ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 27/2018)

 

Ως ετροποποιήθη δυνάμει Διατάγματος του Δικαστηρίου ημερ. 11.7.2023

 

21 Φεβρουαρίου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

         

1.   ΣΩΤΗΡΗ ΠΕΛΕΓΚΑΡΗ

2.   ΚΑΤΙΑΣ ΚΟΥΡΤΕΛΛΙΔΟΥ

3.   ΕΛΕΝΑΣ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ

4.   ΑΓΑΘΟΚΛΗ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ

Εφεσείοντες

                                                v.

 

THE BRITISH AIRWAYS CYPRUS EMPLOYEES PROVIDENT FUND

Εφεσίβλητου

--------------------

 

Κ. Ιωαννίδης με Σ. Ηλιάδου (κα), για Χατζηαναστασίου, Ιωαννίδη ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες.

Β. Παπαγιάννη (κα), για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης και Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητο.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από την Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

          ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με οκτώ λόγους έφεσης οι Εφεσείοντες (Αιτητές ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών) προσβάλλουν την Πρωτόδικη Απόφαση με την οποία οι Αιτήσεις τους για αποζημίωση από το Ταμείο Προνοίας τους είχαν απορριφθεί.

 

          Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη Απόφαση, και δεν αμφισβητείται, οι Εφεσείοντες ήταν εργοδοτούμενοι της εταιρείας British Airways Plc (η «Εταιρεία») και το Εφεσίβλητο Ταμείο ήταν το Ταμείο Προνοίας του Προσωπικού της Εταιρείας (το «Ταμείο»), το οποίο λειτουργούσε με βάση το καταστατικό που είχε κατατεθεί στην Πρωτόδικη διαδικασία (το «Καταστατικό»). Το Ταμείο διατηρούσε καταθετικούς λογαριασμούς στην Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (η «Λαϊκή») και στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (η «Τράπεζα Κύπρου»). Τον Μάρτιο 2013, μετά από απόφαση του Eurogroup ημερ. 16.3.2013 για διάσωση της Κυπριακής οικονομίας, ψηφίστηκε ο περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμος Ν17(Ι)/2013, στο πλαίσιο του οποίου εξεδόθησαν μεταξύ άλλων οι ΚΔΠ 103/2013 και ΚΔΠ 104/2013, που είχαν ως αποτέλεσμα την απομείωση των καταθέσεων του Ταμείου. Την 31.3.2013 η Εταιρεία τερμάτισε την απασχόληση των Εφεσειόντων επικαλούμενη λόγους πλεονασμού.

 

          Αντικείμενο της Έφεσης είναι η ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στο Καταστατικό του Ταμείου. Θέση των Εφεσειόντων ήταν ότι η Εταιρεία, με βάση συγκεκριμένες πρόνοιες του Καταστατικού, εγγυήθηκε το σύνολο των συνταξιοδοτικών τους παροχών με αποτέλεσμα τα μέτρα εξυγίανσης να μην επηρέασαν τα κατατεθειμένα τους ποσά, εφόσον αυτά θα πρέπει να τα καλύψει η Εταιρεία. Θέση του Ταμείου ήταν ότι η «εγγύηση» από μέρους της Εταιρείας κάλυπτε μόνο το Ελάχιστο Ποσό, ως αυτό προβλέπεται από το Καταστατικό. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο συμφώνησε με την θέση του Ταμείου, κατάληξη η οποία προσβάλλεται με την υπό κρίση Έφεση.

 

          Προτού υπεισέλθουμε σε ένα έκαστο Λόγο Έφεσης, θα προχωρήσουμε σε ερμηνεία των επίμαχων προνοιών του Καταστατικού του Ταμείου. Επισημαίνουμε, εν πρώτοις, ότι σύμφωνα με το Άρθρο 9(1) του περί της Ίδρυσης, Εγγραφής, Λειτουργίας και Εποπτείας των Ταμείων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών Νόμου Ν208(Ι)/2012 (ο «Νόμος») κάθε ταμείο διέπεται από τους κανόνες λειτουργίας του, οι οποίοι ερμηνεύονται στον Νόμο ως «νομοθεσία, σύμβαση, συμφωνία, έγγραφο καταπιστεύματος, καταστατικό ή άλλο έγγραφο, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει των οποίων ιδρύεται και λειτουργεί το Ταμείο».

 

Όπως προκύπτει από τη νομολογία δεν υπάρχουν ειδικοί κανόνες για την ερμηνεία κανονισμών ταμείων συντάξεων, τυγχάνουν δε εφαρμογής οι γενικοί κανόνες ερμηνείας. Είναι, εντούτοις, απαραίτητο όπως οι εν λόγω κανονισμοί ερμηνεύονται με τρόπο πρακτικό και έχοντας κατά νου τον σκοπό για τον οποίο συνομολογήθηκαν. Όπως λέχθηκε στην Αγγλική απόφαση Hoover Limited v Robert Hetherington, The Hoover Trust Fund (1987) Limited (2002) EWCH 1052 (Ch):

 

«The approach to the documents constituting a pension scheme must necessarily be practical and purposive».

 

 Η ερμηνεία εγγράφων είναι θέμα νομικό και, ως τέτοιο, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου. Κατά την άσκηση της αρμοδιότητας του αυτής, το Δικαστήριο έχει ως σκοπό την ανεύρεση της πραγματικής πρόθεσης των μερών, με βασική αρχή ότι η πρόθεση των μερών είναι όπως εκφράστηκε στο έγγραφο. Στο σύγγραμμα Chitty On ContractsGeneral Principles, 25η έκδοση, στις παραγράφους 765 και 766 αναφέρεται ότι, σκοπός της ερμηνείας των όρων μίας γραπτής συμφωνίας, είναι το να διαφανεί από αυτούς η πρόθεση των συμβαλλομένων μερών. Περαιτέρω, τεκμαίρεται ότι οι συμβαλλόμενοι εννοούσαν αυτά τα οποία και αναγράφονται επί της συμφωνίας, και άρα οι λέξεις ερμηνεύονται ως έχουν[1]. Όπως λέχθηκε στην Investors Compensation Scheme Ltd v West Bromwich Building Society (1998) 1 W.L.R. 896, όμως:

 

«Interpretation is the ascertainment of the meaning which the document would convey to a reasonable person having all the background knowledge which would reasonably have been available to the parties in the situation in which they were at the time of the contract».

 

          Ουσιαστικό κριτήριο για την ερμηνεία εγγράφων αποτελεί η συνήθης σημασία των λέξεων και όρων μίας συμφωνίας. Για να διακριβωθεί η σημασία και το πραγματικό νόημα ενός όρου πρέπει το κείμενο να ερμηνεύεται συνολικά και όχι μεμονωμένα ή αποσπασματικά έτσι ώστε να αποφεύγεται ο κίνδυνος δυσαρμονίας στην εξήγηση τους, που στο τέλος δεν θα αντικατοπτρίζει αντικειμενικά την πρόθεση των μερών (βλ. Ανόρθωσις ν. Απόλλων (2002) 1 (A) A.A.Δ. 518).

 

Όπου υπάρχει ασάφεια, υπεισέρχεται η ερμηνευτική αρχή verba chartarum forties accipiuntur contra prοferentem. (βλ. Πανευρωπαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Χριστίνα Γλυκή (1998) 1 Α.Α.Δ. 1639 και Λιπέρη υπό την ιδιότητα του ως Διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα Ελευθέριου Γεώργιου Πουντζιουρή ν Ecclesiastical Insurance Office Plc, Πολ. Εφ. 42/2013 ημερ. 19.7.2019).

 

Μελέτη του επίδικου Καταστατικού οδηγεί στο ότι το Ταμείο διατηρούσε τρεις διαφορετικούς λογαριασμούς, τον Λογαριασμό Α όπου πιστώνονταν οι εισφορές του κάθε εργοδοτούμενου (Όρος 1.1(j)), τον Λογαριασμό Β όπου πιστώνονταν οι εισφορές της Εταιρείας (Όρος 1.1(k)), καθώς και τον «Special Unallocated Account of the Provident Fund»  στον οποίον πιστώνονταν οι απαραίτητες ετήσιες εισφορές από την Εταιρεία όπως αυτές απαιτούντο από καιρού εις καιρόν ώστε να προχρηματοδοτήσουν τέτοιες υποχρεώσεις που τυχόν εγερθούν βάσει του Όρου 13.2 (Όρος 9.3). Το ποσό του Special Unallocated Account θα επενδύετο (Όρος 9.3) ενώ τα ποσά των Λογαριασμών Α και Β θα κατατίθεντο σε ευυπόληπτο τραπεζικό ίδρυμα (Όρος 8.3).

 

Για κατάληξη επί του εύρους της εγγύησης από μέρους της Εταιρείας κρίνουμε χρήσιμη την παράθεση των Όρων 8.3(c), 9.3 και 13.2 του Καταστατικού, επί των οποίων και εδράζονται οι Λόγοι Έφεσης:

 

«Lodgement of Contributions and Deposit with a Bank

8.3.   The total amount of contributions and deposits as above shall, at the end of each calendar month be deposited with / through a reputable organisation carrying on business in Cyprus at such rate of interest as may be agreed between the Committee and the said Bank. Such interest shall, be capitalised annually and added to the respective contributions in the appropriate columns of the individual sub-account of each contributor at the end of the Provident Fund financial year (i.e. 31st December). Provided that nothing in this Rule contained shall be construed as to exclude

 

(a) …………….

(b) …………….

(c) The funds, standing to the credit of the Special Unallocated Account are invested by the Committee, as the Company directs from time to time. Any excess of Realised Gains over Realised Losses, arising from such an investment at each 31st December is distributed to the Contributors (who continue to be with the Company at that date) and to the Special Account. Any such excess will be distributed proportionately amongst the A nad B Accounts and the Special Account based on each of these accounts’ balances at the previous 31st Devember. Any excess of the Realised Losses over Realised Gains is charged to the Special Account. The Realised Gains and Realised Losses are determined from the actual sale transactions carried out by the Investment Company on behalf of the Fund’s Special Account.

(d) …………….».

 

«Special Accounts

9.3    A Special Account shall be kept under the heading “Special Unallocated Account of the Provident Fund”. This Account shall be credited with such additional annual contributions by the Company as may be required from time to time to pre-fund (either in whole or in part) such additional liability as may arise in accordance with the guarantee set out in Rule 13.2. Such additional contributions by the Company will be of an amount as recommended from time to time by the Company’s professional advisers and subject to the approval of the Commissioner of Income Tax in Cyprus.

 

          This Account will continue to be invested through the Investment Company and will be shown in the accounts at book value.

 

          This Account will also be credited with its share of Realised Gains as provided in Rule 8.3 (c), derived from the Fund’s capital and with whatsoever bequests, donations and generally with any other amounts coming into the possession of the Fund otherwise than as provided in Rule 8.1, 8.2 and 8.3.

 

          The Special Account will also be credited with the balances of the B Account of any Contributor who leaves the Company before completing 4 years’ service.

 

          No further contribution will be paid to the Special Account by the Company from 1st April 2000 until such time as further funds are required to cover the guarantee set out in Rule 13.2».

         

          «Full Benefits in Certain Cases

13.1  …………….

13.2  On a Contributor leaving the employment of the Company and ceasing to be a Contributor either:

                   (a)     …………….

(b)     …………….

(c)     …………….

(d)     in termination of employment due to abolition of office,      

 

the Committee shall authorise the Secretary-Treasurer, subject to the provisions of these Rules, to pay to such Contributor an amount equal to 17% of the Contributor’s Final Average Gross Annual Salary for each year of membership of the Provident Fund plus actual and credited years of membership of the Pension Scheme subject to a maximum of 40 years

LESS

an amount as is equal to the total of six per cent (6%) odf the Contributor’s Annual Salary up to the Insurable Earnings Ceiling from time to time together with interest accumulated thereon for each year from 1st October, 1980 to the date of retirement. Such reduction shall be made in accordance with the Act.

 

Provided always that:

 

(i)           if the amount due to the Contributor from the “A” and “B” Accounts is in excess of the amount calculated as above, then, the Contributor will receive the amount from the “A” and “B” Accounts.

(ii)         …………….

 

For the purposes of this Rule, Final Average Gross Annual Salary shall mean the average gross annual basic salary (including the thirteenth month) plus COLA earned during the 36 months immediately preceding the date of retirement».

 

          Όπως φαίνεται, ο ίδιος ο Όρος 13.2 δεν περιέχει οποιαδήποτε αναφορά σε εγγύηση. Ότι με τον συγκεκριμένο Όρο παρέχεται κάποιου είδους εγγύηση προκύπτει από το λεκτικό του Όρου 9.3. Επισημαίνουμε δε ότι αυτό που αναφέρεται ως «Ελάχιστο Ποσό» από τους συνήγορους, αποτελεί το ποσό που υπολογίζεται βάσει της φόρμουλας του Όρου 13.2(d), ήτοι 17% του Τελικού Ετήσιου Μικτού Μισθού του εργοδοτούμενου για κάθε έτος συμμετοχής στο Ταμείο πλέον τα πραγματικά έτη συμμετοχής στο Σχέδιο Συντάξεως μείον 6% του ετήσιου μισθού του εργοδοτούμενου μέχρι και του ποσού που καθορίζεται ως όριο στον Όρο 1.1(m)[2].

 

          Εν πρώτοις θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν συμφωνούμε με την εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για το Ταμείο πως θέση των Εφεσειόντων είναι ότι το αξιούμενο ποσό θα πρέπει να τους το καταβάλει η Εταιρεία. Η θέση των Εφεσειόντων είναι ότι το ποσό τους οφείλεται από το Ταμείο, αλλά το έχει εγγυηθεί η Εταιρεία η οποία θα έπρεπε να είχε καλύψει τις ζημιές που τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου υπέστησαν από την απομείωση των καταθέσεων. Αγορεύοντας δε ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι η πιο πάνω υποχρέωση της Εταιρείας προκύπτει δια Νόμου. Όπως διεφάνη, πρωτόδικα η ευπαίδευτος συνήγορος για το Ταμείο είχε θέσει θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών σε σχέση με αξίωση κατά της Εταιρείας, που οδήγησε στην απόσυρση των αιτήσεων εναντίον της Εταιρείας. Ούτως ή άλλως, θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Αιτητές είναι ότι η εγγύηση δεν ήταν από την Εταιρεία προς τα μέλη του Ταμείου, αλλά προς το ίδιο το Ταμείο. Συνεπώς δεν υφίσταται κώλυμα στην προώθηση της υπό κρίση Έφεσης κατά του Ταμείου.

         

Οι Λόγοι Έφεσης είναι αλληλένδετοι και ως εκ τούτου θα πρέπει να εξεταστούν ταυτόχρονα.

 

          Με τους Λόγους Έφεσης 1 και 2 οι Εφεσείοντες αποδίδουν στο Πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα στην κατάληξη ότι, συνάμα με το δικαίωμα επένδυσης των κεφαλαίων του Ταμείου τίθενται σε κίνδυνο και τα σε πίστη των μελών κατατεθειμένα ποσά, αλλά και ότι λανθασμένα κατέληξε ότι ήταν αδύνατη η καταβολή πληρωμής σε μέλος χωρίς να ληφθεί υπόψη η απομείωση της πραγματικής αξίας του ενεργητικού του Ταμείου. Όπως τίθεται στην αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εφεσείοντες:

 

«…στην ουσία ότι με σωστή ερμηνεία των Κανονισμών του Ταμείου και ιδιαίτερα τους Κανονισμούς 8.3(c), 9.3 και 13.2, οποιαδήποτε ζημιά στα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου (περιλαμβανομένης ακόμα και της απομείωσης καταθέσεων) δεν χρεώνεται στα μέλη του Ταμείου αλλά σε Ειδικό Λογαριασμό ο οποίος τυγχάνει της πλήρους κάλυψης και εγγύησης της Εταιρείας».

 

          Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή. Μελέτη του Όρου 8.3(c) οδηγεί στο ότι αφορά ξεκάθαρα στα ποσά που βρίσκονται κατατεθειμένα στον Ειδικό Λογαριασμό. Τα ποσά αυτά αποτελούν καταθέσεις που, βάσει του Όρου 9.3, γίνονται μόνο από την Εταιρεία και όχι από τους εργοδοτούμενους και είναι τα μόνα ποσά που μπορούν να επενδυθούν. Όπως καθορίζεται, ενδεχόμενα κέρδη από τις επενδύσεις θα διανεμηθούν αναλογικά μεταξύ των Λογαριασμών Α, Β και του Ειδικού Λογαριασμού. Σε περίπτωση, όμως, που οι εν λόγω επενδύσεις οδηγήσουν σε ζημιά, τέτοια ζημιά θα χρεωθεί μόνο στον Ειδικό Λογαριασμό και δεν θα επιβαρυνθούν οι Λογαριασμοί Α και Β.  Η Εταιρεία είναι υπόχρεη, βάσει του Όρου 9.3, να καταθέτει τέτοιες εισφορές ετησίως στον Ειδικό Λογαριασμό, ώστε να υπάρχουν αρκετά χρήματα για να καλύψει οποιαδήποτε ευθύνη της ήθελε εγερθεί βάσει του Όρου 13.2.

 

Έπεται πως πράγματι ο Ειδικός Λογαριασμός τυγχάνει της πλήρους κάλυψης της Εταιρείας. Αυτό, όμως, δεν οδηγεί χωρίς άλλο στο ότι η όποια ζημιά στους Λογαριασμούς Α και Β θα πρέπει να χρεωθεί επίσης στον Ειδικό Λογαριασμό. Ούτε και μπορεί να εξεταστεί απομονωμένα η φράση «Οιαδήποτε διαφορά μεταξύ Πραγματοποιηθέντων Ζημιών επί Πραγματοποιηθέντων Κερδών θα χρεώνεται στον Ειδικό Λογαριασμό» για να οδηγήσει στο συμπέρασμα που εισηγούνται οι Εφεσείοντες, ότι οποιεσδήποτε ζημιές προέκυπταν καλύπτονταν από την Εταιρεία, αφού η πιο πάνω φράση αφορά στις ζημιές από επενδύσεις των ποσών του Ειδικού Λογαριασμού.

 

          Ταυτόχρονα δεν συμφωνούμε με το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι «με το δικαίωμα επένδυσης των κεφαλαίων του Ταμείου, τίθενται σε κίνδυνο και τα σε πίστη των μελών κατατεθειμένα ποσά, καθώς τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου δύνανται ανάλογα με τις επενδυτικές αποδόσεις ή απώλειες να επαυξηθούν ή απομειωθούν». Υπενθυμίζουμε ότι μόνο ποσά κατατεθειμένα στον Ειδικό Λογαριασμό μπορούσαν να επενδυθούν.  Εάν από τις επενδύσεις προέκυπταν κέρδη, από αυτά θα επωφελούνταν και οι Λογαριασμοί Α και Β. Εάν, όμως, υπήρχαν ζημιές αυτές δεν θα επηρέαζαν το σε πίστη των μελών κατατεθειμένο στους Λογαριασμούς Α και Β ποσό.

 

          Με τον Λόγο Έφεσης 3 προσβάλλεται η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την έκταση της παρεχόμενης από την Εταιρεία, εγγύησης. Η εξέταση του Λόγου αυτού αναπόφευκτα θα οδηγήσει και σε εξέταση των λοιπών Λόγων Έφεσης. Εδώ παρεμβάλλεται και η εισήγηση των Εφεσειόντων περί εγγύησης που προκύπτει δια Νόμου, και ειδικότερα με το Άρθρο 20(2) του Νόμου, το λεκτικό του οποίου και παραθέτουμε:

 

«Λοιποί κανόνες λειτουργίας του Ταμείου

20(1) …………………

(2)     Εάν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση εγγυάται την πληρωμή συνταξιοδοτικών παροχών, δεσμεύεται να καταβάλλει τακτική χρηματοδότηση.

(3)     …………………

(4)     …………………

(5)     …………………».

 

          Ο μοναδικός Μάρτυρας που είχε κληθεί από το Ταμείο στην Πρωτόδικη διαδικασία, δήλωσε ότι το Ελάχιστο Ποσό που το Ταμείο θεωρούσε ότι αποτελούσε το εγγυημένο ποσό, ήταν πέραν του ποσού που αντιστοιχούσε στους Εφεσείοντες από τους Λογαριασμούς Α και Β και το επιπρόσθετο ποσό κλήθηκε και το κατέβαλε η Εταιρεία. Πέραν της αναφοράς σε εγγύηση που υπάρχει στον Όρο 9.3, η μαρτυρία αυτή ενισχύει την κατάληξη ότι στην υπό κρίση περίπτωση η Εταιρεία εγγυάτο την πληρωμή συνταξιοδοτικών παροχών, εντάσσοντας το συγκεκριμένο Ταμείο στην πιο πάνω Νομοθετική πρόνοια. Παραμένει βέβαια το ερώτημα του βαθμού της εγγύησης. Επισημαίνεται επιπλέον η θέση του Μάρτυρα ότι η ίδια η Εταιρεία έδωσε οδηγίες στο Ταμείο να κατανέμει τις απώλειες από το κούρεμα στους λογαριασμούς των μελών.

 

          Απαραίτητη στο σημείο αυτό είναι η κατάληξη επί του κατά πόσο οι Λογαριασμοί Α και Β αποτελούσαν λογιστικές εγγραφές (οι οποίες παρεμπιπτόντως κατατέθηκαν σε τραπεζικό λογαριασμό) ή καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Το ζήτημα δεν φαίνεται να έτυχε εξέτασης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το ότι διαφοροποιεί ολόκληρο το νομικό υπόβαθρο της διαφοράς.

 

Με την εγγραφή του στο μητρώο, το Ταμείο απέκτησε νομική προσωπικότητα, ξεχωριστή από αυτήν της χρηματοδοτούσας Εταιρείας (βλ. Άρθρα 8 και 9 του Νόμου). Στον Όρο 9.1 γίνεται ρητή αναφορά στα λογιστικά βιβλία του Ταμείου («The books of account of the Fund»), εξηγώντας ότι οι Λογαριασμοί Α και Β θα καταγράφονται στα βιβλία αυτά. Ο Όρος δεν προνοεί για τραπεζικές καταθέσεις, αλλά για λογαριασμούς που θα δείχνουν τις εισφορές που έγιναν είτε από τον εργοδοτούμενο είτε από την Εταιρεία («showing the contributions made»). Συνεπώς, το ποσό που φαινόταν στα λογιστικά βιβλία του Ταμείου ως Λογαριασμοί Α και Β, αφορούσε στις εισφορές που έγιναν και σε τίποτε περισσότερο. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται και από το ότι η μοναδική αναφορά σε Λογαριασμούς Α και Β στο Καταστατικό βρίσκεται στο σημείο που αφορά στα λογιστικά βιβλία και πουθενά αλλού. Δεν έγιναν καταθέσεις στις τράπεζες ξεχωρίζοντας τα ποσά των Λογαριασμών Α και Β για έκαστο μέλος.

 

Όπως αναγράφεται στον Όρο 9:

 

«Keeping of Accounts

9.1.   The books of account of the Fund shall be kept at the Cyprus Office of the Company by the Secretary-Treasurer of the Fund.

9.2.   Two (2) accounts shall be kept for each Contributor to the Fund.

(a)     Account “A” showing the contributions made by each Contributor to the Fund.

(b)     Account “B” showing the contributions made by the Company for each Contributor to the Fund».

 

          Το γεγονός ότι τα ποσά που προέκυπταν από τις εισφορές αυτές θα τα κατέθετε το Ταμείο σε ευυπόληπτο τραπεζικό ίδρυμα σύμφωνα με τον Όρο 8.3, ουδόλως διαφοροποιεί τα λογιστικά βιβλία ή τις καταγραφές σε αυτά. Είναι ορθή η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εφεσείοντες ότι αυτό που απωλέσθηκε λόγω της απομείωσης του Μαρτίου 2013 ήταν μέρος των περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου και όχι οι λογιστικές εγγραφές στα βιβλία του. Τα σε πίστη των μελών του Ταμείου ποσά παρέμειναν αναλλοίωτα, με τον ίδιο τρόπο που θα παρέμεινε αναλλοίωτη η υποχρέωση μιας εταιρείας που απώλεσε τις καταθέσεις της να πληρώσει τους πιστωτές της.

 

          Είναι εσφαλμένη, συνεπώς, η κατάληξη ότι κατά τον χρόνο της αποχώρησης των Εφεσειόντων από την εργασία τους το Ελάχιστο Ποσό ήταν ψηλότερο από το ποσό των Λογαριασμών Α και Β. Το ποσό που ήταν καταχωρημένο λογιστικά στους Λογαριασμούς Α και Β δεν είχε απομειωθεί ως αποτέλεσμα των ΚΔΠ 103/2013 και 104/2013. Αυτό που απομειώθηκε ήταν το ποσό που το Ταμείο είχε καταθέσει στην Λαϊκή και στην Τράπεζα Κύπρου. Οι λογιστικές καταγραφές των Λογαριασμών Α και Β διαφοροποιήθηκαν μόνο μετά από οδηγίες που έδωσε η ίδια η Εταιρεία όπως η ζημιά από την απομείωση των τραπεζικών της καταθέσεων κατανεμηθεί στους λογαριασμούς αυτούς αναλογικά. Επρόκειτο, δηλαδή, για λογιστική πράξη η οποία έγινε μετά από απόφαση του Ταμείου. Η δυνατότητα, όμως, του Ταμείου να προβεί από μόνο του σε τέτοια απομείωση των λογιστικών καταχωρίσεων δεν προκύπτει από κάποια πρόνοια του Καταστατικού, ούτε και υπήρξε μαρτυρία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να προηγήθηκε κάποια απόφαση σε Έκτακτη Γενική Συνέλευση των μελών του Ταμείου βάσει του Όρου 6.

 

Εφόσον, συνεπώς, δεν επιτρέπετο η λογιστική απομείωση των Λογαριασμών Α και Β των Εφεσειόντων, κατά τον επίμαχο χρόνο της αποχώρησης τους, το ποσό των Λογαριασμών αυτών υπερέβαινε το ποσό που εξάγετο από την φόρμουλα του Όρου 13.2, με αποτέλεσμα να τίθεται σε εφαρμογή η προϋπόθεση του Όρου 13.2(d)(i) και οι Εφεσείοντες να δικαιούνται να λάβουν το ψηλότερο αυτό ποσό.

 

          Εδώ υπεισέρχεται και η δια Νόμου υποχρέωση της Εταιρείας βάσει του Άρθρου 20(2) του Νόμου, αλλά και του Ταμείου βάσει των Άρθρων 33 και 34 που προβλέπουν για την ανάγκη Ταμείο να διαθέτει ανά πάσα στιγμή κατάλληλα και επαρκή περιουσιακά στοιχεία για κάλυψη των αποθεματικών που απαιτούνται για το σύνολο των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων του. Όπως αναφέρεται στο Άρθρο 33(4)(α), το ποσό των αποθεματικών πρέπει, μεταξύ άλλων, «να αντικατοπτρίζει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα δεδουλευμένα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των μελών».

 

          Δεδομένης δε της κατάληξης ότι επρόκειτο για λογιστικές εγγραφές, το λεκτικό των Όρων 9.3 και 13.2 θα πρέπει να ερμηνευτεί ανάλογα ώστε να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι η Εταιρεία οφείλει να καταβάλλει τέτοια ποσά που να προχρηματοδοτούν τέτοιες ανάγκες που δυνατόν να προκύψουν κατόπιν εφαρμογής του συνόλου των προνοιών του Όρου 13.2. Συνεπώς, η εγγύηση της Εταιρείας πρέπει να ερμηνευτεί ότι εκτείνεται στο ψηλότερο από τα δύο ποσά του Όρου 13.2 ανάλογα με την περίπτωση.

 

          Ούτε και συμφωνούμε με την θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για το Ταμείο ότι η καταβολή στους Εφεσείοντες του ποσού που βρίσκετο καταχωρημένο στους Λογαριασμούς Α και Β θα έχει ως αποτέλεσμα την ουσιαστική δυσμένεια των υπόλοιπων μελών του Ταμείου αφού αναγκαστικά θα μειωθούν περαιτέρω τα ποσά που τους αναλογούν. Πέραν της πιο πάνω κατάληξης μας ως προς το εύρος της εγγύησης η οποία και διασφαλίζει την ίση μεταχείριση όλων των μελών του Ταμείου, επαναλαμβάνουμε ότι βάσει των Νομοθετικών προνοιών το Ταμείο οφείλει να διατηρεί αποθεματικά που να αντικατοπτρίζουν τις υποχρεώσεις αυτές. Σε περίπτωση που η υποχρέωση για διατήρηση των αναγκαίων αποθεματικών δεν ικανοποιείται, ο Νόμος παρέχει τον μηχανισμό για ανάκαμψη αλλά και τις εξουσίες του Εφόρου για διασφάλιση του ότι Ταμείο τηρεί τις υποχρεώσεις του.

 

          Η Έφεση επιτυγχάνει. Η Πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση ως εξής:

 

          Υπέρ του Αιτητή αρ. 1 και εναντίον του Ταμείου για ποσό €104.779.

 

          Υπέρ της Αιτήτριας αρ. 2 και εναντίον του Ταμείου για ποσό €71.746.

 

          Υπέρ της Αιτήτριας αρ. 3 και εναντίον του Ταμείου για ποσό €77.332.

 

          Υπέρ του Αιτητή αρ. 4 και εναντίον του Ταμείου για ποσό €89.729.

 

          Όλα τα ποσά θα φέρουν νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης των Αιτήσεων ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

          Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον του Εφεσίβλητου Ταμείου €5.400 πλέον Φ.Π.Α.

 

 

 

 

                                                                   Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

                                                                   Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

                                                                   Ι. Στυλιανίδου, Δ.



[1] “The cardinal presumption is that the parties have intended what they have in fact said, so that their words must be construed as they stand. That is to say, the meaning of the document or of a particular part of it is to be sought in the document itself: “One must consider the meaning of the words used, not what one may guess to be the intention of the parties”.

[2] «“Insurable Earnings Ceiling” means as at 1st January 2012, €53304 per annum (€4442 per calendar month) or such other amount as is declared from time to time in accordance with the Act».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο