ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                 (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 94/2019)

 

20 Φεβρουαρίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ

                                                                                                          Εφεσείουσας,

v.

 

ΧΡΙΣΤΗ ΧΑΤΖΗΜΙΤΣΗ

                                                                                                          Εφεσίβλητου.

 

--------------------

Μ. Φράγκου(κα), για Α. Ευαγγέλου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Γ. Z. Γεωργίου, Ν. Ζερβού (κα), Α. Χιωτάκη (κα) (ασκούμενη δικηγόρος), για Γ. Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

                                              --------------------

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου   

   θα δοθεί από την υποφαινόμενη.

-----------------------------

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  H Έφεση στρέφεται εναντίον της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 5343/2013, ημερομηνίας 19/4/2019, που ακύρωσε την απόφαση της Εφεσείουσας ημερομηνίας 29/3/2013, με την οποία ο Εφεσίβλητος απομακρύνθηκε από τη θέση του Ανώτερου Γενικού Διευθυντή του Συγκροτήματος της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ.

 

Τα γεγονότα της περίπτωσης είναι σε συντομία τα ακόλουθα:

 

Ο Εφεσίβλητος κατείχε τη θέση του Ανώτερου Γενικού Διευθυντή του Συγκροτήματος της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (εφεξής «Τράπεζα Κύπρου»).  Η Εφεσείουσα, ενεργώντας ως Αρχή Εξυγίανσης σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου (Ν. 17(Ι)/2013) (εφεξής «ο Νόμος»), εξέδωσε το διάταγμα περί της Πώλησης Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ. του 2013 (ΚΔΠ 93/2013) και το διάταγμα περί Πώλησης των εν Ελλάδι Εργασιών της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ. του 2013 (ΚΔΠ 96/2013).

 

Στα πλαίσια ενάσκησης των εξουσιών της και κατ’ επίκληση του Άρθρου 5(8) του Νόμου, η Εφεσείουσα αποφάσισε στις 29/3/2013 την απομάκρυνση του Εφεσίβλητου από την πιο πάνω θέση.  Ο Εφεσίβλητος αμφισβήτησε την πιο πάνω απόφαση στο Διοικητικό Δικαστήριο, το οποίο διαπίστωσε κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας από την Εφεσείουσα κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Σημειώνεται ότι, της τελικής Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου προηγήθηκε ενδιάμεση Απόφαση ημερομηνίας 20/7/2018, με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε προδικαστικές ενστάσεις που η πλευρά της Εφεσείουσας ήγειρε.  Ειδικότερα είχε υποστηριχθεί από την Εφεσείουσα ότι, η άσκηση της Προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο συνιστούσε κατάχρηση διαδικασίας, εφόσον είχε ασκηθεί από τον Εφεσίβλητο στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών και η Αίτηση Αρ. 985/2013.  Ετέθη επίσης από την Εφεσείουσα και ζήτημα, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστούσε μέτρο εσωτερικής φύσης που δεν δύναται να προσβληθεί στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη κατάχρησης δεν εφεσιβλήθηκε από την Εφεσείουσα.

 

Αναζητήσαμε τις θέσεις των διαδίκων αναφορικά με το ενδεχόμενο κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας.  Αυτό αυτεπάγγελτα, αφού το ζήτημα είναι δημόσιας τάξης, ως μέρος της σύμφυτης εξουσίας των Δικαστηρίων (βλ. Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, Νάσας Παταπίου Χριστοφίδου ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Πολιτική Έφεση Αρ. 226/12, ημερομηνίας 22/11/2017, ECLI:CY:AD:2017:A412).  Προς τούτο το ζήτημα, τα μέρη είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν τις θέσεις τους, τόσο γραπτά όσο και προφορικά.  Στη βάση  όσων τέθηκαν ενώπιόν μας και με γνώμονα τη νομολογιακή αρχή ότι, μόνο σε προφανείς και ξεκάθαρες περιπτώσεις απορρίπτεται ή αναστέλλεται οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία, ώστε να αποφευχθεί η παράλληλη προώθηση πέραν της μίας (βλ. Beogradska D.D(1996) 1 A.A.Δ. 911, Τζεννάρο Περρέλλα (ανωτέρω), Παταπίου Χριστοφίδου (ανωτέρω)), κρίνουμε ότι θα ήταν επισφαλής η εκ μέρους μας διατύπωση κρίσης περί του θέματος, το οποίο εν πάση περιπτώσει, αποτελεί ήδη επίδικο ζήτημα, με σχετικό λόγο έφεσης σε Πολιτική Έφεση (Πολ. Εφέσεις Αρ. 311/2022 και 333/2022) που ασκήθηκε εναντίον της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στην Αίτηση Αρ. 985/2013 (ανωτέρω).

 

Η πρωτόδικη Απόφαση βάλλεται με πέντε Λόγους Έφεσης. 

 

Με τον πρώτο και δεύτερο Λόγο Έφεσης αντίστοιχα, η Εφεσείουσα υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι προκύπτει σαφής κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας από πλευράς της Εφεσείουσας κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και εσφαλμένα ερμηνεύθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο η φράση «να απαιτεί» που περιλαμβάνεται στο Άρθρο 5(8) του Νόμου.  Με τον τρίτο Λόγο Έφεσης προβάλλεται από την Εφεσείουσα ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι επειδή προηγήθηκε ο διορισμός Ειδικού Διαχειριστή στην Τράπεζα Κύπρου, την εξουσία να απαιτήσει ή να επιβάλει όρους για την απομάκρυνση του Εφεσίβλητου την είχε πλέον ο Ειδικός Διαχειριστής και όχι η Αρχή Εξυγίανσης.  Μέσω του τέταρτου Λόγου Έφεσης, η Εφεσείουσα προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι στην περίπτωση εφαρμογής του Άρθρου 16(1)(ε) του Νόμου, ο Ειδικός Διαχειριστής έχει την εξουσία να απαιτήσει από το υπό εξυγίανση ίδρυμα την απομάκρυνση του Εφεσίβλητου.  Η ενδιάμεση Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία απερρίφθη η προδικαστική ένσταση της Εφεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά μέτρο εσωτερικής φύσης βάλλεται με τον πέμπτο Λόγο Έφεσης.

 

Εναντίον της πρωτόδικης Απόφασης κατεχωρήθη και Αντέφεση, για λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης που δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Ειδικότερα, με τους Λόγους Αντέφεσης Αρ. 1 και 2 αντίστοιχα, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθότι δεν δόθηκε δέουσα αιτιολογία και δεν έγινε δέουσα έρευνα.  Με τον Λόγο Αντέφεσης Αρ. 3 υποστηρίζεται ότι δεν τηρήθηκαν ορθά πρακτικά και με τον Λόγο Αντέφεσης Αρ. 4, ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως «διοικητικό φάκελο» έγγραφα που παρουσίασε πρώτη φορά η Εφεσείουσα κατά τις διευκρινίσεις.  Με τον Λόγο Αντέφεσης Αρ. 5 υποστηρίζει ο  Εφεσίβλητος ότι η Εφεσείουσα ενήργησε κατά προφανή παράβαση του Νόμου και των σχετικών Κανονισμών.

 

Εξετάζοντας κατά λογική χρονική προτεραιότητα τον πέμπτο Λόγο Έφεσης, που αφορά τη θέση της Εφεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά μέτρο εσωτερικής φύσης, παρατίθενται τα όσα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην ενδιάμεση Απόφασή του ημερομηνίας 20/7/2018:

«Για να θεωρηθεί μία πράξη εκτελεστή διοικητική πράξη, επιβάλλεται η παρουσία δύο αντικειμενικών χαρακτηριστικών. Πρώτο, κατά πόσο η πράξη είναι διοικητική δηλαδή προέρχεται από όργανο, αρχή ή πρόσωπο που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία και δεύτερο, κατά πόσο η πράξη είναι εκτελεστή δηλαδή δημιουργεί έννομο αποτέλεσμα με το οποίο δημιουργείται, τροποποιείται ή καταργείται μία νομική κατάσταση.

Δεν έχω, εν πρώτοις, αμφιβολία ότι η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά διοικητική πράξη. Εκδόθηκε από την Αρχή Εξυγίανσης η οποία, σύμφωνα με τον ορισμό που δίδεται στο άρθρο 2 του Νόμου, σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Θεωρώ ότι η Αρχή Εξυγίανσης ασκώντας τις εξουσίες που τις δίδει ο Νόμος, ασκεί αποφασιστική αρμοδιότητα ως διοικητική αρχή.

Σε σχέση με την εκτελεστότητα της πράξης, η καθ' ης η αίτηση επιχειρηματολογεί ότι εφόσον πρόκειται περί απομάκρυνσης και όχι απόλυσης, τότε πρόκειται για εσωτερικό μέτρο. Προς υποστήριξη του επιχειρήματός της, αναφορά έγινε στη Σταυρινάκης ν. Διοικητή Κεντρικής ΤράπεζαςΥπόθεση Αρ. 195/2011, 9.5.2012.

Έχω την άποψη ότι το επιχείρημα της καθ' ης η αίτηση και η αρχή που εκφράστηκε στη Σταυρινάκης δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Μέτρο εσωτερικής φύσης θα μπορούσε να ήταν εάν ο αιτητής ήταν υπάλληλος της καθ' ης η αίτηση. Όπως ορθά υποδεικνύουν οι συνήγοροι του αιτητή, ο αιτητής δεν ήταν υπάλληλος της καθ' ης η αίτηση, έτσι ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι με την απόφαση ρυθμίζονται τα εσωτερικά της καθ' ης η αίτηση, αλλά της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ.

Με την υπό κρίση απόφασή της η καθ' ης η αίτηση ενήργησε ως σαν να ήταν ο εργοδότης του αιτητή δηλαδή, η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ.

Δεν μου διαφεύγουν οι πρόνοιες της παραγράφου (7) του άρθρου 5 του Νόμου, τις οποίες παρέθεσα πιο πάνω, οι οποίες ρητά προνοούν ότι οι εξουσίες, καθήκοντα και ευθύνες των μετόχων ή μελών, των συμβούλων ή μελών της επιτροπείας και των διευθυντών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, δυνατό να ασκούνται από την Αρχή Εξυγίανσης ή και από την Ειδικό Διαχειριστή. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η Αρχή Εξυγίανσης υποκαθιστά τον εργοδότη των υπαλλήλων του υπό εξυγίανση ιδρύματος έτσι ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι λαμβάνει μέτρα εσωτερικής φύσης.».

 

Συμφωνούμε με την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Σύμφωνα με τη  νομολογία, κύριο στοιχείο της εκτελεστής διοικητικής πράξης είναι η άμεση παραγωγή εννόμου αποτελέσματος που συνίσταται στη δημιουργία, τροποποίηση ή κατάλυση μιας νομικής κατάστασης, δηλαδή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρα.  Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία απευθυνόταν από την Αρχή Εξυγίανσης απευθείας στον Εφεσίβλητο με σχετική επιστολή ημερομηνίας 23/9/2013,  δημιουργήθηκαν καταλυτικές επιπτώσεις στον πυρήνα της υπηρεσιακής κατάστασης και υπόστασης του Εφεσίβλητου, κατά τρόπο ώστε ορθά η πράξη προσεβλήθη ως εκτελεστή διοικητική πράξη.

Συνεπώς απορρίπτεται ο πέμπτος Λόγος Έφεσης.

 

Οι υπόλοιποι Λόγοι Έφεσης είναι συναφείς και θα τύχουν κοινής εξέτασης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγοντας στο εύρημά του περί κατάχρησης και υπέρβασης εξουσίας από πλευράς της Εφεσείουσας, αφού αναφέρθηκε στις πρόνοιες του Νόμου, σημείωσε τα ακόλουθα:

«Όπως προκύπτει από τις πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου, εφόσον αποφασιστεί η λήψη μέτρων εξυγίανσης σε συγκεκριμένο ίδρυμα υπάρχει, μεταξύ άλλων, η δυνατότητα αντικατάστασης από την αρχή εξυγίανσης της ανώτατης εκτελεστικής διεύθυνσης του ιδρύματος (άρθρο 3(2)(ε)) η οποία γίνεται με τον τρόπο που προνοείται στο άρθρο 5(8). Σε περιπτώσεις όπου η αρχή εξυγίανσης διορίζει ειδικό διαχειριστή τότε ο ειδικός διαχειριστής δύναται - νοουμένου ότι του το επιτρέπουν οι όροι εντολής του - να απαιτεί ή να επιβάλλει όρους για την απομάκρυνση ή αντικατάσταση μέλους της ανώτατης διεύθυνσης του υπό εξυγίανση ιδρύματος (άρθρο 16(1)(ε)).

Σύμφωνα με το άρθρο 5(8) η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί την απομάκρυνση ή αντικατάσταση διευθυντή του υπό εξυγίανση ιδρύματος. Η φράση «να απαιτεί» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 5(8) δεικνύει, κατά την άποψή μου, ότι η αρχή εξυγίανσης δεν έχει εξουσία να απομακρύνει ή αντικαταστήσει η ίδια κάποιο από τα πρόσωπα που καθορίζονται στον Νόμο αλλά να απαιτήσει όπως γίνει αυτό από κάποιον άλλον. Κατά λογική ακολουθία, αυτός ο κάποιος άλλος είναι το υπό εξυγίανση ίδρυμα το οποίο εργοδοτεί το πρόσωπο που επιθυμεί η αρχή εξυγίανσης να απομακρυνθεί ή αντικατασταθεί. Σε περίπτωση που ο νομοθέτης ήθελε να δώσει στην ίδια την αρχή εξυγίανσης την εξουσία να απομακρύνει και να αντικαθιστά πρόσωπα τότε δεν θα παρεμβαλλόταν η φράση «να απαιτεί» στο άρθρο 5(8) αλλά θα προνοούσε ότι η αρχή εξυγίανσης δύναται να απομακρύνει ή αντικαθιστά.

Συνεπώς, προκύπτει σαφής κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας από πλευρά της καθ' ης η αίτηση κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

Υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας προκύπτει, όμως, και για ένα πρόσθετο λόγο όπως εξηγώ πιο κάτω […]

 

Άρα, για σκοπούς της υπό κρίση υπόθεσης, από τις 25.3.2013 είχε διοριστεί ειδικός διαχειριστής στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. Οι όροι διορισμού του ήταν οι πιο κάτω: […]

Επομένως, ο ειδικός διαχειριστής είχε σύμφωνα με τους όρους διορισμού του, μεταξύ άλλων, την εξουσία που του παρέχει το άρθρο 16(1)(ε) δηλαδή «να απαιτεί ή να επιβάλλει όρους για την απομάκρυνση ή αντικατάσταση μέλους της ανώτατης διεύθυνσης του επηρεαζόμενου ιδρύματος». […]

Με βάση τα πιο πάνω, ο αιτητής ο οποίος κατείχε τη θέση του Ανώτερου Γενικού Διευθυντή εμπίπτει στον πιο πάνω ορισμό.

Κατ' επέκταση δεδομένου ότι, όπως εξήγησα πιο πάνω, προηγήθηκε ο διορισμός ειδικού διαχειριστή την εξουσία να απαιτήσει ή να επιβάλει όρους για «την απομάκρυνση ή αντικατάσταση [.] μέλους της ανώτατης διεύθυνσης του επηρεαζόμενου ιδρύματος» την είχε πλέον ο ειδικός διαχειριστής και όχι η αρχή εξυγίανσης.

Και σε αυτή την περίπτωση, ο Νόμος προνοεί για απαίτηση από πλευράς του ειδικού διαχειριστή προς κάποιον άλλο ο οποίος - όπως έχω ήδη εξηγήσει - δεν μπορεί να είναι άλλος από την ίδια την τράπεζα.».

 

 

Προβάλλεται από την Εφεσείουσα η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε αυτεπάγγελτα το ζήτημα της κατάχρησης ή υπέρβασης εξουσίας, δεδομένου ότι ο Εφεσίβλητος είχε αναπτύξει το ζήτημα αυτό επί διαφορετικής βάσης.  Έχουμε την άποψη ότι, παρά την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας από πλευράς της Εφεσείουσας, η διαπίστωση του Δικαστηρίου άπτετο, στην ουσία του και ορθότερα,  ζητήματος αναρμοδιότητας του εκδόσαντος την πράξη οργάνου.  Όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Αρχή Εξυγίανσης δεν είχε εξουσία  να απομακρύνει τον Εφεσίβλητο, αλλά να απαιτήσει από το υπό εξυγίανση ίδρυμα που εργοδοτούσε τον Εφεσίβλητο να το πράξει.  Επειδή δε προηγήθηκε ο διορισμός Ειδικού Διαχειριστή στην Τράπεζα Κύπρου, την εξουσία να απαιτήσει την απομάκρυνση του Εφεσίβλητου την είχε πλέον ο Ειδικός Διαχειριστής και όχι η Αρχή Εξυγίανσης.  Συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επελήφθη ζητήματος αναρμοδιότητας, το οποίο αποτελεί ζήτημα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, ως δημόσιας τάξης (βλ. Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (2002) 3 ΑΑΔ. 314).

 

Επί της ουσίας των Λόγων Έφεσης και την επιχειρηματολογία επί των οποίων εδράζονται, παρατηρούμε τα εξής:

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση για απομάκρυνση του Εφεσίβλητου από τη θέση του στην Τράπεζα Κύπρου έγινε κατ’ επίκληση των προνοιών του Άρθρου 5(8) του Νόμου, κατόπιν της από κοινού απόφασης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ως Αρχής Εξυγίανσης και του Υπουργού Οικονομικών, με γνώμονα όπως αναφέρεται, την καλύτερη επίτευξη των στόχων του Άρθρου 3 του Νόμου.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 5 του Νόμου, η Αρχή Εξυγίανσης «έχει την αποκλειστική εξουσία να λαμβάνει και να εφαρμόζει μέτρα εξυγίανσης σε επηρεαζόμενα ιδρύματα» (Άρθρο 5(1)).  «Εφόσον ληφθούν μέτρα εξυγίανσης σε επηρεαζόμενο ίδρυμα, όλες οι εξουσίες, καθήκοντα και ευθύνες των μετόχων ή μελών, των συμβούλων ή μελών της επιτροπείας και των διευθυντών του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, δύνανται να ασκούνται από την Αρχή Εξυγίανσης ή και από τον Ειδικό Διαχειριστή, ο οποίος διορίζεται δυνάμει του άρθρου 14 και, σε τέτοια περίπτωση, οποιεσδήποτε ενέργειες ή αποφάσεις λαμβάνονται από το εν λόγω ίδρυμα ή από τρίτο, για λογαριασμό του εν λόγω ιδρύματος, θεωρούνται άκυρες, εκτός αν έχουν ληφθεί από ή με τη συγκατάθεση της Αρχής Εξυγίανσης» (Άρθρο 5(7)).  Στο Άρθρο 5(8) προνοείται ότι «Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (7), η Αρχή Εξυγίανσης δύναται να απαιτεί την απομάκρυνση ή αντικατάσταση […] διευθυντή του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, ανεξάρτητα από τις πρόνοιες οποιουδήποτε σε ισχύ νόμου». 

 

Στην εξεταζόμενη περίπτωση, είναι παραδεκτό ότι τέθηκε σε εξυγίανση η Τράπεζα Κύπρου με διατάγματα της Κεντρικής Τράπεζας ως Αρχής Εξυγίανσης (ΚΔΠ 93/2013, ΚΔΠ 96/2013).  Συνεπώς, κατ’ εφαρμογή των προνοιών του Άρθρου 5(7) του Νόμου (ανωτέρω), εφόσον λήφθηκαν μέτρα εξυγίανσης, όλες οι εξουσίες, καθήκοντα και ευθύνες της Τράπεζας Κύπρου ασκούνται «από την Αρχή Εξυγίανσης ή και από τον Ειδικό Διαχειριστή».  Σε σχέση με το ζήτημα της «απομάκρυνσης» διευθυντή της Τράπεζας Κύπρου (που εδώ ενδιαφέρει), στο Άρθρο 5(8) του Νόμου ο Νομοθέτης όρισε ότι χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του Άρθρου 5(7), είναι στην εξουσία της Αρχής Εξυγίανσης να απαιτεί την απομάκρυνση διευθυντή υπό εξυγίανση ιδρύματος, ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε σε ισχύ νόμου.

 

Επ’ αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε ότι η φράση «να απαιτεί» δεικνύει ότι η Αρχή Εξυγίανσης δεν έχει η ίδια την εξουσία να απομακρύνει τον Εφεσίβλητο, αλλά μόνο να απαιτήσει από το υπό εξυγίανση ίδρυμα να το πράξει και, στην περίπτωση που εξετάζεται από τον ορισθέντα ως Ειδικό Διαχειριστή του.  Δεν είναι βρίσκουμε, ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Το ρήμα «απαιτώ», το οποίο θα πρέπει να ερμηνευθεί με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια της λέξης (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γεώργιος Ματθαίου (1990) 3 ΑΑΔ 2452),  σημαίνει, σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία όπως αποδίδεται στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη, έκδοση 1998, «1. ζητώ με έντονο τρόπο (…), 2. Επιβάλλω (κάτι) ως αναγκαίο».  Εν προκειμένω, η Αρχή Εξυγίανσης επικαλούμενη τις πρόνοιες του Άρθρου 5(8) του Νόμου επέβαλε ως αναγκαία την απομάκρυνση του Εφεσίβλητου από τη θέση που κατείχε στο υπό εξυγίανση ίδρυμα, με γνώμονα, όπως αναφέρει, την καλύτερη επίτευξη των στόχων για τους οποίους έλαβε τα μέτρα εξυγίανσης.  Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει και από την διατύπωση της προσβαλλόμενης πράξης ημερομηνίας 29/3/2013, διά της οποίας ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας ενημέρωσε τον Εφεσίβλητο πως η Αρχή Εξυγίανσης «αποφάσισε την απομάκρυνσή του» από τη θέση του Ανώτερου Γενικού Διευθυντή της Τράπεζας Κύπρου και ότι «η απόφαση τίθεται άμεσα σε ισχύ» απαιτώντας, δηλαδή άμεσα από τον ίδιο τον Εφεσίβλητο να μην επιστρέψει στα υπηρεσιακά του καθήκοντα.  Της πιο πάνω απόφασης ακολούθησε η επιστολή της Τράπεζας Κύπρου ημερομηνίας 12/4/2013,  με την οποία πληροφόρησε τον Εφεσίβλητο για το χρηματικό ύψος των συμβατικών του δικαιωμάτων «με την αποχώρησή του από την Τράπεζα Κύπρου στις 29/3/2013». 

 

Πρόσθετα αναφέρουμε ότι, σαφείς είναι και οι πρόνοιες του Άρθρου 5(7) του Νόμου.  Όλες οι εξουσίες, καθήκοντα και ευθύνες του υπό εξυγίανση ιδρύματος ασκούνται «από την Αρχή Εξυγίανσης ή και από τον Ειδικό Διαχειριστή» και δεν υπάρχει πρόνοια στον Νόμο η οποία να υποστηρίζει κάτι διαφορετικό.  Συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επιχείρησε να προσθέσει λέξεις στο κείμενο του Νόμου, σε αντίθεση με τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία, βασικό κριτήριο για την ερμηνεία νομοθετήματος είναι η συνήθης σημασία των λέξεων.  Δεν είναι επιτρεπτή η προσθήκη λέξεων στο κείμενο του Νόμου και η παρεμβολή επεκτάσεων οι οποίες δεν βρίσκονται στον Νόμο (βλ. Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191, 204, Γεωργίου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (1999) 1 Α.Α.Δ. 384).

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι συναφείς Λόγοι Έφεσης 1 μέχρι 4 γίνονται αποδεκτοί.

Αναφορικά με τους Λόγους Αντέφεσης που άπτονται λόγων ακύρωσης που δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτοί παραπέμπονται για εκδίκαση στο πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. Χριστοδουλίδης και Πανεπιστήμιο Κύπρου, ΑΕ Αρ. 95/2012, ημερομηνίας 6/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:C344).

 

Υπό το φως των ανωτέρω, η Έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται μαζί με τη διαταγή για τα έξοδά της.  Η  υπόθεση επιστρέφεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο (υπό την ίδια σύνθεση) για κατά προτεραιότητα εκδίκαση των λόγων ακύρωσης, οι οποίοι δεν εξετάστηκαν πρωτόδικα.

 

Επιδικάζονται 3000 ευρώ (επιπλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει), ως κατ’ έφεση έξοδα, υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου.

 

 

                                                         Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                    

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                         Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο