ΕΦΕΤΕΙΟ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E95/2021)

 

8 Φεβρουαρίου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

       

 

1.    ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΣΙΟΥΡΤΙΔΗΣ

2.    ΓΙΑΝΟΥΛΛΑ ΑΝΔΡΕΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΑΣΙΟΥΡΤΙΔΟΥ

 

Εφεσείοντες - Εναγόμενοι

                                        v.

 

BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD

 

Εφεσίβλητης - Ενάγουσας

 

 

Α. Δημητρίου, για Ανδρέας Μαθηκολώνης & Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσείοντες.

Κ. Χατζηαναστάση (κα), για Χάρης Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητη.

 

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από την Δικαστή Μ. Παπαδοπούλου.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

        Με δύο λόγους έφεσης οι Εφεσείοντες – Εναγόμενοι προσβάλλουν την Πρωτόδικη Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία εξεδόθη συνοπτική απόφαση εναντίον τους και υπέρ της Εφεσίβλητης. Η απόφαση αφορά σε έκδοση διαταγμάτων για παύση επέμβασης σε κατοικία (πιο κάτω αναφερόμενης ως το «Ακίνητο») από μέρους των Εφεσειόντων, εκκένωση και παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής αυτού από τους Εφεσείοντες προς την Εφεσίβλητη καθώς και δήλωση ότι οι Εφεσείοντες δεν έχουν δικαίωμα να επεμβαίνουν ή εισέρχονται ή εκμεταλλεύονται ή καρπούνται με οποιοδήποτε τρόπο το εν λόγω Ακίνητο.

 

        Είναι απαραίτητη μία σύνοψη του ιστορικού όπως αυτό καταγράφεται στην Πρωτόδικη Απόφαση. Η Εφεσίβλητη παραχώρησε προς τους Εφεσείοντες πιστωτικές διευκολύνσεις, προς εξασφάλιση των οποίων οι τελευταίοι υποθήκευσαν το Ακίνητο προς όφελος της Εφεσίβλητης. Η Εφεσίβλητη τερμάτισε τις πιστωτικές διευκολύνσεις ισχυριζόμενη μη συμμόρφωση των οφειλετών με τις υποχρεώσεις τους και καταχώρισε την αγωγή με αρ. 1634/17 αξιώνοντας απόφαση για το οφειλόμενο ποσό καθώς και διατάγματα εκποίησης των υποθηκών. Ακολούθως η Εφεσίβλητη προώθησε την διαδικασία που προβλέπεται από τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Ν.9/1965 για εκποίηση του ενυπόθηκου Ακινήτου δια δημοσίου πλειστηριασμού. Οι Εφεσείοντες αντέδρασαν καταχωρώντας την Αίτηση – Έφεση αρ. 40/19 ζητώντας τον παραμερισμό της Ειδοποίησης Τύπου «ΙΑ» που η Εφεσίβλητη είχε εκδώσει. Η προαναφερόμενη Αίτηση – Έφεση, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, απορρίφθηκε στις 30.7.2019. Μετά την έκδοση της απορριπτικής απόφασης οι Εφεσείοντες έλαβαν αριθμό μέτρων, ήτοι προχώρησαν σε καταχώριση έφεσης αναφορικά με την απόφαση ημερ. 30.7.2019, καταχώρισαν αίτηση στο πλαίσιο της αγωγής αρ. 1637/17 ζητώντας την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να εμποδίζεται η εκποίηση των υποθηκών και καταχώρισαν και στο πλαίσιο της αγωγής αρ. 1077/20 αίτηση ζητώντας την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μέχρι εκδικάσεως της παρούσας Έφεσης. Οι δύο αιτήσεις απορρίφθηκαν μετά από εκδίκαση ενώ η έφεση κατά της απόφασης ημερ. 30.7.2019 εκκρεμεί.

 

Το Ακίνητο τέθηκε σε πλειστηριασμό και, αφού δεν κατέστη δυνατή η πώληση του, αγοράστηκε από την Εφεσίβλητη τράπεζα. Την 15.5.2020 η Εφεσίβλητη απέστειλε ειδοποίηση στους Εφεσείοντες πληροφορώντας τους ότι το Ακίνητο είχε εγγραφεί στο όνομα της και ζητώντας από τους Εφεσείοντες να τους παραδώσουν κενή κατοχή. Οι Εφεσείοντες καταχώρισαν την αγωγή με αρ. 827/20 αξιώνοντας αναγνωριστική απόφαση ότι η διαδικασία που είχε προωθηθεί για εκποίηση της υποθήκης ήταν παράνομη, ενώ συνέχισαν να κατέχουν το Ακίνητο και να αρνούνται την παράδοση της κατοχής του στην Εφεσίβλητη. Η Εφεσίβλητη καταχώρισε την αγωγή με αρ. 1077/20, στο πλαίσιο της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη  με την παρούσα Έφεση συνοπτική απόφαση.

 

Κατά την ακρόαση ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες δήλωσε ότι θα προωθήσει μόνο τον Λόγο Έφεσης 1, με τον οποίο προσβάλλεται η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε ικανοποιηθεί πως υπήρχε καλόπιστη υπεράσπιση. Όπως φαίνεται από την αιτιολογία του Λόγου Έφεσης, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι μέσω της ένστασης τους, αλλά και της καταχωρηθείσας Υπεράσπισης τους, είχε προβληθεί αριθμός ζητημάτων τα οποία περιλάμβαναν ισχυρισμούς περί παρανομίας της διαδικασίας εκποίησης, αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 44(Ι) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Ν.9/1965, ακυρότητας της υποθήκης με αρ. Υ3649/2009, ακυρότητας των Ειδοποιήσεων Τύπου «Ι» και εκκρεμοδικίας στο πλαίσιο των αγωγών με αρ. 1634/17 και 827/20 του Ε.Δ. Λάρνακας. Αποδίδεται στο Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένη ερμηνεία των προνοιών για επίδοση των Ειδοποιήσεων Τύπου «Ι» και «ΙΑ», σφάλμα στην κρίση ότι οι προαναφερόμενες Ειδοποιήσεις πληρούσαν τις κατά τύπο και περιεχόμενο προϋποθέσεις του Ν.9/1965 εφόσον δεν περιλάμβαναν τα συγκεκριμένα ποσά που θα πρέπει να καταβληθούν από τον ενυπόθηκο οφειλέτη αλλά και ότι η περιγραφή του ακινήτου δεν ήταν ως στον τίτλο ιδιοκτησίας του ενυπόθηκου ακινήτου. Επιπλέον προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι πρόνοιες του Άρθρου 44(Ι) του Ν.9/1965 δεν είναι αντισυνταγματικές επειδή η επίδικη Υποθήκη δεν προνοεί ότι ο ενυπόθηκος δανειστής έχει το δικαίωμα να αγοράσει ο ίδιος το ενυπόθηκο ακίνητο.

 

        Η αίτηση για συνοπτική απόφαση στηρίχθηκε στην Δ.18 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας[1], η Νομολογία επί της οποίας είναι πλούσια. Όπως προκύπτει από το λεκτικό της πιο πάνω Διαταγής, και έχει καθιερωθεί από τη Νομολογία, για την έκδοση συνοπτικής απόφασης πρέπει να ικανοποιηθούν τρεις προϋποθέσεις, ήτοι η αγωγή να έχει καταχωριστεί σε κλητήριο ειδικά οπισθογραφημένο, να έχει καταχωριστεί Εμφάνιση από τον εναγόμενο και η αίτηση να υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση από τον ίδιο τον ενάγοντα ή από άλλο πρόσωπο το οποίο μπορεί να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα, να επιβεβαιώνει την αιτία της αγωγής και το ποσό που αξιώνεται και να δηλώνει ότι, καθώς πιστεύει, δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Η τήρηση των εν λόγω προϋποθέσεων σχετίζεται με την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, η δε μη ικανοποίηση τους στερεί το Δικαστήριο από τη δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση. Αφού ο ενάγοντας ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις αυτές, το βάρος μετατοπίζεται στους ώμους του εναγομένου να αποδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση  επί της ουσίας της αγωγής ή να αποκαλύψει γεγονότα που να μπορούν να θεωρηθούν ικανά να του επιτρέψουν να υπερασπιστεί (βλ. μεταξύ άλλων Χριστόδουλος Μεττή κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου, (2002) 1 Α.Α.Δ. 417 Kyprianides v. Ioannou (1966) 1 C.L.R. 265, Christodoulou v. Erotocritou XXI C.L.R. 175).

 

        Συμφωνούμε ότι η Νομολογία που παραθέτει και η πλευρά των Εφεσειόντων, καταδεικνύει ότι μόνο σε καθαρές περιπτώσεις μπορεί Δικαστήριο να αποστερήσει από διάδικο το να προβάλει την υπεράσπιση του. Η διαδικασία έκδοσης συνοπτικής απόφασης είναι κατ’ εξαίρεση διαδικασία που παρακάμπτει την κανονική διαδικασία της ακρόασης των αγωγών, αφού ουσιαστικά, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, αποκλείει τον εναγόμενο από του να αμφισβητήσει την εναντίον του αξίωση. (βλ. Ιουλία Μαγγλή ν. C.B.C.I Cyprus - Balkan Consulting and Investment Ltd, (2004) 1 (Α) Α.Α.Δ. 896, Zervos v Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1 A.A.Δ. 1968).  Η όλη δικαιοδοσία πρέπει να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ώστε να μην αφαιρεί από διάδικο το δικαίωμα να εγείρει υπεράσπιση. (βλ. Trans Middle East (Trading) (TMET) Ltd v. Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 339). Η δε άδεια για υπεράσπιση πρέπει να παρέχεται στον εναγόμενο ακόμα και όταν φαίνεται ότι δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας. Ο εναγόμενος όμως, δεν πρέπει να προβάλλει απλά γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς, αλλά η ένσταση πρέπει να περιέχει λεπτομερώς τις θέσεις του (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Νέστωρα Χ’Νέστωρος (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 204). Περαιτέρω, σε τέτοιες αιτήσεις, η συζήτηση του κατά πόσο υπάρχει ή όχι υπεράσπιση γίνεται σε επίπεδο ισχυρισμών μόνο, και το Δικαστήριο δεν προχωρεί σε αξιολόγηση μαρτυρίας.

       

        Εν πρώτοις τονίζουμε ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται και που αφορούν στην διαδικασία εκποίησης της Υποθήκης (που απέληξε σε εγγραφή του ακινήτου στο όνομα της Εφεσίβλητης) ή στην εγκυρότητα των Ειδοποιήσεων Τύπου Ι και ΙΑ μπορούν να εξεταστούν μόνο στο πλαίσιο Αίτησης – Έφεσης που υποβάλλεται βάσει του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου Ν.9/1965 και ως εκ τούτου δεν συνιστούσαν υπεράσπιση στην υπό κρίση αγωγή. Όπως φαίνεται από την απόφαση στην Αίτηση – Έφεση αρ. 40/19 που οι Εφεσείοντες είχαν καταχωρίσει, προβλήθηκαν και εξετάστηκαν όλοι οι πιο πάνω ισχυρισμοί καθώς και ισχυρισμοί περί αντισυνταγματικότητας των συγκεκριμένων διατάξεων του Ν.9/1965. Ορθά, συνεπώς, έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα θέματα που αφορούν στη νομιμότητα του πλειστηριασμού όχι μόνον δεν συνιστούσαν υπεράσπιση στην αγωγή, αλλά επιπλέον εξετάστηκαν και αποφασίστηκαν σε Δικαστικές διαδικασίες που προηγήθηκαν της αίτησης για συνοπτική απόφαση και ότι πληρούντο όλες οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κωλύματος του δεδικασμένου.

 

        Παρατηρείται δε μία παρερμηνεία από πλευράς Εφεσειόντων σε σχέση με την ύπαρξη κατάχρησης.  Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η κατάχρηση  έγκειται στο ότι η Εφεσίβλητη καταχώρισε την αγωγή με αρ. 1077/20 αξιώνοντας την άρση της επέμβασης επί της ακίνητης ιδιοκτησίας που είχε πλέον εγγραφεί στο όνομα της και την παράδοση της κατοχής αυτής από μέρους των Εφεσειόντων στην Εφεσίβλητη. Δεν εντοπίζουμε κατάχρηση σε σχέση με τα ως άνω. Κατά την άποψή μας εν προκειμένω, η κατάχρηση έγκειται στο γεγονός ότι οι Εφεσείοντες προωθούν, ως φαίνεται πιο πάνω, τα ίδια θέματα μέσω αριθμού διαδικασιών, ακόμη και μετά που αυτά αποφασίστηκαν και απορρίφθηκαν από άλλα Δικαστήρια.

 

        Όσον αφορά στην, προβαλλόμενη από τους Εφεσείοντες στην ένσταση τους, αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 44(ΙΑ) (1) και (2), αυτή εξετάστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο στο πλαίσιο της απόφασης του. Όπως λέχθηκε στην Χριστάκης Αυγουστή ν Γεώργιου Πίριλλου (1997) 1 Α.Α.Δ. 5:

 

«Όταν τα νομικά και πραγματικά ζητήματα, λόγω της φύσεώς τους είναι απλά και καθίσταται δυνατό στο Δικαστήριο να μορφώσει άποψη χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση στο στάδιο της δίκης, τότε πρέπει να εκδίδεται συνοπτική απόφαση υπέρ του ενάγοντα. Η αρχή αυτή έχει τεθεί στη Nichimen Corporation v. Gatoil Overseas Inc. (C.L.A) [1987] 2 Lloyds Rep. 46».

 

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας το έγγραφο υποθήκης, κατέληξε ότι η εισήγηση των Εφεσειόντων πως η τράπεζα έχει δικαίωμα να πωλήσει το ακίνητο σε τρίτους αλλά όχι στον εαυτό της, δεν βρίσκαν έρεισμα στις πρόνοιες του εγγράφου αφού εκεί προβλέπεται ότι η Εφεσίβλητη έχει δικαίωμα να πωλήσει το επίδικο ακίνητο ακόμη και στον εαυτό της ή σε μητρική ή θυγατρική της εταιρεία. Η κατάληξη αυτή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία συμφωνούμε, εδράζεται στις παρ. 5 και 11 του Εγγράφου Υποθήκης. Ορθή, επίσης, κρίνεται η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με τον Ν.9/65 τα δικαιώματα της Εφεσίβλητης προς όφελος των Εφεσειόντων έχουν περιοριστεί και όχι διευρυνθεί, αφού ο Ν.9/65 θέτει ως προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος αγοράς του ακινήτου από την Εφεσίβλητη, το να έχει τεθεί προηγουμένως σε πλειστηριασμό, ενώ θέτει και χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου η Εφεσίβλητη δύναται να αγοράσει το ανυπόθηκο ακίνητο, περιορισμοί που δεν περιλαμβάνονταν εν προκειμένω στο Έγγραφο Υποθήκης.  

 

        Προβάλλεται από μέρους των Εφεσειόντων ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε την θέση τους περί «Equitable Remedy of Redemption». Είναι γεγονός ότι στην Πρωτόδικη Απόφαση δεν υπάρχει ξεχωριστή ενασχόληση με το θέμα. Επειδή πρόκειται, όμως, για καθαρά νομικό ζήτημα θα προχωρήσουμε στην εξέταση του.

 

Τονίζεται στο σημείο αυτό ότι έχει καθιερωθεί νομολογιακά πως δεν είναι αρκετό για τον εναγόμενο να παραθέτει μια νομική ένσταση, αλλά θα πρέπει να δίδει επαρκή γεγονότα και λεπτομέρειες που να δείχνουν ότι έχει καλόπιστη υπεράσπιση (βλ. μεταξύ άλλων, J. & M. Loizides Agencies κ.α. ν Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 1280). Όπως λέχθηκε στην N.V. Caterchef Ltd v P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1912:

 

«Είναι αρκετό για εναγόμενο, για την εξασφάλιση του δικαιώματος υπεράσπισης χωρίς όρους, να δείξει πως υπάρχει δικάσιμο θέμα ανεξάρτητα αν το δικαστήριο πιστεύει πως τελικά η προβαλλόμενη υπεράσπιση μπορεί να μην επιτύχει. Όμως, το κριτήριο δεν ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση. Διαφορετικά θα ήταν εύκολο σε κάθε σχεδόν περίπτωση να εξασφαλίζεται άδεια με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς. Με αποτέλεσμα την αχρήστευση του μέτρου.

 

Τη θέση μας ενισχύει το παρακάτω απόσπασμα από την Annual Practice (1959) σελ. 250, που αποτελεί το απαύγασμα της αγγλικής νομολογίας με την οποία είναι εναρμονισμένη η κυπριακή:

 

"The defendant's affidavit must "condescend upon particulars".  It is not enough merely to deny the debt, or allege fraud, or state a legal objection.  Sufficient facts and particulars must be given to show that there is a bona fide defence (Wallingford v. Mutual Soc., 5 App Cas. 685, see judgment of Lord Blackburn at p. 704; Harrison v. Bottenheim, 26 W.R. 362; Ray v. Barker, 4 Ex. D. 283; Shurmer v. Young, 5 T.L.R. 155, and cases cited r. 6(n.)"».

 

        Η σχετική εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εφεσείοντες αναφορικά με το «equity of redemption» εδράζεται  επί της θέσης τους ότι η επίδικη υποθήκη δεν επιτρέπει σε αυτούς να επανακτήσουν την ιδιοκτησία τους όπου η υποθήκη έχει ξοφληθεί. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η σχετική θέση τίθεται στην ένσταση που καταχωρίστηκε στην αίτηση για συνοπτική απόφαση, εντελώς θεωρητικά και χωρίς καμία παραπομπή σε συγκεκριμένη παράβαση κάποιου δικαιώματος των Εφεσειόντων. Ούτε και από το κείμενο της επίμαχης υποθήκης προκύπτει πως εμποδίζεται με οποιοδήποτε τρόπο το δικαίωμα των Εφεσειόντων να ζητήσουν την εξάλειψη της, νοουμένου φυσικά ότι ξοφλήσουν το ενυπόθηκο χρέος. Ούτε και αναφέρθηκε από τους Εφεσείοντες ότι υπήρξε τέτοια εξόφληση ή έστω τέτοια αίτημα. Θα επισημαίναμε, μάλιστα ότι το ίδιο το Άρθρου 44(Γ) και η Ειδοποίηση Τύπου  «Ι» προβλέπουν ακριβώς για το δικαίωμα ενυπόθηκου οφειλέτη να αποφύγει την έναρξη της διαδικασίας εκποίησης, αποπληρώνοντας το ενυπόθηκο χρέος. Επομένως η επίκληση από μέρους τους της πιο θέσης αναφορικά με το «equity of redemption», παραμένει μετέωρη και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε και του Εφετείου.

 

Συνοψίζοντας τα πιο πανω, κρίνουμε ως ορθή την διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες δεν έχουν αποσείσει το βάρος που είχαν να παρουσιάσουν τέτοια γεγονότα απο τα οποία να προκύπτει η ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης.

 

        Συνακόλουθα η Έφεση η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα €3.950 εναντίον των Εφεσειόντων και υπέρ της Εφεσίβλητης.

 

 

                                                        Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

                                                        Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

                                                        Ι. Στυλιανίδου, Δ.



[1] «Όπου ο Εναγόμενος εμφανίζεται σε κλητήριο ένταλμα ειδικά οπισθογραφημένο, σύμφωνα με τη Διάταξη 2 Κανονισμός 6 ο Ενάγοντας μπορεί, με ένορκο δήλωση που θα κάνει ο ίδιος, ή άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά και πιστοποιήσει τα γεγονότα και βεβαιώσει την αιτία της αγωγής και το ποσόν που απαιτείται (αν υπάρχει) και να αναφέρει ότι από ότι πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή, να αποταθεί για απόφαση για το ποσό που απαιτείται μαζί με τόκο (αν υπάρχει) ή για ανάκτηση γης (με ή χωρίς ενοίκιο) ή για την παράδοση ορισμένου κινητού πράγματος, ανάλογα με την περίπτωση, και τα έξοδα. Απόφαση υπέρ του Ενάγοντα μπορεί να δοθεί εκτός αν ο Εναγόμενος ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που θα κριθούν επαρκή ώστε να του δοθεί δικαίωμα υπεράσπισης».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο