ΕΦΕΤΕΙΟ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E60/2018)

 

 

9 Φεβρουαρίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

                 

------------------------------

 

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

 

Εφεσείουσα / Εναγόμενη

και

 

THEMIS PORTOFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED

Εφεσίβλητη/Ενάγουσα

 

---------------------------

 

Ε. Πουλλά – Μακαρούνα (κα), για την Εφεσείουσα.

Π. Κουρίδης για P.KOURIDES & CO LLC, για την Εφεσίβλητη.

 

 ------------------------------

 

 

ΣΤ. N. ΣΤΑΥΡΟΥ: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

        ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Με τέσσερις λόγους έφεσης η εναγόμενη/εφεσείουσα προσβάλλει την ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου ημερ.27.4.2018 (εφεξής η πρωτόδικη απόφαση), με την οποία απέρριψε αίτηση της για παραμερισμό της ερήμην, εκδοθείσας εναντίον της απόφαση ημερ.24.9.2015. Η απόφαση αυτή αφορούσε μεγάλο τραπεζικό χρέος και απορρίπτοντας την αίτηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη, ότι η εναγόμενη/εφεσείουσα απέτυχε να πείσει ότι είχε καλή υπεράσπιση επί της ουσίας της υπόθεσης, αλλά και να δικαιολογήσει τη μη εμφάνιση της στο Δικαστήριο.

        Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, αποφασίζοντας ότι δεν αποκαλυπτόταν εκ πρώτης όψεως πειστική υπεράσπιση, ώστε να δικαιολογείτο το επανάνοιγμα της υπόθεσης και συνάμα ότι οι θέσεις της παρέμειναν γενικές, ασαφείς και αόριστες χωρίς να έχουν τεκμηριωθεί. Ως προκύπτει από την αιτιολογία του λόγου έφεσης αυτού, ο κύριος ισχυρισμός της εφεσείουσας είναι ότι η εκδοθείσα απόφαση συμπεριλαμβάνει  επιτόκιο και/ή ποσοστό επιτοκίου που είναι το αποτέλεσμα παρανομίας και η καταστρατήγησης ρητών νομοθετικών διατάξεων. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι κακά και λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι η αίτηση τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης και/ή της εκδοθείσας απόφασης, θα έπρεπε να της επιδοθεί και όχι να αναρτηθεί στο πινάκιο του Δικαστηρίου και τούτο διότι επηρεαζόταν σοβαρά η υπόθεση, αφού η απόφαση «βασίστηκε σε διαφορετικά δεδομένα από τα μετέπειτα ζητούμενα». Με τον τρίτο λόγο έφεσης καταλογίζεται σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο, στο ότι θεώρησε πως η εναγόμενη/εφεσείουσα εγκατέλειψε τη θεραπεία του διατάγματος παραμερισμού της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος (λόγω παράλειψης επίδοσης της ειδοποίησης και των άλλων συναφών εγγράφων), για τον λόγο ότι η θεραπεία αυτή δεν προωθήθηκε με την αγόρευση της συνηγόρου της κατά την ακρόαση. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο έφεσης βάλλεται η διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου να καταδικάσει την εναγόμενη/εφεσείουσα στα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.

        Κατά την ενώπιον μας ακρόαση, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών υιοθέτησαν τα περιγράμματα αγόρευσης τους κα εστίασαν προφορικά στα κεντρικά ζητήματα της επιχειρηματολογίας τους. Σχετική αναφορά σε εκατέρωθεν θέσεις και επιχειρήματα θα γίνει εκεί και όπου χρειάζεται κατά την εξέταση των λόγων έφεσης.

        Προτού ασχοληθούμε με την ουσία των λόγων έφεσης, αξίζει να σκιαγραφούν επιγραμματικά οι εφαρμοστέες νομικές και νομολογιακές αρχές.  

 

Αναδεικνύουμε κατ’ αρχάς τους (νέους) Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, οι οποίοι δυνάμει του Μέρους 60 Κανονισμός 1(1) (μεταβατική διευθέτηση), έχουν τεθεί σε εφαρμογή από τις 3 Ιουλίου 2023, σε σχέση με το Εφετείο και από 1 Σεπτεμβρίου 2023 στις υπόλοιπες δικαιοδοσίες στις οποίες αφορούν, σε διαδικασίες που καταχωρίζονται από 1 Σεπτεμβρίου 2023.

 

Ο παραμερισμός ή η διαφοροποίηση απόφασης ερήμην διέπεται από το Μέρος 14 του νέων Κανονισμών. Ο Κανονισμός 2 παραθέτει τις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο πρέπει να παραμερίσει απόφαση η οποία εκδόθηκε ερήμην δυνάμει του Μέρους 13 και ο Κανονισμός 3 παραθέτει τις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο δύναται να παραμερίσει τέτοια απόφαση. Το Δικαστήριο ασκεί αυτή του τη διακριτική ευχέρεια όταν «ο εναγόμενος έχει πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την απαίτηση» (Μέρος 14, Κανονισμός 3(1)(α)) ή όταν κρίνει «ότι υπάρχει άλλος καλός λόγος» για να παραμεριστεί η απόφαση ή να επιτραπεί στον εναγόμενο να υπερασπιστεί (Μέρος 14, Κανονισμός 3(1)(β)). Κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη κατά πόσο το πρόσωπο που επιδιώκει τον παραμερισμό υπέβαλε τη σχετική αίτηση χωρίς χρονοτριβή (Μέρος 14, Κανονισμός 3(2)).

 

Προηγουμένως και κατά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας υπόθεσης, ο παραμερισμός απόφασης διέπετο από τη Διαταγή 17, Θεσμός 10 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος, με λακωνικότητα, προέβλεπε απλώς τα εξής:

 

«where judgment is entered pursuant to any of the preceding Rules of this Order, it shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary judgment upon such terms as may be just.»

 

Σημαίνοντα ρόλο στην ερμηνεία και εφαρμογή της προαναφερθείσας διάταξης, διαδραμάτισε διαχρονικά η Νομολογία, τόσο η αγγλική όσο και η δική μας. 

 

Χωρίς αμφιβολία θεμελιακή επί του θέματος είναι η αγγλική υπόθεση Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646, η οποία ακολουθήθηκε σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μεταξύ αυτών και η Πατούρης v. Hellenic Bank Ltd (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2118, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:  

 

“Καθιερωμένες μπορεί να θεωρηθούν οι αρχές που διέπουν και προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σ’αυτό το πεδίο. Απαραίτητη είναι η επεξήγηση των λόγων για τη μη εμφάνιση του εναγομένου και η αποκάλυψη συζητήσιμης ή εκ πρώτης όψεως βάσιμης υπεράσπισης.”

 

Στη Bush κ.α. ν. Γιαννή (2001) 1 Α.Α.Δ. 1342 αναφέρονται, στις σελ. 1345-1346, τα ακόλουθα:

 

“Κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας για επαναφορά, την οποία παρέχει στο Δικαστήριο η Δ.17, θ.10, εξουσίας η οποία, όπως υποδείχθηκε στην Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646, δεν εντάσσεται σε οποιαδήποτε στεγανά, το Δικαστήριο κατευθύνει την προσοχή του σε δύο κυρίως παράγοντες. Ο ένας αφορά το κατά πόσο έχει εξηγηθεί η καθυστέρηση στην καταχώριση εμφάνισης και στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό, με τρόπο ώστε να φαίνεται ότι η επαναφορά δεν αντιστρατεύεται την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.  Σε αυτό λαμβάνεται υπόψη τόσο η στάση του αιτητή όσο και η αναγκαιότητα οριστικής λήξης της αντιδικίας αφού interest republicae us sit finis litium.

 

Ο άλλος παράγοντας αναφέρεται στο κατά πόσο καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμη υπεράσπιση στην απαίτηση.”

 

        Σε σχέση ειδικά με τη δικαιολόγηση της μη εμφάνισης, σχετική είναι η Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941, όπου λέχθηκε ότι αίτηση παραμερισμού δύναται να απορριφθεί παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εφόσον ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία στην αγωγή, η οποία να ισοδυναμεί με τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας (βλ. επίσης  Mine & Quarry Services Ltd v. Ανδρέα Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ 26, Γιωργαλλίδης v. Ταπελλογραφείο Κώστας Παύλου & Σία Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 1101, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Ιακώβου κ.α., (2001) 1 Α.Α.Δ. 457,  Καλλής v. Alpha Bank Ltd (2002) 1 (B) A.A.Δ. 793, Πεγιώτης ν. Κωμοδρόμου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1601 και Τσεσμέλογλου v. Σοφοκλέους (2013) 1 Α.Α.Δ.64).

 

Το βάρος για παραμερισμό απόφασης εκδοθείσας ερήμην, βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος θα πρέπει να καταδείξει (όχι να αποδείξει) μια καλή υπεράσπιση, αλλά και να θεμελιώσει ότι δεν υπάρχει αδικαιολόγητη ολιγωρία ή καταφρονητική συμπεριφορά προς τη δικαστική διαδικασία (βλ.Wakeham v. Bhattti κ.α. Πολ. Έφεση 49/2011, ημερ. 25.5.2016).   

 

Όπου υπάρχουν αντικρουόμενες εκδοχές, το Δικαστήριο, σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, θα πρέπει στο βαθμό του δυνατού, να αποφεύγει να προβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας, έχοντας όμως πάντοτε κατά νου ότι είναι ο αιτητής που φέρει το βάρος απόδειξης (βλ. Irena Knitting Ltd κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ.816). Συνεπώς, όταν ο καθ’ ου η αίτηση με την αρχική και/ή συμπληρωματική ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση του, θέτει εκποδών ουσιώδεις ισχυρισμούς που παρατίθενται στην Αίτηση, τότε, αναμένεται από τον αιτητή όπως ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς που παρέχονται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας για να αποκαταστήσει την υποβαλλόμενη εικόνα των πραγμάτων. Τούτο, όχι ως ζήτημα ενδελεχούς αποτίμησης της αξιοπιστίας της κάθε πλευράς, αλλά στα πλαίσια απόσεισης του βάρους απόδειξης που αυτός επωμίζεται.  

 

        Ως προκύπτει από την πιο πάνω ανάλυση, είναι διττή η προϋπόθεση για να ασκήσει το Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια παραμερίζοντας μια απόφαση, με προεξάρχουσα τη δικαιολόγηση της μη εμφάνισης του αιτητή στην υπόθεση. Αν η αδιαφορία του αιτητή είναι ασύγγνωστη, τότε προσλαμβάνει μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και απεμπολεί το δικαίωμα να ακουστεί, ακόμα και αν έχει συζητήσιμη υπεράσπιση (βλ. Milouca Motor Trading Ltd [ανωτέρω]). Η εξέταση αυτού του παράγοντα, θα πρέπει κατά την κρίση μας να είναι η αφετηρία κάθε αίτησης παραμερισμού.

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει το διαδικαστικό ιστορικό της υπόθεσης στη σελ. 4 της απόφασης του ως εξής:

«Πριν προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της αίτησης, θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω το ιστορικό της υπόθεσης. Το κλητήριο ένταλμα καταχωρήθηκε την 1.2.2012 αφού προηγουμένως και συγκεκριμένα στις 9.1.2012 εξασφαλίσθηκε άδεια για σφράγιση του. Στις 8.5.2012 εκδόθηκε διάταγμα για εκτός δικαιοδοσίας και υποκατάστατη επίδοση του κλητηρίου εντάλματος με ιδιωτικό ταχυδρομείο DHLExpress. Ακολούθησε στις 31.10.2012 η έκδοση διατάγματος για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης. Στη συνέχεια και μετά την καταχώριση τροποποιημένου κλητηρίου εντάλματος, προφανώς λόγω δυσκολίων που οι ενάγοντες αντιμετώπισαν στην επίδοση του κλητηρίου, σε αρκετές περιπτώσεις εκδόθηκαν διατάγματα για ανανέωση του και υποκατάστατη επίδοση του. Σε κάποιες δε περιπτώσεις, αιτήσεις που είχαν καταχωρηθεί αποσύρθηκαν με δικαίωμα καταχώρησης νέας. Τελικά και μετά την επίδοση του κλητηρίου εντάλματος και την καταχώρηση αίτησης για απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, οι ενάγοντες στις 24.9.2015 εξασφάλισαν την απόφαση της οποίας με την υπό κρίση αίτηση επιδιώκεται ο παραμερισμός.» 

 

Ακολούθως εξετάζει εκτενώς τον παράγοντα της μη εμφάνισης στις σελ.6-8, παρατηρώντας τα ακόλουθα:

«Για σκοπούς πληρότητας της απόφασης και με βάση τις αρχές που διέπουν το θέμα, θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο η εναγόμενη πέτυχε να δικαιολογήσει την παράλειψη της να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης. Στην προσπάθεια της αυτή, ισχυρίζεται ότι αυτό που την εμπόδισε να το πράξει ήταν το γεγονός ότι αντιμετώπισε προβλήματα υγείας, τα οποία δεν της επέτρεψαν να ταξιδέψει από την Αθήνα στην οποία διαμένει εδώ και πολλά χρόνια στην Κύπρο, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να δώσει οδηγίες στην δικηγόρο της να εμφανιστεί στη διαδικασία και να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης. Προβάλλει περαιτέρω και άλλους ισχυρισμούς για να δικαιολογήσει όλο τον διαρρεύσαντα χρόνο.

Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι ενώ στις 17.3.2015 της επιδόθηκε το κλητήριο ένταλμα και ετοιμαζόταν να μεταβεί στην Κύπρο από την Αθήνα, στις 24.3.2015 υπέστη ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Ένεκα του επεισοδίου αυτού ο γιατρός, της απαγόρευσε να ταξιδέψει μέχρι τις 23.2.2016. Το ιατρικό αυτό πρόβλημα που αντιμετώπισε σε συνδυασμό με το γεγονός ότι λόγω της μακροχρόνιας απουσίας της από την Κύπρο δεν είχε εδώ οποιεσδήποτε επαφές που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν, ότι η ίδια λόγω της ηλικίας της δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας αλλά και γιατί με τη μοναδική της θυγατέρα δεν διατηρεί καμία επαφή, δεν κατάφερε να επικοινωνήσει με δικηγόρο και να του δώσει οδηγίες να καταχωρήσει εκ μέρους της σημείωμα εμφάνισης.  

Την 1.3.2016 και όταν της επιτράπηκε από τον γιατρό της να ταξιδέψει, κατάφερε και ήλθε στην Κύπρο. Επισκέφθηκε τότε τη δικηγόρο της η οποία μετά από έρευνα στον φάκελο του Δικαστηρίου διαπίστωσε την έκδοση της απόφασης. Για να προχωρήσει με την καταχώρηση αίτησης παραμερισμού της εκδοθείσας απόφασης, η δικηγόρος της ζήτησε όπως προηγουμένως την προμηθεύσει με ιατρικό πιστοποιητικό ως προς τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε. Τότε ταξίδεψε ξανά στην Ελλάδα και επανήλθε στην Κύπρο περί τις 11.6.2016, καθ' ότι δεν μπορούσε να επιστρέψει νωρίτερα για οικονομικούς λόγους, ενώ στο μεταξύ άρχισε να υποφέρει και από κατάθλιψη, για την οποία λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.

 

 Όλα τα πιο πάνω αποτελούν τους λόγους που προβάλλει για να δικαιολογήσει την παράλειψη της να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης. Όμως όλα όσα προβάλλει δεν είναι καθόλου πειστικά και εν πάση περιπτώσει όχι ικανά να δικαιολογήσουν την απραξία της για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.      

Καθόλου πειστικός δεν είναι ο ισχυρισμός της ότι λόγω της μακροχρόνιας απουσίας της από την Κύπρο δεν διατηρεί εδώ καθόλου επαφές. Και ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι όπως έχει διαφανεί οι δεσμοί της με τον τόπο δεν έχουν εντελώς αποκοπεί, εξ' ου και το γεγονός ότι προχώρησε στην εξασφάλιση δανείου από τους ενάγοντες εδώ και όχι στην Αθήνα όπου διαμένει από το 1977. Ο δε ισχυρισμός της ότι δεν μπορούσε από την Αθήνα, έστω και με τα προβλήματα που όπως αναφέρει αντιμετώπιζε να έλθει σε επαφή με δικηγόρο στην Κύπρο γιατί δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας δεν είναι δυνατό να πείσει για την αλήθεια του. Ακόμα και αν αυτό ήταν αληθές, κάτι που δεν είναι αναμενόμενο από μία γυναίκα που όπως η ίδια προβάλλει ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες εκατομμυρίων, να μην μπορεί τουλάχιστον με ένα απλό τηλεφώνημα να επικοινωνήσει με δικηγόρο και να του αποστείλει τα απαραίτητα στοιχεία για να την εκπροσωπήσει σε μία δικαστική διαδικασία.

Για τους πιο πάνω λόγους οι εκ μέρους της εναγόμενης ισχυρισμοί με τους οποίους προσπάθησε να δικαιολογήσει την παράλειψη της να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης δεν είναι καθόλου πειστικοί και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί. Αυτό που προκύπτει στην εξεταζόμενη περίπτωση είναι ότι η εναγόμενη αδιαφόρησε για τη δικαστική διαδικασία που ξεκίνησε εναντίον της και μέχρι και την καταχώρηση της υπό κρίσης αίτησης δεν έπραξε οτιδήποτε. Η παράλειψη της εναγόμενης να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης και η γενικότερη στάση που επέδειξε καταδεικνύει αδιαφορία που παρέμεινε αδικαιολόγητη κατά τρόπο που συνιστά περιφρόνηση των δικαστικών διαδικασιών. Η όλη συμπεριφορά της είναι τέτοια που δεν επιτρέπει και για τον λόγο  αυτό να στερηθούν οι ενάγοντες των ευεργετημάτων που τους παρέχει η νομότυπη απόφαση που εξασφάλισαν.»

 

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της προαναφερθείσας, σημαντικότατης προϋπόθεσης, της μη εμφάνισης, δεν εφεσιβάλλεται με κανένα λόγο έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης στρέφεται αποκλειστικά κατά της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που άπτεται της προϋπόθεσης αποκάλυψης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης. Είναι γεγονός ότι στην αιτιολογία (λεπτομέρειες) του πρώτου λόγου έφεσης, παρατίθεται επιχειρηματολογία (σημεία 1.6 - 1.11) και κατά της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορά στη μη εμφάνιση της εφεσείουσας στην πρωτόδικη διαδικασία. Η αιτιολογία (λεπτομέρειες) αυτή όμως, είναι χωρίς θεμέλιο αφού δεν απορρέει από κανένα λόγο έφεσης. Συνεπώς, δεν δύναται να ληφθεί υπόψη ή και να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο στο πλαίσιο της καταχωρηθείσας έφεσης.

Με δεδομένο λοιπόν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η μη εμφάνιση της εφεσείουσας, ισοδυναμούσε με αδιαφορία και συνακόλουθα καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και ότι η κρίση αυτή παραμένει άθικτη, αφού δεν προσβάλλεται με κανένα λόγο έφεσης, ο πρώτος λόγος έφεσης καθίσταται αλυσιτελής. Τούτο, αφού ακόμα και αν γινόταν δεκτός στην ολότητα του, δεν θα οδηγούσε σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης (βλ. Milouca Motor Trading Ltd (ανωτέρω)). Θα έπρεπε πρωτίστως και απαρεγκλίτως να προσβληθεί ρητά και με συγκεκριμένο λόγο έφεσης η κρίση του Δικαστηρίου σε σχέση με τη μη εμφάνιση της εφεσείουσας (βλ.Polytropo Advertising Ltd v. Adboard Ltd (2003) 1Γ Α.Α.Δ. 1486).

Ο πρώτος λόγος έφεσης ως αλυσιτελής, απορρίπτεται.

        Απορριπτέος είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης. Κατ’ αρχάς δεν υπάρχει οποιαδήποτε αιτιολογία (λεπτομέρειες). Κάτω από τον υπότιτλο «λεπτομέρειες» του λόγου έφεσης αυτού, επαναλαμβάνεται ξανά και αυτούσια ο λόγος έφεσης. Χωρίς διασαφήνιση, επεξήγηση, αιτιολογία και/ή επιχειρηματολογία - πραγματική ή νομική. Στο δε περίγραμμα αγόρευσης, προκύπτει και σοβαρή αντίφαση σε σχέση με την ειδοποίηση έφεσης. Συγκεκριμένα, ενώ ο λόγος έφεσης 2 (ως καταγράφεται στην ειδοποίηση έφεσης) στρέφεται κατά του γεγονότος ότι η αίτηση τροποποίησης αναρτήθηκε μόνον στο πινάκιο του Δικαστηρίου, αντί να επιδοθεί στην εφεσείουσα, στο περίγραμμα αγόρευσης της συνηγόρου της εφεσείουσας, προβάλλεται η θέση ότι «ουδέποτε πληροφορήθηκε για τη συγκεκριμένη αίτηση ούτε και αναρτήθηκε στο πινάκιο του Δικαστηρίου…».

Περαιτέρω, το διάταγμα τροποποίησης ημερ.14.12.2015  που φαίνεται να είναι στο επίκεντρο αυτού του λόγου έφεσης, εκδόθηκε από το Δικαστήριο που εξέδωσε την ερήμην, απόφαση εναντίον της εφεσείουσας/εναγόμενης στις 24.9.2015 και όχι από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η απόφαση του οποίου, ημερ.27.4.2018, είναι το αποκλειστικό αντικείμενο εξέτασης της παρούσας έφεσης.

        Απορρίπτεται συνεπώς και ο δεύτερος λόγος έφεσης.

        Σε σχέση με τον τρίτο λόγο έφεσης, προκύπτει από την αιτιολογία που παρατίθεται, ότι η εφεσείουσα δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η αξίωση της για   παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος λόγω μη επίδοσης της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος και άλλων συναφών εγγράφων, όντως δεν αναπτύσσεται καθόλου στην αγόρευση της συνηγόρου της. Το παράπονο της είναι ότι «ακόμα και εάν υπήρχε παράλειψη από μέρους της δικηγόρου της εναγόμενης να το σχολιάσει στην αγόρευση της, το ζήτημα είναι νομικό και αφού τίθεται με την αίτηση και την ένορκη δήλωση της εναγόμενης που συνοδεύει την αίτηση της, το Δικαστήριο θα έπρεπε να το σχολιάσει και να αποφασίσει επί αυτού…»

        Με κάθε εκτίμηση, δεν συμφωνούμε με τη θέση της εφεσείουσας. Η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος είναι ασφαλώς επιτακτική, νομική υποχρέωση για να προχωρήσει ένα Δικαστήριο στην ερήμην, έκδοση δικαστικής απόφασης. Το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση ημερ.24.9.2015, προφανώς ικανοποιήθηκε για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής, προτού το πράξει. Αν η εφεσείουσα είχε βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι το Δικαστήριο έσφαλλε και ότι στην πραγματικότητα αυτή η υποχρέωση δεν εκπληρώθηκε και θα έπρεπε ως εκ τούτου η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος να παραμεριστεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, όφειλε, όχι μόνον να θέσει το θέμα στην αίτηση και την ένορκη δήλωση που τη συνόδευε, αλλά πολύ περισσότερο, να παραθέσει την επί τούτου νομική επιχειρηματολογία κατά την τελική της αγόρευση. Η δε παράλειψη της να το πράξει, όπως πολύ ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ισοδυναμούσε με εγκατάλειψη της αιτούμενης θεραπείας.

Ακόμα και ενώπιον μας, έστω ετεροχρονισμένα, δεν έχει προσφερθεί τέτοια νομική επιχειρηματολογία. Συνεχίζοντας στο ίδιο μοτίβο όπως πρωτόδικα, στο περίγραμμα αγόρευσης της συνηγόρου της εφεσείουσας, γίνεται μια γενική, αόριστη και απροσδιόριστη αναφορά σε ευρωπαϊκούς κανονισμούς που διέπουν ζητήματα επίδοσης εντός της ευρωπαϊκής ένωσης με την κατάληξη ότι «Όπως φαίνεται από τα έγγραφα που επιδόθηκαν, αυτά [οι απροσδιόριστες προϋποθέσεις των κανονισμών δηλαδή] δεν τηρήθηκαν». Θεραπείες παρέχονται από τα Δικαστήρια, όταν τα αιτήματα είναι στοχευμένα και πλήρως αιτιολογημένα - πραγματικά και νομικά.

Απορρίπτεται και ο τρίτος λόγος έφεσης.

        Ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν έχει αυτοτελή δυναμική. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τον συνήθη, γενικό κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, διέταξε, όπως η εναγόμενη/εφεσείουσα πληρώσει τα έξοδα του αποτυχημένου διαβήματος της. Κανένας λόγος, υπό τις περιστάσεις, δεν υφίστατο για να αποκλίνει από τον γενικό αυτό κανόνα.   

        Έπεται πως και ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ανεδαφικός και ως τέτοιος απορρίπτεται.

Η έφεση είναι ολωσδιόλου αβάσιμη και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €7.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης.

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο