ΕΦΕΤΕΙΟ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 368/2018)

 

19 Φεβρουαρίου 2024

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

HEATRON COMPANY LIMITED,

Εφεσείοντες

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

 

Χρ. Λειβαδιώτου (κα) για Εφεσείοντες

Ε. Φλωρέντζου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Εφεσίβλητη

 

------------------------

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

 

----------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Κοινό έδαφος, ως αποτυπώνεται και στην πρωτόδικη απόφαση, αποτελεί ότι οι εφεσείοντες ήταν ιδιοκτήτες ακινήτου για το οποίο αιτήθηκαν την έκδοση άδειας οικοδομής. Η άδεια αυτή εκδόθηκε στις 6.6.2003. Μεταξύ άλλων, ήταν όρος της άδειας οικοδομής πως «Το μέρος του τεμαχίου που επηρεάζεται από τη διεύρυνση του οδικού δικτύου όπως δείχνεται με κόκκινη γραμμή και κίτρινο χρώμα να παραχωρηθεί στο δημόσιο και να διαμορφωθεί σύμφωνα με τους επισυναπτόμενους κατασκευαστικούς όρους». Στις 27.6.2003 (πριν παρέλθει το χρονικό διάστημα των 75 ημερών για την καταχώρηση προσφυγής κατά του πιο πάνω όρου της άδειας οικοδομής), δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, η οποία αφορούσε μέρος του ως άνω επίδικου ακινήτου, για σκοπό βελτίωσης του παλαιού δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού και στις 25.6.2004 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης. Το μέρος του ακινήτου που αναφερόταν στον πιο πάνω όρο της άδειας οικοδομής και το μέρος του ακινήτου το οποίο θα επηρεαζόταν από την απαλλοτρίωση είναι τα ίδια. Στις 24.8.2004 αποστάλθηκε στους εφεσείοντες προσφορά ΛΚ50 (€85.43) για το μέρος που απαλλοτριώθηκε. Οι εφεσείοντες δεν αποδέχθηκαν την πιο πάνω προσφορά και καταχώρησαν την επίδικη παραπομπή.

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τη θεώρηση των εφεσειόντων ότι είχαν δικαίωμα στην επιδίκαση αποζημιώσεων για το μέρος της περιουσίας τους το οποίο απαλλοτριώθηκε, καθώς, επίσης, την αντίθετη θέση της εφεσίβλητης, ότι δεν δικαιούντο κάτι τέτοιο, εφόσον, σύμφωνα με τον όρο της άδειας οικοδομής, το απαλλοτριωθέν ακίνητο, είχε ήδη παραχωρηθεί στο Δημόσιο. Η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής κατέληξε, για τους λόγους που ανέλυσε, στην απόφαση ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα στις αξιώσεις τους και απέρριψε την Παραπομπή.

 

        Την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι εφεσείοντες προσβάλλουν με επτά λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, αποδίδουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο αυθαιρεσία και λανθασμένη προσέγγιση του θέματος αξίωσης αποζημίωσης σε απαλλοτρίωση νομικά και πραγματικά. Ενώ, ως οι εφεσείοντες προβάλλουν, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε την αρχή ότι το μέτρο αποζημίωσης είναι η αξία που έχει το ακίνητο κατά τη μέρα της δημοσίευσης της Γνωστοποίησης, εντούτοις έσφαλλε κατά την εκτίμηση των γεγονότων σε συνάρτηση με τις νομικές αρχές που διέπουν το θέμα, όσον αφορά το επίδικο, με αποτέλεσμα να θεωρήσει ότι η αποζημίωση είναι μηδενική (2ος λόγος). Με τον τρίτο λόγο έφεσης αποδίδεται σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο στο να μην αποδεχθεί ότι, μετά τη δημοσίευση της απαλλοτρίωσης, δεν υπήρχε λόγος οι εφεσείοντες να προσβάλουν, με προσφυγή, τον όρο (5) της άδειας οικοδομής, ενόσω η διοικητική πράξη απαλλοτρίωσης υπερίσχυε του εν λόγω όρου, ο οποίος είχε ατονήσει. Ως λανθασμένη προβάλλεται, επίσης, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αξία του ακινήτου τη μέρα της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης ήταν μηδενική και η μη επιδίκαση, ως ποσό αποζημίωσης, το συμφωνηθέν ποσό των €13.000.- πλέον τόκους (4ος λόγος). Σφάλμα αποδίδεται, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, στην στήριξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Michalakis Avraamides (κατωτέρω), ενώ, με τον έκτο λόγο έφεσης, προβάλλεται μη αξιολόγηση της μαρτυρίας σε συνάρτηση με τις έγγραφες προτάσεις. Τέλος, με τον έβδομο λόγο έφεσης, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα στη μη επιδίκαση του συμφωνηθέντος ποσού και, εν πάση περιπτώσει, των εκτιμητικών εξόδων.

 

Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τόσο τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία των εφεσειόντων, όσο και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς της εφεσίβλητης. Έχουμε την άποψη ότι είναι ορθό οι λόγοι έφεσης να εξετασθούν σωρευτικά, λόγω της συνάφειας τους.

 

Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι, με δεδομένο το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης, το ουσιαστικό επίδικο θέμα ήταν το κατά πόσο οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα στον καθορισμό και λήψη αποζημίωσης, ως η αξίωση τους. Αυτό προκύπτει, εμφανώς, από τις δικογραφημένες θέσεις της εφεσίβλητης, στην υπεράσπιση της οποίας προβάλλεται ότι «αρνείται ότι η απαιτήτρια δικαιούται στις αξιούμενες αποζημιώσεις. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η δίκαιη και εύλογη αποζημίωση στην οποία δικαιούται είναι το ποσό των €85,43 ονομαστικό ποσό, όπως αναλυτικά αναφέρεται στην έκθεση εκτίμησης της». Εις δε την σχετική εκτίμηση, η κατάληξη είναι «… Επειδή όμως η απαλλοτριωμένη έκταση με όρο της άδειας της Αρμόδιας Αρχής (βλέπε σημείωση όρου αρ. 5 της άδειας της Αρμόδιας Αρχής με σημείο ‘Ε’) παραχωρείται στο οδικό δίκτυο, δεν καταβάλλεται οποιαδήποτε αποζημίωση. Σημειώνεται ότι η εν λόγω άδεια εφαρμόστηκε». Καταγράφεται, συναφώς, ως καταβλητέα αποζημίωση – ΜΗΔΕΝ και, ως ελάχιστο ποσό αποζημίωσης - €85,43.

 

Άλλωστε, προς την ίδια κατεύθυνση ήταν και η από κοινού δήλωση, ως εμφαίνεται στο πρακτικό ημερομηνίας 21.3.2014, ότι «Έχουμε καταλήξει ότι αν κριθεί ότι η Δημοκρατία οφείλει να καταβάλει οποιανδήποτε χρηματική ποινή ως αποζημίωση για απαλλοτρίωση παρά το γεγονός ότι στην εκδοθείσα άδεια οικοδομής υπάρχει ο όρος 5, το ποσό αυτό εκ συμφώνου ανέρχεται σε €13.000 πλέον οι τόκοι και τα εκτιμητικά και τα δικηγορικά έξοδα ως ορίζει ο Νόμος. Το θέμα που παραμένει είναι νομικό…». Επιφύλαξη υπήρξε μόνο επί αναμενόμενης νομολογίας.

 

Επομένως, ορθά και εντός των ορίων των δικογραφημένων θέσεων το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα, με τα συναφή παράπονα των εφεσειόντων να κρίνονται αβάσιμα.

 

Έχοντας, λοιπόν, συνοψίσει την προσκομισθείσα μαρτυρία και έχοντας αξιολογήσει θετικά όλους τους μάρτυρες, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε, με αναφορά στους μάρτυρες, ως συμπεράσματα του, την ύπαρξη της άδειας οικοδομής και των όρων αυτής, της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, του διατάγματος απαλλοτρίωσης και της προσφοράς αποζημίωσης ύψους ΛΚ50. Επίσης, το γεγονός ότι, κατόπιν νομικής συμβουλής που έλαβαν, οι εφεσείοντες δεν προσέβαλαν, είτε τους όρους της άδειας, είτε την απαλλοτρίωση του μέρους του ακινήτου, και το ότι η οικοδομή στο επίδικο ακίνητο είχε ολοκληρωθεί. Περαιτέρω, το ότι δεν είχε δημοσιευτεί ρυμοτομία για το επίδικο ακίνητο και το ότι, επειδή δεν υπήρχε ρυμοτομία, τέθηκαν όροι όπως τμήμα του υπό ανάπτυξη ακινήτου παραχωρηθεί και εγγραφεί ως δημόσιος δρόμος, και, τέλος, το ότι, σύμφωνα με την πρακτική και τις διαδικασίες που ακολουθούνται στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, εφόσον, κατά την ημέρα της Γνωστοποίησης της Απαλλοτρίωσης, υπήρχε ο όρος 5 στην άδεια οικοδομής του επίδικου ακινήτου, ήτοι για παραχώρηση μέρους για το οδικό δίκτυο, τότε, για σκοπούς αποζημίωσης, το απαλλοτριωθέν μέρος δεν είχε καμιά αξία. Συνοψίζοντας, το πραγματικό υπόβαθρο ως εξής:-

 

«1.   Στις 6/6/2003 εκδόθηκε άδεια οικοδομής για το επίδικο ακίνητο. Ήταν όρος της άδειας οικοδομής όπως «Το μέρος του τεμαχίου που επηρεάζεται από τη διεύρυνση του οδικού δικτύου όπως δείχνεται με κόκκινη γραμμή και κίτρινο χρώμα να παραχωρηθεί στο δημόσιο και να διαμορφωθεί σύμφωνα με τους επισυναπτόμενους κατασκευαστικούς όρους».

2.   Δεν καταχωρήθηκε προσφυγή εναντίον του πιο πάνω όρου της άδειας.

3.   Στις 27/6/2003, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, η οποία αφορούσε μέρος του επίδικου ακινήτου, για σκοπό βελτίωσης του παλαιού δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού.

4.   Στις 25/6/2004 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης.

5.   Η Αιτήτρια δεν αμφισβήτησε με προσφυγή την απαλλοτρίωση.

6.   Το μέρος του ακινήτου το οποίο παραχωρείτο σύμφωνα με τον όρο 5 της άδειας οικοδομής και το μέρος που απαλλοτριώθηκε είναι τα ίδια.

7.   Στις 24/8/2004 αποστάληκε στην Αιτήτρια εταιρεία προσφορά ΛΚ50 (€85.43) για το μέρος που απαλλοτριώθηκε.

8.   Η Αιτήτρια δεν αποδέχθηκε την πιο πάνω προσφορά και καταχώρησε την επίδικη παραπομπή.

9.   Η οικοδομή εντός του επίδικου ακινήτου έχει ολοκληρωθεί.

10. Εκκρεμούσης της διαδικασίας, τα μέρη συμφώνησαν και δήλωσαν ως εύλογη και δίκαιη αποζημίωση το ποσό των €13.000 σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η Αιτήτρια εταιρεία δικαιούται αποζημίωση.

Τα αμέσως πιο πάνω συνιστούν και διαπιστώσεις μου.

Διαπίστωση μου επίσης, συνιστά και το ότι, την ημέρα δημοσίευσης της Γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, η αξία του απαλλοτριωθέντος μέρους του ακινήτου, για σκοπούς υπολογισμού αποζημίωσης, ήταν μηδενική, εφόσον σύμφωνα με την άδεια οικοδομής, υπήρχε όρος ότι αυτό παραχωρείτο στο Δημόσιο.»

 

        Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής ανέλυσε το σκεπτικό της, ως εξής:-

 

«Στην υπό εξέταση περίπτωση, τη μέρα της δημοσίευσης της Γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, στην άδεια οικοδομής του ακινήτου, είχε τεθεί ο όρος 5, σύμφωνα με τον οποίο, ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη του ακινήτου παραχωρείτο το επίδικο μέρος. Ο όρος αυτός δεν αμφισβητήθηκε. Η Αιτήτρια εταιρεία δεν καταχώρησε προσφυγή αμφισβητώντας τη νομιμότητα του όρου.  Το γεγονός ότι δημοσιεύθηκε Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης πριν από την παρέλευση των 75 ημερών που θα μπορούσε να προσβάλει τον όρο της άδειας οικοδομής, ουδόλως επηρεάζει το δικαίωμα της Αιτήτριας για αμφισβήτηση του εν λόγω όρου. Εάν αμφισβητούσε τη νομιμότητα του συγκεκριμένου όρου όφειλε να το πράξει εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των 75 ημερών. Το ότι μεσολάβησε μια άλλη διοικητική πράξη η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης δεν επηρέαζε το δικαίωμα προσφυγής κατά του όρου οικοδομής.

Ας μη λησμονούμε ότι η Αιτήτρια επιθυμούσε την ανάπτυξη του ακινήτου της, εξού και αποτάθηκε στην αρμόδια αρχή για εξασφάλιση σχετικής άδειας.  Άδεια παραχωρήθηκε.  Στην άδεια υπήρχαν όροι, μεταξύ των οποίων και ο όρος για παραχώρηση μέρους του ακινήτου στο δημόσιο.  Ο όρος αυτός δεν προσβλήθηκε. Η ανάπτυξη εντός του ακινήτου ολοκληρώθηκε, εφόσον ως ο διευθυντής της Αιτήτριας ανέφερε κατά την αντεξέτασή του, η οικοδομή εντός του ακινήτου έχει ανεγερθεί. Ίσως η απαλλοτρίωση να έγινε εκ του περισσού, ως και η μάρτυρας για το κτηματολόγιο επισήμανε, εφόσον ήδη για το επίδικο μέρος προϋπήρχε ο όρος της άδειας. Αυτό βέβαια δεν είναι ούτε επίδικο ζήτημα, ούτε κάτι το οποίο χρήζει περαιτέρω σχολιασμού ή επίλυσης στα πλαίσια της υπόθεσης αυτής.

Σύμφωνα με το μέτρο που λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να καθοριστούν οι αποζημιώσεις, ήτοι ποια θα ήταν η αξία του ακινήτου εάν δεν λάμβανε χώρα η απαλλοτρίωση και εφαρμόζοντάς το στην υπό εξέταση, εφόσον το απαλλοτριωθέν μέρος σύμφωνα με τον όρο άδειας είχε παραχωρηθεί στο δημόσιο και εφόσον ο συγκεκριμένος όρος ίσχυε κατά τη μέρα δημοσίευσης της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης, και ειρήσθω εν παρόδω σημειώνω ότι όρος αυτός ουδέποτε αμφισβητήθηκε, τότε η αξία του επίδικου ακινήτου, τη μέρα δημοσίευσης της γνωστοποίησης της απαλλοτρίωσης ήταν μηδενική. Δεν είναι επομένως δυνατόν, η Αιτήτρια να επωφεληθεί από την απαλλοτρίωση και να λάβει ποσά τα οποία δεν θα λάμβανε εάν πωλούσε το ακίνητο και η απαλλοτρίωση δεν είχε λάβει χώρα.

Σχεδόν πανομοιότυπο ζήτημα απασχόλησε, μεταξύ άλλων, την Π.Ε.Δ. Καρακάννα, στην υπόθεση Michalakis Avraamides Estates Limited ν. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Συνενωμένες Παραπομπές: 34/2008, 35/2008, 36/2008, 37/2008, 38/2008, 20/11/2014,  την προσέγγισή της επί του ζητήματος, όπως αυτή καταγράφεται στην απόφαση αυτή υιοθετώ πλήρως.»

 

        Δεν είναι άνευ σημασίας η τελευταία ως άνω παραπομπή και υιοθέτηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της προσέγγισης στη συγκεκριμένη απόφαση πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία εξετάστηκε κατ’ έφεση και επικυρώθηκε. Αφορούσε δε, ανάλογο πραγματικό υπόβαθρο με την παρούσα. Στην MICHALAKIS AVRAAMIDES ESTATES LIMITED v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 8/2015, ημερομηνίας 25.7.2023, εξηγείται ότι «Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η Εφεσείουσα δεν δικαιούτο σε αποζημίωση συνεπεία της απαλλοτρίωσης καθότι έπρεπε να είχε διεκδικήσει αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 67 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Ν.90/72, κάτι το οποίο παρέλειψε να πράξει. Και τούτο, καθότι είχε προηγηθεί η έκδοση πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής δυνάμει των οποίων είχε τεθεί όρος για την παραχώρηση του υπό κρίση μέρους των ακινήτων και εγγραφή του ως δημόσιου δρόμου.»

 

        Βοηθητική, για σκοπούς της παρούσας, κρίνεται η παράθεση αποσπάσματος από την εν λόγω απόφαση:-

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν επιβλήθηκαν περιορισμοί, αλλά όροι στην πολεοδομική άδεια και στην άδεια οικοδομής, οι οποίοι παρείχαν το δικαίωμα απαίτησης για αποζημίωση βάσει του άρθρου 67 του Ν.90/72, η οποία έπρεπε να είχε υποβληθεί εντός έξι μηνών από την ημερομηνία ειδοποίησης της πολεοδομικής απόφασης.

      Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας v. Κούλουμου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 365 και Γιωργαλλίδου κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 373, στις οποίες στηρίχθηκε ο δικηγόρος της Εφεσείουσας. Το Δικαστήριο διέκρινε τις εν λόγω υποθέσεις από τις υπό κρίση Παραπομπές στη βάση του ότι εκείνες αφορούσαν περιορισμούς και όχι όρους, η μεν πρώτη περιορισμούς με βάση τον περί Αρχαιοτήτων Νόμο, Κεφ. 31, η δε δεύτερη δεσμευτική ρυμοτομία. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι περιορισμοί στις εν λόγω υποθέσεις επιβλήθηκαν δια νόμου και εμπόδιζαν τους ιδιοκτήτες γης να εκμεταλλευθούν ελεύθερα τα ακίνητα τους, εξού και κρίθηκε ότι αυτοί (οι περιορισμοί) ενέπιπταν εντός του άρθρου 10(η) του Ν.15/62.

      Ο δικηγόρος της Εφεσείουσας επανέλαβε την ίδια θέση και ενώπιον μας, με παραπομπή στην ίδια νομολογία. Θεωρούμε καθόλα ορθή τη διάκριση στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο καθότι οι υπό κρίση Παραπομπές αφορούν σε αίτημα της Εφεσείουσας και έγκριση αυτού με την έκδοση άδειας στην οποία είχαν υποβληθεί όροι τους οποίους μάλιστα η Εφεσείουσα απεδέχθη και ενήργησε δυνάμει αυτών.»

 

Μετά δε, από αναφορά και ανάλυση της Μακροσέλλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2017:A70, Πολιτική Έφεση Αρ. 268/2010, ημερομηνίας 3.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:A70, στην οποία επισημάνθηκε η ως άνω διαφοροποίηση, αναφέρθηκαν τα εξής περαιτέρω:

 

 «Οι ίδιες αρχές υιοθετήθηκαν στις υποθέσεις Δημοκρατία v. Χαραλαμπίδη, Πολ. Έφ. Αρ. 120/2011, ημερ. 30.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A199, ECLI:CY:AD:2017:A199, Γενικός Εισαγγελέας v. Κουλλουππά, Πολ. Έφ. Αρ. 4/14, ημερ. 12.2.2020, ECLI:CY:AD:2020:A58, ECLI:CY:AD:2020:A58 και στην πρόσφατη υπόθεση Κασιουρή κ.ά. v. Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. Αρ. 357/14, ημερ. 23.3.2023, ECLI:CY:AD:2023:A105, ECLI:CY:AD:2023:A105.

      Η απαίτηση της Εφεσείουσας, όπως δικογραφείται, βασίζεται εξ ολοκλήρου στη μείωση της αγοραίας αξίας των υπό κρίση ακινήτων και μάλιστα κατά την έναρξη της ακρόασης οι δύο πλευρές συμφώνησαν και δήλωσαν την αξία των ακινήτων και το ποσοστό επηρεασμού αυτών σε περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει ότι η Εφεσείουσα δικαιούται σε αποζημίωση. Επομένως, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η απαίτηση της Εφεσείουσας δεν αφορούσε αποζημίωση συνεπεία απαλλοτρίωσης αλλά ότι η Εφεσείουσα μπορούσε να υποβάλει απαίτηση δυνάμει του άρθρου 67 του Ν.90/72 εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, ανεξαρτήτως του ότι δεν είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο εκδοθεί πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Ορθή ήταν και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι όροι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος της πολεοδομικής άδειας δυνάμει του άρθρου 25 του Ν.90/72 και ότι κατά τη δημοσίευση της Γνωστοποίησης της Απαλλοτρίωσης, η Εφεσείουσα ήταν μεν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ακινήτου, η κυριότητα όμως του οποίου είχε μεταφερθεί στο δημόσιο και απλώς εκκρεμούσε η εγγραφή του στο νόμιμο δικαιούχο, ήτοι τη Δημοκρατία.»

 

        Κατά ανάλογο τρόπο, οι ίδιες αρχές ισχύουν και στην υπό κρίση υπόθεση και έφεση. Όταν τέθηκε ο όρος 5 στην άδεια οικοδομής, οι εφεσείοντες είχαν το δικαίωμα να τον αμφισβητήσουν, ή, εντός έξι μηνών, να αναζητήσουν αποζημίωση δυνάμει του Άρθρου 67 του Ν.90/72. Δεν το έπραξαν. Το γιατί δεν το έπραξαν παραμένει, εκ των πραγμάτων, άνευ σημασίας. Η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης του ιδίου μέρους της ακίνητης περιουσίας ουδόλως αναίρεσε τον, προηγουμένως, επιβαλλόμενο όρο στην άδεια οικοδομής. Δεδομένου, περαιτέρω, ότι επρόκειτο περί όρου και όχι περιορισμού, οι πρόνοιες που αφορούν αποζημίωση συνεπεία απαλλοτρίωσης δεν τίθεντο σε εφαρμογή. Με παγιωμένη την κατάσταση πραγμάτων, ως είχε διαμορφωθεί, δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετική η κατάληξη ως προς την αποδοτέα αποζημίωση ως αποτέλεσμα ενδεχόμενης απώλειας λόγω της απαλλοτρίωσης. Το μέρος που απαλλοτριώθηκε, εκ των πραγμάτων δεν παρείχε στους εφεσείοντες δικαίωμα στη βάση της απαλλοτρίωσης, αφού, πλέον τελεσίδικα, είχε παραχωρηθεί στη βάση του όρου 5 της άδειας οικοδομής.

 

        Δεν υφίσταται οτιδήποτε άλλο το οποίο θα μπορούσε να λεχθεί επί του προκειμένου. Δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση το οποίο να δικαιολογεί παρέμβαση μας.

 

Ουδείς από τους λόγους έφεσης ευσταθεί, συμπεριλαμβανομένου και αυτού που αφορά τη μη απόδοση των εκτιμητικών εξόδων, δεδομένου ότι το επίδικο θέμα δεν αφορούσε τον υπολογισμό του εύλογου ποσού, αλλά το καθαρά νομικό ζήτημα του κατά πόσον οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα σε αποζημίωση.

 

Η έφεση, συνακόλουθα, απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €2.200.- πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων.

 

                                                Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                        Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                        Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο