ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                     

                                                                     (Ποινική Έφεση Αρ.: 125/21)

 

14 Μαρτίου 2024

 

[Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Πρ., Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Εφεσείων

 v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Κ. Πιερούδη (κα), για Εφεσείοντα    
Ε. Κληρίδου (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

Εφεσείων παρών

 

        ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Πρ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από τον Χαραλάμπους, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με εννέα λόγους έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του από το Κακουργοδικείο Λάρνακας στις 15.7.21 σε δύο κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν την κατοχή και την κατοχή με σκοπό την προμήθεια 2.892kg κάνναβης (κατηγορίες 1, 2). Η πενταετής φυλάκιση, η οποία επεβλήθη στο σοβαρότερο αδίκημα της δεύτερης κατηγορίας, δεν εφεσιβάλλεται.

 

        Πρωτοδίκως η Κατηγορούσα Αρχή είχε καλέσει έξι μάρτυρες και συγκεκριμένα τον ανακριτή (Μ.Κ.1), τον χειριστή τεκμηρίων (Μ.Κ.2), τη χημικό (Μ.Κ.3), δύο μέλη της ΥΚΑΝ που είχαν λάβει μέρος στην παρακολούθηση (Μ.Κ.4, Μ.Κ.6) και μια ειδική αστυφύλακα (Μ.Κ.5), η οποία σχετιζόταν με την επίδοση μιας συμπληρωματικής έκθεσης του Γενικού Χημείου στον Εφεσείοντα μετά την έναρξη της ακρόασης. Από δικής του πλευράς ο Εφεσείων, ο οποίος χειρίζετο προσωπικά την υπεράσπισή του, μετά την κλήση του σε απολογία κατέθεσε ενόρκως και δεν κάλεσε άλλο μάρτυρα.

 

        Σημειώνουμε πως δεν υπήρχε ουσιώδης διάσταση όσον αφορά τα γεγονότα της εμπλοκής του Εφεσείοντος στη μεταφορά των επίδικων ναρκωτικών και την ανακοπή του από μέλη της ΥΚΑΝ. Ο ίδιος είχε συμπεριλάβει το πλείστο μέρος αυτών των γεγονότων σε γραπτή θεληματική κατάθεσή του στην Αστυνομία (Τεκμήριο 2). Η υιοθέτηση αυτής αποτέλεσε την κυρίως εξέτασή του ενώ η αντεξέτασή του αφορούσε κάποια παρεμφερή θέματα. Εξ ου και το Κακουργοδικείο, αφού έκρινε ως αξιόπιστους τους μάρτυρες κατηγορίας, δέχθηκε ως αληθές και το περιεχόμενο της εν λόγω κατάθεσης καταλήγοντας στα εξής ευρήματα:

 

«Βάσει πληροφοριών που λήφθηκαν στην ΥΚΑΝ, πως κάποιος Σολομωνίδης εισήγαγε ποσότητα κάνναβης στην Κύπρο, την οποία αποθήκευσε για λογαριασμό του κάποιος Δαμιανού, άλλως Αντρικκής από το Τραχώνι, σε ορεινή περιοχή της Λεμεσού και συγκεκριμένα στα χωριά Σούνι‑Ζανατζιά και πως ο Δαμιανού θα προμήθευε με ποσότητα κάνναβης, πρόσωπα από την Λευκωσία, στις 31.5.2020, μέλη της ΥΚΑΝ, μεταξύ αυτών ο Α/Α 1974 Γιάννου (ΜΚ4) και ο Αστ. 4880 Ευτυχίου (ΜΚ6) έλαβαν οδηγίες για παρακολούθηση του Δαμιανού και εντοπισμό των ναρκωτικών. Μετέβησαν και οι δύο στην Λεμεσό. Γύρω στις 18:45 ενώ ο Α/Α Γιάννου (ΜΚ4) βρισκόταν στον κυκλικό κόμβο πλησίον του Mall, είδε τον κατηγορούμενο να οδηγεί το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής NAE595, χρώματος μπλε και να κατευθύνεται με μεγάλη ταχύτητα προς το Τραχώνι. Αμέσως ενημέρωσε μέσω ασυρμάτου την υπόλοιπη ομάδα και έθεσε τον κατηγορούμενο υπό παρακολούθηση. Προτού ο τελευταίος μπει στο Τραχώνι ο ΜΚ4 έχασε οπτική επαφή μαζί του. Κατά τον ίδιο χρόνο, ο Αστ. 4880 Ευτύχιου (ΜΚ4) βρισκόταν με το υπηρεσιακό του όχημα παρά το κάστρο Κολοσσίου με κατεύθυνση προς Τραχώνι. Στις 18:50 είδε το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου να έρχεται εξ αντιθέτου κατευθύνσεως και να κινείται με μεγάλη ταχύτητα. Ο κατηγορούμενος είχε, ως συνοδό, ένα άγνωστο σ' αυτόν, νεαρό πρόσωπο. Έθεσε το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου υπό παρακολούθηση. Ο τελευταίος κατευθύνθηκε προς Ερήμη και στη συνέχεια, προς Καντού, Σούνι, Ζανατζιά. Κοντά στο χωριό Ζανατζιά, έχασε οπτική επαφή με το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου. Παρέμεινε στην περιοχή. Μετά πάροδο μερικών λεπτών, εντόπισε το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου να κατευθύνεται προς το χωριό Καντού. Σε κάποιο σημείο του δρόμου, ο κατηγορούμενος σταμάτησε, βγήκε από το αυτοκίνητο και άνοιξε το πορτ‑μπαγκάζ του αυτοκινήτου. Καθώς ο ΜΚ6 περνούσε από τον δρόμο, είδε τον κατηγορούμενο να περιεργάζεται ένα σακούλι πράσινου χρώματος, εντός του οποίου βρίσκονταν τα εν λόγω ναρκωτικά. Ο συνοδός, ο οποίος ήταν το ίδιο άτομο που καθόταν στη θέση του συνοδηγού όταν ο κατηγορούμενος εξερχόταν από το Τραχώνι, παρέμεινε εντός του αυτοκινήτου. Ο κατηγορούμενος, επιβιβάστηκε στη συνέχεια στο αυτοκίνητο και συνέχισε την πορεία του προς το χωριό Καντού‑ Ερήμης. Δόθηκαν οδηγίες για ανακοπή του αυτοκινήτου. Κατά τον χρόνο εκείνο ο Α/Α 1974 Γιάννου (ΜΚ4) οδηγούσε το αυτοκίνητο του, στον δρόμο Ερήμης προς Κολόσσι. Πίσω του ήταν το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου με αριθμό εγγραφής NAE595, με συνοδό ένα πρόσωπο. Παρά την έξοδο προς Κολόσσι, ο κατηγορούμενος σταμάτησε στην αριστερή πλευρά του δρόμου και ο συνοδηγός κατέβηκε. Ο ΜΚ4 αναγνώρισε πως το πρόσωπο αυτό ήταν ο Δαμιανού, ο οποίος κατευθυνόταν πεζός προς την έξοδο προς Κολόσσι, χωρίς να κρατά οτιδήποτε στα χέρια του ενώ ο κατηγορούμενος συνέχισε την πορεία του προς τον αυτοκινητόδρομο. Ενημέρωσε την υπόλοιπη ομάδα και συνέχισε την παρακολούθηση του κατηγορουμένου. Ο τελευταίος, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αφού πέρασε τους κυκλικούς κόμβους της Λεμεσού κατευθύνθηκε προς Λευκωσία. Ο ΜΚ4 ενημέρωνε συνεχώς, μέσω ασυρμάτου, τους συναδέλφους του για την πορεία του αυτοκινήτου και την ταχύτητα του. Πριν την έξοδο της Χοιροκοιτίας, με την βοήθεια περιπολικού της αστυνομίας ανεκόπηκε το αυτοκίνητο. Ο ΜΚ4 προσέγγισε τον κατηγορούμενο, του αποκάλυψε την αστυνομική του ταυτότητα και την πρόθεση του να ερευνήσει το αυτοκίνητο. Στο μέρος αμέσως κατέφθασε και η υπόλοιπη ομάδα της ΥΚΑΝ. Τον ρώτησε αν έχει οτιδήποτε το παράνομο στην κατοχή του και ο κατηγορούμενος απάντησε «έχω». Ερεύνησε στη συνέχεια το αυτοκίνητο στην παρουσία του κατηγορουμένου. Εντόπισε στο πορτ‑μπαγκάζ τρεις συσκευασίες με περιτύλιγμα (μία εξ αυτών είχε σχισμή από όπου διακρίνετο πράσινη ξηρή φυτική ύλη κάνναβης), τις υπέδειξε στον κατηγορούμενο και αυτός απάντησε «δεν ξέρω τι είναι». Τον πληροφόρησε ότι είναι υπό σύλληψη επεξηγώντας του προφορικά τα δικαιώματα του, και ο κατηγορούμενος απάντησε «ξέρω το». Στη συνέχεια τον ερεύνησε, βρήκε στην κατοχή του ένα κινητό τηλέφωνο, το οποίο παρέλαβε. Της κάθε του ενέργειας προηγείτο η επίστηση του κατηγορουμένου στον Νόμο. Στη συνέχεια οδήγησε το αυτοκίνητο μαζί με τα τεκμήρια και τον κατηγορούμενο στην ΥΚΑΝ Λάρνακος όπου παρέδωσε τον συλληφθέντα και τα τεκμήρια στον Αστ. 3365.

Η ξηρή φυτική ύλη εξετάστηκε από την Αυξεντίου (ΜΚ3), προϊστάμενη του Εργαστηρίου Δικανικής Χημείας και Τοξικολογίας στο Γενικό Χημείο του κράτους. Το καθαρό της βάρος ήταν 2.892,4 γραμμάρια. Στην ύλη ανιχνεύθηκε Δ.9‑ τετραϋδροκανναβινόλη (THC) συστατικό στοιχείο της κάνναβης. Η ΜΚ3 προέβη και σε ανάλυση ποσοτικού προσδιορισμού της Δ.9‑ τετραϋδροκανναβινόλης (THC). Η ανάλυση κατέδειξε πως το ποσοστό της Δ.9‑ τετραϋδροκανναβινόλης (THC) ήταν 10,73%».

 

Λόγοι Έφεσης

 

        Με τους λόγους έφεσης προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο: (α) εσφαλμένα κατέληξε ότι δεν υπήρξε παγίδευση, (β) παράνομα απέρριψε αίτημα διόρθωσης και βάσισε τα συμπεράσματά του σε λανθασμένα πρακτικά, (γ) αντινομικά βάσισε την απόφασή του σε κατασκευασμένη μαρτυρία, (δ) παράνομα δέχθηκε να προστεθεί νέος μάρτυρας, (ε) εσφαλμένα αποδέχθηκε ως αξιόπιστους τους Μ.Κ.4 και Μ.Κ.6, (στ) παράνομα δεν επέτρεψε στον Εφεσείοντα να καλέσει μάρτυρα, (ζ) παράνομα απέρριψε την εισήγηση του Εφεσείοντος για αθώωση στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, (η) διέπραξε κακοδικία σε όλη τη διαδικασία και (θ) εσφαλμένα στηρίχθηκε στη δεύτερη έκθεση του Χημείου. 

 

        Ανεξαρτήτως της τεθείσας στο εφετήριο σειράς κρίνουμε πως προέχει και εξυπηρετεί καλύτερα η εξέταση πρώτα των δικονομικών ή ενδιάμεσων ζητημάτων και ακολούθως των ζητημάτων τα οποία αφορούν την ουσία της κατάληξης του Κακουργοδικείου.

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης (Διόρθωση Πρακτικών)

 

        Ο Εφεσείων προβάλλει ότι είχε ζητήσει διόρθωση των πρακτικών και ότι το Κακουργοδικείο αρνήθηκε καταχρηστικά και ή παράνομα. Αναφέρεται σε προφορικό αίτημα διόρθωσης το οποίο υπέβαλε μετά την ολοκλήρωση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, κατά την ημέρα που η υπόθεση εκκρεμούσε για αγορεύσεις εν σχέσει με την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Το αίτημα αφορούσε κάποια απάντηση της χημικού (Μ.Κ.3). Ειδικότερα, κατά την κυρίως εξέτασή της είχε προηγηθεί απάντησή της ότι η παρούσα υπόθεση ήταν μια από αυτές στις οποίες υπήρξε ανάλυση ποσοτικού προσδιορισμού για την περιεκτικότητα της κάνναβης σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC), πλην όμως το σχετικό αποτέλεσμα δεν είχε συμπεριληφθεί στην πρώτη έκθεση ημερ. 5.6.20 (Τεκμήριο 4), προσθέτοντας τα εξής:

 

«Α:…Αυτό το δείγμα ήταν ένα δείγμα το οποίο έχει αναλυθεί, δεν δόθηκε όμως το αποτέλεσμα διότι δεν είχε ζητηθεί.

 

Δικαστήριο: Από την Αστυνομία;

 

Μάρτυρας: Ναι. Όταν μου τέθηκε η ερώτηση από τον κύριο Αντωνίου αν είχε γίνει ποσοτικός προσδιορισμός έψαξα το ζήτημα και είδα ότι πράγματι είχε γίνει ο ποσοτικός προσδιορισμός και εφόσον χρειαζόταν να δοθεί το αποτέλεσμα έχει εκδοθεί έκθεση με ημερομηνία 10.5.21 η οποία δεν ξέρω αν την έχετε μπροστά σας».

 

        Το αίτημα του Εφεσείοντος ήταν όπως οι φράσεις «Ναι. Όταν μου τέθηκε η ερώτηση από τον κύριο Αντωνίου» αντικατασταθεί με τη φράση «Ναι, με πήρε τηλέφωνο ο κύριος Αντωνίου». Το Κακουργοδικείο με ενδιάμεση αιτιολογημένη απόφασή του απέρριψε το αίτημα επί τω ότι δεν είχε τεθεί οτιδήποτε ενώπιόν του το οποίο να δικαιολογούσε τέτοια αλλαγή στα τηρηθέντα από στενοτυπίστρια πρακτικά. Κάποιες προσωπικές σημειώσεις, δικές του Εφεσείοντος, τις οποίες επικαλείτο, δεν τις παρουσίασε (Κωνσταντίνου κ.ά v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 282, Ιωάννου κ.ά v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 244, Δημητρίου v. Νικολάου (2012) 1 Α.Α.Δ. 2714). 

 

Δεν θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση του Εφεσείοντος. Πρόκειται σαφώς περί παρανόησης αφού, όπως προκύπτει από την αιτιολογία αυτού του λόγου, ο Εφεσείων εξέλαβε ότι όταν η χημικός είπε ότι «τέθηκε η ερώτηση» αναφερόταν σε ερώτηση κατά τη διαδικασία ενώ κατά τον ίδιο «τέτοια ερώτηση δεν φαίνεται να υπάρχει στα πρακτικά». Πλην όμως δεν ήταν αυτό το νόημα της απάντησης από τη χημικό. Είναι σαφές από όσα ακολουθούν στην εν λόγω απάντησή της ότι αναφερόταν σε ερώτηση του κ. Αντωνίου που έγινε πριν την εμφάνιση της ίδιας στο Δικαστήριο για μαρτυρία. Εξ ου και το ότι η ίδια αναφέρει ότι έψαξε το ζήτημα και συνέταξε έκθεση με ημερομηνία 10.5.21, ήτοι δύο ημέρες πριν τη μαρτυρία της. Συνεπώς ήταν αυτονόητο ότι η ερώτηση είχε γίνει πριν την ετοιμασία της έκθεσης και πάντως πριν τη συγκεκριμένη δικάσιμο. Ασφαλώς δεν είχε και σημασία το αν η ερώτηση υπεβλήθη τηλεφωνικώς ή διά ζώσης. Ήταν δεκτό ούτως ή άλλως ότι η δεύτερη έκθεση ετοιμάστηκε μετά την ερώτηση του κ. Αντωνίου. Το κατά πόσον αυτό ήταν επιλήψιμο είναι αντικείμενο άλλου λόγου έφεσης. Το αίτημα για διόρθωση πάντως ήταν αβάσιμο και ορθώς είχε απορριφθεί.

 

Τέταρτος Λόγος Έφεσης (Προσθήκη Μάρτυρος)

 

        Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το Κακουργοδικείο στις 13.5.21 παράνομα ενέκρινε το αίτημα προσθήκης νέας μάρτυρος στο κατηγορητήριο και ότι αυτό έγινε με σκοπό να ανατραπεί η γραμμή υπεράσπισής του, η οποία είχε ήδη διαφανεί από τις 27.4.21, όταν είχε αντεξετάσει τον Μ.Κ.1. Είναι η θέση του ότι στη βάση της υπεράσπισής του θα αθωώνετο δεδομένου ότι δεν είχε αποδειχθεί πως η επίδικη ουσία ήταν παράνομη κάνναβη. Βασικά ο Εφεσείων, στηριζόμενος πλέον στο γεγονός ότι η δεύτερη έκθεση της χημικού (που αφορά ποσοτικό προσδιορισμό), φέρει ημερομηνία 10.5.21, ισχυρίζεται ότι αυτή ετοιμάστηκε μόλις η Κατηγορούσα Αρχή αντιλήφθηκε τη γραμμή υπεράσπισής του και ότι καταστρατηγεί κάθε έννοια της δίκαιης δίκης.

 

        Ο λόγος έφεσης περιορίζεται στο ζήτημα της προσθήκης μάρτυρος αν και στα πλαίσιά  του αναπτύσσονται και ζητήματα που αφορούν την ουσία της μαρτυρίας της χημικού τα οποία εγείρονται κυρίως με τον τρίτο λόγο. Περιοριζόμενοι επί του παρόντος στον τέταρτο λόγο σημειώνουμε ως γεγονός ότι όντως στις 13.5.21, κατόπιν επίδοσης ειδοποίησης δυνάμει του Άρθρου 111 της Ποινικής Δικονομίας, η Κατηγορούσα Αρχή υπέβαλε αίτημα για προσθήκη μάρτυρος. Ζήτησε να προστεθεί (η μετέπειτα Μ.Κ.5) εξηγώντας ότι η μαρτυρία της θα αφορούσε το πότε είχε λάβει γνώση ο Εφεσείων για τη δεύτερη έκθεση της χημικού, η μαρτυρία της οποίας είχε ολοκληρωθεί την αμέσως προηγούμενη δικάσιμο, στις 12.5.21. Είχε λεχθεί πως η νέα αυτή μάρτυς θα παρουσίαζε αποδεικτικό αποστολής στον Εφεσείοντα, στις 11.5.21, επιστολής με επισυνημμένη τη δεύτερη έκθεση της χημικού.

 

        Ο Εφεσείων είχε φέρει ένσταση εισηγούμενος ότι υπήρξε επικοινωνία με τη χημικό, καθοδήγησή της για το πώς θα καταθέσει και ότι ενώ δεν κατατέθηκε η δεύτερη έκθεσή της την προηγούμενη μέρα, τώρα για να καλυφθεί «η σκευωρία και παρανομία» επιχειρείτο η κατάθεση της εν λόγω έκθεσης με τη νέα μάρτυρα.

 

        Εν πρώτοις σημειώνουμε ότι το προαναφερθέν Άρθρο 111, φέρει τον τίτλο «Επιπρόσθετοι Μάρτυρες» και προνοεί ότι πρόσωπο του οποίου το όνομα δεν οπισθογραφήθηκε στο κατηγορητήριο («information») δεν καλείται να δώσει μαρτυρία «... εκτός και αν έχει δοθεί προηγουμένως στον κατηγορούμενο ή τον δικηγόρο του γραπτή ειδοποίηση που περιέχει το όνομα του μάρτυρα που θα κληθεί και την ουσία της μαρτυρίας που θα δοθεί». Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», Τ. Ηλιάδης & Ν.Γ. Σάντης, 2014, σ. 629, τέτοια αιτήματα «... θα πρέπει να εξετάζονται στη βάση των γεγονότων της κάθε περίπτωσης, με κρίσιμο γνώμονα το αν η έγκρισή τους παραβλάπτει το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη» (βλ. και Θεοχάρους v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, Γεωργίου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 618, Γενικός Εισαγγελέας v. Δ. Κ (2012) 2 Α.Α.Δ. 440).

 

        Δεν έχουμε πειστεί ότι διέπραξε οποιοδήποτε σφάλμα το πρωτόδικο Δικαστήριο ή ότι παρατηρείται οτιδήποτε μεμπτό στον χειρισμό του θέματος. Το Κακουργοδικείο, και πάλι με αιτιολογημένη απόφασή του, ικανοποιήθηκε όχι μόνον ότι συνέτρεχε η νομοθετική προϋπόθεση της προηγηθείσας γραπτής ειδοποίησης (με όνομα μάρτυρος και ουσία μαρτυρίας) αλλά εξέτασε και το κατά πόσον θα προκαλείτο οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός στον Εφεσείοντα.

 

        Στην παρούσα περίπτωση η νέα μάρτυς θα κατέθετε για την προηγηθείσα ενημέρωση του Εφεσείοντος σχετικά με την ύπαρξη δεύτερης έκθεσης και για την παράδοση στον ίδιο αντιγράφου της (έκθεσης) που είχε γίνει πριν την ένορκη μαρτυρία της χημικού. Η τελευταία είχε ήδη αναφερθεί κατά τη μαρτυρία της σε ζητήματα ποσοτικού προσδιορισμού, ενόσω δηλαδή ο Εφεσείων είχε στην κατοχή του τη δεύτερη έκθεση. Όπως εξηγείται και στη συνέχεια, δεδομένου ότι ο Εφεσείων είχε θέσει στον Μ.Κ.1 ζητήματα ποσοτικού προσδιορισμού είναι αυτονόητο πως και η Κατηγορούσα Αρχή, στα πλαίσια απόσεισης του αποδεικτικού βάρους (evidential burden) είχε το δικαίωμα να υποβάλει σχετικές ερωτήσεις στη χημικό για το ίδιο θέμα, πράγμα το οποίο έπραξε. Ο Εφεσείων δεν νομιμοποιείται να παραπονείται για αυτή την εξέλιξη.

 

          Όπως το Κακουργοδικείο υπέδειξε αποδεχόμενο τη μαρτυρία της Μ.Κ.5, αφενός η εν λόγω μάρτυς δεν είχε ουσιαστική εμπλοκή στην υπόθεση αλλά κλήθηκε μόνο για να καταθέσει συγκεκριμένα έγγραφα και αφετέρου ήταν εσφαλμένη η εντύπωση του Εφεσείοντος ότι αυτή είχε καταθέσει τη δεύτερη έκθεση ως Τεκμήριο 23 αφού ως Τεκμήριο 23 κατατέθηκε η απόδειξη του τηλεομοιότυπου, ημερ. 11.5.21, με επισυνημμένη την έκθεση «για να καταδειχθεί τι παραδόθηκε» στον ίδιο. Συνεπώς δεν συμφωνούμε ότι βάσιμα εγείρεται ζήτημα παραβίασης των αρχών της δίκαιης δίκης. Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Yaacoub v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 165 «... ο ισχυρισμός περί μη δίκαιης δίκης δεν αποφασίζεται κατά τρόπο αφηρημένο, αλλά πάντοτε σε συνάρτηση με όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης». Δεν συμφωνούμε ότι στην παρούσα υπήρξε οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός και πολύ περισσότερο οποιαδήποτε παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης του Εφεσείοντος εξαιτίας της προσθήκης της Μ.Κ.5. Τα θέματα ουσίας της μαρτυρίας της χημικού εξετάζονται στα πλαίσια άλλου λόγου έφεσης κατωτέρω.

 

Έβδομος Λόγος Έφεσης (Εκ Πρώτης Όψεως)

 

        Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παράνομα απέρριψε την εισήγηση του Εφεσείοντος, χωρίς να δει ή να διαβάσει την αγόρευσή του κατά το ενδιάμεσο στάδιο του ελέγχου απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Σύμφωνα με την αιτιολογία, μετά την απόρριψη του αιτήματος διόρθωσης των πρακτικών, ο Εφεσείων παρέδωσε γραπτή αγόρευση και το Κακουργοδικείο χωρίς καν να τη διαβάσει, εξέδωσε την ίδια ώρα απόφαση, καλώντας τον σε απολογία, οπότε ο ίδιος προχώρησε σε ένορκη μαρτυρία χωρίς να του έχει δοθεί ευκαιρία προετοιμασίας και χωρίς να ρωτηθεί αν ήθελε να προετοιμαστεί. 

 

        Ο ισχυρισμός ότι το Κακουργοδικείο δεν ανέγνωσε την αγόρευση του Εφεσείοντος δεν δύναται καθ' οιονδήποτε τρόπο να υπερβεί το επίπεδο της αβάσιμης εικασίας, για δύο λόγους. Κατά πρώτον, επειδή αμέσως μετά που ο Εφεσείων την παρέδωσε, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε και έλαβε κάποιο χρόνο για να την αναγνώσει ο ίδιος, πράγμα το οποίο αφενός σημειώθηκε στα πρακτικά (σ. 77) και αφετέρου παρέχει κάποια ένδειξη ότι είχε τον ίδιο χρόνο στη διάθεσή του και το Κακουργοδικείο για το εν λόγω κείμενο, το οποίο, ας σημειωθεί, δεν υπερέβαινε τις έξι σελίδες. Κατά δεύτερον επειδή, μάλιστα μετά από κάποια συμπληρωματικά στοιχεία που προσέθεσε ο Εφεσείων εις απάντησιν, το Κακουργοδικείο διέκοψε τη συνεδρία και εξέδωσε την απόφασή του μετά το διάλειμμα, πράγμα το οποίο καταρρίπτει τον ισχυρισμό, αφού δείχνει ότι δεν εκδόθηκε απόφαση αμέσως.  

 

        Όσον αφορά την ουσία σημειώνουμε πως οι σχετικές αρχές είχαν συνοψιστεί πρόσφατα στην υπόθεση Fowles v. A.M.G κ.ά., Ποιν. Έφ. 57/22, ημερ. 8.5.23, ECLI:CY:AD:2023:B152. Η ουσία είναι ότι σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο το εκδικάζον Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε θέματα αξιοπιστίας ή πειστικότητας της μαρτυρίας εκτός και αν παρατηρούνται θεμελιακές αντιφάσεις ή η μαρτυρία είναι καταφανώς αναξιόπιστη, ούτως ώστε κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε στο τελικό στάδιο να στηριχθεί σε αυτή και να καταδικάσει (Γεωργίου v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 515, Mariano v. Αστυνομίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 808). Ούτε είναι αναγκαίο όπως το εκδικάζον Δικαστήριο σχολιάσει επιχειρήματα της υπεράσπισης (Βασιλείου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104). Ούτε υπάρχει οτιδήποτε μεμπτό στη συνοπτική αιτιολόγηση της ενδιάμεσης απόφασης στο εκ πρώτης όψεως στάδιο. Ως έχει λεχθεί, αποτελεί συνήθη πρακτική των Δικαστηρίων, όταν ικανοποιηθούν για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, να αιτιολογούν συνοπτικά την απόφασή τους, αποφεύγοντας έτσι (ορθώς) να υπεισέλθουν σε πρόωρη ανάλυση της μαρτυρίας, εν όψει της συνέχισης της δίκης (Παναγιώτου κ.ά. v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191, Mariano ανωτέρω).

 

        Στην παρούσα περίπτωση το Κακουργοδικείο, (στην 5σέλιδη απόφασή του), δεόντως αναφέρθηκε στην προαναφερθείσα μαρτυρία, στις εφαρμοζόμενες αρχές και ορθώς κρίνοντας κάλεσε τον Εφεσείοντα σε απολογία. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στον χειρισμό αυτό.

 

        Ούτε βέβαια συμφωνούμε ότι στερήθηκε οποιουδήποτε δικαιώματος ο Εφεσείων. Μετά την επεξήγηση των δικαιωμάτων του ερωτήθηκε από το Δικαστήριο τι επιθυμεί να πράξει και απάντησε: «Έχω ήδη δώσει κατάθεση και θα υιοθετήσω το περιεχόμενό της», προσθέτοντας ότι δεν είχε πρόβλημα να αντεξεταστεί και ότι θα έδιδε ένορκη μαρτυρία, όπως και έπραξε (πρακτικά, σ. 82). Εννοείται πως εάν είχε οποιοδήποτε άλλο αίτημα ή εισήγηση θα έπρεπε να την είχε θέσει στο Δικαστήριο κατά τον χρόνο εκείνο, πράγμα το οποίο δεν έπραξε. Όπως έχουμε υποδείξει πρόσφατα στην υπόθεση Δ.Β.Γ.Κ. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 3/22, ημερ. 29.2.24, με αναφορά σε συγγράμματα για την ΕΣΔΑ, στις περιπτώσεις στις οποίες ο κατηγορούμενος επιλέγει να υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτόν του, οφείλει να επιδεικνύει επιμέλεια ως προς τις διαδικασίες. Ο Εφεσείων δεν μπορεί να παραπονείται επί τω ότι το Κακουργοδικείο τήρησε την πάγια νομολογιακή αρχή που επιβάλλει όπως η ακρόαση των υποθέσεων συνεχίζεται από μέρα σε μέρα (Ρούσος v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 471). Ιδιαίτερα όταν είχε ερωτηθεί ειδικά για το τι θα πράξει και δήλωσε έτοιμος να προχωρήσει με υιοθέτηση της γραπτής κατάθεσής του, πράγμα που έγινε.

 

Έκτος Λόγος Έφεσης (Κλήση Μάρτυρος Υπεράσπισης)

 

         Με τον έκτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται για το ότι το Κακουργοδικείο δεν του επέτρεψε να καλέσει ως μάρτυρα τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα («ΒΓΕ»), ο οποίος, ενόσω ιδιώτευε, υπήρξε δικηγόρος του και δη επί 20ετία. Κατ' ισχυρισμόν του Εφεσείοντος, αυτός ήταν γνώστης της παρούσας υπόθεσης και γνώριζε προσωπικά κάθε λεπτομέρεια ως προς το ιστορικό της παγίδευσής του από την Αστυνομία.

 

        Πρέπει να σημειωθεί πως, αντεξεταζόμενος ο Εφεσείων, διαφώνησε ότι στην κατάθεσή του δεν είχε αναφέρει οτιδήποτε για παγίδευση. Υπέδειξε σχετικά κάποιες αναφορές στην κατάθεσή του για την απόλυση από τις τάξεις της Αστυνομίας για πειθαρχικό παράπτωμα του 2006, την επιτυχία σχετικής προσφυγής του το 2012, την άρνηση επαναπρόσληψής του, την καταφυγή του στο ΕΔΑΔ και τη δίωξή του ξανά το 2018 για το παλαιό πειθαρχικό αδίκημα του 2006. Ήταν η θέση του ενόρκως πως ο πραγματικός λόγος για τον οποίο τον έδιωξαν από την Αστυνομία ήταν το ότι αρνήθηκε να δολοφονήσει κάποιον «Λεμή». Έχει τη σημασία της η ακριβής παράθεση των όσων ακολούθησαν επειδή σχετίζονται άμεσα με το παράπονό του ότι δεν του επετράπη να καλέσει τον ΒΓΕ ως μάρτυρα. Έχουν ως εξής (πρακτικά, σ.85‑ 87):

 

«Α. Αυτή ήταν η κύρια αιτία η οποία με έδιωξαν από την Αστυνομία. Επίσης μετά που αυτό το συμβάν τέθηκα ενώπιον του δικαστηρίου πολλές φορές, ήρθα ενώπιον του δικαστηρίου και τα δικαστήρια αποφάνθηκαν ότι ήταν παγιδεύσεις από την Αστυνομία. Έχω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η Αστυνομία με κυνηγά, έχω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για κακόβουλη δίωξη, έχω αγωγές εναντίον της Aστυνομίας, έχω καταγγείλει την Αστυνομία για απόπειρα δολοφονίας. Τι άλλο θέλετε να σας πω;

Ε. Σας υποβάλλω ότι δεν υπάρχει καμιά απόφαση που να λέει ότι σας παγίδευσε η Αστυνομία.

Α. Υπάρχει.

Ε. Όταν θα αγορεύσετε φέρτε μας την στα πλαίσια της αγόρευσης σας.

Α. Μακάρι να μπορούσα και θα σας το έφερνα.

Ε. Δεν έχω άλλη ερώτηση.

Δικαστήριο: Θα καλέσετε οποιοδήποτε μάρτυρα;     
Κατηγορούμενος: Στο παρόν στάδιο θέλω να φέρω μάρτυρα τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα κύριο Σάββα Αγγελίδη. Εντιμότατε, ο κύριος Σάββας Αγγελίδης ήταν ο δικηγόρος μου, μπορεί να απαντήσει τα πάντα.         
Δικαστήριο: Κύριε Νικολάου, αν είναι για τις αποφάσεις, εκείνες τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορείτε να τις βρείτε μέσα από τους τόμους του δικαστηρίου ή μπορείτε να αναφέρετε τα ονόματα και το Δικαστήριο να τις βρει. Θα έρθει ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας που ήταν δικηγόρος σας για να πει τότε που ήταν δικηγόρος σας;

Κατηγορούμενος: Ναι.

Δικαστήριο: Για τις αποφάσεις;

Κατηγορούμενος: Κύριε Πρόεδρε είμαι στις Κεντρικές Φυλακές, αντιλαμβάνεστε πόσο δύσκολο είναι για τα πάντα, ενώ αν έρθει ο πρώην δικηγόρος μου εδώ θα είναι σε θέση να απαντήσει τα πάντα.      
Κος Αντωνίου: Κύριε Πρόεδρε, απλά να αναφέρω κάτι, στις πρώτες δικασίμους αυτής της υπόθεσης εκπροσωπείτο ο κατηγορούμενος από τον κύριο Κορέλλη. Ο κύριος Κορέλλης είχε εμπλοκή στις υποθέσεις αυτές που πέρασαν και δούλευε και στο γραφείο που αναφέρει ο κατηγορούμενος. 
Δικαστήριο: Κύριε Νικολάου θα σας δώσουμε λίγο χρόνο να το σκεφτείτε, αν είναι για τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου‑‑     
Κατηγορούμενος: Κύριε Πρόεδρε, με όλον τον σεβασμό, ο κύριος Αγγελίδης είναι το μόνο αρμόδιο πρόσωπο για να πει πραγματικά τι έχω περάσει, πόσες φορές με έχουν παγιδεύσει.  
Δικαστήριο: Κύριε Νικολάου, είναι μάρτυρες που πρέπει να φέρετε για αυτήν την υπόθεση.  Για οτιδήποτε έχει δικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ή και από άλλα δικαστήρια έχει ολοκληρωθεί εκείνη η διαδικασία. Μάρτυρα για αυτήν την υπόθεση έχετε;              
Κατηγορούμενος: Εντιμότατε ο κύριος Αγγελίδης είναι μάρτυρας για το ιστορικό των παγιδεύσεων που αφορούν αυτήν την υπόθεση. Δεν είμαι εγώ που επικαλέστηκα αποφάσεις του Ανωτάτου, η Κατηγορούσα Αρχή τις επικαλέστηκε. 
Δικαστήριο: Κύριε Νικολάου έχουμε ακούσει το αίτημα σας και τη μαρτυρία που επιθυμείτε να φέρετε, δηλαδή να δώσει μαρτυρία ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας για τις υποθέσεις που είχετε, που σας είχε εκπροσωπήσει και σε σχέση με τις παγιδεύσεις όπως ισχυρίζεστε για άλλες υποθέσεις, κρίνουμε ότι δεν σχετίζεται αυτή η υπόθεση με το θέμα της παγίδευσης όπως το έχετε αναφέρει και στην αγόρευση σας σε αυτήν την υπόθεση. Ως εκ τούτου δεν είναι κατανοητή η θέση σας και επιμονή σας για να έρθει ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας να καταθέσει για υποθέσεις που ήδη έχουν ολοκληρωθεί και έχουν αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο. Αν επιθυμείτε να καλέσετε κάποιο μάρτυρα που σχετίζεται με αυτήν την υπόθεση πολύ ευχαρίστως.  
Κατηγορούμενος: Εντιμότατε, από τη στιγμή που μου ζητήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή να αναφερθώ σε προηγούμενες υποθέσεις παγίδευσης που λέει ότι δεν υπήρχε παγίδευση, για να τον διαψεύσω το αρμόδιο πρόσωπο είναι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας.     
Δικαστήριο: Έχουμε αποφασίσει περί τούτου και δεν είναι ένας μάρτυρας που μπορεί και χρειάζεται για αυτήν την υπόθεση, εφόσον πρόκειται για να δώσει μαρτυρία για αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου
». 

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Είναι προφανές από τα πιο πάνω ότι ο Εφεσείων ήθελε να καλέσει τον ΒΓΕ ως μάρτυρα: (i) για να καταθέσει σε σχέση με παλαιές υποθέσεις, κάποιες μάλιστα εκ των οποίων ήταν του Ανωτάτου Δικαστηρίου και δημοσιευμένες, (ii) για να πει εκείνος τι έχει περάσει ο Εφεσείων, ήτοι πόσες φορές τον έχουν παγιδεύσει και το ιστορικό των παγιδεύσεων, για την περίοδο που ο ΒΓΕ ήταν δικηγόρος του Εφεσείοντος. Είναι ακριβώς αυτό το σημείο το οποίο εντόπισε το Κακουργοδικείο, ήτοι το ότι θα καλείτο ο ΒΓΕ για να δώσει μαρτυρία για τις παλαιότερες υποθέσεις, στις οποίες τον είχε εκπροσωπήσει και που σχετίζοντο με κατ' ισχυρισμόν παγιδεύσεις σε άλλες υποθέσεις. Το νόημα της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργοδικείου ήταν ακριβώς πως δεν σχετίζοντο εκείνες οι υποθέσεις με την παγίδευση την οποία προέβαλλε στην εκδικαζόμενη περίπτωση. Με κάθε σεβασμό προς την εισήγηση του Εφεσείοντος δεν θεωρούμε ότι έσφαλε το Κακουργοδικείο.

 

        Ούτε συμφωνούμε ότι βάσιμα τίθεται θέμα παραβίασης των αρχών της δίκαιης δίκης. Το δικαίωμα της κλήσης και εξέτασης μαρτύρων κατοχυρώνεται τόσον από το Άρθρο 30.3(δ) του Συντάγματος όσον και από το Άρθρο 6.3(δ) της ΕΔΔΑ, ως αυτή έχει κυρωθεί από τον Ν.39/62 («... πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα: να... επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως  υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας»). Το δικαίωμα όμως αυτό δεν είναι ούτε ανεξέλεγκτο ούτε απόλυτο αφού, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΑΔ, ως θέμα γενικής αρχής εναπόκειται στο Εθνικά Δικαστήρια να εκτιμήσουν κατά πόσον είναι πρέπον να κληθεί κάποιος συγκεκριμένος μάρτυρας,  εντός των ορίων που θέτει το Άρθρο 6(3)(δ), στη διακριτική αυτή εξουσία. Με παραπομπή στη βασική για το θέμα υπόθεση Murtazaliyeva v. Russia, Appl. 36658/05, ημερ.18.12.18, στο σύγγραμμα Harris, O' Boyle and Warbrick «Law of the European Convention on Human Rights», 5η έκδοση, 2023, σ. 490, οι σχετικές αρχές παρατίθενται ως εξής:

 

«As a general rule, it is for the domestic courts to assess whether it is appropriate to call a particular witness. However, the accused’s right in Article 6(3)(d) sets a limit to the domestic court’s discretion in this regard. In Murtazaliyeva v. Russia, the Grand Chamber adopted a ‘three-pronged’ test to be applied when determining whether refusal to hear a witness for the defence exceeds this limit in the form of the following three questions:

(i)                   Was the defence’s request ‘sufficiently reasoned and relevant to the subject matter of the accusation’?

(ii)                  Did the domestic courts consider ‘the relevance of that testimony and provide sufficient reasons for their decision not to examine a witness at trial’?

(iii)                 Had the domestic court’s decision ‘undermined the overall fairness of the proceedings’?

………………………………………………………………………………………….

«The first question in the Murtazaliyeva test is more helpful to the defence as it supposes a wider range of eligible witnesses, extending ‘not only … to witnesses capable of influencing the outcome of the trial, but also other witnesses who can reasonably be expected to strengthen the position of the defence’. The second question underlines the responsibility of the trial court to give serious consideration to the witness request. When it is applied, ‘[t]he stronger and weightier the arguments advanced by the defence, the closer must be the scrutiny and the more convincing must be the reasoning of the domestic courts if they refuse the defence’s request to examine a witness’.

………………………………………………………………………………………….

«The third question accords with the Court’s current emphasis upon applying an overall fairness’ test for compliance with Article 6. ‘[W]hile the conclusions under the first two steps of … [the] test would generally be strongly indicative as to whether the proceedings were fair, it cannot be excluded that in certain, admittedly exceptional, cases considerations of fairness might warrant the opposite conclusion’».

 

        Στην παρούσα περίπτωση ήταν εμφανέστατο ότι ο ΒΓΕ δεν θα προσέφερε οποιαδήποτε μαρτυρία σχετική με την εκδικαζόμενη υπόθεση. Ως μη σχετική έπεται πως δεν ήταν ούτε μαρτυρία η οποία θα μπορούσε ευλόγως να αναμένεται ότι θα ενίσχυε τη θέση της υπεράσπισης. Το Κακουργοδικείο έδωσε προς τούτο ικανοποιητική αιτιολογία. Έχουμε την άποψη ότι ήταν ορθός ο πρωτόδικος χειρισμός. Υπενθυμίζουμε δε, ότι το βάρος ανήκει στον Εφεσείοντα να δείξει για ποιον λόγο ήταν σημαντικό να καταθέσει ο συγκεκριμένος μάρτυρας Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα «The European Convention on Human Rights», Jacobs, White, Ovey, 5η έκδοση, 2010, σελ. 296:

 

«In dealing with complaints relating to such matters the Strasbourg Court is concerned to ascertain whether the proceedings as a whole were fair. It will be for the person complaining that a trial has been unfair to show why it is important for the witnesses concerned to be heard…».

 

        Παρατηρούμε ότι δεν υπήρξε καμμιά προσπάθεια προς την κατεύθυνση κατάδειξης σημαντικότητας της προταθείσας μαρτυρίας και κυρίως ως προς το ότι η μαρτυρία του ΒΓΕ θα είχε σχέση με οτιδήποτε αφορούσε την παρούσα υπόθεση και δη τον ισχυρισμό για παγίδευση σε αυτή (και όχι παλαιές υποθέσεις). Δεν συμφωνούμε ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης στην παρούσα. Ως εκ τούτου ο έκτος λόγος απορρίπτεται.

 

Πρώτος και Πέμπτος Λόγοι Έφεσης (Παγίδευση, Αξιοπιστία)

 

        Με τον πρώτο λόγο έφεσης βάλλεται κατά πρώτον το εύρημα ότι δεν υπήρξε παγίδευση, κατά δεύτερον η απόρριψη της σχετικής θέσης του Εφεσείοντος περί του αντιθέτου και τέλος βάλλεται κυρίως η αποδοχή της μαρτυρίας των Μ.Κ.4 και Μ.Κ.6 για διάφορα σημεία, που σχετίζονται με την επιχείρηση παρακολούθησης. Με τον πέμπτο λόγο προβάλλεται ότι εσφαλμένα έγινε δεκτή η μαρτυρία των Μ.Κ.4 και Μ.Κ.6 διότι περιείχε αρκετά κενά, αντιφάσεις, ανακρίβειες και διαφαίνεται έντονα ότι έδρασαν με σκοπό την παγίδευση του Εφεσείοντος.

 

        Τις αρχές επέμβασης του Εφετείου σε ζητήματα αξιολόγησης μαρτυρίας είχαμε την ευκαιρία να συνοψίσουμε στην υπόθεση P.G.M.S. (Private Grammar & Modern Schools) Ltd κ.ά. v. Ζουβάνη, Ποιν. Έφ. 151/2001 κ.α., ημερ. 12.9.23 και δεν απαιτείται εδώ επανάληψή τους. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι κατά πάγια νομολογία το ζήτημα της αξιολόγησης και συνακόλουθα αυτό της αξιοπιστίας μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην πρωτόδικη ετυμηγορία εκτός εάν πειστεί πως υπάρχουν καλοί λόγοι οι οποίοι του δίδουν το δικαίωμα να το πράξει (Kolarski ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 205). Μια τέτοια περίπτωση είναι όταν η αξιολόγηση ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου (Κουρέας v. Αστυνομίας (2014) 2(Β) Α.Α.Δ. 896). 

 

          Αρχής γενομένης από τη μαρτυρία του ίδιου του Εφεσείοντος θα πρέπει να πούμε ότι ορθώς το Κακουργοδικείο είχε επισημάνει πως στη γραπτή κατάθεσή του (Τεκμήριο 2) εξιστορεί το πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα στις 31.5.20. Έγιναν δεκτές οι θέσεις του ότι εκείνη τη μέρα πήγε στο Τραχώνι κατόπιν συνεννόησης με τον Δαμιανού για να βοηθήσει εκείνον σε «μια δουλειά», ότι μόλις ο Δαμιανού επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του Εφεσείοντος, τού ζήτησε να κατευθυνθεί προς τη Ζανατζιά όπου θα παραλάμβαναν τρία κιλά από την τελευταία «παρτίδα» τα οποία θα μετέφεραν στη Χοιροκοιτία σε αποθήκη που διατηρούσε ο Δαμιανού και τέλος ότι ο τελευταίος κοντά στο σταυροδρόμι Ερήμης με Τραχώνι τού ζήτησε να τον αφήσει εκεί, δίδοντάς του οδηγίες σε ποιο σημείο θα άφηνε το «φορτίο».

 

        Το βασικό όμως ήταν, η επίσης ορθή διαπίστωση του Κακουργοδικείου, πως παρότι κατά την αντεξέταση των Μ.Κ.4 και Μ.Κ.6 ο Εφεσείων είχε υποβάλει ότι αυτοί συνεργάστηκαν με τον Δαμιανού με στόχο να ενοχοποιήσουν τον ίδιο (τον Εφεσείοντα) και ενώ είχε την ευκαιρία καταθέτοντας διά ζώσης να επεξηγήσει αυτούς τους ισχυρισμούς του, εντούτοις παρέλειψε να το πράξει με αποτέλεσμα η συγκεκριμένη θέση του να παραμείνει μετέωρη. Σημειώνουμε πως τα όσα είχε αναφέρει γραπτώς εν σχέσει με τη γνωριμία του με τον Δαμιανού και τα όσα επακολούθησαν για τη μεταξύ τους διευθέτηση μεταφοράς των επίδικων ναρκωτικών, είχαν γίνει αποδεκτά από το Κακουργοδικείο.

 

        Αρμόζει εδώ να επισημανθεί ότι στη γραπτή κατάθεσή του, αφού αναφέρθηκε στην «άθλια οικονομική κατάσταση» στην οποία ευρίσκετο, προχώρησε να δηλώσει ευθαρσώς ότι: «Οικονομικά, σωματικά και ψυχολογικά υποχρεώθηκα να διαπράξω το αδίκημα της μεταφοράς που κατηγορούμαι επειδή για να απαλύνει τον ψυχοσωματικό μου πόνο κατέφυγα στα ναρκωτικά». Σε καμμιά περίπτωση εδώ δεν είχε προβάλει ότι υποκινήθηκε από άλλον και δη μέλος της Αστυνομίας ή συνεργάτη της για διάπραξη αδικήματος, στο οποίο άλλως δεν θα προέβαινε (Χατζημάρκου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 482, Γενικός Εισαγγελέας v. Κανάρη (Αρ.1) (2005) 2 Α.Α.Δ. 105).

 

        Όλα όσα προωθεί ο Εφεσείων με τους δύο εξεταζόμενους λόγους έφεσης αποσκοπούν στο να πείσουν ότι, στη βάση της υφιστάμενης μαρτυρίας, υπήρξε συνεργασία των αστυνομικών με τον Δαμιανού για να τον παγιδεύσουν. Προβάλλει σειρά επιχειρημάτων προς αυτή την κατεύθυνση όπως ότι εσφαλμένα έγινε δεκτό:

 

·     Ότι ο Μ.Κ.4 είχε αναγνωρίσει τον Εφεσείοντα εν κινήσει. 

·     Ότι ο Μ.Κ.4 ενώ παρακολουθούσε τον Εφεσείοντα έχασε οπτική επαφή μαζί του μόνο όταν μπήκε στο αυτοκίνητο ο Δαμιανού και μετά όταν αυτός παρέδιδε τα ναρκωτικά στον Εφεσείοντα.

·     Ότι ο Μ.Κ.6 ευρίσκετο σε συγκεκριμένο σημείο και περίμενε τον Εφεσείοντα. 

·     Ότι ο Μ.Κ.6 ενώ είχε δει τον Εφεσείοντα να σταματά κάπου και να περιεργάζεται τα ναρκωτικά δεν τον σταμάτησε επειδή ήταν μόνος και όχι επειδή ο Δαμιανού ευρίσκετο στο όχημα. 

·     Ότι ο Μ.Κ.4 έλαβε οδηγίες να ανακόψει τον Εφεσείοντα αλλά δεν το έπραξε επειδή ήταν μόνος και όχι επειδή ο Δαμιανού ευρίσκετο στο όχημα. 

·     Ότι ενώ ο Μ.Κ.4 είδε τον Δαμιανού να κατεβαίνει, φυσιολογικά δεν τον σταμάτησε για έλεγχο. 

·     Ότι οι αστυνομικοί ήταν αξιόπιστοι αφού ο Δαμιανού όταν κλήθηκε στην Αστυνομία παρέδωσε άλλον αριθμό τηλεφώνου από αυτόν που φαίνεται στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα ή από αυτόν που έδωσε ο Εφεσείων.

·     Ότι ο Μ.Κ.4 ήταν αξιόπιστος ενώ καταθέτοντας δεν μπορούσε να διακρίνει σε σχετικό βίντεο ποιο άτομο ήταν μέσα στο αυτοκίνητο εκείνη τη μέρα, όπως δεν μπορούσαν ούτε οι Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3. Η βεβαιότητα του Μ.Κ.4 ότι στο όχημα ευρίσκετο ο Εφεσείων ενώ στο βίντεο δεν μπορούσε να διακρίνει οδηγεί (κατά την εισήγηση) αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η Αστυνομία γνώριζε εκ των προτέρων ότι ο Εφεσείων θα ευρίσκετο στο όχημα και ότι επρόκειτο για παγίδευση.

·     Ότι ο Μ.Κ.4 ήταν αξιόπιστος ενώ αντεξεταζόμενος είπε πως είχαν οδηγίες για ανακοπή αλλά τις αγνόησαν, οδηγώντας δεξιά προς Κολόσσι.

 

        Οι πιο πάνω θέσεις του Εφεσείοντος είχαν τεθεί πρωτοδίκως και το Κακουργοδικείο τις εξέτασε και απέρριψε, δίδοντας πειστικούς λόγους για την κρίση του. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

«Στην προκειμένη περίπτωση κανένα από τα ευρήματα του Δικαστηρίου οδηγεί σε συμπέρασμα παγίδευσης του κατηγορουμένου. Τα μέλη της Αστυνομίας και συγκεκριμένα οι Α/Α 1974 Γιάννου (ΜΚ4) και Αστ. 4880 Ευτυχίου (ΜΚ6) που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση της 31.5.2020, είχαν οδηγίες να παρακολουθήσουν τον Δαμιανού και να εντοπίσουν τα ναρκωτικά, αφού σύμφωνα με την πληροφορία που λήφθηκε στην ΥΚΑΝ, ο Δαμιανού ο οποίος αποθήκευσε τα ναρκωτικά στην περιοχή των χωριών Σούνι‑ Ζανατζιά Λεμεσού για λογαριασμό του Σολομωνίδη, που σύμφωνα με την πληροφορία ήταν ο εισαγωγέας τους στην Κύπρο, θα προμήθευε με ποσότητα κάνναβης πρόσωπα από την Λευκωσία. Ο Αστ. Γιάννου (ΜΚ4), αναγνώρισε τον κατηγορούμενο τον οποίο γνώριζε και ο οποίος είναι από την Λευκωσία, να οδηγεί το αυτοκίνητο του και να κατευθύνεται προς το Τραχώνι. Εύλογα τον ακολούθησε.

Το γεγονός ότι το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου δεν ανακόπηκε μετά την επιστροφή του από το χωριό Ζανατζιά (στο πορτ‑μπαγκάζ ήταν το σακούλι με την κάνναβη) και ενόσω ο Δαμιανού εξακολουθούσε να είναι συνοδηγός στο αυτοκίνητο, δεν οδηγεί άνευ έτερου πως ο Δαμιανού «αφέθηκε» να διαφύγει ώστε να ανακοπεί μόνο ο κατηγορούμενος, ως η εισήγηση του. Τόσο ο Αστ. Γιάννου (ΜΚ4), όσο και ο Αστ. Ευτυχίου (ΜΚ6), στους οποίους υπεβλήθη η συγκεκριμένη εισήγηση κατά την αντεξέταση, έδωσαν εύλογες απαντήσεις. Στην θέση του κατηγορουμένου την οποία υπέβαλε στον Αστ. Ευτυχίου (ΜΚ6) ότι σκόπιμα δεν τον ακολούθησε όταν ο ίδιος έστριψε προς Ζανατζιά, λέγοντας δήθεν ότι έχασε οπτική επαφή μαζί του, ώστε να μην συλλάβει τον Δαμιανού όταν θα του παρέδιδε τα ναρκωτικά, ο ΜΚ6 απάντησε πως έστριψε και ο ίδιος αριστερά προς Ζανατζιά, όμως έχασε επαφή και γι' αυτό περιφερόταν κάνοντας γύρους μέσα στις γειτονιές για 2‑ 3 λεπτά, στο τέλος όμως επειδή δεν ήξερε το χωριό επέστρεψε στον δρόμο προς Καντού. Την ίδια θέση που υπέβαλε στον Ευτυχίου (ΜΚ6), ότι σκόπιμα δεν ανέκοψε το αυτοκίνητο του ενώ ο Δαμιανού ήταν σ' αυτό, αφήνοντας έτσι ένα έμπορο ναρκωτικών να διαφύγει, την υπέβαλε και στον ΜΚ4 ο οποίος ανέφερε πως εκείνη την στιγμή ήταν μόνος του στον δρόμο και εάν προσπαθούσε να ανακόψει το αυτοκίνητο, ήταν αβέβαιο εάν θα τα κατάφερνε. Είναι γι' αυτό που ανέμενε να μαζευτεί η ομάδα και μετά να επιχειρηθεί η ανακοπή του αυτοκινήτου. Σε ερώτηση επίσης κατά την αντεξέταση, για ποιο λόγο δεν ερεύνησε τον Δαμιανού όταν ο τελευταίας κατέβηκε από το αυτοκίνητο, ο ΜΚ4 απάντησε πως εφόσον ο Δαμιανού δεν κρατούσε οτιδήποτε στα χέρια του, θεώρησε ότι ήταν ορθότερο να ακολουθήσει τον κατηγορούμενο με τα ναρκωτικά. Τέλος στην υποβολή του κατηγορουμένου ότι εν τέλει το αυτοκίνητο του ανακόπηκε στον αυτοκινητόδρομο από περιπολικό της τροχαίας και όχι από τους αστυνομικούς που τον ακολουθούσαν, ο ΜΚ4 απάντησε πως ζητήθηκε η συνδρομή της τροχαίας και πως ήταν οι αστυνομικοί που ήσαν στον αυτοκινητόδρομο, ενέψαν στον κατηγορούμενο να σταματήσει, ο τελευταίος προσπάθησε να προσπεράσει από αριστερά, ο οδηγός όμως του αυτοκινήτου που ήταν στα δεξιά του, εξέλαβε το σήμα των αστυνομικών της τροχαίας ότι ήταν γι' αυτόν, κινήθηκε στα αριστερά, εγκλωβίζοντας έτσι τον κατηγορούμενο και πως ο ίδιος (ο ΜΚ4) παρκάροντας δίπλα του, τον ανέκοψε, ενώ σχεδόν αμέσως στη συνέχεια στο μέρος κατέφθασαν και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας της ΥΚΑΝ.

Συνεπώς η συγκεκριμένη θέση απορρίπτεται».

       

        Έχουμε την άποψη πως ό,τι απομένει να προσθέσουμε και το οποίο σφραγίζει το αβάσιμο της εισήγησης είναι τα όσα παραθέτει ο ίδιος ο Εφεσείων στην αιτιολογία του εβδόμου λόγου έφεσης για το ότι η δική του κατάθεση υιοθετήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή προκειμένου να μαρτυρήσει ο Εφεσείων εναντίον του πρώην συγκατηγορουμένου του, ήτοι του Δαμιανού. Όπως αναφέρεται συγκεκριμένα στο εφετήριο για τον Εφεσείοντα:

 

«...κλήθηκε και κατέθεσε ενόρκως ενανριων (sic) του πρώην συγκατηγορουμένου του Α. Δαμιανού στη (sic) Υπόθεση 3927/20 ενώπιον του Κακουργοδικείου Λάρνακος όπου η κατάθεση του κρίθηκε αξιόπιστη και ορθή με αποτέλεσμα το δικαστήριο να καταδικάσει τον Α. Δαμιανού σε 7 έτη φυλάκισης. Στην κατάθεση του ο Εφεσείοντας φαίνεται να παραδέχεται μόνο τη διάπραξη του αδικήματος της μεταφοράς κάνναβης για συγκεκριμένη απόσταση, για λογαριασμό αλλά και κατόπιν οδηγιών του συγκατηγορούμενου ….. Δαμιανού για σκοπούς αποθήκευσης».

 

        Με κάθε σεβασμό προς τις σχετικές εισηγήσεις έχουμε την άποψη ότι η παραδοχή των ουσιωδών γεγονότων από τον Εφεσείοντα, η απουσία οποιουδήποτε ίχνους μαρτυρίας για παγίδευσή του και το γεγονός της δίωξης του Δαμιανού, ο οποίος μάλιστα τιμωρήθηκε αυστηρότερα, δεν συνάδει, ως θέμα κοινής λογικής, με τους ισχυρισμούς για παγίδευση, δηλαδή για υποκίνηση του Εφεσείοντος από μέλη της Αστυνομίας ή εκπρόσωπό της να διαπράξει αδίκημα. Ο Εφεσείων ανέπτυξε όλα τα σχετικά επιχειρήματά του υπονοώντας ότι ο Δαμιανού αφέθηκε σκόπιμα να διαφύγει τη σύλληψη για το συγκεκριμένο αδίκημα, κάτι το οποίο δεν ισχύει και ως εκ τούτου εκβαραθρώνει κάθε σχετική εισήγηση για παγίδευση του Εφεσείοντος. Συνεπώς και οι λόγοι αυτοί κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Τρίτος και Ένατος Λόγοι Έφεσης (Δεύτερη Έκθεση Χημείου)

 

        Οι τρίτος και ένατος λόγοι έφεσης διασυνδέονται μεταξύ τους δεδομένου ότι αφορούν και οι δύο τη δεκτότητα και τη βαρύτητα της δεύτερης έκθεσης της χημικού. Με τον τρίτο λόγο ειδικότερα προβάλλεται αφενός ότι το Κακουργοδικείο παράνομα απεδέχθη και ή επέτρεψε την εισαγωγή παρανόμως ληφθείσας και εκ των υστέρων κατασκευασμένης μαρτυρίας και αφετέρου ότι παράνομα βάσισε την απόφασή του σε τέτοια έκθεση, η οποία δεν έγινε τεκμήριο ως προς το περιεχόμενό της αλλά μόνον ως έγγραφο που είχε σταλεί στις Φυλακές. Με τον ένατο λόγο ουσιαστικά επαναλαμβάνεται αυτή η τελευταία πτυχή, ήτοι προβάλλεται ότι η δεύτερη έκθεση δεν καταχωρίστηκε κατά τον νόμιμο τρόπο ως τεκμήριο για την αξιολόγηση της αλήθειας του περιεχομένου της αλλά μόνο ως έγγραφο το οποίο στάληκε στις Φυλακές.

 

        Όσον αφορά τη δεκτότητα της δεύτερης έκθεσης έχουμε ήδη παραθέσει κάποια σχετικά στοιχεία από τα όσα προηγήθηκαν της παρουσίασής της. Βασικά ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής στις 13.5.21 ζήτησε και πέτυχε την προσθήκη ως μάρτυρος της Μ.Κ.5 για να καταθέσει απόδειξη με συνημμένο το έγγραφο το οποίο στις 11.5.21 είχε σταλεί στις Κεντρικές Φυλακές προς επίδοση στον Εφεσείοντα, οπότε η μαρτυρία της ήταν σχετική με το τι έγινε. Αυτά αναφέρονταν και στη σχετική ειδοποίηση βάσει του Άρθρου 111 της Ποινικής Δικονομίας.

 

        Το Κακουργοδικείο στην ενδιάμεση απόφασή του (περί προσθήκης μάρτυρος) είχε συνεκτιμήσει πως ο λόγος για τον οποίο απαιτείτο η προσθήκη ήταν προς τον σκοπό απόδειξης επίδοσης της δεύτερης εκθέσεως και ότι αυτή πραγματοποιήθηκε στις 11.5.21 (κάτι το οποίο αγορεύοντας υπέρ της ένστασής του είχε παραδεκτεί ο Εφεσείων). Αμέσως μετά κλήθηκε ως μάρτυς η Μ.Κ.5 και στην πραγματικότητα τής είχαν υποβληθεί μόνον δύο ερωτήσεις, ήτοι εάν κατείχε απόδειξη τηλεομοιότυπου με συνημμένα έγγραφα και από πού τα είχε παραλάβει. Το Κακουργοδικείο, απορρίπτοντας την ένσταση του Εφεσείοντος επέτρεψε την κατάθεση, ως Τεκμήριο 23, του τηλεομοιότυπου με συνημμένα τόσο την επιστολή ημερομηνίας 11.5.21 της Νομικής Υπηρεσίας προς τη Διεύθυνση Κεντρικών Φυλακών όσο και τη δεύτερη έκθεση της χημικού ημερομηνίας 10.5.21.

 

        Η αλήθεια είναι πως σε εκείνο το στάδιο θα μπορούσε, με πρωτοβουλία οποιουδήποτε παράγοντα της δίκης, για τα συγκεκριμένα έγγραφα να είχε δηλωθεί ότι κατατίθενται για τον περιορισμένο σκοπό της χρήσης τους για σκοπούς απόδειξης της επίδοσης και του ποια έγγραφα είχαν επιδοθεί στον Εφεσείοντα, όπως και είχε δηλωθεί πιο πριν κατά την υποβολή του αιτήματος προσθήκης μάρτυρος. Παραπέμπουμε, ως προς τη δυνατότητα περιορισμού του σκοπού, στις υποθέσεις Βασιλείου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104, Palatino Developments Ltd v. Telectronics Communication Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 962 και Ανθίμου v. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 56.

 

        Ο μη περιορισμός εν τέλει, του σκοπού χρήσης των εγγράφων του Τεκμηρίου 23, εκ των πραγμάτων άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο και επέτρεπε τη χρήση της έκθεσης ως εξ ακοής μαρτυρίας εμπειρογνώμονα βάσει των παραγόντων του Άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, κατά τα λεχθέντα στην υπόθεση Μονός κ.ά. v. S. Xenides Trading Co. Ltd (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1002. Όμως είναι προφανές πως το Κακουργοδικείο δεν έπραξε κάτι τέτοιο αφού, έχοντας υπ' όψιν όσα προηγουμένως, σε άλλο στάδιο είχαν δηλωθεί από τον Κατήγορο, δεν στηρίχθηκε στο περιεχόμενο της έκθεσης, τονίζοντας μάλιστα πως αυτή «...επισυνάφθηκε με (sic) το Τεκμήριο 23 για να καταδειχθεί τι παραδόθηκε στον κατηγορούμενο».

 

        Αυτό το οποίο χρήζει ειδικής διευκρίνισης είναι ότι το Κακουργοδικείο δεν χρησιμοποίησε το περιεχόμενο της εν λόγω δεύτερης έκθεσης. Ούτε καν προέβη σε οποιαδήποτε αναφορά για οποιοδήποτε τμήμα, έστω και ελάχιστο, της έκθεσης εκείνης. Ούτε όμως και υπήρχε οποιαδήποτε ανάγκη για κάτι τέτοιο, αφού η χημικός (Μ.Κ.3) είχε προηγηθεί ως μάρτυς και είχε η ίδια προφορικώς καταθέσει όλα τα σχετικά με τον ποσοτικό προσδιορισμό της ουσίας THC στην κάνναβη. Έχοντάς την αξιολογήσει και δεχθεί τη μαρτυρία της ως «καθόλα εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη» το μόνο το οποίο προσέθεσε σε ανάλογες τότε εισηγήσεις του Εφεσείοντος ήταν ότι:

 

«Το ουσιαστικό είναι πως όταν ο κατηγορούμενος αντεξέταζε στις 12.5.2021 τη ΜΚ3, είχε υπόψη του τη συγκεκριμένη Έκθεση αφού όπως και ο ίδιος παραδέχθηκε, του παραδόθηκε στις 11.5.2021. Παρόλα αυτά ουδεμία ερώτηση ή υποβολή έθεσε στην μάρτυρα, σε σχέση με τον ποσοτικό προσδιορισμό της τετραϋδροκανναβινόλης στην κάνναβη, ούτε και αμφισβήτησε πως το ποσοστό της τετραϋδροκανναβινόλης που ανιχνεύθηκε στα Τεκμήρια 11, 13 και 15 ήταν 10,73%».

 

        Είναι πολύ καλά γνωστή η αρχή ότι στον κάθε μάρτυρα κατά την αντεξέτασή του θα πρέπει να τίθεται η εκδοχή της άλλης πλευράς, ιδιαίτερα όταν αυτή αφορά σε ουσιώδες γεγονός, το οποίο αμφισβητείται (Τάκη v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 599). Παράλειψη αντεξέτασης σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας ισοδυναμεί, κατά κανόνα, με παραδοχή των ισχυρισμών που περιέχει εφόσον από την αντεξέταση αναμένεται να προκύψουν στοιχεία βοηθητικά προς έλεγχο της αντίθετης μαρτυρίας (Κούρρης v. Παπαδοπούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1147) και το Δικαστήριο δύναται να καταλήξει ότι η πλευρά η οποία παρέλειψε να αντεξετάσει δέχεται τα γεγονότα όπως τα κατέθεσε ο μάρτυρας (Olympic Insurance Agencies Ltd v. Lexus Insurance Agencies Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 1440). 

 

        Το επόμενο το οποίο πρέπει να καταστεί σαφές είναι πως η χημικός σε καμμιά περίπτωση δεν είχε αναφερθεί σε ποσοτικό προσδιορισμό που είχε γίνει μετά που ρωτήθηκε από τον Κατήγορο, ήτοι να έγινε λίγες μέρες πριν καταθέσει η ίδια. Ήταν σαφέστατη στη μαρτυρία της ότι είχε γίνει ανάλυση στο αρχικό στάδιο και ότι δεν είχε δοθεί τότε στην Αστυνομία διότι δεν είχε ζητηθεί. Είναι απαραίτητη η παράθεση του σχετικού αποσπάσματος από τη μαρτυρία της που έχει ως εξής:

 

«Να αναφέρω ότι έχει γίνει ανάλυση ποσοτικού προσδιορισμού της Τετραϋδροκανναβινόλης στα τεκμήρια με αριθμό 1486/F/20 μέχρι 1488/F/20, δεν έγινε ποσοτικός προσδιορισμός στο Τεκμήριο 1489/F/20 το οποίο ήταν ίχνη πράσινης ξηρής φυτικής ύλης. Αρχικά δεν είχε δοθεί ο ποσοτικός προσδιορισμός στην πρώτη έκθεση που εκδόθηκε στις 5.6.20 και ο λόγος ήταν ότι δεν ζητήθηκε από την Αστυνομία ο ποσοτικός προσδιορισμός, όμως επειδή το εργαστήριο ακολουθεί την πρακτική ανάλυσης δειγμάτων κάνναβης για στατιστικούς σκοπούς τα οποία αποστέλλονται στο Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο, αποστέλλονται κάποια αποτελέσματα ποσοτικού προσδιορισμού στο Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα ναρκωτικά ούτως ώστε να γίνονται οι στατιστικές για την Ευρώπη, τι κυκλοφορεί στην Ευρώπη και γίνονται και κάποιες αναλύσεις δειγμάτων από την Κύπρο που αποστέλλονται. Αυτό το δείγμα ήταν ένα δείγμα το οποίο έχει αναλυθεί, δεν δόθηκε όμως το αποτέλεσμα διότι δεν είχε ζητηθεί».

                                                  (Έμφαση δοθείσα)

 

        Συνάγεται ξεκάθαρα από τα πιο πάνω πως η χημικός δεν είπε ότι «...δεν έγινε ποσοτικός προσδιορισμός γιατί δεν ζητήθηκε», όπως ατυχώς προβάλλεται εισήγηση από τον Εφεσείοντα (στην αιτιολογία του τρίτου λόγου). Η δήλωσή της ότι «δεν έγινε» αφορούσε μόνο τα ίχνη. Στα υπόλοιπα τεκμήρια είχε γίνει. Δεν μπορεί λοιπόν να υποβάλλεται εισήγηση για εκ των υστέρων κατασκευασμένη μαρτυρία. Η χημικός αναφερόταν στην αρχική εξέταση των σχετικών τεκμηρίων και στα συμπεράσματά της με βάση τις αναλύσεις τις οποίες εξαρχής είχε διενεργήσει και στο ότι δεν είχε συμπεριλάβει το αποτέλεσμα στην αρχική έκθεση ημερ. 5.6.20 (Τεκμήριο 4). Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν μπορεί να γίνεται λόγος για «καινούργια στοιχεία» και πολύ περισσότερο να αφήνονται υπονοούμενα για «κατασκευασμένη μαρτυρία».

 

        Για ό,τι αξίζει σημειώνουμε πως στη δεύτερη έκθεση, η οποία επισυνάπτεται στο Τεκμήριο 23, αναφέρονται ως ημερομηνίες έναρξης και λήξης της ανάλυσης ποσοτικού προσδιορισμού οι ημερομηνίες από 4.8.20 έως 7.8.20, ήτοι αρκετά πριν την εμφάνιση της χημικού στο Δικαστήριο. Εν πάση δε περιπτώσει δεν υπάρχει οποιαδήποτε απαγόρευση στην εξέταση τεκμηρίων ακόμα και μετά την καταχώριση κάποιας υπόθεσης, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. Εννοείται βέβαια πως για την παρουσίαση της μαρτυρίας η οποία τυχόν θα προκύψει απαιτείται η τήρηση των προαναφερθεισών αρχών περί ενημέρωσης του κατηγορουμένου και ενδεχομένως η προσθήκη μάρτυρος εάν πρόκειται για Κακουργοδικείο.

 

        Μια άλλη βασική εισήγηση του Εφεσείοντος (στα πλαίσια του ένατου λόγου έφεσης) είναι πως για να ήταν η επίδικη ποσότητα απαγορευμένη κάνναβη θα έπρεπε να είχαν εντοπιστεί στις αναλύσεις του Χημείου και τα τρία «βασικά συστατικά» της κάνναβης. Αναφέρεται στην τετραϋδροκανναβινόλη (THC), στην κανναβινόλη (CBN) και στην κανναβιδιόλη (CBD). Η εισήγηση αυτή συνδυάζεται με επιμονή στη θέση ότι βρέθηκε μόνο THC χωρίς καμμιά ποσοστιαία ένδειξη, (κάτι το οποίο δεν ισχύει όπως εξηγήσαμε), πράγμα το οποίο μπορεί να συμβεί μόνο στην περίπτωση βιομηχανικής κάνναβης επειδή τα ποσοστά των τριών βασικών συστατικών είναι πάρα πολύ χαμηλά, έως και μη ανιχνεύσιμα, ως ισχυρίζεται ο Εφεσείων.

 

        Η πραγματικότητα όμως είναι πως η χημικός είχε αντεξεταστεί για τον μη εντοπισμό των συστατικών CBN και CBD. Είχε εξηγήσει ότι το πρώτο είναι προϊόν οξείδωσης της τετραϋδροκανναβινόλης και ότι εάν η φύλαξη της κάνναβης γίνει ορθά τότε η μεγαλύτερη πιθανότητα είναι να μην ανιχνευθεί. Σε σχέση με την παρούσα είπε πως τα δείγματα ήταν φυλαγμένα σε σακούλι το οποίο στο πάνω μέρος είχε ασημόχαρτο για να μην εκτίθεται στο φως, εννοώντας ότι υπήρχε εξήγηση. Σε σχέση με το CBD είπε πως η κανναβιδιόλη δεν είναι σταθερή σε όλα τα φυτά και ότι αναλόγως του είδους του φυτού δυνατόν να είναι 20%, 18% ή και 0.1%. Στη δε περίπτωση που είναι πολύ χαμηλό το CBD τότε δεν θα ανιχνευθεί. Θα ανιχνευθεί μόνο το συστατικό που ευρίσκεται σε ψηλές συγκεντρώσεις, εξ ου και έχει ανιχνευθεί η THC.

 

        Η χημικός Μ.Κ.3 αξιολογήθηκε και κρίθηκε αξιόπιστη. Όπως τόνισε ορθά το Κακουργοδικείο ουδεμία σημασία έχει το γεγονός ότι δεν είχαν ανιχνευθεί τα άλλα δύο συστατικά, για τη μη ανίχνευση των οποίων η χημικός έδωσε πλήρη εξήγηση, αφού το συστατικό που έχει σημασία και καθιστά την κάνναβη παράνομη είναι η THC. Πράγμα το οποίο επιβεβαιώνεται και από έγγραφο το οποίο ο ίδιος ο Εφεσείων είχε καταθέσει και στο οποίο καταγράφεται ότι η κύρια ψυχοτρόπος (ναρκωτική) ουσία της κάνναβης είναι η THC (Τεκμήριο 19).

 

        Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση. Σύμφωνα με τον σχετικό ορισμό του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Ν.29/77 «κάνναβις» σημαίνει τις ανθισμένες ή καρποφόρες κορυφές κάθε φυτού του γένους Cannabis από τις οποίες δεν αφαιρέθηκε η ρητίνη και περιλαμβάνει τα φύλλα και το στέλεχος τέτοιου φυτού, εξαιρουμένης της βιομηχανικής κάνναβης. Στον ίδιο Νόμο «βιομηχανική κάνναβη» σημαίνει φυτά ή μέρη φυτού ή σπόρους του είδους Cannabis Sativa (μόνο) των οποίων η περιεκτικότητα σε κάνναβη δεν υπερβαίνει σε ποσοστό το 0.2%. Ανάλογες ήταν και οι πρόνοιες του περί Παραγωγής και Εμπορίας της Βιομηχανικής Κάνναβης Ν.61(Ι)/16 (πριν την πρόσφατη τροποποίηση του 2024). Για να τύχουν εφαρμογής οι πρόνοιες του τελευταίου αυτού Νόμου απαιτείτο ειδική άδεια. Όμως δεν έχει παρουσιαστεί οτιδήποτε σχετικό στα πλαίσια της παρούσας και εάν υπήρχε τέτοια άδεια τότε το βάρος ανήκε στον Εφεσείοντα να την παρουσιάσει (Korbacka v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 170/21, ημερ. 13.9.22, ECLI:CY:AD:2022:B352). Το συμπέρασμα λοιπόν ότι η επίδικη ουσία δεν ήταν βιομηχανική κάνναβη ήταν ορθό. Κατά συνέπειαν απορρίπτονται και αυτοί οι λόγοι έφεσης.

 

Όγδοος Λόγος Έφεσης (Κακοδικία)

 

        Στα πλαίσια του όγδοου λόγου έφεσης προβάλλεται κατ' αρχάς ότι όλοι μαζί και καθένας ξεχωριστά από τους λόγους και την αιτιολογία των πρώτων έξι λόγων έφεσης αποδεικνύουν κακοδικία. Δεν προστίθεται οτιδήποτε άλλο πέραν των όσων εξετάσαμε ήδη αναφορικά με τον κάθε έναν από τους πιο πάνω λόγους. Εννοείται πως η προηγηθείσα απόρριψη των πρώτων έξι λόγων θέτει τέρμα και στη συζήτηση αυτής της πτυχής του όγδοου λόγου έφεσης.

 

        Συνεχίζοντας όμως ο Εφεσείων προβάλλει ότι υπήρξε κακοδικία διότι καταδικάστηκε στη μεταφορά επί σκοπώ προμήθειας χωρίς οποιαδήποτε μαρτυρία. Προσθέτει δε ότι αυτό μάλιστα έγινε παρότι ο ίδιος είχε καταθέσει εναντίον του Δαμιανού ενώπιον άλλης σύνθεσης του Κακουργοδικείου, το οποίο είχε δεχθεί τη γραπτή κατάθεσή του περί του ότι «μετέφερε την επίδικη ποσότητα κάνναβης από ένα συγκεκριμένο σημείο σε άλλο, για λογαριασμό του πρώην συγκατηγορουμένου, του Δαμιανού, για σκοπούς αποθήκευσης».

 

        Είναι προφανές ότι η εισήγηση περί κακοδικίας παραγνωρίζει τις πρόνοιες του Άρθρου 6(3) του Ν.29/77, διά των οποίων αποτελεί αδίκημα για οποιονδήποτε, μεταξύ άλλων, να έχει στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο προς τον σκοπόν όπως προμηθεύσει αυτό σε άλλο πρόσωπο κατά παράβαση του Άρθρου 5(1) του ιδίου Νόμου. Το τελευταίο αυτό άρθρο ορίζει ρητώς ότι δεν είναι νόμιμο για οποιονδήποτε να προμηθεύει ή να παραδίδει υπό οποιουσδήποτε όρους ελεγχόμενο φάρμακο ή να ενεργεί ως μεσάζων για την προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου σε άλλο πρόσωπο.

 

        Κατ' αρχάς να σημειωθεί ότι η κατοχή (actus reus) και η κατοχή εν γνώσει της φύσης των ναρκωτικών (mens rea) ήταν όντως μη αμφισβητούμενα ζητήματα ενώ αυτά προέκυπταν παράλληλα τόσο από δηλώσεις του ιδίου στη γραπτή κατάθεσή του («Στη διαδρομή σταμάτησα... άνοιξα το πίσω καπό επειδή το χόρτο μύριζε πολλά... και ψέκασα με άρωμα Paul Cartier το σακούλι για να μην μυρίζει») όσο και από τον εντοπισμό γενετικού του υλικού σε μια από τις τρεις συσκευασίες (ως το Τεκμήριο 2).

 

        Ως προς την ουσία του επιχειρήματος θεωρούμε ότι καλύπτεται πλήρως από όσα πρωτοδίκως είχαν αναφερθεί, τα οποία και έχουν ως εξής:

 

«Ως προς την κατηγορία της κατοχής της εν λόγω κάνναβης με σκοπό την προμήθεια, σύμφωνα με το άρθρο 30Α του Ν.29/77, ως τροποποιήθηκε δημιουργείται μαχητό τεκμήριο ότι η κατοχή κάνναβης ή παράγωγα αυτής πέραν των 30 ή περισσοτέρων γραμμαρίων κατέχονται με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο. Η θέση του όπως εξάγεται από αυτά που ανέφερε, ότι η απλή μεταφορά της κάνναβης δεν εμπίπτει στην έννοια ότι αυτή κατείχετο με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, δεν ευσταθεί, αφού δεν τέθηκε ενώπιον μας οτιδήποτε το συγκεκριμένο το οποίο να καταδεικνύει ότι τα ναρκωτικά δεν προορίζοντο για προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, ως αναδεικνύεται από την υπόθεση Tekinder κ.ά v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551 και ως εκ τούτου, εκ της ως άνω ποσότητας 2 κιλών και 892 γραμμαρίων, τεκμαίρεται ότι κατέχονταν με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, βλ. Hurbanek κ.ά v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 524».  

 

        Δεν χρειάζεται να προστεθεί οτιδήποτε άλλο εν σχέσει με την κατοχή επί σκοπώ προμήθειας. Ούτε υπάρχει οποιοδήποτε έρεισμα στο υπονοούμενο ότι κρίθηκε ένοχος παρότι υποβοήθησε τη δικαιοσύνη καταθέτοντας εναντίον του Δαμιανού. Τέτοιο ζήτημα σχετίζεται με τους μετριαστικούς παράγοντες κατά την επιβολή ποινής, η οποία στην παρούσα δεν εφεσιβάλλεται. Το τι έγινε σε άλλη, άσχετη υπόθεση, όπου δεν διώχθηκε πρόσωπο που είχε εισαγάγει μεγάλη ποσότητα (35kg) επίσης δεν ενδιαφέρει στην παρούσα.

 

        Στη βάση όλων των ανωτέρω κρίνουμε όλους τους λόγους έφεσης αβάσιμους και κατά συνέπειαν η έφεση απορρίπτεται.

 

 

                                                                   

                                                                    Ρ. ΛΙΜΝΑΤΙΤΟΥ, Πρ.

 

 

                                                                    Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                    Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο