ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 3/22)

 

29 Φεβρουαρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Δ.Β.Γ.Κ.

Εφεσείοντας

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

-----------------------------------------------

 

Κ. Σοφοκλέους (κα) με Ι. Ιωάννου (κα), για Εφεσείοντα

Α. Ματθαίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’ με Ε. Βακή (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί απο τον ΠΙΚΗ Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων καταδικάστηκε από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας για σωρεία αδικημάτων τα οποία αφορούν (α) σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου (κατηγορίες 1, 3, 5, 6, 8, 11, 14) κατά παράβαση του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Ν.3(Ι)/2000, (β) σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιού (κατηγορίες 17, 20, 23) κατά παράβαση του περί της Καταπολέμησης της Εμπορίας και της Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Ν.87(Ι)/2007, (γ) άσεμνης επίθεσης εναντίον άντρα (κατηγορίες 2, 4, 6, 9, 12, 15, 18, 21, 24) κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων Ν.119(Ι)/2000, (δ) συνουσία με νεαρό άντρα κάτω των 13 χρόνων (κατηγορίες 7, 10, 13, 16, 19, 22, 25) κατά παράβαση των Άρθρων 174(1) και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (ε) άσεμνης επίθεσης εναντίον άντρα (κατηγορίες 26, 27) κατά παράβαση των Άρθρων 152 και 29 του Ποινικού Κώδικα.

 

        Τα αδικήματα που αφορούν οι κατηγορίες 1 - 24 διαπράχθηκαν τα έτη 2006-2009, κατά του A.J.K. (Μ.Κ.2) ο οποίος τότε βρισκόταν σε ηλικία 6 - 9 ετών, τον οποίο ο Εφεσείων υποχρέωνε να του κάνει στοματικό έρωτα και ήρθε κατ’ επανάληψη σε δια βίας συνουσία μαζί του. Τα υπόλοιπα αδικήματα (κατηγορίες 25 - 27) διαπράχτηκαν μεταξύ των ετών 1995-1997 κατά του Φ.Χ. (Μ.Κ.1) ο οποίος τότε βρισκόταν σε ηλικία 9 - 11 ετών, τον οποίο ο Εφεσείων υποχρέωσε να του κάνει στοματικό έρωτα και ήλθε σε συνουσία μαζί του. Ο Φ.Χ. είναι γιος της Μ.Κ.5, ετεροθαλούς αδελφής του Εφεσείοντος, ενώ ο A.J.K. είναι αδελφότεκνος (γιός της Μ.Κ.11) και βαφτιστικός του Εφεσείοντος. Κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων κατά του A.J.K., o Εφεσείων ήταν 26 - 29 ετών, ενώ κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων κατά του Φ.Χ., ήταν σε ηλικία 13,5 - 15,5 ετών.

 

        Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον Εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης (α) 20 ετών στις κατηγορίες 7, 10, 13, 16, 19 και 22 που αφορούν συνουσία με νεαρό άντρα κάτω των 13 ετών (Α.J.K.), (β) 10 ετών στις κατηγορίες 1, 3 και 5 που αφορούν σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου (A.J.K.), και (γ) 4 ετών στην κατηγορία 25 της συνουσίας με νεαρό άντρα κάτω των 13 ετών (Φ.Χ.). Για τις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επέβαλε καμία ποινή καθότι προκύπτουν από τα ίδια γεγονότα.

 

        Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της καταδικαστικής απόφασης  και επιβληθείσας ποινής. Στην έφεση εναντίον καταδικής, τα σφάλματα τα οποία ο Εφεσίων αποδίδει στο πρωτόδικο Δικαστήριο με τους λόγους έφεσης, είναι εν συντομία τα ακόλουθα: (α) μη πρόσδοση της απαιτούμενης βαρύτητας στην καθυστέρηση υποβολής της καταγγελίας και δικαιολογίας που δόθηκε για την καθυστέρηση από τα παραπονούμενα πρόσωπα, η οποία δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη στην αξιλόγηση της μαρτυρίας (1ος και 2ος λόγος), (β) παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης και κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ένεκα της μεγάλης καθυστέρησης στην υποβολή της καταγγελίας (3ος λόγος), (γ) εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας (4ος - 8ος λόγος), (δ) εσφαλμένη αξιολόγηση της αιτιολογίας των παραπονούμενων για την καθυστέρηση (9ος λόγος), (ε) εσφαλμένη καταδίκη στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρία (10ος λόγος), (ζ) εσφαλμένη καταδίκη στις κατηγορίες 25 - 27 καθότι ο Εφεσείων δεν βρισκόταν σε ηλικία καταλογισμού ποινικής ευθύνης (11ος λόγος), (η) υποβόσκουσα αμφιβολία για την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης (12ος λόγος), (θ) παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης λόγω της αυτοπρόσωπης υπεράσπισης του Εφεσείοντος (13ος λόγος), (ι) παραβίαση του δικαιώματος δίκης εντός ευλόγου χρόνου (14ος λόγος), (ια) αναιτιολόγητη απόφαση (18ος λόγος).    

 

        Οι λόγοι έφεσης 15 - 17 στρέφονται κατά της ποινής η οποία προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική, κυρίως λόγω του πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος το οποίο διέρρευσε από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής.

 

        Έχουμε μελετήσει με προσοχή τους λόγους έφεσης και λεπτομερή διαγράμματα αγόρευσης τα οποία υποβλήθηκαν και από τις δυο πλευρές και τα όσα λέχθηκαν από τους συνηγόρους κατά τις ενώπιον μας προφορικές αγορεύσεις. Οι προαναφερθέντες λόγοι έφεσης θα συνεξεταστούν κατά ενότητες αναλόγως της συνάφειας των θεμάτων που εγείρονται.   

 

        Προτού προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε εν συντομία τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου.

 

        Ο Φ.Χ. (Μ.Κ.1) γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1986. Τα αδικήματα τα οποία σχετίζονται με τον ίδιο επισυνέβηκαν κατά τα έτη 1995-1997, σε διάφορες ημερομηνίες, κατά τη διάρκεια δυο καλοκαιριών στο εξοχικό της οικογένειας στο Μ... . Ο Μ.Κ.1 είχε ιδιαίτερη σχέση με τον Εφεσείοντα, ο οποίος είναι κατά 4 - 5 χρόνια μεγαλύτερος του. Τον θεωρούσε ως μεγάλο αδελφό και τον είχε ως ίνδαλμα του. Σε ηλικία 23 ετών εκμυστηρεύτηκε για πρώτη φορά στους γονείς του τα όσα είχαν συμβεί με τον Εφεσείοντα, ζητώντας τους όμως να μην ξαναμιλήσουν για αυτό το θέμα. Το Καλοκαίρι του 2018 πληροφορήθηκε ότι ο Εφεσείων κακοποιούσε σεξουαλικά και τον ξάδελφο του τον A.J.K. (M.K.2). Συναντήθηκαν και συζήτησαν για τις πράξεις του Εφεσείοντος χωρίς αναφορά σε λεπτομέρειες. Ξανασυναντήθηκαν την περίοδο των Χριστουγέννων του 2018, οπότε ο Μ.Κ.1 συνόδευσε τον A.J.K. στον ψυχολόγο Π.Κ. (Μ.Κ.3). Ακολούθως προέβησαν σε καταγγελία στην Αστυνομία τον Ιανουάριο του 2019.

 

        Ο A.J.K. (M.K.2) γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 2000. Οι γονείς του χώρισαν το 2003. Με βάση τη διευθέτηση την οποία είχαν κάνει, κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο που θα έμενε με τη μητέρα του, διανυκτέρευε στο σπίτι της γιαγιάς του, όπου διέμενε και ο Εφεσείων. Ο Μ.Κ.2 διατηρούσε καλή σχέση με τον Εφεσείοντα. Ήταν ο αγαπημένος του θείος και το ίνδαλμα του. Οι σεξουαλικές κακοποιήσεις και βιασμοί οι οποίοι περιγράφονται με ανατριχιαστική λεπτομέρεια στην πρωτόδικη απόφαση, άρχισαν από τον Σεπτέμβριο του 2006, όταν ο Μ.Κ.2 ήταν ηλικίας 6 ετών και ο Εφεσείων 26. Συνεχίστηκαν μέχρι την ηλικία των 9 ετών και λάμβαναν πάντοτε χώρα στο δωμάτιο του Εφεσείοντος ενώ όλοι κοιμόντουσαν. Όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση μετά τον πρώτο βιασμό ο Εφεσείων είπε στον Μ.Κ.2 ότι «λυπόταν που τον πλήγωσε, πως ήταν ο αγαπημένος του ανιψιός και από εκείνη τη στιγμή θα είχαν δυνατό δεσμό μεταξύ τους». Τον προειδοποίησε «να μην αναφέρει τίποτε για το περιστατικό και πως, αν έλεγε κάτι, θα είχε πρόβλημα αφού είτε θα τον τιμωρούσαν είτε δεν θα τον πίστευαν και πάλι θα τον τιμωρούσαν για τα ψέματα που είπε».

 

        Από εκείνη την ημέρα μέχρι το 2009, ο Εφεσείων τον βίασε πολλές φορές χωρίς να είναι σε θέση να τις προσδιορίσει αριθμητικά. Κάποιες από τις φορές που τον βίαζε, «τον ανάγκαζε να του κάνει και στοματικό έρωτα, ενώ κάποιες φορές εκσπερμάτωνε στο πρωκτό του αλλά τις περισσότερες φορές στο πρόσωπο και στο στόμα του» (σελ. 10 απόφασης). Στους πρώτους βιασμούς του έδενε τα χέρια πισθάγκωνα ενώ του κρατούσε το στόμα κλειστό και τοποθετούσε μαξιλάρι στο πρόσωπο του για να μην ακούγονται οι φωνές του. Για τις σεξουαλικές κακοποιήσεις και βιασμούς του από τον Εφεσείοντα, δεν ανέφερε τίποτα σε κανένα γιατί πίστευε ότι θα έβρισκε τον μπελά του. Η σεξουαλική κακοποίηση σταμάτησε το 2009, όταν η αλλοδαπή σύζυγος του Εφεσείοντος άρχισε να μένει μαζί του πιο συχνά στο σπίτι. Περαιτέρω λόγω διαφωνίας της μητέρας του με τον Εφεσείοντα για κληρονομικά θέματα, δεν ήθελε πλέον ο γιος της να έχει οποιαδήποτε επαφή μαζί του.

 

        Ένεκα της σεξουαλικής κακοποίησης την οποία υπέστη ο A.J.K. πάσχει από χρόνια κατάθλιψη από την ηλικία των 12 ετών, ενώ στην ηλικία των 14 ετών έκανε τρείς απόπειρες αυτοκτονίας. Διακατέχεται από βασανιστικά συναισθήματα ντροπής και ενοχής. Το 2015 αποκάλυψε στον στενό φίλο του τον Ε.Β. (ΜΚ.4), ότι ο Εφεσείων τον κακοποιούσε σεξουαλικά και τον βίαζε όταν ήταν παιδί, αλλά του ζήτησε να μην το πει σε κανένα διότι τον φοβόταν. Από τον Μάρτιο του 2018 επισκέφτηκε την ψυχολόγο Ζ.Α., στην οποία ανέφερε το γεγονός της σεξουαλικής του κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία, χωρίς να της αποκαλύψει το όνομα του δράστη. Το 2018 απεκάλυψε στη μητέρα και αδελφό του ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον Εφεσείοντα. Αργότερα ενημερώθηκε ότι και ο ξάδελφος του ο Φ.Χ. (Μ.Κ.1), κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον Εφεσείοντα. Με παρότρυνση της θείας του επισκέφθηκε τον ψυχαναλυτή Π.Κ. (Μ.Κ.3), στον οποίο ανέφερε όλα όσα του είχαν συμβεί σε διάφορες συνεδρίες. Αφού συζήτησε το θέμα και με τον Φ.Χ. προχώρησε σε καταγγελία στην Αστυνομία τον Ιανουάριο του 2019.

 

(Ι) Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

        Με τους λόγους έφεσης 1, 2, 4, 5, 6, 7, 8, 9 προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας. Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 9 επικεντρώνονται στην καθυστερημένη υποβολή καταγγελίας. Οι υπόλοιποι αφορούν κυρίως αντιφάσεις, ανακολουθίες και αλλοτρια κίνητρα στη μαρτυρία των παραπονούμενων (λόγοι 4 και 5), των υπολοίπων μαρτύρων κατηγορίας (Μ.Κ.3 - Μ.Κ.19) (λόγος 6), ενω με τους λόγους έφεσης 7 και 8 προσβάλλεται το εύρημα αναξιοπιστίας του Εφεσείοντος και της συζύγου του. Οι κατ’ ισχυρισμόν επιπτώσεις της καθυστέρησης στο δικαίωμα δίκαιης δίκης και κατάχρησης διαδικασίας που αναφέρονται στους λόγους έφεσης 1 και 2, εξετάζονται στο πλαίσιο του 3ου λόγου έφεσης.

 

Επί της καθυστερημένης υποβολής καταγγελίας, είναι η θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων του Εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο όφειλε να αναζητήσει αιτιολογία για την καθυστέρηση και να εξετάσει κατά πόσο τα όσα σχετικώς οι παραπονούμενοι ανέφεραν στη μαρτυρία τους, αποτελούν επαρκή αιτιολογία η οποία αφήνει αλώβητη την αξιοπιστία τους. Έμφαση δίνεται στη μη υποβολή άμεσου παραπόνου, η οποία υποδηλώνει κατ’ ισχυρισμό τη μη αυθεντικότητα της καταγγελίας.

 

        Είναι η θέση τους ότι δεν αξιολογήθηκαν δεόντως (α) η καθυστέρηση στην υποβολή της καταγγελίας, (β) η καθυστέρηση υποβολής παραπόνου από το 2010 στην περίπτωση του Μ.Κ.1, και από το 2015 στην περίπτωση του Μ.Κ.2 (ήταν η πρώτη φορά που εξέφρασαν παράπονο σε τρίτα πρόσωπα), (γ) η καθυστέρηση στην υποβολή παραπόνου μετά την ενηλικίωση των παραπονούμενων, (δ) η συνεννόηση των παραπονούμενων προτού προβούν σε καταγγελία, (ε) οι περιουσιακές διαφορές για κληρονομικά θέματα, (στ) η επιστημονική μαρτυρία καθότι οι εμπειρογνώμονες (Μ.Κ.3 και Μ.Κ.10) δεν διασύνδεσαν την καθυστέρηση με την σεξουαλική κακοποίηση των παραπονούμενων. Αναφορά γίνεται και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας και μη επαρκούς αυτοπροειδοποίησης του Κακουργιοδικείου τα οποία εξετάζονται στο πλαίσιο του 10ου λόγου έφεσης. Σημειώνουμε ότι τα στοιχεία (δ) και (ε) συναρτώνται με την ευρύτερη αξιολόγηση της μαρτυρίας των παραπονούμενων και επαναλαμβάνονται στους λόγους έφεσης 5 και 6.   

 

        Οι αρχές βάσει των οποίων προσεγγίζεται η αξιολόγηση της καθυστερημένης υποβολής καταγγελίας σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων κατά ανηλίκων εξετάστηκαν σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

        Στην υπόθεση Ε.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 231/18, ημερ. 19.1.2019, ECLI:CY:AD:2019:B473, μετά από ευρεία ανασκόπηση της νομολογίας επισημαίνεται ότι σε σεξουαλικής φύσης υποθέσεις οι οποίες αφορούν ανήλικα πρόσωπα, δεν είναι πλέον αναμενόμενο ότι το θύμα θα προβεί σε παράπονο με την πρώτη ευκαιρία ως ήταν παλαιότερα η θέση του κοινού δικαίου, η οποία πλέον θεωρείται απαρχαιωμένη αντίληψη (βλ. Αντωνίου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766, Σιακαλλής v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146, Κλείτου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 113, Λ.Κ. v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 547 και Σ.Π. v. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 468). Ως παράδειγμα εφαρμογής της απαρχαιωμένης αντίληψης του κοινού δικαίου αναφέρεται η απόφαση Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 1.

 

        Μάλιστα, οποτεδήποτε τίθεται θέμα κατασκευασμένου παραπόνου το Δικαστήριο μπορεί «μέσα από τη δική του δικαστική εμπειρία και ως ζήτημα κοινής λογικής, να προβεί σε σχετικό σχόλιο για τους ενδεχόμενους λόγους ενός καθυστερημένου παραπόνου, από νεαρά πρόσωπα, χωρίς την ανάγκη μαρτυρίας ειδικών, νοουμένου ότι το σχόλιο είναι εξισορροπημένο και δίκαιο», χωρίς να αναμένεται η ύπαρξη γενικευμένων και στερεότυπων προτύπων συμπεριφοράς. Όπως υποδεικνύεται στην E.A., η νομολογία μας επί τούτου ακολουθεί την προσέγγιση των Αγγλικών Δικαστηρίων (βλ. R v. MM [2007] EWCA Crim 1558, R v. Doody [2008] EWCA Crim 2557, R v. Miller [2010] Crim 1578, R v. ER [2010] EWCA Crim 2522).

 

        Στην καθοδήγηση του Δικαστηρίου θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι θέσεις της υπεράσπισης περί κατασκευασμένου παραπόνου ένεκα της καθυστέρησης. Στην Ε.Α., εφιστάται η προσοχή των Δικαστηρίων ότι η ανατροπή των στερεότυπων βάσει των οποίων το θύμα αναμένεται στην πρώτη ευκαιρία να υποβάλει παράπονο, «δεν διαγράφει την εξίσου δεδομένη πάντοτε πιθανότητα η καθυστερημένη υποβολή παραπόνου να συσχετίζεται με την μη αυθεντικότητα του. Αυτό πρέπει να είναι στο νου του δικαστή και μάλιστα η εγρήγορση του πρέπει να είναι τόσο πιο αυξημένη, όσο πιο μεγάλη είναι η καθυστέρηση». Οι συνήγοροι του Εφεσείοντος δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην εν λόγω επισήμανση, αποδίδοντας την πολύχρονη καθυστέρηση στη μη αυθεντικότητα του παραπόνου.

 

        Η απόφαση στην Ε.Α., ακολουθείται, μεταξύ άλλων, από το Ανώτατο Δικαστήριο στη Γ.Π.Β. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 5/20, ημερ. 30.7.2021, και στη σχετικά πρόσφατη απόφαση μας στη Δ.Σ.Δ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 271/22, ημερ. 20.12.2023.

 

        Η αξιολόγηση της καθυστέρηση στην υποβολή της καταγγελίας αποτελεί πτυχή της ευρύτερης αξιολόγησης της μαρτυρίας των παραπονούμενων, η οποία παρατίθεται στο κάτωθι απόσπασμα απο τις σελ. 37 - 41 της απόφασης, το οποίο θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε στην ολότητα, καθότι αποτελεί τον κεντρικό άξονα της καταδικαστικής απόφασης. Τούτο γίνεται και για σκοπούς εξέτασης των υπολοίπων λόγων έφεσης οι οποίοι άπτονται της αξιολόγησης της μαρτυρίας των παραπονούμενων (λόγοι έφεσης 4, 5).

 

«Αμφότεροι οι ΜΚ/παραπονούμενοι έδωσαν στο Δικαστήριο έντονα την εντύπωση συγκροτημένων προσώπων.  Ο κάθε ένας, με πλήρη συνοχή στα λεγόμενά του, υποστήριξε τις θέσεις και ισχυρισμούς του, περιοριζόμενος στα όσα ο ίδιος γνώριζε, ως γεγονότα, μη διστάζοντας να εξηγήσει ότι λέει όσα μπορεί να θυμηθεί.

 

Είναι με άνεση και ειλικρίνεια που τόσο ο Μ.Κ.1 όσο και ο Μ.Κ.2 περιέγραψαν τα όσα βίωσαν.  Από την πλευρά του, ο Μ.Κ.1 δεν είχε πρόβλημα να πει ότι δεν καταλάβαινε περί σεξουαλικών πράξεων και νόμιζε ότι ήταν όλα ένα παιχνίδι το οποίο έπαιζαν με τον μεγάλο του αδελφό. Με σαφή τρόπο δε, εξήγησε πότε και πως άρχισε να αντιλαμβάνεται το μεμπτό των πράξεων που είχε υποστεί και πως το απέκρυψε συνεχίζοντας να κάνει παρέα με τον κατηγορούμενο, ως μηχανισμό για να το αντιμετωπίσει.

 

Ο δε Μ.Κ.2 με αφοπλιστική λεπτομέρεια και χωρίς σημάδια υπερβολής, παρέθεσε τους ισχυρισμούς του εξηγώντας ότι εκ των υστέρων και μεγαλώνοντας, κάποιες ενέργειες  έγιναν αντιληπτές ως τι πραγματικά ήταν.

 

Αμφότεροι δεν είχαν πρόβλημα να πουν ότι είχαν τον κατηγορούμενο ως το ίνδαλμα τους και ότι εμπιστεύονταν αυτόν συμμετέχοντας στα όσα τους υπέβαλλε, ενώ απέρριψαν την ύπαρξη κινήτρου από μέρους τους ώστε να κατηγορήσουν ψευδώς τον κατηγορούμενο προς εξυπηρέτηση περιουσιακών συμφερόντων.  Αφοπλιστικές ήταν οι εξηγήσεις που αμφότεροι έδωσαν επί του προκειμένου, μη κρύβοντας τα αισθήματα τους για τον τρόπο συμπεριφοράς του κατηγορούμενου έναντι των υπολοίπων συγγενών του.

 

Προκύπτει μέσα από την ακροαματική διαδικασία ότι, παρά μια γενικά αιωρούμενη άρνηση του κατηγορούμενου για τις επίδικες καταγγελίες, οι Μ.Κ.1 και 2 δεν αμφισβητήθηκαν έντονα επί των λεγομένων τους, δια αντιπαράθεσης μαρτυρίας.  Κατ’ ουσίαν, επί ουσιαστικών αναφορών τους επί των γεγονότων, οι Μ.Κ. 1 και 2 δεν αντεξετάστηκαν από τον κατηγορούμενο.  Μια γενική και αόριστη απόδοση σ’ αυτούς κινήτρου να τον κατηγορήσουν ψευδώς, δεν κλόνισε τη μαρτυρία τους.  Άλλωστε, δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι η καταγγελία στην Αστυνομία το έτος 2019 δεν ήταν η πρώτη αναφορά για τις επίδικες καταγγελίες.  Παραμένει στα δεδομένα της υπόθεσης ότι ο μεν Μ.Κ.1 αποκάλυψε το γεγονός της κακοποίησης από τον κατηγορούμενο από το έτος 2010 περίπου στα μέλη της οικογένειάς του, ζητώντας τους να μην πουν τίποτα, ενώ ο Μ.Κ.2 αποκάλυψε τα όσα τον αφορούσαν στον φίλο του, Μ.Κ.4, από το έτος 2015 περίπου.

 

Τόσο η αποφυγή αποκάλυψης και καταγγελίας ενωρίτερα αλλά και άλλα συναφή θέματα, που αφορούν τις ενέργειες και τρόπο διαχείρισης της όλης κατάστασης από τους Μ.Κ.1 και 2, εξηγούνται επαρκώς και με τρόπο που ικανοποιεί το Δικαστήριο, τόσο στη βάση των όσων οι ίδιοι οι Μ.Κ.1 και 2 εξήγησαν καθώς επίσης στη βάση των όσων οι Μ.Κ.3 και 10 εξήγησαν από επιστημονικής πλευράς και άποψης.

 

Πέραν των ως άνω, βοηθητική, επί του προκειμένου είναι και η νομολογία.  Όπως αναφέρεται στην Ποινική Έφεση 231/2018, Ε.Α. ν. Δημοκρατία (ανωτέρω) .......................................................................».

 

Καμία αναφορά ή εξήγηση τόσο του Μ.Κ.1 όσο και του Μ.Κ.2, δεν φανερώνει διάθεση τους να ψευσθούν.  Αντιθέτως, είναι με αναφορά σε συγκεκριμένα χρονικά ορόσημα που τοποθέτησαν τους ισχυρισμούς τους, εξηγώντας αυτούς. Αναφορικά δε, με παρεμφερείς ισχυρισμούς τους, υποστηρίζονται από τους ισχυρισμούς άλλων ΜΚ.

 

Θα πρέπει να λεχθεί ότι τόσο οι ως άνω νομοθετικές πρόνοιες και κανόνας πρακτικής, που ισχύει, καθώς επίσης το αργοπορημένο της καταγγελίας από μέρους των Μ.Κ.1 και 2, μας έχει θέσει σε κατάσταση εξονυχιστικής μελέτης και εξέτασης της μαρτυρίας συναισθανόμενοι το ενδεχόμενο να υφίστανται αλλότρια κίνητρα πίσω από τις αποκαλύψεις των παραπονούμενων. Είναι περαιτέρω εμφανές ότι δεν υφίσταται μαρτυρία που να μπορούσε να χαρακτηριστεί ενισχυτική, η οποία, δηλαδή να τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι, όχι μόνο διαπράχθηκε αδίκημα, αλλά και ότι εκείνος που το διέπραξε είναι ο κατηγορούμενος (βλ. Meitanis v. The Republic (1967) 2 C.L.R. 31).

 

Όμως, έχοντας προειδοποιήσει καταλλήλως τους εαυτούς μας για τους ενδεχόμενους κινδύνους, η όλη εικόνα των Μ.Κ.1 και 2, το συγκροτημένο της σκέψης και περιγραφής τους, η ποιότητα της μαρτυρίας τους, η αυθεντικότητα και γνησιότητά της, μέσα στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας που δόθηκε και από τις δύο πλευρές, δεν μας αφήνουν με οποιανδήποτε αμφιβολία για το αξιόπιστο της μαρτυρίας τους και το ασφαλές να βασιστούμε στη μαρτυρία τους ακόμη και χωρίς ύπαρξη ενίσχυσης.

 

Στο πλαίσιο της αξιολόγησης των ΜΚ λάβαμε υπόψη και το τι η Υπεράσπιση προέταξε ως μαρτυρία και εκδοχή.  Παραμένει, επί τούτου, έντονη η θέση του κατηγορουμένου ότι η όλη υπόθεση σκοπό έχει να τον εξουδετερώσουν από την άσκηση των κληρονομικών του δικαιωμάτων.  Ο παραγκωνισμός του από τους υπόλοιπους συγγενείς και η προσπάθεια του να αποκαλύψει τα όσα έγιναν εις βάρος του, οδήγησαν στο να επιχειρήσουν την εξόντωση του μέσω ψευδών ισχυρισμών.

 

Ακόμη όμως και τοποθετήσεις του σε σχέση με το ότι το έτος 1996 και 1997 ο ίδιος ή και η Μ.Κ.8  δεν ήταν στο σπίτι στο Μ... και ότι οι ισχυρισμοί έγιναν για τότε ώστε να ήταν ποινικά υπεύθυνος, καταρρίπτονται από το ότι ο ίδιος δέχτηκε ότι το έτος 1995 έμεινε στο Μ... με τον Μ.Κ.1.  Με βάση δε τις πρόνοιες του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 στο άρθρο 14 αυτού, ως ίσχυε τότε, ο κατηγορούμενος, γεννηθείς την 24.7.1981, ήταν ποινικά υπεύθυνος το έτος 1995 που είναι χρόνος εμπίπτον στην επίδικη περίοδο.

 

 

Πέραν δε των όποιων ισχυρισμών του για παραγκωνισμό του από τα της διαχείρισης της περιουσίας του αποβιώσαντα πατέρα του, ο κατηγορούμενος προέβαλε ισχυρισμούς γενικής καταδίωξης του, από τους πάντες, τέτοιους που αντιστρατεύονται την ίδια τη λογική. Κι ενώ είναι τέτοιες οι θέσεις του, δεν διαπιστώνεται ο κατηγορούμενος, σε οποιοδήποτε στάδιο της αντιπαράθεσης του με τους συγγενείς του, να έχει προβεί σε οποιαδήποτε ουσιαστική ενέργεια διεκδίκησης των δικαιωμάτων του.  Ακόμα και η αντίληψη του ότι αν καταλήξει στη φυλακή θα απωλέσει τα δικαιώματα του, αυτοαναιρέθηκε από τον ίδιο όταν δέχτηκε ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο.  Περαιτέρω, ισχυρισμοί του που αφορούσαν την παρουσία ή την απουσία της συζύγου του από την Κύπρο και πάλι αναιρέθηκαν από τον ίδιο στη βάση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 16.

 

Κατά ανάλογο τρόπο και η Μ.Υ.2, σύζυγος του, παρέμεινε στη βάση της καταδίωξης αυτής, χωρίς οποιαδήποτε βάση ικανή να αντιστρατευθεί την εκδοχή των Μ.Κ.1 και 2.  Το ότι οι Μ.Κ.1 και 2 έτυχε να συναναστραφούν με τον κατηγορούμενο χωρίς να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους, ως ήταν δική της θέση, είναι κάτι που και οι ίδιοι είπαν, εξηγώντας ότι για χρόνια κατέπνιξαν τα όσα έγιναν, μέχρι που αποφάσισαν, για τους λόγους που εξήγησαν, να αποκαλύψουν τα επίδικα γεγονότα.

 

Είναι στη βάση των ως άνω που κρίνουμε τη μαρτυρία που προσφέρθηκε από την Υπεράσπιση ανάξια να αποτελέσει βάθρο για εξαγωγή συμπερασμάτων, ως η εκδοχή της Υπεράσπισης.  Κρίνουμε τον κατηγορούμενο, Μ.Υ.1 και την Μ.Υ.2 αναξιόπιστους χωρίς να αποδεχόμαστε τα λεγόμενα τους, στην έκταση που αυτά συγκρούονται με άλλη αποδεκτή μαρτυρία».

 

 

        Είναι προφανές ότι το Κακουργιοδικείο εξέτασε με ιδιαίτερη προσοχή και αυξημένη εγρήγορση τους λόγους της καθυστέρησης στην υποβολή της καταγγελίας, κρίνοντας ότι δεν έπληττε καθ’ οιονδήποτε τρόπο την αξιοπιστία της μαρτυρίας των παραπονούμενων, στην οποία αισθάνθηκε ασφάλεια να στηριχτεί χωρίς ενίσχυση, έχωντας αυτοπροειδοποιηθεί καταλλήλως για τους ενδεχόμενους κινδύνους, το οποίο εξετάζουμε ξεχωριστά στον 10ο λόγο έφεσης.

 

        Η δε αναφορά στο προαναφερθέν απόσπασμα, ότι «το αργοπορημένο της καταγγελίας από μέρους των Μ.Κ.1 και 2, μας έχει θέσει σε κατάσταση εξονυχιστικής μελέτης και εξέτασης της μαρτυρίας συναισθανόμενοι το ενδεχόμενο να υφίστανται αλλότρια κίνητρα πίσω από τις αποκαλύψεις των παραπονούμενων», καταδεικνύει τη μέγιστη προσοχή και αυξημένη εγρήγορση με την οποία το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία τους εν όψει της καθυστέρησης, ως επιβάλλει η νομολογία (βλ. Ε.Α.). Ανάλογη δικαστική προσέγγιση έτυχε επιδοκιμασίας από το Ανώτατο Δικαστήριο στη Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 99/2021, ημερ. 11.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:B183

 

        Ως προς τη θέση ότι οι εμπειρογνώμονες Μ.Κ.3 και Μ.Κ.10 δεν διασύνδεσαν την καθυστέρηση με τη σεξουαλική κακοποίηση των θυμάτων, με κάθε σεβασμό είναι το αντίθετο που προκύπτει από τη μαρτυρία τους, η οποια αξιολογήθηκε δεόντως απο το Κακουργιοδικείο με τη μέγιστη προσοχή, ως διαπιστουμε απο την απόφαση και τα πρακτικά της δίκης στα οποία έχουμε ανατρέξει.    

 

        Προχωρούμε στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας (λόγοι 4 - 8).

 

        Τα σφάλματα αξιολόγησης τα οποία αποδίδονται στο Κακουργιοδικείο είναι εν συντομία τα ακόλουθα: (α) ουσιαστικές αντιφάσεις των μαρτύρων κατηγορίας με έμφαση στους παραπονούμενους, (β) καθυστέρηση στην υποβολή της καταγγελίας και ανυπαρξία εύλογης αιτίας καθυστέρησης, (γ) απουσία επιστημονικής μαρτυρίας η οποία να δικαιολογεί την καθυστέρηση, (δ) κίνητρο των παραπονούμενων για καταφυγή στο ψεύδος λόγω περιουσιακών διαφορών των οικογενειών τους με τον Εφεσείοντα, (ε) αποφυγή απαντήσεων των παραπονούμενων σε ερωτήσεις κατά την αντεξέταση, (στ) προσυνεννόηση των παραπονούμενων σε σχέση με το περιεχόμενο της καταγγελίας στις διωκτικές αρχές, (ζ) μη ενθύμηση ουσιωδών λεπτομερειών των επίδικων γεγονότων απο τους παραπονούμενους, (η) κίνητρο για καταφυγή στο ψεύδος του ψυχολόγου Μ.Κ.3, λόγω φιλικών σχέσεων με τις οικογένειες οικογένειες των παραπονούμενων, (θ) μη αξιολόγηση από τους εμπειρογνώμονες Μ.Κ.3 και Μ.Κ.10 των λόγων καθυστέρησης στην υποβολή της καταγγελίας, (ι) κατασκευασμένη μαρτυρία της Μ.Κ.5 (μητέρας του Μ.Κ.1), (ια) διάχυτο μίσος των Μ.Κ.7 και Μ.Κ.8 προς τον Εφεσείοντα λόγω των μεταξύ τους περιουσιακών διαφορών. 

 

        Παρατηρούμε ότι στο διάγραμμα αγόρευσης του λόγου έφεσης 6 που αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας 3 - 19, παρατίθεται επιχειρηματολογία μόνο σε σχέση με τους μάρτυρες κατηγορίας 3, 4, 5, 7 και 8, ενώ για τους υπόλοιπους επιφυλάσσεται το δικαίωμα για περαιτέρω αναφορά κατά την προφορική αγόρευση, η οποία όμως δεν επεκτάθηκε πέραν των όσων διαλαμβάνονται στο διάγραμμα αγόρευσης. Πρόσθετα στην αιτιολογία του 6ου λόγου έφεσης γίνεται γενικόλογη αναφορά και στις σοβαρές οικονομικές διαφορές της Μ.Κ.11 με τον Εφεσείοντα χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση.  

 

        Με τους λόγους έφεσης 7 και 8 προσβάλλεται το εύρηημα αναξιοπιστίας του Εφεσείοντος και της συζύγου του αντίστοιχα. Αναφέρεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε αναξιόπιστος ενώ στη μαρτυρία του προσπάθησε να καταδείξει τα αλλότρια κίνητρα πίσω από την καταγγελία των παραπονούμενων λόγω των περιουσιακών διαφορών του ιδίου με την οικογένεια τους. Επίσης εσφαλμένα εκρίθη ότι έθεσε γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς. Το ίδιο και για τη σύζυγο του Μ.Υ.2 (λόγος έφεσης 8) η οποία ανέφερε τα όσα γνώριζε για την περιουσιακή διαφορά του Εφεσείοντος με την οικογένεια των παραπονούμενων.  

 

        Οι αρχές βάσει των οποίων δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου σε ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν εξεταστεί και καθοριστεί σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων. Αποκρυσταλλώνονται, αν μπορούμε να πούμε με σεβασμό, στο κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση στην Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 705:

 

«Είναι πάγια η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι κατ' εξοχήν έργο του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο στη ζωντανή ατμόσφαιρα του Δικαστηρίου παρακολούθησε τους μάρτυρες και συνεπώς είναι σε καλύτερη θέση να σταθμίσει και να κρίνει την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει και πράττει αυτό μόνο στις περιπτώσεις όπου τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή όταν τα συμπεράσματα του είναι εξ αντικειμένου παράλογα ή αυθαίρετα (βλ. Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Πισιάρας κ.ά. ν. Μιχαηλίδη κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 817, R.K.B. Leathergoods Ltd v. Αγγελίδη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1071, Zevkas Bros (Fig Tree Bay) Restaurant Ltd v. Αναστασίου κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 822).

 

……Χρειάζονται πάντως ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας, (Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816, 822 και Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 409), με το Εφετείο να επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη, (Γεωργίου Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337 και Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220) (βλ. Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 161)».

 

        (βλ. μεταξύ άλλων, Α.Ν. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 147/2021, ημερ. 16.3.2022, Δημοκρατία ν. Κουρουζίδη κ.α., Ποιν. Εφ. 19/20 κ.α., ημερ. 20.7.2022, Α.Π. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 192, ημερ. 26.9.2019, Σ.Α.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 71/2020, ημερ. 28.1.2021, και P.G.M.S. (Private Grammar & Modern Schools) Ltd v. Ζουβάνη, Ποιν. Εφ. 151/21 κ.α., ημερ. 12.9.2023).

 

        Για σκοπούς εξέτασης των υπό συζήτηση λόγων έφεσης και συναφούς επιχειρηματολογίας των συνηγόρων του Εφεσείοντος, εκτός απο το κείμενο της απόφασης, έχουμε ανατρέξει στα πρακτικά της δίκης. Δεν θεωρούμε σκόπιμο να απαντήσουμε ένα προς ένα ξεχωριστά τα όσα λεπτομερώς αναφέρονται στους λόγους έφεσης και διάγραμμα αγόρευσης κατά της αξιολόγησης μαρτυρίας. Αρκεί να αναφέρουμε ότι έχουμε μελετήσει ενδελεχώς όλα όσα προβάλλονται και δεν διαπιστώνουμε την ύπαρξη οποιουδήποτε λόγου που να δικαιολογεί την παρέμβαση μας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, βάσει των καθιερωμένων αρχών της νομολογίας. Καμία ουσιαστική αντίφαση δεν προκύπτει η οποία να δημιουργεί ρήγμα στην αξιοπιστία των παραπονούμενων ή άλλων μαρτύρων κατηγορίας η οποία να αποκαλύπτει διάθεση καταφυγής στο ψεύδος. Οι όποιες μικροαντιφάσεις ή μικροδιαφορές ενδυναμώνουν τη μαρτυρία τους καταδεικνύοντας την έλλειψη προσυνεννόησης. Όπως έχει τονιστεί επανειλημμένα, η μαρτυρία δεν εξετάζεται μικροσκοπικά ή αποσπασματικά αλλά ως ενιαίο σύνολο. Ούτε υπάρχει οποιοδήποτε εύρημα το οποίο να αντίκειται στην κοινή λογική ή να είναι παράλογο ή αυθαίρετο ή να μην δικαιολογείται από την προσαχθείσα μαρτυρία.

 

        Η θέση ότι οι παραπονούμενοι δεν ενθυμούνταν ουσιώδη γεγονότα που αφορούν τα επίδικα γεγονότα ουδόλως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Υπάρχει συγκλονιστική λεπτομέρεια στην περιγραφή των ποινικά κολάσιμων πράξεων, ειδικά του Μ.Κ.2, τον οποίο ο Εφεσείων κακοποιούσε σεξουαλικά για τρια συναπτά έτη.  Το ότι δεν μπορούσαν να αναφερθούν σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, ή το γεγονός ότι ο Μ.Κ.2 δεν μπορούσε να ενθυμηθεί τις φορές που κακοποιήθηκε σεξουαλικά απο τον Εφεσείοντα, πλην αναφορών σε χρονικά ορόσημα, δεν πλήττει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την αξιοπιστία των παραπονούμενων. Όπως λέχθηκε από τον Μαλαχτό Δ., στη Γ.Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 44/19, ημερ. 18.9.2020:

 

«Στις περιπτώσεις διάπραξης σεξουαλικών αδικημάτων, που λαμβάνουν χώρα κατ' επανάληψη και για παρατεταμένη χρονική περίοδο, παρουσιάζεται συνήθως δυσκολία στη διάκριση των επιμέρους περιστατικών ..... Το θύμα δεν μπορεί να θυμάται και να περιγράψει όλα τα περιστατικά, ιδίως όταν είναι πολλά, όμοια και επαναλαμβανόμενα και ακόμα περισσότερο όταν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την διάπραξη τους.  Το πρόβλημα επιτείνεται όταν το θύμα είναι παιδί. Σημασία έχει σε τέτοιες υποθέσεις ότι το θύμα έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά σε μια χρονική περίοδο, κατ' επανάληψη, με κάποια συχνότητα και με τους τρόπους που μαρτυρούνται ...»

 

          Γενικά διαπιστώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο προέβη σε πολύ προσεκτική και σχολαστική αξιολόγηση της μαρτυρίας χωρίς να παραγνωρίσει οτιδήποτε το σημαντικό, καταλήγοντας σε ορθά ευρήματα με πλήρη αιτιολόγηση. Η μαρτυρία των παραπονούμενων επί της οποίας στηρίχτηκε η καταδίκη έτυχε εξονυχιστικής μελέτης και εξέτασης προς αποκλεισμό της πιθανότητας ύπαρξης αλλότριων κινήτρων στην υποβολή της καταγγελίας. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει οι λόγοι της καθυστέρησης στην υποβολή της καταγγελίας, εξετάστηκαν πολύ προσεκτικά, με αυξημένη εγρήγορση, κρινόμενοι ως πλήρως δικαιολογημένοι. Τα όσα αναφέρονται κατά της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων, με κάθε σεβασμό στερούνται βάσης. Η μαρτυρία τους ορθώς εκρίθη ως καθόλα εμπεριστατωμένη και αντικειμενική.

 

        Στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας ελήφθη υπόψη η μαρτυρία και θέσεις του Εφεσείοντος και της συζύγου του περί κατασκευασμένης καταγγελίας εμφορούμενης από εκδικητικά κίνητρα λόγω περιουσιακών διαφορών, η οποία πολύ ορθά εκρίθη ως καθόλα αναξιόπιστη και στερούμενη λογικής. Σημειώνουμε ότι από τη μαρτυρία των παραπονούμενων δεν προκύπτει η εμπλοκή τους στις περιουσιακές διαφορές καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

 

        Το Κακουργιοδικείο ορθώς εξέτασε κατά πόσο υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία (ως εξηγείται στον 10ο λόγο έφεσης), πριν προχωρήσει στην τελική κρίση της αξιοπιστίας των παραπονούμενων, με βάση την ορθολογιστική προσέγγιση, συμφώνως της οποίας η μαρτυρία δεν κρίνεται αποσπασματικά αλλά ως ενιαίο σύνολο (βλ. Τοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, Attorney General of Hong Kong v. Wong Mukping [1987] 2 All E.R. 488). Όπως εξηγείται απο τον Οικονόμου Δ., στη Σ.Σ. κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 147/16, ημερ. 20.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B477:

 

«Δεν πρόκειται για διαφορά ουσίας αλλά προσέγγισης. Ένας εμφανώς αναξιόπιστος μάρτυρας δεν μπορεί να τύχει ενίσχυσης αλλά η ορθολογιστική αντιμετώπιση του θέματος επιβάλλει να εξετάζεται πρώτα κατά πόσο υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, πριν το δικαστήριο προχωρήσει στην τελική κρίση της αξιοπιστίας της ύποπτης μαρτυρίας (Ρόπας (ανωτέρω), Τεβλετιάν ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 512)».

 

        Παρά την έλλειψη ενισχυτικής μαρτυρίας η μαρτυρία των παραπονούμενων εξεταζόμενη στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας εκρίθη ως τέτοιας καλής ποιότητας κατόπιν κατάλληλης προειδοποίησης, που αποτέλεσε ασφαλές υπόβαθρο για την καταδίκη του Εφεσείοντος.

 

        Οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντος περί ύπαρξης κινήτρου για ψευδή και κατασκευασμένη μαρτυρία και εχθρική στάση από μέρους των Μ.Κ.5 (μητέρα του Μ.Κ.1 και ετεροθαλής αδελφή του Εφεσείοντος), Μ.Κ.7 (πατέρας του Μ.Κ.1), Μ.Κ.8 (μητέρα του Μ.Κ.2 και αδελφή του Εφεσείοντος) Μ.Κ.11 (μητέρα του Εφεσείοντος) και Μ.Κ.13 (αδελφός του Μ.Κ.2) ένεκα περιουσιακών με τον Εφεσείοντα και αντιφάσεων στη μαρτυρία τους, εξετάστηκαν λεπτομερώς και απορρίφθηκαν απο το Κακουργιοδικείο. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα, στις σελ. 33, 34:

 

«Κοινό χαρακτηριστικό, από πλευράς αξιολόγησης της μαρτυρίας τους, είναι η πολύ καλή εντύπωση που όλοι προκάλεσαν στο Δικαστήριο τόσο με βάση τη ζωντανή τους παρουσία ενώ κατέθεταν, όσο και με βάση το περιεχόμενο της μαρτυρίας τους.  Ο κάθε ένας από αυτούς  περιορίστηκε στα όσα ο ίδιος γνώριζε ενώ με σαφήνεια και σταθερότητα όλοι έθεσαν τους ισχυρισμούς τους, χωρίς η μαρτυρία τους να έχει τρωθεί με οποιονδήποτε ουσιώδη τρόπο από την αντεξέταση. Η δε μαρτυρία τους παρουσιάζει συνοχή, τέτοια που καθιστά τυχόν μικροαντιφάσεις επί χρονικών αναφορών, περισσότερο ένδειξη της αυθεντικότητας και γνησιότητας της μαρτυρίας τους παρά προσπάθειας παραπλάνησης του Δικαστηρίου.

   ……………………………………………………………………………..

Θα πρέπει να λεχθεί ότι με χαρακτηριστική άνεση οι εν λόγω ΜΚ απέρριψαν τη βασική θέση του κατηγορούμενου ότι οι ως άνω διαφορές ήταν ο λόγος και το κίνητρο καταγγελίας της παρούσας υπόθεσης, ώστε να εξουδετερώσουν τον κατηγορούμενο από τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του.  Σε κανένα σημείο της μαρτυρίας τους οι εν λόγω ΜΚ δεν έδειξαν να διακατέχονται από εχθρική ή εκδικητική στάση εναντίον του κατηγορούμενου.  Αντιθέτως, παρά το ότι ήταν εμφανή τα σημάδια έντονης πικρίας για το αντικείμενο της υπόθεσης, όλοι τήρησαν κατά τη μαρτυρία τους αξιοπρεπή στάση και σεβασμό τόσο προς τη διαδικασία όσο και προς τον κατηγορούμενο».

 

        Υπό το φως των ανωτέρω δεν υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να δικαιολογεί την επέμβαση μας στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

        Οι λόγοι έφεσης 1, 2, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 κρίνονται ως ανεδαφικοί και απορρίπτονται.

 

 

 

 

ΙΙ. Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΥΣΙΑ ΕΝΙΣΧΥΤΙΚΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

        Με τον 10ο λόγο έφεσης η καταδίκη προσβάλλεται ως εσφαλμένη λόγω της απουσίας ενισχυτικής μαρτυρίας. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο κάτωθι απόσπασμα από τη σελ. 40 της απόφασης, το οποίο αποτελεί μέρος της αξιολόγησης της μαρτυριας των παραπονούμενων:

 

          «…οι ως άνω νομοθετικές πρόνοιες και κανόνας πρακτικής, που ισχύει, καθώς επίσης το αργοπορημένο της καταγγελίας από μέρους των Μ.Κ.1 και 2, μας έχει θέσει σε κατάσταση εξονυχιστικής μελέτης και εξέτασης της μαρτυρίας συναισθανόμενοι το ενδεχόμενο να υφίστανται αλλότρια κίνητρα πίσω από τις αποκαλύψεις των παραπονούμενων».

 

        Με έρεισμα την πιο πάνω αναφορά οι συνήγοροι του Εφεσείοντος εισηγούνται ότι (α) η ποιότητα της μαρτυρίας ήταν τέτοια που το ίδιο το Δικαστήριο διατηρούσε εγγενείς αμφιβολίες για την αξιοπιστία της μαρτυρίας των παραπονούμενων με αποτέλεσμα η αυτοπροειδοποίηση να καθίσταται κενή περιεχομένου, (β) δεν αντιπαραβλήθηκε το καθυστερημένο του παραπόνου με το σύνολο της μαρτυρίας, με αποτέλεσμα να ελλείπει ο δικανικός συλλογισμός που οδήγησε το Κακουργιοδικείο να στηριχτεί στη μαρτυρία των παραπονούμενων χωρίς ενίσχυση, (γ) γενικά η καταδίκη στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας ήταν εσφαλμένη λόγω της καθυστερημένης καταγγελίας, τη μη ενθύμηση ουσιωδών γεγονότων και ύπαρξη αντιφάσεων στη μαρτυρία των παραπονούμενων, και την ύπαρξη περιουσιακων διαφορών μεταξύ των οικογενειών τους και του Εφεσείοντος.  

 

        Επίσης ισχυρίζονται ότι το Κακουργιοδικείο θα έπρεπε να εφαρμόσει το Άρθρο 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, πριν την τροποποίηση που επήλθε με το Νόμο 14(Ι)/2009, καθότι αυτό ήταν το ισχύον νομικό καθεστώς κατά τον χρόνο τέλεσης των υπό κατηγορία αδικημάτων. Επομένως, επειδή κατά τον επίδικο χρόνο οι παραπονούμενοι ήταν παιδιά, δεν ήταν δια νόμου επιτρεπτό για το Κακουργιοδικείο να τους καταδικάσει χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

 

        Ο κανόνας αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας εξακολουθεί να υφίσταται για αδικήματα τα οποία στηρίζονται σε διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και στους Νόμους 119(Ι)/2000 και 3(Ι)/2000, ενώ καταργήθηκε για αδικήματα τα οποία στηρίζονται στο Νόμο 87(Ι)/2007 (Άρθρο 4(3)). Καταργήθηκε επίσης η ανάγκη ενίσχυσης της ένορκης ή ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού και η ανάγκη αυτοπροειδοποίησης του Δικαστηρίου σε τέτοιες περιπτώσεις (Ν.14(Ι)/2009) (βλ. Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας).

 

        Εκεί όπου δεν υφίσταται πλέον ο κανόνας πρακτικής για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, το καθυστερημένο παράπονο δυνατόν να οδηγήσει το Δικαστήριο στην αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας και αν δεν εντοπιστεί, να αυτοπροειδοποιηθεί ως προς τους ελλοχεύοντες κινδύνους αναλόγως των περιστατικών της υπόθεσης, χωρίς να απαιτείται προδιαγεγραμμένος τύπος (βλ. R. v. Makanjuola (1995) 2 Cr. App. R. 469, η οποία ακολουθείται και αναλύεται στην Ε.Α., και πιο πρόσφατα στη Δ.Σ.Δ. ν. Αστυνομίας (ανωτέρω).

 

        Από την άλλη, εκεί όπου ισχύει ο κανόνας πρακτικής για ενισχυτική μαρτυρία, όπως τονίστηκε στη ΣΣ ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) από τον Οικονόμου Δ.:

 

«….ο κανόνας πρακτικής δεν μπορεί να εφαρμόζεται μηχανιστικά.  Το ζητούμενο δεν είναι απλώς να αναζητηθεί, ως ζήτημα τυπικού κανόνα, ενισχυτική μαρτυρία.  Ούτε να δοθεί μια λεκτική προειδοποίηση, όσο δυνατή και αν είναι.   Το ζητούμενο είναι το δικαστήριο να αισθάνεται βέβαιο, επειδή έχει εντοπίσει και ενισχυτική μαρτυρία, ή να αισθάνεται εξίσου ασφαλές να καταδικάσει, έστω και χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.  Αυτά όμως πρέπει να εξετάζονται κατά συγκεκριμένο τρόπο και πρέπει να φαίνονται κατά τρόπο πειστικό μέσα στην απόφαση, ως το αποτέλεσμα ενός συμπαγούς και συγκεκριμένου σκεπτικού, εδραζομένου στα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου».

(Υπογράμμιση δική μας).

 

        Το Κακουργιοδικείο επισημαίνει ότι για πολλά από τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείτο ο Εφεσείων ισχύει ο κανόνας πρακτικής για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, ενώ για άλλα, στα οποία δεν εφαρμόζεται πλέον ο κανόνας (Ν.87(Ι)/2007), κατ’ εφαρμογή των αρχών της Makanjuola, επίσης αναζητήθηκε ενισχυτική μαρτυρία λόγω της υποβολής καθυστερημένου παραπόνου, κατ’ εφαρμογή των αποφασισθέντων στην Ε.Α. Ευκόλως διαπιστώνεται η απουσία ενισχυτικής μαρτυρία η οποία τείνει να καταδείξει ουσιωδώς ότι, όχι μόνο διαπράχθηκε αδίκημα, αλλά και ότι εκείνος που το διέπραξε είναι ο κατηγορούμενος

 

        Ακολούθως το Κακουργιοδικείο αναφέρει στη σελ. 40 της απόφασης ότι: «έχωντας προειδοποιήσει καταλλήλως τους εαυτούς μας για τους ενδεχόμενους κινδύνους, η όλη εικόνα των Μ.Κ.1 και 2, το συγκροτημένο της σκέψης και περιγραφής τους, η ποιότητα της μαρτυρίας τους, η αυθεντικότητα και γνησιότητα της μέσα, στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας που δόθηκε και απο τις δυο πλευρές, δεν μας αφήνουν καμία αμφιβολία για το αξιόπιστο της μαρτυρίας τους και το ασφελές να βασιστούμε στη μαρτυρία τους ακόμη και χωρίς την ύπαρξη ενίσχυσης».

 

        Όπως έχουμε ήδη εξηγήσει, το προαναφερθέν απόσπασμα στο οποίο δίνεται ιδιαίτερη έμφαση απο τους συνήγορους του Εφεσείοντος, καταδεικνύει την ιδιαίτερη προσοχή και αυξημένη εγρήγορση με την οποία το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε τη μαρτυρία των παραπονούμενων λόγω του αργοπορημένου της καταγγελίας και ενδεχόμενου ύπαρξης αλλότριων κινήτρων. Η αυτοπροειδοποίηση του Κακουργιοδικείου δεν ήταν κενή περιεχομένου, ούτε απουσιάζει ο δικανικός συλλογισμός που οδήγησε στην καταδίκη του Εφεσείοντος στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Τουναντίον μέσα απο την καταδικαστική απόφαση προκύπτει ένα συμπαγές, συνεκτικό και συγκεκριμένο σκεπτικό, το οποίο δεν αφήνει καμία αμφιβολία, ότι η ασφάλεια την οποία το Κακουργιοδικείο αισθάνθηκε να στηριχτεί στη μαρτυρία των παραπονούμενων παρά την απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας αφότου προειδοποιήθηκε για τους ενδεχόμενους κινδύνους, εδράζει στην πολύ καλή ποιότητα της μαρτυρίας τους, την οποία εξέτασε ενδελεχώς στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας που κατατέθηκε και απο τις δυο πλευρές. Ουδεμία αμφιβολία υπήρχε στο μυαλό του Κακουργιοδικείου ότι η καταδίκη μπορούσε να στηριχτεί στη μαρτυρία των παραπονούμενων χωρίς ενίσχυση. Ούτε υπάρχει οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Τα όσα σχετικώς επικαλούνται οι συνήγοροι του Εφεσείοντος έχουν ήδη απαντηθεί στο πλαίσιο εξέτασης της προηγούμενης ενότητας λόγων έφεσης.

 

        Τέλος, η θέση ότι το Κακουργιοδικείο δεν μπορούσε να καταδικάσει στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, καθότι εφαρμόζεται  Άρθρο 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, ως ίσχυε πριν την τροποποίηση του Ν.14(Ι)/2009, με κάθε σεβασμό, στερείται νομικού ερείσματος. Πριν την τροποποίηση, το Άρθρο 9 προνοούσε για την ανάγκη ενίσχυσης της ανώμοτης μαρτυρίας παιδιού. Κατά τον χρόνο που οι παραπονούμενοι κατέθεσαν ενόρκως στη δίκη ήταν πλέον ενήλικα πρόσωπα και όχι παιδιά. Ο Μ.Κ.1 ήταν 34 ετών και ο Μ.Κ.2 ήταν 20 ετών. Επομένως δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του Άρθρου 9. Πρόσθετα, το δίκαιο της απόδειξης είναι θέμα δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου, με αποτέλεσμα να εφαρμόζεται το ισχύον αποδεικτικό δίκαιο κατά το χρόνο της δίκης (βλ. Blyth v. Blyth (1966) A.C. 643, R v. Cruttenden (1991) 1 All E.R. 242).

 

        Ο λόγος έφεσης 10 κρίνεται ως ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

(ΙΙΙ) ΔΙΚΑΙΗ ΔΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ 

 

        Με τον 3ο λόγο έφεσης προσβάλλεται η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι η καθυστέρηση στην υποβολή της καταγγελίας δεν επηρεάζει το δικαίωμα δίκαιης δίκης και δεν προκύπτει κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Είναι η θέση του Εφεσείοντος ότι υπήρξε κατάχρηση της διαδικασίας και παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης λόγω (α) της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος από την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη των υπό κατηγορία αδικημάτων μέχρι την υποβολή της καταγγελίας, επηρεάζοντας δυσμενώς την υπεράσπιση, (β) παραβίαση του δικαιώματος δίκης εντός ευλόγου χρόνου με αποτέλεσμα η δίκη να εκτραπεί απο το συνταγματικό πλαίσιο, καθιστώντας τη διαδικασία άκυρη στην ολότητα της.

 

        Σε σχέση με τον δυσμενή επηρεασμό της υπεράσπισης οι συνήγοροι του Εφεσείοντος αναφέρονται (i) στον θάνατο του αδελφού του ο οποίος είχε πλήρη γνώση των περιουσιακών διαφορών και ότι δεν ήταν επιθυμητός στην οικογένεια, (ii) στην αδυναμία διεξαγωγής ιατροδικαστικής εξέτασης των παραπονούμενων λόγω του χρόνου που παρήλθε απο τα επίδικα αδικήματα, (iii) στο ότι η ψυχιατρική εξέταση του Μ.Κ.2 έγινε πολύ αργότερα απο τα επίδικα γεγονότα με αποτέλεσμα να υπάρχει αδυναμία διασύνδεσης ή διαχωρισμού των προβλημάτων του Μ.Κ.2 με άλλα ψυχολογικά προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζε και στην αδυναμία αντικειμενικής εξέτασης των αποπειρών αυτοκτονίας. 

 

        Οι αρχές οι οποίες διέπουν την κατάχρηση διαδικασίας λόγω αδυναμίας διεξαγωγής δίκαιης δίκης και παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης λόγω καθυστέρησης στην υποβολή της καταγγελίας, σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων (historic sex cases), έχουν εξεταστεί εκτενώς από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Γ.Π.Β. (ανωτέρω), όπου το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε 29 περίπου χρόνια μετά τη διάπραξη των αδικημάτων (βλ. και Δ.Σ.Δ ν. Αστυνομίας (ανωτέρω)). Ακολουθεί αναφορά των αρχών οι οποίες προκύπτουν από τη νομολογία με παράλληλη εξέταση των ισχυρισμών του Εφεσείοντος.

 

        Πρώτον, η αφετηρία του χρόνου για τη διασφάλιση του δικαιώματος διάγνωσης της ποινικής ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου το οποίο κατοχυρώνει το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, είναι η ημερομηνία που ο κατηγορούμενος πληροφορείται ότι υπόκειται σε κατηγορία (criminal charge). Όπως λέχθηκε στην Χαραλαμπίδης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 330, όπου το θέμα εξετάστηκε εκτενώς:

 

«Ένα πρόσωπο υπόκειται σε κατηγορία εντός της έννοιας του αρ. 6 της Σύμβασης όταν ειδοποιείται επισήμως για τους εναντίον του ισχυρισμούς ή όταν επηρεάζεται ουσιωδώς από τη διαδικασία που καταχωρείται εναντίον του (Deweer v. Belgium [1979-80] 2 E.H.R.R. 439). Σε μια εύκολη υπόθεση (straight forward) αυτή είναι η ημερομηνία που ο κατηγορούμενος κατηγορείται από την Αστυνομία (Ewing v. U.K. [1988] 10 E.H.R.R. 141 και Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100, 105). Πλην όμως σε υποθέσεις όπου καθυστερεί η διατύπωση του κατηγορητηρίου ο χρόνος δυνατόν να αρχίζει από την ημερομηνία της σύλληψης ή από την  ημερομηνία κατά την οποία ο κατηγορούμενος ενημερώνεται (becomes aware) ότι εξετάζεται άμεσα η πιθανότητα ποινικής δίωξης του (X. v. U.K. [1978] 14 D.R. 26)».

 

        (βλ. και Μηνά ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 228/18, ημερ. 16.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:B102).

 

        Σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων κατά ανηλίκων όπου η καταγγελία στις διωκτικές αρχές υποβάλλεται μετά πάροδο πολλών ετών, συνήθως δεκαετιών, το δικαίωμα δίκης εντός εύλογου χρόνου δεν συμπλέκεται με την καθυστέρηση στην υποβολή καταγγελίας, όπως ξεκαθαρίστηκε στη Γ.Π.Β. ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), με παραπομπή στην ΧΧΧ Μηνά ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 228/2018, ημερομηνίας 16.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:B102.  Πρόκειται για δυο ξεχωριστά θέματα. Στην προκείμενη περίπτωση δεν τίθεται θέμα καθυστέρησης στην ποινική διαδικασία, από το στάδιο της αστυνομικής διερεύνησης της υπόθεσης μέχρι την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Η καθυστέρηση για την οποία παραπονείται ο Εφεσείων σχετίζεται με το χρονικό διάστημα από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την καταγγελία της υπόθεσης. Επομένως δεν άπτεται του συνταγματικού δικαιώματος διάγνωσης της ποινικής ευθύνης εντός εύλογου χρόνου. Το κατά πόσο απαιτείται η απόδειξη πραγματικής ζημίας για να υπάρξει παραβίαση του εν λόγω συνταγματικού δικαιώματος, στο οποίο οι συνήγοροι του Εφεσείοντος αναφέρονται εκτενώς στο διάγραμμα αγόρευσης, είναι ακαδημαϊκής και μόνο σημασίας για σκοπούς της παρούσας έφεσης. Αρκεί μόνο να αναφερθεί, με κάθε σεβασμό, ότι επί του προκειμένου παρατηρούμε κάποιας μορφής διάσταση στη νομολογία (βλέπε μεταξύ άλλων Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, και Καζάνου ν. Εφορου Φ.Π.Α., Ποιν. Εφ. 96/19, ημερ. 28.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:B272).

 

        Δεύτερον, κατά πόσον ένεκα της καθυστέρησης στην υποβολή καταγγελίας προκύπτει θέμα κατάχρησης διαδικασίας εξαρτάται από τον βαθμό δυσμενούς επηρεασμού του δικαιώματος δίκαιης δίκης. Η καθυστέρηση στην υποβολή καταγγελίας αφ’ εαυτής δεν καθιστά τη δίκη άδικη. Το βάρος απόδειξης δυσμενούς επηρεασμού βρίσκεται στους ώμους της υπεράσπισης στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Όπως υποδεικνύεται στην R v. RD [2013] EWCA Crim 1592, όπου τα υπό κατηγορία σεξουαλικά αδικήματα διαπράχθηκαν από 39 έως και 63 χρόνια πριν τη δίκη, στην εξέταση ζητήματος δυσμενούς επηρεασμού πρέπει να γίνεται διαχωρισμός μεταξύ απλής πιθανολόγησης ως προς το τι θα καταδείκνυαν τυχόν απολεσθέντα έγγραφα ή μάρτυρες οι οποίοι δεν μπορούν πλέον να κληθούν στη δίκη αφενός, και απολεσθείσας μαρτυρίας η οποία αντιπροσωπεύει μια σημαντική και αποδεδειγμένη ευκαιρία να αποτελέσει ισχυρή υποστηρικτική μαρτυρία επί συγκεκριμένου επίδικου θέματος, αφετέρου. Σχετικό ειναι το κάτωθι απόσπασμα απο την εν λόγω απόφαση:

 

«15. In considering the question of prejudice to the defence, it seems to us that it is necessary to distinguish between mere speculation about what missing documents or witnesses might show, and missing evidence which represents a significant and demonstrable chance of amounting to decisive or strongly supportive evidence emerging on a specific issue in the case. The court will need to consider what evidence directly relevant to the appellant's case has been lost by reason of the passage of time.  The court will then need to go on to consider the importance of the missing evidence in the context of the case as a whole and the issues before the jury».

(Υπογράμμιση δική μας).

 

        Το εν λόγω απόσπασμα παρατίθεται με επιδοκιμασία στην Γ.Π.Β. (ανωτέρω). Στο σύγγραμμα των Rook and Ward on Sexual Offences Law & Practice, 6η έκδοση (2021), αναφέρονται τα ακόλουθα, στην παρ. 30.93, σελ. 1588:

 

“…The mere absence of documents which speculatively, might have thrown up material for cross-examination, does not render a trial unfair in the context of historic allegations of abuse. It is often the case that the absence of documents cuts both ways: had they been available, they would have had the potential to assist the defence but also to damage it".

(Υπογράμμιση δική μας).

 

        Σημειωτέον ότι στο εν λόγω σύγγραμμα (παρ. 30.79) η R v. RD αναφέρεται ως χρήσιμο παράδειγμα εφαρμογής των αρχών οι οποίες υιοθετήθηκαν στην CPS v F [2011] EWCA Crim 1844, η οποία είναι πλέον η καθοδηγητική αυθεντία (παρ. 30.70) σε αιτήματα διακοπής της δίκης λόγω κατάχρησης διαδικασίας σε σεξουαλικής φύσης αδικήματα.

 

        Το ίδιο σκεπτικό ακολουθείται στην PR v. R [2019] EWCA Crim 1225, η οποία επίσης υϊοθετείται στην Γ.Π.Β., στο κάτωθι απόσπασμα (παρ. 65):

 

«……Furthermore, there is no rule that if material has become unavailable, that of itself means the trial is unfair because, for instance, a relevant avenue of enquiry can no longer be explored with the benefit of the missing documents or records. It follows that there is no presumption that extraneous material must be available to enable the defendant to test the reliability of the oral testimony of one or more of the prosecution's witnesses. In some instances, this opportunity exists; in others it does not. It is to be regretted if relevant records become unavailable, but when this happens the effect may be to put the defendant closer to the position of many accused whose trial turns on a decision by the jury as to whether they are sure of the oral evidence of the prosecution witness or witnesses, absent other substantive information by which their testimony can be tested».

(Υπογράμμιση δική μας).

 

        Δεν συμφωνούμε με τη θέση των συνηγόρων του Εφεσείοντος ότι με βάση την Κυπριακή νομολογία δεν χρειάζεται η απόδειξη δυσμενούς επηρεασμού για την παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης. Όπως λέχθηκε, μεταξύ άλλων, στην Hossam Taleb Yaacoub ν. Δημοκρατίας (2014) 2 A.A.Δ. 165:

 

«… ο ισχυρισμός περί μη δίκαιης δίκης δεν αποφασίζεται κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης. Είναι επίσης απόλυτα ορθή η παρατήρηση ότι για να στοιχειοθετηθεί ο ισχυρισμός για μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης θα πρέπει να αποδειχθεί ότι πράγματι ο Εφεσείων είχε επηρεαστεί δυσμενώς».

 

        (βλ. Κυπριανού ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 318/15, ημερ. 7.9.2017, ECLI:CY:AD:2017:B285, Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 141/23, ημερ. 20.10.23).

 

        Τρίτον, η εξήγηση ή δικαιολογία της καθυστέρησης στην υποβολή της καταγγελίας δεν συναρτάται με το ζήτημα της κατάχρησης διαδικασίας και δεν δικαιολογεί τη διακοπή της δίκης, αλλά, όπως υποδεικνύεται στην CPS v. F (ανωτέρω) άπτεται της αξιολόγησης της μαρτυρίας του παραπονούμενου προσώπου το οποίο αποφασίζεται στο τέλος της δίκης. Ούτε σχετίζεται με το κατά πόσο είναι δίκαιο να δικαστεί ο  κατηγορούμενος μετά πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος στο πλαίσιο εξέτασης ζητήματος κατάχρησης διαδικασίας. Το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι κατά πόσο η καθυστέρηση επηρέασε δυσμενώς τη δυνατότητα διεξαγωγής δίκαιης δίκης. Σχετική επί τούτου είναι η κατάληξη του Αγγλικού Εφετείου στην CPS v. F (ανωτέρω):

 

«In this case the judge appears to have been led into thinking that the crux of her decision was the presence or absence of justification for the delayed complaint. Accordingly she applied the wrong test.  [.….] there was no prejudice to the fairness of a trial which could justify a stay and she was right not to identify any. All the other matters urged on her went to whether the offences alleged were proved or not. …. But all these matters were capable of exploration at the trial and indeed had been explored. Their emergence was an illustration of the trial process working properly, in accordance with the principles laid down in Attorney-General's Reference (No 1) of 1990. While they underline the value of the trial process as a way of enabling the defendant to advance sensible arguments to undermine the jury's confidence in the credibility of the complainant, they do not provide any reason on abuse of process grounds for preventing the trial from taking place, or continuing to its normal end».

(Υπογράμμιση δική μας).

 

        (βλ. Rook and Ward on Sexual Offences Law & Practice, 6η έκδοση (2021), παρ. 30.70 - 30.78)

 

        Τέταρτον, τα ίδια ισχύουν κατ’ αναλογία στην εξέταση ζητήματος επηρεασμού του δικαιώματος δίκαιης δίκης λόγω καθυστέρησης στην υποβολή καταγγελίας. Το καίριο ερώτημα είναι κατά πόσο η καθυστέρηση επηρέασε δυσμενώς το δικαίωμα δίκαιης δίκης του κατηγορούμενου. Δεν σχετίζεται με την εξήγηση ή δικαιολογία για την καθυστέρηση, η οποία άπτεται της αξιολόγησης της μαρτυρίας. Η δε εξέταση του ζητήματος δυσμενούς επηρεασμού του δικαιώματος δίκαιης δίκης, γίνεται με γνώμονα τις ίδιες αρχές βάσει των οποίων εξετάζεται η κατάχρηση διαδικασίας λόγω αδυναμίας διεξαγωγής δίκαιης δίκης, οι οποίες παρατίθενται στα προαναφερθέντα αποσπάσματα από τις υποθέσεις R v. RD (ανωτέρω) και PR v. R (ανωτέρω). Όπως υποδείξαμε πρόσφατα στην Δ.Σ.Δ ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), με παραπομπή σε σχετικό απόσπασμα από την Khalid Ali v. CPS [2007] EWCA Crim 691,

 

«Ακόμη και όπου κατ΄έφεση προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει αίτημα διακοπής της δίκης, λόγω κατάχρησης διαδικασίας σχετιζόμενης με αδυναμία διεξαγωγής δίκαιης δίκης, το ερώτημα το οποίο εξετάζεται κατ΄έφεση είναι κατά πόσο η επίδραση της καθυστέρησης ήταν τέτοια που καθιστά τη δίκη άδικη και την καταδίκη ακροσφαλή».

 

        Το οποίο ερείδεται και στην ακόλουθη αναφορά του Blackstones Criminal Practice 2019, D3.78:

 

“So far as appeals are concerned, Khalid Ali v CPS [2007] EWCA Crim 691 emphasises that the question for the Court of Appeal is not whether the judge was correct to refuse to stay the proceedings, but rather whether the effect of the delay is such as to lead the court to the conclusion that the verdict was unsafe”.

(Υπογράμμιση δική μας).

 

        Ερχόμαστε τώρα στην εξέταση των λόγων δυσμενούς επηρεασμού της υπεράσπισης τους οποίους προβάλλει ο Εφεσείων.

 

        (1) Περί της ανυπαρξίας ιατροδικαστικής εξέτασης των παραπονούμενων προσώπων σε σύντομο χρόνο μετά τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων, μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν κατά πόσο θα απέβαιναν προς όφελος της υπεράσπισης. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 30.145 του συγγράμματος Rook & Ward on Sexual Offences, 6η έκδοση, στην υποσημείωση 180:

 

«In assessing whether there is prejudice one should bear in mind that such examinations do not always produce evidence helpful to the defence but equally may produce evidence that is very damaging to the defendant”.

 

        Κατ’ εφαρμογή των αρχών της προαναφερθείσας νομολογίας (R v. RD, PR v. R) δεν έχει καταδειχθεί με οποιοδήποτε τρόπο ότι  οι ιατροδικαστικές εκθέσεις θα συνιστούσαν σημαντική και αποφασιστικής σημασίας επιστημονική μαρτυρία υπέρ του Εφεσείοντος, ούτως ώστε να τίθεται θέμα δυσμενούς επηρεασμού του δικαώματος δίκαιης δίκης.

 

        (2) Περί του ισχυρισμού για δυσμενή επηρεασμό της υπεράσπισης επειδή η ψυχιατρική εξέταση του Μ.Κ.2 έγινε πολλά χρόνια μετά τα επίδικα γεγονότα «με αποτέλεσμα να υπάρχει αδυναμία διασύνδεσης ή διαχωρισμού των προβλημάτων του Μ.Κ.2 με άλλα ψυχολογικά προβλήματα που ο ίδιος είχε», και αδυναμίας εξέτασης των αποπειρών αυτοκτονίας, πέραν των όσων αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση, έχουμε ανατρέξει στα πρακτικά της δίκης και δεν διαπιστώνουμε τέτοια αδυναμία στη μαρτυρία του ΜΚ.10. Αντιθέτως ο Μ.Κ.10 αναφέρθηκε στις καταστροφικές συνέπειες των βιασμών στη ψυχολογία του Μ.Κ.2, στην καταστροφή της παιδικής του ηλικίας και ζωής του γενικότερα και ότι: «από την ηλικία των βιασμών διακατέχεται από βασανιστικά συναισθήματα ντροπής και ενοχής. Έχει επηρεαστεί αρνητικά ο συναισθηματικός του κόσμος. Πάσχει από χρόνια κατάθλιψη και αϋπνία, ενώ παρακολουθείται από ιδιώτη ψυχίατρο και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή …. Επίσης πάσχει από αγχώδη διαταραχή μετά από τραυματικό στρες.  Δεν μπορεί να αναπτύξει ρομαντικές σχέσεις αλλά ούτε και να έχει σεξουαλικές επαφές αφού, κατά τη διάρκεια τους, αναβιώνουν οι τραυματικές εικόνες, εμπειρίες και αναμνήσεις» (βλ. σελ. 26 απόφασης).

 

        Ο Μ.Κ.10 συνέδεσε όλα τα συμπτώματα διαταραχής μετατραυματικού στρες και κατάθλιψης από την οποία πάσχει ο Μ.Κ.2 ένεκα της σεξουαλικής του κακοποίησης, περιλαμβανομένων των τριών αποπειρών αυτοκτονίας τις οποίες επιχείρησε στο παρελθόν, με τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM 5 (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders), το οποίο εκδίδεται από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία. Σημειωτέον ότι η απουσία έγκαιρης ψυχιατρικής ή ψυχολογικής εξέτασης ή παρακολούθησης των ανήλικων θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης, όπως και η απουσία ιατροδικαστικής εξέτασης, είναι αλληλένδετη με τους λόγους καθυστέρησης τόσον στην εξωτερίκευση του παραπόνου και αναζήτηση ψυχολογικής στήριξης και θεραπείας, όσον και στην υποβολή καταγγελίας στις διωκτικές αρχές.

 

        (3) Ούτε ο θάνατος του αδελφού του Εφεσείοντος, ο οποίος αναφέρεται στο διάγραμμα αγόρευσης, ως πρόσωπο το οποίο «είχε πλήρη γνώση των περιουσιακών διαφορών και λόγους που ο Εφεσείων δεν ήταν επιθυμητός στη οικογένεια», επηρέασε καθ’ οιονδήποτε τρόπο δυσμενώς το δικαίωμα δίκαιης δίκης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ενδελεχώς τη μαρτυρία των παραπονούμενων προσώπων, την οποία έκρινε πλήρως αξιόπιστη απορρίπτοντας την περί αντιθέτου θέση του Εφεσείοντος περί ψευδούς και κατασκευασμένης καταγγελίας λόγω περιουσιακών διαφορών. Δεν θεωρούμε ότι η μαρτυρία του αδελφού του Εφεσείοντος θα μπορούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο να επηρεάσει την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

        (4) Από το πρακτικό της δίκης δεν προκύπτει οποιαδήποτε εξασθένηση μνήμης του Εφεσείοντος η οποία επηρέασε δυσμενώς την υπεράσπιση του. Πρόκετιαι για γενικό και αόριστο ισχυρισμό.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω κρίνουμε ότι η καθυστέρηση στην υποβολή των καταγγελιών δεν σχετίζεται με το δικαίωμα δίκης εντός εύλογου χρόνου, δεν συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας και δεν πλήττει το δικαίωμα δίκαιης δίκης του Εφεσείοντος.

 

        Οι λόγοι έφεσης 3 και 14 κρίνονται ως ανεδαφικοί και απορρίπτονται.

 

V) Η ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΗ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΟΣ

 

        Με τον 13ο λόγο έφεσης εγείρεται θέμα παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης επειδή:

 

        Πρώτον, ο Εφεσείων υπερασπίστηκε εαυτόν αυτοπροσώπως χωρίς να του δοθεί εύλογος χρόνος για εξεύρεση δικηγόρου και χωρίς διοριστεί απο το Κακουργιοδικείο δικηγόρος να τον εκπροσωπήσει ένεκα της σοβαρότητας των κατηγοριών τις οποίες αντιμετώπιζε, την οποία όφειλε να του εξηγήσει. Η αυτοπρόσωπή υπεράσπιση του Εφεσείοντος δικαιολογείτο μόνο σε περίπτωση που δεν αποδεχόταν τον διορισμό δικηγόρου, όπως συνέβη στην υπόθεση Fouri & Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152. Είναι η θέση των συνηγόρων του Εφεσείοντος ότι βάσει των Άρθρων 6(3)(γ) της ΕΣΔΑ και 30(3)(δ) του Συντάγματος το δικαίωμα του κατηγορούμενου για αυτοπρόσωπη υπεράσπιση υπόκειται σε περιορισμούς οποτεδήποτε επιβάλλεται από το συμφέρον της δικαιοσύνης για σκοπούς προστασίας του κατηγορούμενου. Προς τούτο επικαλούνται το Άρθρο 64 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155.

 

        Δεύτερον, το Κακουργιοδικείο δεν αντιμετώπισε τον Εφεσείοντα ως πρόσωπο το οποίο εμφανίζεται χωρίς δικηγόρο με αποτέλεσμα τον δυσμενή επηρεασμό της υπεράσπισης, περιλαμβανομένου του δικαιώματος επαρκούς προετοιμασίας και αντεξέτασης. Συγκεκριμένα είναι η εισήγηση των δικηγόρων του Εφεσείοντος ότι κατά τη δίκη το Κακουργιοδικείο δεν του επεξηγούσε διαδικαστικά θέματα όπως (α) τον τρόπο κατάθεσης εγγράφων, (β) την αναγκαιότητα υποβολής θέσεων στους μάρτυρες κατηγορίας, (γ) τη διαδικασία αντεξέτασης και ότι δεν είχε δικαίωμα επανάκλησης μαρτύρων για περαιτέρω αντεξέταση, (δ) το ότι μπορούσε να ζητήσει αναβολή για προετοιμασία πριν την αντεξέταση του Μ.Κ.2, (ε) παρότι σε πολλές περιπτώσεις ο Εφεσείων εξέφραζε την ανάγκη επεξήγησης της διαδικασίας αυτή δεν του επεξηγείτο απο το Δικαστήριο, (στ) δεν του επιτράπηκε να υποβάλει τη θέση του περί κατασκευασμένης μαρτυρίας σε μάρτυρες κατηγορίας. Προς υποστήριξη των θέσεων τους οι συνήγοροι του Εφεσείοντος παραπέμπουν σε πολλές σελίδες των πρακτικών της δίκης στις οποίες θα αναφερθούμε κατωτέρω.

 

        Σχετικά με το παράπονο το οποίο εκφράζεται για μη εκπροσώπηση του Εφεσείοντος από δικηγόρο κατά τη δίκη, έχουμε ανατρέξει στα πρακτικά της διαδικασίας εκ των οποίων διπιστώνουμε τα ακόλουθα.

 

          i.       Στις 7.2.2019 που η υπόθεση ήταν ορισμένη για απάντηση ενώπιον του Κακουργιοδικείου, εκ μέρους του Εφεσείοντος εμφανίστηκαν οι δικηγόροι κ.κ. Ευστάθιος Ευσταθίου με Δ. Νικολετόπουλο. Ο κ Ευσταθίου δήλωσε ότι «στον Κατηγορούμενο έχει δοθεί το κείμενο και το μελέτησε και εγώ τον συμβούλευσα, κατανόησε τις κατηγορίες όλες και δεν παραδέχεται. Έχει μόρφωση και εγώ του εξήγησα όλες τις κατηγορίες». Ακολούθως αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους. Ο Εφεσείων κατηγορήθηκε και απάντησε μη παραδοχή σε όλες τις κατηγορίες, αφού πρώτα ο συνήγορος του δήλωσε ότι οι κατηγορίες εξηγήθηκαν στον Εφεσείοντα και τις κατανόησε. Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 6.5.2019 και 7.5.2019.

         ii.       Στις 6.5.2019 έγινε αλλαγή δικηγόρου. Για τον Εφεσείοντα παρουσιάστηκε ο κ Μάτσας με την κα Ν. Ζαχαριάδη. Ζητήθηκε χρόνος προετοιμασίας και πρόσθετο μαρτυρικό υλικό. Η υπόθεση επαναορίστηκε για ακρόαση στις 30.9.2019.

       iii.       Στις 30.9.2019 ο κ Μάτσας αποσύρθηκε από δικηγόρος του Εφεσείοντος λόγω ασυμφωνίας στον χειρισμό της υπόθεσης και πρόθεσης υποβολής αιτήματος νομικής αρωγής. Η υπόθεση επαναορίστηκε στις 14.10.2019, για υποβολή αιτήσεως και ετοιμασίας κοινωνικοοικονομικής έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας.

       iv.       Στις 14.9.2019 εγκρίθηκε το αίτημα δωρεάν νομικής αρωγής του Εφεσείοντος, ο οποίος δήλωσε ότι θα τον εκπροσωπήσει ο δικηγόρος κ Π. Χατζηπαναγιώτου. Η υπόθεση επαναορίστηκε για προγραμματισμό στις 21.10.2019.

        v.       Στις 21.10.2019 ο δικηγόρος κ. Χατζηπαναγιώτου εμφανίστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου και αποδέχθηκε τον διορισμό για εκπροσώπηση του Εφεσείοντος με δωρεάν νομική αρωγή. Η υπόθεση επαναορίστηκε για ακρόαση στις 2.12.2019.

       vi.       Κατόπιν δυο αναβολών της υπόθεσης για λόγους που δεν ευθύνεται ο Εφεσείων (2.12.2019 και 10.2.2020) στις 14.9.2020 που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση ο κ. Χατζηπαναγιώτου ζήτησε άδεια να αποσυρθεί από δικηγόρος του Εφεσείοντος λόγω έλλειψης επικοινωνίας, στο οποίο ο Εφεσείων συναίνεσε. Η υπόθεση επαναορίστηκε για ακρόαση στις 23.9.2020 για τον διορισμό νέου δικηγόρου με νομική αρωγή. Υποδείχθηκε στον Εφεσείοντα να απευθυνθεί στο Πρωτοκολλητείο όπου υπάρχει κατάλογος δικηγόρων που αναλαμβάνουν νομική εκπροσώπηση με δωρεάν νομική αρωγή βάσει του Άρθρου 10 του περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002 (165(Ι)/2002). 

      vii.       Στις 23.9.2020 ο Εφεσείων δήλωσε ότι δεν βρήκε δικηγόρο οπόταν το Κακουργιοδικείο έδωσε οδηγίες στο Πρωτοκολλητείο να ορίσει δικηγόρο με νομική αρωγή βάσει του Άρθρου 11 του Ν.165(Ι)/2002, ο οποίος αποδέχεται να εκπροσωπήσει τον Εφεσείοντα και η υπόθεση επαναορίστηκε στις 7.10.2020.  Επισημάνθηκε στον Εφεσείοντα ότι καλό θα ήταν να μεταβεί στο Πρωτοκολλητείο για να επιλυθεί το ζήτημα καθότι θα πρέπει να αναφέρει κατά πόσο αποδέχεται τον δικηγόρο που θα του υποδεικνύει ο υπάλληλος του Πρωτοκολλητείου προτού ο δεύτερος επικοινωνήσει μαζί του.

    viii.       Στις 7.10.2020 διαπιστώθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι ο Εφεσείων δεν έψαξε μέσω του καταλόγου του Πρωτοκολλητείου για εξεύρεση δικηγόρου ο οποίος αποδέχεται να αναλάβει την εκπροσώπηση του με δωρεάν νομική αρωγή. Το Κακουργιοδικείο εξήγησε στο Εφεσείοντα ότι η επιλογή δικηγόρου από τον κατάλογο πρέπει να γίνει από τον ίδιο αντί από το Κακουργιοδικείο, ούτως ώστε να διασφαλιστεί ότι ο δικηγόρος υπεράσπισης τυγχάνει της αποδοχής του. Το Κακουργιοδικείο διέκοψε τη συνεδρία του για τρεις ώρες για να δοθεί η ευκαιρία στον Εφεσείοντα να μεταβεί στο Πρωτοκολλητείο συνοδευόμενος από υπάλληλο του Πρωτοκολλητείου, και να εξεύρει δικηγόρο από τον σχετικό κατάλογο. Όταν το Κακουργιοδικείο επιλήφθηκε εκ νέου της υπόθεσης αργότερα την ίδια ημέρα, με έκπληξη πληροφορήθηκε ότι αντί να μεταβεί στο Πρωτοκολλητείο ο Εφεσείων έφυγε από τον χώρο του Δικαστηρίου. Ο Εφεσείων ανέφερε ότι έφυγε για να δει κάποιον δικηγόρο αλλά η συνάντηση δεν πραγματοποιήθηκε. Στον Εφεσείοντα δόθηκε ο εν λόγω κατάλογος δικηγόρων και η υπόθεση επαναορίστηκε στις 20.10.2020, για να εξεύρει στο μεταξύ δικηγορο με δωρεάν νομική αρωγή.

       ix.       Στις 20.10.2020 ο Εφεσείων ανάφερε ότι δεν βρήκε δικηγόρο και θα χειριστεί την υπόθεση αυτοπροσώπως. Το Κακουργιοδικείο εξέφρασε τη λύπη του ότι έχει εξαντληθεί ο κατάλογος των δικηγόρων για νομική αρωγή και ο Εφεσείων δεν βρήκε δικηγόρο να τον εκπροσωπήσει και αναγκαστικά θα χειριστεί την υπόθεση μόνος του. Το αίτημα για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής αποσύρθηκε απο τον Εφεσείοντα και το σχετικό διάταγμα ακυρώθηκε. Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 23.11.2020.

        x.       Στις 23.11.2020 ξεκίνησε η ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης. Ο Εφεσείων υπερασπίστηκε τον εαυτό του αυτοπροσώπως.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω, είναι προφανές ότι δόθηκε κάθε δυνατή ευκαιρία στον Εφεσείοντα για εκπροσώπηση τόσον από δικηγόρο της επιλογής του, όσον και με δωρεάν νομική αρωγή. Για τον σκοπό αυτό η υπόθεση αναβαλλόταν για ενάμιση περίπου έτος. Το Άρθρο 12.5(γ) του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα του κατηγορούμενου να υπερασπίζεται αυτοπροσώπως ή μέσω συνηγόρου της επιλογής του, ή εάν δεν έχει επαρκή μέσα για την αμοιβή συνηγόρου να παρέχεται σε αυτόν νομική αρωγή, εάν τούτο επιβάλλει το συμφέρον της δικαιοσύνης. Το εν λόγω άρθρο είναι πανομοιότυπο με το Άρθρο 6.3(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (βλ. Fouri & Others v. The Republic (ανωτέρω)). Ο διορισμός δικηγόρου με δωρεάν νομική αρωγή σε ποινική διαδικασία διέπεται από τις πρόνοιες του περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002 (165(Ι)/2002). Στο σύγγραμμα Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η Αναθεωρημένη Έκδοση, του Γ.Μ. Πική, στη σελ. 141 αναφέρεται ότι πριν τη θέσπιση του εν λόγω νομοθετήματος «το κενό πληρώθηκε με την ερμηνεία του άρθρου 64 της Ποινικής Δικονομίας, κατά τρόπο συνάδοντα προς το Σύνταγμα», ως «άλλωστε ήταν καθήκον του Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος».

 

        Στην υπόθεση Stanvocic ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 166/2014, ημερ. 26.1.2017, ECLI:CY:AD:2017:D23, αποφασίστηκε ότι διορισμός δικηγόρου για την εκπροσώπηση του κατηγορούμενου βάσει του Άρθρου 64 του Κεφ. 155, παρά τη σαφή του δήλωση για αυτοπρόσωπη υπεράσπιση, αντίκειται στην «ευχέρεια επιλογής που πρέπει να έχει το άτομο να εκπροσωπηθεί ή να μην εκπροσωπηθεί από δικηγόρο», την οποία κατοχυρώνει το Άρθρο 6.3(γ) της ΕΣΔΑ.

 

        Στη Stanvocic, λαμβάνεται υπόψη η θέση της νομολογίας του ΕΔΑΔ αφορώσα το δικαίωμα που κατοχυρώνει το άρθρο 6.3(γ), ως αποτυπώνεται στο σύγγραμμα Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Λ.Α. Σισιλιάνου, σελ. 279, 280, συφώνως της οποίας το εν λόγω δικαίωμα δεν είναι απόλυτο. «[Ο] κατηγορούμενος δεν δύναται να υπερασπίζεται τον εαυτό του σε όλες τις περιπτώσεις και υποχρεωτική νομική εκπροσώπηση ενώπιον του Εθνικού Δικαστηρίου δεν παραβιάζει απαραίτητα τη σύμβαση». Από την άλλη, «στην περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο το επιτρέπει ο κατηγορούμενος επιλέγει να υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτό του χωρίς νομικό παραστάτη, τότε θεωρεί ότι έχει παραιτηθεί εν γνώσει του από το δικαίωμα νομικής συνδρομής και οφείλει να επιδεικνύει επιμέλεια ως προς τις διαδικασίες». Τα ίδια επαναλαμβάνονται στη 2η έκδοση εν λόγω συγγράμματος, σελ. 328, παρ. 231, 232 (βλ. και «ΕΣΔΑ Κατ’ άρθρο ερμηνεία» (έκδοση 2021) των Ι. Σαρμά, Ξ. Κοντιάδης, και Α. Ανθόπουλος, σελ. 358-359 (παρ.4.1, 4.2), «Law of the European Convention on Human Rights», 5η έκδοση (2022) των Harrys, O’Boyle & Warbrick, σελ. 480).

 

        Στην υπόθεση Correia de Matos v. Portugal, Application No 56402/12 (Grant Chamber), ημερ. 4.4.2018, όπου γίνεται ευρεία ανασκόπηση της νομολογίας του ΕΔΑΔ, επιβεβαιώνεται η μη απόλυτη φύση του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 6.3(γ) της ΕΣΔΑ. Η απόφαση ως προς ποια από τις δυο εναλλακτικές  που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο θα επιλεγούν, τουτέστιν το δικαίωμα του κατηγορούμενου να υπερασπιστεί αυτοπροσώπως ή να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο της επιλογής του, ή σε ορισμένες περιπτώσεις από δικηγόρο ο οποίος διορίζεται από το Δικαστήριο, εξαρτάται (α) από την εν ισχύι νομοθεσία ή τους κανόνες Δικαστηρίου, (παρ. 122), και (β) κατά πόσο εξουσιοδοτεί ή υποχρεώνει το Δικαστήριο να διορίσει δικηγόρο ακόμη και ενάντια στις επιθυμίες του κατηγορούμενου, αναλόγως των συμφερόντων της δικαιοσύνης με βάση τα δεδομένα της υπόθεσης (παρ. 124). Τούτο εμπίπτει στο  περιθώριο εκτίμησης (margin of appreciation) των συμβαλλομένων Κρατών το οποίο όμως δεν είναι απόλυτο (παρ. 123, 124, 125). Εξαρτάται από την παροχή ικανοποιητικών λόγων εξεταζόμενων υπό το πρίσμα της συνολικής δικαιότητας της ποινικής διαδικασίας, συνυπολογίζοντας κατά πόσο στην πραγματικότητα παρασχέθηκε πεδίο στον κατηγορούμενο για συμμετοχή στη δίκη (παρ. 143). Διορισμός δικηγόρου ενάντια στην επιθυμία του κατηγορούμενου είναι ασυμβίβαστος με την έννοια της δίκαιης δίκης εάν υπολείπεται σχετικής και επαρκούς αιτιολόγησης (βλ. και Croissant v. Germany, 16 E.H.R.R. 135, ARCBOLD 2021, παρ.16-121).

 

        Στην Κύπρο δεν υπάρχει νομοθετική πρόνοια η διαδικαστικός κανονισμός που να υποχρεώνει ή να επιτρέπει στο Δικαστήριο να διορίσει δικηγόρο να εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο παρά την επιλογή του για αυτοπρόσωπη υπεράσπιση. Το Άρθρο 64 της Ποινικής Δικονομίας δεν παρέχει στο Δικαστήριο τέτοιο δικαίωμα βάσει του Άρθρου 6.3(γ) της ΕΣΔΑ, ως ερμηνεύτηκε στη Stanvocic (ανωτέρω).

 

        Πέραν τούτου, υπογραμμίζεται ότι το δικαίωμα αυτοπρόσωπης υπεράσπισης κατοχυρώνεται και από το Άρθρο 12.5(γ) του Συντάγματος. Με βάση το Άρθρο 33 του Συντάγματος τα συνταγματικά κατοχυρωμένα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, «δεν υπόκεινται εις οιονδήποτε έτερον όρον, δέσμευσιν ή περιορισμόν πλην των εν τω παρόντι μέρει οριζομένων». Οι οποιεσδήποτε δεσμεύσεις ή περιορισμοί δέον να εφαρμόζονται στενά και να μην εφαρμόζονται για οιονδήποτε σκοπό πέραν εκείνου για τον οποίο θεσπίστηκαν. (βλ. Βασικές Πτυχές Κυπριακού Δικαίου, Γ.Μ. Πικής, σελ. 60, 61, Police v. Ekdotiki Eteria (1982) C.L.R. 63, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2000) 3 Α.Α.Δ. 238, Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ν. Λοίζου, σελ. 217). Το Άρθρο 12.5(γ) δεν θέτει οποιονδήποτε περιορισμό στο δικαίωμα αυτοπρόσωπης εκπροσώπησης. Το Άρθρο 35 του Συντάγματος υποχρεώνει τις Δικαστικές αρχές της Δημοκρατίας να διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος (βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 485).

 

        Σχετικά με τον διορισμό δικηγόρου από δικαιούχο δωρεάν νομικής αρωγής, συμφώνως του Άρθρου 10(2) του Ν.165(Ι)/2002, σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν υποδείξει δικηγόρο της επιλογής του «το Δικαστήριο διορίζει δικηγόρο από τον κατάλογο δικηγόρων ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το άρθρο 11, επιφυλασσομένου του δικαιώματος του δικηγόρου να αρνηθεί και τηρουμένων των εκάστοτε εν ισχύι Κανονισμών Δεοντολογίας των Δικηγόρων». Η εξουσία του Δικαστηρίου για διορισμό δικηγόρου με δωρεάν νομική αρωγή για εκπροσώπηση του κατηγορούμενου παύει να υφίσταται αφ’ ής στιγμής ο κατηγορούμενος δηλώσει απερίφραστα ότι δεν επιθυμεί πλέον την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, επιθυμώντας να εκπροσωπήσει ο ίδιος τον εαυτό του. Η παροχή δωρεάν νομικής αρωγής υπόκειται στην υποβολή αιτήσεως από τον κατηγορούμενο προς διασφάλιση του δικαιώματος εκπροσώπησης από δικηγόρο στην ποινική διαδικασία. Τούτο εξυπακούει ότι η παροχή δωρεάν νομικής αρωγής δεν μπορεί να  αντίκειται στην βούληση του κατηγορούμενου για αυτοπρόσωπη υπεράσπιση. Καμία πρόνοια του Ν.165(Ι)/2002 δεν εξουσιοδοτεί το Δικαστήριο να διορίσει δικηγόρο με δωρεάν νομική αρωγή εάν ο κατηγορούμενος πλέον δεν το επιθυμεί, επιλέγοντας να υπερασπιστεί αυτοπροσώπως.

 

        Στην υπόθεση Jian Chen v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 430, ο Εφεσείων καταδικάστηκε κατόπιν παραδοχής σε φόνο εκ προμελέτης. Στο πλαίσιο αίτησης για τροποποίηση των λόγων έφεσης η οποία αφορούσε, μεταξύ άλλων παραβίαση δικαιώματος του Εφεσείοντος να έχει συνήγορο της επιλογής του, αποφασίστηκε ότι ο συγκεκριμένος λόγος δεν είχε πιθανότητα επιτυχίας και η προσθήκη του δεν ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, καθότι ενώ ο Εφεσείων υπέβαλε αίτηση νομικής αρωγής, την εγκατέλειψε προτού αυτή εξεταστεί, και δεν κατέστη δυνατός ο διορισμός δικηγόρου παρότι το Κακουργιοδικείο κατέβαλε ανεπιτυχώς κάθε δυνατή προσπάθεια.

 

        Στη Μαnsour ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 465, αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η διεξαγωγή της δίκης δεν εξαρτάται από την κατά βούληση άσκηση του δικαιώματος διορισμού δικηγόρου του κατηγορούμενου. Εάν ίσχυε το αντίθετο η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος θα συνιστούσε προϋπόθεση για τη διεξαγωγή της δίκης, οδηγώντας τη δίκη σε αποτελμάτωση (βλ. Κυριάκου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 316).

 

        Στην υπόθεση Fourri ν. The Republic (ανωτέρω), λόγω της έλλειψης οικονομικών πόρων των κατηγορούμενων και της σοβαρότητας της υπόθεσης το Κακουργιοδικείο αποφάσισε ότι ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης ο διορισμός δικηγόρου για να υπερασπιστεί τους κατηγορούμενους βάσει του Άρθρου 64 της Ποινικής Δικονομίας, αναλόγως της επιλογής τους. Οι κατηγορούμενοι κατονόμασαν έξι δικηγόρους. Οι πέντε δεν αποδέχτηκαν τον διορισμό και ο έκτος έλειπε στο εξωτερικό. Το Κακουργιοδικείο προχώρησε σε διορισμό συγκεκριμένου δικηγόρου τον οποίο οι κατηγορούμενοι δεν αποδέχτηκαν. Κατόπιν τούτου, αφού επισήμανε ότι δεν μπορούσε να υποχρεώσει τους κατηγορούμενους να τους υπερασπίσει δικηγόρος τον οποίον δεν αποδέχονταν, προχώρησε στην ακρόαση της υπόθεσης έχοντας κατά νου τη δέουσα προσοχή η οποία πρέπει να επιδεικνύεται σε τέτοιες περιπτώσεις ούτως ώστε η απουσία δικηγόρου να μην επηρεάσει δυσμενώς τους κατηγορούμενους.

 

        Η αναφορά στη Βύρωνος ν. Γενικού Εισαγγελέα (2006) 2 Α.Α.Δ. 238, «…ανεξάρτητα και από τη δυνατότητα ο δικηγόρος που διορίζεται με νομική αρωγή να μην τυγχάνει απαραίτητα της έγκρισης του κατηγορουμένου», την οποία επικαλούνται οι συνήγοροι του Εφεσείοντος, παραπέμπει και είναι αλληλένδετη με τον λόγο της  Fourri (ανωτέρω). Δεν υποστηρίζει τη θέση ότι το Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας να υποχρεώσει τον κατηγορούμενο να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο ενάντια στη βούληση του.

 

        Είναι η εισήγηση των συνηγόρων του Εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο όφειλε να προχωρήσει στον διορισμό δικηγόρου για να εκπροσωπήσει τον Εφεσείοντα όπως έγινε στη Fouri. Δεν συμφωνούμε. Τα γεγονότα διαφοροποιούνται. Είναι προφανές ότι ο Εφεσείων επέλεξε να υπερασπίσει εαυτόν αυτοπροσώπως μετά από αποσύρσεις δυο δικηγόρων που εμφανίστηκαν αρχικά εκ μέρους του χωρίς νομική αρωγή, ενός δικηγόρου ο οποίος διορίστηκε με νομική αρωγή, και αφότου εξαντλήθηκε το ζήτημα εξεύρεσης δικηγόρου με δωρεάν νομική αρωγή από τον σχετικό κατάλογο ο οποίος τηρείται στο Πρωτοκολλητείο. Το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε με ιδιαίτερη προσοχή τη διασφάλιση του δικαιώματος εκπροσώπησης του Εφεσείοντος από δικηγόρο της επιλογής του πριν και μετά την υποβολή του αιτήματος δωρεάν νομικής αρωγής, εξαντλώντας κάθε δυνατό περιθώριο και επιδεικνύοντας υπέρμετρη ανοχή στις επανειλημμένες αναβολές της υπόθεσης για σκοπούς επίλυσης του ζητήματος. Αφ’ ής στιγμής ο Εφεσείων απέσυρε το αίτημα δωρεάν νομικής αρωγής, αποφασίζοντας να ασκήσει το δικαίωμα αυτοπρόσωπης υπεράσπισης που κατοχυρώνει το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ, το Κακουργιοδικείο δεν νομιμοποιείτο να επέμβει.

 

        Η υποχρέωση Δικαστηρίου έναντι κατηγορουμένου ο οποίος υπερασπίζεται αυτοπροσώπως είναι να διασφαλίσει ότι η μη εκπροσώπηση του από δικηγόρο δεν επενεργεί άδικα εναντίον του (βλ. Fourri), χωρίς από την άλλη να του υποδεικνύει τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης. Επ’ αυτού στην Mansour v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το κατά πόσο η δίκη είναι δίκαιη αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης και δεν αποφασίζεται με τρόπο αφηρημένο. Σε κάθε περίπτωση ο κατηγορούμενος πρέπει να αποδείξει ότι πράγματι έχει επηρεαστεί δυσμενώς. Η υποχρέωση του Δικαστηρίου να διασφαλίσει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης δεν φτάνει μέχρι του σημείου να υποδεικνύει τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης του κατηγορούμενου. (Βλ. Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας  (1998) 2 Α.Α.Δ. 104).” 

(Υπογράμμιση δική μας).

 

        Στη Χατζηδημητρίου (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι το Δικαστήριο δεν είχε την υποχρέωση να υποδείξει στον Εφεσείοντα, ο οποίος δεν υπερασπιζόταν με την βοήθεια δικηγόρου, ότι θα έπρεπε να καλέσει εμπειρογνώμονα γραφολόγο για να αμφισβητήσει τη μαρτυρία του γραφολόγου της Κατηγορούσας Αρχής, το οποίο θα ισοδυναμούσε με υπόδειξη χειρισμού του τρόπου χειρισμού της υπεράσπισης. Κάτι τέτοιο «θα ματαίωνε οριστικά την αποστολή του δικαστηρίου ως του αμερόληπτου κριτή μεταξύ της κατηγορούσης αρχής και της υπεράσπισης».

 

        Περαιτέρω στο σύγγραμμα ARCHBOLD 2021, παρ. 16-121 αναφέρεται ότι:

 

«…. a defendant who chooses to exercise his right under art.6(3)(c) to represent himself cannot ordinarily complain of the shortcomings of his ability to present his own defence in support of an argument that there was such inequality of arms as to render his conviction unsafe: Walton [2001] 8 Archbold News 2, CA. See also Jahree v State of Mauritius [2005] UKPC 7; [2005] 1 W.L.R. 1952. Cf. Mitchell (John) [1999] 1 W.L.R. 1679, PC …».

 

        Στρεφόμαστε τώρα στην εξέταση των θέσεων του Εφεσείοντος περί παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης ένεκα του τρόπου αντιμετώπισης του από το Κακουργιοδικείο, το οποίο δεν τον χειρίστηκε ως πρόσωπο το οποίο εμφανιζόταν χωρίς δικηγόρο, με αναφορά στις σελίδες των πρακτικών στις οποίες έχουμε παραπεμφθεί.

 

        (Α) Δεν μπορεί βάσιμα να λεχθεί ότι η απόφαση για αυτοπρόσωπη υπεράσπιση ελήφθη χωρίς ο Εφεσείων να αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα των κατηγοριών τις οποίες αντιμετώπιζε. Ο πρώτος συνήγορος υπεράσπισης ο οποίος εμφανίστηκε εκ μέρους του Εφεσείοντος (7.2.2019), δήλωσε ότι ο πελάτης του είναι μορφωμένος άνθρωπος και ότι του εξήγησε και κατανόησε όλες τις κατηγορίες τις οποίες δεν παραδέχεται.

 

        (Β) Οι αναφορές του Εφεσείοντος στο τέλος της αντεξέτασης του Μ.Κ.1 (σελ. 39) ότι «προς το παρόν δεν έχω άλλες ερωτήσεις», στο τέλος της αντεξέτασης του Μ.Κ.2 (σελ. 90) «προς το παρόν δεν έχω κάτι άλλο», στις οποίες οι συνήγοροι του δίνουν ιδιαίτερη σημασία, εξυπακούουν ότι δεν υπήρχαν άλλες ερωτήσεις αντεξέτασης. Δεν δημιουργείτο υποχρέωση στο Δικαστήριο να υποδείξει στον Εφεσείοντα ότι δεν θα είχε δεύτερη ευκαιρία αντεξέτασης των παραπονούμενων, ούτε σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης ο Εφεσείων εξέφρασε επιθυμία υποβολής περαιτέρω ερωτήσεων στους παραπονούμενους, για να τίθεται θέμα δυσμενούς επηρεασμού της υπεράσπισης λόγω μη επανακλήτευσης.

 

        (Γ) Επί του ισχυρισμού ότι ο Εφεσείων αναγκάστηκε να αντεξετάσει τον Μ.Κ.2 ενώ ήταν με την εντύπωση ότι την ημέρα εκείνη θα κατέθεταν άλλοι μάρτυρες, παρατηρούμε ότι δεν δηλώθηκε από πλευράς του Εφεσείοντος ότι δεν ήταν σε θέση να αντεξετάσει, ούτε κάτι τέτοιο προκύπτει από το περιεχόμενο της αντεξέτασης. Το δε μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης, παραδόθηκε στον Εφεσείοντα πολύ πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, ενόσω εκπροσωπείτο από δικηγόρο (σελ. 309), και επομένως είχε επαρκή χρόνο και διευκολύνσεις για την προετοιμασία της υπεράσπισης, συμφώνως των Άρθρων 12.5(β) του Συντάγματος και 6.3(β) της ΕΣΔΑ.

 

        Δεν υπάρχει δικονομική υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να πληροφορεί την υπεράσπιση για τον μάρτυρα ή μάρτυρες που θα παρουσιάσει κατά την επόμενη δικάσιμο, ούτε η μη πληροφόρηση περί τούτου δικαιολογεί την αναβολή της ακρόασης. Συμφώνως της νομολογίας «άπαξ και αρχίσει μια δίκη πρέπει να συνεχίζεται καθημερινά, όπου αυτό είναι δυνατό, μέχρι τη συμπλήρωση της» (βλ. Tsiarta v. Yiapana (1962) C.L.R., 198, σελ. 208). Ο κανόνας τυγχάνει αυστηρότερης εφαρμογής σε ποινικές υποθέσεις (βλ. Nicolaou v. Police (1965) 2 C.L.R. 87, Ρούσος ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 471, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η Αναθεωρημένη έκδοση, σελ. 237, 238), συναρτώμενος άμεσα με το δικαίωμα διάγνωσης της ποινικής ευθύνης εντός εύλογου χρόνου που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος (βλ. Fatsita v. Fatsita (1988) 1 C.L.R. 210).

 

        (Δ) Επί του ισχυρισμού ότι δεν επεξηγήθηκε στον Εφεσείοντα ο τρόπος κατάθεσης εγγράφων και ενστάσεων, διαπιστώνουμε το εντελώς αντίθετο από τις σελίδες των πρακτικών στις οποίες έχουμε παραπεμφθεί. Το Δικαστήριο εξήγησε στον Εφεσείοντα ότι επιστολή την οποία είχε στην κατοχή του από το Κτηματολόγιο, αφορώσα τη διαχείριση περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα του, δεν μπορούσε κατατεθεί κατά την αντεξέταση της Μ.Κ.5. Δεν ήταν το κατάλληλο στάδιο καθότι δεν ήταν παρών ο μάρτυρας του Κτηματολογίου. Όταν στη συνέχεια ο Εφεσείων δήλωσε ότι θα καταθέσει ο ίδιος την επιστολή, του εξηγήθηκε ότι θα δικαιούται να την παρουσιάσει σε περίπτωση που καταθέσει (σελ. 137). Σε άλλο σημείο το Δικαστήριο του επεξηγεί τον τρόπο κατάθεσης εγγράφου, την υποβολή θέσης που προκύπτει από έγγραφο, και πότε καθίσταται αναγκαία η κατάθεση εγγράφου, επισημαίνοντας ότι η εξήγηση των θεμάτων αυτών γίνεται κατ΄εξαίρεση επειδή ο κατηγορούμενος εμφανίζεται αυτοπροσώπως (σελ. 167).

 

        (Ε) Τα ίδια ισχύουν και για τον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο δεν άφησε τον Εφεσείοντα να υποβάλει τη θέση του για κατασκευασμένη μαρτυρία. Όταν ο Εφεσείων επιχείρησε να υποβάλει στην Μ.Κ.5 θέση προκύπτουσα από την κατάθεση της μητέρας της, η οποία στο μεταξύ απεβίωσε, το Κακουργιοδικείο επεξήγησε λεπτομερώς στον Εφεσείοντα τον τρόπο υποβολής θέσης σε μάρτυρα από έγγραφο το οποίο δεν ήταν κατατεθειμένο στη δίκη (σελ. 135, 136). Κατά την αντεξέταση της ίδιας μάρτυρος, το Δικαστήριο επισήμανε στον Εφεσείοντα ότι αντικείμενο της διαδικασίας δεν ήταν η επίλυση των διαφορών της διαχείρισης. Αναφορικά με τη θέση του Εφεσείοντος ότι η εναντίον του ποινική υπόθεση ήταν μια σκευωρία και ένα κατασκεύασμα, του υπεδείχθη ότι μπορούσε να υποβάλει τη θέση του στη μάρτυρα (σελ. 143, 144)

 

        (ΣΤ) Με παραπομπή σε πολλές σελίδες των πρακτικών (164, 167, 173-174, 216-7, 268-9, 276, 287, 288, 290, 302, 304, 305, 315, 322, 323, 349, 352, 356, 382, 385), οι συνήγοροι του Εφεσείοντος εισηγούνται ότι προκύπτει έλλειψη επεξήγησης της διαδικασίας. Έχουμε ανατρέξει στις σελίδες των πρακτικών εκ των οποίων προκύπτει το εντελώς αντίθετο. Συγκεκριμένα:

 

(1) Εξηγήθηκε στον Εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο δεν θα υπεισέλθει σε λεπτομέρειες των περιουσιακών διαφορών το οποίο δεν αποτελεί αντικείμενο της δίκης, εν αντιθέσει με τη σχετικότητα της ύπαρξης ή μη περιουσιακών διαφορών ένεκα της βασικής θέσης του Εφεσείοντος ότι οι περιουσιακές διαφορές ήταν ο λόγος των εναντίον του ψευδών καταγγελιών από τους παραπονούμενους (σελ. 164, 216, 217). Σε άλλο σημείο το Δικαστήριο επεξηγεί στον Εφεσείοντα για ακόμη μια φορά πως η λεπτομερής παράθεση μαρτυρίας για τα πεπραγμένα της διαχείρισης δεν αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας, μη επιτρέποντας την εκτροπή της δίκης σε θέματα άσχετα με τα επίδικα, επιτρέποντας όμως την αντεξέταση για την ύπαρξη περιουσιακών διαφορών στην οποία ο Εφεσείων αποδίδει το κίνητρο για τις εναντίον του κατ’ ισχυρισμό ψευδείς καταγγελίες (σελ. 173-4).

 

(2) Επί των εγγράφων τα οποία ο Εφεσείων επιχείρησε να καταθέσει μέσω του Μ.Κ.7, το Δικαστήριο εξήγησε δεν θα επιτρέψει την κατάθεση εγγράφων τα οποία αποδεικνύουν ότι ο μάρτυς ήταν εγγυητής στην διαχείριση, εφόσον ο μάρτυς αντεξεταζόμενος αποδέχτηκε το γεγονός. Σε προηγούμενο στάδιο της αντεξέτασης του Μ.Κ.7, το Κακουργιοδικείο εξήγησε στον Εφεσείοντα ότι δεν ήταν επιτρεπτό να υποβάλει στον μάρτυρα τις θέσεις άλλου μάρτυρα για να τις σχολιάσει (σελ. 172).

 

(3) Σε διάφορα σημεία της αντεξέτασης το Δικαστήριο δεν επέτρεψε στον Εφεσείοντα να υποβάλει ερωτήσεις αφορώσες την έκφραση γνώμης από μάρτυρες γεγονότων. Στην αντεξέταση της Μ.Κ.11 εξηγείται τον Εφεσείοντα ότι η γνώμη της για τη μαρτυρία άλλων προσώπων δεν ενδιαφέρει το Δικαστήριο σε αντίθεση με τα όσα η ίδια γνωρίζει (σελ. 268 πρακτικών). Κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.12 δεν επιτράπηκαν ερωτήσεις αφορώσες τη γνώμη του για το βάσιμο η μη των καταγγελιών κατά του Εφεσείοντος (σελ. 315, 352), και αν πίστεψε ότι ο παραπονούμενος (Μ.Κ.2) προσπάθησε να αυτοκτονήσει τρείς φορές (σελ. 353). Και κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.18, δεν επετράπη ερώτηση αφορώσα την έκφραση άποψης (σελ. 382). Στην κυρίως εξέταση του Μ.Κ.13 το Δικαστήριο εξηγεί στον Εφεσείοντα επειδή δεν είναι δικηγόρος, σε σχέση με προηγούμενη ερώτηση της κατηγόρου, ότι δεν ζητήθηκε η γνώμη του μάρτυρα αλλά η ερώτηση αποσκοπούσε στο να περιγράψει τη συμπεριφορά του αδελφού του (Μ.Κ.2), και πως οτιδήποτε λεχθεί το οποίο αφορά την έκφραση γνώμης θα αγνοηθεί (σελ. 323).

 

(4) Πριν την αντεξέταση του Μ.Κ.12 (αστυνομικού εξεταστή) ο Εφεσείων υποβάλλει αίτημα για αναβολή το οποίο εγκρίνεται για να λάβει αντίγραφα ημερολογίων ενεργείας τα οποία κατατέθηκαν και να δει αν υπήρχε οτιδήποτε άλλο από τον αστυνομικό φάκελο το οποίο δεν του είχε δοθεί (σελ. 302-5). Κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.17 το Δικαστήριο προειδοποιεί τον Εφεσείοντα ο οποίος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο ότι εάν επιμένει να κατατεθεί η κατάθεση της ψυχολόγου Ζ.Α. η οποία βρισκόταν στο εξωτερικό και λόγω σοβαρής ασθένειας και κορωνοϊού δεν μπορούσε να έρθει στην Κύπρο καταθέσει, οτιδήποτε αναφέρεται στην κατάθεση της το οποίο είναι ενάντια στα συμφέροντα του θα πρέπει να αξιολογηθεί (σελ. 385). Κατόπιν τούτου ο Εφεσείων δεν ζητεί την κατάθεση του εγγράφου.

 

(5) Οι υπόλοιπες σελίδες των πρακτικών στις οποίες γίνεται παραπομπή, αφορούν το επιτρεπτό ή μη ερωτήσεων ή ενστάσεων. Συγκεκριμένα, δεν επιτράπηκε ερώτηση του Εφεσείοντος άσχετη με τα επίδικα θέματα (σελ. 288), ζητείται από τον Εφεσείοντα να επαναδιατυπώσει ερώτηση (σελ. 276), δεν επιτρέπεται ερώτηση προς τον Μ.Κ.14 αφορώσα το δικαιολογημένο ή μη της προσωποκράτησης (σελ. 349), εξηγείται στον Εφεσείοντα ότι δεν είναι επιτρεπτό να υποβάλλει ένσταση ενόσω ο μάρτυρας απαντά σε ερώτηση της κατηγόρου και ότι θα έχει την ευκαιρία κατά την αντεξέταση να υποβάλει τη θέση του (σελ. 322). Σε άλλο σημείο το Δικαστήριο διερωτάται κατά πόσο συγκεκριμένη γραμμή αντεξέτασης σχετίζεται με τα επίδικα αλλά αφήνει τον Εφεσείοντα να συνεχίσει για να φανεί η σχετικότητα (σελ. 290).

 

        Διαπιστώνουμε ότι οι εν λόγω σελίδες των πρακτικών στις οποίες έχουμε παραπεμφθεί όχι μόνο δεν υποστηρίζουν τις θέσεις του Εφεσείοντος, αλλά αντίθετα καταδεικνύουν τον δίκαιο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε από το Κακουργιοδικείο, ως πρόσωπο το οποίο υπερασπιζόταν εαυτόν χωρίς δικηγόρο. Αυτό προκύπτει και από τα όσα καταγράφονται στο υπόλοιπο μέρος των πρακτικών της δίκης τα οποία μελετήσαμε με ιδιαίτερη προσοχή.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω δεν διαπιστώνουμε κανένα δυσμενή επηρεασμό του δικαιώματος δίκαιης δίκης του Εφεσείοντος.

 

        Ο 14ος λόγος έφεσης κρίνεται ως ανεδαφικός και απορρίπτεται. 

 

(V) ΑΝΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

        Με τον 18ο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την καταδικαστική απόφαση και ποινή ως αναιτιολόγητες επειδή (α) δεν αξιολόγησε με τον δέοντα τρόπο την καθυστέρηση σε συνάρτηση με την καταδίκη και το ύψος των ποινών, (β) δεν αιτιολόγησε τον τρόπο που προσέγγισε την καθυστέρηση και την ενισχυτική μαρτυρία και το νομικό καθεστώς που εφάρμοσε, (γ) δεν εξηγεί κατά τρόπο αιτιολογημένο τον τρόπο που καταδικάζει τον Εφεσείοντα ενώ μέσα από το σκεπτικό του διαφαίνεται η ύπαρξη υποβόσκουσας αμφιβολίας εν σχέσει με τα αλλότρια κίνητρα για την υποβολή καταγγελίας, (δ) δεν εξηγεί την κατάληξη του για μη παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης και κατάχρησης διαδικασίας. 

 

        Η αιτιολόγηση δικαστικών αποφάσεων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δίκαιης δίκης. H θέση της νομολογίας αποκρυσταλλώνεται στο κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση του Λιάτσου Δ., όπως ήταν τότε στη Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 12/15 κ.α., ημερ. 4.7.2017, ECLI:CY:AD:2017:B241:

 

«Η δίκαιη δίκη έχει στον πυρήνα της την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων. Παρέκκλιση από τις επιταγές του ΄Αρθρου 30.2 του Συντάγματος, πλήττει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, καθιστώντας την απόφαση άκυρη. Τα συστατικά στοιχεία αιτιολογημένης απόφασης τέθηκαν σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ορθή αιτιολόγηση θα πρέπει αναπόδραστα να εμπεριέχει προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων, σύνοψη της ουσιώδους μαρτυρίας, καθαρή καταγραφή ευρημάτων και σύνδεση της απόφασης με τα επίδικα θέματα, νομικά και πραγματικά. Η καταγραφή των ευρημάτων προκύπτει βεβαίως ως αποτέλεσμα ορθής ανάλυσης της προσαχθείσας μαρτυρίας, χωρίς να αποτελεί υποχρέωση του δικαστηρίου να επαναλάβει το σύνολο της  μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του. Είναι επίσης νομολογιακά καθορισμένο ότι είναι αχρείαστη η αναφορά σε κάθε επιμέρους πτυχή της μαρτυρίας καθώς επίσης και η απάντηση σε κάθε επιχείρημα που προβάλλεται και το οποίο βάσιμα κρίνεται ότι δεν είναι ουσιώδες ή νομικά αποδεκτό (Ανδρονίκου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, 534-535)».

 

        (βλ. και Βασικές Πτυχές Κυπριακού Δικαίου (2003) του Γ.Μ. Πική, σελ. 95-97)

 

        Με κάθε σεβασμό τα όσα αναφέρονται στον δέκατο όγδοο λόγο έφεσης στερούνται νομικού και πραγματικού ερείσματος. Στην καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου υπάρχει πλήρης αιτιλογία, περιέχουσα όλα τα συστατικά αιτιολογημένης απόφασης. Εμφανώς υπάρχει αναδίπλωση της δικαστικής της δικαστικής σκέψης με λογική αλληλουχία και ορθολογιστική προσέγγιση, παρουσιάζοντας «μια λογική συνοχή έκθεσης μαρτυρίας, ανάλυσης και αξιολόγησης και υπαγωγής των ευρημάτων στο ισχύον νομικό καθεστώς», ως επιτάσσει η νομολογία (βλ. L. Papaphilippou & Co Ltd v. Λουκά (2014) 1 Α.Α.Δ. 1193, Φούτα ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 730).  

 

        Καμία απολύτως υποβόσκουσα αμφιβολία δεν ανακύπτει μέσα από το σκεπτικό της καταδικαστικής απόφαση ως προς την ενοχή του Εφεσείοντος. Παρότι ο Εφεσείων δεν ήγειρε θέμα δίκαιης δίκης και κατάχρησης διαδικασίας, αυτοβούλως εξετάστηκαν απο το Κακουργιοδικείο λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων, παραπέμποντας στα αποφασισθέντα στη Γ.Π.Β. (ανωτέρω). Το οποίο είναι ενδεικτικό του ακριβοδίκαιου τρόπου με τον οποίο το Κακουργοδικείο αντιμετώπισε τον Εφεσείοντα.

 

        Τα ίδια ισχύουν για την απόφαση επιβολής ποινής. Σε ότι αφορά την καθυστέρηση των παραπονούμενων στην υποβολή της καταγγελίας, το Κακουργοδικείο εφάρμοσε την ισχύουσα νομολογία βάσει της οποίας η καθυστέρηση δεν προσμετρά ως μετριαστικός παράγοντας σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων, όπως εξηγούμε στη συνέχεια κατά την εξέταση των λόγων έφεσης κατά της ποινής.

 

        Ο  18ος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως ανεδαφικός.

 

(VΙ) ΗΛΙΚΙΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΟΣ

 

        Με τον 11ο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η καταδίκη του Εφεσείοντος στις κατηγορίες 25-27 καθότι αφορούσαν αδικήματα που διαπράχθηκαν περί ή πριν το 1995, χωρίς να διευκρινίζεται η ακριβής χρονική περίοδος. Αποτέλεσμα της χρονικής  αυτής αοριστίας δημιουργείται αμφιβολία κατά πόσο ο Εφεσείων βρισκόταν σε ηλικία ποινικής ευθύνης. Επίσης το Δικαστήριο δεν προσδιόρισε κατά πόσο εφαρμόζει τις πρόνοιες του Ποινικού Κώδικα για την ηλικία ποινικής ευθύνης ως ίσχυε κατά το χρόνο της δίκης ή ως ίσχυε κατά το χρόνο διάπραξης των υπό κατηγορία αδικημάτων. Κατά την εισήγηση των συνηγόρων του Εφεσείοντος το Κακουργιοδικείο όφειλε να εφαρμόσει τις πρόνοιες του Ποινικού Κώδικα για την ποινική ευθύνη ανηλίκου οι οποίες ίσχυαν κατά το χρόνο της δίκης με βάση την αρχή της αναδρομικής εφαρμογής του ηπιότερου νόμου. Συμφώνως του Άρθρου 14 του Ποινικού Κώδικα όπως τροποποιήθηκε από τους Ν.15(Ι)/99 και 18(Ι)/2006: «Όποιος έχει ηλικία κάτω των δεκατεσσάρων χρόνων δεν είναι ποινικά υπεύθυνος για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη». Πριν τις εν λόγω τροποποιήσεις το Άρθρο 14 προνοούσε τα ακόλουθα:

 

«A person under the age of seven years is not criminally responsible for any act or omission.

 

A person under the age of twelve years is not criminally responsible for an act or omission, unless it is proved that at the time of doing the act or omission he had the capacity to know that he ought not to do the act or make the omission.

 

A male person under the age of twelve years is presumed to be incapable of having carnal knowledge”.

 

        Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες κατηγορητηρίου τα αδικήματα των κατηγοριών 25 - 27 διαπράχθηκαν «σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ των ετών 1995 και 1997». Ο παραπονούμενος Μ.Κ.1 στη μαρτυρία του αναφέρει ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν μεταξύ των ετών 1995 - 1997. Αυτό αναφέρεται και στα σχετικά ευρήματα του Κακουργιοδικείου. Προς αμφισβήτηση της εν λόγω κατάληξης η πλευρά του Εφεσείοντος επικαλείται τη μαρτυρία της μητέρας του Μ.Κ.5 και του ψυχολόγου Μ.Κ.3, οι οποίοι αναφέρονται πιο γενικά στη δεκαετία του 1990, το οποίο αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να έλαβαν χώρα πρωθύστερα της χρονικής περιόδου που αναφέρει ο Μ.Κ.1, όταν ο Εφεσείων ήταν κάτω των 12 ετών και επομένως δεν βρισκόταν σε ηλικία ποινικής ευθύνης, βάσει του Άρθρου 14 του Ποινικού Κώδικα ως ίσχυε τότε.

 

        Διαφωνούμε με τις πιο πάνω εισηγήσεις οι οποίες δεν υποστηρίζονται από τη δοθείσα μαρτυρία. Η Μ.Κ.5 ανέφερε πως το μόνο που γνωρίζει είναι ότι τα παιδιά της και η οικογένεια της έμεναν στο Μ... τη δεκαετία του 1990 και ο Μ.Κ.1 περνούσε διαστήματα εκεί με τον πατέρα και τη μητριά της. Tο Καλοκαίρι του 2010 που ο Μ.Κ.1 τους απεκάλυψε για πρώτη φορά τη σεξουαλική του κακοποίηση από τον Εφεσείοντα, δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο που αυτή έλαβε χώρα, πλην ότι επισυνέβη όταν ήταν μικρό παιδί και ετύγχανε να μένει στο σπίτι του παππού στο Μ... όπου έμενε και ο Εφεσείων. Ούτε ο Μ.Κ.3 αναφέρθηκε σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο σεξουαλικής κακοποίησης του Μ.Κ.1 από τον Εφεσείοντα στη μοναδική συνεδρία την οποία είχε μαζί του.  

 

        Σε ότι αφορά το επιχείρημα περί εφαρμογής της αρχής του ηπιότερου νόμου, όπως αποφασίστηκε στην Ηλιάδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 2/18 κ.α., ημερ. 12.9.2018, όπου γίνεται εκτενής ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας του ΕΔΑΔ, η εν λόγω αρχή δεν αναιρεί την ποινική ευθύνη αλλά σχετίζεται μόνο με την ποινολογική μεταχείριση του αδικοπραγούντος σε περίπτωση που υπήρξε μείωση του ύψους της δια νόμου προβλεπόμενης ποινής κατά τον χρόνο εκδίκασης, σε αντιπαραβολή με τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος.

 

        Επίσης, όπως αποφασίστηκε στη Χριστοδούλου κ.α. ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 1, «σύμφωνα με το Άρθρο 10(2)(ε) του περί Ερμηνείας Νόμου - ΚΕΦ. 1, δεν καταργείται η ποινική ευθύνη για τη διάπραξη αδικήματος από την κατάργηση του ποινικού νομοθετήματος, εκτός όπου εκδηλώνεται πρόθεση περί του αντιθέτου στον καταργητικό νόμο». Στις τροποποιήσεις του Άρθρου 14 του Ποινικού Κώδικα δεν υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να καταργεί την ποινική ευθύνη. Επομένως, ορθώς ο Εφεσείων, ο οποίος γεννήθηκε στις ΧΧ Ιουλίου1981, κρίθηκε ποινικά υπεύθυνος για πράξεις οι οποίες έλαβαν χώρα μεταξύ 1995 - 1997.

 

        Ο 11ος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

(VΙΙ) ΥΠΟΒΟΣΚΟΥΣΑ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ

 

        Με τον 12ο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την καταδικαστική απόφαση ως ακροσφαλή επειδή από το σύνολο της μαρτυρίας δημιουργείται υποβόσκουσα αμφιβολία για την ορθότητα της καταδικαστικής απόφασης. Ο Εφεσείων μέσω των συνηγόρων του επικαλείται τα όσα προβάλλει στους προηγούμενους λόγους έφεσης περί αναξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, αλλότριων κινήτρων και έχθρας εναντίον του ένεκα των μεταξύ τους περιουσιακών διαφορών, τη μεγάλη χρονική καθυστέρηση στην υποβολή των καταγγελιών, την απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, την παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης, την κατάχρηση διαδικασίας, και την ενδόμυχη αμφιβολία του Κακουργιοδικείου για το αληθές των εναντίον του ισχυρισμών η οποία αναδύεται μέσα από το σκεπτικό της απόφασης.

 

        Το κριτήριο βάσει του οποίου κρίνεται η ύπαρξη υποβόσκουσας αμφιβολίας κατ’ έφεση για την ασφάλεια της καταδικαστικής ετυμηγορίας τέθηκαν στην Αγγλική υπόθεση R v. Cooper (1969) 53 Cr. App. R. 82, η οποία υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό αποφάσεων (βλ. Zisimides (1978) 2 C.L.R. 302, Katsiamanis v. The Republic (1980) 2 C.L.R. 107, Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 326, Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506. ΧΧ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 249/18, ημερ. 19.11.2019). Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση στην Cooper (ανωτέρω), σελ. 85-86:

 

« …(W)e are charged to allow an appeal against conviction if we think that the verdict of the jury should be set aside on the ground that under all the circumstances of the case it is unsafe …. That means that in case of this kind the Court must at the end ask itself a subjective question, whether we are content to let the matter stand as is or whether there is not some lurking doubt in our minds that makes is wonder whether an injustice has been done. This is a reaction which may not be based strictly on the evidence as such: it is a reaction which can be produced by the general feel of the case as the Court experiences it”.

 

        (βλ. επίσης Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η Αναθεωρημένη Έκδοση, του Γ.Μ. Πική σελ. 319, Archbold 2021, παρ. 7-48).

 

        Οι προαναφερθείσες θέσεις του Εφεσείοντος έχουν εξεταστεί λεπτομερώς και απαντηθεί στο πλαίσιο των προηγούμενων λόγων έφεσης, κρινόμενες ως ανεδαφικές. Καμία απολύτως αμφιβολία δεν προκύπτει από το σκεπτικό της καταδικαστικής απόφασης περί της ενοχής του Εφεσείοντος. Είναι πρόδηλη η ύπαρξη της απαιτούμενης βεβαιότητας προς απόδειξη όλων των εναντίον του κατηγοριών πέραν λογικής αμφιβολίας.

 

        Έχοντας δε μελετήσει προσεκτικά την απόφαση του Κακουργιοδικείου, τα πρακτικά της δίκης και μαρτυρικό υλικό, δεν υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να μας δημιουργεί υποβόσκουσα αμφιβολία για την ασφάλεια της καταδικαστικής απόφασης την οποία κρίνουμε καθόλα ορθή.

 

        Ο 12ος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

(VΙΙΙ) ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ

 

        Με τους λόγους έφεσης 15 - 17 ο Εφεσείων προσβάλλει τις επιβληθείσες ποινές ως υπερβολικές λόγω (α) του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος μεταξύ διάπραξης των αδικημάτων και επιβολής ποινής, (β) της καθυστέρησης στην υποβολή της καταγγελίας και την απάμβλυνσης του στοιχείου αποτροπής του αδικοπραγούντος (γ) των προσωπικών του συνθηκών, (δ) του υπερβολικού ύψους των ποινών εν σχέσει με τα αδικήματα στα οποία κρίθηκε ένοχος.  

 

        Οι αρχές βάσει των οποίων δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου σε επιβληθείσα ποινή αποκρυσταλλώνονται στο κάτωθι απόσπασμά από την Κυπρίζογλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 53/17 κ.ά., ημερ. 15.12.2017:

 

«Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής, καθότι ο καθορισμός της ποινής αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής. (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 Α.Α.Δ. 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 Α.Α.Δ. 686, Χρίστου Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 130/2013 ημερ. 16.5.2014 και Αναστάσιος Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015».

 

        (βλ. και Selmani κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 235/13 κ.α. Bora v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 79/17, ημερ. 13.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:B110, Α.Π. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 192/16, ημερ. 26.9.2019), ECLI:CY:AD:2019:B395. 

 

        Σε σχέση με το θέμα της καθυστέρησης στην υποβολή της καταγγελίας, τονίζεται ότι βάσει της νομολογίας η καθυστέρηση σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων δεν προσμετρά ως μετριαστικός παράγοντας στην επιβολή ποινής, σε αντίθεση με άλλης φύσης αδικήματα, λόγω των πολλών ανασταλτικών παραγόντων που συνήθως επενεργούν στον ψυχισμό του ανήλικου θύματος να εξωτερικεύσει την κακοποίηση και να βρει το θάρρος να καταγγείλει τον δράστη. Στη Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, αναγνωρίστηκε ότι η καθυστέρηση στην καταγγελία σε τέτοιου είδους υποθέσεις αποτελεί κοινοτοπία και είναι πλήρως κατανοητή από τα δικαστήρια (βλ. L.P.B. [1990] 91 Cr. App. R. 359, σελ. 361), το οποίο επαναλαμβάνεται σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων, Μηνά ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 228/18, ημερ. 16.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:B102, Ε.Α. (ανωτέρω), Γ.Π.Β (ανωτέρω)). Ως συνεπικουρούσα την πιο πάνω άποψη στη Μιχαήλ αναφέρεται η υπόθεση J.W. [2000] 1 Cr. App. R. (S) 234, όπου τα αδικήματα κατά της θυγατέρας του εφεσείοντος ο οποίος στη δίκη ήταν ηλικίας 80 ετών, διαπράχθηκαν προ σαρακονταετίας, όταν αυτή ήταν μεταξύ 11 και 15 ετών.

 

        Όπως επισημάναμε προσφάτως στη Δ.Σ.Δ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 271/22, ημερ. 20.12.2023, έκτοτε υπάρχει πληθώρα νομολογίας των Αγγλικών Δικαστηρίων αφορώσα υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων προσώπων, όπου η ποινή επιβλήθηκε δεκαετίες μετά τη διάπραξη των αδικημάτων, χωρίς καθ’ οιονδήποτε τρόπο να μειώνεται η ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η  υπόθεση John Clark, η οποία συνεξετάζεται στην R v. Forbes & Others [2016] EWCA Crim 1388, (παρ. 80, 81) όπου επικυρώθηκε 20ετής ποινή φυλάκισης επιβληθείσα το 2015, όταν ο Εφεσείων βρισκόταν σε ηλικία 79 ετών, για αδικήματα συστηματικής σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων παιδιών ηλικίας 7 έως 13 ετών, διαπραχθέντα μεταξύ των ετών 1974-1981, όταν βρισκόταν σε ηλικία 39-46 ετών (δηλαδή 33 – 40 έτη πριν την επιβολή ποινής). Πολλές άλλες ανάλογες υποθέσεις της Αγγλικής νομολογίας αναφέρονται στο σύγγραμμα των Rook & Ward, Sexual Offences Law & Practice, 6η έκδοση (2021), παρ. 30.157 - 30.192 (The Approach to Sentencing in Historic Sexual Offences).

 

        Σεξουαλικής φύσης αδικήματα τα οποία στρέφονται εναντίον παιδιών αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερα αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές. Όπως τονίστηκε στην Λευκαρίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 135/14 (σχ. με 138/14), ημερ. 22/11/2016:

 

«Σεξουαλικής φύσης αδικήματα τιμωρούνται από τα δικαστήρια με αποτρεπτικές ποινές, σε μια προσπάθεια καταστολής τους, τόσο επειδή στρέφονται και προσβάλλουν τα ήθη γενικά, όσο και επειδή προσβάλλουν και συνθλίβουν την προσωπικότητα των θυμάτων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2008) 2 Α.Α.Δ. 562). Ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή. Όταν στρέφονται κατά νεαρών προσώπων, τα οποία δεν έχουν ακόμη ολοκληρωμένη και ορθή αντίληψη για τη σεξουαλική πτυχή της ζωής ούτε σταθερές δυνάμεις αντίστασης, τα αδικήματα αυτά καθίστανται ιδιαίτερα σοβαρά …. Βέβαια, και σε αυτές τις περιπτώσεις η εξατομίκευση έχει τη θέση της, αλλά δεν μπορεί να οδηγεί στην εξουδετέρωση της ποινής και του αποτρεπτικού χαρακτήρα της».

 

        Ένεκα της έξαρσης που παρατηρείται σε αυτού του είδους τα αδικήματα εναντίον ανηλίκων προσώπων τα οποία έχουν καταστεί κοινωνική μάστιγα και της μεγάλης κοινωνικής απαξίας που τα χαρακτηρίζει, καθίσταται αναγκαία η επιβολή ιδιαίτερα αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωτήρη Σάββα, Ποιν. Εφ. 202/2021, ECLI:CY:AD:2022:D116, ημερ. 17/2/2022, Clarson v. Αστυνομία, Ποιν. Εφ. 38/22, ημερ. 27.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B411, S.J.L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 129/21, ημερ. 27.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B409). Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Robert Cionel Clarson ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 38/2022, ημερ. 27/10/2022, ECLI:CY:AD:2022:B411:

 

«Οι υποθέσεις αυτής της φύσεως και γενικά οι υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων και μάλιστα με θύματα παιδιά δεν βρίσκονται μόνο σε έξαρση, δεν αποτελούν απλώς αδικήματα που δεσπόζουν στο εγκληματικό στερέωμα της Κύπρου, αλλά έχουν πλέον εξελιχθεί σε πρωτοφανή μάστιγα.  

 

Η κατάσταση αυτή δημιουργεί υποχρέωση στα δικαστήρια για επιβολή ιδιαίτερα αποτρεπτικών και συνεπώς αυστηρών ποινών, με αποτέλεσμα οι προσωπικές περιστάσεις να είναι δευτερεύουσας και η εξατομίκευση της ποινής, όσο επιβεβλημένη κι αν είναι, να μην έχει αποφασιστικό ρόλο.  

 

Ό,τι έχει σημαίνουσα σημασία είναι η προστασία των παιδιών και των θεμελιακών τους δικαιωμάτων από εγκλήματα αυτής της φύσης, τα οποία συνθλίβουν τον ψυχικό τους κόσμο και εξευτελίζουν την προσωπικότητα τους.  

          [.]

 

Καθοριστική είναι η έντονη ανάγκη αποτροπής και ο τονισμός της αυστηρότητας που απαιτείται σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το έγκλημα αυτής της φύσης.  Έγκλημα εναντίον του παιδιού, της κοινωνίας και του πολιτισμού.»

 

        Η μειωμένη σημασία των προσωπικών περιστάσεων σε αδικήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων ένεκα της ανάγκης επιβολής αποτρεπτικών ποινών τονίστηκε επίσης στην Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 178/2017, ECLI:CY:AD:2018:B457, ημερ. 24/10/2018:

 

«Η μεγάλη κοινωνική απαξία που τα αδικήματα αυτής της φύσης ενέχουν, η ανάγκη αποτροπής που πηγάζει από την απαράδεκτη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται και η μεγάλη σημασία που έχει το αγαθό που ο Νόμος θέλει να προστατεύσει, δηλαδή το παιδί, είναι παράγοντες που καθιστούν τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις δευτερεύουσας σημασίας».

 

        (βλ. S.J.L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 129/21, ημερ. 27.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B409).

 

        Προηγούμενες αποφάσεις επιβολής ποινών δεν ενέχουν δεσμευτικό χαρακτήρα καθότι είναι αλληλένδετες με τη φύση και συνθήκες διάπραξης του εκάστοτε αδικήματος και τις προσωπικές συνθήκες του παραβάτη. Είναι όμως ενδεικτικές ως προς τον καθορισμό του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων αδικημάτων και των παραμέτρων καθορισμού της ποινής (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1, Valdez κ.α. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 144/16 (Σχ. 145/16) ημερ. 21.2.2017, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 127/19 (Σχ. 130/19) ημερ. 10.3.2021).

 

        Ενδεικτικές των αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών οι οποίες επιβάλλονται σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων ανάλογης σοβαρότητας, είναι οι αποφάσεις στις οποίες αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο. Στη Μ.Σ. ν Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 48/20, ημερ. 29.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:B367, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 27 ετών επιβληθείσα κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας για συστηματική σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης με κολπική και πρωκτική επαφή με τη χρήση απειλών, επί σειρά ετών από την ηλικία των 6 ½ μέχρι την ηλικία των 10 ½ ετών, η οποία δεν κρίθηκε υπερβολική. Μάλιστα στο τέλος της απόφασης αναφέρεται ότι «…η πολυετής ποινή φυλάκισης άρμοζε πλήρως στην παρούσα περίπτωση και η ποινή που επιβλήθηκε συνιστούσε μια δίκαιη τιμωρία για την αποτρόπαια συμπεριφορά που ο Εφεσείων επέδειξε αντικατοπτρίζοντας την αποστροφή της κοινωνίας έναντι τέτοιων εγκλημάτων και αποστέλλοντας, παράλληλα, ένα ηχηρό μήνυμα ότι εγκλήματα αυτού του είδους θα αντιμετωπίζονται από τα Δικαστήρια με την επιβολή αυστηρότατων και αποτρεπτικών ποινών».

 

        Στη Γ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 140/12, ημερ. 14.9.2015, επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 20 ετών επιβληθείσα κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, για βιασμούς, αιμομιξία και διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 εναντίον αφορούσα τη μια θυγατέρα του Εφεσείοντος (Χ.), και άσεμνες επιθέσεις εναντίον και των δυο του θυγατέρων (Α.Γ. και Χ.) σε διάφορες ημερομηνίες και για μεγάλο χρονικό διάστημα (1998 - 2009). Άλλη υπόθεση είναι η Ν.Ν. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 762, όπου επικυρώθηκε 25ετής συνολική ποινή φυλάκισης του Εφεσείοντος για βιασμούς δυο ανήλικων κοριτσιών ηλικίας 6 και 8 σχεδόν ετών. Ενώ στην Α.F.K. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 44/18, ημερ. 6.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:B515, επικυρώθηκε 20ετής ποινή φυλάκισης κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, για επανειλημμένους βιασμούς (15 στο σύνολο) ανήλικου κοριτσιού ηλικίας 7 - 9 ετών από τον Εφεσείοντα, ο οποίος ήταν ερωτικός σύντροφος της μητέρας της, διαμένων μαζί τους στην οικογενειακή κατοικία, εκμεταλλευόμενος τη σχέση εμπιστοσύνης και οικειότητας που είχε με την ανήλικη.

 

        Στην επιβολή ποινής το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε από τις πιο πάνω νομολογιακές λαμβάνοντας υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο και προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος, χωρίς καθ’ οιονδήποτε τρόπο να καμφθεί η ανάγκη για επιβολή αυστηρής και αποτρεπτικής ποινής. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη σελ. 16 της απόφασης:

 

«Η αυξητική τάση στη διάπραξη αδικημάτων αυτής της φύσης, όχι μόνο αναγνωρίζεται από τη νομολογία αλλά προκύπτει εμπράκτως από τον όγκο των υποθέσεων που τίθενται καθημερινά ενώπιον των Δικαστηρίων. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επιτάσσει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών και καθιστά την αυστηρή μεταχείριση των παραβατών επιτακτική». 

 

        Η καθυστέρηση στην υποβολή της καταγγελίας και το μακρύ χρονικό διάστημα από τη διάπραξη των αδικημάτων λήφθηκε σε περιορισμένο βαθμό υπόψη χωρίς να επενεργεί ως ελαφρυντικός παράγοντας συμφώνως της νομολογίας.  Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στις επιβαρυντικές συνθήκες της σεξουαλικής κακοποίησης του Μ.Κ.2 με έντονο το στοιχείο της βιαιότητας, η οποία επισυνέβη όταν το ανήλικο θύμα βρισκόταν στη τρυφερή ηλικία των 6-9 χρόνων και τις καταστροφικές συνέπειες που επέφερε στον ψυχισμό του. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση επιβολής ποινής του Κακουργιοδικείου, στις σελ. 16-17:

 

«Μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο, ως ανωτέρω περιγράφεται, λαμβάνουμε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου και τις προσωπικές του περιστάσεις, ως τέθηκαν από τον ίδιο και την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας.

 

Από εκεί, όμως, και πέρα, όλα τα στοιχεία που παρουσιάζει η παρούσα υπόθεση μόνο επιβαρυντικά μπορεί να θεωρούνται για τον κατηγορούμενο, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος την απόλυτη αγάπη και εμπιστοσύνη των παραπονούμενων αδελφότεκνων του, προέβηκε σε εμετικές πράξεις που μόνο απέχθεια και αποτροπιασμό προκαλούν σε κάθε νουνεχή άνθρωπο.  Έστω και αν το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν τη μικρή διαφορά στην ηλικία μεταξύ Μ.Κ.1 και κατηγορουμένου, ο οποίος κατά τον επίδικο χρόνο ήταν περί τα 14-15 ετών, πώς μπορεί να παραβλεφθεί η μεγάλη διαφορά στην ηλικία μεταξύ κατηγορουμένου και Μ.Κ.2 και ότι κατά τον επίδικο χρόνο έναρξης των κατ’ αυτού αδικημάτων, ο Μ.Κ.2 ήταν 6 ετών και ο κατηγορούμενος 25 ετών;

 

Ή πώς μπορεί να αγνοηθεί ότι τα θύματα των σεξουαλικών ορέξεων του κατηγορουμένου είναι τέκνα, ο μεν Μ.Κ.1, ετεροθαλούς αδελφής του κατηγορουμένου, ο δε Μ.Κ.2, της αδελφής του κατηγορουμένου και βαφτιστικός του;

 

Ή πώς, και πάλι, μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι οι εναντίον, ειδικά, του Μ.Κ.2 πράξεις περιείχαν έντονα το στοιχείο βιαιότητας, με δέσιμο των χεριών σε πολλές περιπτώσεις, κάλυψη των ματιών και γενικά φυσικής βιαιότητας; Ενώ, παράλληλα, επρόκειτο για επαναλαμβανόμενους σεξουαλικούς εξευτελισμούς, καλά προσχεδιασμένους και τελούμενους επί ενός παιδιού της τρυφερής ηλικίας των 6-9 ετών;  Αδιανόητο φαντάζει το ότι ο Μ.Κ.2, σε κάποιες περιπτώσεις, προσέρχετο από μόνος του στο μαρτύριο του, με την ευχή ο κατηγορούμενος να μην είναι βίαιος.

  

Τέλος, πως μπορούν να αγνοηθούν οι καταστροφικές επιπτώσεις που είχαν οι άνομες ενέργειες του κατηγορουμένου στον ψυχικό κόσμο των παραπονουμένων και ειδικά του Μ.Κ.2, ο οποίος, σε τρεις περιπτώσεις επιχείρησε να θέσει τέρμα στη ζωή του;  Ήταν, παράλληλα, εμφανές πόσο επίπονη ήταν η όλη αναβίωση των γεγονότων από αμφότερους τους Μ.Κ.1 και 2 κατά τη μαρτυρία τους στο Δικαστήριο.

 

Όλα τα ως άνω, κρίνουμε ότι αποτελούν στοιχεία επιβαρυντικά, τα οποία δικαιολογούν επιβολή ακόμη πιο αυστηρών ποινών, ως αναλύεται και στην πιο πάνω παρατεθείσα νομολογία και κατατάσσουν την παρούσα υπόθεση στις σοβαρότερες του είδους»

 

        Είναι προφανές ότι το Κακουργιοδικείο στάθμισε ορθά κάθε σχετικό παράγοντα ο οποίος θα μπορούσε να επενεργήσει στον καθορισμό της ποινής. Οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων κατά του Μ.Κ.2 ήταν άκρως επιβαρυντικές προκαλώντας αποστροφή και αποτροπιασμό. Ορθά παρατηρείται ότι η παρούσα υπόθεση είναι από τις χειρότερες του είδους. Η επιβληθείσα ποινή των 20 ετών φυλάκισης δεν είναι έκδηλα υπερβολική αλλά εντάσσεται εντός του ορθού νομικού πλαισίου. Το ίδιο και οι υπόλοιπες συντρέχουσες ποινές των 10 και 4 ετών.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω η έφεση κατά της καταδίκης και κατά της ποινής απορρίπτεται.

 

 

 

Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

Γ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ, Δ.

 

 

Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο