ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: E86/2022)

 

23 Φεβρουαρίου, 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

 

1.  ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ,

2.  ΕΙΡΗΝΟΥΛΛΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ,

3.  ΦΑΝΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ

4.  ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ,

Εφεσείοντες/Ενάγοντες,

v.

 

1.  ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

2.  GORDIAN HOLDINGS LIMITED,

Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι.

 

____________________

 

Π. Βορκάς, για Μ. Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. για τους Εφεσείοντες.

Π. Μακρίδης για κ.κ. Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Οι εφεσείοντες καταχώρησαν, ενώπιον πρωτόδικου Δικαστηρίου, εναντίον των εφεσίβλητων, αγωγή (με Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα) με την οποία αξίωσαν, μεταξύ άλλων, απόφαση και/ή διάταγμα με το οποίο να κηρύσσεται άκυρη και/ή παράνομη, ως παραβιάζουσα το Άρθρο 3 του Ν.169(Ι)/2015, ως αυτό έχει τροποποιηθεί, η μεταβίβαση και/ή μεταφορά και/ή πώληση των πιστωτικών διευκολύνσεων που παραχωρήθηκαν στους εφεσείοντες και/ή στην εταιρεία BETAΛIA ΚΛΟΘΙΝΚ ΜΑΝΟΥΦΑΚΤΙΑΡΕΡΣ ΛΙΜΙΤΕΔ από τους εφεσίβλητους 1 προς τους εφεσίβλητους 2. Επίσης αξίωναν, εναντίον των εφεσίβλητων 1 και 2, απόφαση ότι δεν τους οφείλουν οποιοδήποτε ποσό δυνάμει της απόφασης ημερομηνίας 17.12.2008, στην αγωγή 2370/2003, καθώς επίσης, αξίωναν απόφαση ότι οι εφεσίβλητοι 2 ουδέν δικαίωμα είχαν να εγείρουν εναντίον των εφεσειόντων διαδικασίες για είσπραξη οποιουδήποτε ποσού, σε σχέση με πιστωτικές διευκολύνσεις που έλαβε η πιο πάνω εταιρεία, από τη Λαϊκή Τράπεζα, ή σε σχέση με το προαναφερόμενο εξ αποφάσεως χρέος.  Τέλος, οι εφεσείοντες ζητούσαν οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Δικαστήριο ήθελε κρίνει εύλογη και δίκαιη.

 

Μετά την καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης, οι εφεσίβλητοι, προτού καταχωρήσουν υπεράσπιση, στο πλαίσιο της προαναφερόμενης αγωγής, καταχώρισαν αίτηση με την οποία ζήτησαν την απόρριψη της αγωγής και/ή του κλητηρίου εντάλματος και/ή της Έκθεσης Απαίτησης, και/ή τον παραμερισμό και/ή τη διαγραφή τους.  Διαζευκτικά ζήτησαν την ακύρωση και/ή τον παραμερισμό και/ή την αναστολή των προαναφερόμενων εγγράφων, ως επιπόλαιων και/ή ενοχλητικών, και/ή ότι το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει τις αξιούμενες θεραπείες και/ή διατάγματα.  Η αίτηση είχε ως νομική βάση τη Δ.19 Θ.4, 5 και 26, τη Δ.27 Θ.1, 2, 3 και τη Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Παρά την ειδοποίηση ένστασης, που καταχωρίστηκε από τους εφεσείοντες, ενάντια στην προειρημένη αίτηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με την οποία παραμέρισε και διέγραψε την αγωγή (ήτοι Κλητήριο Ένταλμα Γενικώς Οπισθογραφημένο και Έκθεση Απαίτησης) επιδικάζοντας έξοδα προς όφελος των εφεσίβλητων.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την προαναφερόμενη πρωτόδικη απόφαση, τη θεωρούν λανθασμένη, εξ ού και καταχώρησαν την παρούσα έφεση, προβάλλοντας επτά (7) λόγους έφεσης οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τις θέσεις ότι, λανθασμένα λήφθηκε υπόψη μαρτυρία, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την εξέταση της αίτησης, και αυτό δεν περιορίστηκε στη βάση μόνο των δικογραφημένων ισχυρισμών (πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης), ότι ο συλλογισμός του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάσχει από αντιφάσεις και/ή ανακολουθίες, και ως εκ τούτου οδηγήθηκε σε λανθασμένα συμπεράσματα και/ή κατάληξη (τρίτος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε την αίτηση παραδεκτή παρ’ ότι αυτή έπασχε από ασύγγνωστα ελαττώματα, ως προς τον τύπο της, χωρίς να εξετάσει τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων επί του εν λόγω ζητήματος (τέταρτος λόγος έφεσης), ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη τα όρια της εξουσίας του, και/ή της αρμοδιότητας του, σε σχέση με το πλαίσιο της αίτησης (πέμπτος λόγος έφεσης), ότι εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα πως συνεπεία της ύπαρξης του διατάγματος, ημερομηνίας 23.05.2019, οι εφεσείοντες δεν είχαν καλή βάση αγωγής και/ή αιτία αγωγής και/ή ότι δεν προέκυπτε αγώγιμο δικαίωμα (έκτος λόγος έφεσης), καθώς και ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, άσκησε πλημμελώς τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχει η Δ.27 Θ.3 (και η Δ.19 Θ.26) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, παραβιάζοντας το δικαίωμα των εφεσειόντων να προσφύγουν στη δικαιοσύνη (έβδομος λόγος έφεσης).

 

Είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως το υπόβαθρο, στο οποίο στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων, με βάση το οποίο κατέληξε στην απόρριψη της αγωγής, είναι το πιο κάτω:

 

«Σύμφωνα με το μαρτυρικό υλικό που  τέθηκε ενώπιον μου τα ακόλουθα θεωρούνται αναμφισβήτητα γεγονότα:

 

(α) Ότι η μόνη βάση αγωγής αλλά και αξίωση των εναγόντων εναντίον των εναγόμενων έγκειται στην αμφισβήτηση της νομιμότητας της μεταβίβασης του εξ' αποφάσεως χρέους και των επίδικων υποθηκών από την Τράπεζα στην Gordian (βλ. Τεκμήριο 1 στην Ε/Δ Π.Δ.). Οι θεραπείες δε που αξιώνονται  επιδιώκουν ουσιαστικά την ακύρωση και παραμερισμό της μεταβίβασης του εξ' αποφάσεως χρέους και των επίδικων υποθηκών από την Τράπεζα στην Gordian  ως παράνομης.

 

(β)  Ότι η εν λόγω μεταβίβαση του εξ' αποφάσεως χρέους και των επίδικων υποθηκών από την Τράπεζα στην Gordian εγκρίθηκε και έγινε αποδεκτό από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας  στις 23/05/22019 στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης υπ. αριθμό 372/19 Επί τοις αφορώσι την Bank of Cyprus Public Co Ltd κ.α. όπου και εκδόθηκε σχετικό διάταγμα ημερομηνίας 23/03/2019 (το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 30/05/2019) μέσω του οποίου επικυρώθηκαν οι πρόνοιες σχετικού Σχεδίου Διακανονισμού  με βάση τα άρθρα 198, 199 και 200 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και η εν λόγω μεταβίβαση η οποία έγινε κατ' εφαρμογή των προνοιών των άρθρων 18 και 19 του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και Συναφή Θέματα του 2015 (Ν. 169(Ι)/2015) όπως έχει τροποποιηθεί. Αντίγραφο του εν λόγω Διατάγματος, στο οποίο ρητά αναφέρονται τόσο οι υποθήκες όσο και οι τραπεζικοί λογαριασμοί τους οποίους εξασφαλίζουν με αναφορά στις συγκεκριμένες σελίδες του Παραρτήματος του Σχεδίου Διακανονισμού.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκδικάζοντας την αίτηση των εφεσίβλητων, έκρινε πως το γεγονός ότι το διάταγμα, ημερομηνίας 23.05.2019, με το οποίο μεταβιβάστηκε το εξ αποφάσεως χρέος και συναφείς υποθήκες στους εφεσίβλητους 2, εφ’ όσον δεν είχε εφεσιβληθεί, και επομένως ήταν σε ισχύ, οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η αγωγή των εφεσειόντων δεν θα είχε επιτυχία και το αποτέλεσμα της ήταν προδικασμένο. Ως εκ τούτου παραμέρισε την αγωγή και τη διέγραψε.

 

Προς καλύτερη κατανόηση των συμπερασμάτων μας θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε αυτούσια αποσπάσματα από το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο το οδήγησε στην κατάληξη του να απορρίψει την αγωγή, τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«Το ερώτημα που προκύπτει είναι το κατά πόσο το παρόν Δικαστήριο έχει εξουσία και δικαιοδοσία να εξετάσει τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των Καθ' ων η αίτηση και να εκδώσει τις αιτούμενες θεραπείες, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά ότι η μεταβίβαση του εξ' αποφάσεως χρέους των Καθ' ων η αίτηση αλλά και των επίδικων υποθηκών από την Τράπεζα προς την Gordian είναι παράνομη;

 

Στο ερώτημα αυτό κατά την άποψη μου η απάντηση δεν μπορεί να είναι καταφατική καθώς:

 

(α)  Στη βάση των ρητών παραδοχών των Αιτητών οι οποίες έγιναν μέσω της ένορκης δήλωσης της Καθ' ης η Αίτηση 2  στην  Ε.Δ. ημερ.19.12.2019 και η οποία είναι δεσμευτική για αυτούς (βλ. Τ. Ηλιάδη και Ν. Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές»  σελίδα 279 αλλά και την Union des Cooperatives Agricoles de Cereales de Semences ν. Apak Agro Industries Ltd. κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 542), η μόνη ουσιαστικά βάση αγωγής που έχει παραμείνει και μπορούν να επικαλεστούν οι Καθ' ων η αίτηση είναι αποκλειστικά η αμφισβήτηση της νομιμότητας μεταβίβασης του εξ' αποφάσεως χρέους και των επίδικων υποθηκών από την Τράπεζα στην Gordian, η οποία τονίζεται και πάλι ότι έχει επικυρωθεί και αναγνωρισθεί δικαστικά από το Ε.Δ. Λευκωσίας μέσω της έκδοσης του Διατάγματος Επικύρωσης του Σχεδίου Διακανονισμού ημερομηνίας 23.05.2019.

 

(β) Επομένως, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εξετάσει  τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των Καθ' ων η αίτηση με ενδεχόμενο και προοπτική να εκδώσει τις αιτούμενες θεραπείες αφού εάν το πράξει ουσιαστικά θα έχει επενεργήσει ως εφετείο ομόβαθμου Δικαστηρίου παραμερίζοντας και ανατρέποντας το Διάταγμα ημερομηνίας 23.05.2019 του Ε.Δ. Λευκωσίας με το οποίο επικυρώθηκε και κρίθηκε ουσιαστικά ως παντελώς νόμιμη και νομότυπη η μεταβίβαση, πράγμα εντελώς ανεπίτρεπτο στην Κυπριακή Έννομη τάξη αφού η ερμηνεία, αμφισβήτηση και ενδεχομένως διαφοροποίηση των αποφάσεων των Επαρχιακών Δικαστηρίων γίνεται αποκλειστικά και μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του.

 

(γ) Δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι το παρόν Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση) στην απόφαση του ημερομηνίας 27.01.2020 έκρινε ότι οι Καθ' ων η αίτηση δεν έχουν καλή βάση αγωγής (ήτοι δεν έχουν αιτία αγωγής γνωστή στο Νόμο) αναφέροντας χαρακτηριστικά τα εξής στην σελίδα 9 της απόφασης του:

 

«Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι το Δικαστήριο δεν κέκτηται καν εξουσίας να εξετάσει την εισήγηση των Αιτητών περί παρανομίας του διατάγματος εκχώρησης των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων. Επί της πιο πάνω εισήγησης εδράζεται η αγωγή των Εναγόντων -Αιτητών».

 

Πρόσθετα με βάση τα όσα έχουν αναφερθεί από το παρόν Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση) στην απόφαση του  με ημερομηνία 27.01.2020 αλλά και του ευρήματος περί ανυπαρξίας καλής βάσης αγωγής, θεωρώ ότι αυτά είναι δεσμευτικά για το παρόν Δικαστήριο και δεν υπάρχει η δυνατότητα να μην ακολουθηθούν.»

 

Διακρίνουμε πως η βασική επιχειρηματολογία των συνηγόρων των εφεσειόντων έγκειται στο ότι με τα λάθη, ως ισχυρίζονται, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία προωθούνται με τους λόγους έφεσης τους, παραβιάστηκε το θεμελιώδες δικαίωμα τους για προσφυγή στη δικαιοσύνη, αφού στερούνται του δικαιώματος να ζητήσουν θεραπείες, για τις οποίες πιστεύουν ότι στηρίζονται σε νόμιμα δικαιώματα τους.

 

Θεωρούμε επίσης χρήσιμο να παρατηρήσουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως διαφαίνεται μέσα από το περιεχόμενο της εκκαλούμενης απόφασης του, οδηγήθηκε στην κατάληξη του χωρίς την εφαρμογή της Δ.19 Κ.26 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αλλά κατ’ εφαρμογή της Δ.27 Κ.3 και όχι βέβαια υπό την έννοια ότι επρόκειτο για επιπόλαιη ή ενοχλητική αγωγή, αλλά ότι δεν υπήρχε καλή βάση αγωγής.  Συνακόλουθα οφείλουμε να επικεντρωθούμε στα όσα διέπουν τη Δ.27 Κ.3. Παραθέτουμε αποσπάσματα από τη σχετική νομολογία, που αφορά στην εν λόγω Διαταγή, στην οποία είχαμε παραπέμψει στην πολύ πρόσφατη απόφαση μας στην υπόθεση Meridian Gaming Ltd κ.ά. v. Κυριάκου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε88/2018, ημερομηνίας 29.01.2024, τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

«Η υπό κρίση αίτηση θεμελιώνετο στη Δ.27 θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία δίδει στο Δικαστήριο τη διακριτική ευχέρεια να παραμερίσει και απορρίψει αγωγή, λόγω του ότι δεν αποκαλύπτεται μέσα από το δικόγραφο εύλογη αιτία αγωγής, ή επειδή είναι επιπόλαια ή ενοχλητική. Συγκεκριμένα, η Δ.27 θ.3 προνοεί τα ακόλουθα:

 

«The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.»

 

O σκοπός της Δ.27 είναι η εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης.  Σύμφωνα με τη νομολογία, εξουσία για διαγραφή ασκείται με εξαιρετική φειδώ. Όπως τονίστηκε στην Κ. Δημητρίου ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Κ. Δημητρίου v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2014) 1 Α.Α.Δ. 1125:

 

«Όπως παρατήρησε στην απόφαση του ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής η Δ.27 θ.3 θεσμοθετεί μια συνοπτική διαδικασία η οποία παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία, χωρίς τη διεξαγωγή δίκης, να απορρίψει οιονδήποτε δικόγραφο. Παρέχεται δηλαδή εξουσία στο δικαστήριο να απορρίψει μια αγωγή, χωρίς να προβεί στην εκδίκαση της, όταν η αγωγή δεν αποκαλύπτει καλή βάση ή είναι επιπόλαιη ή ενοχλητική.  Η εξουσία αυτή ασκείται με εξαιρετική φειδώ και αποτελεί εξαιρετικής μορφής μέτρο (Δέστε: Σιακόλας v. Federal Bank of Lebanon (SAL) (1998) 1 ΑΑΔ 1338, 1344).»

          

Στην Χατζήκυριακος ν. Κυθρεώτη (1992) 1 A.A.Δ. 1119, αναφέρθηκε ότι:

 

«Η απόφανση για ανυπαρξία εύλογης αιτίας αγωγής οδηγεί αναπόδραστα στον οριστικό τερματισμό της διαδικασίας. Δικαιολογείται αυτός ο τερματισμός μόνο όταν το δικόγραφο, στην περίπτωση αυτή, το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, είναι αναντίλεκτα ανυπόστατο. (Βλ. In Re Pelmaco Development Ltd, (1991) 1 Α.Α.Δ. 246. Εντοπισμός κάποιας αιτίας αγωγής ή έστω κάποιου ζητήματος κατάλληλου για εκδίκαση από το Δικαστήριο, επιβάλλει τη διατήρηση της διαδικασίας στη ζωή όσο και αν η προοπτική επιτυχίας εμφανίζεται απομακρυσμένη. ΒλCostas Mavromoustaki v. Iacovos N. Yeroudes as executor of the will of the deceased Spyros Michaelides (1965) 1 CLR 176Michael Papamichael v. Clitos Chaholiades (1970) 1 CLR 305.»

 

Στην πρόσφατη απόφαση Κ. Π. Ερωτοκρίτου & Σία κ.ά. v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση Αρ. Ε94/2017, ημερ. 11.12.2023, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Κατά τα άλλα, το πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά πως η διαγραφή δικογράφου δυνάμει της Δ.27, θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, συνιστά εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο όταν   αναμφίβολα το δικόγραφο κρίνεται ανυπόστατο ή στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος, κάτι που κατέγραψε στην απόφασή του. Γνώριζε επίσης πολύ καλά και την πλούσια νομολογία, μέρος της οποίας παρέθεσε.

 

Στη Δημοκρατία ν. Γεωργίου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 704, στην οποία παρέπεμψε, το Ανώτατο Δικαστήριο σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε πως η κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση των Άρθρων 28, 30 και 35 του Συντάγματος προέβαλλε «ένα σοβαρό θέμα προς εξέταση που δεν θα μπορούσε να απορριφθεί σε αυτό το αρχικό στάδιο χωρίς την παράθεση μαρτυρίας».  Καταγράφεται στην πιο πάνω απόφαση, πως:

 

«Το βασικό ερώτημα που εγείρεται είναι όπως το έχει θέσει ο Δικαστής Lord Pearson στην υπόθεση Drummond-Jackson vBritish Medical Association το ακόλουθο:

 

"Does this statement of claim disclose an alleged cause of action which has some chance of success?"

 

Σε ελεύθερη μετάφραση,

 

 "Η έκθεση απαίτησης αποκαλύπτει μια κατ΄ ισχυρισμό βάση αγωγής που έχει κάποια πιθανότητα επιτυχίας;"»

 

     Στην υπόθεση Nagle v.  Feilden [1966] 1 All E.R. 697, στην οποία παραπέμπει η υπόθεση Γεωργίου (ανωτέρω), επαναλαμβάνεται πως μία Έκθεση Απαίτησης δεν πρέπει να διαγράφεται και ένας ενάγων δεν πρέπει να στερείται του δικαιώματος του να εξασφαλίσει προς όφελός του απόφαση, εκτός εάν δεν έχει συζητήσιμη υπόθεση (unless the case is unarguable).»»

 

Φρονούμε πως ο πυρήνας των θέσεων που προβάλλονται με τους λόγους έφεσης επιβάλλει να ελέγξουμε (α) κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο με την κρίση του ότι δεν νομιμοποιούνταν να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος, ημερομηνίας 23.05.2019, στέρησε από τους εφεσείοντες κάποιο θεμελιώδες δικαίωμα και (β) κατά πόσο όντως η μόνη βάση αγωγής ήταν η νομιμότητα του προαναφερόμενου διατάγματος, και εν πάση περιπτώσει (γ) αν χρειαζόταν να εξετάσει, στο πρόωρο στάδιο που βρισκόταν η διαδικασία, ζήτημα νομιμότητας του διατάγματος, ημερομηνίας 23.05.2019. 

 

Εξετάζοντας με κάθε δυνατή προσοχή το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και αφού έχουμε ακούσει τις θέσεις και τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, και με σημείο αναφοράς τις κατευθυντήριες γραμμές της νομολογίας καταλήγουμε ως ακολούθως:

 

1.      Όσον αφορά στο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι αυτό δεν νομιμοποιούνταν να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος ημερομηνίας 23.05.2019, και συνεπώς δεν είχε εξουσία να αποδώσει τις αιτούμενες θεραπείες, κρίνουμε πως το σκεπτικό του δεν ήταν εύλογο υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.  Κατ’ αρχήν ξεκαθαρίζουμε ότι η νομολογία, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι μεν σαφής, ωστόσο διατηρούμε επιφυλάξεις αν έχει εφαρμογή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, και δη στο στάδιο όπου το Δικαστήριο έκανε αποδεκτή την αίτηση των εφεσίβλητων. Το εν λόγω διάταγμα (έγκρισης του Σχεδίου Διακανονισμού μεταξύ των εφεσίβλητων 1 και 2) δεν εκδόθηκε είτε με τη συγκατάθεση των εφεσειόντων είτε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας στην οποία αυτοί να έλαβαν μέρος, ούτως ώστε να κωλύονται εκ της συμπεριφοράς τους να εγείρουν τέτοιο ζήτημα προς εκδίκαση. Όσον αφορά στο Σχέδιο Διακανονισμού που εγκρίθηκε, η θέση των εφεσειόντων, ότι παραβιάζεται το Άρθρο 3 του Ν.169(Ι)/2015, αφ’ ενός δεν ηγέρθηκε πριν την έκδοση του διατάγματος, και δεν κρίθηκε κατά την έκδοση του διατάγματος, αφετέρου, πρόκειται για θέση προφανώς συνυφασμένη με πρόνοια απαγορευτική, η οποία, κατά την επίμαχη χρονική περίοδο και δη πριν τον τροποποιητικό Ν.129(Ι)/2022, όντως απαγόρευε την πώληση πιστωτικών διευκολύνσεων πέραν του €1.000.000,00 που ήταν, και το ύψος των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων, κατ’ ισχυρισμό, διατυπωμένου στην Έκθεση Απαίτησης τους.  Αυτά τα δεδομένα ήταν αρκούντως ικανοποιητικά για το πρωτόδικο Δικαστήριο να θεωρήσει ότι με την αγωγή τους οι εφεσείοντες ήγειραν σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση.  Δηλαδή ότι εκ πρώτης όψεως ήταν ενδεχόμενο το διάταγμα να συμπεριέλαβε λανθασμένα τις επίδικες πιστωτικές διευκολύνσεις, και πως οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα να εγείρουν τη σχετική θέση τους, με την αγωγή τους, αφού δεν ήταν μέρος της διαδικασίας έκδοσης του διατάγματος.  Δεν φαίνεται όμως να απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο οι προαναφερόμενοι παράμετροι.  Προφανώς επικέντρωσε το σκεπτικό του στην ύπαρξη και μόνο του διατάγματος ημερομηνίας 23.05.2019. Κατέληξε ως εκ τούτου πως δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος, οπότε οδηγήθηκε στην απόρριψη της αγωγής.  Δεν επρόκειτο όμως για θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, αλλά για πιθανότητες επιτυχίας στην αγωγή, έστω εν όψει του διατάγματος, κάτι όμως που ήταν πρόωρο να αποφασισθεί.  Συνεπώς η αγωγή, κλητήριο ένταλμα και Έκθεση Απαίτησης, στην οποία δίδονταν λεπτομέρειες ότι, κατ’ ισχυρισμό των εφεσειόντων, έχει παραβιαστεί το Άρθρο 3 του Ν.169(Ι)/2015 σ’ ότι τους αφορά, αλλά και πως οι επίδικες πιστωτικές διευκολύνσεις δεν εμπίπτουν στον ορισμό και/ή την έννοια του Άρθρου 2 του Ν.169(Ι)/2015 ήγειραν ασφαλώς καλή αιτία αγωγής.  Προφανώς η πρόταξη του διατάγματος, ημερομηνίας 23.05.2019, αναμενόμενο ήταν να αποτελεί μία εκ των πιθανών υπερασπιστικών γραμμών των εφεσίβλητων, στην αγωγή που απορρίφθηκε, όμως, η απόρριψη της αγωγής, πριν την καταχώριση  υπεράσπισης, για την οποία ενδεχομένως να δικαιολογείτο η εκδίκαση νομικού σημείου, δυνάμει της Δ.27 Κ.1 και 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, δεν ήταν ορθή.  Το θεμελιώδες δικαίωμα των εφεσειόντων να ακουσθούν επί της ουσίας της αγωγής τους παραβιάστηκε.  Υπενθυμίζεται πως, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα, μια αγωγή δεν απορρίπτεται ακόμη και αν προβάλλουν λίγες οι πιθανότητες επιτυχίας.

 

Το γεγονός και μόνο ότι υπήρχε ισχυρισμός των εφεσειόντων, στην Έκθεση Απαίτησης, πως οι εφεσίβλητοι εξασφάλισαν το διάταγμα, ημερομηνίας 23.05.2019, παράνομα, αποτελούσε σοβαρό θέμα προς εξέταση και εκδίκασης του, επί της ουσίας, και όχι απόρριψης της αγωγής, πριν καν εγερθεί τέτοιο ζήτημα στην υπεράσπιση που δεν είχε καταχωριστεί.

 

2.     Όσον αφορά στη διαπίστωση, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η μόνη βάση για την αγωγή των εφεσειόντων ήταν η νομιμότητα του διατάγματος, ημερομηνίας 23.05.2019, κρίνουμε, επίσης, με το δέοντα σεβασμό στον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, πως η Έκθεση Απαίτησης αποκάλυπτε, σε συνδυασμό με σχετική θεραπεία σ’ αυτήν αλλά και στο κλητήριο ένταλμα, και έτερη βάση αγωγής.  Πρόκειται για τον ισχυρισμό ότι οι εφεσείοντες είχαν αποδεχθεί την έκδοση απόφασης, στις 17.12.2008, σε άλλη αγωγή, την 2370/03, με την παράλληλη συμφωνία ότι η Λαϊκή Τράπεζα, που ήταν η ενάγουσα, και την οποία διαδέχθηκε στη συνέχεια η Τράπεζα Κύπρου, ανέλαβε όπως μη προωθήσει μέτρα εκτέλεσης της εκ συμφώνου απόφασης, ημερομηνίας 17.12.2008, εναντίον των εφεσειόντων, προτού ασκηθούν και εξαντληθούν όλα τα μέσα και/ή μέτρα εκτέλεσης εναντίον τρίτου, κατονομαζόμενου, προσώπου που ήταν εγγυητής σε άλλη απόφαση ημερομηνίας 05.10.2005.  Μέχρι και τον Μάρτιο του 2013 η Λαϊκή Τράπεζα δεν είχε πάρει μέτρα εκτέλεσης.  Το 2018, και δεδομένου ότι η Τράπεζα Κύπρου είχε αναλάβει το ενεργητικό της Λαϊκής Τράπεζας, από τον Μάρτιο του 2013, κατά παράβαση της παράλληλης συμφωνίας, ως ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, η Τράπεζα Κύπρου απάλλαξε πλήρως το τρίτο πρόσωπο από το εξ αποφάσεως χρέος (απόφασης ημερομηνίας 05.10.2005) ενώ έλαβε μέτρα εκτέλεσης για την πληρωμή της εκ συμφώνου απόφασης ημερομηνίας 17.12.2008.  Λόγω των προαναφερόμενων εξελίξεων, και λόγω της επιχειρούμενης εκποίησης υποθηκών, οι εφεσείοντες καταχώρησαν την αγωγή 63/19 εναντίον της εφεσίβλητης 1, (η οποία στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από την εφεσίβλητη 2), η οποία μέχρι την καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης εκκρεμούσε.  Δεν παραγνωρίζουμε πως η έγερση της τελευταίας αγωγής ενδεχομένως να εγείρει θέμα κατάχρησης διαδικασίας, εφ’ όσον ήθελε εξετασθεί και κριθεί ότι πρόκειται για τα ίδια γεγονότα και ίδιες θεραπείες μεταξύ των ίδιων διαδίκων.  Δεν εξετάστηκε όμως πρωτόδικα τέτοιο ζήτημα επειδή δεν ήταν αυτή η βάση και το υπόβαθρο της σχετικής αίτησης. Θα μπορούσε άλλωστε, αν το ζήτημα εγειρόταν να αποσυρόταν η αγωγή 63/19, οπότε το θέμα της κατάχρησης θα έπαυε να είχε αντικείμενο προς εξέταση. Η καίρια θέση των εφεσίβλητων ήταν ότι λόγω του διατάγματος, ημερομηνίας 23.05.2019, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να αποδώσει τις αιτούμενες θεραπείες.  Αναμφίβολα όμως από τα πιο πάνω προκύπτει ότι συνυπήρχε ακόμη μία βάση  αγωγής, που αν αποδεικνυόταν θα αποτελούσε ικανοποιητικό υπόβαθρο για παροχή σχετικής αιτούμενης θεραπείας.  Ως έχει προαναφερθεί, μέσα από τα νομολογηθέντα, το ποσοστό πιθανότητας επιτυχίας της αγωγής σε τέτοιο στάδιο δεν συνυπολογίζεται στην κρίση και τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Συνακόλουθα των πιο πάνω καταλήγουμε ότι οι λόγοι έφεσης 6 και 7 είναι βάσιμοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να απορρίψει την αίτηση των εφεσίβλητων.

 

Όσον αφορά στους υπόλοιπους λόγους έφεσης κρίνουμε ότι καθίσταται αχρείαστη η ενασχόληση μας με αυτούς, καθ’ ότι η ουσία τους είναι συνυφασμένη και/ή εμπεριέχεται στους λόγους 6 και 7.  

 

Συνακόλουθα όλων των προαναφερόμενων, η έφεση επιτυγχάνει και η εκκαλούμενη απόφαση παραμερίζεται, περιλαμβανομένης της διαταγής για τα έξοδα.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται προς όφελος των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσίβλητων, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή του Ε. Δ. Λάρνακας και θα εγκριθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Επιδικάζονται έξοδα της έφεσης €6.800,00 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, προς όφελος των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσίβλητων.  

 

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο