντος, θα επηρεάζονταν τα δικαιώματα της συνιδιοκτήτριας του αλλά και αυτά των ιδιοκτητών των γειτονικών με το επίδικο ακινήτων χωρίς τα πρόσωπα αυτά να ακουστούν στην πρωτόδικη διαδικασία, κατά παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης. Όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τόσον η συνιδιοκτήτρια του εφεσείοντα όσον και οι ιδιοκτήτες των τριών όμορων τεμαχίων, αποδέχτηκαν τα νέα σχέδια, δεδομένου ότι δεν τα προσέβαλαν. Ως εκ τούτου, η αξίωση του εφεσείοντα να επιλυθεί η συνοριακή διαφορά με τα εν χρήσει σχέδια, επηρεάζει σαφώς τα δικαιώματα τους. Το γεγονός αυτό, καθιστά τα πιο πάνω πρόσωπα αναγκαίους διαδίκους και πολύ ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η συμπερίληψη τους στη πρωτόδικη διαδικασία, ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέταση των αιτημάτων του εφεσείοντος.

Σχετικές επί του προκειμένου είναι οι αποφάσεις Παναγιώτα Νικολάου Χ”Θεοδοσίου ν. Μαρούλλας Ιωάννου ως νομίμου διαχειρίστριας της Περιουσίας του αποβιώσαντος Πέτρου Νικολάου κ.ά (1996) 1 Α.Α.Δ. 764 και Marcoullis and Others ν. Tsakkistos and Another (1970) 1 C.L.R. 1, στις οποίες παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τις οποίες σε υποθέσεις κτηματικής φύσης, είναι αναγκαίοι διάδικοι όλα τα πρόσωπα των οποίων τα κτηματικά συμφέροντα επηρεάζονται από την δικαστική διαδικασία. Οι ίδιες αρχές υιοθετήθηκαν και στην υπόθεση Γεωργιάδου ν. Γεωργιάδη (1999) 1 Α.Α.Δ 1210 όπου λέχθηκε ότι όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, πρέπει να συνενώνονται ως διάδικοι σε αγωγή με αντικείμενο ακίνητη ιδιοκτησία. Διαφορετικά η όλη διαδικασία θα είναι θνησιγενής και άκυρη.

Ως αποτέλεσμα οι λόγοι έφεσης 11 έως 14 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

Με τους λόγους έφεσης 15 και 16 ο εφεσείων αμφισβητεί το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για δημιουργία δεδικασμένου λόγω της απορριπτικής απόφασης στην αίτηση - έφεση 170/15. Το ίδιο ισχύει και για τον λόγο έφεσης 17 που αφορά στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για κατάχρηση διαδικασίας λόγω της προώθησης από τον εφεσείοντα, της διαδικασίας στην αίτηση - έφεση 170/15.

Συμφωνούμε με την θέση του εφεσιβλήτου όπως παρουσιάζεται στο περίγραμμα αγόρευσης του, ότι με την απόρριψη της αίτησης – έφεσης 170/2015 και την καταχώριση της πολιτικής έφεσης 64/2018, δεν υπήρχε λόγος προώθησης της πρωτόδικης  αγωγής, αφού η αιτούμενη θεραπεία στις δύο υποθέσεις είναι επί της ουσίας η ίδια, ήτοι η επίλυση της συνοριακής διαφοράς με βάση το εν χρήσει σχέδιο.

Είναι επομένως ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι διαπιστώνεται δεδικασμένο αλλά και κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, αφού με την επιμονή του εφεσείοντα να προωθήσει και την πρωτόδικη διαδικασία, στην ουσία επιδιώκει να επιτύχει την ίδια θεραπεία που δεν μπόρεσε να πετύχει με την αίτηση – έφεση 170/2015 και να υποσκελίσει, τόσο την απόφαση στην αίτηση – έφεση 170/15, όσο και την απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί στην Πολιτική Έφεση 64/2018.

Έπεται ότι και οι λόγοι έφεσης 15 ως 17 είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.

Με τον λόγο έφεσης 18, αμφισβητείται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει απόφαση στην ανταπαίτηση υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα για το ποσόν των €6.834,40 πλέον ΦΠΑ με βάση τη συμφωνία ημερ. 12.12.2007 στο πλαίσιο της αγωγής 4900/02. Είναι παραδεκτό από τον εφεσείοντα στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 18 ότι υπήρξε δεσμευτική συμφωνία ενώπιον Δικαστηρίου στην πιο πάνω αγωγή 4900/02 με την οποία ανέλαβε την πληρωμή του εν λόγω ποσού στον εφεσίβλητο. Ισχυρίζεται όμως ο εφεσείων ότι η συμφωνία αυτή δεν τηρήθηκε από τον εφεσίβλητο και κατά συνέπεια, ο εφεσείων έπαυσε να δεσμεύεται από το σκέλος της συμφωνίας που τον αφορούσε για την πληρωμή του εν λόγω ποσού.

Η πιο πάνω θέση δεν ευσταθεί. Η εν λόγω συμφωνία δηλώθηκε από τους διαδίκους και έγινε κανόνας Δικαστηρίου στην αγωγή 4900/02 στην οποία δηλώθηκε επίσης η ακύρωση προηγούμενης συμφωνίας επίλυσης συνοριακής διαφοράς. Όμως, η απόσυρση της αγωγής 4900/02 με την ταυτόχρονη ανάληψη δέσμευσης από τον εφεσείοντα για πληρωμή του εν λόγω ποσού στον εφεσίβλητο, δεν προϋπέθετε και την αποδοχή του εφεσιβλήτου ότι θα προχωρούσε την διαδικασία επίλυσης της συνοριακής διαφοράς στην βάση των εν χρήσει σχεδίων. Δεν υπάρχει ως εκ τούτου καμία παράβαση της συμφωνίας από πλευράς εφεσιβλήτου που θα δικαιολογούσε την εκ μέρους του εφεσείοντα παράβαση της δικής του υποχρέωσης για πληρωμή του ποσού των €6.834,40.

Εν πάση περιπτώσει, ο εφεσίβλητος ζητούσε με την υπό κρίση αγωγή του στην πρωτόδικη διαδικασία,  διάταγμα που να τον απαλλάσσει από την υποχρέωση του να πληρώσει το πιο πάνω ποσόν. Αίτημα που απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξηγεί στην απόφαση του. Από την στιγμή που η πιο πάνω δεσμευτική συμφωνία δεν ακυρώθηκε ούτε αποδείχθηκε παράβαση της από τον εφεσείοντα, η υποχρέωση του εφεσείοντα να πληρώσει το εν λόγω ποσόν εξακολουθεί να ισχύει. Ως αποτέλεσμα πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στην ανταπαίτηση εναντίον του εφεσείοντα για το ποσόν των €6.834,40 πλέον ΦΠΑ.

Ως εκ τούτου και ο λόγος έφεσης 18 είναι ανυπόστατος και απορρίπτεται.

Με τον λόγο έφεσης 19 ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει μακροσκελείς αποφάσεις στην αγγλική γλώσσα, την οποία δεν κατανοεί επαρκώς ο ίδιος και ο δικηγόρος του, ισχυριζόμενος ότι με αυτόν τον τρόπο παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των όπλων και η δίκαιη δίκη.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Είναι σύνηθες φαινόμενο στην κυπριακή νομολογία, η παράθεση αγγλικών αποφάσεων ενόψει της της υιοθέτησης του αγγλικού κοινοδικαίου από το κυπριακό δικαιϊκό σύστημα (βλ. Άρθρο 29.1 (γ) του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60). Δεν θεωρούμε ότι επιβάλλεται στις αποφάσεις των Κυπριακών Δικαστηρίων, η μετάφραση στην ελληνική γλώσσα αποσπασμάτων που παραθέτουν από αγγλικές αποφάσεις. Ιδιαίτερα όταν οι σχετικές νομολογιακές αρχές που εκτίθενται στις αγγλικές αποφάσεις, αναλύονται και επεξηγούνται από το Δικαστήριο. Εν πάση περιπτώσει, στην παρούσα υπόθεση τα αποσπάσματα των αγγλικών αποφάσεων που παραθέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είναι μακροσκελή. Πρόκειται στην ουσία για δύο μικρά αποσπάσματα απόφασης του αγγλικού εφετείου, σε σχέση με την κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεξηγεί στην συνέχεια στην ελληνική, τις νομολογιακές αρχές που παρατίθενται στα εν λόγω αποσπάσματα αναφορικά με το ζήτημα της κατάχρησης, με αποτέλεσμα να μην ευσταθούν οι θέσεις του εφεσείοντα για παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων και της δίκαιης δίκης.

Με τον λόγο έφεσης 20, ο εφεσείων παραπονείται για την επιδίκαση των εξόδων της αγωγής εναντίον του.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Τα έξοδα της δίκης και ο επιμερισμός τους ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται  δικαστικά με κύριο γνώμονα, το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Είναι δε σύνηθες, ο ενάγων που αποτυγχάνει στην απαίτηση του, όπως ο εφεσείων στην παρούσα περίπτωση, να ευθύνεται για τα έξοδα της αγωγής. Σχετική είναι η υπόθεση Κυριάκου ν. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ 416, όπου λέχθηκε ότι ο βασικός παράγοντας που διέπει την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για την επιδίκαση των εξόδων, είναι το αποτέλεσμα της δίκης και ότι δεν είναι παραδεκτή η αποστέρηση των εξόδων του επιτυχόντα διαδίκου χωρίς αποχρώντα λόγο. Σύμφωνα με την ίδια απόφαση, η κύρια περίπτωση που δικαιολογεί μετριασμό των εξόδων του επιτυχόντος διαδίκου είναι όταν ο ίδιος συμβάλλει με τον χειρισμό της υπόθεσης του, στην αδικαιολόγητη αύξηση των εξόδων της δίκης.

Στην παρούσα περίπτωση, δεν εντοπίζουμε κανένα λόγο γιατί ο εφεσείων να μην επιβαρυνθεί με τα έξοδα της αγωγής αφού είναι ο αποτυχών διάδικος στην πρωτόδικη διαδικασία. Ούτε συμφωνούμε με την θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι η παρούσα είναι περίπλοκη υπόθεση, όπου το δίκαιο αποδεικνύεται ασαφές, ώστε να δικαιολογείται η μη επιδίκαση εξόδων εναντίον του αποτυχόντος διαδίκου. Δεν καταδεικνύεται επίσης οποιαδήποτε αδικαιολόγητη συμβολή του εφεσιβλήτου, στην αύξηση των εξόδων της δίκης.

Έπεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά την διακριτική του ευχέρεια, επιδικάζοντας τα έξοδα της αγωγής εναντίον του εφεσείοντα, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η αγωγή απορρίφθηκε μεταξύ άλλων και για λόγους κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας.

Με το λόγο έφεσης 21, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση παραβιάζει ουσιαστικά τα ανθρώπινα του δικαιώματα, τα οποία προστατεύονται τόσο από το Σύνταγμα, όσο και από την ΕΣΔΑ. Γίνεται μια γενική αναφορά στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 21, σε παραβίαση ιδιαίτερα «στο ανθρώπινο δικαίωμα για δίκαιη δίκη και το ανθρώπινο δικαίωμα ιδιοκτησίας και άλλα ανθρώπινα δικαιώματα».

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί τίθενται πολύ γενικά και αόριστα με αποτέλεσμα να μην είναι  σαφές το επιχείρημα του εφεσείοντα με ποιο τρόπο παραβιάζει η πρωτόδικη απόφαση τα δικαιώματα του εφεσείοντα σε δίκαιη δίκη αλλά και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Θα αναμέναμε μια τόσο σοβαρή κατηγορία εναντίον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων να αιτιολογείτο επαρκώς με αναφορά στο μέρος εκείνο της πρωτόδικης απόφασης που κατά τον εφεσείοντα, παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα του, αλλά και να αιτιολογήσει με ποιο τρόπο το Δικαστήριο του στέρησε αυτά τα δικαιώματα. Η απόρριψη μια αγωγής κτηματικής φύσης δεν σημαίνει χωρίς άλλο ότι στερείται από τον εφεσείοντα το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και σε δίκαιη δίκη.

Ως εκ των πιο πάνω, ο 21ος λόγος έφεσης παρέμεινε ατεκμηρίωτος, και απορρίπτεται.

Εν κατακλείδι, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε στο σύνολο τους όλα τα επίδικα θέματα που τέθηκαν ενώπιον του και με μια πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, κατέληξε σε εύλογα ευρήματα που δικαιολογούνταν πλήρως από την μαρτυρία και τις νομολογιακές αρχές που εφαρμόζονταν στην υπόθεση. Σημειώνουμε την αιτιολογημένη πρωτόδικη κρίση ότι η συνοριακή διαφορά δεν θα μπορούσε να επιλυθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη τα νέα σχέδια που υιοθετήθηκαν για την περιοχή, η υιοθέτηση των οποίων καθυστερεί λόγω ενεργειών του ιδίου του εφεσείοντα. Επιπρόσθετα ήταν ορθή και πλήρως αιτιολογημένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την ύπαρξη δεδικασμένου, κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας από τον εφεσείοντα και απουσίας όλων των αναγκαίων διαδίκων από την πρωτόδικη διαδικασία. Πλήρως αιτιολογημένη και ορθή ήταν επίσης η ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω με την οποία απέρριψε αίτημα του εφεσείοντα για παροχή πληροφοριών από τον εφεσίβλητο σε σχέση με τις μετρήσεις και τα σχέδια που υπήρχαν εντός του κτηματικού φακέλου του επίδικου κτήματος.

Ενόψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €3260,00 έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον του εφεσείοντα. 

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο