ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. 64/2018)

28 Φεβρουαρίου 2024

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

Αντώνης Ζαχαρίου Ιωάννου

Εφεσείων

Και

1.        Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας,

2.        Ελένης Βασιλείου

3.        Μιχαλάκης Ελευθερίου

4.        Ελευθέριος Ελευθερίου

Εφεσίβλητοι

Για εφεσείοντα: κος Χρίστος Ιωσηφίδης  

Για εφεσίβλητο 1: κος Αντώνης Μελάς - Δικηγόρος της Δημοκρατίας

Για εφεσίβλητη 2: καμία εμφάνιση

Για εφεσίβλητους 3 και 4: κος Σωκράτης Ιωάννου για Α.Ι. Κίτσιος Δ.Ε.Π.Ε

Εφεσείων: Παρών

                   

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ. Με την παρούσα Έφεση, αμφισβητείται απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση – έφεση του εφεσείοντα μέσω της οποίας επιζητούσε την ακύρωση απόφασης του εφεσίβλητου 1, Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (ο Διευθυντής). Στην εν λόγω απόφαση του, ο Διευθυντής απέρριψε σχετική ένσταση του εφεσείοντα, ο οποίος αμφισβητούσε την εκ μέρους του Διευθυντή υιοθέτηση νέων κτηματολογικών σχεδίων στην περιοχή Μονιάτης όπου ευρίσκεται και το τεμάχιο 203, ιδιοκτησίας κατά ½ του εφεσείοντα.

Κρίνουμε σκόπιμο στο στάδιο αυτό να αναφερθούμε συνοπτικά στα παραδεκτά  γεγονότα της υπόθεσης, ώστε να γίνουν κατανοητά τα επίδικα θέματα της παρούσας.

Ο εφεσείων είναι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του ½ μεριδίου στο επίδικο ακίνητο (τεμάχιο 203) στην περιοχή της κοινότητας Μονιάτη. Ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση εξέτασης συνοριακής διαφοράς για το εν λόγω ακίνητο, η οποία εξακολουθεί να εκκρεμεί. Η θέση του Διευθυντή, είναι ότι η προηγούμενη χωρομετρική εργασία που έγινε για το επίδικο ακίνητο είναι λανθασμένη και δεν συνάδει με το εν χρήσει σχέδιο της ευρύτερης περιοχής. Ο Διευθυντής αποφάσισε ως εκ τούτου προτού εξετάσει την συνοριακή διαφορά για το επίδικο ακίνητο, να προωθήσει για την περιοχή που βρίσκεται το ακίνητο στην κοινότητα Μονιάτη, την διαδικασία υιοθέτησης νέων σχεδίων. Η κοινοποίηση υιοθέτησης νέων, προς αντικατάσταση των υφιστάμενων σχεδίων, δημοσιεύτηκε στις 7.5.2010.

Η θέση του Διευθυντή είναι ότι η δημοσίευση των προτεινόμενων νέων σχεδίων, δημιουργεί ένα καινούργιο εκσυγχρονισμένο σχέδιο για την περιοχή. Όλοι οι ιδιοκτήτες των τεμαχίων της περιοχής που καλύπτεται από το νέο σχέδιο, το αποδέχθηκαν, συμπεριλαμβανομένης και της συνιδιοκτήτριας του εφεσείοντα. Ο εφεσείων όμως, υπέβαλε στις 28.6.2010 ένσταση για την υιοθέτηση των νέων σχεδίων. Ως εκ τούτου, ο Διευθυντής τον πληροφόρησε ότι η αίτηση του για συνοριακή διαφορά δεν μπορεί να εξεταστεί, εφόσον εκκρεμεί η εν λόγω ένσταση του.

Στις 10.2.2015, ο Διευθυντής απέρριψε την πιο πάνω ένσταση του εφεσείοντα. Εναντίον της απόφασης του Διευθυντή, καταχωρίστηκε από τον εφεσείοντα η υπό κρίση αίτηση – έφεση. Πέραν την ακύρωσης της απόφασης του Διευθυντή για απόρριψη της ένστασης του, ο εφεσείων με την προαναφερόμενη αίτηση – έφεση, επιζητούσε επίσης όπως ο Διευθυντής επιλύσει την συνοριακή διαφορά, εφαρμόζοντας το υφιστάμενο σχέδιο και όχι τα νέα σχέδια που  υιοθέτησε για την περιοχή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε μετά από ακροαματική διαδικασία την πιο πάνω αίτηση – έφεση. Κρίθηκε ότι δεν ευσταθούν οι θέσεις του εφεσείοντα όπως υποβλήθηκαν πρωτοδίκως για  υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας από τον Διευθυντή, πλάνη περί τα πράγματα λόγω χρήσης λανθασμένων μετρήσεων και ανεπαρκούς έρευνας καθώς και το ότι η υιοθέτηση νέων σχεδίων ήταν προϊόν δόλου και λανθασμένης διαδικασίας με σκοπό την συγκάλυψη λαθών και παραλείψεων του Διευθυντή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από μελέτη όλου του υλικού που τέθηκε ενώπιον του, αποφάνθηκε ότι ο Διευθυντής με την υιοθέτηση των νέων σχεδίων δεν ενήργησε λανθασμένα ή με δολιότητα για κάλυψη λαθών ως ισχυρίζεται ο εφεσείων. Αντιθέτως έκρινε ότι όλες οι ενέργειες του Διευθυντή καλύπτονταν από διαφάνεια και τηρώντας όλες τις προβλεπόμενες από τον νόμο διαδικασίες του άρθρου 50Α του Κεφ.224, εκπόνησε τα νέα σχέδια με τα σύγχρονα μέσα και τρόπους υπολογισμού, για να αποτυπωθεί ορθά η επί τόπου κτηματολογική κατάσταση.

 Κρίθηκε επίσης μεταξύ άλλων ότι  με βάση την απόφαση του Διευθυντή για υιοθέτηση των νέων σχεδίων, δεν έγινε καμία αλλαγή στα σύνορα και κατ' επέκταση οι αντίθετες τοποθετήσεις του εφεσείοντα και του εμπειρογνώμονα του, απορρίφθηκαν ως αβάσιμες.

Το αίτημα για έκδοση διατάγματος για επίλυση συνοριακής διαφοράς, επίσης απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Κρίθηκε ότι η υπό κρίση αίτηση – έφεση δεν αφορούσε αίτημα για επίλυση συνοριακής διαφοράς. Αντιθέτως, αυτό που καλείτο το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασίσει, ήταν η ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση του εφεσείοντα στην υιοθέτηση των νέων σχεδίων. Απορρίφθηκε επίσης η θέση του εφεσείοντα ότι ο Διευθυντής θα έπρεπε πριν εκδώσει την επίδικη απόφαση του, να αναμένει την έκδοση της απόφασης στην αγωγή 1482/2011 με την οποία ζητούσε στην ουσία την ίδια θεραπεία, ήτοι να διαταχθεί ο Διευθυντής να προβεί σε επίλυση της συνοριακής διαφοράς στην βάση των υφιστάμενων σχεδίων.

Ο εφεσείων με 23 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προτού εξετάσουμε τους λόγους έφεσης θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε στην νομική πτυχή της διαδικασίας αίτησης – έφεσης με την οποία αμφισβητείται απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου.

Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, η αίτηση – έφεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου αποτελεί την μόνη οδό για αναθεώρηση απόφασης του Διευθυντή Κτηματολογίου, προκειμένου να ελεγχθεί όχι μόνο η νομιμότητα αλλά και η ορθότητα της απόφασης (βλ. Σάββας Παπαγεωργίου v. Ιωάννη Πατσαλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ 1365). Στην παρούσα περίπτωση η αίτηση – έφεση στηρίχθηκε στο Άρθρο 80 του Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμου (Κεφ.224) που έχει ως εξής:

80. Κάθε πρόσωπο το οποίο έχει παράπονο κατά οποιασδήποτε διαταγής, ειδοποίησης ή απόφασης του Διευθυντή, που διενεργήθηκε, δόθηκε ή λήφθηκε δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού δύναται, εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της διαταγής αυτής, ειδοποίησης ή απόφασης να υποβάλει έφεση στο Δικαστήριο και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει επί αυτής τέτοιο διάταγμα ως ήθελε είναι δίκαιο αλλά, κανένα Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται οποιασδήποτε αγωγής ή διαδικασίας επί οποιουδήποτε ζητήματος σε σχέση με το οποίο ο Διευθυντής έχει εξουσία να ενεργεί δυνάμει των διατάξεων του Νόμου αυτού, εκτός με έφεση όπως προνοείται στο άρθρο αυτό:

………………………………………………………………………………

Σύμφωνα με την νομολογία που έχει ερμηνεύσει το Άρθρο 80 του Κεφ. 224, το Επαρχιακό Δικαστήριο ακολουθεί τις αρχές με βάση τις οποίες το Διοικητικό Δικαστήριο, προβαίνει σε δικαστικό έλεγχο σε συνάρτηση με διοικητικές πράξεις ή αποφάσεις στον τομέα του δημόσιου δικαίου (βλ. Αντωνίου ν. Αριστοκλή κα (2016)  1 Α.Α.Δ 1616).

Μεταξύ των λόγων ακύρωσης διοικητικών πράξεων, έχει αναγνωριστεί και η έλλειψη αιτιολογίας της διοικητικής πράξης (βλ. μεταξύ άλλων Δημοκρίτου ν Κολοσσιάτη κα (2007) 1 Α.Α.Δ 235). Όσον αφορά τις αποφάσεις του Διευθυντή του Κτηματολογίου, η υποχρέωση αιτιολογίας πηγάζει επίσης από τις πρόνοιες του Κανονισμού 6 των Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Κανονισμών του 1956.

Στο ίδιο πλαίσιο μπορούν να ακυρωθούν αποφάσεις του Διευθυντή που είναι αποτέλεσμα υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας. Από την άλλη, ισχυρισμοί για εμφιλοχώρηση δόλου και αλλότριων κινήτρων στην απόφαση του Διευθυντή δεν μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο του Άρθρου 80 του Κεφ. 224. Στην υπόθεση  Κτωρίδη Έλλη Μιχαήλ ν. Επάρχου Λεμεσού κα (2005) 1 Α.Α.Δ 541, λέχθηκε ότι εάν η αιτήτρια ήθελε να προσβάλει την απόφαση του Διευθυντή στηριζόμενη σε αλλότρια κίνητρα, θα έπρεπε να καταχωρήσει αγωγή και όχι αίτηση - έφεση (βλ. επίσης Χ"Ιωάννου ν. Κωνσταντίνου κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 844).

Όμως το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης του Διευθυντή όπως συμβαίνει στην διοικητική δίκη, αλλά επεκτείνεται στην ορθότητα της και γενικότερα στις ρυθμίσεις των δικαιωμάτων των διαδίκων με γνώμονα το δίκαιο του πράγματος. Σύμφωνα με την απόφαση Kafieros ν. Theocharous (1978) 1 Α.Α.Δ. 619, το Επαρχιακό Δικαστήριο δύναται σε διαδικασίες αίτησης - έφεσης με βάση το Άρθρο 80 του Κεφ. 224, να προβεί σε αναψηλάφιση της απόφασης του Διευθυντή, ακολουθώντας συναφείς αρχές προς την αναθεωρητική διαδικασία, δικαιούμενο όμως ταυτόχρονα να υποκαταστήσει με δική του απόφαση, αυτήν του Διευθυντή. Περαιτέρω, το Επαρχιακό Δικαστήριο ερευνά όχι μόνο αν η απόφαση του Διευθυντή ήταν αιτιολογημένη και εύλογη υπό τις περιστάσεις αλλά αν ήταν και ουσιαστικά ορθή (Κουμή ν. Κούντουρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1312 και Σάββα ν. Κώστα (2003) 1 Α.Α.Δ. 1944, Κουντουριδη κα ν. Νικολάου, 1 Α.Α.Δ (2008) 2008).

Τονίζεται εντούτοις ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν θα υποκαταστήσει εύκολα με τη δική του διακριτική ευχέρεια, αυτήν του Διευθυντή εκτός εάν υπάρχουν ισχυροί λόγοι που να αποδεικνύονται με αποδεκτή μαρτυρία και οι οποίοι να συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση. Η εξουσία του Διευθυντή είναι πράγματι ευρεία σύμφωνα με το Νόμο και τους Κανονισμούς, ιδιαίτερα γιατί είναι πρόσωπο περισσότερο ικανό σαν ειδικός να αποφασίσει ζητήματα κτηματικής φύσης και το Δικαστήριο στην απουσία συγκεκριμένων και ισχυρών λόγων δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματά του. Σχετική είναι η υπόθεση Κτωρίδη Έλλη Μιχαήλ ν. Επάρχου Λεμεσού και Άλλων (ανωτέρω). Λέχθηκε ότι, παρότι κατά το δικαστικό έλεγχο που προσφέρει το Άρθρο 80 του Κεφ 224 το Δικαστήριο υπεισέρχεται στην ίδια την ουσιαστική ορθότητα της απόφασης του Διευθυντή και δεν περιορίζεται στην εξωτερική νομιμότητα της, εντούτοις το βάρος είναι στον εφεσείοντα - αιτητή να καταδείξει ότι η απόφαση του Διευθυντή ως του κατ' εξοχήν αρμόδιου, είναι λανθασμένη. Εγχείρημα όχι ευχερές, που μπορεί να επιτύχει μόνο αν συντρέχουν ισχυροί λόγοι που να το στηρίζουν.

Να σημειωθεί επίσης ως προς το διαδικαστικό μέρος της αίτησης – έφεσης ότι σύμφωνα με το Άρθρο 10.3 των Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Κανονισμών του 1956, η ακρόαση της αίτησης – έφεσης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις με δικαίωμα αντεξέτασης ως προνοείται από τη Διαταγή 39 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών που ίσχυαν κατά τους επίδικους χρόνους εκδίκασης της υπόθεσης.

Στην παρούσα περίπτωση, η απόφαση του Διευθυντή για υιοθέτηση νέων σχεδίων, στηρίχθηκε στο άρθρο  50 Α (1) του Κεφ 224 που έχει ως εξής:

50Α.—(1) Ο Διευθυντής δύναται να διατάξει την υιοθέτηση νέων σχεδίων για οποιαδήποτε πόλη, χωριό ή ενορία, ή για οποιοδήποτε τμήμα πόλης, χωριού ή ενορίας που καθορίζεται από αυτόν, σε αντικατάσταση των σχεδίων που είναι σε χρήση, είτε τα νέα αυτά σχέδια (τα οποία στο εξής στο άρθρο αυτό θα αναφέρονται "ως τα νέα σχέδια") είναι επί της ίδιας κλίμακας όπως αυτά που θα αντικατασταθούν είτε επί διαφορετικής.

Σύμφωνα με το Άρθρο 50Α(3) του Κεφ. 224 αν εντός της προθεσμίας εξήντα ημερών από την τελευταία δημοσίευση της γνωστοποίησης των νέων σχεδίων υποβληθεί οποιαδήποτε ένσταση, ο Διευθυντής μελετά αυτή και κοινοποιεί την απόφαση του σχετικά µε αυτή, µε ειδοποίηση που επιδίδεται στο πρόσωπο που υποβάλλει την ένσταση και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο τα έννομα συμφέροντα του οποίου, δυνατό να επηρεάζονται από την ένσταση ή από την απόφαση.

Στην υπόθεση Διευθυντής Κτηματολογίου και Χωρομετρίας,  v. Saint Anthony Hills Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ 1336, λέχθηκε ότι η διαδικασία της υιοθέτησης νέων σχεδίων που γίνεται για σκοπούς εκσυγχρονισμού των στοιχείων κάθε τεμαχίου γης και ακριβέστερου προσδιορισμού των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών, δεν είναι ξεκομμένη και ανεξάρτητη από την διόρθωση των κτηματικών αρχείων, η οποία στην ουσία ακολουθεί την υιοθέτηση των νέων σχεδίων. Είναι ως εκ τούτου σημαντικό να ειδοποιούνται από το Κτηματολόγιο όλα τα επηρεαζόμενα πρόσωπα εντός των προθεσμιών που καθορίζει η οικεία νομοθεσία ως προς την πρόθεση του Διευθυντή για την υιοθέτηση νέων σχεδίων.

Στην υπόθεση Άννας Μ. Ιωάννου ν. Σοφίας Κωνσταντίνου κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 749, ο Διευθυντής του Κτηματολογίου τροποποίησε κτηματολογικό σχέδιο και τον τίτλο εγγραφής του οικοπέδου της εφεσείουσας, κατ’ επίκληση του Άρθρου 61(1)(2) του Κεφ. 224. Η απόφαση του κρίθηκε από το Δικαστήριο ως ορθή, παρόλο που η τροποποίηση επέφερε μείωση κατά 700 τετραγωνικά πόδια στο ακίνητο της εφεσείουσας, και αύξηση της ανάλογης έκτασης στο ακίνητο της εφεσίβλητης. Ουσιαστικά θεωρήθηκε πως με τη διόρθωση, αποκαταστάθηκε η αντιστοιχία μεταξύ της ιδιοκτησίας και της απεικόνισης της στα κτηματολογικά σχέδια, βιβλία και έγγραφα.

Από την πιο πάνω απόφαση συνάγεται ότι, ακόμα και η δημιουργία αρνητικής επίπτωσης στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα κατόχου γης που προκύπτει από τροποποίηση κτηματολογικού σχεδίου, προς αποκατάσταση της αντιστοιχίας μεταξύ της ιδιοκτησίας και της απεικόνισης της στα κτηματολογικά σχέδια, δεν οδηγεί από μόνη της σε ακυρότητα μια τέτοιας απόφασης. Λέχθηκε επίσης στην πιο πάνω υπόθεση ότι τα Άρθρα 61 και 50 του Κεφ. 224 σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους.  Είναι δε αξιοσημείωτο ότι με τον τροποποιητικό Νόμο 16/80, ο Νομοθέτης επεδίωξε να άρει οποιεσδήποτε αμφιβολίες για το εύρος των εξουσιών του Διευθυντή να προβαίνει σε διορθώσεις λαθών και παραλείψεων σε όλα τα βιβλία, σχέδια και εγγραφές του Κτηματολογίου.

Επανερχόμενοι στην παρούσα και αφού εξετάσαμε με την δέουσα προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων, κρίνουμε για τους λόγους που θα εξηγήσουμε πιο κάτω ότι οι λόγοι έφεσης που προβάλει ο εφεσείων δεν ευσταθούν.

Στην προκειμένη περίπτωση οι λόγοι που οδήγησαν στην υιοθέτηση των νέων σχεδίων επεξηγούνται στην απόφαση του Διευθυντή και έχουν τεκμηριωθεί με επαρκή μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Είναι ορθό το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι όλες οι ενέργειες του Διευθυντή καλύπτονταν από διαφάνεια και ότι αιτιολόγησε πλήρως την αναγκαιότητα υιοθέτησης των νέων σχεδίων. Στο πλαίσιο αυτό  και τηρώντας όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες του άρθρου 50Α του Κεφ.224, ο Διευθυντής εκπόνησε τα νέα σχέδια με τα σύγχρονα μέσα και τρόπους υπολογισμού, για να αποτυπωθεί ορθά η επί τόπου κτηματολογική κατάσταση.

Έπεται ότι δεν έχει αποδειχθεί έλλειψη αιτιολογίας ή κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας από τον Διευθυντή κατά την υιοθέτηση των νέων σχεδίων και την απόρριψη της ένστασης του εφεσείοντος ως εισηγείται ο τελευταίος με την παρούσα έφεση του.

Ο εφεσείων παραπονείται επίσης ότι ο Διευθυντής δεν παρέδωσε αιτιολογημένη απόφαση στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου, κατά παράβαση του Κανονισμού 6(2) των περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμών του 1956.

Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Πέραν του γεγονότος ότι τέτοιο επιχείρημα δεν προωθήθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία, είναι σαφές ότι η απόφαση του Διευθυντή δόθηκε στον εφεσείοντα και περιλαμβάνει τους λόγους της απόρριψης της ένστασης του. Ο Κανονισμός 6(2) αναφέρει ρητά ότι η υποχρέωση του Διευθυντή για παράδοση των λόγων απόφασης του στο Πρωτοκολλητείο δεν ισχύει όταν είχε προηγουμένως δώσει τους λόγους της απόφασης του στον εφεσείοντα. Κάτι που έγινε στην παρούσα περίπτωση αφού την εν λόγω απόφαση την επισύναψε ο εφεσείων στην πρωτόδικη αίτηση – έφεση του χωρίς να ζητήσει να του χορηγηθεί περαιτέρω δήλωση που να εξηγεί τους λόγους της προσβαλλόμενης απόφασης.

Σχετική είναι η απόφαση Αντωνίου ν. Αριστοκλή κα (ανωτέρω) όπου το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι από το λεκτικό του Κανονισμού 6(1), προκύπτει ότι ένα πρόσωπο που είναι δυσαρεστημένο από μια απόφαση του Διευθυντή και διατυπώνει την πρόθεση του να την εφεσιβάλει, μπορεί να ζητήσει από τον Διευθυντή να τον εφοδιάσει με την αιτιολογημένη απόφαση του, η οποία θα πρέπει να επισυναφθεί στην αίτηση - έφεση όταν αυτή θα καταχωριστεί. Εάν όμως, η αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή δεν δοθεί στον παραπονούμενο σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 6(1), τότε σε περίπτωση που καταχωριστεί αίτηση - έφεση κατά της απόφασης του Διευθυντή και ο Διευθυντής δεν είναι διάδικος, αντίγραφο της αίτησης επιδίδεται στον Διευθυντή με βάση τον Κανονισμό 5, ο οποίος εντός δεκατεσσάρων ημερών από την επίδοση της αίτησης, οφείλει να καταχωρίσει στο Πρωτοκολλητείο, έκθεση με τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η εφεσιβαλλόμενη απόφαση.

Στην πιο πάνω υπόθεση Αντωνίου ν. Αριστοκλή κα, η εφεσείουσα  παρέλειψε να επιδιώξει και να λάβει την αιτιολογημένη απόφαση με βάση τους σχετικούς Κανονισμούς. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να θεμελιώσει παράβαση της υποχρέωσης του Διευθυντή, στην βάση της δικής της παράλειψης να ζητήσει αιτιολογημένη απόφαση.  

Στην παρούσα περίπτωση, όπου ο Διευθυντής είναι διάδικος στην διαδικασία δεν τίθεται ζήτημα κατάθεσης αιτιολογημένης έκθεσης στο Πρωτοκολλητείο αφού η απόφαση του Διευθυντή δόθηκε στον εφεσείοντα, ο οποίος μάλιστα την επισύναψε ως είχε υποχρέωση στο δικόγραφο της αίτησης – έφεσης του.

Όσον αφορά το ζήτημα των αναγκαίων διαδίκων, συμφωνούμε με την θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι λανθασμένα ο εφεσείων δεν συμπεριέλαβε όλα τα αναγκαία πρόσωπα στην αίτηση – έφεση του, ήτοι τους ιδιοκτήτες δυο όμορων τεμαχίων με το επίδικο ακίνητο. Τούτο γιατί στην περίπτωση που το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόταν τις θέσεις του εφεσείοντος, θα επηρεάζονταν τα δικαιώματα των ιδιοκτητών των γειτονικών ακινήτων χωρίς τα πρόσωπα αυτά να ακουστούν στην πρωτόδικη διαδικασία, κατά παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης. Σχετική είναι μεταξύ άλλων η απόφαση Γεωργιάδου ν. Γεωργιάδη (1999) 1 Α.Α.Δ 1210 όπου λέχθηκε ότι όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, πρέπει να συνενώνονται ως διάδικοι σε αγωγή με αντικείμενο ακίνητη ιδιοκτησία. Διαφορετικά η όλη διαδικασία θα είναι θνησιγενής και άκυρη.

Ορθή είναι επίσης η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι λανθασμένα συμπεριλήφθηκε στην αίτηση – έφεση ο εφεσίβλητος 3, ο οποίος έπαψε να είναι ιδιοκτήτης του συνορεύοντος με το ακίνητο του εφεσείοντα τεμαχίου 204 πριν την καταχώρηση της αίτησης – έφεσης. Δεν είναι κατά την άποψη μας ορθή η θέση που εξέφρασε ο εφεσείων ότι το αποτέλεσμα της υπόθεσης επηρεάζει τα συμφέροντα του εφεσίβλητου 3, τουλάχιστον για την περίοδο που ήταν ιδιοκτήτης του τεμαχίου 204. Έστω και αν ο εφεσείων του προσάπτει την διενέργεια παράνομων πράξεων όπως την αυθαίρετη τοποθέτηση διαχωριστικού συρματοπλέγματος, μεταξύ των τεμαχίων 203 και 204.

Ο εφεσείων διαμαρτύρεται επίσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε με ενδιάμεση απόφαση, αίτημα του για αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων για τους εφεσίβλητους και επίσης δεν επέτρεψε στο τελικό στάδιο της δικαστικής διαδικασίας, την αιτηθείσα από τον εφεσείοντα δια ζώσης προφορική ακρόαση, με δικαίωμα εξέτασης και αντεξέτασης μαρτύρων.

Δεν συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις του εφεσείοντα. Όπως έχει προαναφερθεί, η ακρόαση της αίτησης – έφεσης εναντίον απόφασης του Διευθυντή, διεξάγεται δυνάμει του Άρθρου 10 των Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Κανονισμών του 1956, στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις. Υπάρχει βέβαια το δικαίωμα αντεξέτασης σύμφωνα με τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας εκεί που το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό δικαιολογείται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του, έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο η αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων για τους εφεσίβλητους.

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η παρούσα δεν ήταν η περίπτωση που ήταν αναγκαία για την επίλυση των επιδίκων θεμάτων, η αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων για τους εφεσίβλητους.  Το Δικαστήριο είχε ενώπιον του όλο το αναγκαίο υλικό μέσα από τις εκατέρωθεν ένορκες δηλώσεις ώστε να είναι σε θέση να αποφασίσει επί της ορθότητας ή όχι της απόφασης του Διευθυντή για υιοθέτηση νέων σχεδίων και της απόρριψης της ένστασης του εφεσείοντα. Ορθή ήταν επίσης η ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε στην συνέχεια, αίτημα του εφεσείοντα για δια ζώσης προφορική ακρόαση με δικαίωμα εξέτασης και αντεξέτασης μαρτύρων. Αποδοχή της αίτησης του εφεσείοντα, στην ουσία θα εξουδετέρωνε το σκοπό του Άρθρου 10.3 των Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Κανονισμών του 1956 που δεν είναι άλλος από την ταχεία εκδίκαση της αίτησης – έφεσης και να αποτρέψει την μετατροπή της σε χρονοβόρα ακροαματική διαδικασία.

Ορθή είναι επίσης η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει αίτημα του εφεσείοντα για παραπομπή στο Ανώτατο Δικαστήριο, ζητήματος συνταγματικότητας του Άρθρου 10.3 των Κανονισμών του 1956. Να σημειωθεί ότι με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να παραπέμψει ζήτημα αντισυνταγματικότητας στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 144 του Συντάγματος (βλ. The Attorney-General of the Republic ν. Mustafa Ibrahim and others (1964) 1 CLR 195). 

Ο εφεσείων υποστηρίζει επίσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο  Δικαστήριο, έκρινε ότι η υιοθέτηση των νέων σχεδίων δεν επηρέασε τη θέση, το σχήμα και  το εμβαδό του ακινήτου του.

Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε επί του προκειμένου την μαρτυρία του εμπειρογνώμονα για τον Διευθυντή, έναντι της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα για τον εφεσείοντα. Ο εμπειρογνώμονας για τον Διευθυντή, εξήγησε με σαφή και κατανοητό τρόπο την διαδικασία που ακολουθήθηκε και τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε ο Διευθυντής για την ετοιμασία των νέων σχεδίων, ενώ κατέρριψε και όλες τις θέσεις του εμπειρογνώμονα για τον εφεσείοντα ως προς την μείωση του εμβαδού του επίδικου τεμαχίου.

Διαφαίνεται ότι με βάση την απόφαση του Διευθυντή, δεν έγινε καμία ουσιαστική αλλαγή στα σύνορα και κατ' επέκταση οι αντίθετες τοποθετήσεις του εφεσείοντα και του εμπειρογνώμονα του, εύλογα απορρίφθηκαν πρωτοδίκως ως αβάσιμες. Σημαντική επί του προκειμένου ήταν και η μαρτυρία της λειτουργού του Κτηματολογίου, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της οποίας διαφάνηκε ότι ούτε το σχήμα, ούτε η θέση του ακινήτου του αιτητή έχει αλλάξει και η μόνη απόκλιση που υπάρχει με τα νέα σχέδια, είναι μόνο δύο τετραγωνικά μέτρα, ήτοι με τα νέα σχέδια το επίδικο τεμάχιο είναι έκτασης 2005 αντί 2007 τετραγωνικών μέτρων που ήταν με το εν χρήση σχέδιο. Γεγονός που ουσιαστικά κατά την άποψη μας δεν συνιστά αποστέρηση περιουσίας, αλλά ορθή αποτύπωση του εμβαδού του επίδικου ακινήτου.

Είναι ως εκ τούτου ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπάρχει πλήρης, λογική και πειστική αιτιολογία ως προς την μικρή απόκλιση που παρατηρήθηκε στο εμβαδόν του ακινήτου του εφεσείοντα και πιο συγκεκριμένα, στο γεγονός ότι τα εμβαδά στο παρελθόν υπολογίστηκαν με συμβατικά μέσα που ήταν διαθέσιμα την δεδομένη περίοδο, ενώ με τα νέα σχέδια χρησιμοποιήθηκε νέα τεχνολογία, η οποία διεξάγεται με κάθε δυνατή ακρίβεια για να αποδίδεται η ορθή αποτύπωση των εμβαδών. 

Ανεξαρτήτως τούτου, ακόμα και η δημιουργία αρνητικής επίπτωσης στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα κατόχου γης, που προκύπτει από τροποποίηση κτηματολογικού σχεδίου, προκειμένου να αποκατασταθεί η αντιστοιχία της ιδιοκτησίας και της απεικόνισης της στα κτηματολογικά σχέδια, δεν οδηγεί από μόνη της σε ακυρότητα μιας τέτοιας απόφασης (βλ. Άννας Μ. Ιωάννου ν. Σοφίας Κωνσταντίνου κ.α. ανωτέρω).

Για τους ίδιους λόγους, κρίνουμε ότι δεν έχουν αποδειχθεί  από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι ισχυρισμοί  του εφεσείοντος ότι ο Διευθυντής με την υιοθέτηση των νέων σχεδίων, ενήργησε λανθασμένα ή με δολιότητα για κάλυψη λαθών. Αντιθέτως μας βρίσκει  σύμφωνους η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι όλες οι ενέργειες του Διευθυντή καλύπτονταν από διαφάνεια και ότι αφού τήρησε τις προβλεπόμενες από το Άρθρο 50Α του Κεφ.224 διαδικασίες, εκπόνησε τα νέα σχέδια με τα σύγχρονα μέσα και τρόπους υπολογισμού, ώστε να αποτυπωθεί ορθά η επί τόπου κτηματολογική κατάσταση. Εξάλλου σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία, οι ισχυρισμοί του εφεσείοντος για δόλο και αλλότρια κίνητρα δεν θα μπορούσαν να προβληθούν στο πλαίσιο αίτησης έφεσης δυνάμει του Άρθρου 80 του Κεφ. 224 αλλά μόνο στο πλαίσιο αγωγής (βλ. Κτωρίδη Έλλη Μιχαήλ ν. Επάρχου Λεμεσού κα ανωτέρω).

Ο εφεσείων παραπονείται περαιτέρω ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε την μαρτυρία του ιδίου ως εμπειρογνώμονα, σε σχέση με κτηματικά σχέδια. Σε συμπληρωματική του ένορκη δήλωση, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι απέκτησε την αναγκαία πείρα για να υποστηρίξει τις θέσεις του ως ειδικός επί κτηματικών θεμάτων και χωρομετρικών σχεδίων, αφού ως ηλεκτρολόγος μηχανικός καταρτίστηκε επιστημονικά και στο σχέδιο, ενώ κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, παρακολούθησε μαθήματα τοπογραφίας με πρακτική εξάσκηση.

Δεν εντοπίζουμε λάθος στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα αυτό.  Είναι βέβαια νομολογημένο ότι η εμπειρογνωμοσύνη δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σε αυτά (βλ. μεταξύ άλλων Κωνσταντίνα Σιακόλα ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ 110). Όμως στην παρούσα περίπτωση δεν έχει καταδειχθεί πως η εργασία του εφεσείοντα ως ηλεκτρολόγου μηχανικού και η θητεία του στον στρατό, τον κατέστησαν εμπειρογνώμονα αναφορικά με κτηματολογικά θέματα και ειδικά σε κτηματικά σχέδια. Ούτε η συνεχής ενασχόληση του με την υπόθεση και το επίδικο τεμάχιο, τον καθιστά ειδικό επί κτηματολογικών θεμάτων όπως ισχυρίζεται μεταξύ άλλων στον σχετικό λόγο έφεσης του.

Ούτε το παράπονο του εφεσείοντα ως προς την επιδίκαση των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας εναντίον του, ευσταθεί. Τα έξοδα της δίκης και ο επιμερισμός τους ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται  δικαστικά με κύριο γνώμονα, το αποτέλεσμα της υπόθεσης.

Στην παρούσα περίπτωση, δεν εντοπίζουμε κανένα λόγο γιατί ο εφεσείων να μην επιβαρυνθεί με τα έξοδα της υπόθεσης αφού είναι ο αποτυχών διάδικος στην πρωτόδικη διαδικασία (βλ.  Κυριάκου ν. Φιλικής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ 416).

 Συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω, καταλήγουμε ότι είναι ορθή η κρίση  πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων που είχε το βάρος να αποδείξει το λανθασμένο της απόφασης του Διευθυντή, απέτυχε στην υποχρέωση του αυτή. Αντιθέτως είναι ορθή η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην προκείμενη περίπτωση, ο Διευθυντής ενήργησε εντός του πλαισίου του Νόμου και με την απόφαση του για υιοθέτηση των νέων σχεδίων δεν παραβίασε τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του εφεσείοντος αφού δεν άλλαξε τίποτε επί του εδάφους. Απλά με την διόρθωση των σχεδίων αποκαταστάθηκε η αντιστοιχία μεταξύ της ακίνητης ιδιοκτησίας και της απεικόνισης της στα κτηματολογικά σχέδια, βιβλία και έγγραφα.

Ως αποτέλεσμα, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο