ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. 264/18)

5 Φεβρουαρίου 2024

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

Μάριος Χριστοδούλου από Λεμεσό

Εφεσείων

ν.

Couvas Carton Industries Ltd

Εφεσίβλητη

 

Έλενα Νικολάου (κα), για Ζένιος Νικολάου Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσείοντα.

Βασιλική Α. Παντελή (κα), για Στυλιανός Ν. Χριστοφόρου & Συνεργάτες, για εφεσίβλητη.

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ. Ο εφεσείων εργοδοτείτο στην υπηρεσία της εφεσίβλητης ως ηλεκτρολόγος για σειρά ετών μέχρι που οι υπηρεσίες του τερματίστηκαν μονομερώς από την εφεσίβλητη λόγω πλεονασμού. Στην βάση της σχετικής νομοθεσίας, το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού (το Ταμείο), αποζημίωσε τον εφεσείοντα για απόλυση λόγω πλεονασμού με το ποσόν των €24.025,93.

 

Ο εφεσείων μαζί με άλλους 22 συναδέλφους του που απολύθηκαν για τον ίδιο λόγο, αξίωσε πέραν της πιο πάνω αποζημίωσης από το Ταμείο και επιπλέον αποζημίωση από την εφεσίβλητη εταιρεία που τον εργοδοτούσε. Η εν λόγω απαίτηση ανέρχεται σε €19.107,69, και στηρίχθηκε σε κατ’ ισχυρισμό συμφωνία με την εφεσίβλητη και/ή πρακτική της εφεσίβλητης, η οποία προέβλεπε ότι όταν εργοδοτούμενος απολυθεί λόγω πλεονασμού, πέραν της αποζημίωσης από το Ταμείο θα λαμβάνει από την εφεσίβλητη και ένα ποσόν φιλοδωρήματος και/ή χαριστικής αποζημίωσης. Η αίτηση του εφεσείοντα ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών συνεκδικάστηκε με τις αιτήσεις των υπολοίπων συναδέλφων του αφού αφορούσαν τα ίδια νομικά και πραγματικά ζητήματα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντα με το σκεπτικό που θα παραθέσουμε πιο κάτω.

 

Πρωτοδίκως, η εφεσίβλητη αρνήθηκε την ύπαρξη μιας τέτοιας συμφωνίας ή πρακτικής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την σχετική μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του, έκρινε αναξιόπιστη τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και αποδεχόμενο την μαρτυρία των αιτητών, προέβη σε εύρημα ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ της εφεσίβλητης και της συντεχνίας Σ.Ε.Κ που αποτελούσε όρο της σύμβασης εργασίας μεταξύ της και των εργοδοτουμένων της ότι η εφεσίβλητη θα κατέβαλλε συγκεκριμένη αποζημίωση και/ή φιλοδώρημα στους εργοδοτούμενους της, στην περίπτωση απόλυσης τους για λόγους πλεονασμού. Το εν λόγω φιλοδώρημα καθοριζόταν στην βάση συγκεκριμένων δεδομένων, τα οποία η πλευρά των εργοδοτουμένων αποκαλούσε ως «φόρμουλα» ενώ η πλευρά της εφεσίβλητης αποκαλούσε ως «άτυπη ρύθμιση». Ειδικά για την περίπτωση του εφεσείοντα, κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι στην βάση των πιο πάνω δεδομένων, εδικαιούτο από την εφεσίβλητη ως φιλοδώρημα και/ή χαριστική πληρωμή, το ποσόν των €19.107,69.

 

Στην συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το κατά πόσον εφαρμόζεται στην υπό κρίση περίπτωση, το Άρθρο 17(β) του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, δυνάμει του εν λόγω άρθρου ο εργοδότης δεν υποχρεούται να πληρώσει οιανδήποτε επιπλέον αποζημίωση, στην περίπτωση που το ποσόν με το οποίο αποζημιώνεται ο εργοδοτούμενος από το Ταμείο, είναι μεγαλύτερο από αυτό που ο εργοδότης υποχρεούται να πληρώσει στον εργοδοτούμενο του, δυνάμει σύμβασης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το Άρθρο 17(β) του Νόμου 24/67 εφαρμόζεται στην περίπτωση του εφεσείοντος, ο οποίος δεν δικαιούται οιανδήποτε αποζημίωση από την εφεσίβλητη αφού το ποσόν με το οποίο αποζημιώθηκε από το Ταμείο, υπερβαίνει αυτό που θα εδικαιούτο από την εφεσίβλητη, δυνάμει της πιο πάνω συμφωνίας και πρακτικής που εφάρμοζε στους εργοδοτουμένους της.   

 

Ο εφεσείων με δύο λόγους έφεσης αμφισβητεί την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Σημειώνεται ότι έφεση εναντίον απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, επιτρέπεται μόνον σε σχέση με νομικά σημεία όπως ρητά προβλέπεται στο Άρθρο 12(11Α) του Περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου 8/67 (βλ. επίσης Τerra Santa College ν. Παρασκευά Πολ. Έφεση 93/2013 ημ. 21.12.2020). Στην παρούσα περίπτωση και οι δύο λόγοι έφεσης άπτονται νομικών σημείων σύμφωνα με την πιο πάνω νομοθετική διάταξη.

 

Με τον 1ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έχει εξετάσει κατά πόσον εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση το Άρθρο 17 του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67. Ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη ούτε στα δικόγραφα της αλλά ούτε και σε οποιοδήποτε κατοπινό στάδιο κατά την διάρκεια της εκκρεμοδικίας, έθεσε με οποιοδήποτε τρόπο θέμα συμψηφισμού των αποζημιώσεων που έχει υποχρέωση με βάση την σύμβαση η εφεσίβλητη να πληρώσει στον εφεσείοντα, με το ποσό το οποίο έλαβε από το Ταμείο.

 

Αντιθέτως ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι κατά την πρωτόδικη διαδικασία, η εφεσίβλητη περιορίστηκε στον ισχυρισμό ότι δεν είχε υποχρέωση να πληρώσει αποζημιώσεις γιατί δεν συνομολογήθηκε καμία δεσμευτική συμφωνία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι υπήρξε τέτοια δεσμευτική συμφωνία. Επομένως το μόνο ζήτημα που απέμεινε για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν να εκδώσει απόφαση, ότι το ποσό αυτό οφείλεται στον εφεσείοντα. Εντούτοις, λανθασμένα προχώρησε να εξετάσει αν είχε εφαρμογή το Άρθρο 17 του Νόμου 24/67.

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του εφεσείοντα. Όπως πολύ ορθά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εφεσίβλητη στους γενικούς λόγους ένστασης της έγγραφης εμφάνισης της (παρ. 4), προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ο εφεσείων αποζημιώθηκε πλήρως από το Ταμείο για τον τερματισμό της απασχόλησής του και ως εκ τούτου δεν δικαιούται να λάβει οποιονδήποτε άλλο ποσό από την εφεσίβλητη. Είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εν λόγω αναφορά, αποτελεί το υπόβαθρο για την εξέταση της εφαρμογής του Άρθρου 17 του Νόμου 24/67, στην υπό κρίση περίπτωση.

 

Ενόψει τούτου, ο 1ος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με τον 2ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το Άρθρο 17 του Νόμου 24/67, εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα, το Άρθρο 17 σε καμιά περίπτωση δεν αναιρεί οποιαδήποτε συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ εργοδότη και εργοδοτουμένου για παροχή αποζημιώσεων και/ή φιλοδωρήματος σε περιπτώσεις τερματισμού της απασχόλησης.

 

Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι δυνάμει της επίδικης συμφωνίας, η πληρωμή από τον εργοδότη του ποσού που προνοεί η συμφωνία στην περίπτωση που ο εργοδοτούμενος θα λάβει αποζημίωση λόγω πλεονασμού από το Ταμείο, δεν αποτελεί διπλή πληρωμή. Υποστηρίχθηκε ότι στην παρούσα περίπτωση, η εφεσίβλητη θεληματικά και με πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι ο εργοδοτούμενος της θα αποζημιωθεί λόγω πλεονασμού, εκφράζει την πρόθεση της να του αποδώσει επιπρόσθετα και το ποσό που αναφέρεται στην επίδικη συμφωνία.

 

Υποστηρίχθηκε επίσης από τον εφεσείοντα, ότι η εφεσίβλητη έχει την νομική υποχρέωση να τηρήσει τα συμφωνηθέντα και να καταβάλει στον εφεσείοντα την αποζημίωση που δικαιούται δυνάμει της σύμβασης χωρίς να την εξαρτά από οποιουσδήποτε άλλους παράγοντες ή προϋποθέσεις. Η λήψη αποζημίωσης από το Ταμείο δεν έχει κατά τον εφεσείοντα καμία σχέση με την επίδικη συμφωνία και δεν υπάρχει κανένας λόγος το Άρθρο 17 να «ακυρώνει» την συμφωνία των διαδίκων.

 

Από την πλευρά της, η εφεσίβλητη στο περίγραμμα αγόρευσης της, ισχυρίστηκε ότι εφαρμόζεται στην παρούσα το Άρθρο 17 του Νόμου 24/67. Σε αντίθετη περίπτωση, ο εφεσείων θα αποζημιωθεί για την απόλυση λόγω πλεονασμού δύο φορές, κάτι που το Άρθρο 17 δεν επιτρέπει.

 

Υπό τας περιστάσεις, κρίνουμε ότι είναι αναγκαίο όπως εξεταστεί η εμβέλεια του Άρθρο 17 του Περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 24/67, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

"17. Όταν λόγω πλεονασμού, ως ούτος καθορίζεται εν τω άρθρω 19, εργοδοτούμενος δικαιούται εις οιανδήποτε άμεσον πληρωμήν λόγω πλεονασμού, χορήγημα λόγω απολύσεως, φιλοδώρημα ή οιανδήποτε άλλην πληρωμήν χορηγουμένην εν σχέσει προς την απασχόλησίν του παρ' εργοδότη, είτε το δικαίωμα τούτο υφίσταται λόγω εθίμου, νόμου, συλλογικής συμφωνίας, συμβάσεως, είτε δι' άλλον λόγον, ο εργοδοτούμενος λαμβάνει:

 

(α) ................................

 

(β) παρά του εργοδότου, ή εξ οιουδήποτε ταμείου ή άλλης διευθετήσεως λειτουργούσης διά λογαριασμόν του εργοδότου, το ποσόν κατά το οποίον η παρά του εργοδότου ή διά λογαριασμόν αυτού πληρωμή τυχόν υπερβαίνει το ποσόν της πληρωμής εκ του Ταμείου:

...................................".

 

Το εν λόγω άρθρο, ερμηνεύθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Κολιού ν. Γεώργιος Δ. Κουννάς και Υιοί Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ 1117, τα γεγονότα της οποίας προσομοιάζουν με αυτά της παρούσας. Στην εν λόγω υπόθεση, η εργοδότηση του εφεσείοντος, διέπετο από σύμβαση με τον εργοδότη του που περιείχε όρο για την καταβολή συγκεκριμένης αποζημίωσης, σε περίπτωση απόλυσης. Ο εφεσείων απολύθηκε λόγω πλεονασμού και του καταβλήθηκε από το Ταμείο, ποσόν μεγαλύτερο από αυτό που προβλεπόταν στην πιο πάνω σύμβαση. Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στο οποίο προσέφυγε απαιτώντας την καταβολή επιπλέον αποζημίωσης δυνάμει της σύμβασης, απέρριψε το αίτημα του. Κρίθηκε ότι ο εργοδότης δεν υποχρεούτο να καταβάλει το αξιούμενο ή οιονδήποτε ποσό, επειδή ο εργοδοτούμενος πληρώθηκε από το Ταμείο, ποσό μεγαλύτερο και το Άρθρο 17(β) του Νόμου 24/67 δεν επέτρεπε τη διεκδίκηση περαιτέρω αποζημίωσης, δυνάμει της συμφωνίας.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, ανέφερε ότι η πρόνοια στο Άρθρο 17 του Νόμου 24/67 για πληρωμή από το Ταμείο, σαφώς τίθεται με την παράγραφο (β), υπό τον περιορισμό της μη παράλληλης πληρωμής από άλλη πηγή, εκτός στο βαθμό που απαιτείται για συμπλήρωση του ύψους του ωφελήματος, το οποίο παρέχεται από αυτή. Ανεξαρτήτως λοιπόν του τι διαλαμβάνει μια σύμβαση εργοδότησης, η πληρωμή εργοδοτούμενου για πλεονασμό από το Ταμείο, τον εμποδίζει να έχει άλλες διεκδικήσεις από τον εργοδότη για πλεονασμό, διότι το Άρθρο 17(β), αποκλείει ρητά τη διπλή πληρωμή. Υπό τας περιστάσεις, κρίθηκε ως άτοπη η ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την πρόθεση των μερών και κατ' ακολουθίαν, της εμβέλειας της αποζημίωσης που προβλεπόταν στην σύμβαση.

 

Επίσης στην υπόθεση Κολιού (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο διαφοροποιήθηκε από την απόφαση Famalift Shipyard Ltd ν. Παυλίδη κ.α (1991) 1 Α.Α.Δ. 161, κρίνοντας ότι δεν αποτελεί αυθεντία περί του αντιθέτου. Σε εκείνη την υπόθεση είχε τεθεί ενώπιον του Εφετείου για εξέταση μόνο η χρονική έκταση του παρασχεθέντος με τη σύμβαση δικαιώματος. Η ερμηνεία του Άρθρου 17(β) του Νόμου 24/67 δεν είχε απασχολήσει. Γι' αυτό, ο τρόπος με τον οποίο αντικρίστηκε εκεί το ζήτημα της επιπλέον πληρωμής δεν συναρτάτο με τον λόγο της απόφασης.

 

Σχετική είναι και η υπόθεση Μουζούρης ν. Κόσμο-Πλάστ & Σία κα 1 Α.Α.Δ. 896 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο με παραπομπή και στην υπόθεση Κολιού (ανωτέρω), έκρινε ότι, σε περίπτωση όπου ο εργοδότης που απέλυσε παράνομα τον εργοδοτούμενο του, του κατέβαλε κατά χάρη αποζημίωση, αυτή θα έπρεπε να αφαιρεθεί από την αποζημίωση που θα επιδικάσει το Δικαστήριο δυνάμει του Νόμου. Σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο, αντίθετη απόφαση από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα οδηγούσε σε διπλή πληρωμή του εφεσείοντα, κάτι που δεν είναι ορθό.

 

Ο συνήγορος του εφεσείοντα, υποστήριξε ότι η υπόθεση Κολιού (ανωτέρω), αποφασίστηκε με βάση τα δικά της δεδομένα, ήτοι το ότι εκεί είχε συμφωνηθεί όπως ο εργοδότης πληρώσει συγκεκριμένο ποσόν σε περίπτωση απόλυσης γενικώς ενώ στην παρούσα υπόθεση η συμφωνία για αποζημίωση και/ή φιλοδώρημα αφορά ειδικά και ρητώς την περίπτωση του πλεονασμού.

 

Θεωρούμε ότι οι αρχές που τέθηκαν στην υπόθεση Κολιού (ανωτέρω) εφαρμόζονται και στην παρούσα περίπτωση, εφόσον όπως λέχθηκε σε αυτή, η πληρωμή από το Ταμείο, περιορίζει τον εργοδοτούμενο στην «όποια άλλη διεκδίκηση». Από τη στιγμή που ο εφεσείων αποζημιώθηκε από το Ταμείο λόγω πλεονασμού, η περίπτωσή του εντάσσεται σύμφωνα με την υπόθεση Κολιού (ανωτέρω), εντός του πλαισίου του Άρθρου 17(β) του Νόμου 24/67. Θα ήταν δε άτοπη η οποιαδήποτε ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την πρόθεση των μερών στην επίδικη σύμβαση όπως εισηγείται η πλευρά του εφεσείοντα.

 

Είναι ενόψει των πιο πάνω, ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ποσό με το οποίο αποζημιώθηκε ο εφεσείων από το Ταμείο λόγω πλεονασμού δυνάμει των προνοιών του Νόμου δεν μπορεί να το διεκδικήσει ξανά από την εφεσίβλητη, στην βάση της επίδικης συμφωνίας και/ή πρακτικής της εφεσίβλητης. Κάτι τέτοιο θα προσέκρουε στο Άρθρο 17(β) του Νόμου 24/67 και στις νομολογιακές αρχές της υπόθεσης Κολιού (ανωτέρω), που αποκλείουν τη διπλή αποζημίωση λόγω πλεονασμού από δύο πηγές, στην περίπτωση μας από τον εργοδότη και το Ταμείο.

 

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα €3.200,00 εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης.  

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο